ΞΞ, ξ, ξεῖ & ξῖ, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ξεναγέω -ῶ ΡΗΜΑ 1. είμαι ξεναγός, δηλαδή αρχηγός μισθοφόρων: Ἡριππίδας ἐξενάγει τοῦ ξενικοῦ = ο Ηρ. ήταν αρχηγός του μισθοφορικού στρατού. 2. οδηγώ κάποιον στα αξιοθέατα μιας πόλης.
ΝΕ ξεναγώ (με τη σημ. 2). [παράγ. λ. ξεναγός + -έω]. ξενηλασία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ στη Σπάρτη η απομάκρυνση των ξένων από την πόλη: τὴν πόλιν κοινὴν παρέχομεν, καὶ οὐκ ἔστιν ὅτε ξενηλασίαις ἀπείργομέν τινα ἢ μαθήματος ἢ θεάματος = την πόλη την έχουμε ανοιχτή για όλους και ποτέ δεν εμποδίζουμε κανέναν, απομακρύνοντάς τον από την πόλη, να μάθει ή να δει κάτι.
ΝΕ ξενηλασία (λόγ.). [παράγ. λ. του ξενηλατέω -ῶ < παράγ. λ. ξενηλάτης + -έω]. ξενία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. φιλοξενία: ἦλθεν ἐπὶ ξενίαν = ήρθε ως φιλοξενούμενος, ως φίλος. 2. φιλικός δεσμός ή συνθήκη μεταξύ δύο κρατών ή ενός κράτους και ενός προσώπου: τὰς παλαιὰς ξενίας ἀνανεούμεθα = ανανεώνουμε, αναθερμαίνουμε, τις παλιές σχέσεις ανάμεσα στα κράτη μας. 3. το status του ξένου, τα μειωμένα δικαιώματα που είχε ο ξένος σε σχέση με τα πλήρη δικαιώματα που είχε ο πολίτης. γραφὴ ξενίας = δίωξη εναντίον ξένου που οικειοποιήθηκε δικαιώματα που ανήκαν σε πολίτη. [παράγ. λ. ξένος + -ία]. ξενίζω ΡΗΜΑ
ΝΕ ξενίζω «παραθέτω τιμητικό γεύμα κτλ.». [παράγ. λ. ξένος + παρ. επίθ. -ίζω]. ξενικός, -ὴ & -ός, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ 1. αυτός που ταιριάζει ή που ανήκει σε ξένο: ξενικὴ βοήθεια = βοήθεια που προσφέρουν οι ξένοι.
2. ξένος στρατιώτης ή ξένο πλοίο που υπηρετεί σε μια πόλη ή χώρα: ξενικαὶ νῆες = ξένα πλοία (με μισθοφόρους).
3. γενικά ξένος: ξενικά ὀνόματα = λέξεις ξένης (μη αττικής) διαλέκτου. ΝΕ ξενικός (με τη σημ. 1). [ξένος + παρ. επίθ. επίθ. -ικός]. ξένιος, -ία & -ιος, -ιον ΕΠΙΘΕΤΟ 1. αυτός που έχει σχέση με φιλοξενούμενο ή με τη φιλοξενία: ξένιος Ζεύς = ο Δίας, ο προστάτης της φιλοξενίας. 2. στον πληθ. του ουδετ. τὰ ξένια τα δώρα που προσφέρει ο οικοδεσπότης στο φιλοξενούμενό του ή κάποιος στο φίλο του: τὰ παρ' ἡμῶν ξένια ἐδέξατο = δέχθηκε τα δώρα που του προσφέραμε εμείς. 3. ξένος: ἐπὶ ξενίας (δηλ. γῆς) = σε κάποιον ξένο τόπο. ΝΕ (στην έκφραση) ξένιος Δίας. [παράγ. λ. ξένος + -ιος]. ξένισις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [παράγ. λ. ξενίζω + -σις]. ξενιτεύω ΡΗΜΑ ΝΕ ξενιτεύομαι «αναχωρώ ή βρίσκομαι σε ξένη χώρα». [ξένος + -ιτ-εύομαι > ξενιτεύομαι αναλογικά προς το πολίτης - πολιτεύομαι· το ξενιτεία είναι νεότερο]. ξένος, -η, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ 1. φιλοξενούμενος, φίλος συνδεδεμένος με κάποιον μέσω δεσμού ή συνθήκης ξενίας. 2. άνθρωπος από ξένη χώρα, ξένος.
3. μισθοφόρος: εἰ μισθῷ μείζονι πειρῷντο ἡμῶν ὑπολαβεῖν τοὺς ξένους τῶν ναυτῶν = αν προσπαθούσαν να πάρουν από μας όσους από τους ναύτες είναι μισθοφόροι, δίνοντάς τους μεγαλύτερο μισθό. 4. ξένος προς κάτι, αυτός που αγνοεί κάτι: ξένως ἔχω τῆς ἐνδάθε λέξεως = μου είναι ξένος ο τρόπος έκφρασης που χρησιμοποιείται εδώ (στα δικαστήρια· το είπε ο Σωκράτης στην απολογία του). 5. παράξενος.
ΝΕ ξένος (με τις σημ. 2 και 4). [μαρτυρείται ως ξένFος, αβέβ. ετυμ., ίσως αρχική ρίζα *ghos-tis, πβ. λατ. hostis]. ξενόω -ῶ ΡΗΜΑ
συνήθως στην παθ. φωνή ξενοῦμαι 1. δημιουργώ συνθήκη φιλίας με κάποιον: ...τότε ἐξενώθησαν ὑμῖν οἱ πρόγονοι ἡμῶν = τότε δημιούργησαν με σας φιλικές σχέσεις οι πρόγονοί μας. 2. φιλοξενούμαι: ξενοῦνται αὐτῷ = φιλοξενούνται από αυτόν.
[παράγ. λ. ξένος + -όω]. ξυλεύω ΡΗΜΑ
ΝΕ ξυλεύομαι (λόγ.). [παράγ. λ. ξύλον + παρ. επίθ. -εύω]. ξυλίζομαι ΡΗΜΑ [παράγ. λ. ξύλον + παρ. επίθ. -ίζομαι]. ξύλον, -ου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. κομμάτι ξύλου για διάφορες χρήσεις: ξύλα ναυπηγήσιμα = ξύλα για κατασκευή πλοίων. 2. διάφορα ξύλινα αντικείμενα (όπως π.χ. ρόπαλο, ραβδί, όργανα βασανισμού κτλ.). 3. όργανο με το οποίο τιμωρούσαν τους κακούργους. Μπορούσε να είναι: α. ξύλινος βαρύς κλοιός που τον τοποθετούσαν στον αυχένα του τιμωρημένου. β. ξύλινα ποδόδεσμα μέσα στα οποία κλείνονταν τα πόδια του. γ. αγχόνη. δ. σταυρός: ἐπὶ ξύλου ἐκρέμασαν (τὸν Ἰησοῦν) = κρέμασαν τον Ιησού στο σταυρό. 4. δέντρο: ὄρος δασὺ μεγάλοις ξύλοις = βουνό κατάφυτο από μεγάλα δέντρα.
ΝΕ ξύλο (με τη σημ. 1). [*κσυλ-ον, μάλλον ομόρρ. με ὕλη, σέλμα]. ξὺν ξυρέω -ῶ & ξυράω -ῶ
1. ξυρίζω: ξυρῶ τὴν κεφαλὴν/τὰς τρίχας = ξυρίζω το κεφάλι/τα μαλλιά.
2. μέση και παθ. φωνή ξυροῦμαι ξυρίζομαι ή με ξυρίζουν: ἐξυρημένος τὴν κεφαλήν = με ξυρισμένο κεφάλι. ΝΕ ξυρίζω (με τη σημ. 1). [παράγ. λ. ξυρόν + -έω]. ξυρόν, -οῦ, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ μόνο στη φρ. επί ξυρού ακμής. [παράγ. λ. ξύ-ω + παρ. επίθ. -ρόν, ακριβές αντίστοιχο του αρχ. ινδ. ksura-]. ξύω ΡΗΜΑ
ξύνω κάτι, το κάνω λείο και, γενικά, λεπτό, κομψό.
ΝΕ ξύνω. [ομόρρ. με ξαίνω]. |