Λεξικό Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Α, Β, Γ Γυμνασίου)
Ν Ο Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος

Ξ

Ξ, ξ, ξεῖ & ξῖ, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

το δέκατο τέταρτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου.
  • ως αριθμητικό σύμβολο: ξ΄ = 60, αλλά ͵ξ = 60.000.

ξεναγέω -ῶ ΡΗΜΑ

1. είμαι ξεναγός, δηλαδή αρχηγός μισθοφόρων: Ἡριππίδας ἐξενάγει τοῦ ξενικοῦ = ο Ηρ. ήταν αρχηγός του μισθοφορικού στρατού.

2. οδηγώ κάποιον στα αξιοθέατα μιας πόλης.

family ξεναγός «αρχηγός των μισθοφόρων».

ΝΕ ξεναγώ (με τη σημ. 2).

[παράγ. λ. ξεναγός + -έω].

ξενηλασία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

στη Σπάρτη η απομάκρυνση των ξένων από την πόλη: τὴν πόλιν κοινὴν παρέχομεν, καὶ οὐκ ἔστιν ὅτε ξενηλασίαις ἀπείργομέν τινα ἢ μαθήματος ἢ θεάματος = την πόλη την έχουμε ανοιχτή για όλους και ποτέ δεν εμποδίζουμε κανέναν, απομακρύνοντάς τον από την πόλη, να μάθει ή να δει κάτι.

family ξενηλατέω «διώχνω έναν ξένο από την πόλη».

ΝΕ ξενηλασία (λόγ.).

[παράγ. λ. του ξενηλατέω -ῶ < παράγ. λ. ξενηλάτης + -έω].

ξενία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. φιλοξενία: ἦλθεν ἐπὶ ξενίαν = ήρθε ως φιλοξενούμενος, ως φίλος.

2. φιλικός δεσμός ή συνθήκη μεταξύ δύο κρατών ή ενός κράτους και ενός προσώπου: τὰς παλαιὰς ξενίας ἀνανεούμεθα = ανανεώνουμε, αναθερμαίνουμε, τις παλιές σχέσεις ανάμεσα στα κράτη μας.

3. το status του ξένου, τα μειωμένα δικαιώματα που είχε ο ξένος σε σχέση με τα πλήρη δικαιώματα που είχε ο πολίτης. γραφὴ ξενίας = δίωξη εναντίον ξένου που οικειοποιήθηκε δικαιώματα που ανήκαν σε πολίτη.

[παράγ. λ. ξένος + -ία].

ξενίζω ΡΗΜΑ

υποδέχομαι ή περιποιούμαι κάποιον, τον φιλοξενώ: ξενίζω τινὰ πολλοῖς ἀγαθοῖς = προσφέρω πολλά δώρα στο φιλοξενούμενό μου.

familyπαράγ. ξενισμός, ξένισις.

ΝΕ ξενίζω «παραθέτω τιμητικό γεύμα κτλ.».

[παράγ. λ. ξένος + παρ. επίθ. -ίζω].

ξενικός, -ὴ & -ός, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ

1. αυτός που ταιριάζει ή που ανήκει σε ξένο: ξενικὴ βοήθεια = βοήθεια που προσφέρουν οι ξένοι.

  • τὰ ξενικὰ οι φόροι που πλήρωναν οι ξένοι στην Αθήνα.
  • τὸ ξενικὸν το σύνολο των ξένων ή το δικαστήριο για τους ξένους.

2. ξένος στρατιώτης ή ξένο πλοίο που υπηρετεί σε μια πόλη ή χώρα: ξενικαὶ νῆες = ξένα πλοία (με μισθοφόρους).

  • ως ουσιαστικό τὸ ξενικὸν μισθοφορικός στρατός.

3. γενικά ξένος: ξενικά ὀνόματα = λέξεις ξένης (μη αττικής) διαλέκτου.

ΝΕ ξενικός (με τη σημ. 1).

[ξένος + παρ. επίθ. επίθ. -ικός].

ξένιος, -ία & -ιος, -ιον ΕΠΙΘΕΤΟ

1. αυτός που έχει σχέση με φιλοξενούμενο ή με τη φιλοξενία: ξένιος Ζεύς = ο Δίας, ο προστάτης της φιλοξενίας.

2. στον πληθ. του ουδετ. τὰ ξένια τα δώρα που προσφέρει ο οικοδεσπότης στο φιλοξενούμενό του ή κάποιος στο φίλο του: τὰ παρ' ἡμῶν ξένια ἐδέξατο = δέχθηκε τα δώρα που του προσφέραμε εμείς.

3. ξένος: ἐπὶ ξενίας (δηλ. γῆς) = σε κάποιον ξένο τόπο.

ΝΕ (στην έκφραση) ξένιος Δίας.

[παράγ. λ. ξένος + -ιος].

ξένισις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

η περιποίηση φιλοξενούμενου ή ξένου που έρχεται στην πόλη μου, φιλοξενία.

[παράγ. λ. ξενίζω + -σις].

ξενιτεύω ΡΗΜΑ

στη μέση φωνή ξενιτεύομαι υπηρετώ ως μισθοφόρος σε ξένη δύναμη.

ΝΕ ξενιτεύομαι «αναχωρώ ή βρίσκομαι σε ξένη χώρα».

[ξένος + -ιτ-εύομαι > ξενιτεύομαι αναλογικά προς το πολίτης - πολιτεύομαι· το ξενιτεία είναι νεότερο].

ξένος, -η, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ

1. φιλοξενούμενος, φίλος συνδεδεμένος με κάποιον μέσω δεσμού ή συνθήκης ξενίας.

2. άνθρωπος από ξένη χώρα, ξένος.

  • προσφώνηση ὦ ξένε = κύριε ή φίλε.

3. μισθοφόρος: εἰ μισθῷ μείζονι πειρῷντο ἡμῶν ὑπολαβεῖν τοὺς ξένους τῶν ναυτῶν = αν προσπαθούσαν να πάρουν από μας όσους από τους ναύτες είναι μισθοφόροι, δίνοντάς τους μεγαλύτερο μισθό.

4. ξένος προς κάτι, αυτός που αγνοεί κάτι: ξένως ἔχω τῆς ἐνδάθε λέξεως = μου είναι ξένος ο τρόπος έκφρασης που χρησιμοποιείται εδώ (στα δικαστήρια· το είπε ο Σωκράτης στην απολογία του).

5. παράξενος.

familyπαράγ. ξενικός, ξένιος, ξενιτεύω, ξενών, σύνθ. ξενοτρόφος.

ΝΕ ξένος (με τις σημ. 2 και 4).

[μαρτυρείται ως ξένFος, αβέβ. ετυμ., ίσως αρχική ρίζα *ghos-tis, πβ. λατ. hostis].

ξενόω -ῶ ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐξένουν
Μέλλ. ξενώσω
Μέσ. μέλλ. με παθ. σημ. ξενώσομαι
Παθ. αόρ. ἐξενώθην
Παθ. παρακ. ἐξένωμαι

συνήθως στην παθ. φωνή ξενοῦμαι

1. δημιουργώ συνθήκη φιλίας με κάποιον: ...τότε ἐξενώθησαν ὑμῖν οἱ πρόγονοι ἡμῶν = τότε δημιούργησαν με σας φιλικές σχέσεις οι πρόγονοί μας.

2. φιλοξενούμαι: ξενοῦνται αὐτῷ = φιλοξενούνται από αυτόν.

familyπαράγ. ξένωσις.

[παράγ. λ. ξένος + -όω].

ξυλεύω ΡΗΜΑ

μέση φωνή ξυλεύομαι κόβω ξύλα για δική μου χρήση.
  • παροιμία δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται (handδρῦς).

ΝΕ ξυλεύομαι (λόγ.).

[παράγ. λ. ξύλον + παρ. επίθ. -εύω].

ξυλίζομαι ΡΗΜΑ

μαζεύω ξύλα.

[παράγ. λ. ξύλον + παρ. επίθ. -ίζομαι].

ξύλον, -ου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. κομμάτι ξύλου για διάφορες χρήσεις: ξύλα ναυπηγήσιμα = ξύλα για κατασκευή πλοίων.

2. διάφορα ξύλινα αντικείμενα (όπως π.χ. ρόπαλο, ραβδί, όργανα βασανισμού κτλ.).

3. όργανο με το οποίο τιμωρούσαν τους κακούργους. Μπορούσε να είναι: α. ξύλινος βαρύς κλοιός που τον τοποθετούσαν στον αυχένα του τιμωρημένου. β. ξύλινα ποδόδεσμα μέσα στα οποία κλείνονταν τα πόδια του. γ. αγχόνη. δ. σταυρός: ἐπὶ ξύλου ἐκρέμασαν (τὸν Ἰησοῦν) = κρέμασαν τον Ιησού στο σταυρό.

4. δέντρο: ὄρος δασὺ μεγάλοις ξύλοις = βουνό κατάφυτο από μεγάλα δέντρα.

familyπαράγ. ξυλικός, ξυλίζομαι, ξυλεύω, ξύλινος, ξυλόω -ῶ, σύνθ. ξυλουργός, ξυλοκόπος.

ΝΕ ξύλο (με τη σημ. 1).

[*κσυλ-ον, μάλλον ομόρρ. με ὕλη, σέλμα].

ξὺν hand σύν.

ξυρέω -ῶ & ξυράω -ῶ

Μέλλ. ξυρήσω
Μέσ. μέλλ. ξυρήσομαι
Παθ. μέλλ. ξυρηθήσομαι
Μέσ. & παθ. παρακ. ἐξύρημαι

1. ξυρίζω: ξυρῶ τὴν κεφαλὴν/τὰς τρίχας = ξυρίζω το κεφάλι/τα μαλλιά.

  • παροιμία: ἐπιχειρῶ ξυρεῖν λέοντα = επιχειρώ να κουρέψω ένα λιοντάρι (δηλαδή επιχειρώ κάτι πολύ δύσκολο).

2. μέση και παθ. φωνή ξυροῦμαι ξυρίζομαι ή με ξυρίζουν: ἐξυρημένος τὴν κεφαλήν = με ξυρισμένο κεφάλι.

ΝΕ ξυρίζω (με τη σημ. 1).

[παράγ. λ. ξυρόν + -έω].

ξυρόν, -οῦ, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

ξυράφι.
  • έκφραση ἐπὶ ξυροῦ ἵσταται ἀκμῆς = κάτι βρίσκεται στην κόψη του ξυραφιού (δηλαδή η κατάσταση είναι επικίνδυνη και αβέβαιη).

familyπαράγ. ξυρέω -ῶ, σύνθ. ξυροφορέω -ῶ.

ΝΕ μόνο στη φρ. επί ξυρού ακμής.

[παράγ. λ. ξύ-ω + παρ. επίθ. -ρόν, ακριβές αντίστοιχο του αρχ. ινδ. ksura-].

ξύω ΡΗΜΑ

Αόρ. ἔξυσα
Μέσ. αόρ. ἐξυσάμην
Παθ. αόρ. ἐξύσθην

ξύνω κάτι, το κάνω λείο και, γενικά, λεπτό, κομψό.

  • μέση φωνή ξύομαι: παλτὸν ξύομαι = κατασκευάζω ακόντιο για δική μου χρήση.

familyπαράγ. ξύσμα/ξῦσμα, ξυστήρ, ξυστόν, ξυρόν.

ΝΕ ξύνω.

[ομόρρ. με ξαίνω].