Λεξικό Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Α, Β, Γ Γυμνασίου)
Λ Ν Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος

Μ

Μ, μ, μῦ, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

το δωδέκατο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου.
  • ως αριθμητικό σύμβολο: μ΄ = 40, αλλά ͵μ = 40.000.

μὰ ΜΟΡΙΟ

χρησιμοποιείται σε διαβεβαιώσεις ή όρκους και συντάσσεται με αιτιατική μα: ναὶ μὰ τὸν Δία. οὐ μὰ τὸν Δία = μα το Δία, όχι.

μαγγανεύω ΡΗΜΑ

χρησιμοποιώ μαγικά τεχνάσματα, εξαπατώ: ὁ βάσκανος οὗτος μαγγανεύει καὶ τοὺς νοσοῦντας φησὶν ἰᾶσθαι = αυτός εδώ ο μάγος εξαπατά και ισχυρίζεται ότι θεραπεύει τους αρρώστους.

familyπαράγ. μαγγανεία «μαγεία», μαγγάνευμα, μαγγανευτής.

[παράγ. λ. μάγγανον «μέσο με το οποίο μαγεύουμε τους άλλους» {αβέβ. ετυμ., ίσως από ρίζα *μεγγ- (*μενγ-) + παρ. επίθ. -ανον, ΙΕ *meng, πβ. ιρλ. meng «απάτη»} + παρ. επίθ. -εύω].

μάγειρος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

αυτός που σφάζει ζώα, κρεοπώλης και μάγειρος (αυτές τις ιδιότητες τις συγκέντρωνε συχνά το ίδιο πρόσωπο).

familyπαράγ. μαγειρεῖον, μαγειρικός, μαγειρεύω, σύνθ. ἀρχιμάγειρος.

ΝΕ μάγειρας (με την γ΄ μόνο ιδιότητα).

[ίσως μακεδον. λέξη, συγγεν. με το μάχαιρα].

μᾶζα, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

κριθαρένιο ψωμί: ἄρτοι καὶ μᾶζαι = ψωμιά από σιτάρι και ψωμιά από κριθάρι.

ΝΕ μάζα (λ.χ. ζυμαριού, και με άλλες σημ.).

[*μαγ- (μαγ-ῆναι αόρ. του μάσσω «ζυμώνω») + παρ. επίθ. -jα > μᾶζα].

μάθημα, -ατος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. μάθημα: τὰ παθήματα γέγονε μαθήματα = τα παθήματα έγιναν μαθήματα.

2. συχνά στον πληθ. μάθηση, γνώση: μαθημάτων φρόντιζε μᾶλλον χρημάτων = να ενδιαφέρεσαι πιο πολύ για τη γνώση παρά για τα χρήματα.

3. τα μαθηματικά.

ΝΕ μάθημα (με τη σημ. 1).

[παράγ. λ. *μαθη- (με-μάθη-κα < μανθάνω) + παρ. επίθ. -μα].

μαθηματικός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ

1. αυτός που αγαπά τη μάθηση, φιλομαθής.

2. επιστημονικός, ιδίως μαθηματικός: ἡ μαθηματικὴ ἐπιστήμη. ὁ μαθηματικός (ως ουσιαστικό).

ΝΕ μαθηματικός (με τη σημ. 2).

[παράγ. λ. μάθημα (γεν. μαθήματ-ος) + παρ. επίθ. -ικός].

μαθητικός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός μαθητικώτερος
Υπερθετικός μαθητικώτατος

μαθητικός τινος ευνοϊκά διατεθειμένος προς τη μάθηση κάποιου πράγματος.

ΝΕ μαθητικός (λόγ.).

[παράγ. λ. μαθητής + παρ. επίθ. -ικός].

μαῖα, μαίας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

μαμή: οὐκ ἀκήκοας ὡς ἐγώ εἰμι υἱὸς μαίας, Φαιναρέτης; = δεν έχεις ακούσει ότι είμαι (εγώ ο Σωκράτης) γιος μαμής, της Φαιναρέτης;

familyπαράγ. μαιεύομαι, μαίευσις, μαιευτική.

ΝΕ μαία.

[*μᾱ- (μη- της παιδικής γλώσσας) + παρ. επίθ. -jα > μαῖα, συγγεν. με μάμμη, μήτηρ].

μαιευτικός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ

1. αυτός που έχει σχέση με την τέχνη της μαίας, της μαμής.

2. ἡ μαιευτική (τέχνη) η διαλογική μέθοδος του Σωκράτη, μέσω της οποίας βοηθούσε τους συνομιλητές του να εξωτερικεύσουν γνώσεις που κατείχαν χωρίς να το συνειδητοποιούν.

ΝΕ μαιευτικός (με τις σημ. 1, 2).

[παράγ. λ. *μαιευτής (πβ. όμως μαιεύτρια < μαιεύομαι) + παρ. επίθ. -ικός].

Μαιμακτηριών, -ῶνος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

ο πέμπτος μήνας του αττικού έτους, από 15 Οκτωβρίου έως 15 Νοεμβρίου.

[Μαιμάκτης, ὁ (επίθετο του Διός) + παρ. επίθ. -ιών, ρ. μαιμάσσω και μαιμάω «είμαι οργισμένος», συγγεν. με μαίομαι χωρίς σαφή ετυμ.].

μαίνομαι ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐμαινόμην
Μέλλ. μανήσομαι & μανοῦμαι
Μέσ. αόρ. ἐμηνάμην
Παρακ.
αμετ., με σημ. ενεστ.
μέμηνα
«είμαι σε κατάσταση μανίας»
Παθ. αόρ. ἐμάνην
Παθ. παρακ. μεμάνημαι

βρίσκομαι σε κατάσταση μανίας, τρέλας: μαίνομαι καὶ παραπαίω = είμαι τρελός και ανισόρροπος. μαίνεται τόλμῃ = είναι τρελός από την αλόγιστη τόλμη.

familyπαράγ. μαινάς (ἡ), σύνθ. ἐκμαίνομαι, ὑπερμαίνομαι, ἐμμανής, φρενομανής.

ΝΕ μαίνομαι.

[*μαν- + παρ. επίθ. -jομαι > μαίν-ομαι, συγγεν. με αρχ. ινδ. mányate «σκέπτομαι», αρχ. σλαβ. mĭnĕti «σκέπτομαι»].

μάκαρ, -αρος, ὁ, ἡ, ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

στον πληθ. οἱ μάκαρες

οι νεκροί, που απολαμβάνουν απόλυτη ευτυχία, μακαριότητα: μακάρων νῆσοι (στα νησιά αυτά πίστευαν ότι μετέβαιναν μετά το θάνατό τους οι ήρωες και άλλα πρόσωπα άξια να απολαύσουν μακαριότητα).

familyπαράγ. μακαρίτης, μακαρίζω, μακάριος, μακαριότης.

[αβέβ. ετυμ.].

μακαρίζω ΡΗΜΑ

καλοτυχίζω, συγχαίρω: μακαρίζω τινὰ τινός = καλοτυχίζω κάποιον για κάτι. μακαρίζομεν ὑμῶν τὸ ἀπειρόκακον = σας καλοτυχίζουμε για την αγαθοσύνη σας (ειρωνικά).

familyπαράγ. μακαριστός, μακαρισμός.

ΝΕ μακαρίζω.

[παράγ. λ. μάκαρ + παρ. επίθ. -ίζω].

μακάριος, -ία & -ιος, -ιον ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός μακαριώτερος
Υπερθετικός μακαριώτατος

1. ευλογημένος, ευτυχισμένος: σοφοί τε καὶ μακάριοι ἄνδρες.

2. πλούσιος, σε κατάσταση ευημερίας.

3. για νεκρό μακαρίτης.

ΝΕ μακάριος (με τη σημ. 1).

[παράγ. λ. μάκαρ + παρ. επίθ. -ιoς].

μακαριστός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός μακαριστότερος
Υπερθετικός μακαριστότατος

αυτός που θεωρείται καλότυχος, που τον καλοτυχίζουν: μακαριστὸς ὑπὸ πάντων ἀνθρώπων = καλοτυχίζεται από όλους τους ανθρώπους.

ΝΕ μακαριστός.

[παράγ. λ. μακαρίζω + παρ. επίθ. -τός].

μακρὰν ΕΠΙΡΡΗΜΑ

1. τοπικά μακριά: μὴ ἀπέλθῃς μακράν = μην πας μακριά.

2. χρονικά πολύ χρόνο: τί οὖν συνέβη μετὰ ταῦτ' εὐθύς, οὐκ εἰς μακράν; = τι συνέβηκε λοιπόν αμέσως έπειτα από αυτά, όχι πολύ χρόνο αργότερα;

ΝΕ μακράν (λόγ., με τη σημ. 1).

[μακρός, μακράν (ενν. ὁδόν)].

μακρηγορέω -ῶ ΡΗΜΑ

μιλώ για ένα θέμα με λεπτομέρειες ή για πολλή ώρα: ἐγὼ τὰ μὲν κατὰ πολέμους ἔργα, ...μακρηγορεῖν ἐν εἰδόσιν οὐ βουλόμενος, ἐάσω = εγώ θα παραλείψω ό,τι έχει σχέση με τα πολεμικά κατορθώματα (των Αθηναίων), γιατί δε θέλω να πω πολλά πράγματα σε ανθρώπους που τα γνωρίζουν.

ΝΕ μακρηγορώ.

[παράγ./σύνθ. μακρά (ουδ. πληθ.) + ἀγορ-εύω + παρ. επίθ. -έω, όπου στη σύνθεση α + α > η].

μακρόθεν ΕΠΙΡΡΗΜΑ

από μακριά.

ΝΕ στη λόγ. φρ. εκ του μακρόθεν.

[παράγ. λ. μακρός, -όν + παρ. επίθ. -θεν].

μακρός, -ά, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός μακρότερος & μάσσων
Υπερθετικός μακρότατος & μήκιστος

Α. τοπικά

1. αυτός που έχει μεγάλο μήκος, μακρύς: μακρὰ ὁδός = μακρύς δρόμος. βραχύς «που έχει μικρό μήκος, κοντός».

2. αυτός που βρίσκεται μακριά, μακρινός: μακρὰ ἀποικία.

3. γενικά μεγάλος: ἐλπίζω μακρότερα τῆς δυνάμεως = έχω ελπίδες μεγαλύτερες από τη δύναμή μου.

4. ως επίρρημα μακρῷ πολύ, κατά πολύ: μακρῷ πρῶτος.

Β. χρονικά

1. αυτός που διαρκεί πολύ: μακρὰ νύξ = μεγάλη, μακριά νύχτα. μακρὸς βίος = ζωή πολλών χρόνων.

  • αυτός που, επειδή διαρκεί πολύ, καταντά ενοχλητικός: μακροὶ λόγοι.

2. ως επίρρημα διὰ μακρῶν λεπτομερώς.

familyπαράγ. μάκρος, μακρύνω, μακράν (ενν. ὁδόν), σύνθ. μακρόβιος, μακρολόγος.

ΝΕ μακρός (λόγ.), μακρύς (με σημ. Α1, Β1), φρ. διὰ μακρών (με σημ. Β2).

[*μακ- (δωρ. μᾶκος = μῆκος) + παρ. επίθ. -ρός, συγγεν. με μακ-εδνὸς «υψηλός», Μακεδών].

μάλα ΕΠΙΡΡΗΜΑ

Συγκριτικός μᾶλλον
Υπερθετικός μάλιστα

1. πολύ ή πάρα πολύ: μάλα ἀσμένως = πολύ ευχαρίστως. μάλα δὴ πρεσβύτης = πολύ γέρος.

2. σε απαντήσεις ναι, βεβαίως: Σωκράτης: ἆρ' οὐκ ἰσόθεον ἡγεῖται αὑτόν; Φαῖδρος: Καὶ μάλα. = Σ.: Άραγε, δε θεωρεί τον εαυτό του ίσο με τους θεούς; Φ.: Ναί.

[*μαλ- + παρ. επίθ. (λ.χ. τάχιστ-α), συγγεν. με λατ. mel-ior «βελτίων», λιθ. milns «πολύ»].

μάλιστα ΕΠΙΡΡΗΜΑ

υπερθετικός βαθμός του μάλα

1. σε πολύ μεγάλο βαθμό: ὅ,τι μάλιστα δύνασαι = όσο πιο πολύ μπορείς.

2. με άρθρο (ἐς) τὰ μάλιστα σε πολύ μεγάλο βαθμό: ἐτύγχανον προσφιλεῖς αὐτοῖς ὄντες τὰ μάλιστα = τους ήταν αγαπητοί σε πολύ μεγάλο βαθμό.

3. σε αριθμούς περίπου: πεντήκοντα μάλιστα = περίπου πενήντα.

4. σε απάντηση καὶ μάλιστα βεβαιότατα.

ΝΕ μάλιστα (με τη σημ. 4).

[μάλα + παρ. επίθ. -ιστος (λ.χ. μέγ-ιστος)].

μᾶλλον ΕΠΙΡΡΗΜΑ

συγκριτικός βαθμός του μάλα

1. περισσότερο: μᾶλλον τοῦ δέοντος = περισσότερο απ' ό,τι πρέπει.

2. μᾶλλον δὲ ή καλύτερα...: μᾶλλον δ' ἐξ ἀρχῆς ὑμῖν πειράσομαι διηγήσασθαι = ή καλύτερα θα δοκιμάσω από την αρχή να σας τα διηγηθώ.

ΝΕ μάλλον (με τη σημ. 2).

[μάλ-α + συγκριτικό επίθ. -jον > μᾶλλον].

μαλακός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός μαλακώτερος
Υπερθετικός μαλακώτατος

1. μαλακός (στην αφή): μαλακὸς χιτών.

2. για πράγματα μη υποκείμενα σε αφή ήσυχος, ήρεμος: μαλακὸς ὕπνος = ήσυχος ύπνος.

3. για ανθρώπους πράος, ήπιος: μαλακὸν ἦθος = πράος χαρακτήρας.

4. με αρνητική σημ. μαλθακός, άτολμος, δειλός: αὐτοὶ μὲν ἀεὶ μαλακώτεροι ἐγίγνοντο, οἱ δὲ πολέμιοι θρασύτεροι = και αυτοί μεν γίνονταν όλο και πιο άτολμοι, οι εχθροί όμως όλο και πιο τολμηροί.

  • μαλακὸς καρτερεῖν πρὸς λύπας = ανήμπορος να αντέξει τις λύπες.

familyπαράγ. μαλακία «μαλθακότητα», μαλακύνω.

ΝΕ μαλακός (με τις σημ. 1, 3).

[*μαλ- + ένθ. -ακ + παρ. επίθ. -ός > μαλακός, του οποίου η ρίζα ταυτίζεται με το βλὰξ και το λατ. mollis].

μανθάνω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐμάνθανον
Μέλλ. μαθήσομαι
Αόρ. β΄ ἔμαθον
Παρακ. μεμάθηκα
Υπερσ. ἐμεμαθήκειν

1. μαθαίνω: μανθάνω παρά τινος/ἔκ τινος = μαθαίνω από κάποιον.

2. αντιλαμβάνομαι: εἰ μὴ μανθάνετε κακὰ σπεύδοντες, ἀξύνετοί ἐστε = αν δεν αντιλαμβάνεστε ότι επιδιώκετε κακά πράγματα, είστε ανόητοι.

3. καταλαβαίνω: οὐ δύναμαι μαθεῖν τὰ λεγόμενα = δεν μπορώ να καταλάβω αυτά που λέγονται. οὐ πάνυ μανθάνω = καθόλου δεν καταλαβαίνω.

familyπαράγ. μάθησις, μάθημα, μαθητής.

ΝΕ μαθαίνω (με τη σημ. 1).

[*μαθ- (ἔ-μαθ-ον), συνεσταλμ. μεταπτ. βαθμίδα της *μεν-θ-, από όπου *μανθ- + -αν + -ω, πβ. μενθήρη· φροντίς].

μανία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. τρέλα, παραφροσύνη.

2. ενθουσιασμός, έμπνευση: ἀπὸ Μουσῶν μανία = το ένθεο πάθος που έρχεται από τις Μούσες (για μουσική, ποίηση κτλ.).

ΝΕ μανία (με τη σημ. 1).

[*μαν- (μαίνομαι) + παρ. επίθ. -ία].

μανικός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ

1. αυτός που έχει κυριευτεί από τρέλα: οὐ μανικόν ἐστιν ἐν οἰκίᾳ τρέφειν ταώς; = δεν είναι τρέλα να τρέφεις παγόνια μέσα στο σπίτι;

2. υπέρμετρος, υπερβολικός: τὸ πρῶτον τοῦ ᾄσματος μανικὸν ἂν φανείη = η αρχή του τραγουδιού μπορεί να φανεί υπερβολική.

ΝΕ μανιακός (με τη σημ. 1).

[παράγ. λ. μανία + παρ. επίθ. -ικός].

μαντεία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. η μαντική, προφητική, ικανότητα: μαντείας δεῖται ὅ,τι ποτὲ λέγεις, καὶ οὐ μανθάνω = αυτό που λες χρειάζεται μαντική ικανότητα και εγώ δεν το καταλαβαίνω.

2. χρησμός, προφητεία: ἀπειθῶ τῇ μαντείᾳ = δεν υπακούω στο χρησμό.

ΝΕ μαντεία (με τη σημ. 1).

[παράγ. λ. μαντεύομαι + παρ. επίθ. -εία].

μαντεύομαι ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐμαντευόμην
Μέλλ. μαντεύσομαι
Αόρ. ἐμαντευσάμην
Παρακ. μεμάντευμαι

1. υποθέτω, εικάζω, μπορώ να φανταστώ: ἔστι τι ὃ μαντεύονται πάντες = υπάρχει κάτι που μπορούν να υποθέσουν όλοι την ύπαρξή του. ἀληθέστατα μαντεύῃ = πολύ ορθά το υποθέτεις.

2. συμβουλεύομαι μαντείο, ζητώ χρησμό από μαντείο: εἰς Δελφοὺς ἐλθὼν ἐτόλμησε τοῦτο μαντεύσασθαι = πήγε στους Δελφούς και τόλμησε να ζητήσει από το μαντείο χρησμό γι' αυτό.

familyπαράγ. μάντευμα, μαντευτός, μαντευτής.

ΝΕ μαντεύω (με τη σημ. 1).

[μάντ-ις + παρ. επίθ. -εύομαι].

μάντις, -εως, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. προφήτης, μάντης.

2. αυτός που προβλέπει κάτι: οὐδεὶς μάντις τῶν μελλόντων = κανένας δεν μπορεί να προβλέψει αυτά που θα συμβούν στο μέλλον.

familyπαράγ. μαντεύομαι, μαντικός, μαντεία, σύνθ. οἰωνόμαντις, ὀνειρόμαντις.

ΝΕ μάντης (και με τις δύο σημ.).

[ουδ. ουσ. *μαντι, που μαρτυρείται στο μαντιπόλος, όπου το *μαντι συγγεν. με μαν-ία, μαίν-ομαι (για τη σημ. «προφητεύω, χρησμοδοτώ» πβ. ὑπὸ θεοῦ μαίνεται· δεν υπάρχει καμία σχέση με το λατ. mens, mentis «πνεύμα»)].

Μαραθών, -ῶνος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

αρχαίος δήμος της Αττικής, κατάφυτος από μάραθα: ἡ ἐν Μαραθῶνι μάχη.

ΝΕ Μαραθώνας.

[παράγ. λ. μάραθ-ον + παρ. επίθ. -ών > μαραθών «περιοχή με μάραθα»].

μαραίνω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐμάραινον
Μέλλ. μαρανῶ
Αόρ. ἐμάρανα
Παθ. μέλλ. μαρανθήσομαι
Παθ. αόρ. ἐμαράνθην
Παθ. παρακ. μεμάρασμαι

σβήνω, καταστρέφω σιγά σιγά: νόσος μαραίνει με = η αρρώστια με κάνει σιγά σιγά να σβήνω. τὸ σῶμα οὐκ ἐμαραίνετο, ἀλλ' ἀντεῖχε τῇ ταλαιπωρίᾳ = το σώμα δεν έλιωνε (από την αρρώστια), αλλά άντεχε στην ταλαιπωρία.

familyπαράγ. μάρανσις, μαρασμός, σύνθ. ἀμάραντος.

ΝΕ μαραίνω (με τη σημ. 1).

[*μαράν-jω > μαραίνω, αβέβ., ίσως συγγεν. με βρο-τὸς και λατ. mor-ior «πεθαίνω»].

μαρτυρέω -ῶ ΡΗΜΑ

Αόρ. ἐμαρτύρησα
Παρακ. μεμαρτύρηκα
Μέσ. μέλλ. με παθ. σημ. μαρτυρήσομαι
Παθ. μέλλ. μαρτυρηθήσομαι
Παθ. αόρ. ἐμαρτυρήθην
Παθ. παρακ. μεμαρτύρημαι

δίνω μαρτυρία, διαβεβαιώνω για κάτι: ὡς μαρτυροῦσιν οἱ παλαιοί = όπως μας βεβαιώνουν οι παλιοί.

  • παθ. φωνή απρόσωπο μαρτυρεῖται υπάρχει η μαρτυρία, η διαβεβαίωση: περὶ τούτων μὲν ἀκηκόατε καὶ μεμαρτύρηται ὑμῖν = σχετικά με αυτά ακούσατε και σας έχει δοθεί η διαβεβαίωση.

familyπαράγ. μαρτύρημα, μαρτυρία, μαρτύριον, σύνθ. ψευδόμαρτυς, ἐπιμαρτύρομαι.

ΝΕ μαρτυρώ.

[παράγ. λ. μάρτυς, μάρτυρ-ος + παρ. επίθ. -έω].

μαρτυρία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

κατάθεση μάρτυρα, μαρτυρία: ὁ δ' εἰς μαρτυρίαν κληθείς, μὴ ἀπαντῶν δὲ τῷ καλεσαμένῳ, ὑπόδικος ἔστω = και αυτός που τον κάλεσαν να καταθέσει, αν δεν παρουσιαστεί σ' αυτόν που τον κάλεσε, να θεωρείται ένοχος.

ΝΕ μαρτυρία.

[παράγ. λ. μαρτυρέω + παρ. επίθ. -ία].

μαρτύριον, -ου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

μαρτυρία, απόδειξη: μαρτύριον δὲ τούτου... = και απόδειξη αυτού του ισχυρισμού...

ΝΕ μαρτύριο «βασανισμός, ταλαιπωρία».

[παράγ. λ. μαρτυρέω/μάρτυς + παρ. επίθ. -ιον].

μαρτύρομαι ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐμαρτυρόμην
Μέλλ. μαρτυροῦμαι
Αόρ. ἐμαρτυράμην

1. επικαλούμαι τη μαρτυρία (κάποιου): μαρτύρομαι θεούς = καλώ ως μάρτυρες τους θεούς.

2. υποστηρίζω, ισχυρίζομαι: μαρτυρόμεθα ὅτι προδιδόμεθα ὑφ' ὑμῶν Δωριεῖς Δωριέων = υποστηρίζουμε ότι εγκαταλειπόμαστε εμείς οι Δωριείς από σας τους Δωριείς.

[μάρτυς, μάρτυρ-ος + παρ. επίθ. -ομαι].

μάρτυς, -υρος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

μάρτυρας.

familyπαράγ. μαρτυρέω -ῶ, μαρτύρομαι.

ΝΕ μάρτυρας.

[*μαρτυ-, συνεσταλ. βαθμίδα της *(σ)μερ- «θυμάμαι, σκέπτομαι», συγγεν. με μερ-ιμνάω και αρχ. ινδ. smár-ati «θυμάμαι»· αρχικά *μάρτυρς > μάρτυς, με ανομοιωτική έκπτωση του δεύτερου από τα δύο ρ].

μάστιξ, -ιγος, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. μαστίγιο.

2. μεταφορικά μεγάλο κακό, πληγή, μάστιγα: ἐπλήγη θεοῦ μάστιγι = χτυπήθηκε από θεϊκή μάστιγα.

familyπαράγ. μαστιγόω -ῶ, μαστίζω «μαστιγώνω», μαστίγιον, μαστίγωσις, σύνθ. μαστιγοφόρος.

ΝΕ μάστιγα (με τη σημ. 2).

[*μασ- (του μαίομαι «επιδιώκω σφοδρά») + παρ. επίθ. -τι-ξ, όπου το -τι- δηλώνει όργανο].

μάταιος, -αία & -αιος, -αιον ΕΠΙΘΕΤΟ

ανώφελος, μάταιος: μάταιος πόνος = ανώφελος κόπος.

familyπαράγ. ματαιότης, ματαιοσύνη, σύνθ. ματαιόφρων.

ΝΕ μάταιος.

[*ματ- (< μάτ-ην) + παρ. επίθ. -αιος].

μάτην ΕΠΙΡΡΗΜΑ

1. ανώφελα, μάταια: πονεῖς μάτην = μάταια κοπιάζεις.

2. ανόητα, απερίσκεπτα: ἵνα μὴ μάτην θαρρήσῃς = για να μη θαρρέψεις απερίσκεπτα.

ΝΕ λόγ. φρ. εις μάτην (με τη σημ. 1).

[παλιά αιτιατ. του μάτη, ἡ «μανία, σφοδρή επιθυμία», πβ. δωρεάν].

μάττω ΡΗΜΑ

ο κοινός τύπος είναι μάσσω

Παρατ. ἔματτον
Μέλλ. μάξω
Αόρ. ἔμαξα
Παρακ. μέμαχα
Παθ. αόρ. α΄ ἐμάχθην
Παθ. αόρ. β΄ ἐμάγην
Παθ. παρακ. μέμαγμαι

ζυμώνω: μάττω ἄλφιτα = ζυμώνω κριθαρένιο αλεύρι.

  • παθ. φωνή σῖτος μεμαγμένος = ζυμωμένο σιταρένιο αλεύρι.

familyπαράγ. μᾶζα, μάγμα (τό), μάκτρα (ἡ) «σκάφη ζυμώματος», μάκτρον, σύνθ. ἀπομάσσω, ἐκμάσσω.

[*μακ- + παρ. επίθ. -jω > μάσσω, συγγεν. με αρχ. ινδ. mác-ate «πιέζω, πατώ», λατ. māceria «τοίχος από λάσπη και άχυρο»].

μάχη, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. πολεμική σύγκρουση, μάχη: μάχῃ κρατῶ ή νικῶ = νικώ σε μάχη.

2. στον πληθυντικό μάχαι φιλονικίες, διαμάχες: μάχας ἐν λόγοις ποιοῦμαι = λογομαχώ.

3. προσπάθεια: καὶ ὠθουμένων περὶ τοῦ προσελθεῖν πολλὴ μάχη ἦν = και γινόταν μεγάλη προσπάθεια, καθώς σπρώχνονταν για να πλησιάσουν τον Κύρο.

ΝΕ μάχη (με όλες τις σημ.).

[αβέβ. ετυμ., ίσως ξένη λέξη].

μάχομαι ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐμαχόμην
Μέλλ. μαχοῦμαι
Αόρ. ἐμαχεσάμην
Παρακ. μεμάχημαι

1. πολεμώ, μάχομαι: μάχομαί τινι/πρός τινα = πολεμώ εναντίον κάποιου. μάχομαι ἀφ' ἵππου = μάχομαι έφιππος.

2. φιλονικώ, λογομαχώ: ἐπεχείρει περὶ αὐτὰ μάχεσθαι = επιχείρησε να αρχίσει μια έντονη συζήτηση γύρω από αυτό το ζήτημα.

3. προσπαθώ να αντιμετωπίσω κάτι: μάχομαι τῷ λιμῷ καὶ τῷ δίψει = προσπαθώ να αντιμετωπίσω (να νικήσω) την πείνα και τη δίψα.

familyπαράγ. μαχητής, μάχιμος, μαχητός, μαχητικός, σύνθ. ναυμάχος, ναυμαχία, ἀγχέμαχος, σύμμαχος, συμμαχία, μονομάχος, μονομαχία, ἱππομαχία.

ΝΕ μάχομαι (με τις σημ. 1, 3).

[συγγεν. με handμάχη].

μεγαλεῖος, -εία, -εῖον ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός μεγαλειότερος
Υπερθετικός μεγαλειότατος

μεγαλοπρεπής, λαμπρός: ἐκόσμησε τὴν γνώμην μεγαλείοις ῥήμασι = στόλισε με μεγαλοπρεπή λόγια τη σκέψη του (ακριβέστερα: τη διατύπωση της σκέψης του)

familyπαράγ. μεγαλειότης.

ΝΕ το μεγαλείο (ως ουσιαστικό).

[μεγαλο- (< μέγας, μεγάλου) + παρ. επίθ. -εῖος κατά το ἀνδρεῖος].

μεγαλύνω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐμεγάλυνον
Μέλλ. μεγαλυνῶ
Αόρ. ἐμεγάλυνον
Παθ. μέλλ. μεγαλυνθήσομαι
Παθ. αόρ. ἐμεγαλύνθην

1. καθιστώ κάποιον μεγάλο, ενισχύω: τοὺς πολεμίους μεγαλύνετε = ενισχύετε (με τη συμπεριφορά σας) τους εχθρούς σας.

2. καθιστώ κάποιον ή κάτι μεγάλο με τα λόγια μου, επαινώ, δοξάζω: ἐμεγάλυνε τὴν ἑαυτοῦ δύναμιν παρὰ τῷ Τισσαφέρνει = επαινούσε την επιρροή του στον Τισσαφέρνη.

  • μέση φωνή μεγαλύνομαι καυχιέμαι: μεγαλύνεται ἐπὶ τῷ ἔργῳ = καυχιέται για τα επιτεύγματά του.

3. μεγαλοποιώ κάτι, υπερβάλλω: ἐμεγάλυνον καὶ ἐβόων ὡς ἐπὶ δήμου καταλύσει ταῦτα γίγνοιντο = μεγαλοποιούσαν (τις κατηγορίες) και κραύγαζαν ότι αυτά γίνονταν για την κατάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος.

[παράγ. λ. μέγας (γεν. μεγάλ-ου) + παρ. επίθ. -ύνω].

μέγας, μεγάλη, μέγα ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός μείζων
Υπερθετικός μέγιστος

1. α. για πρόσωπα μεγάλος, παντοδύναμος: μέγας πλούτῳ καὶ ἀνδρείᾳ = μεγάλος ως προς τον πλούτο και την ανδρεία. μικρός. β. για πράγματα μεγάλος, δυνατός, σπουδαίος, (με αρνητ. σημ.) υπερβολικά μεγάλος: μέγας θόρυβος. μὴ μεγάλα λέγε = μη λες (υπερβολικώς) μεγάλα λόγια. μικρός.

2. ως επίρρημα μέγα πολύ, υπερβολικά: αἱ τελεταὶ μέγα δύνανται = μεγάλη δύναμη έχουν οι τελετές.

familyπαράγ. μεγάλως, μέγεθος, μέγιστος, μεγιστᾶνες (κατά το Ἀκαρν-ᾶνες), μεγαλύνω, σύνθ. μεγαλορρήμων, μεγαλοπρεπής, μεγαλόφρων.

ΝΕ μεγάλος (με τις σημ. 1α, 1β).

[*μεγ-, συγγεν. με αρμ. mec «μεγάλος», αρχ. ινδ. máhi «μεγάλος»].

μέδιμνος, -ίμνου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

μέτρο χωρητικότητας ξηρών καρπών.

[*μεδ- (< μέδω/μέδομαι «μετρώ») + ένθ. -ιμ + παρ. επίθ. -νος, ΙΕ *med-, από όπου λατ. modius (μέτρο χωρητικότητας)].

μέθη, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

μεθύσι.

ΝΕ μέθη.

[*μεθ- (μεθ-ύω, μέθυ) + παρ. επίθ. ].

μεθίημι ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους handἵημι

1. αφήνω, αφήνω κάποιον ελεύθερο, τον αφήνω να φύγει: μὴ μεθίει τοὺς ἄνδρας = μην αφήσεις τους άνδρες να φύγουν.

2. αμελώ: μεθίημι τὰ δέοντα πράττειν = αμελώ να κάνω αυτά που πρέπει.

[σύνθ. λ. μετά + ἵημι].

μεθίστημι ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand ἵστημι

1. αλλάζω κάτι, το μεταβάλλω: μεθίστημι τὴν πολιτείαν = μεταβάλλω το πολίτευμα.

2. μετακινώ, απομακρύνω: ἦγον ἄνδρας... οὓς ἐδόκει ἀσφαλείας ἕνεκα μεταστῆσαι = οδηγούσαν άνδρες... τους οποίους νόμιζαν ότι έπρεπε να μετακινήσουν για λόγους ασφαλείας.

  • μέση φωνή μεθίσταμαι απομακρύνω κάποιον από κοντά μου: μεταστησάμενοι πάντας ἐβουλεύοντο κατὰ σφᾶς αὐτούς = αφού τους απομάκρυναν όλους από κοντά τους, σκέπτονταν μόνοι τους.

3. μέση και παθ. φωνή μεθίσταμαι α. αλλάζω τη θέση μου, αναχωρώ: ἐκ φωτὸς εἰς σκότος μεθίσταμαι = περνάω από το φως στο σκοτάδι. μεθίσταμαι βίου = πεθαίνω. ὁ μεταστάς = ο νεκρός. β. αποχωρώ, αποστατώ: ἱκανοὶ τοὺς μεταστάντας βλάψαι = είναι ικανοί να βλάψουν αυτούς που αποστάτησαν (από τη συμμαχία τους).

familyπαράγ. μετάστασις.

ΝΕ το παράγ. μετάσταση.

[σύνθ. λ. μετά + ἵστημι].

μεθύσκω ΡΗΜΑ

Μέλλ. μεθύσω
Αόρ. ἐμέθυσα
Παθ. μέλλ. μεθυσθήσομαι
Παθ. αόρ. ἐμεθύσθην
Παρακ. μεμέθυσμαι

1. κάνω κάποιον να μεθύσει, τον μεθώ.

2. παθ. φωνή μεθύσκομαι μεθώ: πίνων οὐ μεθύσκεται = όταν πίνει, δε μεθάει. = μεθύω νήφω.

[*μεθυ- (< μεθύ-ω) + παρ. επίθ. -σκ-ω].

μεθύω ΡΗΜΑ

μόνο στον ενεστώτα και τον παρατατικό· οι άλλοι χρόνοι αναπληρώνονται από το μεθύσκω

1. μεθώ. νήφω.

2. μεταφορικά κατέχομαι από πάθος, είμαι μεθυσμένος: μεθύω ἔρωτι.

familyπαράγ. μεθύσκω, μέθυσος, μεθυστής, μέθυσμα, σύνθ. ἀμέθυστος.

ΝΕ μεθάω (και με τις δύο σημ.).

[μέθυ + παρ. επίθ. ].

μείγνυμι & μειγνύω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐμείγνυν
Μέλλ. μείξω
Αόρ. ἔμειξα
Παθ. μέλλ. μειχθήσομαι
Μέσ. αόρ. ἐμειξάμην
Παθ. αόρ. α΄ & β΄ ἐμείχθην & ἐμίγην
Παθ. παρακ. μέμειγμαι
Παθ. υπερσ. ἐμεμείγμην

αναμειγνύω, ανακατεύω: μείγνυμι οἶνον καὶ ὕδωρ = αναμειγνύω κρασί και νερό.

familyπαράγ. μίγμα (και όχι μεῖγμα), μιγάς (ὁ, ἡ), μίξις, μιγάδην και μίγδην, σύνθ. ἀναμειγνύω.

ΝΕ σύνθ. αναμειγνύω.

[*μεικ- + ένθ. -νυ + παρ. επίθ. -μι > μείγ-νυ-μι, συγγεν. με λιθ. misras «ανάμεικτος», αρχ. σλαβ. mĕšiti «αναμειγνύω»].

μειξοβάρβαρος, -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ

αυτός που έχει καταγωγή μισή βαρβαρική και μισή ελληνική: ἦσαν δὲ μειξοβάρβαροι οἱ ἐνοικοῦντες τῇ πόλει = οι κάτοικοι αυτής της πόλης ήταν κατά το ήμισυ βάρβαροι και Έλληνες.

[σύνθ. λ. *μειξο- (μείγνυμι) + βάρβαρος].

μειράκιον, -ίου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

νεαρό παιδί: ἐκ μειρακίων μέχρι γήρως = από τη νεαρή ηλικία έως τα γεράματα.

[παράγ. λ. μεῖραξ (μείρακ-ος) + παρ. επίθ. -ιον].

μείρομαι ΡΗΜΑ

Παθ. παρακ. εἵμαρμαι

1. σημ. που απαντά στην ποίηση παίρνω το μερίδιό μου.

2. παθ. παρακ. εἵμαρμαι α. συνήθως απρόσωπο εἵμαρται είναι πεπρωμένο. β. μετοχή ως ουσιαστικό ἡ εἱμαρμένη = η μοίρα.

familyπαράγ. μόρος, μοῖρα, μοιράδιος, μοιράζω, σύνθ. ἄμοιρος, εὔμοιρος, μεμψίμοιρος, διαμοιράζω.

ΝΕ ειμαρμένη (με τη σημ. 2β).

[*μερ-, *μορ- «μερίδιο», *μερ- + παρ. επίθ. -jο-μαι > μείρομαι, συγγεν. με λατ. mereō «παίρνω τιμητικό μερίδιο»].

μέλας, μέλαινα, μέλαν ΕΠΙΘΕΤΟ

μαύρος.

familyπαράγ. μελάνιον «μελάνη», μελανός, μελανώδης, μελαίνω «βάφω κάτι μαύρο», σύνθ. μελαγχολία, μελανείμων «μαυροφορεμένος».

ΝΕ μέλας (λόγ.) & μελανός.

[*μελ- «σκοτεινός, ακάθαρτος», ομόρρ. με λιθ. mëlas «κυανός», αρχ. πρωσ. melne «λεκές χρώματος μπλε»].

μέλει ΡΗΜΑ

απρόσωπο ρ. handμέλω.

μελετάω -ῶ ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐμελέτων
Μέλλ. μελετήσω
Παρακ. μεμελέτηκα

1. δίνω μεγάλη προσοχή σε κάτι, φροντίζω για κάτι, το μελετώ: δόξαν ἀρετῆς μελετῶσιν = φροντίζουν για τη φήμη τους για ανδρεία. δόξας πλήθους μελετῶ = μελετώ τις γνώμες του πλήθους.

2. (εξ)ασκώ κάτι, επιδίδομαι (εκπαιδεύομαι) σε κάτι: μελετῶ ὄρχησιν = ασκούμαι στο χορό. σοφίαν μελετῶ = επιδίδομαι στη γνώση.

  • απόλ. μελετάω είμαι ασκημένος: ἦν τὸ ἱππικὸν μεμελετηκός = το ιππικό ήταν ασκημένο.

3. με απαρέμφατο εξασκούμαι στο να κάνω κάτι: μελετῶ καρτερεῖν = προσπαθώ να μάθω πώς να υπομένω.

4. ασκώ κάποιον σε κάτι: τοὺς μαθητὰς ἀναβαίνειν ἐπὶ τοὺς ἵππους μελετᾷ = ασκεί τους μαθητές στην ιππασία.

familyπαράγ. μελέτημα, μελετητής, μελέτησις, μελετηρός, μελετητήριον.

ΝΕ μελετώ (με τη σημ. 1).

[παράγ. λ. μελέτη + παρ. επίθ. -άω].

μελέτη, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. το ενδιαφέρον που δείχνει κάποιος για κάτι: ἔργων μελέτη = ενδιαφέρον για στρατιωτικά έργα.

2. (εξ)άσκηση, εκπαίδευση σε κάτι: μάθησις καὶ μελέτη.

3. συνήθεια: μελέται ἃς οἱ πατέρες ἡμῖν παρέδοσαν = συνήθειες που μας παρέδωσαν οι πατέρες μας.

ΝΕ μελέτη (με τη σημ. 1).

[αβέβ. ετυμ., handμέλω].

μέλλησις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

αναβλητικότητα, αργοπορία στην εκτέλεση ενός έργου: διὰ τὴν ἐκείνων μέλλησιν τῶν εἰς ἡμᾶς δεινῶν = λόγω της δικής τους καθυστέρησης να μας βοηθήσουν για τα δεινά μας.

[παράγ. λ. μέλλω (πβ. μέλλημα) + παρ. επίθ. -σις].

μέλλω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔμελλον & ἤμελλον
Μέλλ. μελλήσω
Αόρ. ἐμέλλησα

1. σκοπεύω να κάνω κάτι, πρόκειται να κάνω κάτι: προεδήλου ἃ ἔμελλε πράξειν = δήλωνε εκ των προτέρων τι σκόπευε να κάνει.

2. αναβάλλω, καθυστερώ: τοὺς ξυμμάχους οὐ μελλήσομεν τιμωρεῖν = δε θα καθυστερήσουμε να βοηθήσουμε τους συμμάχους.

3. μετοχή μέλλων α. αυτός που πρόκειται να...: ὁ μέλλων θνῄσκειν = αυτός που πρόκειται να πεθάνει. ὁ μέλλων χρόνος = το μέλλον. β. ουδέτερο τὸ μέλλον & τὰ μέλλοντα αυτό που πρόκειται να συμβεί προσεχώς: τῶν μελλόντων εἰκαστής = αυτός που μπορεί να εικάσει (να προβλέψει) τα μέλλοντα.

ΝΕ στη φρ. τι μέλλει γενέσθαι; (= τι πρόκειται να γίνει;), μτχ. μέλλων / μέλλουσα / μέλλον (με τη σημ. 3α) και το μέλλον (ως ουσιαστ. με τη σημ. 3β).

[*μελ- + παρ. επίθ. -jω > μέλλω, αβέβ. ετυμ., ίσως συγγεν. με το ἔ-μολ-ον (του βλώσκω)].

μέλος, -ους, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

μελωδία.

familyπαράγ. μελίζω, σύνθ. μελῳδός, μελοποιός, ἐμμελής.

ΝΕ μέλος (λόγ.).

[*μελσο-, αβέβ. ετυμ.].

μέλω ΡΗΜΑ

συνήθως στο γ΄ πρόσωπο ενικού μέλει

Παρατ. ἔμελε
Μέλλ. μελήσει
Αόρ. ἐμέλησε
Παρακ. μεμέληκε
Υπερσ. ἐμεμελήκει

1. είμαι αντικείμενο σκέψης ή φροντίδας: ταῦτα οὖν θεῷ μελήσει = γι' αυτά θα φροντίσει ο θεός. τὰ δὲ μετὰ ταῦτα ἴσως ἄλλῳ μελήσει = για τα υπόλοιπα θα φροντίσει ίσως κάποιος άλλος.

2. απρόσ. μέλει μοί τινος φροντίζω για κάτι, ασχολούμαι με κάτι: πάνυ μοι μέλει τοῦ ᾄσματος = ασχολούμαι πολύ με το τραγούδι αυτό.

familyπαράγ. μελέτη, σύνθ. ἀμελής, ἀμέλεια, ἐπιμελής, ἐπιμέλομαι, ἐπιμέλεια, μεταμέλομαι, μεταμέλεια.

ΝΕ με μέλει = με νοιάζει, με ενδιαφέρει.

[αβέβ. ετυμ.].

μέμφομαι ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐμεμφόμην
Μέλλ. μέμψομαι
Αόρ. ἐμεμψάμην
Παθ. αόρ. ενεργ. σημ. ἐμέμφθην «κατηγόρησα»

1. κατηγορώ, επικρίνω κάποιον: μέμφομαι τὸν θέντα τὸν νόμον = επικρίνω αυτόν που θέσπισε το νόμο.

2. παραπονούμαι: μέμφομαι τῶν γεγενημένων = παραπονιέμαι για όσα έχουν γίνει.

familyπαράγ. μέμψις, μεμπτός, μομφή, σύνθ. ἄμεμπτος, ἄμομφος, μεμψίμοιρος.

ΝΕ μέμφομαι (με τη σημ. 1).

[*μεμφ-, αβέβ. ετυμ.].

μέμψις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

κατηγορία, επίκριση.

  • στον πληθ. μέμψεις παράπονα.

[παράγ. λ. μέμφ-ομαι + παρ. επίθ. -σις].

μὲν ΣΥΝΔΕΤΙΚΟ ΜΟΡΙΟ

1. όταν δεν ακολουθείται από το δέ, εκφράζει βεβαιότητα που την εγγυάται ο ομιλητής ή ο συγγραφέας πράγματι, στ' αλήθεια: καὶ πρῶτον μὲν ἦν αὐτῷ πόλεμος πρὸς Πισίδας = και πράγματι, πρώτα από όλα πολέμησε ενάντια στους Πισίδες.

2. όταν το μὲν ακολουθείται από το δέ, τα δύο μόρια χρησιμοποιούνται α. για να θέσουν σε αντιπαράθεση δύο στοιχεία αφενός μεν... αφετέρου δε, ναι μεν... αλλά/όμως: πάταξον μέν, ἄκουσον δέ = χτύπησέ με, αλλά άκουσέ με. β. για να συνδέσουν διαφορετικά μεταξύ τους στοιχεία, χωρίς όμως να τα θέσουν σε αντιπαράθεση: παῖδες δύο, πρεσβύτερος μὲν Ἀρταξέρξης, νεώτερος δὲ Κῦρος = (γεννιούνται) δύο παιδιά, μεγαλύτερος ο Αρταξέρξης, μικρότερος ο Κύρος.

3. χρησιμοποιείται σε απαρίθμηση, όταν ακολουθείται και από άλλα μόρια (εκτός του δέ) ή λέξεις πρῶτον μέν... εἶτα, πρῶτον μέν... ἔπειτα.

4. χρησιμοποιείται αντιθετικά όταν λείπει το δέ, το οποίο όμως εννοείται ὡς μὲν λέγουσιν = όπως λένε μεν (αλλά εγώ δεν το πιστεύω).

5. συνδυάζεται με το μόριο γὲ μέν γε = τουλάχιστον: τοῦτο μέν γε ἤδη σαφές = αυτό τουλάχιστον είναι πια φανερό.

6. συνδυάζεται με το μόριο οὖν μὲν οὖν α. σε καταφατική απάντηση ναι, βέβαια: παντάπασιν μὲν οὖν = βεβαιότατα. β. για να εισαγάγει πρόταση που διορθώνει την αμέσως προηγούμενη καλύτερα...: ἆρ᾽ οὐ κακοδαίμων εἰμί; βαρυδαίμων μὲν οὖν = άραγε δεν είμαι άθλιος; καλύτερα τρισάθλιος! (handμενοῦν).

ΝΕ μεν... δε (με τη σημ. 2α).

[συνεσταλ. βαθμίδα του μήν, *σμα-, δωρ. μάν, συγγεν. με το αρχ. ινδ. βεβαιωτικό μόριο smā].

μενετός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ

αυτός που περιμένει, υπομονετικός: καιροὶ οὐ μενετοί = οι ευκαιρίες δεν περιμένουν (πρέπει να τις αξιοποιήσεις αμέσως).

ΝΕ στη λόγ. φρ. οι καιροί ου μενετοί.

[παράγ. λ. μένω + παρ. επίθ. -(ε)τός].

μένος, -ους, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

η ορμή από την οποία κατέχεται ένας άνθρωπος: μένος καὶ θάρρος = θάρρος και ορμή.

ΝΕ μένος (λόγ.).

[*μεν- «σκέφτομαι» (μέ-μον-α «έχω στη μνήμη, θυμάμαι») + παρ. επίθ. -ος > μέν-ος, ομόρρ. με λατ. mens «πνεύμα», memini «θυμάμαι» με εξέλιξη της σημ. από «σκέψη» σε «μένος, μανία»].

μενοῦν ΜΟΡΙΟ

ναι, βέβαια (handμέν).

[σύνθ. λ. μέν + οὖν].

μέντοι ΜΟΡΙΟ

1. σε καταφατικές απαντήσεις βεβαίως: Σωκράτης: φαμὲν εἶναι τὸ δίκαιον αὐτό; Σιμμίας: φαμὲν μέντοι νὴ Δία = Σωκρ.: Λέμε ότι υπάρχει το δίκαιο αυτό καθ' εαυτό; Σιμμ.: Βεβαίως λέμε, μα το Δία!

2. σε διήγηση λοιπόν: καὶ ἅμα μέντοι ἐφοβούμην μὴ τι λέγοι = και την ίδια ώρα, λοιπόν, φοβόμουν μήπως είχε δίκαιο.

[σύνθ. λ. μέν + τοι].

μένω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔμενον
Μέλλ. μενῶ
Αόρ. ἔμεινα
Παρακ. μεμένηκα

1. παραμένω στη θέση μου: τὸ στρατόπεδον τῶν Πελοποννησίων κατὰ χώραν ἔμενεν = ο στρατός των Πελοποννησίων έμενε αμετακίνητος.

2. για πράγματα διατηρούμαι, ισχύω, παραμένω σταθερός: μένουσιν αἱ σπονδαί = ισχύουν οι συνθήκες.

3. αμετάβατο περιμένω: μένω ἀκοῦσαι = περιμένω να ακούσω.

familyπαράγ. μενετός, μονὴ «κατοικία», μόνιμος, μονιμότης, σύνθ. διαμένω, περιμένω, ἐμμένω, ἔμμονος.

ΝΕ μένω (με όλες τις σημ. 1, 2, 3).

[*μεν- «μένω», αρχ. περσ. *man- «μένω» στο mānayeiti «εξαναγκάζω κάποιον να μείνει», αρμ. mnan «μένω»].

μερίζω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐμέριζον
Μέλλ. μεριῶ
Αόρ. ἐμέρισα
Παρακ. μεμέρικα
Μέσ. μέλλ. με παθ. σημ. μεριοῦμαι
Μέσ. αόρ. ἐμερισάμην
Παθ. αόρ. ἐμερίσθην
Μέσ. & παθ. παρακ. μεμέρισμαι

1. διαιρώ, χωρίζω: μερίζω τὴν ἀρχὴν εἰς πλείους = μοιράζω την εξουσία σε περισσότερους (πολίτες).

2. α. μέση φωνή μερίζομαι μοιράζομαι κάτι με άλλους: μερίζομαί τι μετά τινος/πρός τινα = μοιράζομαι κάτι με κάποιον. β. παθ. φωνή μερίζομαι διαμοιράζομαι, διανέμομαι: μερίζονται αἱ πρόσοδοι = τα έσοδα διανέμονται.

familyπαράγ. μερισμός, μέρισμα, σύνθ. ἐπιμερίζω, καταμερίζω.

ΝΕ τα σύνθ. επιμερίζω, καταμερίζω κτλ.

[παράγ. λ. μερίδ-jω (μερίς, μερίδ-ος), *μερ-, «διαμοιράζω, διανέμω», συγγεν. με μείρομαι].

μέριμνα, -ίμνης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

φροντίδα, έγνοια για κάποιον ή για κάτι: παίδων μέριμνα = φροντίδα για τα παιδιά. ὀλιγωρία. = φροντίς.

familyπαράγ. μεριμνάω -ῶ.

ΝΕ μέριμνα.

[*(σ)μερ- «σκέπτομαι» + ένθ. -ιμ + παρ. επίθ. -να > μέρ-ιμ-να, συγγεν. με αρχ. ινδ. smárati «σκέπτομαι, θυμάμαι»].

μεριμνάω -ῶ ΡΗΜΑ

φροντίζω, νοιάζομαι για κάποιον ή για κάτι: τοῖς μεριμνῶσι καὶ λυπουμένοις νὺξ ἔοικε φαίνεσθαι μακρά = σ' αυτούς που έχουν έγνοιες και στενοχώριες, η νύχτα μοιάζει να έχει μεγάλη διάρκεια.

familyπαράγ. μεριμνητής, μεριμνητικός, σύνθ. ἀμέριμνος.

ΝΕ μεριμνώ.

[παράγ. λ. μέριμνα + παρ. επίθ. -άω].

μερίς, -ίδος, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. κομμάτι ή μερίδιο: μερὶς κρεῶν = κομμάτι κρέας. μερὶς τῆς οὐσίας = μερίδιο από την περιουσία.

2. συνεισφορά, βοήθεια: μερὶς εἰς σωτηρίαν = βοήθεια για να σωθεί κάποιος.

3. α. τάξη, κατηγορία: τρεῖς γὰρ πολιτῶν μερίδες = γιατί τρεις είναι οι τάξεις των πολιτών (δηλ. οι πλούσιοι, οι φτωχοί και οι μεσαίοι). β. πολιτική παράταξη, κόμμα.

ΝΕ μερίδα (με τις σημ. 1, 3α, 3β).

[παράγ. λ. *μερ- (μερίζω) + παρ. επίθ. -ίς].

μέρος, -ους, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. μερίδιο: τῶν ἐς πόλεμον ἀναλωμάτων τὰ δύο μέρη ἀνέθηκεν ἡμῖν, τὸ δὲ τρίτον μέρος... = από τις πολεμικές δαπάνες μας επιβάρυνε με δύο μερίδια (δηλ. με τα 2/3) και το τρίτο μερίδιο...

2. κληρονομιά, κλήρος, μοίρα: ἀπὸ μέρους προτιμῶμαι = προτιμώμαι ένεκα της κοινωνικής μου θέσεως ή καταγωγής.

3. η σειρά μου, σου κτλ.: ὅταν τὸ μέρος ἥκῃ = όταν έρθει η σειρά μου.

  • εκφράσεις ἐν μέρει = με τη σειρά. κατὰ τὸ ἐμὸν μέρος = όσο με αφορά.

4. τμήμα ενός συνόλου, μέρος: τὰ τοῦ σώματος μέρη.

  • ἐν μέρει τινὸς τίθημί τι τοποθετώ κάτι, το εντάσσω στην κατηγορία ενός πράγματος.

familyπαράγ. μερίς.

ΝΕ μέρος (με τις σημ. 1, 4).

[*μερ-, handμερίζω, μείρομαι].

μεσημβρία, -ίας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

το μεσημέρι: μεσημβρία ἵσταται = είναι ακριβώς μεσημέρι.

familyπαράγ. μεσημβρινός [επίθετο και ως ουσ. ὁ μεσημβρινός (ενν. κύκλος) «ο μεσημβρινός»].

ΝΕ (στις εκφράσεις) προ μεσημβρίας (π.μ.), μετά μεσημβρίαν (μ.μ.).

[παράγ./σύνθ. μέσος + ἡμέρα + παρ. επίθ. -ία, με ανάπτυξη ευφωνικού β].

μεσόγεως, -ως, -ων ΕΠΙΘΕΤΟ

άλλοι τύποι είναι μεσόγαιος & μεσόγειος

αυτός που βρίσκεται στο εσωτερικό της χώρας, που δεν είναι παράλιος.

  • ως ουσιαστικό ἡ μεσόγεια τα μεσόγεια.

ΝΕ μεσόγειος.

[σύνθ. λ. μέσος + γαῖα].

μέσος, -η, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ

1. αυτός που βρίσκεται στο κέντρο, στο μέσο. α. τοπικά διὰ μέσης τῆς πόλεως = μέσα από το κέντρο της πόλης. β. χρονικά μέσου ὄντος τοῦ θέρους = στα μέσα του καλοκαιριού.

2. αυτός που είναι μέτριος σε μέγεθος, ποιότητα, αξία κτλ.: οἱ μέσοι = οι πολίτες της μεσαίας τάξης.

3. ως ουσιαστικό τὸ μέσον α. το μέσο ενός διαστήματος: ἐν μέσῳ νυκτός = τα μεσάνυχτα. β. η διαφορά: τὸ μέσον πρὸς τὰς μεγίστας καὶ τὰς ἐλαχίστας ναῦς = η διαφορά (ο μέσος όρος) ανάμεσα στο μεγαλύτερο και το μικρότερο αριθμό των πλοίων.

4. επίρρημα μέσως μέτρια: μέσως βεβίωκε = έζησε μέτρια.

familyπαράγ. μεσαῖος, μεσότης, μεσόω -ῶ, μέση, μεσίτης, σύνθ. μεσόγεως.

ΝΕ μέσος (με σημ. 1α, 1β) & το μέσο (με σημ. 3α).

[*μέθ-jος, ΙΕ *medh-, πβ. αρχ. ινδ. mádhya- «μέσος», αρχ. περσ. maiδya- «μέσος»].

μεσότης, -ητος, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

μέση κατάσταση, κατάσταση μεταξύ δύο άκρων: μεσότης ἐστὶν ἡ ἀρετή = η αρετή είναι μια μέση κατάσταση (μεταξύ δύο ακραίων καταστάσεων, της υπερβολής και της έλλειψης μιας ιδιότητας).

ΝΕ μεσότητα.

[παράγ. λ. μέσος + παρ. επίθ. -ότης].

μεσόω -ῶ ΡΗΜΑ

βρίσκομαι στο μέσο: ἡμέρα μεσοῦσα = μεσημέρι. θέρους μεσοῦντος = στο μέσον του καλοκαιριού, το κατακαλόκαιρο.

ΝΕ εύχρηστη μόνο η απόλυτη μετοχή στη λόγ. γενική μεσούντος (λ.χ. του καλοκαιριού), μεσούσης (λ.χ. της νυκτός).

[παράγ. λ. μέσος + παρ. επίθ. -όω].

μεστός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ

γεμάτος: οἱ ἀμφορεῖς εἰσὶ μεστοὶ οἴνου = οι αμφορείς είναι γεμάτοι κρασί. μεστὸς εὐδαιμονίας = γεμάτος ευτυχία. = πλήρης. κενός.

familyπαράγ. μεστότης, μεστόω -ῶ, σύνθ. κατάμεστος.

ΝΕ μεστός.

[*μεδ-τὸς «εξογκωμένος», αβέβ. ετυμ.].

μετὰ ΠΡΟΘΕΣΗ & ΕΠΙΡΡΗΜΑ

Α.

1. ως πρόθεση με γενική δηλώνει α. συνοδεία: αὐτός τε καὶ οἱ μετ' αὐτοῦ = αυτός και η συνοδεία του. β. τρόπο: ἱκετεύω μετὰ δακρύων = ικετεύω με δάκρυα (κλαίγοντας).

2. με αιτιατική δηλώνει α. μια πράξη που ακολουθεί μια άλλη, μετά, ύστερα: πρὸ τῆς μάχης καὶ μετὰ τὴν μάχην. όμως μεθ' ἡμέραν = στη διάρκεια της ημέρας. β. ανάμεσα σε: ἃ μετὰ χεῖρας ἔχετε = αυτά που έχετε ανάμεσα στα χέρια σας.

Β. ως επίρρημα δηλώνει έπειτα, μετά: μετὰ δὲ ἰδών... εἶπε = έπειτα, αφού είδε, είπε.

Γ. ως α΄ συνθετικό δηλώνει α. μεταξύ, π.χ. μεταίχμιον «το ενδιάμεσο διάστημα μεταξύ δύο στρατών». β. έπειτα, μετά, π.χ. μετέρχομαι. γ. συμμετοχή, π.χ. μεταλαμβάνω. δ. μεταβολή, π.χ. μετανοῶ.

ΝΕ μετά (με σημ. Α2α) και (λόγ. με σημ. Α1α, μετά χαράς).

[αβέβ., πάντως ομόρρ. με αρχ. ισλ. med, αγγλοσαξον. mid(i), αρχ. γερμ. mit(i), ίσως συγγεν. με μέσος, μέχρι].

μεταβάλλω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand βάλλω

1. αλλάζω: μεταβάλλω δίαιταν = αλλάζω τρόπο ζωής.

  • αμετάβατο μεταβάλλω μεταβάλλομαι, αλλάζω: μεταβάλλει ἐξ ὀλιγαρχίας εἰς δημοκρατίαν = μεταβάλλεται (το πολίτευμα) από ολιγαρχία σε δημοκρατία.

2. μέση φωνή μεταβάλλομαι α. ανταλλάσσω κάτι: οἱ ἐν τῇ ἀγορᾷ μεταβαλλόμενοι = αυτοί που ανταλλάσσουν (προϊόντα) στην αγορά. β. αλλάζω κατεύθυνση ή συμμάχους: μετεβάλοντο ἐπ' ἀσπίδα = στράφηκαν προς τα αριστερά. οὐκ ἂν ὅσια ποιοῖμεν μεταβαλλόμενοι = δε θα κάνουμε όσια πράξη, αν αλλάξουμε συμμάχους.

familyπαράγ. μεταβολή, μεταβλητός.

ΝΕ μεταβάλλω (με τη σημ. 1).

[σύνθ. λ. μετά + βάλλω].

μεταβολή, -ῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. αλλαγή: μεταβολὴ ἱματίων = αλλαγή των ρούχων.

2. ανταλλαγή, εμπόριο: ἔπλει ἐπὶ μεταβολῇ = ταξίδευε στη θάλασσα για να κάνει εμπόριο.

3. μετατροπή, αλλαγή από μια κατάσταση σε άλλη: ἐπὶ τὸ χεῖρον μεταβολή = αλλαγή προς το χειρότερο.

ΝΕ μεταβολή (με τις σημ. 1, 3).

[παράγ./σύνθ. μετά + *βολ- (βάλλω) + παρ. επίθ. ].

Μεταγειτνιών, -ῶνος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

ο δεύτερος μήνας του αττικού έτους, από 15 Ιουλίου έως 15 Αυγούστου.

[παράγ./σύνθ. μετά + γειτνι- (πβ. γειτνι-άζω) + -ών].

μεταγιγνώσκω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand γιγνώσκω

1. αλλάζω γνώμη: μεταγνώτω = ας αλλάξει γνώμη. μεταγιγνώσκω τὰ προδεδογμένα = αλλάζω την προηγούμενη απόφασή μου.

2. μετανιώνω. = μεταμέλομαι.

familyπαράγ. μετάγνωσις, μετάγνοια / μετάνοια.

[σύνθ. λ. μετά + γιγνώσκω].

μετάγω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand ἄγω

1. μεταφέρω κάτι από έναν τόπο σε άλλον: μετάγω τὸ δικαστήριον ἀπό... εἰς... = μεταφέρω το δικαστήριο από... σε...

2. αλλάζω δρόμο: ἐκέλευσεν αὐτὸν μετάγειν = τον διέταξε να αλλάξει δρόμο.

familyπαράγ. μεταγωγή, μεταγωγεύς.

[σύνθ. λ. μετά + ἄγω].

μεταλαμβάνω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand λαμβάνω

1. παίρνω μέρος σε κάτι, μετέχω: μεταλαμβάνω λείας = παίρνω ένα μέρος από τα λάφυρα.

2. παίρνω ως αντάλλαγμα: δεῖ μὴ ὀκνεῖν τὸν πόλεμον ἀντὶ εἰρήνης μεταλαμβάνειν = δεν πρέπει να διστάσετε να πάρετε ως αντάλλαγμα αντί για την ειρήνη τον πόλεμο.

familyπαράγ. μετάληψις.

ΝΕ μεταλαβαίνω (λαϊκός τύπος) και μεταλαμβάνω (λόγιος τύπος) με τη σημ. «παίρνω τη θεία κοινωνία».

[σύνθ. λ. μετά + λαμβάνω].

μετάληψις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

συμμετοχή σε κάτι: μετάληψις λόγων = συμμετοχή στη διαλεκτική.

ΝΕ μετάληψη «θεία κοινωνία».

[συνθ. λ. μετά + -λῆψις (< λαμβάνω) ως παράγ. λ. του μεταλαμβάνω].

μεταλλάττω ΡΗΜΑ

ο κοινός τύπος είναι μεταλλάσσω

Για τους χρόνους hand ἀλλάττω

1. μεταβάλλω, αλλάζω: μεταλλάττω τὰ θέσμια = αλλάζω τους νόμους.

  • μεταλλάττω τόπον = πηγαίνω σε άλλη χώρα.

2. αλλάζω κατάσταση: μεταλλάττω τὸν βίον.

familyπαράγ. μεταλλαγή, μετάλλαξις, μεταλλακτός.

ΝΕ μεταλλάσσω & μεταλλάζω (με τη σημ. 1).

[σύνθ. λ. μετά + ἀλλάττω].

μεταμέλει ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand μέλει

απρόσ. του μεταμέλομαι, με δοτ. προσώπου μεταμέλει μοί τινος μετανιώνω για κάτι, μεταμελούμαι: μεταμελησάτω ὑμῖν τῶν πεπραγμένων = να μετανιώσετε για ό,τι κάνατε.

familyπαράγ. μεταμέλεια, μεταμελητικός.

ΝΕ το παράγ. μεταμέλεια.

[σύνθ. λ. μετά + μέλει].

μεταμέλομαι ΡΗΜΑ

Παρατ. μετεμελόμην
Μέλλ. μεταμελήσομαι
& μεταμεληθήσομαι
Αόρ. μετεμελήθην
Παρακ. μεταμεμέλημαι

μετανοώ, μεταμελούμαι: μετεμέλοντο οὐ δεξάμενοι τὰς σπονδὰς = μετάνιωναν που δε δέχτηκαν την ανακωχή. μεταμεληθεὶς ὁ Ἰούδας ἐπέστρεψε τὰ τριάκοντα ἀργύρια = επειδή μετάνιωσε ο Ιούδας, επέστρεψε τα τριάντα αργύρια. = μετανοῶ.

familyπαράγ. μετάμελος, ὁ «η μεταμέλεια».

ΝΕ μεταμελούμαι (λόγ.).

[σύνθ. λ. μετά + μέλομαι].

μεταπέμπω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand πέμπω

προσκαλώ κάποιον.

  • μέση φωνή μεταπέμπομαι προσκαλώ κάποιον με απεσταλμένο, στέλνω να μου φέρουν κάποιον ή κάτι: Κῦρος μεταπέμπεται Ἄδραστον = ο Κύρος έστειλε να του φέρουν τον Άδραστο.

familyπαράγ. μετάπεμπτος, μετάπεμψις, μεταπομπή.

[σύνθ. λ. μετά + πέμπω].

μεταπίπτω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand πίπτω

1. αλλάζω τη μορφή, το εξωτερικό σχήμα: μεταπίπτει ἐκ γυναικὸς ἐς ὄρνεον = άλλαξε μορφή και από γυναίκα έγινε πουλί.

2. αλλάζω τη γνώμη μου: τοσοῦτον μεταπεπτώκασιν, ὥστε... = τόσο πολύ έχουν αλλάξει τη συμπεριφορά τους, ώστε...

3. για κατάσταση (πολιτική κτλ.) αλλάζω: ἐξ εὐτυχίας εἰς δυστυχίαν μεταπίπτω = από την ευτυχία πέφτω στη δυστυχία. μετέπεσε τὰ τῶν τριάκοντα = υπήρξε ανατροπή του καθεστώτος των τριάκοντα τυράννων.

familyπαράγ. μετάπτωσις.

ΝΕ μεταπίπτω (λόγ.).

[σύνθ. λ. μετά + πίπτω].

μετάστασις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. μετακίνηση: μετάστασις ἐξ οἰκείας εἰς ἀλλοτρίαν = μετακίνηση (μετανάστευση) από την πατρίδα σε ξένη χώρα.

  • μετάστασις βίου = θάνατος.

2. μεταβολή: μετάστασις γνώμης.

ΝΕ μετάσταση (με τη σημ. 1).

[παράγ. λ. του μεθίσταμαι (< μετά + *στα- του ἵ-στα-μαι) + παρ. επίθ. -σις].

μετατίθημι ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand τίθημι

1. μετακινώ από μια θέση σε άλλη, μεταθέτω: μετάθες τοῦτο εἰς βελτίω τόπον = μετακίνησέ το σε καλύτερη θέση.

2. μεταβάλλω, αλλάζω: μετατέθεικε τὰς ἐπωνυμίας = άλλαξε (ο Κλεισθένης) τα ονόματα (δωρικών φυλών).

3. μέση φωνή μετατίθεμαι αλλάζω κάτι που με αφορά ή κάτι που είναι στην αρμοδιότητά μου: πολλάκις αὐτοὶ οἱ θέμενοι τοὺς νόμους ἀποδοκιμάσαντες μετατίθενται = πολλές φορές αυτοί οι ίδιοι που θέσπισαν ένα νόμο, αφού τον απορρίψουν, τον αλλάζουν.

familyπαράγ. μετάθεσις.

ΝΕ μεταθέτω (με τις σημ. 1, 2).

[σύνθ. λ. μετά + τίθημι].

μέτειμι (Α) ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand εἰμὶ

1. συνήθως απρόσ. μέτεστί μοί τινος μετέχω σε κάτι ή με ενδιαφέρει κάτι: τί σοι τοῦδε μέτεστι πράγματος λέγε = λέγε τι σε ενδιαφέρει αυτή η υπόθεση.

2. κάποτε αναφέρεται και το μερίδιο (σε αντιδιαστολή προς το διαιρούμενο όλο) και τίθεται σε ονομαστική: μέτεστι κατὰ τοὺς νόμους πᾶσι τὸ ἴσον = όλοι οι πολίτες έχουν ίσα δικαιώματα σύμφωνα με τους νόμους.

[σύνθ. λ. μετά + εἰμί].

μέτειμι (Β) ΡΗΜΑ

χρησιμοποιείται στην αττ. διάλεκτο ως μέλλ. του handμετέρχομαι

Για τους χρόνους hand εἶμι

1. βαδίζω πίσω από κάποιον, τον ακολουθώ: ταὐτὸν ἴχνος μέτειμι = ακολουθώ το ίδιο αχνάρι (με κάποιον).

2. με επέκταση α. αναζητώ κάποιον: τὸν παῖδα εὗρον οἱ μετιόντες = αυτοί που έψαχναν το παιδί, το βρήκαν. β. καταδιώκω κάποιον για να τον εκδικηθώ: μέτειμι τοὺς ἀδικοῦντας = προσπαθώ να εκδικηθώ αυτούς που διέπραξαν ένα αδίκημα.

[σύνθ. λ. μετά + εἶμι].

μετέρχομαι ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand ἔρχομαι

1. επιδιώκω: ἐπιπόνῳ ἀσκήσει τὸ ἀνδρεῖον μετέρχομαι = με κοπιαστικές ασκήσεις προσπαθώ να γίνω γενναίος.

2. καταδιώκω κάποιον, και ειδικότερα του ασκώ δίωξη: μέτειμι τὸν φονέα = θα ασκήσω δίωξη στο φονιά.

ΝΕ μετέρχομαι «ασκώ, λ.χ. ένα επάγγελμα».

[σύνθ. λ. μετά + ἔρχομαι].

μετέχω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand ἔχω

1. με γενική παίρνω μέρος σε κάτι, συμμετέχω: μετέχω τῶν πεντακισχιλίων = είμαι μέλος της ομάδας των πέντε χιλιάδων ανδρών.

2. με αιτιατική, που δηλώνει το μερίδιο, μετέχω ἴσον μέρος ἀγαθῶν = έχω ίσο μερίδιο στα αγαθά με κάποιον άλλο.

familyπαράγ. μετοχή, μέτοχος.

ΝΕ μετέχω (με σημ. 1).

[σύνθ. λ. μετά + ἔχω].

μετεωρίζω ΡΗΜΑ

1. σηκώνω ψηλά, ανυψώνω: παντὶ τρόπῳ ἐμετεώριζον τὸ ἔρυμα = με κάθε μέσο ανύψωναν το οχυρό.

2. μεταφορικά/ειρωνικά επαινώ κάποιον, τον εξυψώνω με «λόγια του αέρα»: μετεωρίζω καὶ φυσῶ τινά = επαινώ κάποιον και τον κάνω να φουσκώνει από υπερηφάνεια.

ΝΕ μετεωρίζω (λόγ., με τη σημ. 1).

[παράγ. λ. hand μετέωρος + παρ. επίθ. -ίζω].

μετέωρος, -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ

1. αυτός που υψώνεται πάνω από τη γη, στον αέρα: μετεώρους ἐξεκόμισαν τὰς ἁμάξας = τις άμαξες τις μετέφεραν σηκωτές.

  • αυτός που βρίσκεται σε μεγάλο ύψος σαν να βρίσκεται στον αέρα: μετέωρα χωρία = περιοχές με μεγάλο υψόμετρο.

2. για πλοίο αυτός που βρίσκεται στην ανοιχτή θάλασσα: ναῦς μετέωρος.

3. μεταφορικά αυτός που βρίσκεται σε αβέβαιη κατάσταση: ἡ Ἑλλάς ἅπασα μετέωρος ἦν = ολόκληρη η Ελλάδα βρισκόταν σε αβεβαιότητα (εξαιτίας του Πελοποννησιακού πολέμου).

familyπαράγ. μετεωρίζω.

ΝΕ μετέωρος (με τις σημ. 1, 3).

[σύνθ. λ. μετά + *-ᾱορος (< ἀείρω «υψώνω στον αέρα, ανυψώνω» < *ἀέρ-jω) > *μετή-ορος (όπου η < α + α) > μετέωρος με αντιμεταχώρηση ηο > εω].

μέτοικος, -οίκου, ὁ, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

ξένος στον οποίο δόθηκε το δικαίωμα να κατοικεί στην Αθήνα, χωρίς όμως να έχει πολιτικά δικαιώματα.

familyπαράγ. μετοικέω -ῶ, μετοίκησις, μετοικίζω, μετοίκιον «φόρος που πλήρωναν οι μέτοικοι».

ΝΕ μέτοικος.

[σύνθ. λ. μετά + *οἰκ- (οἰκέω) + παρ. επίθ. -ος].

μετόπωρον, -ώρου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

φθινόπωρο: βρονταὶ καὶ ὕδωρ, οἷα τοῦ ἔτους πρὸς μετόπωρον ἤδη ὄντος φιλεῖ γίγνεσθαι = βροντές και βροχή, φαινόμενα συνηθισμένα όταν πια η χρονιά έχει φτάσει στο φθινόπωρο.

familyπαράγ. μετοπωρινός.

[ουσιαστικοπ. του επιθέτου *μετόπωρος, -ον (< μετά + ὀπώρα) κατά το θέρος].

μετουσία, -ίας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

συμμετοχή σε κάτι, το να κατέχει κάποιος κάτι: σοὶ δὲ ἀρετῆς, ὦ κάθαρμα, τίς μετουσία; = και συ, κάθαρμα, τι συμμετοχή έχεις στην αρετή (δηλ. τι σχέση έχεις με την αρετή);

[παράγ. λ. του ρ. μέτειμι (μετά + εἰμί): μετά + *ὀντ-ία ὄντ-ος + -ία) > *ὀνσία > οὐσία].

μετριάζω ΡΗΜΑ

1. συμπεριφέρομαι μετρημένα, μετριοπαθώς: μετριάζομεν ἐν ταῖς εὐπραξίαις = όταν ευτυχούμε, συμπεριφερόμαστε με μέτρο.

2. κάνω κάτι λιγότερο έντονο, το μετριάζω.

ΝΕ μετριάζω (με τη σημ. 2).

[παράγ. λ. μέτριος + παρ. επίθ. -άζω].

μέτριος, -ία, -ιον ΕΠΙΘΕΤΟ

1. αυτός που έχει το σωστό μέτρο, που δεν είναι υπερβολικός: μέτριοι ἄνδρες = άνδρες με μέτριο ανάστημα.

  • μέτριος βίος = μετρημένη ζωή.

2. υποφερτός: μέτριος χειμών = υποφερτός, όχι πολύ κρύος, χειμώνας.

3. αυτός που μπορεί να ελέγχει λ.χ. τις επιθυμίες του, μετρημένος: μέτριος πρὸς τὰς ἡδονάς = που δεν παραδίδεται στις απολαύσεις.

4. επίρρημα μετρίως με μέτρο: χαλεπὸν τὸ μετρίως εἰπεῖν = είναι δύσκολο, όταν μιλάει κανείς να κρατάει το μέτρο.

familyπαράγ. μέτριον, μετριοσύνη, μετριότης, μετρίως, μετριάζω, μετρικός.

ΝΕ μέτριος (με τις σημ. 1, 2, 3).

[παράγ. λ. μέτρον + παρ. επίθ. -ιος].

μετριότης, -ητος, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

το σωστό μέτρο, η απουσία υπερβολής, μετριοπάθεια: ἡ μετριότης τῶν σίτων = η εγκράτεια στο φαγητό.

ΝΕ μετριότητα.

[παράγ. λ. μέτριος + παρ. επίθ. -ότης].

μέτρον, -ου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. μέτρο.

2. η έλλειψη υπερβολής, το σωστό μέτρο: πλέον πίνει τοῦ μέτρου = πίνει περισσότερο απ' όσο επιτρέπει το σωστό μέτρο.

familyπαράγ. μετρέω -ῶ, μέτριος.

ΝΕ μέτρο (και με τις δύο σημ.).

[*μη- «μετρώ», μῆτις, ΙΕ *me- στο αρχ. ινδ. mātrā «μεζούρα, μέτρο» (που αντιστοιχεί στο μήτρᾱ), μτχ. mimāti «μετρημένος»].

μέχρι ΠΡΟΘΕΣΗ & ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ

Α. με γενική

1. τοπικά έως, ως: μέχρι τῆς πόλεως.

2. χρονικά έως: μέχρις ἡμερῶν ἑπτά.

Β. ως σύνδεσμος μέχρις ότου/μέχρι να: μέχρι ἂν τοῦτο ἴδωμεν = μέχρι να το δούμε αυτό.

ΝΕ μέχρι (με όλες τις σημ.).

[*μέ-χρι, ίσως *me- (στη με-τά) + *χρί (τοπική πτώση από χείρ, χειρός)].

μὴ (Α) ΜΟΡΙΟ

1. συνήθως με ενεστ. προστακτικής ή με αόρ. υποτακτικής δηλώνει απαγόρευση μη, να μη: μή μ' ἐρέθιζε = μη με εξοργίζεις. μὴ εἴπῃς τοῦτο = μην το πεις αυτό.

2. με α΄ πρόσ. υποτακτικής ας μη: μὴ ἴωμεν ἐκεῖ = ας μην πάμε εκεί.

3. με ευκτική μακάρι να μη: μὴ γένοιτο = μακάρι να μη συμβεί.

ΝΕ μη & μην (με τη σημ. 1).

[*μη-, ΙΕ αρνητικό μόριο *mē, που επιβίωσε στο αρχ. ινδ. mā, αρχ. περσ. mā, αρμ. mi].

μὴ (Β) ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ

1. τελικός σύνδεσμος για να μη: φεύγω μὴ ληφθῶ = τρέπομαι σε φυγή για να μη συλληφθώ.

2. ενδοιαστικός, με ρήματα που δηλώνουν φόβο μήπως: ἐφοβεῖτο Κῦρος μὴ ἀποθάνῃ ὁ πάππος = ο Κύρος φοβόταν μήπως πεθάνει ο παππούς.

3. πλεοναστικά, με ρήματα που δηλώνουν άρνηση ἀρνοῦμαι τὸ μὴ ποιεῖν = αρνούμαι ότι το έκανα.

4. με αφηρημένα ουσιαστικά ἡ μὴ ἐμπειρία = το να μην υπάρχει εμπειρία.

ΝΕ μη (με τις σημ. 2, 4).

[*μη-].

μὴ (Γ) ΕΠΙΡΡΗΜΑ

σε ευθεία ερώτηση, όταν περιμένουμε αρνητική απάντηση μήπως: μὴ οἱ ἐν ἐκκλησίᾳ διαφθείρουσι τοὺς νεωτέρους; = μήπως τα μέλη της εκκλησίας του δήμου διαφθείρουν τους νεότερους;

ΝΕ μη (τυχόν).

[*μη-].

μηδαμοῦ ΕΠΙΡΡΗΜΑ

πουθενά: ἐλπίζω μηδαμοῦ ἄλλοθι φρονήσει ἐντεύξεσθαι ἢ ἐν ᾍδου = ελπίζω ότι πουθενά αλλού δε θα συναντήσω τη φρόνηση παρά μόνο στον Άδη.

[σύνθ. λ. μηδέ + ἁμὸς «ούτε ένας» , ἁμός = τις, συγγεν. με γοτθ. sums «κάποιος», suman «κάποτε», ΙΕ *smo-].

μηδὲ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ

1. και να μη..., ούτε να...: λέγομεν ὑμῖν σπονδὰς μὴ λύειν μηδὲ παραβαίνειν τοὺς ὅρκους = σας λέμε να μη λύσετε τη συνθήκη ειρήνης και να μην παραβείτε τους όρκους.

2. μηδέ... μηδὲ μήτε... μήτε: μηδὲ νόμοι μηδὲ ἀνάγκη μηδεμία.

3. ούτε κάν: τὸ δὲ ὑμέτερον τῆς τε δυνάμεως ἐνδεᾶ πρᾶξαι τῆς τε γνώμης μηδὲ τοῖς βεβαίοις πιστεῦσαι = το δικό σας χαρακτηριστικό είναι να πράττετε πράγματα κατώτερα από τη δύναμή σας και να μην εμπιστεύεστε ούτε καν τα βέβαια αποτελέσματα της σκέψης σας (είπαν οι Κορίνθιοι στους Σπαρτιάτες).

[σύνθ. λ. μή + δέ].

μηδείς, μηδεμία, μηδὲν ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ

1. κανένας: μηδείς σου τῆς νεότητος καταφρονείτω = κανένας να μη σε καταφρονεί που είσαι νέος.

2. ασήμαντος, τιποτένιος: μηδὲν λέγει = αυτά που λέει είναι ασήμαντα.

3. το ουδ. μηδὲν ως επίρρ. καθόλου δεν, καθόλου: φῶμεν ὑφαντικὴν μηδὲν διαφέρειν πλὴν ὀνόματι τῆς ἱματιουργικῆς; = να πούμε ότι η υφαντική τέχνη καθόλου δε διαφέρει από την ιματιουργική παρά μόνο στο όνομα;

ΝΕ μηδείς (λόγ.) & μηδέν.

[σύνθ. λ. μηδέ + εἷς, μία, ἕν].

μηδέποτε ΕΠΙΡΡΗΜΑ

ποτέ να μη: ηὐλαβοῦντο μηδέποτε ἐμποδὼν εἶναι = πρόσεχαν να μη γίνουν ποτέ εμπόδιο.

[σύνθ. λ. μηδέ + ποτέ].

μηδέτερος, -έρα, -ερον ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ

ούτε ο ένας ούτε ο άλλος: ἐμοὶ δοκεῖ τούτων μηδέτερα ποιεῖν = η γνώμη μου είναι ότι δεν πρέπει να κάνουμε ούτε το ένα ούτε το άλλο.

familyπαράγ. μηδετέρως.

[σύνθ. λ. μηδέ + ἕτερος].

μηδίζω ΡΗΜΑ

1. μιμούμαι τον τρόπο ζωής των Μήδων.

2. υποστηρίζω τους Μήδους (κατά την περίοδο των Περσικών πολέμων): ἡμεῖς δὲ μηδίσαι μὲν αὐτοὺς οὔ φαμεν = αλλά εμείς δεν υποστηρίζουμε ότι αυτοί βοήθησαν τους Πέρσες.

familyπαράγ. μηδισμός.

ΝΕ μηδίζω (λόγ.).

[παράγ. λ. Μῆδοι + παρ. επίθ. -ίζω].

μηκύνω ΡΗΜΑ

Μέλλ. μηκυνῶ

αυξάνω το μήκος ή τη χρονική διάρκεια, επιμηκύνω: μηκύνω βίον = παρατείνω τη διάρκεια της ζωής.

  • μηκύνω λόγον / λόγους = μιλώ επί πολλή ώρα.

ΝΕ μηκύνω (λόγ.).

[παράγ. λ. μῆκος + παρ. επίθ. -ύνω].

μὴν ΜΟΡΙΟ

χρησιμοποιείται ως βεβαιωτικό πράγματι, αλήθεια: ἦ μήν = βεβαιότατα. ἀλλὰ μήν = αλλά όμως πράγματι. οὐ μήν... = ασφαλώς δεν...: οὐ μὴν κελεύω ἐᾶν αὐτοὺς βλάπτειν τοὺς ξυμμάχους ἡμῶν = ασφαλώς δε σας συμβουλεύω να τους αφήνουμε να βλάπτουν τους συμμάχους μας.

[εκτεταμένη βαθμίδα του μέν, δωρ. και αιολ. μάν, handμέν].

μήν, μηνός, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

μήνας: μὴν ἱστάμενος/μεσῶν/φθίνων = η αρχή, η μέση, το τέλος του μήνα. μηνὸς τετάρτῃ φθίνοντος = κατά την τέταρτη μέρα πριν από το τέλος του μήνα.

familyπαράγ. μήνη «φεγγάρι», μηναῖος, μηνίσκος «μικρή σελήνη», μηνιακός, σύνθ. ἔμμηνος, νεομηνίη, νουμηνία.

ΝΕ μήνας.

[*mēns-, λατ. mēns-is, ίσως συγγεν. με *μη- (μέτρον, μῆτις)].

μῆνις, μήνιος & μήνιδος, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

οργή: φοβοῦμαι τὴν μῆνιν τῶν τετελευτηκότων = φοβούμαι την οργή των νεκρών.

familyπαράγ. μηνίω, μηνίζω.

ΝΕ μήνις (λόγ.)

[αβέβ. ετυμ.].

μηνύω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐμήνυον
Μέλλ. μηνύσω
Παρακ. μεμήνυκα
Παθ. μέλλ. μηνυθήσομαι
Παθ. αόρ. ἐμηνύθην
Παθ. παρακ. μεμήνυμαι

1. κάνω κάτι γνωστό, το αποκαλύπτω: μηνύω τινὰ ἐξ ἐπιβουλῆς ἀποθανόντα = αποκαλύπτω ότι κάποιος πέθανε έπειτα από εχθρική ενέργεια.

2. καταγγέλλω κάποιον, καταθέτω μήνυση εναντίον του.

familyπαράγ. μηνυτής, μήνυσις.

ΝΕ μηνύω (με τη σημ. 2).

[ίσως αρχικά *μήνυ-μι < ουσ. *μηνυς, αβέβ. ετυμ.].

μήπω ΕΠΙΡΡΗΜΑ

ακόμη να μη: μήπω ἐκεῖσε ἴωμεν = ας μην πάμε ακόμη εκεί.

[σύνθ. λ. μή + πω].

μήτε ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ

μήτε, ούτε: μήτε κατὰ ξηρὰν μήτε κατὰ θάλατταν.

ΝΕ μήτε.

[σύνθ. λ. μή + τε].

μητραλοίας, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

μητροκτόνος.

[σύνθ. λ. μήτηρ + ἀλοιάω -ῶ/ἀλοάω «κοπανίζω, αλωνίζω» + παρ. επίθ. -ας].

μητρόπολις, -όλεως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

μια πόλη, σε σχέση με τις αποικίες της: Ἐπιδάμνιοι πέμπουσιν ἐς τὴν Κέρκυραν πρέσβεις ὡς μητρόπολιν οὖσαν = οι Επιδάμνιοι στέλνουν απεσταλμένους στην Κέρκυρα, καθώς ήταν η μητρόπολή τους.

ΝΕ μητρόπολη.

[σύνθ. λ. μήτηρ, μητρ-ός + πόλις].

μηχανάομαι -ῶμαι ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐμηχανώμην
Μέλλ. μηχανήσομαι
Αόρ. ἐμηχανησάμην
Παρακ. με ενεργ. ή παθ. σημ. μεμηχάνημαι
Υπερσ. με παθ. σημ. ἐμεμηχανήμην

1. κατασκευάζω: μηχανῶμαι πλοῖον.

2. επινοώ τρόπους για να καταφέρω κάτι (ύπουλα συνήθως, αλλά όχι πάντοτε), μηχανεύομαι: πᾶσαν μηχανὴν μηχανῶνται ὅπως... = μηχανεύονται χίλιους δυο τρόπους για να...

[παράγ. λ. μηχανή + παρ. επίθ. -άομαι].

μηχανή, -ῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. ονομασία μηχανημάτων για διάφορες χρήσεις: ἤλπιζον ἑλεῖν τὸ τεῖχος μηχαναῖς = ήλπιζαν να καταλάβουν το τείχος με (πολιορκητικές) μηχανές.

2. ειδικότερα μηχανισμός με τον οποίο παρουσίαζαν τους θεούς μετέωρους στη σκηνή του θεάτρου.

  • παροιμία: ἀπὸ μηχανῆς θεός = απρόβλεπτη λύση σε μια δύσκολη κατάσταση.

3. τρόπος, τέχνασμα για να πετύχει κανείς κάτι: μηχανὴ κακῶν = τέχνασμα για να αποφύγει κανείς τα κακά. πάσῃ τέχνῃ καὶ μηχανῇ = με κάθε τρόπο και τέχνασμα.

familyπαράγ. μηχανάομαι -ῶμαι, μηχάνημα, μηχανικός, μηχανική, σύνθ. μηχανορράφος, ἀμήχανος, ἀμηχανέω, ἀμηχανία.

ΝΕ μηχανή «μηχάνημα».

[*μηχαν-, *μαχαν-, *μαχ-αν, ίσως συγγεν. με γοτθ. mag «μπορώ», αρχ. σλαβ. mogę «μπορώ», ρωσ. mogú «μπορώ»].

μιαίνω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐμίαινον
Μέλλ. μιανῶ
Αόρ. ἐμίανα
Παθ. μέλλ. μιανθήσομαι
Παθ. αόρ. ἐμιάνθην
Παθ. παρακ. μεμίασμαι

1. λερώνω, μολύνω, κηλιδώνω: μιαίνω τοὺς βωμοὺς τῶν θεῶν αἵματι = λερώνω τους βωμούς των θεών με αίμα.

2. ηθικά μολύνω: τὴν ψυχὴν μιαίνω.

familyπαράγ. μιαρός, μίασμα, μιάστωρ.

ΝΕ μιαίνω (με τις σημ. 1, 2).

[*μιαν- (που εναλλάσσεται με *μιαρ-, μιαρ-ός) + παρ. επίθ. -jω].

μιαρός, -ά, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός μιαρώτερος
Υπερθετικός μιαρώτατος

1. θρησκευτικά μολυσμένος, ακάθαρτος.

2. ηθικά ανήθικος: ἡ πόλις κολάζει τοὺς μιαροὺς ἄρχοντας = η πολιτεία τιμωρεί τους ανήθικους κυβερνήτες.

ΝΕ μιαρός (και με τις δυο σημ.).

[παράγ. λ. *μιαρ- (και *μιαν-, μιαίνω) + παρ. επίθ. -ός].

μίασμα, -ατος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

μόλυσμα, κυρίως από φόνο ή άλλο έγκλημα.

ΝΕ μίασμα.

[παράγ. λ. *μιασ- (μιαίνω) + παρ. επίθ. -μα].

μιγάς, -άδος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

αυτός που είναι ανάμεικτος: ταύτην τὴν πόλιν οἰκοῦμεν οὐχ ἑτέρους ἐκβαλόντες... οὐδ' ἐκ πολλῶν ἐθνῶν μιγάδες συλλεγέντες = κατοικούμε σ' αυτήν την πόλη (την Αθήνα) ούτε αφού διώξαμε άλλους (παλιούς κατοίκους)... ούτε αφού γίναμε ένας πληθυσμός ανάμεικτος από διάφορους λαούς. καθαρός.

ΝΕ μιγάς.

[παράγ. λ. *μιγ- (ἐ-μίγ-ην < μείγνυμι) + παρ. επίθ. -άς].

μικρός, -ά, -ὸν & σμικρός, -ά, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός μικρότερος
ἐλάττων, -ων, ἔλαττον
μείων, -ων, μεῖον
Υπερθετικός μικρότατος & ἐλάχιστος

1. αυτός που έχει μικρό μέγεθος ή ύψος: μικρὸν γῄδιον = μικρό χωραφάκι. μέγας.

2. για ποσότητα λίγος: μικρὸν ὄψον = λίγο φαγητό (μικρή μερίδα φαγητού). πολύς.

  • ἐν σμικρῷ χρόνῳ = σε λίγο.

3. σε σπουδαιότητα ασήμαντος, μηδαμινός: μικρὰ αἰτία = ασήμαντη αφορμή.

4. σε επιρρηματικές χρήσεις μικροῦ δεῖ = παρ' ολίγον, παρά λίγο. σμικρῷ πρόσθεν = λίγο πριν. παρὰ μικρόν = σχεδόν. ἐπὶ μικρόν = για λίγο. κατὰ μικρόν = λίγο λίγο.

familyπαράγ. μικρότης.

ΝΕ μικρός (με τις σημ. 1, 2, 3).

[*μει- (από όπου μεί-ων) και *μι- + παρ. επίθ. -ικός > μικός > μικρός].

μιμέομαι -οῦμαι ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐμιμούμην
Μέλλ. μιμήσομαι
Αόρ. ἐμιμησάμην
Παρακ. μεμίμημαι

1. μιμούμαι, αναπαριστώ: ἃ ψέγομεν ἡμεῖς, ταῦτα μὴ μιμώμεθα = αυτά που κατηγορούμε στους άλλους να μην τα κάνουμε κι εμείς.

2. στην τέχνη, και ειδικότερα στη δραματική τέχνη παριστάνω κάτι με μιμητικές κινήσεις.

ΝΕ μιμούμαι (με τη σημ. 1).

[παράγ. λ. μῖμος + παρ. επίθ. -έομαι, ίσως συγγεν. με αρχ. ινδ. māyā θηλ. «απατηλή εικόνα»].

μίμημα, -ατος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

κάτι που είναι απομίμηση κάποιου προτύπου.

[παράγ. λ. μιμέομαι -οῦμαι + παρ. επίθ. -μα].

μιμνήσκω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐμίμνησκον
Μέλλ. μνήσω
Αόρ. ἔμνησα
Μέσ. μέλλ. μνήσομαι
Μέσ. αόρ. ἐμνησάμην
Παθ. μέλλ. μνησθήσομαι «θα θυμηθώ»
Παθ. αόρ. ἐμνήσθην «θυμήθηκα»
Μέσ. παρακ. με σημ. ενεστ. μέμνημαι «θυμάμαι»
Μέσ. υπερσ. ἐμεμνήμην

1. θυμίζω.

2. μέση φωνή μιμνήσκομαι θυμάμαι: μέμνημαι ἀκούσας ποτέ σου ὅτι... = θυμάμαι ότι κάποτε άκουσα από σένα ότι... ἀμνημονέω -ῶ, ἐπιλανθάνομαι «ξεχνώ».

3. αναφέρω κάτι ή κάποιον, το(ν) μνημονεύω: ἐμνήσθησαν περὶ αὐτοῦ = αναφέρθηκαν σ' αυτόν.

familyπαράγ. μνεία, μνῆμα, μνήμη, μνήμων, μνηστήρ, σύνθ. ἀμνήμων, ἱερομνήμων, ὑπόμνημα.

[*men-, *mnē-, *mnā- (ἔ-μνη-σα, μέ-μον-α, μένος), μι-μνή-σκω, πβ. λατ. αόρ. me-min-i, αρχ. ινδ. mnāta- «μνησθείς»].

μισθαρνέω -ῶ ΡΗΜΑ

εργάζομαι ή υπηρετώ επί πληρωμή: μισθαρνῶ παρά τινος = παίρνω μισθό από κάποιον.

ΝΕ το επίθετο μίσθαρνος.

[παράγ. λ. μίσθαρνος (μισθός + ἄρνυμαι «παίρνω») + παρ. επίθ. -έω].

μισθός, -οῦ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. πληρωμή, αμοιβή: καὶ διδόασιν αὐτοῖς ἑξήκοντα τάλαντα μηνὸς μισθόν = και τους δίνουν εξήντα τάλαντα ως πληρωμή το μήνα.

2. ανταπόδοση: ἀρετῆς μισθός = ανταμοιβή για την αρετή. μισθὸς ἀνδρὶ δυσσεβεῖ = ανταπόδοση (τιμωρία) σε άνθρωπο ασεβή.

familyπαράγ. μισθόομαι, μίσθωσις, μισθωτής, μισθωτός, σύνθ. μίσθαρνος, μισθοφόρος, μισθοδότης, μισθοδοτέω.

ΝΕ μισθός.

[*μιζθ-/*μισθ- + παρ. επίθ. -ός > μισθός, συγγεν. με αρχ. ινδ. mīdhá- «αμοιβή για νίκη», αρχ. περσ. mižda- «ανταμοιβή», αρχ. σλαβ. mīzdá «ανταμοιβή»].

μισθοφορέω -ῶ ΡΗΜΑ

1. υπηρετώ ή εργάζομαι επί μισθώ, μισθοδοτούμαι.

2. ειδικότερα είμαι μισθοφόρος στρατιώτης: μισθοφορῶ τινί = υπηρετώ ως μισθοφόρος στρατιώτης σε κάποιον.

3. αποφέρω ενοίκιο ή κέρδος: μισθοφοροῦσα οἰκία = σπίτι το οποίο αποδίδει ενοίκιο.

ΝΕ το παράγ. μισθοφόρος.

[παράγ. λ. μισθοφόρος (μισθός + φέρω) + παρ. επίθ. -έω].

μνᾶ, -ᾶς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. μονάδα βάρους που ισοδυναμούσε με εκατό αττικές δραχμές.

2. κυρίως νόμισμα που ισοδυναμούσε με εκατό αττικές δραχμές.

[σημιτ. δάνειο, ακκαδ. manū, εβρ. mānē].

μνεία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. ανάμνηση.

2. αναφορά: μνείαν ποιοῦμαί τινος = αναφέρω κάτι.

ΝΕ μνεία (με τη σημ. 2).

[*μνε- (μι-μνή-σκω) + παρ. επίθ. -jα > μνεία].

μνημεῖον, -είου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. κάτι που φέρνει στη μνήμη μας κάποιο πρόσωπο ή πράγμα ή γεγονός, ενθύμιο: μνημεῖα κακῶν κἀγαθῶν = ενθύμια των αποτυχιών και των επιτυχιών μας.

2. μνημείο.

ΝΕ μνημείο (με τη σημ. 2).

[παράγ. λ. *μνημ- (μνήμ-η, μιμνήσκω) + παρ. επίθ. -εῖον].

μνήμη, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. ανάμνηση: μνῆμαι ἀγήρατοι = αναμνήσεις που δε σβήνουν.

2. μνήμη, μνημονικό: ἐφ' ὅσον μνήμη ἀνθρώπων ἐφικνεῖται = όσο φτάνει η μνήμη των ανθρώπων (όσο προς το παρελθόν μπορούν να θυμούνται).

ΝΕ μνήμη (με τις σημ. 1, 2).

[*μνημ- (μνήμ-ων, μιμνήσκω) + παρ. επίθ. ].

Μνημοσύνη, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

κύριο όνομα η μητέρα των Μουσών.

[*μνημο- (μνήμ-ων, -ον-ος, μιμνήσκω) + παρ. επίθ. -σύνη].

μόγις ΕΠΙΡΡΗΜΑ

με δυσκολία: πάνυ μόγις ἐπένευσε = με μεγάλη δυσκολία έγνεψε ότι συμφωνεί. βίᾳ καὶ μόγις = μόλις και μετά βίας.

familyπαράγ. μογίλαλος «που μιλάει με δυσκολία».

[μόγος, ὁ «πόνος, προσπάθεια, δυσκολία» + παρ. επίθ. -ις κατά τα ἅλ-ις, ἄχρι(ς), μέχρι(ς), αβέβ. ετυμ.].

μοῖρα, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. μέρος, τμήμα ενός όλου: Λακεδαιμόνιοι Πελοποννήσου τῶν πέντε τὰς δύο μοίρας νέμονται = οι Λακεδαιμόνιοι κατέχουν τα δύο πέμπτα της Πελοποννήσου.

2. το μερίδιο που αναλογεί σε κάποιον: ἡ τοῦ πατρὸς μοῖρα = το μερίδιο από την πατρική κληρονομιά.

3. ο σεβασμός που οφείλεται σε κάποιον: τιμιώτερον ἐστὶ πατρίς... καὶ ἐν μείζονι μοίρᾳ καὶ παρὰ θεοῖς καὶ παρ' ἀνθρώποις = η πατρίδα είναι το πολυτιμότερο πράγμα... και το πιο σεβαστό και στους θεούς και στους ανθρώπους.

4. τύχη, μοίρα.

5. ως κύριο όνομα Μοῖρα καθεμία από τις τρεις θεότητες (handΚλωθώ, Λάχεσις, Ἄτροπος), που καθόριζαν την τύχη του κάθε ανθρώπου.

familyπαράγ. μοιραῖος, μοιράζω, σύνθ. ἄμοιρος, εὔμοιρος.

ΝΕ μοίρα (με τη σημ. 4).

[παράγ. λ. *μορ- (< μείρομαι, μόρ-ος) + παρ. επίθ. -jα > μοῖρα].

μολών, -οῦσα, -ὸν ΡΗΜΑ

μετοχή του ἔμολον, που είναι ο αόρ. β΄ του ποιητικού ρήματος βλώσκω (= πηγαίνω ή έρχομαι): μολὼν λαβέ = έλα να τα πάρεις (απάντησε ο Λεωνίδας στον Ξέρξη).

family σύνθ. κεντρομόλος, αὐτόμολος.

[*μολ- (πβ. προμολὴ «είσοδος») και *βλω- (από όπου ο ενεστ. βλώ-σκω), πβ. ἀγχιβλώς· ἄρτι παρὼν και βλῶσις· παρουσία].

μονή, -ῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

η παραμονή σε έναν τόπο: ἐρῶ, ὅσα μοι δοκεῖ ποιεῖν ἐν τῇ μονῇ = θα σας πω τι νομίζω ότι πρέπει να κάνουμε, όσο παραμένουμε εδώ.

ΝΕ μονή «μοναστήρι».

[*μον- (μένω) + παρ. επίθ. ].

Μορμώ, -οῦς & Μορμών, -όνος, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

γυναίκα με μορφή τέρατος, φόβητρο για τα μικρά παιδιά.
  • κάτι που χρησιμοποιείται ως φόβητρο: ἐφοβοῦντο τοὺς πελταστὰς ὥσπερ μορμόνας παιδάρια = φοβούνταν τους πελταστές όπως τα μικρά παιδιά φοβούνται τα τέρατα.

[αβέβ., ίσως ηχομιμητικό].

Μουνυχιών, -ῶνος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

ο δέκατος μήνας του αττικού έτους, από 15 Μαρτίου έως 15 Απριλίου.

[αρχαίο λιμάνι του Πειραιά Μουνυχία, ἡ (αβέβαιης αρχής) + παρ. επίθ. -ιών].

Μουσεῖον, -είου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. ιερό των Μουσών.

2. στην Αλεξάνδρεια κέντρο φιλολογικών σπουδών που ίδρυσαν οι Πτολεμαίοι τον 3ο αι. π.Χ. Συνδεδεμένη με το Μουσεῖον ήταν η περίφημη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας.

ΝΕ μουσείο.

[παράγ. λ. Μοῦσα + παρ. επίθ. -εῖον· μοῦσα < *μόντ-jα «που κατοικεί στα βουνά», πβ. λατ. mons, mont-is «βουνό»].

μουσική, -ῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. οποιαδήποτε καλλιτεχνική δραστηριότητα ήταν υπό την εποπτεία των Μουσών, ιδιαίτερα η ποίηση που απαγγελλόταν με συνοδεία μουσικής.

2. οι τέχνες ή τα γράμματα: ἐν μουσικῇ καὶ γυμναστικῇ παιδεύω = εκπαιδεύω τους νέους (στα γράμματα) με τη βοήθεια της μουσικής και της γυμναστικής.

ΝΕ μουσική.

[ουσιαστικοπ. του επιθέτου μουσικός, μουσική (ενν. τέχνη)].

μουσικός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός μουσικώτερος
Υπερθετικός μουσικώτατος

1. αυτός που έχει σχέση με τη μουσική: ἀγῶνες μουσικοὶ καὶ γυμνικοί = διαγωνισμοί στη μουσική (ποίηση, μουσική) και στη γυμναστική.

2. ο εκπαιδευμένος στη μουσική: μουσικοὶ ἄνδρες.

3. άνθρωπος των γραμμάτων, λόγιος.

ΝΕ μουσικός (με τις σημ. 1, 2).

[παράγ. λ. μοῦσα + παρ. επίθ. -ικός].

μοχθηρός, -ά, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός μοχθηρότερος
Υπερθετικός μοχθηρότατος

1. αυτός που είναι γεμάτος από μόχθους, βασανισμένος, ταλαιπωρημένος: ὦ μόχθηρε = ταλαίπωρε, βασανισμένε, άνθρωπε!

2. αυτός που βρίσκεται σε κακή κατάσταση: καταλαβὼν μοχθηρὰ τὰ πράγματα = όταν βρήκε τα πράγματα (το εμπόριο) σε κακή κατάσταση (λόγω του πολέμου που προηγήθηκε).

3. πιο συχνά για πρόσωπα, με ηθική σημ. μοχθηρός, πανούργος, δόλιος, κακοήθης.

ΝΕ μοχθηρός (με τη σημ. 3).

μυέω -ῶ ΡΗΜΑ

κάνω κάποιον μέτοχο και γνώστη μιας μυστικής διδασκαλίας, τον μυώ.
  • συνήθως στην παθ. φωνή μυοῦμαι μυούμαι, κατηχούμαι: μεμύημαι τὰ Ἐλευσίνια μυστήρια = έχω κατηχηθεί, έχω μυηθεί, στα Ελευσίνια μυστήρια.

familyπαράγ. μύησις, μύστης.

ΝΕ μυώ.

[μύω + παρ. επίθ. -έω > μυέω με αρχική σημ. «υποχρεώνω κάποιον να κλείσει τα μάτια» (μύω «κλείνω τα μάτια»)· ίσως η ρίζα *μυ- (με-μυ-κα, μύ-στης) ηχομιμ.].

μυθολογέω -ῶ ΡΗΜΑ

1. διηγούμαι ένα μύθο: ἐπιθυμῶ σοι μυθολογῆσαι ὡς... = θέλω να σου διηγηθώ ένα μύθο, σύμφωνα με τον οποίο...

  • μυθολογῶ τι διηγούμαι το μύθο κάποιου πράγματος: μυθολογῶ τοὺς πολέμους τῶν ἡμιθέων.

2. πλάθω μια ιστορία με τη φαντασία μου: ἡ πολιτεία ἣν μυθολογοῦμεν, ἔργῳ τέλος λήψεται; = αυτή η πολιτεία που την πλάθουμε με τη φαντασία μας θα γίνει ποτέ πραγματικότητα;

familyπαράγ. μυθολόγημα, μυθολογία.

ΝΕ το παράγ. μυθολογία.

[παράγ. λ. μυθολόγος + παρ. επίθ. -έω].

μῦθος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. ρητό, απόφθεγμα.

2. διήγηση.

3. διήγηση πλαστή: λέγοντος δέ μου ταῦτα, ἀπεκρίνατό μοι ὅτι μύθους λέγοιμι = καθώς τα έλεγα αυτά, μου απάντησε ότι λέω παραμύθια.

familyπαράγ. μυθώδης, μυθέομαι -οῦμαι, μυθικός, σύνθ. μυθολογέω -ῶ, ἀκριτόμυθος, ἐγγαστρίμυθος, ἐχεμυθία, παραμυθέομαι, παραμυθία.

ΝΕ μύθος (με τη σημ. 3).

[αβέβ., καθώς δεν είναι ασφαλής η ανάλυση από *μυ- + -θος].

μυῖα, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

μύγα.

ΝΕ μύγα.

[*μυσ- + παρ. επίθ. -jα > μυῖα, συγγεν. με λατ. musca «μύγα», ρωσ. mušica «μύγα»].

μυκάομαι -ῶμαι ΡΗΜΑ

μουγκρίζω: ἵπποι χρεμετίζοντες καὶ ταῦροι μυκώμενοι = άλογα που χλιμιντρίζουν και ταύροι που μουγκρίζουν.

familyπαράγ. μυκηθμός «μούγκρισμα», μύκημα.

ΝΕ μυκώμαι.

[ηχοποίητη λέξη (από το μούγκρισμα των βοοειδών), συγγεν. με αρχ. γερμ. mūgen, λιθ. mūkiù «μουγκρίζω»].

μυριάκις ΕΠΙΡΡΗΜΑ

δέκα χιλιάδες φορές, και κατ' επέκταση άπειρες φορές.

ΝΕ μυριάκις (λόγ.).

[παράγ. λ. μύριος + παρ. επίθ. -άκις].

μυριάς, -άδος, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

αριθμός από δέκα χιλιάδες πρόσωπα ή πράγματα: εἴκοσι μυριάδες στρατιωτῶν = 200.000 στρατιώτες.
  • με επέκταση άπειρος αριθμός.

[παράγ. λ. μύριος + παρ. επίθ. -άς].

μυρίος, -ία, -ίον ΕΠΙΘΕΤΟ

αναρίθμητος: μυρίος χρόνος = άπειρος χρόνος.
  • στον πληθ. μυρίοι, -ίαι, -ία (παροξύτονο) = αναρίθμητοι, αλλά μύριοι, -ιαι, -ια (προπαροξύτονο) = δέκα χιλιάδες.

[αβέβ. ετυμ., ελλ. λ., καθώς δεν υπάρχει στις άλλες ΙΕ γλώσσες, ίσως *μυ- «άπειρος», που απαντά και στο πλή-μυ-ρα και αλλού· σύμφωνα με τους αρχ. γραμματικούς: μύριος ὁ ὡρισμένος ἀριθμός, μυρίος ὁ ἀόριστος].

μύρον, -ου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

αρωματικό λάδι που το κατασκεύαζαν από αρωματικά φυτά.

familyπαράγ. μυρόω -ῶ, μυρόεις «μυρωμένος», μυρίδιον, μυρίζω «αλείφω με μύρο», μυρώδης, σύνθ. ἄμυρος, μυροπώλης.

ΝΕ μύρο.

[*(σ)μυρ- + παρ. επίθ. -ον, συγγεν. με αρχ. γερμ. smero, schmieren «αλείφω με μύρο»].

μῦς, μυός, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. ποντίκι: μῦς ἀρουραῖος = ποντίκι που ζει στους αγρούς.

  • παροιμία μῦς πίττης γεύεται πιάστηκε στη φάκα! (έχει περιέλθει σε δύσκολη θέση).

2. μυς του σώματος.

ΝΕ μυς (λόγ. και λαϊκό με τη σημ. 2).

[*μυσ-, ΙΕ *mū-s, αρχ. περσ. mūš «ποντίκι», λατ. mūs (γεν. muris)· το «ποντίκι» δήλωνε και το μυ του ανθρώπινου σώματος].

μυστήριον, -ρίου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

συνήθως στον πληθυντικό τὰ μυστήρια απόκρυφη, μυστική διδασκαλία ή τελετή: Ἐλευσίνια μυστήρια = η μυστηριακή λατρεία της θεάς Δήμητρας στην Ελευσίνα.

familyπαράγ. μυστηριώδης, μυστηριακός.

ΝΕ τα μυστήρια.

[μύστης + παρ. επίθ. -ήρ-ιον (από *μυστήρ = μύστης)].

μύστης, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

αυτός που έχει μυηθεί, που έχει κατηχηθεί σε ένα μυστήριο.

familyπαράγ. μυστήριον, μυστικός.

ΝΕ μύστης.

[παράγ. λ. *μυσ- (αόρ. ἔ-μυσ-α < μύω «κλείνω τα χείλη και δε μιλώ, ή τα μάτια και δε βλέπω») + αρ. επίθ. -της. Αλλά και το μυέω «εισάγω ιδίως στα Ελευσίνια μυστήρια», με το οποίο κατ' άλλους συνδέεται το μύστης, ανάγεται στην ίδια ρίζα].

μυχός, -οῦ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

το εσωτερικότερο, το βαθύτερο σημείο ενός χώρου: ἀπολαμβάνω τινὰ ἐν τῷ μυχῷ τοῦ λιμένος = απομονώνω κάποιον στο βάθος του λιμανιού.

familyπαράγ. μύχιος, σύνθ. ἐνδόμυχος.

ΝΕ μυχός.

[αβέβ., ίσως συγγεν. με βυθός].

μύω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔμυον
Μέλλ. μύσω
Αόρ. ἔμυσα
Παρακ. μέμυκα

αμετάβ. είμαι κλειστός (συνήθως για τα μάτια και τα χείλη), μεταβατ. κλείνω τα μάτια ή τα χείλη (ὀφθαλμούς, ὄμμα, χείλεα) (ενδεχομένως για να μυηθώ σε μυστήρια).

familyπαράγ. μύστης «που έχει μυηθεί», μυστήριον, μυστηριώδης, μυστικός, μύωψ, σύνθ. μυσταγωγέω, μυσταγωγία, ἀμυστὶ «χωρίς να κλείσουν τα χείλη, μονορούφι».

ΝΕ μύστης, μυσταγωγία.

[ηχομιμητ., *μὺ- χωρίς ΙΕ παράλληλα].

μωραίνω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐμώρανον
Μέλλ. μωρανῶ
Αόρ. ἐμώρανα

αμετάβατο είμαι μωρός, ανόητος: μωραίνοντά τινα ἀποδείκνυμι = αποδεικνύω ότι κάποιος είναι ανόητος.

ΝΕ μωραίνω (μεταβ.) «κάνω κάποιον ανόητο».

[παράγ. λ. μωρός + παρ. επίθ. -αίνω].

μωρία, -ίας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

ανοησία, τρέλα: εἰς τοῦτο ἀφίχθητε μωρίας... ὥστε... = έχετε φτάσει σ' αυτό το σημείο ανοησίας... ώστε...

ΝΕ μωρία.

[παράγ. λ. μωρός + παρ. επίθ. -ία].

μῶρος, -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ

ο κοινός τύπος είναι μωρός, -ά, -ὸν

ανόητος, τρελός.

ΝΕ μωρός.

familyπαράγ. μωραίνω, μωρία, σύνθ. μωρολόγος.

[αβέβ. ετυμ.].