ΛΛ, λ, λάμδα, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
λαβή, -ῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. προεξοχή από την οποία πιάνει κάποιος κάτι, λαβή: λαβή ξίφους. 2. μεταφορικά ευκαιρία ή αφορμή: λαβὰς ἀντιλογίας δίδωμι = δίνω αφορμές για αντίλογο. ΝΕ λαβή (με τις σημ. 1, 2). [*(σ)λαβ-, λαμβάνω]. λαβύρινθος, -ίνθου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ λαβύρινθος. [ξένη λέξη, λυδική ή καρική, στη σημ. «σπίτι του διπλού πελέκεως»]. λαγχάνω ΡΗΜΑ
1. παίρνω κάτι με κλήρωση: λαγχάνω τινὰ διδάσκαλον = μου ορίζεται με κλήρο κάποιος ως δάσκαλος. 2. αναδεικνύομαι σε ένα αξίωμα με τη μέθοδο της κλήρωσης (σε αντιδιαστολή προς το χειροτονοῦμαι): ὁ λαχὼν πολεμαρχεῖν = αυτός που κληρώθηκε να γίνει πολέμαρχος. 3. ως νομικός όρος λαγχάνω δίκην παίρνω άδεια να εισαγάγω σε δίκη, να καταθέσω μήνυση: λαγχάνω δίκην τινί = παίρνω άδεια να καταθέσω μήνυση σε βάρος κάποιου. λαχέτω πρὸς τὸν ἄρχοντα = ας καταθέσει μήνυση ενώπιον του αρμόδιου αξιωματούχου. παρεσκευαζόμεθα ἅπαντες λαγχάνειν = ετοιμαζόμασταν όλοι να καταθέσουμε μήνυση.
ΝΕ λαχαίνω (συνήθως στον αόρ. μου έλαχε «μου έπεσε με κλήρο»). [αβέβ. ετυμ.]. λαγώς & λαγῶς, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ λαγός. [*λαγωFής, πβ. οσετικό lärgūs «λαγός», ίσως *(σ)λα-, λαγαρός + οὖς, δηλαδή αυτός που έχει χαλαρά αυτιά]. λάθρᾳ ΕΠΙΡΡΗΜΑ
ΝΕ λάθρα (λόγ.). [*λαθ-, λανθάνω]. λαθραῖος, -αῖος, -αῖον ΕΠΙΘΕΤΟ ΝΕ λαθραίος. [λάθρῃ & λάθρη + παρ. επίθ. -αῖος]. Λάκαινα, -αίνης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ αρσ. Λάκων, ὁ η κάτοικος της Λακωνικής (Λακωνίας). Λακεδαίμων, -ονος, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [προελλην. αρχής, πβ. λακεδάμα· ὕδωρ ἁλμυρόν]. λακτίζω ΡΗΜΑ
ΝΕ λακτίζω (λόγ.). [*ληκ-, *λακ-, επίρρ. λάξ, για το σχηματισμό πβ. πύξ, ὀδάξ]. Λάκων, -ωνος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ο κάτοικος της Λακωνικής (Λακωνίας).
ΝΕ Λάκωνας. [*Λάκ- (< Λακε-δαίμων) + παρ. επίθ. -ων]. λακωνίζω ΡΗΜΑ 1. μιμούμαι τον τρόπο ζωής των Λακεδαιμονίων, και ιδιαίτερα το σύντομο αλλά περιεκτικό τρόπο ομιλίας τους. 2. υποστηρίζω τους Λακεδαιμονίους στις
διαμάχες τους με την Αθήνα ή με άλλες
ελληνικές πόλεις (
ΝΕ λακωνίζω (με τη σημ. 1). [παράγ. λ. Λάκων + παρ. επίθ. -ίζω]. λαλέω -ῶ ΡΗΜΑ 1. φλυαρώ: μὴ λάλει = μη φλυαρείς. λαλεῖς ἀμελήσας ἀποκρίνασθαι = φλυαρείς, χωρίς να νοιάζεσαι να δώσεις απάντηση. 2. γενικά μιλώ: λαλεῖ οὐδὲν τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ἀνθρώπου = κανένας από τους άλλους ζωντανούς οργανισμούς δε μιλάει εκτός από τον άνθρωπο.
ΝΕ λαλώ (με τις σημ. 1, 2). [ηχοποίητη λέξη, λα-λα]. λαλιά, -ιᾶς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ λαλιά «ομιλία». [παράγ. λ. λαλ-έω + παρ επίθ. -ιά]. λάλος, -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ
φλύαρος: λάλος γυνή = φλύαρη γυναίκα. ΝΕ λάλος. [*λαλ- (< λαλ-έω -ῶ) + παρ. επίθ. -ος, μεταρρηματικό ουσ.]. λαμβάνω ΡΗΜΑ
1. πιάνω κάτι με το χέρι: λαμβάνω μάστιγα καὶ ἡνία = πιάνω το μαστίγιο και τα χαλινάρια. λαμβάνω τινὰ τῆς ζώνης = πιάνω κάποιον από τη ζώνη.
2. συλλαμβάνω: ζῶντες ἐλήφθησαν = πιάστηκαν ζωντανοί.
3. μεταφορικά αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω: (ὁρῶ τι ή) λαμβάνω ἄλλῃ τινὶ αἰσθήσει = (βλέπω κάτι ή) το αντιλαμβάνομαι με κάποια άλλη αίσθηση. 4. εκλαμβάνω: τὸ πρᾶγμα μειζόνως ἐλάμβανον = εξελάμβαναν την υπόθεση πιο σοβαρά (απ' ό,τι έπρεπε). 5. δέχομαι, παίρνω κάτι: δῶρα λαμβάνω = δέχομαι δώρα. ἔλαβον τὴν ἀρχὴν τῆς θαλάττης = πήραν την κυριαρχία στη θάλασσα. 6. έκφραση δίκην λαμβάνω παρά τινος = τιμωρώ κάποιον. ≠ δίκην δίδωμί τινι = τιμωρούμαι από κάποιον.
ΝΕ λαμβάνω (με τις σημ. 1, 5). [*(σ)λαβ-, πβ. λhαβών = λαβών με h, που υποδεικνύει ρίζα *σλαβ-, συγγεν. του λάζομαι «έχω στην κατοχή μου»]. λαμπάς, -άδος, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. δάδα. 2. λαμπαδηδρομία: λαμπάδι νικῶ = είμαι νικητής σε λαμπαδηδρομία.
ΝΕ λαμπάδα (της εκκλησίας). [λάμπ-ω + παρ. επίθ. -άς]. λαμπρός, -ά, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ
1. λαμπερός: λαμπρὸς ἀστήρ.
2. για ήχο, φωνή καθαρός, ευδιάκριτος: λέγει λαμπρᾷ τῇ φωνῇ = μιλά με καθαρή, ευδιάκριτη φωνή. 3. ολοφάνερος: λαμπρὰ ἴχνη. 4. για πρόσωπα ένδοξος: λαμπρότατοι ἐγένοντο τῶν καθ' ἑαυτοὺς Ἑλλήνων = αναδείχθηκαν ενδοξότατοι από τους Έλληνες του καιρού τους. 5. για πρόσωπα γενναιόδωρος, μεγαλοπρεπής: λαμπρὸς ἐν ταῖς λειτουργείαις. 6. ωραίος, υπέροχος: λαμπρὸς ἀνήρ = ωραίος άντρας. λαμπρὰ στολή = υπέροχη ενδυμασία, ωραία αρματωσιά.
ΝΕ λαμπρός (με τις σημ. 1, 4, 6). [λάμπ-ω + παρ. επίθ. -ρός]. λαμπρύνω ΡΗΜΑ 1. στην ενεργ. ή μέση φωνή λαμπρύνω & λαμπρύνομαι κάνω κάτι λαμπερό ή ωραίο: ἐλαμπρύνοντο τὰς ἀσπίδας = γυάλιζαν τις ασπίδες τους. 2. μέση φωνή λαμπρύνομαι υπερηφανεύομαι για κάτι, διακρίνομαι σε κάτι: λαμπρύνεται ἐν οἷς οὐ δεῖ = υπερηφανεύεται για πράγματα που δεν πρέπει να υπερηφανεύεται.
ΝΕ λαμπρύνω (με τη σημ. 1). [παράγ. λ. λαμπρ-ός + παρ. επίθ. -ύνω]. λανθάνω ΡΗΜΑ
1. διαφεύγω την προσοχή κάποιου, μένω απαρατήρητος συχνά με μετοχή, οπότε μεταφράζουμε τη μετοχή με ρήμα και το λανθάνω με επίρρημα ή επιρρηματική φράση ἔλαθεν ἀποδράς = απέδρασε χωρίς να τον πάρουν είδηση. λήσετε πάνθ' ὑπομείναντες = θα υποστείτε τα πάντα χωρίς να το πάρετε είδηση. 2. μέση και παθ. φωνή, με γενική λανθάνομαί τινος ξεχνώ κάποιον: ἑταίρων πάντων λέλησται = έχει ξεχάσει όλους τους φίλους του. = ἐπιλανθάνομαι.
ΝΕ λανθάνω (λόγ., με τη σημ. 1). [*λᾱθ- > λα-ν-θ- (επένθεση ενός -ν- κατά το μα-ν-θ-άνω) + παρ. επίθ. -άνω]. λὰξ ΕΠΙΡΡΗΜΑ ![]()
ΝΕ λαξ, μόνο στην έκφραση πυξ λαξ «με μπουνιές και κλοτσιές». [*ληκ-, λακ-, πβ. λιθ. lekiú «τρέχω, πετώ», για το ληκτικό -ξ πβ. πύξ, ὀδάξ]. ![]() λάρναξ, -ακος, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ λάρνακα. [νάρναξ «κιβωτός» (με ανομοίωση), πιθ. δάνεια λ., πβ. για το σχηματισμό κάμ-αξ, κλῖμ-αξ, πίν-αξ]. λάρος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
[ίσως συγγ. με λῆρος «φλύαρος»]. λάσιος, -ία & -ιος, -ιον ΕΠΙΘΕΤΟ 1. αυτός που έχει πυκνό τρίχωμα, ο δασύτριχος: περὶ ὦτα λάσιος = δασύτριχος γύρω από τα αυτιά. 2. αυτός που έχει πυκνή βλάστηση: λάσιον χωρίον = κατάφυτη περιοχή.
[Fλατ-jος, *Fελτ-, πβ. ιρλ. folt «μαλλιά», ρωσ. volotĭ «κλωστή»]. λατρεία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. μόνο στην ποίηση έμμισθη υπηρεσία, υπηρεσία: ἐπίπονος λατρεία = κοπιαστική υπηρεσία. 2. υπηρεσία που προσφέρεται στους θεούς, λατρεία. ΝΕ λατρεία (με τη σημ. 2). [παράγ. λ. λατρε-ύω + -ία]. λατρεύω ΡΗΜΑ 1. μόνο στην ποίηση υπηρετώ κάποιον με πληρωμή. 2. υπηρετώ ως δούλος, είμαι σκλάβος: ἐγὼ κἂν τῆς ψυχῆς πριαίμην ὥστε μήποτε λατρεῦσαι αὐτήν = εγώ ακόμη και με αντίτιμο την ψυχή μου θα εξασφάλιζα ώστε ποτέ αυτή να μη γίνει δούλη.
3. υπηρετώ τους θεούς, τους προσφέρω λατρεία (με θυσίες, προσευχές κτλ.): λατρεύω Φοίβῳ.
ΝΕ λατρεύω (με τη σημ. 3). [λάτρ-ον «μισθός, αμοιβή» + παρ. επίθ. -εύω]. Λάχεσις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ![]() [*λαχ- (< λα-γ-χ-άν-ω) + παρ. επίθ. -εσις]. λέαινα, -αίνης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ αρσ. το θηλυκό λιοντάρι: δίπους λέαινα (χαρακτηρισμός γυναίκας). ΝΕ λέαινα. λέγω (Α) ΡΗΜΑ ποιητικό ρήμα· στον πεζό λόγο απαντά ως σύνθ.
συνήθως με τις προθέσεις σύν, ἐκ: συλ-λέγω, ἐκ-λέγω
(
συλλέγω, μαζεύω, κατατάσσω.
[ λέγω (Β) ΡΗΜΑ
1. μιλώ, λέω: λέγε εἴ τι θέλεις = αν θέλεις κάτι, πες το. οὐδὲν λέγεις = δε λες τίποτε (δε λες κάτι σημαντικό).
2. διατάζω, ορίζω: ὡς ὁ νόμος λέγει = όπως ορίζει ο νόμος. 3. εννοώ: οὐ μανθάνω ὃ λέγεις = δεν καταλαβαίνω τι εννοείς. 4. παθ. φωνή, γ΄ πρόσ. λέγεται λέει ο κόσμος, λένε: θανεῖν ἐλέχθη = είπαν ότι πέθανε.
ΝΕ λέγω, λέω (με τις σημ. 1, 2, 4). [λέγ-ω, ομόρρ. με λατ. legō «εκλέγω» και «διαβάζω»]. λεία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ λεία. [*λᾶFιᾶ, *ληι-, συγγεν. του ἀπο-λαύ-ω]. λεῖος, -α, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ
1. αυτός που έχει ομαλή επιφάνεια, λείος (στην αίσθηση της αφής): λεῖος ὥσπερ ἔγχελυς = λείος σαν χέλι. ≠ τραχύς.
2. αυτός που είναι άτριχος: λειότατον τῶν ζῴων ἐστὶν ἄνθρωπος = από όλα τα ζώα ο άνθρωπος είναι ο λιγότερο τριχωτός. 3. μεταφορικά μαλακός, ήπιος: πνεῦμα λεῖον = ήπιος αέρας.
ΝΕ λείος (με τη σημ. 1). [*λειFος, πβ. λατ. levis]. λείπω ΡΗΜΑ
1. αφήνω, εγκαταλείπω: λείπω τὴν πόλιν = εγκαταλείπω την πόλη. 2. παθ. φωνή λείπομαι α. μένω πίσω, εγκαταλείπομαι: οἱ δὲ μόνοι λείπονται = και αυτοί μένουν μόνοι. β. υπολείπομαι, απομένω: ὀλίγων ἡμερῶν σιτία λείπεται = απομένουν τροφές για λίγες μέρες. γ. μένω πίσω, καθυστερώ: μακρὰν λελειμμένος = έχοντας μείνει πολύ πίσω. δ. είμαι κατώτερος ή χειρότερος από κάποιον άλλον: ἀνὴρ ξύνεσιν οὐδενὸς λειπόμενος = άντρας που δεν είναι από κανέναν κατώτερος ως προς τη σύνεση. 3. δεν υπάρχω, λείπω: οὔ ποτε ἔρις λείψει κατὰ πόλεις = δε θα λείψει ποτέ η διχόνοια από τις πόλεις.
ΝΕ λείπω (με τη σημ. 3). [*λειπ- < *leikw-, πβ. αρμ. e-li-k῾ = ἔ-λι-πε, λιθ. liekú = λείπω]. λειτουργέω -ῶ ΡΗΜΑ 1. στην Αθήνα αναλαμβάνω με δικά μου έξοδα
συγκεκριμένα δημόσια και κοινωφελή έργα
(χορηγία, τριηραρχία κτλ), τις 2. γενικά αναλαμβάνω κοινωφελές έργο οποιουδήποτε είδους: λειτουργῶ τῇ πόλει = προσφέρω κοινωφελή έργα στην πόλη. 3. υπηρετώ κάποιον: λειτουργοῦντες δοῦλοι. ΝΕ λειτουργώ «προσφέρω κοινωφελή
υπηρεσία».
[σύνθ. λ. *ληϊτο-Fεργέω «εργάζομαι για το δημόσιο καλό» < λήϊτον (= δημόσιον, δηλ. που αφορά το δημόσιο συμφέρον) < λη-ός (= λαός) + παρ. επίθ. -ιτος]. λειτουργία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ λειτουργία «κοινωφελής υπηρεσία». [παράγ. λ. λειτουργός (σύνθ. *ληϊτο-Fεργός,
λείχω ΡΗΜΑ
γλείφω.
ΝΕ γλείφω. [*λειχ-, ΙΕ αρχής]. λέξις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. λόγος: λέξις ἢ πρᾶξις = λόγος ή πράξη (ενός ανθρώπου). 2. ο τρόπος έκφρασης, το ύφος: ξένως ἔχω τῆς ἐνδάδε λέξεως = μου είναι ξένος ο τρόπος έκφρασης που χρησιμοποιείται εδώ (δηλ. στα δικαστήρια).
ΝΕ λέξη. [*λέγ- (λέγ-ω) + παρ. επίθ. -σις]. λεπτόγεως, -ως, -ων ΕΠΙΘΕΤΟ [σύνθ. λ. λεπτός + -γειος/-γεως < γαῖα]. λευκός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ
άσπρος, λευκός. ≠ μέλας «μαύρος».
[*λευκ- «φέγγω», πβ. λατ. lūcus «ξέφωτο στο δάσος», lux]. λεύκωμα, -ατος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ λεύκωμα «βιβλίο με χοντρά φύλλα για τη φύλαξη φωτογραφιών κτλ.». [παράγ. λ. λευκός + παρ. επίθ. -ωμα]. λέων, -οντος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ θηλ. λέαινα, ἡ λιοντάρι: λέων ὀρεσίτροφος = το λιοντάρι που βρίσκει την τροφή του στα βουνά. οἴκοι λέοντες, ἐν μάχῃ δ' ἀλώπεκες = στο σπίτι (παριστάνουν) τα λιοντάρια, στη μάχη όμως (γίνονται) αλεπούδες (δηλ. οι θρασύδειλοι άνθρωποι)
ΝΕ λέων (με την ίδια σημ. στη φρ. ένας αλλά λέων «πολύ δυνατός») & λιοντάρι. [ξένη λέξη]. λεώς, -ώ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ο κοινός τύπος είναι λαός, -οῦ, ὁ συναθροισμένος κόσμος, όπως στο θέατρο ή στην εκκλησία του δήμου: ἀκούετε, λεῴ = ακούστε, κόσμε! (o συνήθης τρόπος με τον οποίο άρχιζαν τις προκηρύξεις στην Αθήνα). δριμὺς πρὸς τὸ ἕλκειν τὸν πολὺν λεών = ικανός στο να παρασύρει τον πολύ κόσμο.
ΝΕ λαός. [λαFός, λᾱός, αβέβ. ετυμ.]. λήγω ΡΗΜΑ
σταματώ, τελειώνω: λήγω τοῦ βίου = τελειώνω τη ζωή μου, πεθαίνω. οὔ ποτε λήγει κινούμενον = ποτέ δε σταματά να κινείται.
ΝΕ λήγω. [*(σ)λήγ-, λαγ-αρὸς «χαλαρός» + παρ. επίθ. -ω]. λήθη, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ λήθη. [δωρ. λάθᾱ, λῄζομαι ΡΗΜΑ
λεηλατώ, ληστεύω: ἐκ τῆς οἰκείας γῆς ὁρμώμενοι ἐλῄζοντο τοὺς ἐν τῇ νήσῳ = εξορμώντας από τη χώρα τους λήστευαν τους κατοίκους του νησιού.
[*λᾱF-ία > ιων. ληία (= λεία) και *λᾱF-ιδ > ιων. ληίς, *ληίδ-jομαι > ληίζομαι]. λῆμμα, -ατος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. οτιδήποτε λαμβάνει κανείς. λῆμμα καὶ ἀνάλωμα = έσοδα και έξοδα. 2. κέρδος: παντὸς λήμματος ἥττων = αυτός που δεν μπορεί να αντισταθεί στον πειρασμό οποιουδήποτε κέρδους, έστω και του πιο μικρού. ΝΕ λήμμα «βασική λέξη λεξικού κτλ.». [*λῆβ-μα, λαμβάνω]. ληναῖος, -αία, -αῖον ΕΠΙΘΕΤΟ 1. αυτός που ανήκει στο πατητήρι, στο ληνό. 2. τὰ Λήναια (ενν. ἱερά) γιορτή που γινόταν στην Αθήνα προς τιμήν του ληναίου Βάκχου (Διονύσου) και περιλάμβανε διαγωνισμούς δράματος. 3. τὸ Λήναιον ο τόπος της Αθήνας στον οποίο διεξάγονταν τα Λήναια: Φερεκράτης ὁ ποιητὴς ἐδίδαξεν ἐπὶ Ληναίῳ Ἀγρίους = ο Φερεκράτης ο ποιητής δίδαξε τους Αγρίους στο Λήναιο. [παράγ. λ. ληνός, -οῦ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
[αβέβ. ετυμ., πιθ. ξένη λ.]. λῆξις, -εως, ἡ (Α) ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ λήξη. [λήγ-ω, *λῆγ-σις > λῆξις]. λῆξις, -εως, ἡ (Β) ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. κλήρωση: λῆξις ἀρχῆς = κλήρωση αρχόντων. 2. λῆξις δίκης ή απλώς λῆξις γραπτή μήνυση που υποβαλλόταν στον αρμόδιο ἄρχοντα (αξιωματούχο) ως το πρώτο βήμα σε ιδιωτική δίκη. [*λῆγ-σις, λῆρος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ σύνθ. παραλήρημα (αρχ.). [*λη-/*λᾶ- (> λαλ-έω, λάλ-ος), *λῆ- + παρ. επίθ. -ρος]. ληρώδης, -ης, -ες ΕΠΙΘΕΤΟ [σύνθ. λ. λῆρ-ος + παρ. επίθ. -ώδης]. λῃστεία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ ληστεία. [παράγ. λ. λῃστε-ύω + παρ. επίθ. -ία]. λῃστεύω ΡΗΜΑ 1. είμαι πειρατής ή ληστής: ἐλῄστευον ἐν τῇ γῇ καὶ ἐν τῇ θαλάσσῃ = λήστευαν στη στεριά και έκαναν πειρατικές επιδρομές στη θάλασσα. 2. με αιτ. ληστεύω, λεηλατώ, κάνω ληστρικές επιδρομές: ἐλῄστευον τὴν Τροιζηνίαν = έκαναν ληστρικές επιδρομές στην Τροιζηνία.
ΝΕ ληστεύω (με τη σημ. 2). [παράγ. λ. λῃστής (σύνθ. ληΐζω + -τής) + παρ. επίθ. -εύω]. Λητώ, -οῦς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [ξένη λέξη]. λίαν ΕΠΙΡΡΗΜΑ ΝΕ λίαν (λόγ.). [αιτιατ. ενός ουσ. *λίᾱ «υπερβολή», *λίᾱν, πβ. δωρεάν]. λίθος, -ου, ὁ, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. πέτρα: λευκὸς λίθος = μάρμαρο.
2. μεταφορικά άνθρωπος κουτός και αμόρφωτος, στουρνάρι. 3. ἡ λίθος είδος πέτρας για ειδική χρήση: Λυδία λίθος = πέτρα με την οποία δοκίμαζαν τη γνησιότητα του χρυσού.
ΝΕ λίθος (λόγ., με τη σημ. 1). [αβέβ. ετυμ.]. λιθοτομία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [παράγ. λ. λιθοτόμος + παρ. επίθ. -ία]. λικμάω -ῶ ΡΗΜΑ
χωρίζω το σιτάρι από το άχυρο μετά το αλώνισμα, λιχνίζω.
ΝΕ λιχνίζω. [παράγ. λ. *νίκνον «σείστρο» + παρ. επίθ. -ᾶν > *νικνᾶν με ανομοίωση > λικμᾶν, πβ. λιθ. niekóju «σείω»]. λιμήν, -ένος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ λιμάνι. [*λει-, -*λι, ομόρρ. με λειμών]. λιμός, -οῦ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ λιμός. [*λει-, *λι-, λοιμός, λιμός, πβ. λιθ. leīnas «λεπτός», αρχ. σλαβ. liběvŭ «ισχνός»]. λίνον, -ου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. λινάρι. 2. ό,τι είναι κατασκευασμένο από λινάρι (π.χ. κλωστή, αλιευτικό δίχτυ ή ύφασμα).
ΝΕ λινάρι. [δάνεια λέξη]. λινοῦς, -ῆ, -οῦν ΕΠΙΘΕΤΟ ο ασυναίρετος τύπος είναι λίνεος καμωμένος από λινάρι, λινός. ΝΕ λινός & ουσ. το λινό. [παράγ. λ. λίν-ον + παρ. επίθ. -εος]. λιπαρέω -ῶ ΡΗΜΑ 1. επιμένω, ζητώ κάτι επίμονα: μὴ λιπάρει τῇ πόσει = μην επιμένεις στο ποτό (μη συνεχίζεις να πίνεις). 2. θερμοπαρακαλώ, εκλιπαρώ: γλίσχρος γενοῦ λιπαρῶν = γίνε φορτικός παρακαλώντας τον (παρακάλεσέ τον επίμονα, φορτικά).
ΝΕ σύνθ. εκλιπαρώ. [παράγ. λ. *λιπαρός (που δε διασώθηκε υπό την πίεση του ομόηχου λιπαρὸς «παχύς») + παρ. επίθ. -έω, πβ. σλοβακικό lipieti «επιθυμώ σφοδρά»]. λιπαρής, -ής, -ὲς ΕΠΙΘΕΤΟ 1. αυτός που ακούραστα και επίμονα ασχολείται με κάτι: λιπαρής εἰμι περὶ αὐτοῦ = ασχολούμαι επίμονα με το θέμα αυτό. 2. αυτός που παρακαλεί με πολλή επιμονή.
[*λιπαρός, λιπαρός, -ά, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ
1. αυτός που γυαλίζει, λάμπει, γιατί είναι αλειμμένος με λάδι ή λίπος, όπως συνήθιζαν οι αρχαίοι να περιποιούνται το σώμα τους: λιπαρὸς χωρεῖ ἐκ βαλανείου = φεύγει από το λουτρό και το κορμί του γυαλίζει. 2. για πράγματα λαμπερός: λιπαρὰ καλύπτρα = λαμπερό κεφαλομάντιλο. ΝΕ λιπαρός «άλουστος, άπλυτος». [παράγ. λ. επίρρ. λίπα «με λίπος, πλουσιοπάροχα» + παρ. επίθ. -ρός, πβ. αρχ. ινδ. limpáti «αλείφω»]. λιτανεύω ΡΗΜΑ
ΝΕ λιτανεύω «περιφέρω εικόνα, οστά αγίου κτλ. σε θρησκευτική τελετή». [παράγ. λ. λιτανός «ικέτης» (< παράγ. λ. λιτή + -ανός) + παρ. επίθ. -εύω]. λίχνος, -η, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ
λαίμαργος, λιχούδης. [παράγ. λ. *λίχ- (λείχω) + παρ. επίθ. -νος]. λογάς, -άδος, ὁ & ἡ ΕΠΙΘΕΤΟ
[παράγ. λ. λέγ-ω «διαλέγω» + παρ. επίθ. -άς, για την ετεροίωση ε-ο πβ. λόγ-ος < λέγ-ω]. λογίζομαι ΡΗΜΑ
1. λογαριάζω, υπολογίζω με αριθμητικές πράξεις: οὐκ ἐπίσταται λογίζεσθαι = δεν ξέρει να λογαριάζει.
2. υπολογίζω μια κατάσταση, σκέπτομαι: λογιζόμενοι καταμανθάνομεν ὅπῃ ἕκαστα συμφέρει = αφού λογαριάσουμε τα πράγματα, καταλαβαίνουμε ποιο είναι το συμφέρον μας σε κάθε περίπτωση. τὰ ξυμφέροντα λογίζομαι = λογαριάζω το συμφέρον μου. 3. θεωρώ, λογαριάζω ότι...: Λύσανδρος λογισάμενος ὅτι οἷόν τε εἴη ταχὺ ἐκπολιορκῆσαι αὐτούς... = ο Λύσανδρος λογαριάζοντας ότι ήταν δυνατό γρήγορα να τους πολιορκήσει... 4. συμπεραίνω: ἐκ τούτων τῶν λόγων τοιόνδε τι λογίζομαι συμβαίνειν = από αυτές τις συζητήσεις συμπεραίνω ότι κάτι τέτοιο συμβαίνει.
ΝΕ λογίζομαι «θεωρούμαι» (πβ. σημ. 3). [λόγος + παρ. επίθ. -ίζομαι]. λογικός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ
1. αυτός που έχει σχέση με το λόγο (την ομιλία) και, ειδικότερα, με την ευγλωττία: ἀγῶνες λογικοί = διαγωνισμοί ευγλωττίας. 2. αυτός που έχει σχέση με τη λογική, λογικός: λογικοὶ συλλογισμοί (αντίθ. ῥητορικοί). ≠ ἄλογος.
ΝΕ λογικός (με τη σημ. 2). [παράγ. λ. λόγ-ος + παρ. επίθ. -ικός]. λογισμός, -οῦ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. υπολογισμός (με αριθμούς): ἐν λογισμῷ ἁμαρτάνω = κάνω λάθος στον υπολογισμό. 2. υπολογισμός (χωρίς αριθμούς), συλλογισμός, σκέψη: οὐ τοῦ ξυμφέροντος λογισμῷ τοὺς ανθρώπους ὠφελοῦμεν = δεν ωφελούμε τους ανθρώπους από υπολογισμό αυτού που μας συμφέρει. μετὰ λογισμοῦ πάντα πράττουσιν = όλα τα κάνουν (ενεργούν πάντοτε) έπειτα από σκέψη. ΝΕ λογισμός «σκέψη». [παράγ. λ. λογίζομαι + παρ. επίθ. -μός]. λογογράφος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. ως λογογράφους ο Θουκυδίδης χαρακτηρίζει τους πρώιμους Έλληνες ιστορικούς. 2. αυτός που έχει ως επάγγελμα να γράφει δικανικούς λόγους για λογαριασμό άλλων.
[σύνθ. λ. λόγος + γράφω]. λόγος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. τα λόγια, οι λέξεις, με τις οποίες εκφράζουμε τις σκέψεις μας: ψευδεῖς λόγοι = ψεύτικα λόγια. μὴ λόγους λέγε = μη λες λόγια (του αέρα). ἔργῳ καὶ οὐ λόγῳ = με έργα και όχι με λόγια.
2. ομιλία ή συνομιλία, συζήτηση: Πρωταγόρας ἱκανὸς μακροὺς λόγους καὶ καλοὺς ποιεῖν = ο Πρωταγόρας είναι ικανός να κάνει μεγάλες και ωραίες ομιλίες. εἰς λόγους ἔρχομαι = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιον.
3. ό,τι λέγεται σχετικά με κάποιον ή κάτι, η φήμη: λόγος κακός = κακή φήμη. λόγος ἐστί/ἔχει = λέγεται. 4. διήγηση, ιστορία (αληθινή ή φανταστική): λόγοι οὓς ἤκουσα = διηγήσεις που άκουσα. ὦ Σώκρατες, ῥᾳδίως σύ, ἂν ἐθέλῃς, λόγους ποιεῖς = Σωκράτη, εσύ, αν θέλεις, εύκολα πλάθεις ιστορίες.
5. το λογικό, η σκέψη: ὁ ὀρθὸς λόγος = η ορθή σκέψη. μετὰ λόγου/κατὰ λόγον = σύμφωνα με τη λογική. ὁ λόγος αἱρεῖ = η λογική αποδεικνύει. 6. η εκτίμηση που τρέφω για κάποιον ή κάτι: οὐδένα λόγον ποιοῦμαί τινος = δε λογαριάζω κάποιον καθόλου. οἱ ἐν σμικρῷ λόγῳ ὄντες = αυτοί που πολύ λίγο υπολογίζονται. 7. το να δίνω λογαριασμό, εξηγήσεις για κάτι: ἠνάγκασαν αὐτὸν παρασχεῖν λόγον τῶν εἰρημένων = τον υποχρέωσαν να δώσει εξηγήσεις πάνω σ' αυτά που είχε πει. 8. σχέση, αναλογία: κατὰ λόγον τῆς δυνάμεως = ανάλογα με τη δύναμή του.
ΝΕ λόγος (με τις σημ. 1, 2, 5, 7). [λέγω, με ετεροίωση ε > ο]. λοιδορέω -ῶ ΡΗΜΑ
1. εξυβρίζω: οἱ ἄλλοι στρατιῶται παίουσι καὶ λοιδοροῦσι τὸν Σωτηρίδαν = οι άλλοι στρατιώτες χτυπούν και βρίζουν το Σωτηρίδα. 2. μαλώνω, επιπλήττω. 3. στη μέση φωνή με τον παθ. αόρ. με ενεργ. σημ. λοιδοροῦμαί τινι εξυβρίζω κάποιον.
ΝΕ λοιδορώ (με τη σημ. 1). [αβέβ. ετυμ., ίσως *λοῖδος «παιχνίδι» (πβ. λατ. lūdus και λίζει (= παίζει) > *λοιδόλης > *λοιδόρης «που περιπαίζει, υβρίζει» + -έω]. λοιμός, -οῦ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [συγγ. με λιμός, λοιπός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ
ΝΕ λοιπός. [λείπω, με ετεροίωση ε > ο]. Λοξίας, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [*λεκ, *λοκ- (πβ. λέχ-ριος «πλάγιος») + παρ. επίθ. -σός > λοξὸς «αμφίσημος» (από την ασαφή γλώσσα των χρησμών)]. λούω& λόω ΡΗΜΑ
1. πλένω το σώμα κάποιου. 2. μέση φωνή λοῦμαι πλένω το σώμα μου, πλένομαι, κάνω μπάνιο: ἐς βαλανεῖον ἦλθε λουσόμενος = πήγε στα δημόσια λουτρά, για να πλυθεί.
ΝΕ λούζω «πλένω τα μαλλιά». [*λόFω, ομόρρ. με λατ. lavō]. λόφος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. ύψωμα γης, λόφος. 2. α. λοφίο της περικεφαλαίας: λευκοὶ ἵππιοι λόφοι = λευκά λοφία από τρίχες αλόγων. β. λοφίο στο κεφάλι πουλιού: λόφος ἀλεκτρυόνος = το λοφίο του πετεινού.
ΝΕ λόφος (με τη σημ. 1). [αβέβ. ετυμ.]. λοχαγέω -ῶ ΡΗΜΑ εύχρηστο μόνον στον ενεστ. διοικώ λόχο. [ιων. λοχηγέω, παράγ. λ. δωρ. λοχαγός (σύνθ. λόχος + ἡγέομαι, δωρ. *ἁγέομαι) + παρ. επίθ. -έω]. λοχάω -ῶ ΡΗΜΑ ποιητικό, στους αττ. πεζογράφους σπάνιο και μόνο στον ενεστ. παραμονεύω, στήνω ενέδρα: λοχήσας πρὸς τῇ πόλει πολλοὺς διέφθειρε = αφού έστησε ενέδρα κοντά στην πόλη, σκότωσε πολλούς. ΝΕ πβ. το σύνθ. ελλοχεύω «στήνω ενέδρα». [παράγ. λ. λόχος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. ενέδρα. 2. σώμα ανδρών που στήνουν ενέδρα, και κατ' επέκταση τμήμα στρατού.
ΝΕ λόχος «τμήμα στρατού» (από τη σημ. 2). [*λεχ-, *λοχ- (< λέχομαι «ενεδρεύω», Λύκειον, -είου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ λύκειο (εκπαιδευτικό ίδρυμα). [ουσιαστικοπ. του ουδ. του επιθέτου του
Απόλλωνα Λύκειος, λύκειος, -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ [λύκος + παρ. επίθ. -ειος]. Λύκειος, -είου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [Λυκία + παρ. επίθ. -ειος, που κατάγεται από τη Λυκία]. λυμαίνομαι ΡΗΜΑ
βλάπτω, κακοποιώ κάποιον ή καταστρέφω κάτι: ἡ νόσος λυμαίνεται τὸ σῶμα. = φθείρω.
ΝΕ λυμαίνομαι. [λῦμα, -ατος, τὸ «λέρα που απομακρύνεται με την πίεση νερού» + παρ. επίθ. -αίνομαι < *-άνjομαι]. λύμη, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [λῦμα, τό, πβ. λατ. polluō «ρυπαίνω»,
λυπέω -ῶ ΡΗΜΑ
1. στενοχωρώ, λυπώ, δυσαρεστώ, ενοχλώ (ψυχικά): ἐλύπει αὐτὸν ἡ χώρα πορθουμένη = τον λυπούσε η καταστροφή της χώρας. 2. ενοχλώ κάποιον (σωματικά): θώρακες μὴ λυποῦντες ἐν τῇ χρείᾳ = θώρακες που δεν ενοχλούν στη χρήση (όταν τους φορούν). τὸ παιδίον ἐβόα ὑπὸ τῆς θεραπαίνης λυπούμενον = το παιδί έκλαιγε, καθώς η υπηρέτρια το ενοχλούσε. 3. για ιππικό και άλλα ελαφρώς οπλισμένα στρατεύματα βλάπτω, παρενοχλώ (το στράτευμα με συνεχείς επιθέσεις): οἱ ἱππεῖς τῶν Συρακοσίων ἥκιστ' ἂν αὐτοὺς λυπήσειαν = ...ελάχιστα θα μπορέσουν να τους παρενοχλήσουν. λῃσταὶ τὴν χώραν ἐλύπουν = οι ληστές έβλαπταν τη χώρα (με τις επιδρομές τους). ΝΕ λυπώ (με τη σημ. 1). [παράγ. λ. λύπη + παρ. επίθ. -έω]. λύπη, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. πόνος του σώματος. 2. πόνος της ψυχής, λύπη. ≠ χαρά.
[*λευπ-, *λυπ- «κομματιάζω, σχίζω», πβ. λιθ. lùpti «ξεφλουδίζω, γδέρνω»]. λυπηρός, -ά, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ 1. αυτός που προκαλεί πόνο ή στενοχώρια. = θλιβερός. 2. δυσάρεστος: ἐγένοντο λυπηροὶ τοῖς ξυμμάχοις = έγιναν δυσάρεστοι στους συμμάχους. ≠ ἡδύς. [παράγ. λ. λύπη + παρ. επίθ. -ηρός]. λύσις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. λύσιμο, απαλλαγή, απελευθέρωση από κάτι: αὐτῶν λύσις δεσμῶν = η απαλλαγή αυτών από τα δεσμά. 2. χωρισμός: λύσις καὶ χωρισμὸς ψυχῆς ἀπὸ σώματος. 3. διάλυση: πολιτείας λύσις. ΝΕ λύση (με τη σημ. 1 και άλλες σημ.). [παράγ. λ. λύω + παρ. επίθ. -σις]. λυσιτελέω -ῶ ΡΗΜΑ
ωφελώ: λυσιτελεῖ ἡμῖν ἡ ἀλλήλων δικαιοσύνη καὶ ἀρετή = μας ωφελεί η αμοιβαία δικαιοσύνη και αρετή. ≠ βλάπτω.
ΝΕ λυσιτελώ. [παράγ. λ. λυσιτελής + παρ. επίθ. -έω]. λυσιτελής, -ής, -ὲς ΕΠΙΘΕΤΟ
ωφέλιμος: οὐδέποτε λυσιτελέστερον ἀδικία δικαιοσύνης = σε καμιά περίπτωση δεν είναι πιο ωφέλιμη η αδικία από τη δικαιοσύνη. ≠ ἐπιβλαβής. ΝΕ λυσιτελής (λόγ.). [σύνθ. λ. λυσι- (λύω) + τέλος «κέρδος», που φέρνει κέρδος]. λύτρον, -ου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ λύτρα (μόνο στον πληθυντικό αριθμό). [παράγ. λ. λύ-ω + παρ. επίθ. -τρον]. λύχνος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ λυχνάρι. [*λυκσ-νος, *λυκ-, από *λευκ- (λευκός), πβ. αρχ. πρωσ. louxnos (πληθ.) «άστρα»]. λύω ΡΗΜΑ
1. λύνω, χαλαρώνω: λύω ζωστῆρα = λύνω το ζωστήρα. λύω ἱστία = χαλαρώνω τα πανιά του πλοίου. 2. ελευθερώνω: λύω τινὰ δεσμῶν = ελευθερώνω κάποιον από τα δεσμά του. 3. διαλύω, διασκορπίζω ένα σύνολο ανθρώπων: λύω ἀγοράν = διαλύω τη συνέλευση. ἐλύθη ἡ στρατιά = διασκορπίστηκε ο στρατός. 4. δίνω τέλος σε κάτι: λύω φόβον = παύω να φοβάμαι. λύω βίον = πεθαίνω.
ΝΕ λύνω (με τις σημ. 1, 2 και άλλες σημ.). [*λυ-, πβ. λατ. luō «αποπληρώνω», αρχ. ινδ. lunáti «τεμαχίζω»]. λωβάομαι -ῶμαι ΡΗΜΑ
βλάπτω, κακομεταχειρίζομαι κάποιον ή κάτι: λωβῶμαι τοὺς νέους/τοὺς ἐπιεικεῖς/τὴν πόλιν = διαφθείρω τους νέους/τους καλούς/την πόλη. [παράγ. λ. λώβη + παρ. επίθ. -άομαι]. λώβη, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
[*σλωβ-, «πιέζω, βασανίζω», πβ. λιθ. slogà «μαστίγιο»]. λωποδυτέω -ῶ ΡΗΜΑ 1. κλέβω τα ρούχα (συνήθως λουομένου ή ταξιδιώτη). 2. γενικά κλέβω, ληστεύω. [παράγ. λ. λωποδύτης + παρ. επίθ. -έω]. λωποδύτης, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. αυτός που κλέβει ρούχα (συνήθως λουομένου). 2. γενικά κλέφτης, ληστής. ΝΕ λωποδύτης (με τη σημ. 2).
[σύνθ. λ. λῶπος, τό (= λώπη «είδος πανωφοριού») + *δυτ- (δύομαι «φορώ») + παρ. επίθ. -ης > λωποδύτης «που ενδύεται τα ρούχα των άλλων (και φεύγει)»· για το λῶπος η ρίζα είναι *λωπ-, *λεπ- (πβ. λέπω «ξελεπίζω, ξεφλουδίζω»)]. λωφάω -ῶ ΡΗΜΑ
1. ξεκουράζομαι, ησυχάζω: λωφᾷ ἡ ψυχὴ τῆς ὀδύνης καὶ γέγηθεν = η ψυχή ησυχάζει από τον πόνο και χαίρεται. 2. υποχωρώ: λωφᾷ τὸ νόσημα = υποχωρεί η αρρώστια.
ΝΕ λουφάζω (με τη σημ. 2). [αβέβ. ετυμ., ίσως συγγεν. με ἐλαφρός]. λῴων, λῴων, λῷον ΕΠΙΘΕΤΟ ![]() 1. πιο επιθυμητός, προτιμότερος, πιο ευχάριστος, καλύτερος: τὸ φρονεῖν καὶ τὸ νοεῖν τῆς ἡδονῆς ἀμείνω καὶ λῴω= η φρόνηση και η νόηση είναι καλύτερα και προτιμότερα από την ηδονή. 2. λῷστος, -η, -ον (υπερθετικός βαθμός του [*λω- (< λῶ «θέλω») + συγκριτικό επίθ. -ίων]. |