Λεξικό Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Α, Β, Γ Γυμνασίου)
Κ Μ Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος

Λ

Λ, λ, λάμδα, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

το ενδέκατο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου.
  • ως αριθμητικό σύμβολο λ΄ = 30, αλλά ͵λ = 30.000.

λαβή, -ῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. προεξοχή από την οποία πιάνει κάποιος κάτι, λαβή: λαβή ξίφους.

2. μεταφορικά ευκαιρία ή αφορμή: λαβὰς ἀντιλογίας δίδωμι = δίνω αφορμές για αντίλογο.

ΝΕ λαβή (με τις σημ. 1, 2).

[*(σ)λαβ-, λαμβάνω].

λαβύρινθος, -ίνθου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

τεράστιο οικοδόμημα με πολύπλοκους διαδρόμους.
  • μεταφορικά λόγοι λαβυρίνθοις ὅμοιοι = λόγια που μοιάζουν με λαβυρίνθους (που δύσκολα τα καταλαβαίνει κανείς).

familyπαράγ. λαβυρινθώδης.

ΝΕ λαβύρινθος.

[ξένη λέξη, λυδική ή καρική, στη σημ. «σπίτι του διπλού πελέκεως»].

λαγχάνω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐλάγχανον
Μέλλ. λήξομαι
Αόρ. β΄ ἔλαχον
Παρακ. εἴληχα
Υπερσ. εἰλήχειν
Παθ. αόρ. ἐλήχθην
Παθ. παρακ. εἴληγμαι

1. παίρνω κάτι με κλήρωση: λαγχάνω τινὰ διδάσκαλον = μου ορίζεται με κλήρο κάποιος ως δάσκαλος.

2. αναδεικνύομαι σε ένα αξίωμα με τη μέθοδο της κλήρωσης (σε αντιδιαστολή προς το χειροτονοῦμαι): ὁ λαχὼν πολεμαρχεῖν = αυτός που κληρώθηκε να γίνει πολέμαρχος.

3. ως νομικός όρος λαγχάνω δίκην παίρνω άδεια να εισαγάγω σε δίκη, να καταθέσω μήνυση: λαγχάνω δίκην τινί = παίρνω άδεια να καταθέσω μήνυση σε βάρος κάποιου. λαχέτω πρὸς τὸν ἄρχοντα = ας καταθέσει μήνυση ενώπιον του αρμόδιου αξιωματούχου. παρεσκευαζόμεθα ἅπαντες λαγχάνειν = ετοιμαζόμασταν όλοι να καταθέσουμε μήνυση.

familyπαράγ. οἱ λαχόντες, Λάχεσις (μία από τις τρεις Μοίρες), λῆξις «κλήρωση», λάχος, «κλήρος».

ΝΕ λαχαίνω (συνήθως στον αόρ. μου έλαχε «μου έπεσε με κλήρο»).

[αβέβ. ετυμ.].

λαγώς & λαγῶς,ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

λαγός.
  • παροιμία ἐστὶν λαγώς = είναι δειλός σαν λαγός.

ΝΕ λαγός.

[*λαγωFής, πβ. οσετικό lärgūs «λαγός», ίσως *(σ)λα-, λαγαρός + οὖς, δηλαδή αυτός που έχει χαλαρά αυτιά].

λάθρᾳ ΕΠΙΡΡΗΜΑ

κρυφά, μυστικά: λάθρᾳ ἔκτεινον αὐτόν = τον σκότωσαν κρυφά (δηλ. με προδοσία). λάθρᾳ τῶν στρατιωτῶν = κρυφά από τους στρατιώτες, χωρίς να το γνωρίζουν οι στρατιώτες.

familyπαράγ. λαθραῖος.

ΝΕ λάθρα (λόγ.).

[*λαθ-, λανθάνω].

λαθραῖος, -αῖος, -αῖον ΕΠΙΘΕΤΟ

κρυφός, μυστικός: λαθραῖον θάνατον ἐπεβούλευσε Καλλίᾳ = σχεδίασε μυστική δολοφονία εναντίον του Καλλία.

ΝΕ λαθραίος.

[λάθρῃ & λάθρη + παρ. επίθ. -αῖος].

Λάκαινα, -αίνης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

αρσ. Λάκων, ὁ

η κάτοικος της Λακωνικής (Λακωνίας).

Λακεδαίμων, -ονος, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

η Λακωνική ή η πρωτεύουσά της, η Σπάρτη.

[προελλην. αρχής, πβ. λακεδάμα· ὕδωρ ἁλμυρόν].

λακτίζω ΡΗΜΑ

κλοτσώ: λακτίζουσιν ἀλλήλους = κλοτσούν ο ένας τον άλλον.
  • παροιμία πρὸς κέντρα λακτίζω = κλοτσώ τη βουκέντρα, τα καρφιά (δηλ. κάνω μια πράξη ασύνετη, αφού το μόνο που πετυχαίνω κλοτσώντας τη βουκέντρα είναι να πληγώνομαι εγώ ο ίδιος).

familyπαράγ. λάκτισμα, λακτιστής.

ΝΕ λακτίζω (λόγ.).

[*ληκ-, *λακ-, επίρρ. λάξ, για το σχηματισμό πβ. πύξ, ὀδάξ].

Λάκων, -ωνος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

θηλ. Λάκαινα, ἡ
ο κάτοικος της Λακωνικής (Λακωνίας).

familyπαράγ. λακωνικός, λακωνίζω.

ΝΕ Λάκωνας.

[*Λάκ- (< Λακε-δαίμων) + παρ. επίθ. -ων].

λακωνίζω ΡΗΜΑ

1. μιμούμαι τον τρόπο ζωής των Λακεδαιμονίων, και ιδιαίτερα το σύντομο αλλά περιεκτικό τρόπο ομιλίας τους.

2. υποστηρίζω τους Λακεδαιμονίους στις διαμάχες τους με την Αθήνα ή με άλλες ελληνικές πόλεις (handμηδίζω).

familyπαράγ. λακωνισμός.

ΝΕ λακωνίζω (με τη σημ. 1).

[παράγ. λ. Λάκων + παρ. επίθ. -ίζω].

λαλέω -ῶ ΡΗΜΑ

1. φλυαρώ: μὴ λάλει = μη φλυαρείς. λαλεῖς ἀμελήσας ἀποκρίνασθαι = φλυαρείς, χωρίς να νοιάζεσαι να δώσεις απάντηση.

2. γενικά μιλώ: λαλεῖ οὐδὲν τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ἀνθρώπου = κανένας από τους άλλους ζωντανούς οργανισμούς δε μιλάει εκτός από τον άνθρωπο.

  • γνωμικό ἄκουε πολλά, λάλει καίρια = να ακούς πολύ και να μιλάς όταν πρέπει.

familyπαράγ. λαλιά «φλυαρία», λάλος «φλύαρος», λάλημα, λαλητός, σύνθ. ἄλαλος, περιλάλητος.

ΝΕ λαλώ (με τις σημ. 1, 2).

[ηχοποίητη λέξη, λα-λα].

λαλιά, -ιᾶς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

φλυαρία: πέρας οὐ ποιεῖται λαλιᾶς = δε σταματάει τη φλυαρία.

ΝΕ λαλιά «ομιλία».

[παράγ. λ. λαλ-έω + παρ επίθ. -ιά].

λάλος, -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός λαλίστερος
Υπερθετικός λαλίστατος

φλύαρος: λάλος γυνή = φλύαρη γυναίκα.

ΝΕ λάλος.

[*λαλ- (< λαλ-έω -ῶ) + παρ. επίθ. -ος, μεταρρηματικό ουσ.].

λαμβάνω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐλάμβανον
Μέλλ. λήψομαι
Aόρ. β΄ ἔλαβον
Παρακ. εἴληφα
Υπερσ. εἰλήφειν
Μέσ. αόρ. β΄ ἐλαβόμην
Παθ. μέλλ. ληφθήσομαι
Παθ. αόρ. α΄ ἐλήφθην
Παθ. παρακ. εἴλημμαι
Παθ. υπερσ. εἰλήμμην

1. πιάνω κάτι με το χέρι: λαμβάνω μάστιγα καὶ ἡνία = πιάνω το μαστίγιο και τα χαλινάρια. λαμβάνω τινὰ τῆς ζώνης = πιάνω κάποιον από τη ζώνη.

  • μεταφορικά λαμβάνει τινὰ φόβος = πιάνει κάποιον φόβος.
  • μέση φωνή πιάνομαι από κάτι: λάβεσθε χειρὸς δεξιᾶς = πιαστείτε από το δεξί χέρι.

2. συλλαμβάνω: ζῶντες ἐλήφθησαν = πιάστηκαν ζωντανοί.

  • λαμβάνω τινὰ ψευδόμενον = πιάνω κάποιον να λέει ψέματα.

3. μεταφορικά αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω: (ὁρῶ τι ή) λαμβάνω ἄλλῃ τινὶ αἰσθήσει = (βλέπω κάτι ή) το αντιλαμβάνομαι με κάποια άλλη αίσθηση.

4. εκλαμβάνω: τὸ πρᾶγμα μειζόνως ἐλάμβανον = εξελάμβαναν την υπόθεση πιο σοβαρά (απ' ό,τι έπρεπε).

5. δέχομαι, παίρνω κάτι: δῶρα λαμβάνω = δέχομαι δώρα. ἔλαβον τὴν ἀρχὴν τῆς θαλάττης = πήραν την κυριαρχία στη θάλασσα.

6. έκφραση δίκην λαμβάνω παρά τινος = τιμωρώ κάποιον. δίκην δίδωμί τινι = τιμωρούμαι από κάποιον.

familyπαράγ. λαβή, λῆμμα, λῆψις, σύνθ. δωρολήπτης, παραλήπτης, προσωπολήπτης, προσωποληψία, ἐπιληπτικός.

ΝΕ λαμβάνω (με τις σημ. 1, 5).

[*(σ)λαβ-, πβ. λhαβών = λαβών με h, που υποδεικνύει ρίζα *σλαβ-, συγγεν. του λάζομαι «έχω στην κατοχή μου»].

λαμπάς, -άδος, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. δάδα.

2. λαμπαδηδρομία: λαμπάδι νικῶ = είμαι νικητής σε λαμπαδηδρομία.

family σύνθ. λαμπαδηδρομία, λαμπαδηφορία.

ΝΕ λαμπάδα (της εκκλησίας).

[λάμπ-ω + παρ. επίθ. -άς].

λαμπρός, -ά, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός λαμπρότερος
Υπερθετικός λαμπρότατος

1. λαμπερός: λαμπρὸς ἀστήρ.

  • λαμπρὸν ὕδωρ = καθαρό, διαυγές νερό.

2. για ήχο, φωνή καθαρός, ευδιάκριτος: λέγει λαμπρᾷ τῇ φωνῇ = μιλά με καθαρή, ευδιάκριτη φωνή.

3. ολοφάνερος: λαμπρὰ ἴχνη.

4. για πρόσωπα ένδοξος: λαμπρότατοι ἐγένοντο τῶν καθ' ἑαυτοὺς Ἑλλήνων = αναδείχθηκαν ενδοξότατοι από τους Έλληνες του καιρού τους.

5. για πρόσωπα γενναιόδωρος, μεγαλοπρεπής: λαμπρὸς ἐν ταῖς λειτουργείαις.

6. ωραίος, υπέροχος: λαμπρὸς ἀνήρ = ωραίος άντρας. λαμπρὰ στολή = υπέροχη ενδυμασία, ωραία αρματωσιά.

  • επίρρημα λαμπρῶς

familyπαράγ. λαμπρότης, λαμπρύνω, σύνθ. λαμπρόφωνος.

ΝΕ λαμπρός (με τις σημ. 1, 4, 6).

[λάμπ-ω + παρ. επίθ. -ρός].

λαμπρύνω ΡΗΜΑ

1. στην ενεργ. ή μέση φωνή λαμπρύνω & λαμπρύνομαι κάνω κάτι λαμπερό ή ωραίο: ἐλαμπρύνοντο τὰς ἀσπίδας = γυάλιζαν τις ασπίδες τους.

2. μέση φωνή λαμπρύνομαι υπερηφανεύομαι για κάτι, διακρίνομαι σε κάτι: λαμπρύνεται ἐν οἷς οὐ δεῖ = υπερηφανεύεται για πράγματα που δεν πρέπει να υπερηφανεύεται.

familyπαράγ. λαμπρυντής, λαμπρυντικός.

ΝΕ λαμπρύνω (με τη σημ. 1).

[παράγ. λ. λαμπρ-ός + παρ. επίθ. -ύνω].

λανθάνω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐλάνθανον
Μέλλ. λήσω
Αόρ. β΄ ἔλαθον
Παρακ. λέληθα
Υπερσ. ἐλελήθειν
Μέσ. & παθ. μέλλ. λήσομαι
Μέσ. & παθ. αόρ. β΄ ἐλαθόμην
Μέσ. & παθ. παρακ. λέλησμαι
Μέσ. & παθ. υπερσ. ἐλελήσμην

1. διαφεύγω την προσοχή κάποιου, μένω απαρατήρητος συχνά με μετοχή, οπότε μεταφράζουμε τη μετοχή με ρήμα και το λανθάνω με επίρρημα ή επιρρηματική φράση ἔλαθεν ἀποδράς = απέδρασε χωρίς να τον πάρουν είδηση. λήσετε πάνθ' ὑπομείναντες = θα υποστείτε τα πάντα χωρίς να το πάρετε είδηση.

2. μέση και παθ. φωνή, με γενική λανθάνομαί τινος ξεχνώ κάποιον: ἑταίρων πάντων λέλησται = έχει ξεχάσει όλους τους φίλους του. = ἐπιλανθάνομαι.

familyπαράγ. λήθη.

ΝΕ λανθάνω (λόγ., με τη σημ. 1).

[*λᾱθ- > λα-ν-θ- (επένθεση ενός -ν- κατά το μα-ν-θ-άνω) + παρ. επίθ. -άνω].

λὰξ ΕΠΙΡΡΗΜΑ

χτυπώντας με το πόδι, με κλοτσιές (handπύξ).

familyπαράγ. λακτίζω, λάκτισμα, λακτισμός.

ΝΕ λαξ, μόνο στην έκφραση πυξ λαξ «με μπουνιές και κλοτσιές».

[*ληκ-, λακ-, πβ. λιθ. lekiú «τρέχω, πετώ», για το ληκτικό -ξ πβ. πύξ, ὀδάξ].

λαὸς hand λεώς.

λάρναξ, -ακος, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

θήκη για τα οστά ή για την τέφρα του νεκρού.

ΝΕ λάρνακα.

[νάρναξ «κιβωτός» (με ανομοίωση), πιθ. δάνεια λ., πβ. για το σχηματισμό κάμ-αξ, κλῖμ-αξ, πίν-αξ].

λάρος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

ο γλάρος.
  • μεταφορικά χρησιμοποιείται για άπληστους δημαγωγούς, καθώς οι αρχαίοι θεωρούσαν το γλάρο λαίμαργο πουλί: Κλέωνα τὸν λάρον δώρων εἷλον = τον άπληστο Κλέωνα καταδίκασαν για δωροδοκία.

[ίσως συγγ. με λῆρος «φλύαρος»].

λάσιος, -ία & -ιος, -ιον ΕΠΙΘΕΤΟ

1. αυτός που έχει πυκνό τρίχωμα, ο δασύτριχος: περὶ ὦτα λάσιος = δασύτριχος γύρω από τα αυτιά.

2. αυτός που έχει πυκνή βλάστηση: λάσιον χωρίον = κατάφυτη περιοχή.

family σύνθ. λασιόθριξ, λασιόστερνος.

[Fλατ-jος, *Fελτ-, πβ. ιρλ. folt «μαλλιά», ρωσ. volotĭ «κλωστή»].

λατρεία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. μόνο στην ποίηση έμμισθη υπηρεσία, υπηρεσία: ἐπίπονος λατρεία = κοπιαστική υπηρεσία.

2. υπηρεσία που προσφέρεται στους θεούς, λατρεία.

ΝΕ λατρεία (με τη σημ. 2).

[παράγ. λ. λατρε-ύω + -ία].

λατρεύω ΡΗΜΑ

1. μόνο στην ποίηση υπηρετώ κάποιον με πληρωμή.

2. υπηρετώ ως δούλος, είμαι σκλάβος:γὼ κἂν τῆς ψυχῆς πριαίμην ὥστε μήποτε λατρεῦσαι αὐτήν = εγώ ακόμη και με αντίτιμο την ψυχή μου θα εξασφάλιζα ώστε ποτέ αυτή να μη γίνει δούλη.

  • μεταφορικά λατρεύω νόμοις = υπηρετώ τους νόμους.

3. υπηρετώ τους θεούς, τους προσφέρω λατρεία (με θυσίες, προσευχές κτλ.): λατρεύω Φοίβῳ.

familyπαράγ. λάτρευμα, λατρεία, σύνθ. εἰδωλολάτρης, εἰδωλολατρία.

ΝΕ λατρεύω (με τη σημ. 3).

[λάτρ-ον «μισθός, αμοιβή» + παρ. επίθ. -εύω].

Λάχεσις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

η μία από τις τρεις Μοίρες που ἐλάγχανεν, δηλ. διένειμε με κλήρωση, στον κάθε άνθρωπο το νήμα της ζωής του (handἌτροπος & Κλωθώ).

[*λαχ- (< λα-γ-χ-άν-ω) + παρ. επίθ. -εσις].

λέαινα, -αίνης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

αρσ. handλέων.

το θηλυκό λιοντάρι: δίπους λέαινα (χαρακτηρισμός γυναίκας).

ΝΕ λέαινα.

λέγω (Α) ΡΗΜΑ

ποιητικό ρήμα· στον πεζό λόγο απαντά ως σύνθ. συνήθως με τις προθέσεις σύν, ἐκ: συλ-λέγω, ἐκ-λέγω (handσυλλέγω)

Παρατ. ἔλεγον
Μέλλ. λέξω
Αόρ. ἔλεξα
Μέσ. μέλλ. με παθ. σημ. λέξομαι
Μέσ. αόρ. με παθ. σημ. ἐλεξάμην
Παθ. μέλλ. β΄ λεγήσομαι
Παθ. αόρ. α΄, β΄ ἐλέχθην, ἐλέγην
Παθ. παρακ. εἴλεγμαι

συλλέγω, μαζεύω, κατατάσσω.

familyπαράγ. λογάς, -άδος, ὁ «επιλεγμένος», λογάδην «επιλεκτικά», σύνθ. ἐκλέγω, καταλέγω (κατάλογος), ἐπιλέγω, συλλέγω.

[hand λέγω (Β)].

λέγω (Β) ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔλεγον
Μέλλ. λέξω & ἐρῶ
Αόρ. α΄ ἔλεξα & εἶπα
Αόρ. β΄ εἶπον
Παρακ. εἴρηκα
Παθ. μέλλ. ῥηθήσομαι & λεχθήσομαι
Παθ. αόρ. ἐρρήθην & ἐλέχθην
Παθ. παρακ. εἴρημαι & λέλεγμαι

1. μιλώ, λέω: λέγε εἴ τι θέλεις = αν θέλεις κάτι, πες το. οὐδὲν λέγεις = δε λες τίποτε (δε λες κάτι σημαντικό).

  • λέγω κατά τινος = κατηγορώ κάποιον. λέγω ὑπέρ τινος = υπερασπίζομαι κάποιον.

2. διατάζω, ορίζω: ὡς ὁ νόμος λέγει = όπως ορίζει ο νόμος.

3. εννοώ: οὐ μανθάνω ὃ λέγεις = δεν καταλαβαίνω τι εννοείς.

4. παθ. φωνή, γ΄ πρόσ. λέγεται λέει ο κόσμος, λένε: θανεῖν ἐλέχθη = είπαν ότι πέθανε.

  • τὸ λεγόμενον όπως λένε: ἀλλ' ἦ, τὸ λεγόμενον, κατόπιν ἑορτῆς ἥκομεν; = μα μήπως, όπως λένε, ήρθαμε κατόπιν εορτής (δηλ. καθυστερημένα);

familyπαράγ. λέξις, λεκτός, λεκτικός, λόγος, ῥήτωρ, ῥῆμα, σύνθ. διαλέγομαι, ἐκλογή, διάλεκτος, ἀρχαιολόγος, φιλόλογος.

ΝΕ λέγω, λέω (με τις σημ. 1, 2, 4).

[λέγ-ω, ομόρρ. με λατ. legō «εκλέγω» και «διαβάζω»].

λεία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

λάφυρα.

ΝΕ λεία.

[*λᾶFιᾶ, *ληι-, συγγεν. του ἀπο-λαύ-ω].

λεῖος, -α, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός λειότερος
Υπερθετικός λειότατος

1. αυτός που έχει ομαλή επιφάνεια, λείος (στην αίσθηση της αφής): λεῖος ὥσπερ ἔγχελυς = λείος σαν χέλι. τραχύς.

  • γνωμικό: οὐδέποτ' ἂν θείης λεῖον τὸν τραχὺν ἐχῖνον = δε θα μπορέσεις ποτέ να κάνεις λείο τον τραχύ αχινό.

2. αυτός που είναι άτριχος: λειότατον τῶν ζῴων ἐστὶν ἄνθρωπος = από όλα τα ζώα ο άνθρωπος είναι ο λιγότερο τριχωτός.

3. μεταφορικά μαλακός, ήπιος: πνεῦμα λεῖον = ήπιος αέρας.

familyπαράγ. λειότης, λειαίνω, λείανσις.

ΝΕ λείος (με τη σημ. 1).

[*λειFος, πβ. λατ. levis].

λείπω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔλειπον
Μέλλ. λείψω
Αόρ. α΄ & β΄ ἔλειψα & ἔλιπον
Παρακ. λέλοιπα
Υπερσ. ἐλελοίπειν
Μέσ. μέλλ. με παθ. σημ. λείψομαι
Μέσ. αόρ. β΄ ἐλιπόμην
Παθ. μέλλ. λειφθήσομαι
Παθ. αόρ. ἐλείφθην
Παθ. παρακ. λέλειμμαι
Παθ. υπερσ. ἐλελείμμην

1. αφήνω, εγκαταλείπω: λείπω τὴν πόλιν = εγκαταλείπω την πόλη.

2. παθ. φωνή λείπομαι α. μένω πίσω, εγκαταλείπομαι: οἱ δὲ μόνοι λείπονται = και αυτοί μένουν μόνοι. β. υπολείπομαι, απομένω: ὀλίγων ἡμερῶν σιτία λείπεται = απομένουν τροφές για λίγες μέρες. γ. μένω πίσω, καθυστερώ: μακρὰν λελειμμένος = έχοντας μείνει πολύ πίσω. δ. είμαι κατώτερος ή χειρότερος από κάποιον άλλον: ἀνὴρ ξύνεσιν οὐδενὸς λειπόμενος = άντρας που δεν είναι από κανέναν κατώτερος ως προς τη σύνεση.

3. δεν υπάρχω, λείπω: οὔ ποτε ἔρις λείψει κατὰ πόλεις = δε θα λείψει ποτέ η διχόνοια από τις πόλεις.

familyπαράγ. λοιπός, λεῖμμα, λείψανον, λεῖψις, σύνθ. λιποθυμέω, λειψανδρία, ἐπίλοιπος.

ΝΕ λείπω (με τη σημ. 3).

[*λειπ- < *leikw-, πβ. αρμ. e-li-k῾ = ἔ-λι-πε, λιθ. liekú = λείπω].

λειτουργέω -ῶ ΡΗΜΑ

1. στην Αθήνα αναλαμβάνω με δικά μου έξοδα συγκεκριμένα δημόσια και κοινωφελή έργα (χορηγία, τριηραρχία κτλ), τις handλειτουργίες.

2. γενικά αναλαμβάνω κοινωφελές έργο οποιουδήποτε είδους: λειτουργῶ τῇ πόλει = προσφέρω κοινωφελή έργα στην πόλη.

3. υπηρετώ κάποιον: λειτουργοῦντες δοῦλοι.

ΝΕ λειτουργώ «προσφέρω κοινωφελή υπηρεσία».

[σύνθ. λ. *ληϊτο-Fεργέω «εργάζομαι για το δημόσιο καλό» < λήϊτον (= δημόσιον, δηλ. που αφορά το δημόσιο συμφέρον) < λη-ός (= λαός) + παρ. επίθ. -ιτος].

λειτουργία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

προσφορά υπηρεσίας για το καλό του λαού.
  • στην Αθήνα υπηρεσία δημόσιας ωφέλειας (όπως ήταν π.χ. η χορηγία, η τριηραρχία, η γυμνασιαρχία), την οποία αναλάμβαναν και χρηματοδοτούσαν, διαδοχικά, οι πλουσιότεροι πολίτες

ΝΕ λειτουργία «κοινωφελής υπηρεσία».

[παράγ. λ. λειτουργός (σύνθ. *ληϊτο-Fεργός, hand λειτουργέω) + -ία].

λείχω ΡΗΜΑ

Μέλλ. λείξω
Αόρ. ἔλειξα
Παθ. αόρ. ἐλείχθην

γλείφω.

familyπαράγ. λειχήν, -ῆνος, λιχανός (δάκτυλος).

ΝΕ γλείφω.

[*λειχ-, ΙΕ αρχής].

λέξις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. λόγος: λέξις ἢ πρᾶξις = λόγος ή πράξη (ενός ανθρώπου).

2. ο τρόπος έκφρασης, το ύφος: ξένως ἔχω τῆς ἐνδάδε λέξεως = μου είναι ξένος ο τρόπος έκφρασης που χρησιμοποιείται εδώ (δηλ. στα δικαστήρια).

familyπαράγ. λεξ(ε)ίδιον, λεξικόν (βιβλίον).

ΝΕ λέξη.

[*λέγ- (λέγ-ω) + παρ. επίθ. -σις].

λεπτόγεως, -ως, -ων ΕΠΙΘΕΤΟ

περιοχή που καλύπτεται από λεπτό στρώμα γης, που δεν είναι εύφορη: τὸ λεπτόγεων τῆς Ἀττικῆς = η άγονη γη της Αττικής.

[σύνθ. λ. λεπτός + -γειος/-γεως < γαῖα].

λευκός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός λευκότερος
Υπερθετικός λευκότατος

άσπρος, λευκός. μέλας «μαύρος».

familyπαράγ. λευκαίνω, λευκάς, λεύκη, λευκόω -ῶ, λεύκωμα, σύνθ. λεύκιππος, λευκώλενος «αυτός που έχει άσπρα μπράτσα».

[*λευκ- «φέγγω», πβ. λατ. lūcus «ξέφωτο στο δάσος», lux].

λεύκωμα, -ατος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

πινακίδα αλειμμένη με γύψο, επάνω στην οποία γράφονταν ανακοινώσεις: ἐς λεύκωμα ἀναγράφω τὸν νόμον = αναγράφω το νόμο στην πινακίδα ανακοινώσεων.

ΝΕ λεύκωμα «βιβλίο με χοντρά φύλλα για τη φύλαξη φωτογραφιών κτλ.».

[παράγ. λ. λευκός + παρ. επίθ. -ωμα].

λέων, -οντος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

θηλ. λέαινα, ἡ

λιοντάρι: λέων ὀρεσίτροφος = το λιοντάρι που βρίσκει την τροφή του στα βουνά. οἴκοι λέοντες, ἐν μάχῃ δ' ἀλώπεκες = στο σπίτι (παριστάνουν) τα λιοντάρια, στη μάχη όμως (γίνονται) αλεπούδες (δηλ. οι θρασύδειλοι άνθρωποι)

familyπαράγ. λέαινα, λεοντῆ «δέρμα λιονταριού», σύνθ. λεόπαρδος, χαμαιλέων.

ΝΕ λέων (με την ίδια σημ. στη φρ. ένας αλλά λέων «πολύ δυνατός») & λιοντάρι.

[ξένη λέξη].

λεώς, -ώ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

ο κοινός τύπος είναι λαός, -οῦ, ὁ

συναθροισμένος κόσμος, όπως στο θέατρο ή στην εκκλησία του δήμου: ἀκούετε, λεῴ = ακούστε, κόσμε! (o συνήθης τρόπος με τον οποίο άρχιζαν τις προκηρύξεις στην Αθήνα). δριμὺς πρὸς τὸ ἕλκειν τὸν πολὺν λεών = ικανός στο να παρασύρει τον πολύ κόσμο.

family σύνθ. λεωφόρος.

ΝΕ λαός.

[λαFός, λᾱός, αβέβ. ετυμ.].

λήγω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔληγον
Μέλλ. λήξω
Αόρ. ἔληξα
Μέσ. ενεστ. λήγομαι

σταματώ, τελειώνω: λήγω τοῦ βίου = τελειώνω τη ζωή μου, πεθαίνω. οὔ ποτε λήγει κινούμενον = ποτέ δε σταματά να κινείται.

familyπαράγ. λῆξις, ληκτικός, σύνθ. ἄληκτος, καταληκτικός.

ΝΕ λήγω.

[*(σ)λήγ-, λαγ-αρὸς «χαλαρός» + παρ. επίθ. ].

λήθη, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

λησμονιά, το να ξεχνά κανείς κάτι: χρόνος λήθην ἐμποιεῖ τῶν ἐκείνοις πεπραγμένων = ο χρόνος φέρνει τη λησμονιά των όσων έχουν πραγματοποιηθεί από εκείνους. μνήμη.

familyπαράγ. λήθαργος, ληθαῖος.

ΝΕ λήθη.

[δωρ. λάθᾱ, handλανθάνω].

λῄζομαι ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐλῃζόμην
Αόρ. ἐλῃσάμην

λεηλατώ, ληστεύω: ἐκ τῆς οἰκείας γῆς ὁρμώμενοι ἐλῄζοντο τοὺς ἐν τῇ νήσῳ = εξορμώντας από τη χώρα τους λήστευαν τους κατοίκους του νησιού.

familyπαράγ. λῃστήρ, λῃστής.

[*λᾱF-ία > ιων. ληία (= λεία) και *λᾱF-ιδ > ιων. ληίς, *ληίδ-jομαι > ληίζομαι].

λῆμμα, -ατος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. οτιδήποτε λαμβάνει κανείς. λῆμμα καὶ ἀνάλωμα = έσοδα και έξοδα.

2. κέρδος: παντὸς λήμματος ἥττων = αυτός που δεν μπορεί να αντισταθεί στον πειρασμό οποιουδήποτε κέρδους, έστω και του πιο μικρού.

ΝΕ λήμμα «βασική λέξη λεξικού κτλ.».

[*λῆβ-μα, λαμβάνω].

ληναῖος, -αία, -αῖον ΕΠΙΘΕΤΟ

1. αυτός που ανήκει στο πατητήρι, στο ληνό.

2. τὰ Λήναια (ενν. ἱερά) γιορτή που γινόταν στην Αθήνα προς τιμήν του ληναίου Βάκχου (Διονύσου) και περιλάμβανε διαγωνισμούς δράματος.

3. τὸ Λήναιον ο τόπος της Αθήνας στον οποίο διεξάγονταν τα Λήναια: Φερεκράτης ὁ ποιητὴς ἐδίδαξεν ἐπὶ Ληναίῳ Ἀγρίους = ο Φερεκράτης ο ποιητής δίδαξε τους Αγρίους στο Λήναιο.

[παράγ. λ. handληνός + παρ. επίθ. -αῖος].

ληνός, -οῦ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

πατητήρι σταφυλιών.

familyπαράγ. ληναῖος, Λήναια.

[αβέβ. ετυμ., πιθ. ξένη λ.].

λῆξις, -εως, ἡ (Α) ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

τέλος, λήξη. = τέρμα. ἀρχή.

ΝΕ λήξη.

[λήγ-ω, *λῆγ-σις > λῆξις].

λῆξις, -εως, ἡ (Β) ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. κλήρωση: λῆξις ἀρχῆς = κλήρωση αρχόντων.

2. λῆξις δίκης ή απλώς λῆξις γραπτή μήνυση που υποβαλλόταν στον αρμόδιο ἄρχοντα (αξιωματούχο) ως το πρώτο βήμα σε ιδιωτική δίκη.

[*λῆγ-σις, handλαγχάνω].

λῆρος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

ανοησίες, σαχλαμάρες: λῆρος! = ανοησίες!
  • για πρόσωπα ταῦτ' ἂν λῆρον τὸν Ἐνδυμίωνα ἀποδείξειεν = αυτά τα πράγματα θα έκαναν τον Ενδυμίωνα μια βλακεία, μια μπούρδα.

familyπαράγ. ληρέω -ῶ, ληρώδης.

ΝΕ σύνθ. παραλήρημα (αρχ.).

[*λη-/*λᾶ- (> λαλ-έω, λάλ-ος), *λῆ- + παρ. επίθ. -ρος].

ληρώδης, -ης, -ες ΕΠΙΘΕΤΟ

ανόητος, επιπόλαιος.

[σύνθ. λ. λῆρ-ος + παρ. επίθ. -ώδης].

λῃστεία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

πειρατεία ή ληστεία: ἀπὸ λῃστείας ἔζων = ζούσαν από την πειρατεία. πόλις λῃστείαις πορθουμένη = πόλη που ρημάζεται από ληστρικές επιδρομές.

ΝΕ ληστεία.

[παράγ. λ. λῃστε-ύω + παρ. επίθ. -ία].

λῃστεύω ΡΗΜΑ

1. είμαι πειρατής ή ληστής: ἐλῄστευον ἐν τῇ γῇ καὶ ἐν τῇ θαλάσσῃ = λήστευαν στη στεριά και έκαναν πειρατικές επιδρομές στη θάλασσα.

2. με αιτ. ληστεύω, λεηλατώ, κάνω ληστρικές επιδρομές: ἐλῄστευον τὴν Τροιζηνίαν = έκαναν ληστρικές επιδρομές στην Τροιζηνία.

familyπαράγ. λῃστεία.

ΝΕ ληστεύω (με τη σημ. 2).

[παράγ. λ. λῃστής (σύνθ. ληΐζω + -τής) + παρ. επίθ. -εύω].

Λητώ, -οῦς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

η μητέρα του Απόλλωνα και της Άρτεμης.

[ξένη λέξη].

λίαν ΕΠΙΡΡΗΜΑ

πολύ, πάρα πολύ: λίαν σαφῶς = πολύ σαφώς. = πάνυ, σφοδρῶς, ἄγαν.

ΝΕ λίαν (λόγ.).

[αιτιατ. ενός ουσ. *λίᾱ «υπερβολή», *λίᾱν, πβ. δωρεάν].

λίθος, -ου, ὁ, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. πέτρα: λευκὸς λίθος = μάρμαρο.

  • παροιμία: λίθον ἕψω = βράζω την πέτρα (δηλ. μάταια προσπαθώ να πετύχω κάτι).

2. μεταφορικά άνθρωπος κουτός και αμόρφωτος, στουρνάρι.

3. ἡ λίθος είδος πέτρας για ειδική χρήση: Λυδία λίθος = πέτρα με την οποία δοκίμαζαν τη γνησιότητα του χρυσού.

familyπαράγ. λιθάζω, λίθινος, λιθώδης, σύνθ. λιθοξόος, λιθοτομία, λιθόστρωτος.

ΝΕ λίθος (λόγ., με τη σημ. 1).

[αβέβ. ετυμ.].

λιθοτομία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

συνήθως στον πληθ. λιθοτομίαι λατομείο: ὁπόσους ἔλαβον κατεβίβασαν εἰς τὰς λιθοτομίας. = όλους όσους αιχμαλώτισαν τους κατέβασαν στα λατομεία.

[παράγ. λ. λιθοτόμος + παρ. επίθ. -ία].

λικμάω -ῶ ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐλίκμων
Μέλλ. λικμήσω
Αόρ. ἐλίκμησα

χωρίζω το σιτάρι από το άχυρο μετά το αλώνισμα, λιχνίζω.

familyπαράγ. λικμός, λίκνον, λικμητήρ.

ΝΕ λιχνίζω.

[παράγ. λ. *νίκνον «σείστρο» + παρ. επίθ. -ᾶν > *νικνᾶν με ανομοίωση > λικμᾶν, πβ. λιθ. niekóju «σείω»].

λιμήν, -ένος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

λιμάνι.

familyπαράγ. λιμενίζω.

ΝΕ λιμάνι.

[*λει-, -*λι, ομόρρ. με λειμών].

λιμός, -οῦ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

πείνα: λιμὸς ὁμοῦ καὶ λοιμός = πείνα και συγχρόνως θανατηφόρα επιδημία.

ΝΕ λιμός.

[*λει-, *λι-, λοιμός, λιμός, πβ. λιθ. leīnas «λεπτός», αρχ. σλαβ. liběvŭ «ισχνός»].

λίνον, -ου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. λινάρι.

2. ό,τι είναι κατασκευασμένο από λινάρι (π.χ. κλωστή, αλιευτικό δίχτυ ή ύφασμα).

familyπαράγ. λινάριον, λινούδιον, λινεύω, σύνθ. λινόδετος, ἐκλινίζω.

ΝΕ λινάρι.

[δάνεια λέξη].

λινοῦς, -ῆ, -οῦν ΕΠΙΘΕΤΟ

ο ασυναίρετος τύπος είναι λίνεος

καμωμένος από λινάρι, λινός.

ΝΕ λινός & ουσ. το λινό.

[παράγ. λ. λίν-ον + παρ. επίθ. -εος].

λιπαρέω -ῶ ΡΗΜΑ

1. επιμένω, ζητώ κάτι επίμονα: μὴ λιπάρει τῇ πόσει = μην επιμένεις στο ποτό (μη συνεχίζεις να πίνεις).

2. θερμοπαρακαλώ, εκλιπαρώ: γλίσχρος γενοῦ λιπαρῶν = γίνε φορτικός παρακαλώντας τον (παρακάλεσέ τον επίμονα, φορτικά).

familyπαράγ. λιπαρής «που επιμένει», λίπτω «επιθυμώ».

ΝΕ σύνθ. εκλιπαρώ.

[παράγ. λ. *λιπαρός (που δε διασώθηκε υπό την πίεση του ομόηχου λιπαρὸς «παχύς») + παρ. επίθ. -έω, πβ. σλοβακικό lipieti «επιθυμώ σφοδρά»].

λιπαρής, -ής, -ὲς ΕΠΙΘΕΤΟ

1. αυτός που ακούραστα και επίμονα ασχολείται με κάτι: λιπαρής εἰμι περὶ αὐτοῦ = ασχολούμαι επίμονα με το θέμα αυτό.

2. αυτός που παρακαλεί με πολλή επιμονή.

  • επίρρημα λιπαρῶς με ενδιαφέρον και υπομονή: λιπαρῶς ἔχω ἀκούειν = θέλω πολύ να ακούσω.

[*λιπαρός, handλιπαρέω].

λιπαρός, -ά, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός λιπαρώτερος
Υπερθετικός λιπαρώτατος

1. αυτός που γυαλίζει, λάμπει, γιατί είναι αλειμμένος με λάδι ή λίπος, όπως συνήθιζαν οι αρχαίοι να περιποιούνται το σώμα τους: λιπαρὸς χωρεῖ ἐκ βαλανείου = φεύγει από το λουτρό και το κορμί του γυαλίζει.

2. για πράγματα λαμπερός: λιπαρὰ καλύπτρα = λαμπερό κεφαλομάντιλο.

ΝΕ λιπαρός «άλουστος, άπλυτος».

[παράγ. λ. επίρρ. λίπα «με λίπος, πλουσιοπάροχα» + παρ. επίθ. -ρός, πβ. αρχ. ινδ. limpáti «αλείφω»].

λιτανεύω ΡΗΜΑ

παρακαλώ, ικετεύω: Λυσίμαχος ὁ ἵππαρχος ἀπέσφαξε αὐτοὺς πολλὰ λιτανεύοντας = ο Λυσίμαχος, ο αρχηγός του ιππικού, τους έσφαξε, αν και τον ικέτευαν έντονα.

familyπαράγ. λιτανεία «παράκληση».

ΝΕ λιτανεύω «περιφέρω εικόνα, οστά αγίου κτλ. σε θρησκευτική τελετή».

[παράγ. λ. λιτανός «ικέτης» (< παράγ. λ. λιτή + -ανός) + παρ. επίθ. -εύω].

λίχνος, -η, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός λιχνότερος
Υπερθετικός λιχνότατος

λαίμαργος, λιχούδης.

[παράγ. λ. *λίχ- (λείχω) + παρ. επίθ. -νος].

λογάς, -άδος, ὁ &ΕΠΙΘΕΤΟ

επίλεκτος, διαλεχτός: ἐτάξαντο Ἀργείων χίλιοι λογάδες = παρατάχτηκαν για να πολεμήσουν χίλιοι επίλεκτοι στρατιώτες από τους Αργείους.

familyπαράγ. λογάδην «επιλεκτικά, με επιλογή».

[παράγ. λ. λέγ-ω «διαλέγω» + παρ. επίθ. -άς, για την ετεροίωση ε-ο πβ. λόγ-ος < λέγ-ω].

λογίζομαι ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐλογιζόμην
Μέλλ. λογιοῦμαι
Αόρ. ἐλογισάμην
Παρακ. λελόγισμαι
Παθ. αόρ. ἐλογίσθην

1. λογαριάζω, υπολογίζω με αριθμητικές πράξεις: οὐκ ἐπίσταται λογίζεσθαι = δεν ξέρει να λογαριάζει.

  • παθ. φωνή λογίζομαι υπολογίζομαι: οἱ ὁπλῖται ἐλογίσθησαν οὐκ ἐλάττους τῶν δισμυρίων = οι στρατιώτες υπολογίστηκαν όχι λιγότεροι από είκοσι χιλιάδες.

2. υπολογίζω μια κατάσταση, σκέπτομαι: λογιζόμενοι καταμανθάνομεν ὅπῃ ἕκαστα συμφέρει = αφού λογαριάσουμε τα πράγματα, καταλαβαίνουμε ποιο είναι το συμφέρον μας σε κάθε περίπτωση. τὰ ξυμφέροντα λογίζομαι = λογαριάζω το συμφέρον μου.

3. θεωρώ, λογαριάζω ότι...: Λύσανδρος λογισάμενος ὅτι οἷόν τε εἴη ταχὺ ἐκπολιορκῆσαι αὐτούς... = ο Λύσανδρος λογαριάζοντας ότι ήταν δυνατό γρήγορα να τους πολιορκήσει...

4. συμπεραίνω: ἐκ τούτων τῶν λόγων τοιόνδε τι λογίζομαι συμβαίνειν = από αυτές τις συζητήσεις συμπεραίνω ότι κάτι τέτοιο συμβαίνει.

familyπαράγ. λογισμός, λογιστής, λογιστήριον.

ΝΕ λογίζομαι «θεωρούμαι» (πβ. σημ. 3).

[λόγος + παρ. επίθ. -ίζομαι].

λογικός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός λογικώτερος
Υπερθετικός λογικώτατος

1. αυτός που έχει σχέση με το λόγο (την ομιλία) και, ειδικότερα, με την ευγλωττία: ἀγῶνες λογικοί = διαγωνισμοί ευγλωττίας.

2. αυτός που έχει σχέση με τη λογική, λογικός: λογικοὶ συλλογισμοί (αντίθ. ῥητορικοί). ἄλογος.

familyπαράγ. λογική.

ΝΕ λογικός (με τη σημ. 2).

[παράγ. λ. λόγ-ος + παρ. επίθ. -ικός].

λογισμός, -οῦ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. υπολογισμός (με αριθμούς): ἐν λογισμῷ ἁμαρτάνω = κάνω λάθος στον υπολογισμό.

2. υπολογισμός (χωρίς αριθμούς), συλλογισμός, σκέψη: οὐ τοῦ ξυμφέροντος λογισμῷ τοὺς ανθρώπους ὠφελοῦμεν = δεν ωφελούμε τους ανθρώπους από υπολογισμό αυτού που μας συμφέρει. μετὰ λογισμοῦ πάντα πράττουσιν = όλα τα κάνουν (ενεργούν πάντοτε) έπειτα από σκέψη.

ΝΕ λογισμός «σκέψη».

[παράγ. λ. λογίζομαι + παρ. επίθ. -μός].

λογογράφος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. ως λογογράφους ο Θουκυδίδης χαρακτηρίζει τους πρώιμους Έλληνες ιστορικούς.

2. αυτός που έχει ως επάγγελμα να γράφει δικανικούς λόγους για λογαριασμό άλλων.

familyπαράγ. λογογραφία.

[σύνθ. λ. λόγος + γράφω].

λόγος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. τα λόγια, οι λέξεις, με τις οποίες εκφράζουμε τις σκέψεις μας: ψευδεῖς λόγοι = ψεύτικα λόγια. μὴ λόγους λέγε = μη λες λόγια (του αέρα). ἔργῳ καὶ οὐ λόγῳ = με έργα και όχι με λόγια.

  • ὡς εἰπεῖν λόγῳ = με μια λέξη, με λίγα λόγια.

2. ομιλία ή συνομιλία, συζήτηση: Πρωταγόρας ἱκανὸς μακροὺς λόγους καὶ καλοὺς ποιεῖν = ο Πρωταγόρας είναι ικανός να κάνει μεγάλες και ωραίες ομιλίες. εἰς λόγους ἔρχομαι = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιον.

  • λόγον δίδωμί τινι = δίνω σε κάποιον το λόγο, δηλ. την άδεια να μιλήσει.

3. ό,τι λέγεται σχετικά με κάποιον ή κάτι, η φήμη: λόγος κακός = κακή φήμη. λόγος ἐστί/ἔχει = λέγεται.

4. διήγηση, ιστορία (αληθινή ή φανταστική): λόγοι οὓς ἤκουσα = διηγήσεις που άκουσα. ὦ Σώκρατες, ῥᾳδίως σύ, ἂν ἐθέλῃς, λόγους ποιεῖς = Σωκράτη, εσύ, αν θέλεις, εύκολα πλάθεις ιστορίες.

  • πεζός λόγος: ἐν λόγῳ ἢ ἐν ποιήσει.

5. το λογικό, η σκέψη: ὁ ὀρθὸς λόγος = η ορθή σκέψη. μετὰ λόγου/κατὰ λόγον = σύμφωνα με τη λογική. ὁ λόγος αἱρεῖ = η λογική αποδεικνύει.

6. η εκτίμηση που τρέφω για κάποιον ή κάτι: οὐδένα λόγον ποιοῦμαί τινος = δε λογαριάζω κάποιον καθόλου. οἱ ἐν σμικρῷ λόγῳ ὄντες = αυτοί που πολύ λίγο υπολογίζονται.

7. το να δίνω λογαριασμό, εξηγήσεις για κάτι: ἠνάγκασαν αὐτὸν παρασχεῖν λόγον τῶν εἰρημένων = τον υποχρέωσαν να δώσει εξηγήσεις πάνω σ' αυτά που είχε πει.

8. σχέση, αναλογία: κατὰ λόγον τῆς δυνάμεως = ανάλογα με τη δύναμή του.

familyπαράγ. λογικός, λογική, λογίζομαι, λογισμός, σύνθ. λογογράφος, λογοποιός, ἄλογος, ἀνάλογος, διάλογος, ἐπίλογος, παράλογος.

ΝΕ λόγος (με τις σημ. 1, 2, 5, 7).

[λέγω, με ετεροίωση ε > ο].

λοιδορέω -ῶ ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐλοιδόρουν
Μέλλ. λοιδορήσω
Αόρ. ἐλοιδόρησα
Παρακ. λελοιδόρηκα
Μέσ. & παθ. μέλλ. λοιδορήσομαι
Μέσ. & παθ. αόρ. ἐλοιδορησάμην & ἐλοιδορήθην
Παθ. παρακ. λελοιδόρημαι

1. εξυβρίζω: οἱ ἄλλοι στρατιῶται παίουσι καὶ λοιδοροῦσι τὸν Σωτηρίδαν = οι άλλοι στρατιώτες χτυπούν και βρίζουν το Σωτηρίδα.

2. μαλώνω, επιπλήττω.

3. στη μέση φωνή με τον παθ. αόρ. με ενεργ. σημ. λοιδοροῦμαί τινι εξυβρίζω κάποιον.

familyπαράγ. λοιδοριστής «υβριστής», λοίδορος «υβριστικός», λοιδορία.

ΝΕ λοιδορώ (με τη σημ. 1).

[αβέβ. ετυμ., ίσως *λοῖδος «παιχνίδι» (πβ. λατ. lūdus και λίζει (= παίζει) > *λοιδόλης > *λοιδόρης «που περιπαίζει, υβρίζει» + -έω].

λοιμός, -οῦ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

μολυσματική, μεταδοτική, θανατηφόρα ασθένεια.

[συγγ. με λιμός, handλιμός].

λοιπός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ

αυτός που υπολείπεται, ο υπόλοιπος: αἱ λοιπαὶ νῆες / αἱ λοιπαὶ τῶν νεῶν = τα υπόλοιπα καράβια. ὁ λοιπὸς χρόνος = το μέλλον.
  • για χρόνο τοῦ λοιποῦ (χρόνου) = στο μέλλον, στο εξής.
  • ως ουσιασ. τὸ λοιπόν / τὰ λοιπά = το υπόλοιπο. οἱ λοιποί = οι υπόλοιποι.

ΝΕ λοιπός.

[λείπω, με ετεροίωση ε > ο].

Λοξίας, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

επίθετο του θεού Απόλλωνα.

[*λεκ, *λοκ- (πβ. λέχ-ριος «πλάγιος») + παρ. επίθ. -σός > λοξὸς «αμφίσημος» (από την ασαφή γλώσσα των χρησμών)].

λούω& λόω ΡΗΜΑ

Μέσ. ενεστ. λοῦμαι
Μέσ. παρατ. ἐλούμην
Μέσ. μέλλ. λούσομαι
Μέσ. αόρ. ἐλουσάμην
Παθ. παρακ. λέλουμαι & μεταγεν. λέλουσμαι

1. πλένω το σώμα κάποιου.

2. μέση φωνή λοῦμαι πλένω το σώμα μου, πλένομαι, κάνω μπάνιο: ἐς βαλανεῖον ἦλθε λουσόμενος = πήγε στα δημόσια λουτρά, για να πλυθεί.

familyπαράγ. λουτρόν.

ΝΕ λούζω «πλένω τα μαλλιά».

[*λόFω, ομόρρ. με λατ. lavō].

λόφος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. ύψωμα γης, λόφος.

2. α. λοφίο της περικεφαλαίας: λευκοὶ ἵππιοι λόφοι = λευκά λοφία από τρίχες αλόγων. β. λοφίο στο κεφάλι πουλιού: λόφος ἀλεκτρυόνος = το λοφίο του πετεινού.

familyπαράγ. λόφιον, λοφίδιον, σύνθ. γεώλοφος.

ΝΕ λόφος (με τη σημ. 1).

[αβέβ. ετυμ.].

λοχαγέω -ῶ ΡΗΜΑ

εύχρηστο μόνον στον ενεστ.

διοικώ λόχο.

[ιων. λοχηγέω, παράγ. λ. δωρ. λοχαγός (σύνθ. λόχος + ἡγέομαι, δωρ. *ἁγέομαι) + παρ. επίθ. -έω].

λοχάω -ῶ ΡΗΜΑ

ποιητικό, στους αττ. πεζογράφους σπάνιο και μόνο στον ενεστ.

παραμονεύω, στήνω ενέδρα: λοχήσας πρὸς τῇ πόλει πολλοὺς διέφθειρε = αφού έστησε ενέδρα κοντά στην πόλη, σκότωσε πολλούς.

ΝΕ πβ. το σύνθ. ελλοχεύω «στήνω ενέδρα».

[παράγ. λ. handλόχος «ενέδρα» + -άω].

λόχος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. ενέδρα.

2. σώμα ανδρών που στήνουν ενέδρα, και κατ' επέκταση τμήμα στρατού.

familyπαράγ. λοχάω-ῶ, λοχίτης «συστρατιώτης».

ΝΕ λόχος «τμήμα στρατού» (από τη σημ. 2).

[*λεχ-, *λοχ- (< λέχομαι «ενεδρεύω», handλέχος)].

Λύκειον, -είου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

γυμναστήριο στην αρχαία Αθήνα, που βρισκόταν κοντά στο ναό του Λυκείου Απόλλωνα.

familyπαράγ. λύκειος.

ΝΕ λύκειο (εκπαιδευτικό ίδρυμα).

[ουσιαστικοπ. του ουδ. του επιθέτου του Απόλλωνα Λύκειος, handΛύκειος].

λύκειος, -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ

αυτός που έχει σχέση με το λύκο: λύκειος δορά = δέρμα λύκου.

[λύκος + παρ. επίθ. -ειος].

Λύκειος, -είου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

επίθετο του θεού Απόλλωνα.

[Λυκία + παρ. επίθ. -ειος, που κατάγεται από τη Λυκία].

λυμαίνομαι ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐλυμαινόμην
Μέλλ. λυμανοῦμαι
Αόρ. ἐλυμηνάμην
Παρακ. λελύμασμαι

βλάπτω, κακοποιώ κάποιον ή καταστρέφω κάτι: ἡ νόσος λυμαίνεται τὸ σῶμα. = φθείρω.

familyπαράγ. λυμαντικός, λυμεών.

ΝΕ λυμαίνομαι.

[λῦμα, -ατος, τὸ «λέρα που απομακρύνεται με την πίεση νερού» + παρ. επίθ. -αίνομαι < *-άνjομαι].

λύμη, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

βλάβη, κακοποίηση ή καταστροφή: ἐγένετο μεγάλη λύμη τῇ πόλει = έγινε μεγάλη καταστροφή στην πόλη.

[λῦμα, τό, πβ. λατ. polluō «ρυπαίνω», handλυμαίνομαι].

λυπέω -ῶ ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐλύπουν
Μέλλ. λυπήσω
Αόρ. ἐλύπησα
Παρακ. λελύπηκα
Παθ. ενεστ. λυποῦμαι
Παθ. παρατ. ἐλυπούμην
Παθ. μέλλ. λυπηθήσομαι
Παθ. αόρ. ἐλυπήθην
Παθ. παρακ. λελύπημαι

1. στενοχωρώ, λυπώ, δυσαρεστώ, ενοχλώ (ψυχικά): ἐλύπει αὐτὸν ἡ χώρα πορθουμένη = τον λυπούσε η καταστροφή της χώρας.

2. ενοχλώ κάποιον (σωματικά): θώρακες μὴ λυποῦντες ἐν τῇ χρείᾳ = θώρακες που δεν ενοχλούν στη χρήση (όταν τους φορούν). τὸ παιδίον ἐβόα ὑπὸ τῆς θεραπαίνης λυπούμενον = το παιδί έκλαιγε, καθώς η υπηρέτρια το ενοχλούσε.

3. για ιππικό και άλλα ελαφρώς οπλισμένα στρατεύματα βλάπτω, παρενοχλώ (το στράτευμα με συνεχείς επιθέσεις): οἱ ἱππεῖς τῶν Συρακοσίων ἥκιστ' ἂν αὐτοὺς λυπήσειαν = ...ελάχιστα θα μπορέσουν να τους παρενοχλήσουν. λῃσταὶ τὴν χώραν ἐλύπουν = οι ληστές έβλαπταν τη χώρα (με τις επιδρομές τους).

ΝΕ λυπώ (με τη σημ. 1).

[παράγ. λ. λύπη + παρ. επίθ. -έω].

λύπη, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. πόνος του σώματος.

2. πόνος της ψυχής, λύπη. χαρά.

familyπαράγ. λυπηρός, λυπέω -ῶ, σύνθ. ἀλυπία.

[*λευπ-, *λυπ- «κομματιάζω, σχίζω», πβ. λιθ. lùpti «ξεφλουδίζω, γδέρνω»].

λυπηρός, -ά, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ

1. αυτός που προκαλεί πόνο ή στενοχώρια. = θλιβερός.

2. δυσάρεστος: ἐγένοντο λυπηροὶ τοῖς ξυμμάχοις = έγιναν δυσάρεστοι στους συμμάχους. ἡδύς.

[παράγ. λ. λύπη + παρ. επίθ. -ηρός].

λύσις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. λύσιμο, απαλλαγή, απελευθέρωση από κάτι: αὐτῶν λύσις δεσμῶν = η απαλλαγή αυτών από τα δεσμά.

2. χωρισμός: λύσις καὶ χωρισμὸς ψυχῆς ἀπὸ σώματος.

3. διάλυση: πολιτείας λύσις.

ΝΕ λύση (με τη σημ. 1 και άλλες σημ.).

[παράγ. λ. λύω + παρ. επίθ. -σις].

λυσιτελέω -ῶ ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐλυσιτέλουν
Αόρ. ἐλυσιτέλησα

ωφελώ: λυσιτελεῖ ἡμῖν ἡ ἀλλήλων δικαιοσύνη καὶ ἀρετή = μας ωφελεί η αμοιβαία δικαιοσύνη και αρετή. βλάπτω.

  • απρόσωπο λυσιτελεῖ ωφελεί, συμφέρει: οὐ λυσιτελεῖ (ἡμῖν) εἰς τοσοῦτον προϊέναι κίνδυνον = δε μας συμφέρει να αναλάβουμε τόσο κίνδυνο.

ΝΕ λυσιτελώ.

[παράγ. λ. λυσιτελής + παρ. επίθ. -έω].

λυσιτελής, -ής, -ὲς ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός λυσιτελέστερος
Υπερθετικός λυσιτελέστατος

ωφέλιμος: οὐδέποτε λυσιτελέστερον ἀδικία δικαιοσύνης = σε καμιά περίπτωση δεν είναι πιο ωφέλιμη η αδικία από τη δικαιοσύνη. ἐπιβλαβής.

ΝΕ λυσιτελής (λόγ.).

[σύνθ. λ. λυσι- (λύω) + τέλος «κέρδος», που φέρνει κέρδος].

λύτρον, -ου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

τα χρήματα που δίνονται για την απελευθέρωση ομήρου, λύτρα: λύτρα ἀνδρῶν αἰχμαλώτων ἀποδίδωμι = πληρώνω λύτρα για τους αιχμαλώτους.

familyπαράγ. λυτρόω, λύτρωσις, λυτρωτής.

ΝΕ λύτρα (μόνο στον πληθυντικό αριθμό).

[παράγ. λ. λύ-ω + παρ. επίθ. -τρον].

λύχνος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

λυχνάρι: λύχνον ἅπτω = ανάβω το λυχνάρι.

familyπαράγ. λυχνίον, λυχνία «λυχνοστάτης», σύνθ. λυχνέλαιον, λυχνοποιός, λυχνοπώλης.

ΝΕ λυχνάρι.

[*λυκσ-νος, *λυκ-, από *λευκ- (λευκός), πβ. αρχ. πρωσ. louxnos (πληθ.) «άστρα»].

λύω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔλυον
Μέλλ. λύσω
Αόρ. ἔλυσα
Παρακ. λέλυκα
Υπερσ. ἐλελύκειν
Μέσ. μέλλ.
με μέση ή κάποτε παθ. σημ.
λύσομαι
«θα λύσω» ή «θα λυθώ»
Μέσ. αόρ. ἐλυσάμην
Μέσ. παρακ. λέλυμαι
Παθ. μέλλ. λυθήσομαι
Παθ. αόρ. ἐλύθην
Παθ. παρακ. λέλυμαι
Παθ. υπερσ. ἐλελύμην

1. λύνω, χαλαρώνω: λύω ζωστῆρα = λύνω το ζωστήρα. λύω ἱστία = χαλαρώνω τα πανιά του πλοίου.

2. ελευθερώνω: λύω τινὰ δεσμῶν = ελευθερώνω κάποιον από τα δεσμά του.

3. διαλύω, διασκορπίζω ένα σύνολο ανθρώπων: λύω ἀγοράν = διαλύω τη συνέλευση. ἐλύθη ἡ στρατιά = διασκορπίστηκε ο στρατός.

4. δίνω τέλος σε κάτι: λύω φόβον = παύω να φοβάμαι. λύω βίον = πεθαίνω.

  • ακυρώνω, καταργώ: λύω τὰς σπονδάς = ακυρώνω τη συμφωνία.

familyπαράγ. λυτός, λύτρον, λύσις, σύνθ. λυσιτελής, λυσιτελῶ, λυσίζωνος, Λυσίμαχος.

ΝΕ λύνω (με τις σημ. 1, 2 και άλλες σημ.).

[*λυ-, πβ. λατ. luō «αποπληρώνω», αρχ. ινδ. lunáti «τεμαχίζω»].

λωβάομαι -ῶμαι ΡΗΜΑ

Μέλλ. λωβήσομαι
Αόρ. ἐλωβησάμην
Παθ. αόρ. ἐλωβήθην
Παθ. παρακ. λελώβημαι

βλάπτω, κακομεταχειρίζομαι κάποιον ή κάτι: λωβῶμαι τοὺς νέους/τοὺς ἐπιεικεῖς/τὴν πόλιν = διαφθείρω τους νέους/τους καλούς/την πόλη.

[παράγ. λ. λώβη + παρ. επίθ. -άομαι].

λώβη, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

βλάβη, κακοποίηση: οὗτοι φανερά ἐστι λώβη καὶ διαφθορὰ τῶν συγγιγνομένων = αυτοί (δηλ. οι σοφιστές) είναι φανερή βλάβη και διαφθορά όσων τους πλησιάζουν.

familyπαράγ. λωβάομαι-ῶμαι, λωβητής.

[*σλωβ-, «πιέζω, βασανίζω», πβ. λιθ. slogà «μαστίγιο»].

λωποδυτέω -ῶ ΡΗΜΑ

1. κλέβω τα ρούχα (συνήθως λουομένου ή ταξιδιώτη).

2. γενικά κλέβω, ληστεύω.

[παράγ. λ. λωποδύτης + παρ. επίθ. -έω].

λωποδύτης, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. αυτός που κλέβει ρούχα (συνήθως λουομένου).

2. γενικά κλέφτης, ληστής.

ΝΕ λωποδύτης (με τη σημ. 2).

familyπαράγ. λωποδυτέω.

[σύνθ. λ. λῶπος, τό (= λώπη «είδος πανωφοριού») + *δυτ- (δύομαι «φορώ») + παρ. επίθ. -ης > λωποδύτης «που ενδύεται τα ρούχα των άλλων (και φεύγει)»· για το λῶπος η ρίζα είναι *λωπ-, *λεπ- (πβ. λέπω «ξελεπίζω, ξεφλουδίζω»)].

λωφάω -ῶ ΡΗΜΑ

Μέλλ. λωφήσω
Παρακ. λελώφηκα

1. ξεκουράζομαι, ησυχάζω: λωφᾷ ἡ ψυχὴ τῆς ὀδύνης καὶ γέγηθεν = η ψυχή ησυχάζει από τον πόνο και χαίρεται.

2. υποχωρώ: λωφᾷ τὸ νόσημα = υποχωρεί η αρρώστια.

familyπαράγ. λώφησις «παύση, λήξη».

ΝΕ λουφάζω (με τη σημ. 2).

[αβέβ. ετυμ., ίσως συγγεν. με ἐλαφρός].

λῴων, λῴων, λῷον ΕΠΙΘΕΤΟ

συγκριτικός βαθμός του handἀγαθὸς

1. πιο επιθυμητός, προτιμότερος, πιο ευχάριστος, καλύτερος: τὸ φρονεῖν καὶ τὸ νοεῖν τῆς ἡδονῆς ἀμείνω καὶ λῴω= η φρόνηση και η νόηση είναι καλύτερα και προτιμότερα από την ηδονή.

2. λῷστος, -η, -ον (υπερθετικός βαθμός του handἀγαθός) άριστος: ὦ λῷστε Πῶλε! =καλέ μου φίλε Πώλε! = ὦ βέλτιστε.

[*λω- (< λῶ «θέλω») + συγκριτικό επίθ. -ίων].