Αιθέρες: οργανικές ενώσεις οποίες περιέχουν στο μόριό τους την χαρακτηριστική ομάδα O-C-O (αιθερομάδα)
Ακόρεστο διάλυμα: το διάλυμα στο οποίο μπορεί να διαλυθεί και άλλη ποσότητα διαλυμένης ουσίας σε σταθερές συνθήκες.
Ακτινίδες: στοιχεία τα οποία έχουν μερικώς συμπληρωμένη την υποστιβάδα 5f. Περιλαμβάνουν και τα υπερουράνια στοιχεία.
Αλκάλια: η πρώτη ομάδα του περιοδικού πίνακα. Περιλαμβάνει τα στοιχεία Li, Na, K, Rb, Cs, Fr.
Αλκαλικές γαίες: η δεύτερη ομάδα του περιοδικού πίνακα. Περιλαμβάνει τα στοιχεία Be, Mg, Ca, Sr, Ba, Ra
Αλκαδιένια: οι υδρογονάνθρακες με δύο διπλούς δεσμούς στο μόριο τους.
Αλκάνια: οι κορεσμένοι υδρογονάνθρακες.
Αλκένια: οι υδρογονάνθρακες με ένα διπλό δεσμό στο μόριο τους.
Αλκίνια: οι υδρογονάνθρακες με ένα τριπλό δεσμό στο μόριο τους.
Αλδεΰδες: ενώσεις οι οποίες στο μόριό τους περιέχουν την χαρακτηριστική ομάδα. -CHO, αλδεϋδομάδα
Αλκοόλες κορεσμένες μονοσθενείς: οργανικές ενώσεις με γενικό τύπο CvH2ν+1ΟΗ.
Αλογόνα: H 17η ομάδα του περιοδικού πίνακα .Περιλαμβάνει τα στοιχεία F2, Cl2, Br2,Ι2 ,At
Αμφίδρομη αντίδραση: αυτή που πραγματοποιείται προς τις δύο κατευθύνσεις ταυτόχρονα και καταλήγει σε κατάσταση ισορροπίας.
Αναγωγή: η ελάττωση αριθμού οξείδωσης ατόμου ή ιόντος.
Αναγωγικές ουσίες ή απλά αναγωγικά: ονομάζονται οι ουσίες (στοιχεία, χημικές ενώσεις ή ιόντα) που προκαλούν αναγωγή.
Ανιόν: ιόν που περιέχει αρνητικό φορτίο.
Άνοδος: το ηλεκτρόδιο στο οποίο λαμβάνει χώρα οξείδωση.
|
Αντιδράσεις υποκατάστασης: σ’ αυτές αντικαθίσταται ένα άτομο ή μια ομάδα από άλλο ή άλλη.
Αντιδράσεις πολυμερισμού: σ’ αυτές συνενώνονται πολλά μικρά μόρια (μονομερή) με τελικό προϊόν μια μεγαλομοριακή ένωση, το πολυμερές.
Αντιδράσεις προσθήκης: σ’ αυτές σε ενώσεις με πολλαπλό δεσμό προστίθεται μια ένωση ή στοιχείο με προϊόν μια κορεσμένη ένωση.
Απαγορευτική αρχή του Pauli: είναι
αδύνατο στο ίδιο άτομο να υπάρχουν
δύο ηλεκτρόνια με την ίδια τετράδα
κβαντικών αριθμών.
Απόδοση (α) μιας αντίδρασης: ο λόγος
της ποσότητας της ουσίας που παράγεται πρακτικά προς την ποσότητα της
ουσίας που θα παραγόταν θεωρητικά
αν η αντίδραση ήταν ποσοτική.
Αριθμός οξείδωσης: ενός ατόμου σε
μια μοριακή (ομοιοπολική) ένωση, ονομάζεται το φαινομενικό φορτίο που
θα αποκτήσει το άτομο αν τα κοινά
ζεύγη ηλεκτρονίων αποδοθούν στο
ηλεκτραρνητικότερο άτομο (το άτομο
που τα έλκει περισσότερο). Αντίστοιχα,
αριθμός οξείδωσης ενός ιόντος σε μια
ιοντική (ετεροπολική ένωση) είναι το
πραγματικό φορτίο του ιόντος.
Αρχή αβεβαιότητας του Heisenberg: είναι αδύνατο να προσδιορίσουμε με
ακρίβεια συγχρόνως τη θέση και την
ορμή (p=m u) ενός μικρού σωματιδίου,
π.χ. ηλεκτρονίου.
Αρχή Le Chatelier: Όταν μεταβάλλουμε
έναν από τους συντελεστές ισορροπίας
(συγκέντρωση, πίεση, θερμοκρασία), η
θέση της ισορροπίας μετατοπίζεται προς
εκείνη την κατεύθυνση που τείνει να
αναιρέσει τη μεταβολή που επιφέραμε.
Ασθενές οξύ: οξύ το οποίο διαλυόμενο
ιοντίζεται μερικώς (α < 1).
Ασύμμετρο άτομο άνθρακα, *C: άτομο άνθρακα συνδεδεμένο με τέσσερις
διαφορετικούς υποκαταστάτες.
Ατομικό τροχιακό: το ατομικό τροχιακό
(το τετράγωνό του για την ακρίβεια)
δίνει την πυκνότητα του ηλεκτρονιακού
νέφους στα διάφορα σημεία του χώρου.
Απεικονίζεται με οριακές καμπύλες, το περίγραμμα των οποίων
|
περικλείει τη
μέγιστη πυκνότητα του ηλεκτρονιακού
νέφους, π.χ. 90-99% αυτής.
Αυθόρμητη μεταβολή: μεταβολή που συντελείται από μόνη της χωρίς εξωτερική επέμβαση.
Αυτοκατάλυση: όταν ένα από τα προϊόντα μιας αντίδρασης δρα ως καταλύτης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτοκατάλυσης είναι η οξείδωση του οξαλικού οξέος (COOH)2 με υπερμαγγανικό κάλιο
KMnO4 παρουσία θειικού οξέος.
B
Βάση (κατά Bronsted-Lowry ): οι δέκτες πρωτονίων σε μια πρωτολυτική αντίδραση.
Bronsted-Lowry (θεωρία): σύμφωνα με αυτήν οι αντιδράσεις οξέων βάσεων είναι αντιδράσεις εναλλαγής πρωτονίων.
Γ
Γαλβανικά στοιχεία: Διατάξεις στις οποίες μετατρέπεται η χημική ενέργεια, η οποίας ελευθερώνεται κατά την διάρκεια μιας αυθόρμητης αντίδρασης οξειδοαναγωγής, σε ηλεκτρική ενέργεια.
Γραμμομοριακό κλάσμα (x): ενός συ-
στατικού A του μίγματος, ορίζεται το
κλάσμα των mol: nΑ / nολ
Δ
Δείκτες (οξέων - βάσεων ή πρωτολυτικοί): ασθενή οξέα ή βάσεις των οποίων το χρώμα εξαρτάται από το pΗ του διαλύματος στο οποίο έχουν προστεθεί.
Δεσμός υδρογόνου: δεσμός που ανα-
πτύσσεται συνήθως μεταξύ μορίων, όταν η ένωση περιέχει H ενωμένο ομοιοπολικά με άτομα ισχυρά ηλεκτραρνητικά και μικρό μέγεθος π.χ. F, Ο, N.
Διάβρωση: η επίδραση του περιβάλ-
λοντος πάνω στα υλικά και στα μέταλλα
ειδικότερα (διάβρωση μετάλλων).
Διαλυτότητα: η μέγιστη ποσότητα της διαλυμένης ουσίας που μπορεί να διαλυθεί σε συγκεκριμένο διαλύτη και σε σταθερές συνθήκες.
|