Διονύσιος Σολωμός
Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ
Ο Κρητικός του Διονυσίου Σολωμού (Ζάκυνθος 1798 – Κέρκυρα 1857), αφηγηματικό ποίημα σε πέντε μέρη, γράφεται κατά τη διετία 1833 έως 1834 και θεωρείται «σταθμός στην ποιητική πορεία του Σολωμού, το πρώτο από τα μεγάλα και σημαντικά ποιήματα της εντελώς ώριμης περιόδου του. Μολονότι χαρακτηρισμένο απόσπασμα, μπορεί να θεωρηθεί ποίημα απόλυτα ολοκληρωμένο, με εσωτερική ενότητα και συνοχή» (Λ. ΠΟΛΙΤΗΣ, Ποιητική Ανθολογία, Βιβλίο Πέμπτο: Ο Σολωμός και οι Εφτανησιώτες, Γαλαξίας, 1970 – Δωδώνη, 1976, σ. 206). Πηγή έμπνευσης του ποιητή στάθηκαν πραγματικά γεγονότα της επανάστασης στην Κρήτη: «κατάληψη της Μεσαράς και έπειτα των Σφακιών από τους Τούρκους στα 1823-24 και φυγή χιλιάδων Χριστιανών με πλοία από τη νότια και δυτική Κρήτη προς τα Κύθηρα, τα Αντικύθηρα και την Πελοπόννησο» (Σ. ΑΛΕΞΙΟΥ, «Εισαγωγή» στο ποίημα: Διονυσίου Σολωμού, Ποιήματα και Πεζά, Στιγμή, 1994, σ. 205). Το κείμενο του ποιήματος αναπαράγει το τραγούδι ενός πρόσφυγα Κρητικού, που μακριά από την ιδιαίτερη πατρίδα του αναπολεί τα περασμένα, πλεγμένα γύρω στο περιστατικό που καθόρισε τη ζωή του. Εν περιλήψει η υπόθεση των πέντε μερών: «[1-2] Ναυαγός ο Κρητικός προσπαθεί να σώσει την αγαπημένη του μέσα στην τρικυμία· [3-4] Η τρικυμία παύει απότομα και μπροστά του φανερώνεται μια "φεγγαροντυμένη" θεϊκή μορφή· [5] όταν η οπτασία χαθεί, θ' ακουστεί ένας μαγευτικός απόκοσμος ήχος που θα συνεπάρει την ψυχή του ναυαγού· κι όταν ο ήχος σωπάσει, θα φτάσει αυτός στην ακρογιαλιά, θ' αποθέσει εκεί την αγαπημένη του, αλλά θα είναι πεθαμένη» (Λ. ΠΟΛΙΤΗΣ, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Μ.Ι.Ε.Τ., 1978, σ. 147).
«Έλληνες εξόριστοι κοιτάζουν τη χαμένη πατρίδα τους», ελαιογραφία του Ary Scheffer.
1 [18.]
5
|
.....................................................................
.....................................................................
Ἐκοίταα, κι ἤτανε μακριά ἀκόμη τ' ἀκρογιάλι·
«Ἀστροπελέκι μου καλό, γιά ξαναφέξε πάλι!»
Τρία ἀστροπελέκια ἐπέσανε, ἕνα ξοπίσω στ' ἄλλο
Πολύ κοντά στήν κορασιά μέ βρόντημα μεγάλο·
Τά πέλαγα στήν ἀστραπή κι ὁ οὐρανός ἀντήχαν,1
Οἱ ἀκρογιαλιές καί τά βουνά μ' ὅσες φωνές κι ἄν εἶχαν. |
2 [19.]
|
Πιστέψετε π' ὅ,τι θά πῶ εἶν' ἀκριβή ἀλήθεια,
Μά τές πολλές λαβωματιές πού μὄφαγαν τά στήθια,
Μά τούς συντρόφους πὄπεσαν στήν Κρήτη πολεμώντας, Μά τήν ψυχή πού μ' ἔκαψε τόν κόσμο ἀπαρατώντας.2
|
5 |
(Λάλησε, Σάλπιγγα!3 κι ἐγώ τό σάβανο τινάζω,
Καί σχίζω δρόμο καί τς ἀχνούς ἀναστημένους4 κράζω:
«Μήν εἴδετε τήν ὀμορφιά πού τήν Κοιλάδα5 ἁγιάζει;
Πέστε, νά ἰδεῖτε τό καλό ἐσεῖς κι ὅ,τι σᾶς μοιάζει.6 Καπνός δέ μένει ἀπό τη γῆ· νιός οὐρανός ἐγίνη·7
|
10 |
Σάν πρῶτα ἐγώ τήν ἀγαπῶ καί θά κριθῶ μ' αὐτήνη.
— Ψηλά τήν εἴδαμε πρωί· τῆς τρέμαν τά λουλούδια8 Στή θύρα τῆς Παράδεισος9 πού ἐβγῆκε μέ τραγούδια·
Ἔψαλλε τήν Ἀνάσταση χαροποιά10 ἡ φωνή της,
Κι ἔδειχνεν ἀνυπομονιά γιά νά 'μπει στό κορμί της·11
|
15 |
Ὁ οὐρανός ὁλόκληρος ἀγρίκαε σαστισμένος,12 Τό κάψιμο ἀργοπόρουνε ὁ κόσμος ὁ ἀναμμένος·13
Καί τώρα ὀμπρός14 τήν εἴδαμε· ὀγλήγορα σαλεύει·
Ὅμως κοιτάζει ἐδῶ κι ἐκεῖ καί κάποιονε γυρεύει»). |
3 [20.]
|
Ἀκόμη ἐβάστουνε ἡ βροντή...............................
Κι ἡ θάλασσα, πού σκίρτησε σάν τό χοχλό πού βράζει,15
Ἡσύχασε καί ἔγινε ὅλο ἡσυχία καί πάστρα,16 Σάν περιβόλι εὐώδησε κι ἐδέχτηκε ὅλα τ' ἄστρα·17
|
5 |
Κάτι κρυφό μυστήριο ἐστένεψε τή φύση18
Κάθε ὀμορφιά νά στολιστεῖ καί τό θυμό ν' ἀφήσει.
Δέν εἶν' πνοή στόν οὐρανό, στή θάλασσα, φυσώντας Οὔτε ὅσο κάνει στόν ἀνθό ἡ μέλισσα περνώντας,19
Ὅμως κοντά στήν κορασιά, πού μ' ἔσφιξε κι ἐχάρη,
|
10 |
Ἐσειότουν τ' ὁλοστρόγγυλο καί λαγαρό φεγγάρι·20
Καί ξετυλίζει ὀγλήγορα κάτι πού ἐκεῖθε βγαίνει, Κι ὀμπρός μου ἰδού πού βρέθηκε μία φεγγαροντυμένη.21
Ἔτρεμε το δροσάτο φῶς22 στή θεϊκιά θωριά της,
Στά μάτια της τά ὁλόμαυρα καί στά χρυσά μαλλιά της. |
4 [21.]
|
Ἐκοίταξε τ' ἀστέρια, κι ἐκεῖνα ἀναγαλλιάσαν, Καί τήν ἀχτινοβόλησαν καί δέν τήν ἐσκεπάσαν·23
Κι ἀπό τό πέλαο, πού πατεῖ χωρίς νά τό σουφρώνει,24
Κυπαρισσένιο ἀνάερα τ' ἀνάστημα σηκώνει, |
5 |
Κι ἀνεῖ τς ἀγκάλες μ' ἔρωτα καί μέ ταπεινοσύνη,25 Κι ἔδειξε πάσαν ὀμορφιά καί πάσαν καλοσύνη.26 Τότε ἀπό φῶς μεσημερνό ἡ νύχτα πλημμυρίζει,27 Κι ἡ χτίσις ἔγινε ναός πού ὁλοῦθε λαμπυρίζει.28
Τέλος σ' ἐμέ πού βρίσκομουν ὀμπρός της μές στά ρεῖθρα,29
|
10 |
Καταπώς στέκει στό Βοριά ἡ πετροκαλαμίθρα,30
Ὄχι στήν κόρη, ἀλλά σ' ἐμέ τήν κεφαλή της κλίνει·
Τήν κοίταζα ὁ βαριόμοιρος, μ' ἐκοίταζε κι ἐκείνη. Ἔλεγα31 πώς τήν εἶχα ἰδεῖ πολύν καιρόν ὀπίσω, Κάν32 σέ ναό ζωγραφιστή μέ θαυμασμό περίσσο,
Κάνε τήν εἶχε ἐρωτικά ποιήσει ὁ λογισμός μου,
|
15 |
Κάν τ' ὄνειρο, ὅταν μ' ἔθρεφε τό γάλα τῆς μητρός μου·
Ἤτανε μνήμη παλαιή, γλυκιά κι ἀστοχισμένη, Πού ὀμπρός μου τώρα μ' ὅλη της τή δύναμη προβαίνει·33
Σάν τό νερό πού τό θωρεῖ τό μάτι ν' ἀναβρύζει
|
20 |
Ξάφνου ὀχ34 τά βάθη τοῦ βουνοῦ, κι ὁ ἥλιος τό στολίζει.
Βρύση ἔγινε το μάτι μου κι ὀμπρός του δέν ἐθώρα,
Κι ἔχασα αὐτό τό θεϊκό πρόσωπο γιά πολλή ὥρα,
Γιατί ἄκουγα35 τά μάτια της μέσα στά σωθικά μου, Πού ἐτρέμαν36 καί δέ μ' ἄφηναν νά βγάλω τή μιλιά μου· |
25 |
Ὅμως αὐτοί37 εἶναι θεοί, καί κατοικοῦν ἀπ' ὅπου Βλέπουνε μές στήν ἄβυσσο καί στήν καρδιά τ' ἀνθρώπου,38 Κι ἔνιωθα πώς μοῦ διάβαζε καλύτερα τό νοῦ μου39
Πάρεξ ἄν ἤθελε τῆς πῶ μέ θλίψη τοῦ χειλιοῦ μου:
«Κοίτα με μές στά σωθικά, πού φύτρωσαν οἱ πόνοι40
.......................................................................... ........................................................................... |
30 |
Ὅμως ἐξεχειλίσανε τά βάθη τῆς καρδιᾶς μου·
Τ' ἀδέλφια μου τά δυνατά οἱ Τοῦρκοι μοῦ τ' ἀδράξαν,
Τήν ἀδελφή μου ἀτίμησαν κι ἀμέσως τήν ἐσφάξαν,
Τόν γέροντα τόν κύρην μου ἐκάψανε τό βράδι,
Καί τήν αὐγή μοῦ ρίξανε τή μάνα στό πηγάδι.
|
35 |
Στήν Κρήτη...................................................... Μακριά 'πό κεῖθ' ἐγιόμισα τές φοῦχτες μου κι ἐβγῆκα.41
Βόηθα, Θεά, τό τρυφερό κλωνάρι42 μόνο νά 'χω· Σέ γκρεμό κρέμουμαι βαθύ,43 κι αὐτό βαστῶ μονάχο». |
5 [22.]
|
Ἐχαμογέλασε γλυκά στόν πόνο τῆς ψυχῆς μου,
Κι ἐδάκρυσαν τά μάτια της, κι ἐμοιάζαν τῆς καλῆς μου.
Ἐχάθη, ἀλιά μου! ἀλλ' ἄκουσα44 τοῦ δάκρυου της ραντίδα
Στό χέρι, πού 'χα σηκωτό μόλις ἐγώ τήν εἶδα. — |
5 |
Ἐγώ ἀπό κείνη τή στιγμή δέν ἔχω πλιά τό χέρι,
Π' ἀγνάντευεν Ἀγαρηνό κι ἐγύρευε μαχαίρι·
Χαρά δέν τοῦ 'ναι ὁ πόλεμος· τ' ἁπλώνω τοῦ διαβάτη
Ψωμοζητώντας, κι ἔρχεται μέ δακρυσμένο μάτι·
Κι ὅταν χορτάτα δυστυχιά τά μάτια μου ζαλεύουν,45
|
10 |
Ἀργά, κι ὀνείρατα σκληρά τήν ξαναζωντανεύουν,
Καί μέσα στ' ἄγριο πέλαγο τ' ἀστροπελέκι σκάει,
Κι ἡ θάλασσα νά καταπιεῖ τήν κόρη ἀναζητάει,
Ξυπνῶ φρενίτης,46 κάθομαι, κι ὁ νοῦς μου κινδυνεύει.
Καί βάνω τήν παλάμη μου, κι ἀμέσως γαληνεύει. — |
15 |
Τά κύματα ἔσχιζα μ' αὐτό,47 τ' ἄγρια καί μυρωδάτα,
Μέ δύναμη πού δέν εἶχα μήτε στά πρῶτα νιάτα,
Μήτε ὅταν ἐκροτούσαμε,48 πετώντας τά θηκάρια, Μάχη στενή μέ τούς πολλούς ὀλίγα παλληκάρια.49
Μήτε ὅταν τόν μπομπο-Ἰσούφ50 καί τς ἄλλους δύο βαροῦσα |
20 |
Σύρριζα στή Λαβύρινθο51 π' ἀλαίμαργα πατοῦσα.52
Στό πλέξιμο53 τό δυνατό ὁ χτύπος τῆς καρδιᾶς μου
(Κι αὐτό54 μοῦ τ' αὔξαιν') ἔκρουζε55 στήν πλεύρα τῆς κυρᾶς μου.
...............................................................................................
...............................................................................................
Ἀλλά τό πλέξιμ' ἄργουνε56 καί μοῦ τ' ἀποκοιμοῦσε57
Ἠχός, γλυκύτατος ἠχός, ὁπού μέ προβοδοῦσε.58
|
25 |
Δέν εἶναι κορασιᾶς φωνή στά δάση που φουντώνουν,
Καί βγαίνει τ' ἄστρο τοῦ βραδιοῦ59 καί τά νερά θολώνουν, Καί τόν κρυφό της ἔρωτα τῆς βρύσης τραγουδάει,
Τοῦ δέντρου καί τοῦ λουλουδιοῦ πού ἀνοίγει καί λυγάει·60
Δέν εἶν' ἀηδόνι κρητικό, πού σέρνει61 τή λαλιά του |
30 |
Σέ ψηλούς βράχους κι ἄγριους ὅπ' ἔχει τή φωλιά του,
Κι ἀντιβουΐζει ὁλονυχτίς ἀπό πολλή γλυκάδα
Ἡ θάλασσα πολύ μακριά, πολύ μακριά ἡ πεδιάδα,
Ὥστε πού πρόβαλε ἡ αὐγή καί ἔλιωσαν τ' ἀστέρια, Κι ἀκούει κι αὐτή62 καί πέφτουν της τά ρόδα ἀπό τά χέρια· |
35 |
Δέν εἶν' φιαμπόλι63 τό γλυκό, ὁπού τ' ἀγρίκαα μόνος
Στόν Ψηλορείτη ὅπου συχνά μ' ἐτράβουνεν ὁ πόνος
Κι ἔβλεπα τ' ἄστρο τ' οὐρανοῦ64 μεσουρανίς νά λάμπει
Καί τοῦ γελοῦσαν τά βουνά, τά πέλαγα κι οἱ κάμποι·
Κι ἐτάραζε τά σπλάχνα μου65 ἐλευθεριᾶς ἐλπίδα |
40 |
Κι ἐφώναζα: «ὦ θεϊκιά κι ὅλη αἵματα Πατρίδα!»
Κι ἅπλωνα κλαίοντας κατ' αὐτή τά χέρια μέ καμάρι· Καλή 'ν' ἡ μαύρη πέτρα της καί τό ξερό χορτάρι.66 Λαλούμενο,67 πουλί, φωνή, δέν εἶναι νά ταιριάζει, Ἴσως δέ σώζεται στή γῆ ἦχος πού νά τοῦ μοιάζει·68
|
45 |
Δέν εἶναι λόγια· ἦχος λεπτός...................... Δέν ἤθελε69 τόν ξαναπεῖ ὁ ἀντίλαλος κοντά του. Ἄν εἶν' δέν ἤξερα κοντά, ἄν ἔρχονται ἀπό πέρα·
Σάν τοῦ Μαϊοῦ τές εὐωδιές γιομίζαν τόν ἀέρα,70
Γλυκύτατοι, ἀνεκδιήγητοι71 ........................ |
50 |
Μόλις εἶν' ἔτσι δυνατός ὁ Ἔρωτας καί ὁ Χάρος.
Μ' ἄδραχνεν ὅλη τήν ψυχή, καί νά 'μπει δέν ἠμπόρει Ὁ οὐρανός, κι ἡ θάλασσα, κι ἡ ἀκρογιαλιά, κι ἡ κόρη·72
Μέ ἄδραχνε, καί μ' ἔκανε συχνά ν' ἀναζητήσω Τή σάρκα μου νά χωριστῶ73 γιά νά τόν ἀκλουθήσω. |
55 |
Ἔπαψε τέλος κι ἄδειασεν ἡ φύσις κι ἡ ψυχή μου,
Πού ἐστέναξε κι ἐγιόμισεν εὐθύς ὀχ τήν καλή μου·
Καί τέλος φθάνω στό γιαλό τήν ἀρραβωνιασμένη,
Τήν ἀπιθώνω μέ χαρά, κι ἤτανε πεθαμένη. |
Το κείμενο σύμφωνα με την κατάρτιση I. ΠΟΛΥΛΑ. Ακολουθείται η έκδ. Απάντων του Σολωμού από τον Λ. ΠΟΛΙΤΗ, τ. I: Ποιήματα, Αθ.: Ίκαρος, 1948, σσ. 197-206, με αποδεκτές τις ορθογραφικές επεμβάσεις του Σ. ΑΛΕΞΙΟΥ, Δ. Σολωμού, Ποιήματα και Πεζά, ό.π., σσ. 225 κ.εξ., και υιοθετημένες τις διορθώσεις παραναγνώσεων. Σε τετράγωνες παρενθέσεις μετά τους αριθμούς 1-5 των μερών, η αρίθμησή τους από τον ποιητή (18.-22.).
-
αντήχαν (αντήχααν σχηματισμένο όπως το Εκοίταα του στ. 1)· αντηχούσαν.
- Εκκλήσεις εμπίστευσης, που προοικονομούν εδώ καίρια σημεία της αφήγησης, οι όρκοι των σττ. 2-4 συνοδεύουν την αποστροφή του αφηγητή προς ένα υποθετικό ακροατήριο.
-
Λάλησε Σάλπιγγα! ενν. της Δευτέρας Παρουσίας — όπως στην Παλαιά Διαθήκη (Ιώβ ΛΘ' 24, Ζαχαρίας Θ' 14) και στις Επιστολές του Παύλου (Α' Προς Θεσσαλονικείς Δ' 16, Α' Προς Κορινθίους ΙΕ' 51-52), η έβδομη, κατά την Αποκάλυψη ΙΑ' 15· η «σάλπιγγα η στερνή» μνημονεύεται από τον Σολωμό στο Λάμπρο 2, στη Γυναίκα της Ζάκυθος κ.α. Με την αποστροφή αυτή ανοίγει παρένθεση, όπου ο Κρητικός οραματίζεται την ώρα που θα δει ξανά την αγαπημένη του, κατά την ανάσταση νεκρών για την Έσχατη Κρίση. Η πρόδρομη αφήγηση θα συνεχιστεί σκηνικά, στ. 7 κ.εξ., με υποφορά και ανθυποφορά, κατά το πρότυπο των δημοτικών τραγουδιών («Μην είδετε...; – ...την είδαμε...»).
-
αχνούς αναστημένους· εγερθείσες σκιές των θανόντων (αχνός: αμυδρή φιγούρα, έτοιμη να σβήσει).
- Αναφορά στην Κοιλάδα Ιωσαφάτ (πραγματικό τοπωνύμιο, ανατολικά της Ιερουσαλήμ), που ταυτίζεται στις δοξασίες Ιουδαίων, χριστιανών και μωαμεθανών με το θέατρο της παγκόσμιας Τελικής Κρίσης.
-
ό,τι σας μοιάζει· οι άλλες σκιές αναστημένων (ή, ίσως, άγγελοι)· «σαν κι εσάς».
-
Καπνός δε μένει από τη γη· όπως για τη Βαβυλώνα στην Αποκάλυψη ΙΘ΄ 3: «ὁ καπνός αὐτῆς ἀναβαίνει εἰς τούς αἰῶνας τῶν αιώνων»· νιος ουρανός εγίνη· όπως επίσης στην Αποκάλυψη ΚΑ΄ 1: «Καί εἶδον οὐρανόν καινόν...».
- Πρόκειται για τα «λουλούδια της παρθενιάς», επαναλαμβανόμενο μοτίβο στην ποίηση του Σολωμού (π.χ. «Η Φαρμακωμένη στον Άδη», στρ. 8: «το μέτωπο της νιας, | όπου ετρέμαν τα λουλούδια | τα λαμπρά της παρθενιάς» — κ.α.).
- Στη θύρα της Παράδεισος· και στην Ερωφίλη, Πρ. 5, σκ. 4, στ. 503 (κ.α.) βρίσκουμε «Την πόρτα τση Παράδεισος...»· στα δημοτικά τραγούδια επίσης: «Στην πόρτα της παράδεισος μηλιά είναι φυτρωμένη». Εικονοποιία κυρίως δυτικότροπη. Εκφραστικότατα, από τον Σολωμό πάλι, αλλού: «Στη θύρα την ολόχρυση της Παντοδυναμίας» («Εις το Θάνατο Αιμιλίας Ροδόσταμο» 2, στ. 1).
-
χαροποιά· εκφράζοντας ζωηρά τη χαρά της.
- Αναφορά στην ἐν σαρκί ανάσταση νεκρών, την οποία πιστεύει η Ορθόδοξη Εκκλησία (Ιώβ ΙΘ ' 26: «ἀναστήσει δέ τό δέρμα μου»).
- αγρίκαε· τη φωνή του Θεού.
- Η «γέεννα τοῦ πυρός» (Κατά Ματθαίον Ε' 22) και το «πυρ το άσβεστον/αιώνιον/εξώτερον» (διάσπαρτο στη χριστιανική φιλολογία) εναργή στις παραδόσεις του λαού μας.
-
τώρα ομπρός· μόλις πριν από λίγο.
-
σκίρτησε· αόριστος σε θέση παρατατικού («σκιρτούσε»: αναταρασσόταν)· χοχλό: κοχλασμό, βράσιμο. Η μεταφορά αυτή που απαντά επίσης στη Γυναίκα της Ζάκυθος (Κεφ. 5, 12) και στους Ελεύθερους Πολιορκημένους (Σχεδ. Α' 1 και Β' 4), έχει ως πηγή τον Ερωτόκριτο Γ', στ. 363: «Σαν το θερμό στα κάρβουνα που ο χόχλος το φουσκώνει...».
-
πάστρα· καθαρότητα, διαύγεια.
- Η εικόνα του στίχου αποχτά ένα πιο συγκεκριμένο νόημα σε παραλλαγές του, όπως: «Σαν περιβόλι ευώδησε και τ' άνθη του ήταν τ' άστρα».
-
κρυφό μυστήριο· μυστική/απόκρυφη δραστηριότητα (ήδη στη Σοφία Σολομώντος ΙΔ' 23 συναντάμε «τεκνοφόνους τελετάς ἤ κρύφια μυστήρια»· με θετικό περιεχόμενο απαντά στους Ελεύθερους Πολιορκημένους, Σχεδ. Γ' 1, στ. 1-2: «Μητέρα, μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα, | Κι αν στο κρυφό μυστήριο ζουν πάντα τα παιδιά σου...»)· εστένεψε τη φύση: επιβλήθηκε (στην πλάση), την ανάγκασε...
- Η ακινησία και η γαλήνη της φύσης που απαντά και στο θέμα του «Πειρασμού» (Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, Σχεδ. Β' 2 και Γ' 6).
- Βλ. και Ερωτόκριτος Β' στ. 309: «Είχε φεγγάρι λαμπιρό και στρογγυλό γεμάτο» (πανσέληνος), λαγαρό: διαυγές, καθαρό, φωτεινό. Το ρήμα Εσειότουν αντί του Έτρεμε των Αυτογράφων, κατ' αναλογία άλλων στίχων από τον I. ΠΟΛΥΛΑ· ο Σ. ΑΛΕΞΙΟΥ το προσαρμόζει σε Εσειόνταν.
- «Καί σημεῖον μέγα ὤφθη ἐν τῷ οὐρανῷ, γυνή περιβεβλημένη τόν ἥλιον, καί ἡ σελήνη ὑποκάτω τῶν ποδῶν αὐτῆς, καί ἐπί τῆς κεφαλῆς αὐτῆς στέφανος ἀστέρων δώδεκα» (Αποκάλυψις ΙΒ' 1). Για τη φιγούρα της φεγγαροντυμένης στον Κρητικό έχουν κατατεθεί πολλές ερμηνείες: «ομορφιά της ζωής και της φύσης», Αφροδίτη, Ελευθερία-Ελλάδα, Νεράιδα, η πλατωνική Ιδέα [...], η Παναγία, ο «θείος έρωτας», η «θεία πρόνοια», το «αποκαλυπτικό ύψιστο», αλλά και το «πνεύμα της γης», η ψυχή της αρρεβωνιαστικιάς κ.ά. — οι σχετικές απόψεις γενικώς σήμερα θα μπορούσαν να ταξινομηθούν με βάση την τελική τους συνεπαγωγή να την ταυτίζουν ή όχι με τη φεγγαροντυμένη του «Πειρασμού» (ό.π.). Πρώτη εμφάνιση του θέματος με αυτοτέλεια στον Λάμπρο (απ. 32 — που ο Σ. ΑΛΕΞΙΟΥ, ό.π., σ. 179, τιτλοφορεί «Η Αναδυομένη»).
- δροσάτο φως· Αποδίδει τις ανταύγειες του φεγγαρόφωτου στη μορφή της μυστηριακής γυναίκας. (Σχήμα συναισθησίας, εφόσον συμφύρονται δυο διαφορετικές αισθήσεις, αλλά και οξύμωρο, αν ληφθεί υπόψη ότι το φως αποτελεί πηγή θερμότητας).
- Το νόημα του στίχου: «Το φως την έλουσε χωρίς να την εξαφανίσει».
- χωρίς να το σουφρώνει· χωρίς καν να ρυτιδώνει, χωρίς και κατά το ελάχιστο να υποχωρεί η επιφάνεια του νερού στο βήμα της, χωρίς να βυθίζεται.
- Και στον Ερωτόκριτο Β ', στ. 2044: «με σπλάχνος και ταπείνωσιν αγκαλιαστόν τον πιάνει».
-
ομορφιά-καλοσύνη· το αρχαίο ελληνικό ιδεώδες τοῦ καλοῦ κἀγαθοῦ, διηθημένο μέσα από τη χριστιανική σημασία των όρων.
- Ανάλογη στη δημώδη παράδοσή μας παράσταση του αδιανόητου καθ' υπερβολή — βλ. π.χ. «Ποιος είδε νήλιο από βραδύς κι άστρι το μεσημέρι» στο τραγούδι «Της Λιογέννητης»).
-
η χτίσις... λαμπυρίζει· χριστιανικός ανιμισμός που απαντά και αλλού στο Σολωμό (π.χ. στο «Carmen Seculare», 3, στ. 8). Στους στ. 1-8 ανιούσα κλιμάκωση της φωτοχυσίας με συνδρομή πολυσύνδετου.
-
ρείθρα· (με την αρχαία σημασία, ῥέεθρα) υδάτινα ρεύματα (σημερ. σημασία: χαντάκια, αυλάκια στο πλάι των δρόμων, κοίτες ποταμών).
-
πετροκαλαμίθρα (αντιδάνειο: καλαμίτις < βενετ. pietra calamita)· είδος πρωτόγονης (επιπλέουσας σε δοχείο με νερό) μαγνητικής βελόνας από καλάμι, δείκτης πυξίδας· αλεξικέραυνο (όπως ενδεχομένως στην υστερότερη παραλλαγή: «εγώ το σίδερο κι αυτή η πετροκαλαμίθρα»). Το φαινόμενο του μαγνητισμού αξιοποιήθηκε μεταφορικά για την έλξη μεταξύ ψυχών, πνευμάτων, σωμάτων σε πάμπολλα κείμενα ήδη από την αρχαιότητα.
- Έλεγα· συλλογιζόμουν, είχα την εντύπωση.
-
Κάν-Κάνε· λες και, είτε-είτε.
- Στους στίχους 13-18 ανιχνεύονται απηχήσεις πλατωνικών και αριστοτελικών απόψεων για την αναγνώριση, στα πράγματα του κόσμου τούτου, ιδεών (προτύπων) που η ψυχή μας είχε αντικρίσει σ' ένα προσωματικό της στάδιο. Η εξιδανίκευση της φεγγαροντυμένης, εντούτοις, συνδέεται και με ρομαντικές πηγές.
-
οχ (ιδιωμ. < ἐκ)· από. Πολύ συνηθισμένο στον Σολωμό.
-
άκουγα· ένιωθα — με την ίδια σημασία το ρήμα και πιο κάτω, 5 [22.], στ. 3. Ο Σ. ΑΛΕΞΙΟΥ γράφει άκουσα υιοθετώντας τη γραφή των Σολωμικών Αυτογράφων.
-
Που ετρέμαν· Έτρεμαν γράφει ο Σ. ΑΛΕΞΙΟΥ (βάζοντας άνω τελεία στο τέλος του προηγούμενου στίχου) για να αποφύγει «την παρανόηση ότι "έτρεμαν τα σωθικά", ενώ πρόκειται για τα μάτια της Φεγγαροντυμένης».
-
αυτοί — αντί αυτά (δηλ. τα μάτια)· έλξη του γένους από το θεοί.
-
Σοφία Σειράχ ΜΒ' 18: «Ἄβυσσον καί καρδίαν ἐξίχνευσε...»· επίσης στη Θυσία του Αβραάμ, στ. 74: «οπού τα μέσα της καρδιάς και τα κουρφά γνωρίζει».
- Νους σε αντιβολή προς την καρδιά εδώ (σκέψεις-αισθήματα)· πβ. Παραλειπόμενων Α', ΚΘ' 17: «ἔγνων, Κύριε, ὅ,τι σύ εἶ ὁ ἐτάζων [εξερευνών] καρδίας».
- Αξίζει να σημειωθούν παραλλαγές του στίχου, όπως π.χ. «Τούτ' η ψυχή είναι βαθιά κι εγιόμισ' από πόνο», που απασχολούν το Σολωμό κατά τη σύνθεση του έργου («μοτίβο της δοκιμασίας»).
- Ελλείπει το δεύτερο (έμμεσο) αντικείμενο του δίπτωτου ρήματος εγιόμισα: χώμα, όπως μας υποδεικνύουν άλλες παραλλαγές του μοτίβου («Ω παλληκάρι, φεύγα· | πάρε μια φούχτα από τη γη την ποθητή σου κι έβγα», σε Σχεδίασμα της ίδιας εποχής — επίσης στους Ελεύθερους Πολιορκημένους και τον Πόρφυρα).
-
το τρυφερό κλωνάρι· περίφραση για την κόρη. Και στον Ερωτόκριτο Α', στ. 57 κ.εξ., για την Αρετούσα: «Άρχιξε κι εμεγάλωνε το δροσερό κλωνάρι, | κι επλήθαινε στην ομορφιά, στη γνώση κι εις τη χάρη».
- Η μεταφορά και στον Ερωτόκριτο Γ', στ. 1164· «σ' έτοιο γκρεμνό μεγάλο».
-
άκουσα· όπως στον στ. 23 του 4 [21.]· ραντίδα· ρανίδα (< ραίνω), σταγόνα, σταλαγματιά.
-
ζαλεύουν (<κοιν. ζαλώνω· φορτώνω, επιβαρύνω· ή κρητ. ζάλο· βήμα, βηματισμός): ζαλίζονται, αναστρέφονται (;) / βαραίνουν από κούραση. Για ένα διάστημα (ως το 1974) ο Λ. ΠΟΛΙΤΗΣ είχε υποστηρίξει την ανάγνωση σαλεύουν.
-
φρενίτης (< φρένα)· φρενιασμένος, έξω φρενών, μανιακός, ταραγμένος· ο νους μου κινδυνεύει· πάω να χάσω το μυαλό μου, διακινδυνεύεται η πνευματική μου ισορροπία.
-
μ' αυτό, αντί μ' αυτή (την παλάμη): η ασυμφωνία των γενών οφείλεται ίσως στην παρεμβολή της αναδρομής· με τη στίξη (δηλ. τις μπάρες που καθιστούν παρενθετικούς τους στ. 5-14) ο στ. 15 έρχεται ως συνέχεια του στ. 4. Ο Σ. ΑΛΕΞΙΟΥ αντικαθιστά το στίχο 15 με τον εξής (από τα Σολωμικά Αυτόγραφα), που ο I. ΠΟΛΥΛΑΣ είχε παραθέσει στο υπόμνημά του: «Και τα νερά 'σχιζα μ' αυτό τα μυριομυρωδάτα».
-
εκροτούσαμε· συγκροτούσαμε, συνάπταμε.
- Βλ. και στην Οδύσσεια ι 57' «τόφρα δ' ἀλεξόμενοι μένομεν πλέονάς περ ἐόντας» («ως τότε τους κρατούσαμε, κι ας ήτανε χιλιάδες», μτφρ. Ζ. Σίδερης).
-
Ισούφ και οι άλλοι δύο- προφανώς, συμβατικές παρουσίες Αιγυπτίων, από εκείνους που πολιόρκησαν μάταια τη Λαβύρινθο. Το μπομπο- εξευτελιστικής σημασίας πρώτο συνθετικό (όπως π.χ. στη Γυναίκα της Ζάκυθος, Κεφ. 9, 10: «μπομπόκορμο»)· το τουρκικό όνομα Ισούφ έχει ξαναχρησιμοποιηθεί από τον Σολωμό με εμπαικτική διάθεση (στη σάτιρά του «Πρωτοχρονιά», στ. 75).
- Στη Λαβύρινθο (όπως οι ντόπιοι ονόμαζαν από τα μεσαιωνικά χρόνια ένα ρωμαϊκό λατομείο στην περιοχή της Γόρτυνας) αναζήτησαν καταφύγιο το καλοκαίρι του 1823 πλήθος χριστιανών· μόνο τον επόμενο χρόνο κατάφεραν οι Τουρκοαιγύπτιοι να επιβάλουν κι εκεί την εξουσία τους, αφού δεκάδες χιλιάδων Κρητικοί είχαν στο μεταξύ εγκαταλείψει την πατρίδα τους.
-
πατούσα· (εδώ ιδίως) κυρίευα, κρατούσα κυριαρχικά· το επίρρημα αλαίμαργα, μεταφορικό, προς δήλωση του πολεμικού μένους.
-
πλέξιμο· η πλεύση, το κολύμπημα (βλ. και στ. 23 παρακάτω).
- Δηλαδή το κολύμπημα «το δυνατό» (η μεγάλη σωματική προσπάθεια): αυτό επετάχυνε το χτυποκάρδι. Ή πρωθύστερα: το κολύμπημα δυνάμωνε επειδή ένιωθε την παρουσία της κόρης.
-
έκρουζε· χτυπούσε, έκρουε· πλεύρα: το πλευρό· το πλάι. Για το ριμάρισμα των στ. 21-22 βλ. στον Ερωτόκριτο Β', στ. 2441-42: «Θάμασμα πώς δεν είδασι τον πόνο της καρδιάς του | την ώρα που του 'γγίξασι τα χέρια της κεράς του». Για το χάσμα μεταξύ των στ. 22 και 23 ο I. ΠΟΛΥΛΑΣ σημειώνει:
Εδώ ήθελε να θέσει ο ποιητής μίαν παρομοίωση, της οποίας έχομε τους εξής στίχους· αυτοί όμως δεν ευρίσκονται εις το ύστερο σχεδίασμα:
Πάει σαν αλάφι πόφυγε του κυνηγού τα βέλη,
Και φεύγει κι από τ' ανθηρά κρεμάμενα κλωνάρια,
Κι από τον μαύρον ίσκιο του σε ρεύματα καθάρια.
-
άργουνε· αργοπορούσε, καθυστερούσε, βράδυνε.
-
μου τ' αποκοιμούσε· μου το καθυστερούσε, το καθιστούσε ράθυμο, νωθρό, αργό.
-
με προβοδούσε· με προέπεμπε, με συνόδευε.
-
άστρο του βραδιού· η Σελήνη; η Πούλια; Το θόλωμα των νερών είναι η ώρα του δειλινού· βλ. και στους Ελεύθερους Πολιορκημένους, Σχεδ. Γ' 2, στ. 6: «Και σα θολώσουν τα νερά, και τ' άστρα σαν πληθύνουν».
- Χιαστό στο εσωτερικό του στίχου. Το δίστιχο 27-28 έχει διαγραφεί στο χειρόγραφο από τον Σολωμό, που σημείωσε στο περιθώριο: «Βάλ' το αλλού» — «Δεν το έβαλε όμως πουθενά αλλού, και έκαμε άριστα, ο Πολυλάς που μας διέσωσε τους έξοχους στίχους», σημειώνει ο Λ. ΠΟΛΙΤΗΣ (Γύρω στον Σολωμό: Μελέτες και Άρθρα..., Αθ.: Μ.Ι.Ε.Τ., 1985, σ. 422), διορθώνοντας επιπλέον την παρανάγνωση του I. ΠΟΛΥΛΑ φύσης στον στ. 27 σε βρύσης.
-
σέρνει· ανάγνωση του Λ. ΠΟΛΙΤΗ· ο I. ΠΟΛYΛΑΣ είχε διαβάσει παίρνει.
-
Κι ακούει κι αυτή· δηλ. η αυγή· παρβ. το ομηρικό ροδοδάκτυλος Ηώς.
-
φιαμπόλι· αυτοσχέδιο πνευστό όργανο των ποιμένων (σουραύλι).
-
άστρο τ' ουρανού· περίφραση για τον ήλιο.
-
ετάραζε τα σπλάχνα μου· συγκλόνιζε την ψυχή μου, με συγκλόνιζε βαθιά.
- Ο στίχος επανέρχεται και στο κατοπινότερο έργο του Σολωμού (στους Ελεύθερους Πολιορκημένους π.χ., Σχεδ. Β' και Γ').
-
Λαλούμενο· μουσικό όργανο.
- Υποσημείωση του I. ΠΟΛΥΛΑ στο στίχο:
«Εδώ ήθελε κατ' αρχάς ο ποιητής να προσθέσει:
Ήταν εντύπωση ανεκδιήγητη, οποίαν κανείς ίσως δεν εδοκίμασε, ειμή ο πρώτος άνθρωπος, όταν επρωτοανάπνευσε, και ο ουρανός, η γη και η θάλασσα, πλασμένα γι' αυτόν, ακόμη εις όλη τους την τελειότητα, αναγαλλιάζανε μέσα εις την ψυχή του —
Γλυκιά ζωή, που το πουλί μισοπλασμένο ακόμα Είχε πρωτύτερα αισθανθεί με τον κιλαϊδισμό του Και τον αέρα εχτύπουνε με το ζεστό φτερό του· Κι ο αέρας ο αμόλυντος, το δέντρο που 'χε ανθίσει. Το καρτερούσαν ν' ανεβεί να πρωτοκιλαϊδήσει,—
Έως οπού εις τη μέθη του νοός και της καρδιάς του, τον έπιασε, σύμβολο του θανάτου, ο ύπνος, όθεν αυτός έμελλ' έπειτα να ξυπνήση και να ευρεθή σιμά του.
Της ομορφιάς βασίλισσα και να γενεί δική του».
-
Δεν ήθελε· δεν επρόκειτο, δε θα τολμούσε να· κοντά του (επιρρ.): συνοδευτικά, ως συνοδεία.
- Στους στ. 47-48 παρατηρείται στροφή του υποκειμένου από τον ενικό, ηχός / ήχος, σε πληθυντικό (ήχοι).
-
ανεκδιήγητοι [ενν. ήχοι]· ανεκλάλητοι, άρρητοι, εξωανθρώπινοι (το επίθετο απαντά στους Πατέρες της Εκκλησίας και την Υμνογραφία).
- Πολυσύνδετο σχήμα συσσώρευσης. Νοηματικά· «Ο απόκοσμος ήχος με συνάρπαζε, και δε με άφηνε να προσηλωθώ ολόψυχα στις συνθήκες και το καθήκον της στιγμής».
- Η δυιστική αντίληψη (σώμα-ψυχή) διάχυτη σε όλη την ελληνική και δυτική παράδοση, από τις φιλοσοφικές θεωρίες ώς τις λαϊκές δοξασίες, έτσι και στους Ελεύθερους Πολιορκημένους, Σχεδ. Β' 9, στ. 9· «Γλυκιά κι ελεύθερ' η ψυχή σα να 'τανε βγαλμένη».
|
Ερωτήσεις
Ενότητα 1η Ο Κρητικός είναι ποίημα λυρικό και αφηγηματικό. Στην ενότητα αυτή να επισημάνετε: α) τον τρόπο που αρχίζει η αφήγηση, β) τα πρόσωπα, γ) τον τόπο που βρίσκονται, δ) τη σκηνοθετική εικονοπλασία.
Ενότητα 2η 1. Η ενότητα αποτελείται από δυο μέρη. Στο πρώτο ο αφηγητής προσπαθεί να πείσει τους υποθετικούς ακροατές για την αλήθεια των λεγομένων του. Γιατί; Με ποιον τρόπο προσπαθεί; Τι επικαλείται; 2. Στο δεύτερο μέρος, που είναι σε παρένθεση, η λυρική αφήγηση ανάγεται σε επίπεδο μεταφυσικό. Γιατί; Με ποιους διαλέγεται ο αφηγητής - ήρωας; Τι τους ρωτά και τι του απαντούν; Η απάντηση τους τι είδους γνωρίσματα της κόρης αναδεικνύει; ΙΙοια στοιχεία φανερώνουν τα αισθήματα της προς τον ήρωα;
Ενότητα 3η Εδώ η αφήγηση επανέρχεται στην αρχική σκηνή. Να συζητήσετε: α) τη μεταστροφή των φυσικών συνθηκών και τις εκφράσεις που την αποδίδουν, β) τον όρο «κρυφό μυστήριο» σε σχέση με ό,τι πρόκειται να ακολουθήσει, γ) το όραμα της φεγγαροντυμένης σε σχέση με πιθανές ερμηνείες του.
Ενότητα 4η Η ενότητα καλύπτεται με το όραμα της φεγγαροντυμένης. Να παρακολουθήσετε: α) Την περιγραφή και την κίνηση της οπτασίας, β) τις σκέψεις και τα συναισθήματα του ήρωα, γ) τη «φωνή» του ήρωα σε σχέση με τα περασμένα γεγονότα στην Κρήτη, δ) την επίκληση του ήρωα.
Ενότητα 5η Το όραμια εξαφανίζεται. Να παρακολουθήσετε: α) τη μετάβαση στο παρόν της αφήγησης. Ποια είναι η κατάσταση του ήρωα «τώρα»; β) τις άλλες χρονικές μετατοπίσεις - αναδρομές. Ποιες πρόσθετες πληροφορίες δίνουν για το παρελθόν του αφηγητή; γ) την επάνοδο στη σκηνή του ναυαγίου και τη μουσική πρόκληση της φύσης (γλυκύτατος ηχός). Με ποιο τρόπο προσπαθεί να προσδιορίσει την υφή του ήχου ο αφηγητής και πού καταλήγει; δ) Το δραματικό τέλος. Πώς συνδέεται με την αρχή του ποιήματος;
Γενικές ερωτήσεις
-
Να εντοπίσετε τους χρόνους, τα διάφορα χρονικά επίπεδα της αφήγησης, τις αναδρομές και τις προλήψεις.
- Να εντοπίσετε στο ποίημα ήχους, φωτισμούς-χρώματα και ανθρώπινες φωνές-ομιλίες.
- Να παρακολουθήσετε τη δράση της φύσης σε σχέση με τον αγώνα του ήρωα.
- Να εντοπίσετε βασικά σχήματα λόγου στο ποίημα και να συζητήσετε το ρόλο και τη λειτουργία τους.
- Να σημειώσετε στίχους και θέματα που βρίσκονται και σε άλλα ποιήματα του Σολωμού.
- Να επισημάνετε στο ποίημα τις κύριες γραμματολογικές επιρροές του ποιητή.
- Αν η θρησκεία, η πατρίδα, η φύση και η γυναίκα (στην ιδανική μορφή τους) είναι τα κύρια θέματα της Επτανησιακής Σχολής, να βρείτε στον Κρητικό στοιχεία που επιβεβαιώνουν ότι αποτελεί χαρακτηριστικό ποίημα της Επτανησιακής Σχολής.
|