Όπως
ανέβαινες, ανέβαινε μαζί σου
κι
ένα απ' τα πανάκριβα στερνά μου ποιήματα.
Όσο
πλησίαζες
γινόταν
ευκρινέστερη η δομή του
Μπορούσα
να το φανταστώ σχεδόν τελειωμένο
μπορούσα
να
πάρω ένα μολύβι να το γράψω.
Η ανάπτυξή του αναστελλόταν μοναχά
απ'
την παρεμβολή περαστικών τυχαίων.
Δεν
έπρεπε να σταματήσεις μακριά
απ'
το σημείο που 'στεκα,
δεν
έπρεπε να στρίψεις ξαφνικά
σε
μια απ' τις παρόδους της λεωφόρου που ανηφόριζες
—Θε
μου— δεν έπρεπε έτσι να χαθείς
πριν
προφτάσω να διαβάσω το πιο καίριο:
Ό,τι
είχαν να προσθέσουνε τα μάτια σου.
|