Οικολογία | ||
Η ζωή είναι εκεί, εδώ απλώς χάνεται Τον... άλλο αιώνα οι αποφάσεις για το περιβάλλον
Εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι
άγρια μέντα
Εκεί που σμίγανε τα χέρια τους
οι μύστες
Εκεί που η θάλασσα γινόταν ευλογία
Κοιμήσου Περσεφόνη
Η ζωή είναι εκεί, εδώ απλώς χάνεται
Το οροπέδιο πάλλευκο. Το χιόνι είχε καλύψει τα πάντα. Από τις κορυφογραμμές μέχρι το μέσο του κάμπου το λευκό κυριαρχούσε. Λαμπύριζαν οι πρωινές ηλιαχτίδες, το φως εκτυφλωτικό, από την αντανάκλαση στον παγωμένο μανδύα της φύσης. Ήρεμο, ειρηνικό το τοπίο, χριστουγεννιάτικο όσο ποτέ, μετέδιδε τη γαλήνη του απέραντου. Γέμιζε την ψυχή, ελευθέρωνε το νου και γλύκαινε την καρδιά. Πρωί των Χριστουγέννων, εκεί κοντά στις πηγές του Ενιπέα, λίγο μακρύτερα από τη Φιλιαδώνα και τη Μελιτέα, τα χωριά με τα αρχαιοπρεπή ονόματα, που μαρτυρούν μακρινή καταγωγή, η φύση έδινε τα πάντα. Τα δένδρα παγωμένα, με το χιόνι κρυσταλλωμένα στα γυμνά κλαδιά, ο ουρανός καταγάλανος να μη θυμίζει τη χιονοθύελλα των προηγούμενων ημερών, όλα ακίνητα, σαν να ήταν εκεί από πάντα, έτοιμα να γοητεύσουν τον καθένα. Αριστερά και δεξιά από το ποτάμι οι ιτιές γερμένες, τα πλατάνια αγέρωχα και οι βελανιδιές με λίγα ξεχασμένα φαιοκόκκινα φύλλα, σε καλούν να πας κοντά. Να δεις, να ακούσεις το φύσημα του παγωμένου αγέρα, να νιώσεις το κελάρισμα του νερού, να πατήσεις το χιόνι, που σκεπάζει τα φύλλα, να περπατήσεις ανάλαφρα, να νιώθεις πως πετάς. Να ξεφύγεις, να γίνεις ένα με τα πουλιά, που σκίζουν τον αγέρα, κελαηδούν, σπάνε τον πάγο και κάνουν τον τόπο ακόμα ομορφότερο. Ήταν και το χιόνι, το κρύο, που τα ξεσήκωσε και τα έφερε στο ποτάμι, εκεί που ξεμύτιζε κανένα κομμάτι γης. Σμήνη σπουργιτιών, να τιτιβίζουν ακατάπαυστα, κορυδαλλοί –κατσιλιέροι για τους ντόπιους– να ορθοπετάνε και το λοφίο να ξεχωρίζει, κοκκινολαίμηδες φουσκωτοί και όμορφοι να πετάνε από θάμνο σε θάμνο για κανένα σπόρο, κοτσύφια γλυκόφωνα με τις κιτρινωπές μύτες, φλώροι πανέμορφοι και καρδερίνες μούσες να κελαηδούν και να ξεσηκώνουν το πρωινό. Κίσσες πεταχτές και σουσουράδες λυγερές να γλυκοπατούν στις όχθες του Ενιπέα μπας και τύχει κάτι. Και μαζί σε κανένα κορμό, σε καμιά κορφή, το αρπαχτικό γεράκι να παραμονεύει το θήραμα. Να ρίχνει βλέμματα επιθετικά στους απρόσκλητους περαστικούς, που ταράζουν την ισορροπία της περιοχής, να ανοίγει τις φτερούγες και να αργοπετά όλο χάρη και σιγουριά μέχρι το επόμενο δένδρο. Και εκεί στη μέση του κάμπου, ένα απομεινάρι δάσους από βελανιδιές. Περίπου χίλια δένδρα, πυκνά το ένα δίπλα στο άλλο, σε πάνε αλλού. Εξ αυτού του λόγου γλίτωσαν στην εποχή της ξεχέρσωσης και της αύξησης των καλλιεργούμενων γαιών, έρχονται να συμπληρώσουν την εικόνα. Και έτσι ήταν όλα εκεί να βεβαιώνουν το μεγαλείο της φύσης, να κλονίζουν την πίστη μας για τον πολιτισμό μας τον αδηφάγο, που κατατρώγει τη μία μετά την άλλη τις γωνιές της ειρήνης, της γαλήνιας και φυσικής, χωρίς επεμβάσεις και φτιασιδώματα, δημιουργίας. Είναι οι εικόνες τόσο δυνατές, τόσο έντονες, τόσο νοσταλγικές όταν φεύγουν, που ταλαντεύουν και τον πιο δογματικό υπερασπιστή της πολύβουης ζωής των πόλεων. Είναι τα σήματα της φύσης τόσο διεγερτικά, τόσο ζωογόνα, που θα ξεσήκωναν ακόμη και τον πιο αλλοτριωμένο αστό, που νομίζει ότι ζει καταναλώνοντας χωρίς συστολή σ' αυτή την τερατούπολη ό,τι ξέμεινε στον κόσμο. Είναι εκεί που ο καθείς αρχίζει να αμφιβάλλει για την καθημερινότητά του τη βασανιστική, για την ταραγμένη από τους θορύβους, τη ρύπανση, το άγχος και τις υποχρεώσεις της ζωής του. Είναι εκεί που νιώθεις πραγματικά τι έχεις και τι χάνεις. Ή τέλος πάντων τι αγνοείς, τι έχεις ξεχάσει με τα χρόνια ή το λιγότερο για ποια αδιαφορείς. Εξεγείρεται εκεί η ίδια η ύπαρξη μας. Με τη σκέψη και μόνο ότι αυτός ο τόπος σε λίγα χρόνια μπορεί να είναι νεκρός, πληγωμένος από την παρουσία μας και την υπερεκμετάλλευση του φυσικού κεφαλαίου, σε πιάνει τρέλα. Αντιλαμβάνεται ο καθείς την απώλεια, το μέγεθος της και τις συνέπειές της. Ρύπανση, φυτοφάρμακα, σκουπίδια, λύματα του πολιτισμού μας, φωτιές, επεμβάσεις, παραγωγικές δραστηριότητες, ξοδεύουν το κεφάλαιο της φύσης. Απογυμνώνουν το περιβάλλον, αφαιρούν συνεχώς, περιορίζουν εν τέλει τη ζωή μας. Την ασχημαίνουν, την κάνουν ολοένα και πιο γκρίζα, περισσότερο θολή. Αφαιρούν το χρώμα, το φως, τη ζεστασιά, τη χαρά, καθιστούν τη ζωή ψυχρή και ανάποδη. Και ο άνθρωπος χάνει συνεχώς, κλείνεται, ολοένα και περισσότερο, αυτοπεριορίζεται για να κλειστεί τέλος στον μυστικοπαθή και σκοτεινό εσωτερικό του κόσμο, που τον ταράζει, τον μεταβάλλει, τον μετατρέπει σε ψυχολογικό ράκος. Τούτη η πορεία, της συνεχούς και αδυσώπητης καταστροφής, πρέπει να σταματήσει τουλάχιστον εδώ. Να μην έχει συνέχεια. Και δεν είναι τούτο το έργο μόνο της πολιτείας ή της όποιας κυβέρνησης. Έχουμε όλη ευθύνη και συμμετοχή στη συντελούμενη καταστροφή. Και δεν μπορούμε να μένουμε απαθείς παρατηρητές. Υπάρχουν τρόποι, υπάρχει εμπειρία, διεθνώς. Αλλού οι πολίτες αυτενεργούν. Παίρνουν την υπόθεση της προστασίας του περιβάλλοντος στα χέρια τους. Αυτοοργανώνονται. Αναπτύσσουν εθελοντικό έργο. Κινούνται, θυσιάζουν χρόνο και υποχρεώσεις για να διαφυλάξουν τη ζωή τη δική τους και των παιδιών τους.
[...] Το τέλος της δεύτερης χιλιετίας –παρόλο που ορόσημο αυθαίρετο– βρίσκει τη Γη και τους κατοίκους της απειλούμενους από μια ανάπτυξη χωρίς μέτρο· που μήτε το φυσικό περιβάλλον σέβεται, αλλά και τις πραγματικές ανάγκες του ανθρώπου αλλοιώνει. Αν ληφθεί υπ' όψιν ότι, κατά την ίδια περίοδο, μεγάλες είναι οι κατακτήσεις της επιστήμης και ότι η πρόοδος της τεχνολογίας είναι ικανή να απαλλάξει το ανθρώπινο είδος από πολλά προβλήματα, η κατάληξη αυτή των πραγμάτων έχει δυσδιάκριτες τις ερμηνείες. Είναι αναμφισβήτητο ότι οι αντιλήψεις ή πρακτικές, που οδήγησαν σ' αυτόν τον τύπο αναπτύξεως, είναι βαθύτατα ριζωμένες και στο σύγχρονο πολιτισμό. Κάποιες από τις αντιλήψεις αυτές πιθανόν ανακλούν στο βιολογικό μας παρελθόν. Ότι η φύση υπάρχει για να εξυπηρετεί τις ανθρώπινες ανάγκες και ότι με τα άλλα είδη ζώων ευρισκόμαστε εξ ανάγκης σε εμπόλεμη κατάσταση. Άλλες υποδηλώνουν μια εκπλήσσουσα αφέλεια, που οφείλεται ίσως στην γεωκεντρική αντίληψη για τον κόσμο –που εδέσποζε επί αιώνες– και την άγνοια: Το ανεξάντλητο, για παράδειγμα, των ενεργειακών πηγών της γης και οι απέραντες δυνατότητες των φυσικών της πόρων. Άλλες, τέλος, από τις πρακτικές και αντιλήψεις της αναπτύξεως, είναι ασφαλώς συνέπειες ενός κοινωνικού συστήματος, που οι ιστορικοί ονόμασαν καπιταλιστικό και που, ως προς τον σεβασμό του περιβάλλοντος τουλάχιστον, απεδείχθη ότι δεν διέφερε πολύ από το σύστημα που, οι ιστορικοί και πάλι, ονόμασαν σοσιαλιστικό. Ασφαλώς, πολλές από τις γνώσεις ή τα προβλήματα που αναφέρονται στο περιβάλλον, έχουν πρόσφατα μόνον και με πολλά κενά κατανοηθεί από την επιστήμη· η πολυπλοκότητα, για παράδειγμα, και ο ρόλος των οικοσυστημάτων ή οι χημικές διεργασίες στην ατμόσφαιρα. Έτσι δεν υπήρχε ίσως χρόνος να αφομοιωθούν οι πληροφορίες και να καταστεί συνείδηση η πραγματικότητα της απειλής. Όποιες και αν είναι πάντως οι αιτίες γι' αυτήν την αλόγιστη στάση, ούτε η έκταση, ούτε οι συνέπειες της καταστροφής μπορούν να αμφισβητηθούν. Αποτελούν, άλλωστε, καθημερινή πια εμπειρία για τον άνθρωπο, είτε στις μεγάλες πόλεις ασφυκτιά, είτε στη θάλασσα ή τη φύση αναζητά τη διέξοδο. Πολλοί, ασφαλώς, δεν συμμερίζονται την απαισιοδοξία ως προς τα περιθώρια που υπάρχουν να αποφευχθεί το χειρότερο· και υπολογίζουν ότι η τεχνολογία, που δίκαια βρίσκεται στο επίκεντρο των επικρίσεων, θα αποτελέσει και τον κύριο μοχλό για την αναστροφή της πορείας. Το πρόβλημα είναι ότι η αναστροφή αυτή προϋποθέτει τολμηρές αποφάσεις, παγκόσμια συνεργασία και ατομική υπευθυνότητα. Ακόμη περισσότερο, προϋποθέτει αλλαγή νοοτροπίας και αξιών. «Χρειάζεται να καταλάβουμε» γράφει ο Α. Βεργανελάκης «ότι η ανθρωπότητα μπήκε σε μια εντελώς νέα εποχή, για την οποία το παρελθόν δεν μπορεί να αποτελέσει παράδειγμα. Τα τελευταία σαράντα χρόνια ο άνθρωπος άρχισε να αλληλεπιδρά με τη φύση με καινούργια μέσα και τρόπους. Η αντιμετώπιση των προβλημάτων είναι ένα συλλογικό έργο, που επιβάλλεται να γίνεται σε τοπική, εθνική και διεθνή κλίμακα». Και εδώ έγκειται η δυσκολία. Διότι ο χάρτης του πλανήτη αποκαλύπτει μια τεράστια ποικιλία κρατών και εθνοτήτων, ένα ευρύτατο φάσμα πολιτικών συστημάτων, βιοτικού επιπέδου και βαθμού παιδείας. Το περιβάλλον της Γης αλλού θίγεται από ισχυρά συμφέροντα, κάποιες φορές από γνήσια ανάγκη και κάποτε από άγνοια ή αναισθησία. Ενώ δε τα βιομηχανικά κράτη χρεώνονται από βουλιμία ενεργειακή και διεκδικούν την μερίδα του λέοντος σε κάθε μορφής ρύπανση, τα λεγόμενα «υπό ανάπτυξιν» κράτη σύρονται ή επιθυμούν την ίδια ταυτότητα προόδου. Το δε «σύνδρομο των συνόρων» είναι πάντοτε μια γραμμή ψυχολογικής αυτοάμυνας για τον άνθρωπο. Έξω από τη δική του περιοχή ή ιδιοκτησία, η καταστροφή δεν τον αφορά. Αυταπάτη βαθύτατη, αφού ένα πυρηνικό ατύχημα ή η ρύπανση των υδάτων δύσκολα αναγνωρίζουν εθνικά και ατομικά σύνορα. Είναι αλήθεια ότι, την τελευταία ιδίως δεκαετία, κάποια αναμφισβήτητη πρόοδος έχει συντελεσθεί. Μεμονωμένα έθνη ή σε συνεργασία μεταξύ τους έχουν νομοθετήσει συγκεκριμένα μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος, ενώ σε διεθνές επίπεδο το πρόβλημα τίθεται με αυξανόμενη έμφαση. Τα καταιγιστικά πολιτικά γεγονότα, που προσήγγισαν άλλωστε τις μέχρι εχθές εχθρικές υπερδυνάμεις, ίσως ανοίξουν το δρόμο για σταδιακή μείωση των εξοπλισμών και ματαίωση των σχεδίων για την παραγωγή νέων –και τερατωδών– όπλων. Ταυτόχρονα, υπάρχει μια θεαματική αύξηση της ευαισθησίας των ίδιων των κατοίκων της Γης: Οικολογικά κινήματα δραστηριοποιούνται ή πολιτεύονται σε πολλές χώρες, οι διαμαρτυρίες παίρνουν συχνά την μορφή συγκρούσεων με την αναπτυξιακή νοοτροπία, ενώ τα μέσα ενημερώσεως αφιερώνουν μεγάλο μέρος στην πληροφόρηση και επισήμανση των κινδύνων. Όσο και αν πίσω από το οικολογικό αυτό ενδιαφέρον αναγνωρίζει κανείς συχνά αφέλειες, κίνητρα ιδιοτελή ή και στοιχεία υστερίας, δεν παύει στο σύνολό του να συνιστά ένα βήμα σημαντικό, και βήμα προς την ορθή κατεύθυνση. Ενώ όμως η σχετική αφύπνιση των εθνών και του ανθρώπου ως προς τους οικολογικούς κινδύνους είναι μια νέα και σημαντική παράμετρος, τα περιθώρια για κάποιου είδους αισιοδοξία παραμένουν αναιμικά. Ο λόγος είναι ότι ο πλανήτης έχει ήδη τραυματιστεί σοβαρά, και το κοινωνικό κόστος ή η δράση που απαιτούνται για μια αργή ανάκαμψη υπερβαίνουν κατά πολύ τις παρούσες δυνατότητες κινήσεων. Διότι οι διεθνείς διαδικασίες είναι πολύπλοκες και χρονοβόρες, και η απαραίτητη εμπιστοσύνη –ως προς τη μείωση, για παράδειγμα των εξοπλισμών ή της παραγωγής διοξειδίου του άνθρακα– δεν είναι πάντοτε δεδομένη. Συχνά, επίσης, είναι ανάγκη να θιγεί το συμφέρον ατόμων, ομάδων ή εταιριών για να βελτιωθούν τα πράγματα και τούτο, σε μια εποχή καταναλωτισμού που εκτρέφει αντίθετες αξίες, είναι συχνά αδιανόητο. Έτσι, μήτε η χρήση των φυτοφαρμάκων έχει περιοριστεί, τα λύματα των ξενοδοχείων και των βιομηχανιών εξακολουθούν να μολύνουν τις θάλασσες και οι πλαστικές σακούλες, για τις οποίες μια απλή απαγόρευση θα ήταν αρκετή, κυριαρχούν άφθαρτες στα τοπία της Γης. Η αντιμετώπιση, άλλωστε, του υπερπληθυσμού, παρουσιάζει εγγενείς δυσκολίες. Είναι φανερό ότι απαιτείται προοδευτικός έλεγχος των γεννήσεων σε παγκόσμιο επίπεδο. Τούτο όμως προσκρούει στις φοβερές κοινωνικές ανισότητες μεταξύ των εθνών, σε θρησκευτικές προκαταλήψεις ή ακόμη και στην αδυναμία ενός γενικά παραδεκτού τρόπου υλοποιήσεως του ελέγχου. Το συμπέρασμα έχει λοιπόν μια δραματική διάσταση. Για να απαλλαγεί η Γη από τους εφιάλτες της, χρειάζεται ίσως κάτι ριζικότερο από τις βραδύτατες κινήσεις σε τοπικό ή παγκόσμιο επίπεδο. Η περιβαλλοντική κρίση είναι, σε πρωτογενές επίπεδο, κρίση του σύγχρονου πολιτισμού και των αξιών του. Αυτό που χρειάζεται, συνεπώς, είναι να αμφισβητηθεί η ίδια η έννοια της προόδου και η μονομέρεια της πρακτικής της. Διότι η πρόοδος, μέχρι τώρα, περίπου ταυτίζεται με τα τεχνολογικά αγαθά και τη βελτίωση των οικονομικών παραμέτρων. Ελάχιστα αναφέρεται σε ποιοτικές παραμέτρους, στην αρμονική ισορροπία του ανθρώπου με το περιβάλλον του, σ' αυτόν καθ' εαυτό τον εσωτερικό άνθρωπο και στην ανάγκη του να υπάρξει με τους άλλους. Η τυφλή επιδίωξη της ανόδου του ατομικού ή εθνικού εισοδήματος δεν οδηγεί πάντοτε στην άνοδο του βιοτικού –με την έννοια του βίου, της ζωής– επιπέδου. Οδηγεί, συνήθως, σε έναν άνθρωπο χωρίς σοφία και ευθύνη, στερημένο από την παρηγοριά της τέχνης και την ανάσα της φύσης, έρμαιο δυνάμεων που στηρίζουν την εξουσία τους στην ισοπέδωση την δική του και της φύσεως. Στον πρόλογο του βιβλίου «Η Μεσόγειος, ο χώρος και η ιστορία» ο F. Braudel1 γράφει: «Σ' αυτό το βιβλίο τα καράβια αρμενίζουν, τα κύματα επαναλαμβάνουν το τραγούδι τους· οι αμπελουργοί κατηφορίζουν από τους λόφους των Cinque Terre στην Γενοβέζικη Ριβιέρα· στην Προβηγκία και στην Ελλάδα τινάζουν τα δέντρα για να πέσουν οι ελιές· στην ήρεμη λιμνοθάλασσα της Βενετίας ή στα κανάλια της Τζέρμπα οι ψαράδες τραβούν τα δίκτυα τους· οι ξυλουργοί κατασκευάζουν βάρκες ίδιες με εκείνες του χθες...». Παρόμοιες εικόνες γαλήνης δεν ανήκουν στο χθες, αλλά στον πολιτισμό του χθες· ή, με κάποια αισιοδοξία, στον πολιτισμό ενός μακρινού μέλλοντος. Σήμερα, παρόλο που η ανθρωπότητα ελέγχει σε μεγάλο βαθμό τις φυσικές δυνάμεις και έχει απαλλαγεί από επιδημίες, ενώ το ανθρώπινο είδος κατανοεί την αστρική εξέλιξη και την δομή της κληρονομικότητας, την ίδια στιγμή ασθμαίνει από τα αδιέξοδα μιας αναπτύξεως και απειλείται από την ίδια του την αυτοαναίρεση. Όπως τονίζει ο Κορνήλιος Καστοριάδης: «Και εδώ βρίσκεται το έσχατο σημείο του προβλήματος. Οι τεράστιοι κίνδυνοι, και ο ίδιος ο παραλογισμός που περιέχεται μέσα στην ανάπτυξη προς όλες τις κατευθύνσεις, και χωρίς κανένα πραγματικό προσανατολισμό της τεχνοεπιστήμης, δεν είναι δυνατόν να περιοριστούν και να παραμεριστούν με κανόνες καθορισμένους μια για πάντα, ούτε από κάποιο συμβούλιο σοφών. Αυτό που χρειάζεται είναι κάτι περισσότερο ακόμα από μία μεταρρύθμιση της ανθρώπινης διάνοιας, είναι μια αλλαγή του ανθρώπινου όντος ως όντος κοινωνικού-ιστορικού. Χρειάζεται ένα ήθος της θνητότητας και μια αυθυπέρβαση του Λόγου. Δεν έχουμε ανάγκη από μερικούς σοφούς. Έχουμε ανάγκη να αποκτήσουν και να ασκήσουν τη φρόνηση όλοι οι άνθρωποι και αυτό με τη σειρά του απαιτεί ένα ριζικό ανασχηματισμό της κοινωνίας ως κοινωνίας πολιτικής, που θα εγκαθίδρυε όχι μόνο την τυπική συμμετοχή, αλλά το πάθος όλων για τα κοινά, για τη μοίρα της κοινωνίας και για τη μοίρα του θαυμάσιου αυτού πλανήτη, πάνω στον οποίο γεννηθήκαμε. Πλην όμως, το τελευταίο πράγμα που παράγει ο σημερινός πολιτισμός είναι φρόνιμα ανθρώπινα όντα. Κι αν μου έλεγε κανείς: – Τι
θέλετε λοιπόν; Ν' αλλάξετε την ανθρωπότητα; – Όχι, κάτι απείρως πιο μετριοπαθές: να αλλάξει η ίδια η ανθρωπότητα τον εαυτό της, όπως το έχει κάνει ήδη δυο-τρεις φορές στην Ιστορία». Ο μετασχηματισμός της ανθρωπότητας, έννοια ουτοπιστική όσο και απόλυτα αναγκαία, είναι η μόνη που μπορεί να αποκαταστήσει έναν πολιτισμό σε αρμονία με τη φύση και τον εσωτερικό άνθρωπο· και να ενισχύσει ό,τι σπουδαίο συνιστά τον άνθρωπο και τις προοπτικές του, τα ίδια τα επιτεύγματα του μέχρι τώρα πολιτισμού του. [...]
Υπάρχει οικολογική ασυλία;
[...] Φαίνεται ότι και οι «οικολόγοι» μας έχουν αποκτήσει ασυλία. Έτσι μπορούν να λένε όποια ανακρίβεια θέλουν χωρίς να δίνουν λογαριασμό σε κανέναν. Ας μου επιτραπεί να αναφέρω εδώ μερικές χονδροειδέστατες ανακρίβειες από την αναφορά-προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας των πέντε «μεγάλων» οικολογικών οργανώσεων για την περίφημη εκτροπή του Αχελώου. Γράφουν λοιπόν ότι με την εκτροπή «θα καταστρέψουμε το ζωντανό Δέλτα του Αχελώου για να φτιάξουμε («αναπτύξουμε οικολογικά») το κατεστραμμένο και ανύπαρκτο Δέλτα του Πηνειού». Τόσα ξέρουν, τόσα λένε. Στις εκβολές λοιπόν του Αχελώου και του Ευήνου (δύο ποτάμια) έχουν διαπιστωθεί 230 είδη πουλιών ενώ στο «ανύπαρκτο» Δέλτα του Πηνειού 223! Σε άλλο σημείο γράφουν άλλη ανακρίβεια: «Δεν υπάρχουν στοιχεία βάσει των οποίων αποδεικνύεται ότι υπάρχουν θετικές επιδράσεις από τη δημιουργία τεχνητών λιμνών». Ας με συγχωρεί η χάρη τους, αλλά τι άλλο από τεχνητή λίμνη που έγινε το 1930 με φράγμα στο Στρυμόνα είναι ο περίφημος υγροβιότοπος –ίσως ο καλύτερος της Ελλάδας– της Κερκίνης; Αλλού
γράφουν: «Επιπλέον δεν προκύπτει από την ελληνική εμπειρία βελτίωση των συνθηκών
ζωής σε περιοχές δημιουργίας τεχνητών λιμνών». Χαιρετίσματα. Εκτός από την Κερκίνη,
να αναφέρουμε και τον Ταυρωπό; Που δημιούργησε έναν οικολογικό, κοινωνικό και οικονομικό
παράδεισο στην Πίνδο; Και όμως, αγαπητοί μου, όλοι δεχόμαστε περίπου ως «θέσφατο» ο,τιδήποτε λεχθεί από «οικολόγους». Οι οποίοι έχουν αποθρασυνθεί τόσο που αναφέρουν ως είδη που θα κινδυνεύσουν τους κορμοράνους. Οι οποίοι έχουν γεμίσει την Μακεδονία και τη Θράκη. Μάλιστα την Παγκόσμια Ημέρα Παρατήρησης των Πουλιών παρατηρήθηκαν κάποιες χιλιάδες από αυτά μόνο σε μία πλευρά της Κερκίνης. Αναφέρουν ακόμη ότι θα παρεμποδιστεί η μετακίνηση της αρκούδας. Η οποία δεν υπάρχει στην περιοχή όπου γίνονται τα φράγματα! Μάλιστα πασίγνωστος «οικολόγος», σε άρθρο του που δημοσιεύθηκε παλαιότερα, πέραν όλων των άλλων λυπητερών αναφέρεται και στα περίφημα λουκάνικα της Μεσοχώρας, τα οποία θα λείψουν όταν γίνει το φράγμα. Στην οποία, βέβαια, τα νοστιμότατα όντως λουκάνικα έρχονται από τα Τρίκαλα μια και, όπως είναι γνωστό, εκεί δεν υπάρχουν χοιρινά αλλά μόνο γιδοπρόβατα, από τα οποία δεν βγαίνουν λουκάνικα! [...]
Το νέφος είναι κοινωνικό!
Στα τέλη της δεκαετίας του '70 οι λεγόμενοι «προοδευτικοί» σε αγαστή σύμπνοια με τους «οικολόγους» είχαν πείσει τους πάντες ότι για το νέφος έφταιγαν μόνο οι βιομηχανίες της Αττικής. Όποιος τολμούσε να αναφέρει και τα αυτοκίνητα, με τις στρατιές των σαράβαλων, έπρεπε να υποστεί δημόσιο εξευτελισμό από όλους εκείνους που θεωρούσαν ότι μόνο οι κακοί βιομήχανοι έπρεπε να φταίνε για το νέφος. Κάτι που αποδείχθηκε λανθασμένο και για το οποίο ουδείς θεώρησε απαραίτητο να ζητήσει συγγνώμη. Από τη στιγμή που το νέφος εξαρτάται από τις εξατμίσεις των αυτοκινήτων, πρώτο μέτρο θα πρέπει να είναι η ελάφρυνση της κυκλοφοριακής συμφόρησης. Πράγμα που σημαίνει μερικά απλά πράγματα όπως, π.χ., οι περιφερειακοί δρόμοι. Όταν ο σημερινός περιφερειακός του Υμηττού είναι γεμάτος και τον χρησιμοποιούν χιλιάδες Αθηναίοι καθημερινά, γιατί εμποδίζουμε –οι «οικολογούντες» εξ ημών με πάθος– την επέκτασή του; Από πού θα πήγαιναν όλοι όσοι σήμερα χρησιμοποιούν την Κατεχάκη; Ας πηγαίνουν λοιπόν ο ένας πίσω από τον άλλο κάθε Δευτέρα πρωί στη Μεσογείων και στην Κηφισιάς οι «οικολόγοι» μας που φθάνουν με πονοκέφαλο από τους ρύπους των εξατμίσεων προτού ακόμη ξεκινήσουν τη δουλειά τους. Ίσως θυμούνται οι αναγνώστες την αναστάτωση πριν από μερικά χρόνια, όταν σχεδιαζόταν να διοχετευτούν τα επεξεργασμένα λύματα του εργοστασίου βιολογικού καθαρισμού των Ιωαννίνων στον ποταμό Καλαμά. Το πολυήμερο κλείσιμο των λιμανιών της Κέρκυρας και της Ηγουμενίτσας δεν ήταν τίποτε μπροστά στο γενικότερο κλίμα διαμαρτυρίας. Μέχρι που η Θεσπρωτία είχε «αποχωρήσει» από την Ελλάδα! Ο καιρός όμως πέρασε και τα λύματα χύθηκαν στον Καλαμά, ο οποίος –όπως ήταν αναμενόμενο– δεν καταστράφηκε. Και όχι μόνο δεν συνέβησαν οι καταστροφές που προέβλεπαν οι «οικολόγοι» υστερικοί, οι αφελείς και οι καιροσκόποι καθηγητές ότι θα γίνουν αλλά επανεμφανίσθηκαν είδη που θεωρούσαν ότι είχαν εξαφανιστεί, όπως η ποταμίσια καραβίδα.
Περιβαλλοντική εκπαίδευση
Τι ηλικία λέτε να έχει ο συγγραφέας του παρακάτω κειμένου;
«Οι κούκλες τους γίνονταν από παλιά υφάσματα, φθαρμένα, κουρέλια [...] Είχαν όμως καρδιά γιατί είχαν γίνει από τα παλιά τους ρούχα, είχαν αυτές οι κούκλες κάτι δικό τους. Και μοιάζαν τόσο πολύ με τα παιδιά εκείνης της εποχής που ήταν φτωχά. Δεν ήταν τόσο ξένα όσο οι σημερινές πολυτελείς κούκλες, που είναι τελείως άσχετες με τον τρόπο ζωής των σημερινών παιδιών. Οι σημερινές οι κούκλες μπορεί να μιλάνε αλλά η φωνή τους είναι σαν ρομπότ. Ψυχρή και μηχανική. Οι κούκλες εκείνης της εποχής μιλούσαν με τη φωνή των παιδιών». Όσο κι αν σας φανεί περίεργο, το κείμενο αυτό παρουσιάζεται να είναι γραμμένο από παιδιά δημοτικού σχολείου στα πλαίσια της περιβαλλοντικής εκπαίδευσης, η οποία αφορούσε τα παραδοσιακά παιχνίδια ενός χωριού της Βορείου Ελλάδος.
Έχω ξαναγράψει ότι στη λεγόμενη περιβαλλοντική εκπαίδευση συχνά οι δάσκαλοι, μέσα στη γενικότερη τάση εξωραϊσμού του παρελθόντος, υπερβαίνουν τα όρια. Έτσι «ντοπάρουν» τα ανύποπτα και αθώα παιδιά με ιδέες και απόψεις δικές τους τις οποίες στη συνέχεια εμφανίζουν ως προερχόμενες από τα παιδιά. Εφόσον τα παιδιά θεωρούν ότι οι παλιές κούκλες είναι καλύτερες (πού το πληροφορήθηκαν άραγε;), γιατί σήμερα προτιμούν τη Σίντι; Σε μια παραθαλάσσια πόλη οι μαθητές του γυμνασίου διοργάνωσαν μια εκδήλωση για την προστασία του περιβάλλοντος. Παλαιότερα σε αυτή την πόλη υπήρχαν σε λειτουργία αναρίθμητα εργοστάσια σαπωνοποιίας, των οποίων οι καμινάδες γέμιζαν με καπνό τα πάντα. Στην παρουσίαση των εργασιών τους οι μαθητές, ο ένας μετά τον άλλο, αναφέρθηκαν στο περιβάλλον με τρόπο που μόνο απέχθεια και απελπισία θα μπορούσε να δημιουργήσει σε όσους άκουγαν. Διοξείδια από εδώ, ραδιενέργεια από εκεί, άμα τη γλιτώσεις από τη δηλητηρίαση θα πας από καρκίνο του δέρματος. Στην έκθεση ζωγραφικής ξανά φουγάρα που βγάζουν μαύρο καπνό, από τον οποίο πέφτουν νεκρά τα πουλιά και –να μην ξεχνάμε και τη θάλασσα– ψόφια ψάρια. Τα παιδιά ζούσαν σε μια πανέμορφη πόλη που ήταν κοντάρια καθαρότερη σε σχέση με ό,τι πριν από 30 χρόνια αλλά τα ξόρκια ξόρκια. Πώς, που να πάρει η ευχή, καταφέραμε να μετατρέψουμε ένα πανέμορφο πεδίο γνώσης όπως η οικολογία και το περιβάλλον σε συνώνυμο καταστροφών και μνημοσύνων; Από την άλλη –και αυτό είναι φυσικό επακόλουθο–, πού θα πάει; Οι νεκροθάφτες και οι «οικολόγοι της συμφοράς» θα αποσυρθούν αργά ή γρήγορα στα οστεοφυλάκια της απαισιοδοξίας τους και τα αισιόδοξα μηνύματα θα πάρουν το πάνω χέρι.
Τον τελευταίο καιρό, όλο και περισσότερες είναι οι αναφορές στα ΜΜΕ για τις οικολογικές επιπτώσεις του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία. Το παράδοξο είναι ότι η συζήτηση επικεντρώνεται στις πιθανές επιπτώσεις στη χώρα μας, ενώ απουσιάζει σχεδόν ολοκληρωτικά η διερεύνηση αυτών των επιπτώσεων στη Γιουγκοσλαβία. Το γεγονός αυτό, αν μη τι άλλο, δείχνει μία «ελληνοκεντρική» αντιμετώπιση του θέματος που στη βάση της είναι αντίθετη με την κεντρική οικολογική αντίληψη «δράσε τοπικά, σκέψου γενικά». Στο πλαίσιο της οικολογικής προβληματικής, το πρώτο δίλημμα που καλούμαστε να απαντήσουμε είναι εάν «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Αν, δηλαδή στο όνομα της προστασίας μιας πληθυσμιακής ομάδας (αλβανοί Κοσοβάροι) μπορούμε να εξοντώσουμε άλλες πληθυσμιακές ομάδες και να καταστρέψουμε τις βασικές υποδομές μιας χώρας και το φυσικό και ανθρωπογενές της περιβάλλον. Η αποδοχή αυτού του γεγονότος συνεπάγεται αυτομάτως την αποδοχή της άποψης ότι η ανθρώπινη ζωή δεν έχει την ίδια αυθύπαρκτη αξία, αλλά είναι μια ελαστική έννοια, η οποία διαφοροποιείται σύμφωνα με την εκάστοτε εξωτερική σκοπιμότητα. Στην οικολογία, η «ζωή» όλων των οργανισμών, φυτικών και ζωικών (του ανθρώπου συμπεριλαμβανομένου) έχει την ίδια «αξία», γεγονός το οποίο αποτελεί την ηθική βάση πάνω στην οποία στηρίζεται ο περιορισμός της ανθρώπινης δραστηριότητας για την προστασία των απειλούμενων οργανισμών. Αν η «ζωή» του ανθρώπου είχε περισσότερη αξία από αυτή των άλλων οργανισμών, τότε δεν θα μπορούσαμε πότε να εφαρμόσουμε προγράμματα προστασίας, αφού θα προσέκρουαν στην ανθρώπινη αναγκαιότητα.
Σε αδιέξοδο τα οικολογικά κινήματα της Ευρώπης
Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο, σύμφωνα με την αρχή της οικολογίας, «ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα» αλλά το μέσον ενσωματώνεται στο σκοπό και έτσι αποφεύγονται οι καταναγκαστικές πρακτικές, γεγονός που μας οδηγεί στην αρχή της «συμμετοχής», της «κοινωνικής αποδοχής» και της «ήπιας παρέμβασης». Η επιλογή είναι αποτέλεσμα της «κοινωνικής αποδοχής» και της «ισοτιμίας στην επιβίωση», μακριά από κάθε εξωτερικό ντετερμινισμό.1 Ένα εύστοχο παράδειγμα για να κατανοήσουμε την παραπάνω άποψη είναι να αποφασίσει η Ευρωπαϊκή ένωση να προστατέψει την αρκούδα εξοντώνοντας τους λύκους και όλα τα άλλα θηλαστικά του Κοσσυφοπεδίου. Ποιος νομιμοποιεί αυτή την επιλεκτική προσέγγιση; Είναι αυτονόητο ότι στη βάση αυτής της κεντρικής αντίφασης, όλα τα οικολογικά κινήματα της Ευρώπης βρίσκονται σε αδιέξοδο. Εκτός από τη βασική αρχή της «αξίας της ζωής», οι βομβαρδισμοί οδηγούν σε άμεσες και έμμεσες οικολογικές επιπτώσεις. Οι άμεσες επιπτώσεις αφορούν τη στιγμή της εκδήλωσης της πολεμικής επιχείρησης. Η καταστροφή των δασικών οικοσυστημάτων και των εθνικών δρυμών της νότιας Γιουγκοσλαβίας, λόγω των βομβαρδισμών θέσεων που χρησιμοποιούνται ή πιστεύεται ότι χρησιμοποιούνται ως καταφύγια των αντιπάλων, είναι ένα γεγονός αδιαμφισβήτητο. Έχουν, επίσης, παρατηρηθεί, σύμφωνα με μαρτυρίες μελών οικολογικών οργανώσεων της FYROM,2 ομαδικές μετακινήσεις πουλιών και μεγάλων θηλαστικών προς το Μαυροβούνιο. Εκτός όμως από αυτές τις καταστροφές, οι βομβαρδισμοί φυσικών και περιαστικών οικοσυστημάτων λειτουργούν αποσταθεροποιητικά για τη δομή τους. Οι έμμεσες επιπτώσεις των βομβαρδισμών σχετίζονται τόσο με τις συνέπειες της ρύπανσης από αυτές καθαυτές τις βόμβες (π.χ. ραδιενέργεια από ουράνιο 238 που χρησιμοποιείται ως περίβλημα) όσο και από τις συνέπειες λόγω της καταστροφής ειδικών στόχων (π.χ. δεξαμενές πετρελαίου, πετροχημικά εργοστάσια, εργοστάσια πλαστικών και φαρμακευτικών προϊόντων κτλ.), οι οποίοι καιγόμενοι απελευθερώνουν μεγάλες ποσότητες τοξικών αερίων. Τα τοξικά αυτά αέρια έχουν απευθείας επίδραση στους φυτικούς και ζωικούς οργανισμούς (του ανθρώπου συμπεριλαμβανομένου) καθώς και επίδραση στην αύξηση της τοξικότητας των εδαφών και των επιφανειακών και υπόγειων νερών, που με τη σειρά τους, μέσω των τροφικών αλυσίδων, θα καταλήξουν εντέλει πάλι στους φυτικούς και ζωικούς οργανισμούς. Ειδικά οι μη βιοδιασπώμενες τοξικές ουσίες θα συσσωρευτούν στα ανώτερα τροφικά επίπεδα των οικοσυστημάτων και τελικά θα καταλήξουν στον άνθρωπο σε πολλαπλάσιες συγκεντρώσεις. [...] Αφού, λοιπόν, στο περιβάλλον τίποτα δεν χάνεται αλλά μεταφέρεται, τα ερωτήματα που καλούμαστε να απαντήσουμε είναι δύο:
Σχετικά με το χρόνο διάρκειας των επιπτώσεων, σήμερα γνωρίζουμε ότι οι έμμεσες επιδράσεις στα οικοσυστήματα και τον άνθρωπο είναι ακόμη εμφανείς στο Βιετνάμ παρ' όλο που έχουν περάσει 30 περίπου χρόνια από τον πόλεμο καθώς επίσης και στην ευρύτερη περιοχή του Περσικού Κόλπου έπειτα από 10 περίπου χρόνια από το πέρας του πολέμου. Έτσι, η πρόβλεψη ότι οι έμμεσες επιπτώσεις θα εμφανίζονται για 10 έως 15 χρόνια μετά το πέρας του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία φαίνεται αρχικά ρεαλιστική με πιθανότητες να αυξηθεί η διάρκεια, αν χρησιμοποιηθούν είτε διαφορετικού τύπου όπλα είτε μεγαλύτερου όγκου δύναμη πυρός. Ως προς το δεύτερο ερώτημα που αφορά τη διασπορά των ρύπων και των επιπτώσεών τους, η απάντηση είναι ακόμη δυσκολότερη, αν αναλογιστούμε ότι το ΝΤΙ-ΝΤΙ-ΤΙ που χρησιμοποιήθηκε για την καταπολέμηση των κουνουπιών και της ελονοσίας στις περί τον Ισημερινό χώρες ανιχνεύτηκε σε αβγά πιγκουίνων της Ανταρκτικής ή στο γάλα γυναικών της Βορείου Ευρώπης.
Είναι δυνατόν ο Αξιός να μην επηρεαστεί απ' τη ρύπανση;
Είναι δυνατόν να αναλογιστούμε ότι η από όλους διαπιστωμένη ρύπανση του Δούναβη στη Γιουγκοσλαβία δεν επηρεάζει το οικοσύστημα του Δέλτα του Δούναβη στη Ρουμανία; Ή είναι δυνατόν το ελληνικό τμήμα του Αξιού να μην επηρεαστεί από τη ρύπανση στο Κόσοβο στους δύο παραποτάμους που πηγάζουν από εκεί; Ή τέλος, ότι οι βροχές από τα νέφη που προέρχονται από τη Γιουγκοσλαβία δεν περιλαμβάνουν τοξικά αέρια; Έτσι φαίνεται να είναι ρεαλιστική η πρόβλεψη ότι η διασπορά των ρύπων και οι έμμεσες επιδράσεις τους θα περιλαμβάνουν όλες τις βαλκανικές χώρες και ένα μεγάλο τμήμα της υπόλοιπης Ευρώπης. Τα παραπάνω δεν είναι κανείς αφελής να πιστέψει ότι δεν έχουν τύχει της προσοχής όλων των ανεπτυγμένων βιομηχανικά χωρών καθώς και της Ε.Ε. και των διεθνών οργανώσεων που ασχολούνται με το περιβάλλον. Απλώς, άλλη μια φορά αποκαλύπτεται η υποκρισία και αποδεικνύεται ότι τελικά «η προστασία του περιβάλλοντος» και η «οικολογική ευαισθησία» είναι έννοιες και αξίες που υπακούουν στην εξωτερική σκοπιμότητα, μέσα από μία ελαστική ερμηνεία κατά το δοκούν.
Η Γιουγκοσλαβία θα χρησιμοποιηθεί ως ένα τεράστιο εργαστήριο
Πίσω από όλα αυτά κρύβεται και ένα ακόμη πιο ανησυχητικό φαινόμενο, η υπεροψία της επιστήμης και της τεχνολογίας των ανεπτυγμένων βιομηχανικά χωρών ότι μπορεί να διορθώσει μετά το πέρας του πολέμου τα πάντα, επαναφέροντας το περιβάλλον στην προηγούμενη αδιατάρακτη κατάσταση, φθάνει να εισρεύσει ένας πακτωλός ειδικών προγραμμάτων που θα υποστηριχθούν από τα πανεπιστημιακά εργαστήρια και τα ερευνητικά ινστιτούτα. Ουσιαστικά, το ανομολόγητο εδώ είναι ότι θα χρησιμοποιηθεί η Γιουγκοσλαβία ως ένα τεράστιο εργαστήριο για την παραγωγή δεδομένων και εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικών με τα όρια αντοχής των οικοσυστημάτων και την ικανότητα επανάκαμψής τους μέσω κάποιων εμπειρικών μοντέλων, απαραίτητων για το σχεδιασμό των επόμενων πολέμων που πρέπει να εμφανίζουν «οικολογικά» χαρακτηριστικά. Δεν χρειάζεται να 'ναι κανείς επιστήμονας οικολόγος ή να συμμετέχει σε οικολογικές και περιβαλλοντικές οργανώσεις για να κατανοήσει ότι ο πόλεμος αποτελεί το απόλυτο κακό και οι συνέπειές του δεν περιορίζονται από εθνικά όρια, αλλά αφορούν όλους. Τα σύνδρομα του Βιετνάμ και του Κόλπου πρώτα στους επιτιθέμενους στρατιώτες διαγνώστηκαν. Η οικολογική προβληματική τοποθετεί τη «ζωή» όλων των οργανισμών και του ανθρώπου ως κυρίαρχη υπέρτατη αξία χωρίς δυνατότητα ελαστικής ερμηνείας του όρου, μακριά από κάθε λογική του «σκοπού που αγιάζει τα μέσα». Αν η αρχή οργάνωσης των φυσικών οικοσυστημάτων είναι η ποικιλομορφία και η ετερογένεια, τότε γιατί αυτή η αρχή να μην μπορεί να εφαρμοστεί και στην οργάνωση των ανθρώπινων κοινοτήτων, οι οποίες με το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της πολυπολιτισμικότητας και της ποικιλομορφίας μέσω της ειρήνης θα εγγυώνται την ανάπτυξη και την ευημερία των πολιτών τους;
Τον... άλλο αιώνα οι αποφάσεις για το περιβάλλον
Δύο «επιτυχίες» κατεγράφησαν κατά την τελευταία διάσκεψη για το περιβάλλον στο Μπουένος Άιρες. Η μία ήταν ότι επείσθησαν οι ισχυρότεροι εκ των συμμετεχόντων –ίσως κανείς άλλος– πως η διάσκεψη κατέληξε σε κάποιο συγκεκριμένο αποτέλεσμα, και η δεύτερη ήταν η ευνοϊκή για την αμερικανική βιομηχανία εξέλιξη της διαμάχης της με τις αναπτυσσόμενες χώρες, το μέτωπο των οποίων και διέσπασε. Το σημαντικότερο αποτέλεσμα των συνομιλιών –που τύποις επικεντρώθηκαν στην υπερθέρμανση του πλανήτη, αλλά επί της ουσίας είχαν καθαρά εμπορικό περιεχόμενο– ήταν ακριβώς αυτό: Οι Ηνωμένες Πολιτείες και τα ανά τον κόσμο βιομηχανικά συμφέροντα έστρωσαν το έδαφος για την αποδοχή, στην επόμενη «ιστορική» διάσκεψη, της καταστροφικής τους συμβολής στην αλλαγή του κλίματος. Κατά τα άλλα, οι αντιπροσωπείες 160 κρατών, που βρέθηκαν στην πρωτεύουσα της Αργεντινής από τις 2 έως τις 14 Νοεμβρίου,1 κατόρθωσαν να συντάξουν ένα «σχέδιο δράσης» –«σχέδιο αδράνειας», κατά το εύστοχο σχόλιο της «Γκρίνπις»– σύμφωνα με το οποίο: «έως το 2000 θα έχουν καταβληθεί προσπάθειες για να διασφαλιστεί η εφαρμογή του Πρωτοκόλλου του Κιότο», επιτεύγματος προηγούμενης και αναλόγου αναποτελεσματικότητας διάσκεψης με θέμα το κλίμα. Σε αυτό το μικρό διάστημα, ωστόσο, από τώρα έως τα τέλη της χιλιετίας, τα οικοσυστήματα χωρίς να περιμένουν την έκβαση των διαπραγματεύσεων αναμένεται να υποστούν σοβαρότατες καταστροφές. Όσοι ήλπιζαν ότι οι συνομιλίες στο Μπουένος Άιρες θα κατέληγαν στην απομόνωση των ΗΠΑ υπό την πίεση των αντιδράσεων της Ευρώπης και του μετώπου των 77 αναπτυσσόμενων χωρών (G77) και της Κίνας, εξήλθαν βαθιά απογοητευμένοι. Τα σημεία τριβής ήταν δύο. Το ένα αφορούσε στην επιμονή της αμερικανικής αντιπροσωπείας –βάσει περσινού ψηφίσματος της Γερουσίας– να ισχύσουν οι ίδιοι, τόσο για τις βιομηχανικές όσο και για τις αναπτυσσόμενες χώρες, περιορισμοί στις εκπομπές ρύπων αν και είναι σαφές ότι οι τελευταίες φέρουν μικρό, συγκριτικά, μερίδιο ευθυνών. Το άλλο θα ήταν οι περίφημοι, αμερικανικής εμπνεύσεως, «ευέλικτοι μηχανισμοί» για την ανώδυνη συμμόρφωση των μεγάλων ρυπαντών με τους όρους της συμφωνίας του Κιότο, η οποία και καλεί τις βιομηχανικές χώρες να μειώσουν τις εκπομπές επικίνδυνων για το περιβάλλον αερίων –με κυριότερο το διοξείδιο του άνθρακα– από το 2008 έως το 2012 και κατά ποσοστό 2,5% μικρότερο σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990. (Ο μεγαλύτερος ρυπαντής, ας σημειωθεί, είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες, εκπέμποντας σε παγκόσμια κλίμακα περίπου το ένα τέταρτο των συνολικών ρύπων, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι υπόλοιποι είμαστε αθώοι.). Μεταξύ των προαναφερθέντων μηχανισμών και η τραγελαφική πρόταση περί «ανταλλαγής ρύπων»: χώρες, όπως η Ρωσία και η Ουκρανία –επί παραδείγματι– των οποίων η συμμόρφωση αναμένεται εύκολη λόγω της δεινής τους κατάστασης, θα μπορούν να πωλούν, βάσει ενός δρομολογομένου διεθνούς κανονισμού, το δικαίωμα ρύπανσης στις βιομηχανικές χώρες (!). Η διευθέτηση των δύο κρίσιμων σημείων, μετατέθηκε, τελικά στο πλαίσιο του «σχεδίου δράσης» για το 2000 και το σκηνικό στην επόμενη διάσκεψη αναμένεται το ίδιο με μία μόνο διαφορά: οι αντιδράσεις του Τρίτου Κόσμου θα είναι μικρότερες. Η αμερικανική αντιπροσωπεία εξαγόρασε τη συγκατάθεση της Αργεντινής, υποσχόμενη ετήσια οικονομική βοήθεια εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων, ενώ τάσεις υποχώρησης έδειξαν και άλλες χώρες, όπως το Καζακστάν και η Νότια Κορέα, προς μεγάλη δυσαρέσκεια του σκληρότερου διαπραγματευτή του μετώπου, της Κίνας. Η συνοχή του αναπτυσσόμενου κόσμου έσπασε. Οι αντιπροσωπείες της Αργεντινής και του Καζακστάν κατηγορήθηκαν αμέσως για προδοσία από τις υπόλοιπες του «G77», αφού διαβεβαίωσαν ότι αποδέχονται τις αμερικανικές θέσεις και ότι θα προχωρήσουν εθελοντικά στη μείωση των εκπομπών ρύπων. Με την πρώτη ματιά, φυσικά, δεν μπορεί να θεωρηθεί αρνητική η πρόθεση μιας κυβέρνησης να λάβει οικολογικά μέτρα χωρίς να την υποχρεώνει κανείς. Αλλά στην περίπτωση αυτή η εθελοντική υποχώρηση εντάσσεται στο πλαίσιο του «ευέλικτου μηχανισμού», που θα επιτρέπει στους μεν να αυξάνουν τους ρύπους, ανάλογα με το ποσοστό μείωσης των δε... Η Ευρωπαϊκή Ένωση, από την πλευρά της, με επικεφαλής την Επίτροπο Ριτ Μπιέρεγκαρντ, αντιστάθηκε κατά το δυνατό, επικρίνοντας τα περί εμπορίου ρύπων και υπέβαλε μια από τις πιο λογικές προτάσεις τονίζοντας ότι «οι προσπάθειες θα πρέπει να επικεντρωθούν στην οικονομική υποστήριξη του Τρίτου Κόσμου, ώστε να οχυρωθεί έναντι των ακραίων καιρικών φαινομένων που προκαλεί το φαινόμενο του θερμοκηπίου». Οι πιέσεις της, ωστόσο, δεν καρποφόρησαν. Κατά την επίσημη εκδοχή, η επιτυχία του Μπουένος Άιρες ήταν ότι οι ΗΠΑ υπέγραψαν, ακολουθώντας το παράδειγμα 60 κρατών, το Πρωτόκολλο του Κιότο, γεγονός που εκ των πραγμάτων στερείται σημασίας τη στιγμή που η Γερουσία απειλεί να σκίσει το έγγραφο, ενώ η επικύρωσή της είναι απαραίτητη για να ξεκινήσει η εφαρμογή. Ακόμη, πάντως, κι αν μειωθούν οι ρύποι, σύμφωνα με το πρωτόκολλο, κατά 5,2%, θα πρόκειται για μια συμβολική προσφορά της ανθρωπότητας προς τη Γη, αν πιστέψει κανείς την επιστημονική επισήμανση, που θέλει οποιοδήποτε ποσοστό μικρότερο του 50%, ανεπαρκές για την προστασία των οικοσυστημάτων.
|