Οι ελληνικοί τόποι και τα μνημεία τους | ||
Αυτός, ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας! Ο ελληνικός τόπος και η ελληνική τέχνη Την Ελλάδα την εκπροσωπεί η τέχνη της Η σημασία των αρχαίων μνημείων και η διαφύλαξή τους
Αυτός, ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!
[...]
ΑΥΤΟΣ
Τα σπίτια μας είναι χτισμένα πάνω
σ' άλλα σπίτια κι εκείνα πάνω σε άλλα. Τα θεμέλιά τους κρατιούνται πάνω στα κεφάλια
όρθιων αγαλμάτων Έτσι, όσο χαμηλά, στον κάμπο,
κάτω απ' τις ελιές, μικρά, καπνισμένα, με μια στάμνα μονάχα
πλάι στην θαρρείς πως μένεις στα ψηλά, και σου φέγγει ολοτρόγυρα ή κάποτε θαρρείς πως είσαι έξω απ' τα σπίτια, πως κανένα σπίτι, και πορεύεσαι ολόγυμνος, μονάχος κάτω απόναν ουρανό τρομαχτικά γαλάζιο ή κ' ένα άγαλμα, καμιά φορά, ακουμπά
ελαφρά το χέρι
Ποια στοιχεία της φύσης και της πολιτισμικής παράδοσης του ελληνικού χώρου αναδεικνύονται μέσα από το απόσπασμα του «Άξιον Εστί» του Οδ. Ελύτη και την «Προοπτική» του Γ. Ρίτσου; Να συζητήσετε στην τάξη τη σχέση ανάμεσα στα στοιχεία αυτά και την επίδρασή τους στη φυσιογνωμία του Έλληνα.
Ο ελληνικός τόπος και η ελληνική τέχνη
Η ιστορία λέει, ότι κάποτε ένας σοφιστής, που γύριζε στην Ελλάδα για να δείξει τη δεξιοτεχνία του, έφτασε και στη Σπάρτη· λογαριάζοντας, ότι θα άρεσε στους Σπαρτιάτες ν' ακούσουν ωραία λόγια για τον κατ' εξοχήν Δωρικό ήρωα, άρχισε να απαγγέλλει έναν έπαινο στον Ηρακλή. Μα στις πρώτες λέξεις του κιόλας τον έκοψε ένας Σπαρτιάτης από κάτω με την ερώτηση: «και ποιος τον κατηγορεί τον Ηρακλή;». Δεν θα είναι πολύ ευκολώτερη η θέση εκείνου που θα θελήσει σήμερα να μιλήσει επαινετικά για την ομορφιά του ελληνικού τοπίου. Δεν την αρνιέται κανείς είτε μέσα στην Ελλάδα είτε έξω απ' αυτήν. Από τότε που οι Ευρωπαίοι άρχισαν να την προσέχουν περισσότερο, εδώ και 200 περίπου χρόνια, μερικοί, προπάντων βόρειοι, αισθάνθηκαν κάποτε να τους λείπει στην Ελλάδα η ζωηρή και άφθονη πρασινάδα της πολλής υγρασίας. Όλοι όμως –γεωγράφοι ή ιστορικοί της τέχνης ή καλλιτέχνες ή και λαϊκοί– έχουν καταλάβει σήμερα, ότι δεν μπορεί να είναι τέτοιο το έδαφος, όπου εφύτρωσε ο ελληνικός πολιτισμός και η ελληνική τέχνη (το ξερικό χωράφι δεν δίνει πάντοτε καρπό, αν όμως πετύχει η σοδειά, η γεύση του καρπού του δεν συγκρίνεται με του ποτιστικού). Η προσπάθεια των σημερινών είναι να συλλάβουν όσο γίνεται πιο σφιχτά, όσο γίνεται πιο ταιριαστές την πρωτοτυπία και τις διάφορες όψεις της ομορφιάς του ελληνικού τόπου· γιατί η πολυμορφία του λίγου αυτού τόπου και η πολλαπλότητα των στιγμών του –στοιχεία σύμφυτα της πρωτότυπης ομορφιάς του– είναι τόση, ώστε η διατύπωσή της είναι γύμνασμα άξιο του πιο μεγάλου καλλιτέχνη. Μπορεί κανείς να επαναλάβει γι' αυτό εκείνο που έλεγε για το «ον» ο Γοργίας: «και αν ακόμη μπορεί κανείς να το συλλάβει, δεν μπορεί όμως να το εκφράσει και να το εξηγήσει στον άλλον». Αυτή τη σημασία έχει, στο βάθος, η διαπίστωση των σπουδαιότερων μελετητών της αρχαιότητας, ότι στις περιγραφές (με λέξεις ή με χρώματα) αλλά και στην ποίηση και στ' αγάλματα και στους ναούς των Ελλήνων, δηλαδή στον κόσμο των συμβόλων, θα βρούμε έκφραση του ελληνικού τόπου ισοδύναμη με τον πρωτότυπο χαρακτήρα του. Δεν είναι πολύ συχνό να μπορεί κανείς να μιλάει με τα ίδια σχεδόν λόγια για τον τόπο ή τα μνημεία του. Το αισθανόμαστε αυτό άμεσα προπάντων στα μεγάλα ελληνικά ιερά, όπου το θέμα αποχτάει και άλλη, ξεχωριστή θερμότητα. Πουθενά αλλού δεν βλέπομε τη βαθειά και στενή συνάφεια των παραγόντων και των εκδηλώσεων του ανθρώπινου πολιτισμού, δηλαδή του τόπου, της θρησκείας, της ιστορίας και της τέχνης, τόσο ζωντανή και συναρπαστική και διδακτική όσο στα αρχαία ιερά. Μέσα σ' αυτά συγκεντρώθηκε με τον καιρό καλλιτεχνικός πλούτος τεράστιος και εξαιρετικός σε ποιότητα, ακριβώς επειδή ήταν εστίες θρησκευτικής ζωής βαθειάς και έντονης. Τα κτίρια, τα γλυπτά και τα ζωγραφικά έργα του ιερού τα αφιέρωναν οι αρχαίοι στο θεό επειδή αισθανόντουσαν ως αυτονόητο χρέος να του δείξουν και με υλικό τρόπο την ευγνωμοσύνη τους για τη νίκη ή για όποια άλλη επιτυχία· και έπρεπε να είναι τέτοια ώστε να αρέσουν στο θεό, να τον κάνουν να καμαρώνει για το σπίτι του (άγαλμα = αγάλλεσθαι τον θεόν) και να τους είναι και στο μέλλον ευνοϊκός: έπρεπε να είναι «τέλεια», εξαίρετα στο υλικό και στην καλλιτεχνική ποιότητα. Με τέτοιο πνεύμα αφιερωμένα τα αρχιτεκτονικά ή γλυπτικά ή ζωγραφικά μνημεία του ιερού θα μπορούσαν να έχουν όλα ως επίγραμμα τους στίχους του Σολωμού:
Κ' είναι δικό σου δόξασμα, δικός
σου πλούτος είναι,
Είναι πολυσύνθετη η συγκίνηση που προκαλεί στον ψυχικό και πνευματικό μας κόσμο ένα αρχαίο ιερό. Από τα στοιχεία του ο τόπος δεν είναι το λιγότερο σημαντικό. Και όχι μόνο για την τέτοια ή τέτοια ομορφιά του, αλλά γιατί, αν προσέξομε καλύτερα, καταλαβαίνομε ότι κάθε θεός έχει διαλέξει τον τόπο του (ή, πράγμα που είναι το ίδιο, οι άνθρωποι για λογαριασμό του). Δεν πάει οποιοσδήποτε θεός σ' οποιονδήποτε τόπο. Βέβαια, είναι δύσκολο σήμερα να εξηγήσομε, γιατί οι αρχαίοι αισθάνθηκαν την παρουσία ενός ορισμένου θεού σ' έναν συγκεκριμένο τόπο: πρώτα πρώτα έχομε ελάχιστα μέσα για να εξακριβώσομε τον ψυχικό και πνευματικό κόσμο των πρώτων εκείνων Ελλήνων, που αναγνώρισαν στο χαρακτήρα ενός τόπου την ουσία και τη μορφή ενός ορισμένου θεού· ακόμη δεν μπορούμε να εξακριβώσομε τι ρόλο έπαιξαν τα κατάλοιπα, υλικά και πνευματικά, που άφησαν οι προκάτοχοι τους λαοί· τέλος, και του κάθε συγκεκριμένου θεού ο χαρακτήρας δεν έμεινε αναλλοίωτος μέσα στην ιστορία. Και όμως, έστω και αν εμείς δεν μπορούμε να συλλάβομε για ποιαν ακριβώς αιτία και με ποιον ακριβώς τρόπο ένας ορισμένος θεός δέθηκε μ' έναν ορισμένο τόπο, αισθανόμαστε, ότι είναι αδύνατο ο χαρακτήρας του τόπου να μην έχει καμμιάν απολύτως σχέση με το χαρακτήρα του δικού του θεού: π.χ. δεν μπορεί να είναι τυχαίο γεγονός ότι η Δήμητρα και η Περσεφόνη δεν λατρεύτηκαν επάνω σε βράχια· ή ότι ο Απόλλων, στην Ελλάδα, δεν λατρεύτηκε ποτέ, σαν κυρίαρχος θεός, σε τόπους ολότελα καμπίσιους: το λέει μάλιστα καθαρά ο «ομηρικός» ύμνος στον Απόλλωνα: «...σου άρεσαν όλες οι βίγλες και οι βουνοκορφές και τα ποτάμια που τραβούν στη θάλασσα και οι βράχοι του γιαλού που γέρνουν στη θάλασσα και στα λιμάνια της.» [...] Το θαυμαστό είναι, ότι σε κανέναν ελληνικό ερειπιώνα δεν αισθανόμαστε ασυμφωνία ανάμεσα στο χαρακτήρα του τόπου και στην αρχιτεκτονική μορφή των μνημείων του. Το υλικό και το χρώμα τους, η κάτοψή τους, οι αναλογίες τους και η μορφή των μελών τους, η σύνταξη των μνημείων σε μικρές ομάδες, όπου το κάθε στοιχείο, ενώ βοηθάει για το σύνολο, δεν χάνει την αυθυπαρξία του και όπου η κάθε ομάδα δεν λησμονεί την ύπαρξη της άλλης, δείχνουν ασύγκριτη ευαισθησία για τον τόπο, τόση ώστε φαίνεται σαν αυτός να καλεί τα μνημεία να είναι τέτοια· και τούτα πάλι έχουν τόσο πολύ κρατήσει την ουσία της μορφής του τόπου, δίνοντάς της σταθερότητα και διάρκεια, ώστε δεν είναι σπάνιο να μας οδηγήσουν, αυτά πρώτα, στο να προσέξομε την ιδιομορφία του τόπου. Αλλά τα μνημεία αυτά της ελληνικής ευαισθησίας παίρνουν αμέσως και ξεχωριστή θερμότητα άμα τα αισθανθούμε μέσα στη ζωή, μέσα στην ιστορία. Αν κατορθώσομε να περάσομε το μεγαλύτερο κίνδυνο, αν αποφύγομε να στρεβλώσομε1 τη μοναδικότητά τους εφαρμόζοντας επάνω τους τις δικές μας έννοιες και τα δικά μας μέτρα και σταθμά, αν σταθούμε μπροστά τους με υπομονή βάζοντάς τους διακριτικά ερωτήματα, χωρίς να βιαστούμε να δώσομε την απάντηση που έχομε ετοιμάσει προτού ακόμη να ξεκινήσομε με το αεροπλάνο, τότε τα μνημεία αυτά θα γίνουν ο καλύτερος ερμηνευτής του ποια είναι η ουσία της ελληνικής ιστορίας και ποια η μοναδική της σημασία για τον άνθρωπο. Ας σταθούμε μια στιγμή σε μια πλευρά της μονάχα. Πόσες φορές στα ελληνικά ιερά, περνώντας ανάμεσα στα αφιερώματα που έχει κάμει μια πόλη για τη νίκη της εναντίον κάποιας άλλης και βλέποντας τη φανερή πρόθεσή της όχι μόνο να εξυψώσει τον εαυτό της αλλά και ν' αγγίξει την καρδιά του αντιπάλου της, δεν έχομε ακούσει τις γνωστές κοινοτυπίες που καταδικάζουν το «αδελφικό μίσος» και τα όμοια. Αλλά και όταν τέτοιες σκέψεις πηγάζουν όχι από πεποίθηση στη δική μας εξυπνάδα και ανωτερότητα, παρά από πραγματικό ενδιαφέρον και γνήσια μελαγχολία (όπως π.χ. στον Πλούταρχο, που βρισκόμενος στο τέλος της αρχαιότητας έβλεπε απομονωμένο πια το τελικό αποτέλεσμα των ενδοελληνικών εκείνων πολέμων και το αποτέλεσμα αυτό ήταν πραγματικά το αδυνάτισμα όλης της Ελλάδας και ο αφανισμός της ελευθερίας της), και πάλι οι σκέψεις αυτές περιέχουν ένα ποσοστό μονάχα της αλήθειας. Αν μελετήσομε όμως με λιγώτερη αυτοπεποίθηση και με περισσότερο σεβασμό τα αφιερώματα εκείνα και τα λόγια που τα συνοδεύουν, αυτά θα μας οδηγήσουν πολύ κοντά στην κινητήρια δύναμη της ελληνικής ιστορίας. Τα παλιά αυτά αφιερώματα, τα αρχαϊκά και τα κλασσικά, φανερώνουν όχι μίσος αλλά κάποιαν άλλη έμφυτη ανάγκη των Ελλήνων να ξεσυνερίζονται για το ποιος θα είναι ο καλύτερος, ο δυνατώτερος, ο πρώτος. Είναι χαρακτηριστικό, ότι όσο βρισκότανε στην ακμή της η «πόλις-κράτος», δηλαδή στα αρχαϊκά και στα κλασσικά χρόνια ως τον 4ον αι., σχεδόν οι ενδοελληνικοί πόλεμοι γίνονται μ' ένα πνεύμα και μ' έναν τρόπο που μοιάζει σαν άμιλλα σε αθλητικό αγώνα: οι νικητές στήνουν τρόπαιο, παίρνουν τα λάφυρα και συνήθως ξαναγυρίζουν στον τόπο τους χωρίς να εκμεταλλευθούν τη νίκη ως τις τελευταίες της συνέπειες (σπανιώτατα και μόνο για ειδικούς λόγους φτάνουν ως την εξόντωση του αντιπάλου). «Χαλεπά τα καλά» έλεγαν οι παλιοί. Δεν ανήκει στις εύκολες και πρόχειρες απολαύσεις ο ελληνικός τόπος με τα μνημεία του. Χρειάζεται αργό περπάτημα, συγκέντρωση, σιγανή μελέτη. Αν περάσομε βιαστικοί ή με έστω και υποσυνείδητη περηφάνεια για το πόσο εμείς έχομε προοδεύσει (wie herrlich weit wir es gebracht haben, έλεγε ο Βάγνερ στο Φάουστ), όχι μόνο δεν θα κερδίσομε τίποτε από τον πλούτο του, αλλά και θα φύγομε ζημιωμένοι. Πολλές φορές ο τόπος τούτος και η ιστορία του, δηλαδή η ζωή του, μας βάζει αινίγματα· και ο γέρος παιδαγωγός στον «Ίωνα» του Ευριπίδη μας έχει προειδοποιήσει: «αιπεινά2 τα μαντεία». Αλλά δεν έχει αμφισβητηθή ως τώρα ποτέ, ότι η ποιότητα (ακόμη και το μέγεθος) της χαράς και της ωφέλειας του ανθρώπου είναι κατευθείαν ανάλογη με τον κόπο του.
[...] Στην απαράμιλλη αρχιτεκτονική δημιουργία του Παρθενώνα προστέθηκε και πρωτοϊδωτή γλυπτική κόσμηση. Ο Φειδίας είχε ριζοσπαστικές ιδέες και ο Περικλής τού παρέχει τα μέσα να τις πραγματώσει. Αποφασίζει να κοσμήσει και τις 92 μετόπες του ναού με ανάγλυφα, κάτι που δεν τόλμησε ποτέ καμιά ελληνική πόλη, γιατί η δαπάνη ενός τέτοιου έργου ήταν ανυπολόγιστη. Τα θέματα που διάλεξε ιστορούν αγώνες της Αθηνάς και των Αθηναίων. Στην ανατολική πλευρά Γιγαντομαχία, στη δυτική Αμαζονομαχία, στη νότια Κενταυρομαχία, στη βόρεια σκηνές από τον Τρωικό πόλεμο. Οι μετόπες τοποθετημένες στο εξωτερικό του ναού, έπαθαν μεγάλες ζημιές και οι περισσότερες από όσες σώθηκαν (οι πιο πολλές της νότιας πλευράς) βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο. Οι μετόπες έδωσαν στο Φειδία την ευκαιρία να ιστορήσει τους πανάρχαιους μύθους της Αττικής και την ιερή διήγηση της Γιγαντομαχίας, που αποκάλυπτε στους ανθρώπους το θρίαμβο των Ολυμπίων θεών, καθώς εξόντωσαν πρώτα τους αρχέγονους Τιτάνες και ύστερα τα νεότατα τέκνα του Ουρανού και της Γης, τους Γίγαντες, προτού βασιλεύσουν πανίσχυροι στον κόσμο επιβάλλοντας τη θεία τάξη. Αυτά όλα ήταν μια σπουδαία δημιουργία ικανή να δώσει σε ένα μεγάλο γλύπτη την ευκαιρία να δείξει όλες του τις αρετές. Όχι όμως στον Φειδία. Αυτός, μαζί με τον Περικλή και τους άλλους εμπνευσμένους ποιητές και φιλοσόφους της συντροφιάς τους, οιστρηλατημένους από τα οράματα της αθηναϊκής δημοκρατίας στην πιο γόνιμη στιγμή της, έβαλε στο νου του κάτι μοναδικό και αξεπέραστο: να απαθανατίσει επάνω στο μάρμαρο την Αθήνα, το λαό της, τους νέους και τους ώριμους άντρες και τις κοπέλες, και τους θεούς της, όλους μαζί, στην πιο λαμπρή και ευτυχισμένη μέρα της ζωής τους, όταν οι άνθρωποι ανέβαιναν πασίχαροι, με τις καρδιές τους να χτυπούν όλες μαζί σαν μία, να προσκυνήσουν με ευλάβεια τη μεγάλη και αγαπημένη τους θεά, την Παρθένο Αθηνά, τριγυρισμένη από όλους τους ευδαίμονες θεούς που συνεόρταζαν και αυτοί. Τον είχε δει τόσες φορές αυτό το λαό στην εορταστική πομπή των μεγάλων Παναθηναίων, μέσα στην καρδιά του καλοκαιριού, στα τέλη του Ιουλίου (την 28η μέρα του Εκατομβαιώνος) κάτω από τον αστραφτερό ήλιο της Αθήνας, να οδεύει κύματα κύματα πίσω από το ιερό πλοίο, που είχε κρεμασμένο ιστίο του τον πέπλο της Αθηνάς, υφασμένο από τα κορίτσια της Αθήνας, αυτόν που θα παρέδιδαν στους ιερείς της θεάς. Αυτό το όραμα, ζωντανή εικόνα της αθηναϊκής δημοκρατίας, φλόγιζε τις καρδιές των ταγών της. Του Περικλή, που την ύμνησε με πάθος στο Επιτάφιο του, λέγοντας στους πολίτες της να γίνουν «εραστές» μιας τέτοιας πόλης, καθώς βλέπουν με τα μάτια τους τη δύναμή της στα έργα της (και θα γύριζε περήφανος τη ματιά του στον Παρθενώνα, που μόλις είχε τελειώσει). Του Σοφοκλή, που την τραγουδά με τον πιο δροσερό λυρισμό στο έξοχο χορικό του Οιδίποδα επί Κολωνώ γέρος πια, 90 χρόνων, στο κατώφλι του θανάτου. Ο Φειδίας όμως ήταν πλάστης· και ο ύμνος δεν μεταμορφώνεται εύκολα σε πλαστική εικόνα· δεν αρκούν γι' αυτό οι ωραίες προθέσεις· χρειάζεται και ο νους της μεγαλοφυΐας και η μαστοριά του έμπειρου τεχνίτη, και η τόλμη του πρωτοπόρου. Ένα τέτοιο όραμα, για να μετουσιωθεί επάνω στο μάρμαρο, απαιτεί μια έκταση που δεν την πρόσφεραν ούτε οι μετόπες του δωρικού ναού ούτε τα εναέτια· ήταν λοιπόν ανάγκη να νεωτερίσει και να προσθέσει στο δωρικό κτίριο ένα μέλος που ανήκε στον ιωνικό ρυθμό: τη ζωοφόρο, μια συνεχή ζώνη από πλάκες όπου μπορούσε να εικονίσει σε ανάγλυφο τη σύλληψή του. Αλλά έπρεπε να βρεθεί μια κατάλληλη αρχιτεκτονικά θέση για την πρόσθετη αυτή ζωοφόρο. Ο εμπνευσμένος δημιουργός δεν δίστασε· τοποθέτησε τη ζωοφόρο επάνω από τον κυρίως ναό, επάνω δηλαδή από το επιστύλιο του πρόναου και του οπισθόναου και στην κορυφή των μακρών τοίχων του σηκού. Έτσι του προσφερόταν μια επιφάνεια που είχε 160 μ. μήκος και ύψος 1,06 μ. Στα 160 αυτά μέτρα άπλωσε την εικόνα της παναθηναϊκής πομπής με τρόπο ασύλληπτο· αρχίζοντας από τη ΝΔ γωνία κίνησε την πομπή προς δύο κατευθύνσεις· από την άκρη της δυτικής πλευράς προχωρούν οι ιππείς προς βορρά· στη ΒΔ γωνία η πομπή συνεχίζει στη βόρεια πλευρά με κατεύθυνση τη ΒΑ γωνία· η άλλη πτέρυγα της πομπής κινείται στη νότια πλευρά από τη ΝΔ γωνία προς τη ΝΑ. Τέλος, τα δυο ρεύματα, βόρειο και νότιο, όταν φτάσουν στην ανατολική πλευρά, συγκλίνουν προς το κέντρο της πλευράς αυτής, όπου με θεϊκή μεγαλοπρέπεια κάθονται οι θεοί. Από τη ζωφόρο το δυτικό τμήμα της, που μαζί με το ανατολικό αποτελούν τα πιο έξοχα μέρη και στη σχεδίαση και στην εκτέλεση, βρίσκεται ολόκληρο επάνω στο κτίριο· η θέση του όμως δυσχεραίνει το θεατή να το δει καλά και να εκτιμήσει την απαράμιλλη πλαστική του τελειότητα. Από την υπόλοιπη ζωφόρο αρκετές πλάκες, μερικές από τις πιο καλές, βρίσκονται μέσα στο μουσείο· οι περισσότερες όμως, μαζί με ό,τι σχεδόν απόμεινε από τα εναέτια, αποτελούν το καμάρι του Βρετανικού Μουσείου, όπου βρίσκονται από την εποχή που τα πούλησε σ' αυτό ο λόρδος Έλγιν (1816). [...]
Η φύση έχει ποικίλες όψεις· όλες όμως συνοψίζονται σε δυο βασικούς τρόπους. Μια φορά, η φύση στέκεται απέναντι σου· σου αντιστέκεται. Κάποτε μάλιστα σου είναι και εχθρική. Είναι ό,τι εσύ δεν είσαι. Μια άλλη φορά η φύση σε αγκαλιάζει, σχεδόν συγχωνεύεται μαζί σου. Είναι λιγότερο απέναντι σου και περισσότερο μέσα σου. Αντί να τη φοβάσαι σαν μια ανυπερνίκητη τεράστια εχθρική δύναμη, συναδελφώνεται μαζί σου, και συνομιλεί μαζί σου. Δεν είναι το «έτερον» της ψυχής του ανθρώπου· είναι μια όψη του ανθρώπου του ίδιου. Σε αυτή την τελευταία κατηγορία ανήκει και η ελληνική φύση, στα μέρη της τα πιο χαρακτηριστικά, σε αυτά ιδίως που την ξεχωρίζουν από κάθε άλλη φύση. Εισδύοντας εντός μας η ελληνική φύση γίνεται ένα στοιχείο της ψυχής μας. Γίνεται νόμος της ψυχής μας. Η ελληνική φύση είναι ελληνικός νόμος· ο βασικός νόμος της ελληνικής ψυχής. Από αυτό το νόμο προκύπτει το βασικό νόημα και κάθε ελληνικής ψυχής, γενικά της ελληνικής ζωής, το μέτρο· το μέτρο στα φυσικά μεγέθη, στις φυσικές δυνάμεις και στις ψυχικές εντάσεις. Ο νόμος αυτός του μέτρου κάνει τα πάντα στην ελληνική φύση εποπτεύσιμα·1 το φέρνει στα μέτρα του ανθρώπου. Το τιτανικό, το γιγάντιο υπάρχει μόνο ως αντίθεση στις παρυφές του ελληνικού κόσμου. Εδώ όλα τα συλλαμβάνει το μάτι, τα ελέγχει· γιατί όλα φαίνονται. Ο νόμος του μέτρου ανεβάζει την ελληνική φύση στο άπλετο φως. Η ελληνική φύση είναι από φως. Οι φωτισμοί της κάνουν το κάλλος της. Καθώς όμως η ελληνική φύση βρίσκεται και μέσα μας, το φως αυτό γίνεται ψυχικό, νοητό φως. Γίνεται Λόγος. Η ελληνική φύση είναι η τέλεια ένυλη έκφραση του λόγου· του καθαρού λόγου. Δεν είναι όμορφη από τα κρυφά της μυστήρια, αλλά από τις φανερές της μορφές. Άλλοτε οι μορφές αυτές, καθαρές και φωτεινές, είχαν γίνει ολύμπιοι θεοί· φυσικά αποκυήματα2 της ελληνικής φύσης, του νόμου της και του μέτρου της. Αργότερα οι μορφές αυτές έγιναν είδωλα θεών, αγάλματα. Έγιναν τέλος οι μορφές αυτές της ελληνικής φύσης έλλογες αισθητικές μορφές, ναοί και βωμοί, ιερά άλση. Οι ναοί των ελλήνων όσο είναι τέχνη, τόσο είναι και φύση. Φυτρώνουν όπως τα δέντρα. Υπαγορεύει στον καλλιτέχνη τη μορφή τους ο νόμος του μέτρου και του φωτός, που διέπει την ελληνική φύση. Για να αναδειχτεί όμως το φως και το μέτρο και στη φύση και στην τέχνη των ελλήνων χρειαζόταν κάποιος διαλεκτικός αντίλογος, κάποια δυνατότητα αντιπαράθεσης, κάποια υπόμνηση της αντίθετης δυνατότητας. Όσοι έζησαν βαθιά την ελληνική φύση, αυτήν την εσωτερική αντιδιαστολή τη διαισθάνθηκαν. Χαρακτηριστικός είναι ο λόγος του Παλαμά: «Μα το γαλάζιο σου, ουρανέ μου
είναι βαθύ, Πραγματικά περικλείει η ελληνική φύση, όταν τη στοχαστείς βαθιά, και μια τραγική όψη. Έχει μια τραγικότητα η φωτεινότητα της. Αυτή δίνει βάθος στο φως της. Αυτό αναδείχνει το φως της. Τραγική όψη έχει η ελληνική φύση, αλλά ποτέ απάνθρωπη. Είναι μια τραγικότητα που δεν σε απομακρύνει, που δε κάνει τη φύση να σου αντιστέκεται εχθρικά. Η τραγικότητά της είναι η ίδια η τραγικότητα της ζωής του ανθρώπου. Τα γενικά αυτά γνωρίσματα τα αναγνωρίζεις διάσπαρτα παντού, όσο περιδιαβάζεις τον ελληνικό χώρο και όσο και αν έχει ο χώρος αυτός ποικίλες όψεις. Γιατί η Ελλάδα κάθε πενήντα μίλια είναι ένας άλλος κόσμος. Άλλες γραμμές βουνών, άλλα χρώματα, άλλη σύσταση της γης, άλλη πανίδα, άλλη ψυχή. Και ενώ αποτελείται από ένα πλήθος μικρόκοσμων, είναι και μια αδιαίρετη και ομοούσια ενότητα, από όλους τους άλλους φυσικούς κόσμους ριζικά διαφορετική· ενιαία στην ποικιλία της. Και τούτη η ποικιλία πληθαίνει ακόμα περισσότερο, όταν σκεφτεί κανείς ότι η ελληνική φύση δεν είναι μόνο από γη, αλλά και από θάλασσα, ότι τα δύο αυτά στοιχεία είναι μέσα της σφιχτοδεμένα, έτσι που ορίζοντας ελληνικός δύσκολα νοείται χωρίς καμιά γαλάζια χαραμάδα θάλασσας, χωρίς ένα νησί, χωρίς ένα βράχο στημένο ενάντια στα κύματα, χωρίς κάποιο κόρφο γης που να αγκαλιάζει το πέλαγος. Η ελληνική φύση είναι γη και θάλασσα, διότι είναι προπαντός αυτό που ενώνει τα δύο αυτά στοιχεία: ουρανός. Τέτοια η ελληνική φύση γέννησε τον ελληνικό κόσμο. Τέσσερις τώρα χιλιετηρίδες ανθοφορεί και καρπίζει. Έτσι, στην ενότητά της κοιταγμένη, δεν είναι μόνο μια ωραία τροφός· είναι και κάτι περισσότερο· είναι μέγας διδάχος. Η ελληνική φύση διδάσκει αιώνες τώρα το ανθρώπινο γένος· όσοι την καταλάβανε διδάχτηκαν από αυτήν. Διάβασαν σαν σ' ένα μεγάλο ανοιχτό βιβλίο τις πρώτες αρχές του αληθινού, του καλού, και του ωραίου. Αυτές είναι και οι αρχές του ευρωπαϊκού πολιτισμού, αυτές που ούτε οι αμμοθύελλες των καιρών μας πρόκειται να μετακινήσουν από το βάθρο τους.
Τα περίχωρα της Κερύνειας, κατά την εποχή της αγγλικής αποικιοκρατίας στην Κύπρο, ήταν προσφιλής τόπος διακοπών για τους Άγγλους της «υψηλής» κοινωνίας. Το ποίημα «Στα περίχωρα της Κερύνειας» (από τη συλλογή «Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ΄») του Γ. Σεφέρη δομείται με τη μορφή μιας συζήτησης μεταξύ Άγγλων στον τόπο αυτό, κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης. Προσέξτε στο απόσπασμα που ακολουθεί τι είναι αυτό που «ενοχλεί» την ηρωίδα και για ποιους λόγους. Σκεφτείτε επίσης ότι η έννοια της τραγικότητας, όπως τη συνέλαβαν οι αρχαίοι Έλληνες, προκύπτει από τη σύγκρουση του ανθρώπου με την πραγματικότητα, μέσα από την οποία «παθαίνει» μεν, ανακαλύπτει όμως την αλήθεια του προσώπου του. Ο Γ. Σεφέρης πιστεύει ότι το ελληνικό τοπίο και το φως έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη σύλληψη της έννοιας αυτής. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του στις «Δοκιμές» (Μια σκηνοθεσία για την «Κίχλη»): «...έχω ένα πολύ οργανικό συναίσθημα που ταυτίζει την ανθρωπιά με την ελληνική φύση... Δε θα μου περνούσε ποτέ από το νου να ονομάσω «μεγαλοπρεπή» τα κυρίως ελληνικά τοπία που σκέφτομαι. Είναι ένας κόσμος: γραμμές που γίνουνται και ξεγίνουνται· σώματα και φυσιογνωμίες, η τραγική σιωπή ενός προσώπου... Τι να γίνει, πιστεύω πως υπάρχει μια λειτουργία ενανθρωπισμού στο ελληνικό φως». [...] – Γινόσαστε μελαγχολική, Μαργαρίτα.
Μα είναι τόσο ο ήλιος, η θάλασσα· ένα παντοτινό καλοκαίρι... που όλο ρωτά κι όλο ρωτά. Προσέχετε κάποτε τον πώς κάνει εντάφιο το πρόσωπό μας; Και τον ήλιο τον πώς παίρνει τα φτιασίδια μας κάθε πρωί; Θα προτι τη ζεστασιά του ήλιου χωρίς τον ήλιο· θ' αποζητούσα μια θάλασσα που δεν απογυμνώνει· ένα μαβί χωρίς χωρίς αυτή την ανάγωγη ανάκριση την καθημερινή. Θα με ξεκούραζε το σιωπηλό χάδι της ομίχλης στα αυτός ο κόσμος δεν είναι δικός μας, είναι του Ομήρου, η καλύτερη φράση που άκουσα γι' αυτό τον τόπο. [...]
Πάνε πεντέξι χρόνια. Επισκέπτης στον αρχαιολογικό χώρο του Δίου, αρκετά κοντά στη Βεργίνα –οι κάτοικοι της οποίας διαδηλώνουν τούτες τις μέρες, με το αίτημα να μην εγκατασταθεί βουστάσιο, δίπλα στις τούμπες με τους τάφους των Μακεδόνων– θαύμασα πρώτα τα ευρήματα του Μουσείου και του κεντρικού, φυλασσόμενου χώρου, κι ύστερα προχώρησα στη γειτονική, «υποδεέστερη» αρχαιολογική περιοχή, επίσης προστατευόμενη, πλην με πρόχειρο φράχτη. Σε λίγο ακούστηκαν κουδούνια και βελάσματα· ο τσοπανάκος έσυρε την ταπεινή αμπάρα και το κοπάδι πέρασε δίπλα στα υπολείμματα του ναού της Ίσιδας, ομολογώ με κάποια συστολή, αποκτημένη έπειτα από ποιος ξέρει πόσες φωνές του βοσκού. Μάλλον φυσική η ενόχληση, καταπραΰνθηκε κάπως από την παρατήρηση του πιτσιρίκου μου: «Έλα μωρέ μπαμπά, πέτρες είναι. Κι από που θα περάσουνε τ' αρνάκια;». Για αιώνες ολόκληρους, σκλαβωμένους αιώνες, κι όσο το όνομα «Έλλην» χανόταν μέσα στις στοές της μνήμης, πέτρες ήταν, σωριασμένες οι πιο πολλές από την επιθετική νέα θρησκεία. Τις έτρωγε ο χρόνος· η ανάγκη έλιωνε τα μάρμαρα και κέρδιζε ασβέστη, κέρδιζε φάρμακο δηλαδή. Κι όταν με τον καιρό ακούστηκε το μακρυγιάννειο εκείνο «για τούτες εδώ τις πέτρες πολεμήσαμε», για σαλό θα τον πέρασαν πολλοί το στρατηγό, όπως σήμερα ακόμη περνάμε εμείς για σαλούς τους Γιαπωνέζους ή τους Γερμανούς που ξεφυτρώνουν και στα ερείπια εκείνα που δεν τα υποδεικνύει κανένας χρηστικός τουριστικός χάρτης. Ώσπου αποδείχτηκε πως οι πέτρες δεν είναι μόνο κειμήλια και παρακαταθήκη και αίγλη, δεν είναι μόνο πόρος της μνήμης αλλά και πόρος του χρήματος. Πόσα μέρη της Ελλάδας δεν χρωστάνε τη μισή τους τουλάχιστον φήμη, άρα και τους μισούς επισκέπτες τους, στα μάρμαρά τους; Και κάπως έτσι, πήρε ελαφρώς το χρώμα της ιδιοτέλειας η αγάπη μας γι' αυτά. Τα έχουμε ανάγκη, άρα τα νοιαζόμαστε, κι ας μη μας φέρνει πολύ συχνά ο δρόμος μας ως αυτά, γεγονός πάντως που δεν μας απαγορεύει να οργιζόμαστε για τα ποικίλα ελγίνεια. «Πόσοι ανεβαίνουν ως εδώ;», ρώτησα λίγα χρόνια πριν το φύλακα στο θαυμαστό Επικούρειο Απόλλωνα –μια πρόκληση προς το ύψος των θεών–, στα βουνά της Πελοποννήσου. «Πες χίλιοι τον Ιούλιο κι άλλοι τόσοι τον Αύγουστο. Οι εφτακόσιοι ξένοι. Κι έχουν και τα βιβλία τους με όλη την ιστορία. Ενώ εμείς, ένα δίφυλλο δίνουμε, κι αν δεν έχει τελειώσει». Κι οι πέτρες, πέτρες μένουν, φόντο σε αναμνηστικές φωτογραφίες.
Με αφορμή το άρθρο, συζητήστε στην τάξη για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν σήμερα η ελληνική κοινωνία και πολιτεία τα απομεινάρια του πολιτισμού μας. Ιδιαίτερα διερευνήστε αν η ελληνική εκπαίδευση προσφέρει την απαραίτητη υποδομή, ώστε τα αρχαία μνημεία, πέρα από «πόροι χρήματος», να είναι και «πόροι μνήμης» για τις νέες γενιές.
Κάποτε μαθαίναμε ότι κάθε κίονας δένεται με το περιβάλλον όπου εγγράφεται όχι ως απλός κίονας αλλά ως κίονας στον χώρο ή ως κίονες με τα μετακιόνιά τους. Για να καταλάβετε την τέχνη των κιόνων πρέπει να δείτε τα μετακιόνια ως τέχνη, δίδασκε ο Μανόλης Ανδρόνικος. Και έδειχνε πώς ο κίονας με τις γλυφές του σώματος του και τις καμπύλες και του όγκους της στέψης του παίζει με το κενό· περιέχον και περιεχόμενο συνάπτονται στον χώρο και δίνουν υλικότητα και νόημα στον πολιτισμό. Όπως κάθε αγγείο αγκαλιάζεται από ένα αντίστροφο άυλο αγγείο που δίνει μορφή και νόημα στο σχήμα του υλικού αγγείου, έτσι ο πολιτισμός αγκαλιάζεται με το χώρο συνθέτοντας τον τόπο του. Γνωρίζουμε ότι παλιότεροι πολιτισμοί σέβονταν όχι μόνον τον τόπο αλλά και το τοπίο –δύσκολα ξεχωρίζουν άλλωστε. Κάθε προσκυνητάρι στην παραδοσιακή ελληνική κοινωνία σημείωνε τα περάσματα, έδειχνε το δρόμο, όριζε το χώρο, τον καθαγίαζε, τον προστάτευε. Σημάδευε το χώρο δείχνοντας τη λογική του ή το περιεχόμενο του –το κοινωνικά ορισμένο περιεχόμενο του, για να κυριολεκτούμε. Προσκυνητάρια και νεκροταφεία, ναοί και ξωκκλήσια, χοροστάσια1 και πανηγυρότοποι, καλύβια και σπίτια, οικισμοί και χωράφια, μαντριά και τσαρδάκια, δρόμοι και μονοπάτια δεν ρίχνονταν όπως όπως πάνω στη γη· εγγράφονταν στον χώρο και τον πλούτιζαν με κοινωνικά νοήματα. Οι παλιοί γνώριζαν το χώρο γύρω τους και ονομάτιζαν υλικά και συμβολικά κάθε πραγματική και φανταστική μορφή του, κάθε διακύμανση του, την παραμικρή του διαφορά. Οι παλιοί πρόσεχαν να μένει ελεύθερο το αγνάντεμα· φρόντιζαν τα δένδρα οπού κάτωθέ τους αναπαύονταν άφηναν ήσυχο κι απείραχτο ό,τι δεν χρειάζονταν δεν πετούσαν ό,τι είχαν χρησιμοποιήσει. Ή έτσι θα θέλαμε να πιστεύουμε. Οι σημερινές τοπωνυμίες δηλώνουν τη γη ως οικόπεδο και όχι ως χώρο κοινωνικής δραστηριότητας και πολιτισμού. Στο δικό μας πολιτισμό το βλέμμα μοιάζει να σταματά στις αντένες των τηλεοράσεων που διαγράφουν το άνω περίγραμμα πόλεων, χωριών και κατοικιών· το κάτω χάνεται σε άδηλα βάθη. Άλλωστε αυτός ο πολιτισμός αποφεύγει γενικώς να στρέφει το βλέμμα ψηλά, γύρω ή χαμηλά· κατά βάση, φοβάται να βλέπει και αμελεί να προβλέπει, ίσως γιατί μόνον αποβλέπει. Μήπως δεν το γνωρίζουμε; Τον μαθαίνουμε και τον ζούμε προτού τον μελετήσουμε· είναι τοπικός και μαζί εθνικός, παγκοσμιοποιημένος αλλά με έθνικ αποχρώσεις και περιοδικές παραδοσοκεντρικές εξάρσεις. Φεύγουμε και γυρνούμε με αυτόν· οι είσοδοι και οι έξοδοι σε πόλεις και χωριά μάς αποπέμπουν2 και μας υποδέχονται με σκουπίδια και ανεπιθύμητες δραστηριότητες. Τον χρησιμοποιούμε και μας χρησιμοποιεί και δεν υπάρχουν πια αποθέτες3, για να ακουμπήσουμε όσα δεν χρειαζόμαστε – οι σημερινοί αποθέτες είναι μπαζώματα και σκουπιδότοποι και ως τέτοια τα βλέπουμε και ως τέτοια τα προσπερνούμε. Προσπαθώ να πω πως άλλο ένα πέτρινο, πλίνθινο ή τενεκεδένιο (δεν έχει σημασία) προσκυνητάρι κι άλλο τα μπετονένια αναθήματα που στιγματίζουν γύρω μας ως αναθέματα στους δρόμους τα σημεία αυτοκινητικών δυστυχημάτων. Προσπαθώ ακόμη να πω πως αλλιώς εγγράφεται στο χώρο μια κοινότητα, μια κοινωνία με ιστορική συνείδηση, δηλαδή ένας πολιτισμός που σέβεται αυτό που βρίσκει και σκέφτεται αυτό που θα αφήσει, κι αλλιώς ένας πολιτισμός που θεωρεί τη φύση ως απλό πλαίσιο, το χώρο ως πεδίο δραστηριοτήτων, τα μνημεία και τις μνήμες των πολιτισμών που προηγήθηκαν ως εξάρτημα και την ιστορία ως πάρεργο, ως πολυτέλεια, ως διασκέδαση ή απλώς ως ανιαρή υποχρέωση. [...]
Πώς αντιμετώπιζαν τον τόπο τους οι παλιοί και πώς τον αντιμετωπίζουν οι σύγχρονοι άνθρωποι; Σε ποια συμπεράσματα καταλήγετε για το επίπεδο του πολιτισμού των παλαιών και των σύγχρονων από τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν τον τόπο τους;
Την Ελλάδα την εκπροσωπεί η τέχνη της
[...] Θα πρέπει οι αρχαιολογικοί θησαυροί, είτε αιγυπτιακοί που κοσμούν το Βρετανικό Μουσείο είτε ελληνικοί που κοσμούν τα μουσεία του Μονάχου, να επιστρέψουν στον τόπο τους;
«Αυτή είναι μια δύσκολη ερώτηση που πρέπει να απαντηθεί μόνο μέσα από την ιστορία. Εγώ μπορώ να μιλήσω μόνο για τη Συλλογή Αρχαιοτήτων του Μονάχου. Είναι λάθος να υποστηρίζει κανείς ότι όλα αυτά είναι κλεμμένα. Τα αγγεία αυτά βρέθηκαν τις αρχές του 19ου αιώνα στην Ετρουρία –σημερινή Τοσκάνη της Ιταλίας– σε ιδιωτικές συλλογές. Το 90% των εκθεμάτων είναι αγορασμένα από εκεί από το Λουδοβίκο. Πώς λοιπόν μπορούν να επιστραφούν αυτά και πού; Το ίδιο συμβαίνει με κάθε είδος τέχνης. Η ιταλική ζωγραφική, για παράδειγμα, είναι παντού. Δεν καταλαβαίνω το πρόβλημα. Ο μεγαλύτερος πρεσβευτής της Ελλάδας είναι η τέχνη της. Και αγγελιοφόρος της ελευθερίας της ήταν επίσης η τέχνη. Μην ξεχνάμε ότι, όταν το 1821 άρχισε ο απελευθερωτικός αγώνας των Ελλήνων, λίγα πράγματα ήταν γνωστά εκτός από τους αρχαίους συγγραφείς της και τα έργα τέχνης. Οι Άγγλοι ήταν ενθουσιασμένοι με τον Παρθενώνα. Και η Αγγλία έπαιξε ένα μεγάλο ρόλο στον απελευθερωτικό αγώνα».
Οι Αιγινήτες για τους οποίους είναι περήφανη η Γλυπτοθήκη;
«Οι Αιγινήτες βρέθηκαν το 1811 στην Αίγινα. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχε ελληνικό κράτος. Αγοράσθηκαν εκεί και πουλήθηκαν αργότερα στη Ζάκυνθο σε ανοιχτό πλειστηριασμό. Έχουμε ακόμη το τιμολόγιο αγοράς. Δεν καταλαβαίνω γιατί κάποιοι λένε ότι εκλάπησαν. Και το πιο ενδιαφέρον από όλα είναι ότι οι Αιγινήτες έτσι σώθηκαν! Γιατί ό,τι υπήρχε πάνω από την επιφάνεια της γης τότε οι Έλληνες από άγνοια το έκαιγαν για να κάνουν ασβέστη».
Ποια είναι η θέση σας για το θέμα των Ελγινείων;
«Είναι ένα δύσκολο θέμα. Καταλαβαίνω ότι για τους Έλληνες το όλο ζήτημα είναι πολύ παραπάνω από ένα έργο τέχνης, αλλά και από την άλλη πλευρά αναρωτιέμαι πού μπορεί να σταματήσει μια τέτοια διεκδίκηση. Ποιος θα ορίσει τα όρια; Πώς μπορεί κανείς να αλλάξει την ιστορία έπειτα από 200 χρόνια; Και τι θα συνέβαινε αν όλοι οι λαοί ζητούσαν το ίδιο; Δεν θα ήταν βαρετό να βλέπεις στις πινακοθήκες του Μονάχου μόνο γερμανούς ζωγράφους; (γέλια) Είναι πάντως ένα θέμα πολύ περίπλοκο και για την Ελλάδα αλλά και για τους συναδέλφους μου στο Βρετανικό Μουσείο. Δεν μπορώ να μιλήσω εγώ γι' αυτό». [...]
Όταν αντίκρισα τα μάρμαρα στο Βρετανικό Μουσείο, αν και χωρίς φανατικό εθνικισμό, με πλημμύρισε ένα συναίσθημα θλίψης, όπως όταν αντικρίζεις κάποιον στην εξορία. Σίγουρα τέτοια αντικείμενα ανήκουν σ' έναν και μοναδικό τόπο, όπου κυριαρχεί άπλετο το φως κι η ατμόσφαιρα είναι ταιριαστή. Νομίζω πως στο Λονδίνο, ίσως να φταίει ο καθαρισμός, έχουν κιτρινίσει. Πιστεύω πάντως πως όταν μια μέρα επιστρέψουν, ο ήλιος θα τους ξαναδώσει το αρχικό τους χρώμα. Δεν μπορώ να πως ότι και τα οχτώ εκατομμύρια των Ελλήνων έχουμε συνειδητοποιήσει τη σημασία τους, είμαι όμως σίγουρος πως ένα μεγάλο ποσοστό τη γνωρίζει, κι όχι μονάχα οι πνευματικοί μα και οι απλοί άνθρωποι. Κατανοώ βέβαια τη δυσκολία τη δική σας να ενδώσετε.1 Αν όμως γίνει κάτι τέτοιο, θα είναι νίκη για την τέχνη κάθε χώρας.
Να εντοπίσετε και να αξιολογήσετε τα επιχειρήματα με τα οποία ο R. Wunsche και ο Ο. Ελύτης υποστηρίζουν τις απόψεις τους για τα ελληνικά έργα τέχνης που βρίσκονται σε ξένα μουσεία.
Η σημασία των αρχαίων μνημείων και η διαφύλαξή τους
[...] Τα ελληνικά μουσεία βρίσκονται σκορπισμένα σε όλες τις περιοχές της ελληνικής γης, από την Κρήτη ως τη Θεσσαλονίκη και από τη Σάμο ως την Κέρκυρα. Όλα σχεδόν φυλάγουν τους θησαυρούς της περιοχής τους, με εξαίρεση το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας, όπου έχουν μεταφερθεί πολύτιμα έργα από πολλές ελληνικές περιοχές. Αυτό σημαίνει πως σε όλα σχεδόν τα ελληνικά μουσεία υπάρχουν έργα που ανήκουν σε όλες τις περιοχές του αρχαίου κόσμου. Όμως η κάθε περιοχή της αρχαίας Ελλάδας είχε μια δική της φυσιογνωμία και, ενώ αποτελούσε αναπόσπαστο κομμάτι του ελληνικού κόσμου, πορευόταν έναν ιδιαίτερο δρόμο και δημιουργούσε τη δική της πολιτιστική ιστορία· αυτά τα πολυάριθμα ρεύματα κινήθηκαν πολύ συχνά παράλληλα και ισότιμα, όμως μέσα στους αμέτρητους αιώνες που πέρασαν είχαν το καθένα και τη δική του πλημμυρίδα και άμπωτη, κάποτε μερικά χάθηκαν τη στιγμή που άλλα δυνάμωναν, κάποτε μετατοπιζόταν η κοίτη τους, οπωσδήποτε η συνολική διαδρομή τους δεν έχει πουθενά την ίδια έκταση. Έτσι το κάθε ελληνικό μουσείο προσφέρει στον επισκέπτη του ένα κομμάτι της κοινής καλλιτεχνικής δημιουργίας, την ίδια όμως στιγμή συγκεντρώνει έργα που εκφράζουν με ξεχωριστή έμφαση είτε μια ορισμένη χρονική περίοδο είτε μια πιο πλούσια εκδήλωση σ' έναν ιδιαίτερο τομέα του ελληνικού πολιτισμού. Θα νόμιζε κανείς πως ο αρχαίος ελληνικός κόσμος είχε για πάντα ξεχαστεί στη μνήμη των ανθρώπων. Όταν όμως ύστερα από αιώνες οι Ευρωπαίοι αναζητούν νέες δυνάμεις, για να οδηγηθούν σε χώρους όπου το πνεύμα θα κινηθεί με ελευθερία για την κατάκτηση της ομορφιάς και της αλήθειας, θα ανακαλύψουν τα κλασικά πρότυπα της τέχνης και του λόγου και θα οικοδομήσουν τη σύγχρονη πνευματική και καλλιτεχνική Ευρώπη επάνω σ' αυτά. Τα ελληνικά αγάλματα και τα ρωμαϊκά τους αντίγραφα, τα ελληνικά αγγεία και τα ελληνικά μικροτεχνήματα θα στολίσουν πλούσια παλάτια και συλλογές και θα δημιουργήσουν τον πυρήνα των μεγάλων μουσείων. Παράλληλα οι αρχιτεκτονικές μορφές των ελληνικών ναών θα χρησιμοποιηθούν σε τέτοια έκταση και με τέτοιο πάθος, που να προκαλούν κάποτε τον κόρο1 της πλησμονής.2 Και οι ελληνικοί μύθοι θα εικονογραφήσουν και πάλι ύστερα από αιώνες κτίρια και βιβλία και θα τροφοδοτήσουν πλούσια τη νεώτερη ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Οι μορφές της Αθηνάς και του Ερμή, του Ηρακλή και του Οιδίποδα είναι τόσο οικείες στο σύγχρονο κόσμο, όσο ήταν και στην κλασική Ελλάδα. Έτσι η επίσκεψη στα ελληνικά μουσεία σημαίνει για όλους τους σύγχρονους ανθρώπους μια άμεση και ποθητή γνωριμία με τα αρχέτυπα του πολιτισμού μας, μια συνομιλία θερμή με τις πνευματικές μορφές που μας γαλούχησαν, ένα άγγιγμα της γενέθλιας γης, όπου βυθίζονται οι ρίζες μας και από όπου αντλούμε ακόμα ζώπυρους3 χυμούς. «Γιατί γνωρίσαμε τόσο πολύ τούτη τη μοίρα μας στριφογυρίζοντας μέσα σε σπασμένες πέτρες, τρεις ή έξι χιλιάδες χρόνια».
Τι μπορεί να προσφέρει στο σύγχρονο άνθρωπο, σύμφωνα με το συγγραφέα, η επίσκεψη στα ελληνικά μουσεία;
|