Ιλιάδα Ω 719-777: Ο θρήνος της Ανδρομάχης, της Εκάβης και της Ελένης για τον Έκτορα

Και ως είπ' εκείνοι εχώρισαν τ' αμάξι να περάσει·
και αφού στα ωραία δώματα το λείψανο ανεβάσαν,
στην κλίνη τον απόθεσαν, κι εκάθισαν στο πλάγι
τους θρηνωδούς, το θλιβερό τραγούδι ν' αρχινήσουν.
Και αντιφωνούσαν κλαίοντας στον θρήνον οι γυναίκες.

Και η λευκοχέρ' αρχίνησε τον θρήνον Ανδρομάχη
στην κεφαλήν του Έκτορος απλώνοντας τα χέρια:
«Άνδρα μου, νέος πέθανες, κι εμέν' αφήνεις χήραν
στο σπίτι με το τρυφερό παιδί που εμείς οι δυο
οι άμοιροι εγεννήσαμεν· και δεν θα μεγαλώσει
οϊμένα, ότι γρήγορα τούτη θα πέσ’ η πόλις
τώρα που εσύ εχάθηκες, ο στύλος της, η ασπίδα,
που τα παιδιά της έσωζες και τες σεμνές μητέρες,
που γρήγορα στα πλοία τους θενά μας ρίξουν όλες
και συ μαζί μου, τέκνον μου, θα είσαι να δουλεύεις
με κόπον σ’ έργα ουτιδανά καταδυναστεμένος
κάτω από κύριον σκληρόν, αν πρώτα δεν σε ρίξει
από του πύργου την κορφήν να κακοθανατίσεις
κανείς οπού του φόνευσεν ο Έκτωρ τον πατέρα,
τον αδελφόν ή το παιδί, διότι από το χέρι
εκείνου πλήθος Αχαιών εδάγκασαν το χώμα.
Ότι ο πατέρας σου απαλός στον πόλεμον δεν ήταν·
για τούτο σήμερα ο λαός ολόκληρος τον κλαίει,
και λύπη θα ‘σαι αμίλητη, ω Έκτορ, στους γονείς σου,
μον’ άλλος είναι ο πόνος μου· στην κλίνην σου, ω γλυκέ μου,
δεν πέθανες, το χέρι σου στο χέρι μου ν' απλώσεις,
και κάποιον λόγον φρόνιμον να βάλεις στην καρδιά μου
ημέρα νύκτα μες στον νου να το 'χω και να κλαίω».
Και με τον θρήνον πόκαμνε στενάζαν οι γυναίκες
και ανάμεσόν τους άρχισε κι η Εκάβη να θρηνήσει:
«Έκτορ, ω το ακριβότερο απ' όλα τα παιδιά μου,
και όταν μου εζούσες, οι θεοί, γλυκέ μου, σ’ αγαπούσαν
και τώρα μες στον θάνατον ακόμη σε λυπούνται.
Τ’ άλλα παιδιά μου, όσα ‘πιανεν ο γρήγορος Πηλείδης
απόπερ’ από την θάλασσαν στα ξένα τα επουλούσε
στην Λήμνον την σκοταδερή, στην Σάμον και στην Ίμβρον·
και συ, αφού σ' ενέκρωσεν η λόγχη του και γύρω
του φίλου οπού του εφόνευσες τον τάφον σ' έχει σύρει,
και όμως με αυτό δεν έκαμε τον φίλο ν’ αναζήσει,
εμπρός μου τώρα δροσερός και ανέγγιχτος στο σπίτι
κείτεσαι, ωσάν τον άνθρωπον που την ψυχήν του επήρε
ο Φοίβος ο αργυρότοξος με τ' άλυπά του βέλη».
Και η κλάψα της εσήκωσε γύρω οδυρμόν και θρήνους.

Και τρίτ’ η Ελένη άρχισε τον θρήνο της κι εκείνη:
«Ω Έκτορ μου, ο ακριβότερος των αδελφών του ανδρός μου,
κι είν' άνδρας μου ο θεόμορφος Αλέξανδρος που εμένα
εδώ στην Τροίαν έφερε· να ‘χα πεθάνει πρώτα.
Χρόνοι επεράσαν είκοσιν αφ' ότου εκείθεν ήλθα
και άφησα την πατρίδα μου· και απ' τα δικά σου χείλη
λόγον ποτέ δεν άκουσα κακόν να με πικράνει.
Και αν κάποιος απ' τους αδελφούς ή από τες αδελφές σου
ή από τες συννυφάδες μου με απόπαιρνεν ή ακόμη
η πεθερά μου — ο πενθερός με αγάπα ωσάν πατέρας —
συ μόνος τον ημέρωνες με λόγια μελωμένα
με την αγαθοσύνην σου· για τούτο σένα κλαίω
και αντάμα εμέ την άμοιρην και σχίζεται η καρδιά μου.
Ότι κανείς δεν μόμεινεν εις όλην την Τρωάδα
να είναι φίλος της καρδιάς και μ' αποστρέφοντ' όλοι».
Και ως έκλαιε τριγύρω της εστέναζαν τα πλήθη.

[πηγή: Ομηρικά Έπη Ιλιάδα, Β΄ Γυμνασίου, μτφ. Δ.Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΟΕΔΒ]

info

Το παρόν αποτελεί μέρος του ψηφιακού εμπλουτισμού των σχολικών βιβλίων (Ψηφιακό Σχολείο) και διατίθεται μόνο για εκπαιδευτική χρήση και στο πλαίσιο για το οποίο διαμορφώθηκε.