Comer, D. E. (2014). Δίκτυα και Διαδίκτυα Υπολογιστών. Αθήνα: Κλειδάριθμος
Floridi, L. (2008). Εισαγωγή στη φιλοσοφία της Πληροφορικής. Αθήνα: Νήσος
Forouzan, B. A. (2006). Πρωτόκολλο TCP/IP. Αθήνα: Γκιούρδας.
Laudon, K. C., & Laudon, J. P. (2009). Πληροφοριακά Συστήματα Διοίκησης. Αθήνα: Κλειδάριθμος.
Russell, S., & Norvig, P. (2004). Τεχνητή νοημοσύνη: Μια σύγχρονη προσέγγιση. Αθήνα: Κλειδάριθμος.
Silberschatz, A., Galvin, P. B., & Gagne, G. (2013). Λειτουργικά Συστήματα. Αθήνα: Γκιούρδας.
Tanenbaum, A. S. (2009). Σύγχρονα Λειτουργικά Συστήματα. Αθήνα: Κλειδάριθμος.
Tanenbaum, A. S. (2012). Δίκτυα Υπολογιστών. Αθήνα: Κλειδάριθμος.
Webber, A. B. (2009). Σύγχρονες γλώσσες προγραμματισμού. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
Αλεξανδρής, Ν., Μπελεσιώτης, Β. Σ., & Παναγιωτόπουλος, Θ. (2002). Εισαγωγή στην Επιστήμη
των Υπολογιστών. Αθήνα: Εκδόσεις Βαρβαρήγου.
Βακάλη, Α., Γιαννόπουλος, Η., Ιωαννίδης, Ν., Κοίλιας, Χ., Μάλαμας, Κ. Μανωλόπουλος, Ι., &
Πολίτης, Π. (1999). Ανάπτυξη Εφαρμογών σε Προγραμματιστικό Περιβάλλον. Αθήνα: ΥΠΕΠΘ.
Βλαχάβας, Ι., Κεφαλάς, Π., Βασιλειάδης, Ν., Κόκκορας, Φ., & Σακελλαρίου, Η. (2011). Τεχνητή
Νοημοσύνη. Εκδόσεις Πανεπιστημίου Μακεδονίας.
Βογιατζής, Ι., Ιωαννίδης, Ν., Κοίλιας, Χ., Μελετίου, Γ., & Μόρμορης, Μ. (2010). Εισαγωγή στην
Αλγοριθμική. Αθήνα: Εκδόσεις Νέων Τεχνολογιών
Γεωργόπουλος, Ν., Κοπανάκη, Ε., Πανταζή, Μ., Νικολαράκος, Χ., & Βαγγελάτος, Ι. (2013).
Ηλεκτρονικό Επιχειρείν. Αθήνα: Εκδόσεις Σταμούλης.
Δημητριάδης, Α. (2007). Διοίκηση-Διαχείριση Πληροφοριακών Συστημάτων. Αθήνα: Εκδόσεις
Νέων Τεχνολογιών.
Δουληγέρης, Χ. (2014). Σύγχρονα Τηλεπικοινωνιακά και Διαδικτυακά Πρωτόκολλα. Αθήνα:
Εκδόσεις Νέων Τεχνολογιών.
Καλαφατούδης, Σ., Δροσίτης, Ι., & Κοίλιας, Χ. (2012). Εισαγωγή στις Τεχνολογίες Πληροφορίας και
Επικοινωνίας. Αθήνα: Εκδόσεις Νέων Τεχνολογιών.
Κοίλιας, Χ. (2004). Δομές Δεδομένων και Οργανώσεις Αρχείων. Αθήνα: Εκδόσεις Νέων
Τεχνολογιών.
Κοίλιας, Χ., & Παναγιωτάκος, Δ. (1994). Ερμηνευτικό Λεξικό Όρων Πληροφορικής. Αθήνα:
Εκδόσεις Νέων Τεχνολογιών.
Μανωλόπουλος, Ι., & Παπαδόπουλος, Α. (2006). Συστήματα Βάσεων Δεδομένων. Αθήνα: Εκδόσεις
Νέων Τεχνολογιών.
AND operation = πράξη ΚΑΙ, τομή, σύζευξη, λογικός πολλαπλασιασμός. Η πράξη άλγεβρας Boole της
οποίας το αποτέλεσμα έχει την τιμή 1, αν και μόνο
εάν κάθε τελεστέος έχει την τιμή 1 (ΕΛΟΤ). Ada. Γενικού σκοπού υψηλού επιπέδου διαδικασιακή γλώσσα προγραμματισμού, που αναπτύχθηκε αρχικά υπό την αιγίδα του αμερικανικού Υπουργείου Άμυνας για την υλοποίηση πολύ μεγάλων έργων λογισμικού. access = προσπέλαση. Πρόσβαση σε δεδομένα με σκοπό την ανάγνωση, εγγραφή ή μετακίνηση δεδομένων ή εντολών. access method = μέθοδος προσπέλασης. 1) Στα τοπικά δίκτυα πρωτόκολλο που καθορίζει ποια συσκευή θα έχει προσπέλαση στο μέσο μεταφοράς κάθε στιγμή. 2) Η τεχνική ή και τα προγράμματα για τη μετακίνηση δεδομένων μεταξύ συσκευών εισόδου/εξόδου και κύριας μνήμης. access right = δικαίωμα προσπέλασης. Δικαίωμα που παραχωρείται σε ένα χρήστη να έχει πρόσβαση σε ορισμένα δεδομένα ή προγράμματα και να τα χρησιμοποιεί κατά ένα συγκεκριμένο τρόπο (ISO). access time = χρόνος προσπέλασης. Ο χρόνος που χρειάζεται για την ανεύρεση και ανάκτηση καταχωρημένης πληροφορίας σε κάποιο είδος μνήμης. Συνήθως αναφέρεται στο μέγιστο απαιτούμενο χρόνο. algorithm = αλγόριθμος. Πεπερασμένο σύνολο σαφώς καθορισμένων κανόνων που βοηθούν στην επίλυση ενός προβλήματος μέσω ενός πεπερασμένου αριθμού βημάτων (ΕΛΟΤ). algorithmic languages = αλγοριθμικές γλώσσες. Κατηγορία γλωσσών προγραμματισμού κατάλληλων για την περιγραφή προβλημάτων που μπορούν να λυθούν αλγοριθμικά. alphabetic data = αλφαβητικά δεδομένα. Δεδομένα που αποτελούνται από γράμματα μόνο ή από γράμματα και διάκενα. alphanumeric = αλφαριθμητικό. Σύνολο χαρακτήρων που μπορεί να εμπεριέχει γράμματα, ψηφία και ειδικά σύμβολα όπως π.χ. σημεία στίξης. analysis = ανάλυση. 1) Η φάση της ανάπτυξης ενός συστήματος πληροφορικής κατά την οποία αναλύεται η λειτουργία ενός οργανισμού και γίνεται ο καθορισμός των απαιτήσεων και προδιαγραφών των προγραμμάτων. |
2) Η μεθοδική μελέτη ενός προβλήματος και η διαδικασία της διάσπασής του σε μικρότερες μονάδες για περαιτέρω έρευνα σε λεπτομέρεια. analyst = αναλυτής. Πρόσωπο με ειδικότητα τον καθορισμό των απαιτήσεων και τη σύνταξη των προδιαγραφών των προγραμμάτων για μια συγκεκριμένη εφαρμογή. append = προσάρτηση. Προσθήκη στοιχείων στο τέλος αρχείου. application = εφαρμογή. Προγράμματα που γράφονται για την κάλυψη συγκεκριμένης ανάγκης π.χ. μιας επιχείρησης σε επεξεργασία δεδομένων. applications software = λογισμικό εφαρμογών. Λογισμικό που γράφεται για να καλύψει ανάγκες εφαρμογών. arithmetic = αριθμητικός. Τύπος δεδομένων που υποστηρίζουν όλες οι σύγχρονες γλώσσες προγραμματισμού. Με στοιχεία του αριθμητικού τύπου δεδομένων γίνονται αριθμητικές πράξεις. arithmetic expression = αριθμητική έκφραση. Μία έκφραση που περιλαμβάνει αριθμητικές πράξεις και τελεστέους και η οποία μπορεί να μετατραπεί σε μια απλή αριθμητική τιμή. arithmetic operator = αριθμητικός τελεστής. Σύμβολο μιας γλώσσας προγραμματισμού, που καθορίζει την αριθμητική πράξη που πρέπει να γίνει μεταξύ δύο τελεστέων, π.χ. +, -, *, /, ^. array = πίνακας. Διάταξη δεδομένων μιας ή περισσοτέρων διαστάσεων. array element = στοιχείο πίνακα. Ένα απλό προσπελάσιμο στοιχείο δεδομένου σε έναν πίνακα. array index = δείκτης πίνακα. Σύνολο μιας ή περισσοτέρων τιμών που χρησιμοποιούνται για να προσπελαστεί ένα στοιχείο πίνακα. artificial intelligence (AI) = τεχνητή νοημοσύνη. Ο τοµέας της επιστήµης των υπολογιστών, που ασχολείται µε τη σχεδίαση ευφυών (νοηµόνων) υπολογιστικών συστηµάτων, ώστε να καταστεί ο υπολογιστής ικανός για λειτουργίες που αποδίδονται σε ανθρώπινη νοημοσύνη. artificial neural nets = τεχνητά νευρωνικά δίκτυα που έχουν δυνατότητα µάθησης µετασχηµατίζοντας την εσωτερική τους δοµή. |
artificial intelligence languages = γλώσσες τεχνητής νοημοσύνης. Γλώσσες με δομή κατάλληλη για
ανάπτυξη προγραμμάτων τεχνητής νοημοσύνης. assembler = συμβολομεταφραστής. Πρόγραμμα που μεταφράζει συμβολική γλώσσα σε γλώσσα μηχανής του δεδομένου υπολογιστή. assembly language = συμβολική γλώσσα. Γλώσσα χαμηλού επιπέδου εξαρτώμενη από το υλικό και η οποία έχει άμεση αντιστοιχία με τη γλώσσα μηχανής. Αποτελεί συμβολική αναπαράσταση του δυαδικού κώδικα της γλώσσας μηχανής και χρειάζεται συμβολομετάφραση. assignement = εκχώρηση. Μηχανισμός τιμοδότησης μιας μεταβλητής (ISO). BASIC (Beginners All-purpose Symbolic Instruction Code). Δημοφιλής γλώσσα προγραμματισμού. Τυπικά ασχολείται με αυτήν όποιος βρίσκεται -τουλάχιστον- στα πρώτα του βήματα στον προγραμματισμό. backup = εφεδρεία. Δημιουργία αντιγράφων ασφαλείας που μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε περίπτωση απώλειας των αρχικών. backup copy = αντίγραφο εφεδρείας. Ο όρος χρησιμοποιείται για το αντίγραφο ενός αρχείου ή προγράμματος που τηρείται στην περίπτωση καταστροφής του αρχικού. binary search = δυαδική αναζήτηση. Μέθοδος αναζήτησης κατά την οποία τα δεδομένα διαιρούνται διαδοχικά σε δύο ίσα τμήματα. Ένα από τα δύο τμήματα απαλλάσσεται από περαιτέρω έρευνα, γιατί είναι γνωστό ότι δεν περιέχει το προς αναζήτηση δεδομένο. boolean (data type) = λογικός τύπος δεδομένου. Τύπος δεδομένου με δύο τιμές: αληθής (true) - ψευδής (false). bridge = γέφυρα. Μια ηλεκτρονική συσκευή ή λογισμικό που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση ενός τύπου ή πρωτοκόλλου δικτύου με ένα άλλο. bubble sort = ταξινόμηση φυσαλίδας. Απλός αλγόριθμος ταξινόμησης κατά τον οποίο διαδοχικά στοιχεία συγκρίνονται μεταξύ τους και εάν δεν είναι τοποθετημένα σωστά, αντιμετατίθενται. Η διαδικασία αυτή επαναλαμβάνεται μέχρις ότου καμία άλλη αντιμετάθεση δεν μπορεί να γίνει. business applications = επιχειρησιακές εφαρμογές. Κατηγορία εφαρμογών προσανατολισμένων στις ανάγκες επιχειρήσεων. Συχνά αποκαλούνται και εμπορικές εφαρμογές. |
C Language = γλώσσα C. Γλώσσα υψηλού επιπέδου ιδιαίτερα κατάλληλη για τη δημιουργία λογισμικού συστήματος. C++ Language = γλώσσα C++. Αντικειμενοστρεφής έκδοση της C. COBOL (COmmon Business Oriented Language). Γλώσσα προγραμματισμού υψηλού επιπέδου, βασισμένη στην Αγγλική, που χρησιμοποιείται κυρίως για διαχειριστικές εφαρμογές. call = κλήση. Η ενεργοποίηση ενός προγράμματος υπολογιστή, μιας ρουτίνας ή μιας υπορουτίνας, συνήθως με καθορισμό των συνθηκών εισόδου και εκτέλεση άλματος προς ένα σημείο εισόδου (ISO). cloud computing = Υπολογιστικό Νέφος ή σύννεφο. Παρέχει υπολογιστικούς πόρους (όπως διάφορες εφαρμογές, βάσεις δεδομένων, υπηρεσίες αρχείων, ηλεκτρονικό ταχυδρομείο κ.α.,) μέσω ενός δικτύου υπολογιστών. Πρόκειται για μία παγκόσμια τεχνολογική υποδομή στην οποία ο χρήστης ενός υπολογιστή έχει πρόσβαση και χρησιμοποιεί λογισμικό και δεδομένα, τα οποία είναι εγκατεστημένα ή βρίσκονται εκτός του προσωπικού του υπολογιστικού συστήματος. Cloud Service Provider (CSP) = Πάροχος υπηρεσιών σύννεφου. code = κώδικας. 1) Σύνολο μη διφορούμενων κανόνων που καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο δεδομένα μπορούν να παρασταθούν με διάκριτη μορφή (ISO). 2) Ένα ή περισσότερα προγράμματα ή τμήμα προγράμματος. combination = συνδυασμός. Δεδομένο πλήθος διαφορετικών στοιχείων επιλεγμένων από ένα σύνολο χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η διάταξη στην οποία βρίσκονται τα στοιχεία αυτά (ΕΛΟΤ). command line = γραμμή εντολών. Μια γραμμή οθόνης, συνήθως η τελευταία, από την οποία μπορούν να δοθούν εντολές προς το λειτουργικό σύστημα. comment = σχόλιο. Γλωσσικό δόμημα που επιτρέπει την εισαγωγή κειμένου σε ένα πρόγραμμα, χωρίς να υπάρχει αντίκτυπος στην εκτέλεση του προγράμματος (ISO). communication = επικοινωνία. Μια επικοινωνία περιλαμβάνει τέσσερα βασικά στοιχεία: μια πηγή, ένα κανάλι επικοινωνίας, έναν προορισμό και ένα μήνυμα. communications network = δίκτυο επικοινωνιών. Μια συλλογή διασυνδεμένων μονάδων που παρέχουν υπηρεσίες επικοινωνίας δεδομένων στους σταθμούς που είναι συνδεδεμένοι με το δίκτυο. |
communications nodes = επικοινωνιακοί κόμβοι. Οι
υπολογιστές που συνδέονται σε ένα δίκτυο. compile = μεταγλωττίζω. Μεταφράζω σε γλώσσα χαμηλού επιπέδου πρόγραμμα υπολογιστή εκφρασμένο σε γλώσσα προσανατολισμένη στο πρόβλημα (ISO). compiler = μεταγλωττιστής. Πρόγραμμα υπολογιστή που χρησιμοποιείται για να μεταγλωττίζει (ISO). computational complexity = υπολογιστική πολυπλοκότητα. computational theory = θεωρία υπολογισμού. computer program = πρόγραμμα υπολογιστή. Ακολουθία εντολών κατάλληλων για επεξεργασία. Η επεξεργασία μπορεί να περιλαμβάνει τη χρήση ενός συμβολομεταφραστή, ενός μεταγλωττιστή, ενός διερμηνευτή ή άλλου μεταφραστή, για να προετοιμάσει το πρόγραμμα για εκτέλεση καθώς και την ίδια την εκτέλεση του προγράμματος (ΕΛΟΤ). computer science = επιστήμη των υπολογιστών, πληροφορική. Ο κλάδος της επιστήμης και τεχνολογίας που ασχολείται με μεθόδους και τεχνικές αναφερόμενες στην επεξεργασία δεδομένων που εκτελούνται με αυτόματα μέσα (ΕΛΟΤ). condition = συνθήκη. 1) Μια έκφραση σε πρόγραμμα ή διαδικασία που μπορεί να εκτιμηθεί είτε ως αληθής είτε ως ψευδής, όταν εκτελείται το πρόγραμμα ή η διαδικασία. 2) Μια τιμή από ένα σύνολο συγκεκριμένων τιμών που μπορεί να λάβει ένα στοιχείο δεδομένου. cryptography = κρυπτογραφία. Σύνολο τεχνικών μετατροπής ενός μηνύματος σε κωδικοποιημένη μορφή ώστε να μην γίνεται αντιληπτό από τρίτους. DBMS – (Database Management System) = Σύστημα Διαχείρισης Βάσεων Δεδομένων – ΣΔΒΔ. Είναι αυτοτελής συλλογή από τμήματα λογισμικού (προγράμματα) για τη δημιουργία, επεξεργασία και συντήρηση των βάσεων δεδομένων. data = δεδομένα. Παράσταση γεγονότων, εννοιών ή εντολών σε τυποποιημένη μορφή που είναι κατάλληλη για επικοινωνία, ερμηνεία ή επεξεργασία από άνθρωπο ή αυτόματα μέσα (ΕΛΟΤ). data base = βάση δεδομένων. 1) Συλλογή δεδομένων με συγκεκριμένη δομή για αποδοχή, αποθήκευση και παροχή δεδομένων για πολλούς χρήστες σε κάθε ζήτηση. 2) Συλλογή διασυνδεόμενων δεδομένων οργανωμένων σύμφωνα προς ένα σχήμα βάσης δεδομένων για την εξυπηρέτηση μιας ή περισσοτέ |
ρων εφαρμογών. data dictionary = λεξικό δεδομένων. Ένα λεξικό των στοιχείων δεδομένων που χρησιμοποιούνται σε μια βάση δεδομένων ή σε κάποιο έργο λογισμικού μαζί με τις συσχετίσεις τους με άλλα δεδομένα και προγράμματα που τα χρησιμοποιούν. data entry = εισαγωγή δεδομένων. Διαδικασία εισαγωγής από ειδικό προσωπικό των δεδομένων στον υπολογιστή για επεξεργασία. data processing = επεξεργασία δεδομένων. Η συστηματική εκτέλεση πράξεων σε δεδομένα. Παραδείγματα: χειρισμός, συγχώνευση, ταξινόμηση, συμβολομετάφραση, μεταγλώττιση (ΕΛΟΤ). data structure = δομή δεδομένων. Ένα σύνολο δεδομένων μαζί με τις επιτρεπτές λειτουργίες σε αυτά. data transmission = μετάδοση δεδομένων. Η κάθε είδους μεταφορά δεδομένων σε απόσταση. data type = τύπος δεδομένου. Στις γλώσσες προγραμματισμού, ένα σύνολο τιμών μαζί με ένα σύνολο επιτρεπομένων πράξεων (ISO). data validation= επικύρωση δεδομένων. Διεργασία που χρησιμοποιείται για να διαπιστώνεται η ορθότητα, η πληρότητα ή η λογικότητα των δεδομένων (ISO). data value = τιμή δεδομένου. debug = αίρω σφάλματα (σε προγραμματισμό). Ανιχνεύω, εντοπίζω και εξαλείφω σφάλματα σε προγράμματα υπολογιστή ή σε άλλο λογισμικό (ISO). debugger = αποσφαλματωτής. Βοηθητικό πρόγραμμα -που συνήθως παρέχεται με τις σύγχρονες γλώσσες προγραμματισμού- και καθιστά αποδοτική την έρευνα για τον εντοπισμό σφαλμάτων σε ένα πρόγραμμα. debugging = αποσφαλμάτωση, εκσφαλμάτωση. Έλεγχος της λογικής ενός προγράμματος για τον εντοπισμό και απομάκρυνση σφαλμάτων. dimension = διάσταση. Ο αριθμός των δεικτών σε έναν πίνακα. Γενικότερα ο μέγιστος αριθμός και τάξη μιας σειράς από συσχετιζόμενα στοιχεία. distributed data processing = κατανεμημένη επεξεργασία δεδομένων. Επεξεργασία δεδομένων στην οποία μερικές ή όλες από τις λειτουργίες επεξεργασίας, αποθήκευσης και ελέγχου, εκτός από τις λειτουργίες εισόδου/εξόδου, είναι διασπαρμένες μεταξύ των σταθμών επεξεργασίας δεδομένων (ISO). |
documentation = τεκμηρίωση. 1) Διαχείριση τεκμηρίων. Η διαχείριση τεκμηρίων που μπορεί να περιλαμβάνει τις ενέργειες προσδιορισμού, απόκτησης,
επεξεργασίας, αποθήκευσης και διανομής τους. 2)
Συλλογή τεκμηρίων. Συλλογή τεκμηρίων σ’ ένα δεδομένο θέμα (ISO). editing = σύνταξη (προγραμμάτων, δεδομένων). 1) Μετασχηματισμός τιμών σε παραστάσεις που προδιαγράφονται από δεδομένο μορφότυπο. 2) Διαδικασία εγγραφής-διόρθωσης ενός προγράμματος ή προετοιμασίας δεδομένων με χρήση κατάλληλου προγράμματος. editor = συντάκτης. Βοηθητικό πρόγραμμα υπολογιστή σχεδιασμένο για να εκτελεί λειτουργίες όπως εισαγωγή, επαναδιευθέτηση, τροποποίηση και διαγραφή δεδομένων σύμφωνα με προδιαγραμμένους κανόνες. entity = οντότητα. Οποιοδήποτε συγκεκριμένο ή αφηρημένο αντικείμενο ενδιαφέροντος, συμπεριλαμβανομένων και των συσχετίσεων μεταξύ αντικειμένων. Για παράδειγμα ένα πρόσωπο, ένα αντικείμενο, ένα συμβάν ή μια διεργασία ενδιαφέροντος και τα σχετικά δεδομένα που πρέπει να αποθηκεύονται σε μια βάση δεδομένων. evolutionary computation = εξελικτικός υπολογισμός. Είναι μια διαδικασία που ακολουθεί κάποιο καλά ορισμένο μοντέλο, το οποίο είναι κατανοητό και μπορεί να εκφραστεί με έναν αλγόριθμο,ένα πρωτόκολλο ή μια τοπολογία δικτύου. executable = εκτελέσιμος. Κώδικας συχνά υπό μορφή αρχείου δίσκου τον οποίο μπορεί να εκτελέσει το εν χρήσει λειτουργικό σύστημα. executable code = εκτελέσιμος κώδικας. Ένα σύνολο εντολών γλώσσας μηχανής για δεδομένο υπολογιστή ή μικροεπεξεργαστή, που μπορεί να εκτελεστεί απ’ ευθείας χωρίς να χρειάζεται μεταγλώττιση. expert system = έμπειρο σύστημα. Πρόγραμμα που επιδεικνύει νοήµονα συµπεριφορά σε συγκεκριµένους τοµείς και διαδικασίες, ανάλογη ενός ανθρώπου εµπειρογνώµονα µε ειδικότητα στον ίδιο τοµέα. expression = έκφραση. Γλωσσικό δόμημα για τον υπολογισμό μιας τιμής από έναν ή περισσότερους τελεστέους. Τελεστέοι μπορεί να είναι κυριολεκτικές σταθερές, αναγνωριστικά (ταυτότητας), αναφορές σε πίνακα, κλήσεις συναρτήσεων κλπ (ISO). FIFO (First In-First Out) = πρώτος μέσα-πρώτος έξω. Τρόπος λειτουργίας μιας ουράς, κατά τον οποίο |
το πρώτο στοιχείο που εισάγεται είναι και το πρώτο
που μπορεί να εξαχθεί. FORTRAN (FORmula TRANslation). Η πρώτη γλώσσα προγραμματισμού υψηλού επιπέδου προσανατολισμένη σε επιστημονικά προβλήματα. FTP (File Transfer Protocol) = πρωτόκολλο μεταφοράς αρχείου. Ένα πρωτόκολλο επικοινωνίας του Internet για τη διεκπεραίωση λειτουργιών μεταφοράς αρχείων. factorial = παραγοντικό. Το γινόμενο των φυσικών αριθμών 1,2,3,... μέχρι ένα δεδομένο φυσικό ακέραιο (που συμπεριλαμβάνεται) (ΕΛΟΤ). false = ψευδής. Λογική τιμή που μπορεί να αποδοθεί σε μεταβλητές λογικού τύπου. field = πεδίο. Προκαθορισμένο τμήμα μιας εγγραφής το οποίο χρησιμοποιείται για κάποια ιδιαίτερη κατηγορία δεδομένων (ISO). file = αρχείο. Σύνολο από συναφείς εγγραφές που υφίστανται επεξεργασία ως μια μονάδα. Βλ. και record. function = συνάρτηση, λειτουργία. 1) Μαθηματική οντότητα της οποία η τιμή εξαρτάται από τις τιμές μιας ή περισσοτέρων ανεξαρτήτων μεταβλητών κατά τρόπον που μια μοναδική τιμή της εξηρτημένης μεταβλητής, δηλαδή της ίδιας της συνάρτησης, αντιστοιχεί σε κάθε επιτρεπόμενο συνδυασμό των τιμών καθορισμένων περιοχών των ανεξάρτητων μεταβλητών (ISO). 2) Σε γλώσσες προγραμματισμού, διαδικασία η οποία όταν εκτελείται παρέχει μια τιμή και η κλήση της οποίας μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως τελεστέος σε μια έκφραση. Παράδειγμα: η συνάρτηση SIN παρέχει την τιμή του ημx, όταν καλείται με SIN(X) (ISO). functional programming = συναρτησιακός προγραμματισμός. Προγραμματισμός ο οποίος έχει ως βασικές του παραμέτρους συναρτήσεις fuzzy logic = ασαφής λογική. Λογική η οποία εξάγεται με βάση τις εμπειρίες και τα συμπεράσματά μας. gateway = πύλη (δικτύων). Λειτουργική μονάδα που διασυνδέει δύο δίκτυα υπολογιστών με διαφορετικές αρχιτεκτονικές δικτύου (ISO). GIGO (Garbage Ιn-Garbage Out) = άχρηστα στην είσοδο-άχρηστα στην έξοδο. Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει το γεγονός, ότι αν τα δεδομένα εισόδου είναι ακατάλληλα, τότε και τα αποτελέσματα θα είναι επίσης ακατάλληλα. |
general-purpose language = γλώσσα γενικής χρήσης. Γλώσσα προγραμματισμού κατάλληλη για μια
ευρεία περιοχή εφαρμογών. genetic algorithm = γενετικός αλγόριθμος. Αλγόριθμος που χρησιμοποιεί την ιδέα της εξέλιξης μέσα από φυσικές επιλογές και διασταυρώσεις, ώστε να βρει λύσεις σε προβλήματα που μπορούν να περιγραφούν με αυτόν τον τρόπο. graph = γράφος, γράφημα. Ένα σύνολο σημείων, κορυφών ή κόμβων και ένα σύνολο ακμών, τόξων ή γραμμών που ενώνουν μερικά ή όλα τα σημεία του. hacker = (πληροφορικός) πειρατής. Ενθουσιώδης της πληροφορικής που χρησιμοποιεί τη γνώση του και τα μέσα για να αποκτήσει ανεξουσιοδότητη πρόσβαση σε προστατευμένους πόρους. host computer = υπολογιστής υποδοχής. Σε δίκτυο υπολογιστών, κάθε υπολογιστής που παρέχει στους τελικούς χρήστες υπηρεσίες, όπως υπολογισμούς και πρόσβαση σε βάσεις δεδομένων και που μπορεί να επιτελεί λειτουργίες ελέγχου του δικτύου (ISO). high-level language = γλώσσα υψηλού επιπέδου. Γλώσσα προγραμματισμού που προσομοιάζει της φυσικής γλώσσας και που χρειάζεται ένα μεταγλωττιστή ή ένα διερμηνευτή π.χ. Pascal, COBOL, FORTRAN, PROLOG, BASIC κλπ. index = δείκτης, ευρετήριο. 1) Κατάλογος περιεχομένων ενός αρχείου ή ενός εγγράφου μαζί με τα κλειδιά ή τις παραπομπές για εντοπισμό των περιεχομένων. 2) Στον προγραμματισμό, ένας ακέραιος που αναγνωρίζει τη θέση ενός στοιχείου δεδομένων σε μια ακολουθία στοιχείων δεδομένων. 3) Σύμβολο ή αριθμός που χρησιμοποιείται για να αναγνωρίζει συγκεκριμένη ποσότητα σε πίνακα ομοίων ποσοτήτων. 4) Πίνακας που χρησιμοποιείται για να εντοπίζονται εγγραφές σε ένα σύνολο σειριακών δεδομένων με δείκτες ή σε ένα αρχείο με δείκτες. informatics = πληροφορική. information = πληροφορία (ες). Στην επεξεργασία πληροφοριών, γνώση που αφορά πράγματα όπως πράξεις, έννοιες, αντικείμενα, γεγονότα, ιδέες και διεργασίες, που μέσα σε συγκεκριμένο κείμενο έχουν μια ιδιαίτερη σημασία. information processing = επεξεργασία πληροφοριών. Η συστηματική εκτέλεση πράξεων σε δεδομένα. Παραδείγματα: χειρισμός, συγχώνευση, ταξινόμηση, υπολογισμός, συμβολομετάφραση, μεταγλώττιση (ΕΛΟΤ). |
information system = πληροφοριακό σύστημα. Σύστημα υπολογιστή που επεξεργάζεται δεδομένα,
ώστε να προκύψουν πληροφορίες που μπορούν να
χρησιμοποιηθούν στη λήψη αποφάσεων. instruction = εντολή. Σε μια γλώσσα προγραμματισμού μια έκφραση που έχει νόημα και η οποία καθορίζει μια πράξη και προσδιορίζει τους τελεστέους της, αν υπάρχουν (ISO). instruction set = σύνολο εντολών. Το σύνολο των εντολών μηχανής ενός συγκεκριμένου υπολογιστή. integer = ακέραιος. Ένας από τους αριθμούς 0, +1, -1, +2, -2, ... interpreter = διερμηνευτής (σε προγραμματισμό). 1) Πρόγραμμα υπολογιστή που χρησιμοποιείται για να διερμηνεύει (ISO). 2) Πρόγραμμα που μεταφράζει και εκτελεί κάθε εντολή μιας γλώσσας υψηλού επιπέδου πριν τη μετάφραση και εκτέλεση της επόμενης εντολής. iterative = επαναληπτικός. kernel = πυρήνας. 1) Το μέρος ενός λειτουργικού συστήματος που εκτελεί βασικές λειτουργίες, όπως εκχώρηση πόρων υλικού. Συν. του nucleus. 2) Πρόγραμμα που εκτελείται σε διαφορετικά περιβάλλοντα λειτουργικού συστήματος. 3) Μέρος προγράμματος που πρέπει να είναι στην κύρια μνήμη για να φορτώνει άλλα μέρη του προγράμματος. knowledge-based system = σύστημα βασισμένο στη γνώση. Σύστημα που εξάγει λογικά συμπεράσματα από ένα σύνολο γνώσεων. LIFO (Last-Ιn-First-Out) = τελευταίος μέσα-πρώτος έξω. Τρόπος λειτουργίας σε μια δομή δεδομένων, κατά την οποία το στοιχείο που εισήχθη τελευταίο είναι και το πρώτο που αποσύρεται. LISP (LISt Processing) = γλώσσα LISP. Γλώσσα προγραμματισμού σχεδιασμένη για επεξεργασία λιστών που χρησιμοποιείται εκτενώς για προβλήματα τεχνητής νοημοσύνης. LOGO. Γλώσσα προγραμματισμού υψηλού επιπέδου κατάλληλη για μικρές ηλικίες. language = γλώσσα. Σύνολο χαρακτήρων, συμβατικών παραδοχών και κανόνων που χρησιμοποιούνται για να διαβάζουν πληροφορίες (ISO). language processor = επεξεργαστής γλώσσας. Πρόγραμμα υπολογιστή που εκτελεί λειτουργίες όπως μετάφραση, διερμηνεία και άλλες εργασίες που απαιτούνται για την επεξεργασία μιας ορισμένης γλώσσας προγραμματισμού (ISO). |
library = βιβλιοθήκη. 1) Αρχείο ή σύνολο συσχετιζομένων αρχείων. 2) Συλλογή συναρτήσεων, κλήσεων, υπορουτινών ή άλλων δεδομένων. 3) Αρχείο δεδομένων το οποίο περιέχει αρχεία και πληροφορίες
ελέγχου που τους επιτρέπεται να προσπελαστούν μεμονωμένα. line editor = συντάκτης γραμμής. Τύπος συντάκτη στον οποίο παρέχεται η δυνατότητα διόρθωσης μόνο σε επίπεδο γραμμής. linkage editor = συνδέτης. Πρόγραμμα υπολογιστή που χρησιμοποιείται για να δημιουργεί μια φορτώσιμη ενότητα από μια ή περισσότερες αντικειμενικές ενότητες, που έχουν μεταφραστεί ανεξάρτητα ή από φορτώσιμες ενότητες με συμπλήρωση των αντιστοιχιών μεταξύ των κοινών αναφορών που χρησιμοποιούνται από διάφορες αντικειμενικές ενότητες και ενδεχόμενα με μεταθέσεις στοιχείων στη μνήμη (ISO). linked list = συνδεσμική λίστα. Μια λίστα στην οποία η μετάβαση από έναν κόμβο στον επόμενο γίνεται με τη χρήση ενός δείκτη (pointer), που αποτελεί μέρος του κόμβου. linker = συνδέτης. Βλ. linkage editor. linking loader = συνδετικός φορτωτής. Βοηθητικός επεξεργαστής που εκτελεί σύνδεση και φόρτωση ενός μεταφρασμένου προγράμματος με σκοπό την εκτέλεσή του. list = λίστα. Διαταγμένο σύνολο στοιχείων (ISO). loader = φορτωτής. Πρόγραμμα υπολογιστή που μεταφέρει δεδομένα στην κύρια μνήμη. local area network (LAN) = τοπικό δίκτυο. Δίκτυο υπολογιστών τοποθετημένο στο χώρο ενός χρήστη σε περιορισμένη γεωγραφική περιοχή (ISO). local variable = τοπική μεταβλητή. Μεταβλητή της οποίας το όνομα και η τιμή μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο μέσα στην ενότητα του προγράμματος όπου ορίζεται. logic programming = λογικός προγραμματισμός. Μέθοδος κατασκευής προγραμμάτων ως σύνολα λογικών κανόνων με προκαθορισμένους αλγόριθμους για την επεξεργασία δεδομένων εισόδου. logical constant = λογική σταθερά. Σταθερά με τιμή αληθής ή ψευδής. logical expression = λογική έκφραση. Έκφραση που |
περιέχει λογικούς τελεστές και τελεστέους και που
μπορεί να αντικατασταθεί με την τιμή αληθής ή ψευδής. loop = βρόχος. Σύνολο εντολών που μπορεί να εκτελεστεί επανειλημμένα, όσο ισχύει μια ορισμένη συνθήκη (ISO). machine language = γλώσσα μηχανής. Γλώσσα χαμηλού επιπέδου που οι εντολές της αποτελούνται μόνο από εντολές μηχανής (ISO). machine learning = μηχανική μάθηση. Είναι η μάθηση σε ένα γνωστικό σύστημα όπως γίνεται αντιληπτή στην καθημερινή ζωή και συνδέεται με δύο βασικές ιδιότητες α) την ικανότητα στην πρόσκτηση γνώσης κατά την αλληλεπίδραση µε το περιβάλλον και β) την ικανότητα να βελτιώνει µε την επανάληψη τον τρόπο εκτέλεσης µία ενέργειας. menu (list of options) = κατάλογος επιλογών. Κατάλογος δυνατών εργασιών που παρέχει σε μια συγκεκριμένη φάση εργασίας ένα προϊόν λογισμικού. multiprocessing = πολυεπεξεργασία. Τρόπος εκμετάλλευσης που επιτρέπει παράλληλη επεξεργασία από δύο ή περισσότερους επεξεργαστές ενός πολυεπεξεργαστή (ISO). multiprogramming = πολυπρογραμματισμός. Τρόπος εκμετάλλευσης που επιτρέπει διεμπλεκόμενη εκτέλεση δύο ή περισσοτέρων προγραμμάτων υπολογιστή από έναν και μόνο επεξεργαστή (ISO). multitasking = πολυδιεργασία. Τρόπος εκμετάλλευσης που επιτρέπει τη συντρέχουσα διεξαγωγή ή τη διεμπλεκόμενη εκτέλεση δύο ή περισσοτέρων στοιχειωδών εργασιών (ISO). multiuser system = σύστημα πολλών χρηστών. Σύστημα με δυνατότητα πρακτικά ταυτόχρονης υποστήριξης πολλών χρηστών. NOT operation = πράξη ΟΧΙ, άρνηση, λογική αντιστροφή. Η μοναδιαία πράξη άλγεβρας Boole της οποίας το αποτέλεσμα έχει τιμή αντίθετη από αυτήν του τελεστέου (ISO). network = δίκτυο. Ενα σύνολο κόμβων μαζί με τους κλάδους διασύνδεσής τους (ISO). network topology = τοπολογία δικτύου. Η διάταξη των συνδέσεων και κόμβων σε ένα δίκτυο. networking = δικτύωση. Η σύνδεση γεωγραφικά χωρισμένων υπολογιστών μέσω γραμμών επικοινωνίας. node = κόμβος. 1) Σε δίκτυο δεδομένων, σημείο |
όπου μία ή περισσότερες λειτουργικές μονάδες διασυνδέουν κανάλια ή κυκλώματα δεδομένων (ISO).
2) Η παράσταση μιας κατάστασης ή ενός γεγονότος
με τη χρήση ενός σημείου σε ένα διάγραμμα. 3) Τα
στοιχεία μιας δομής δένδρου ή συνδεδεμένης λίστας. nucleus = πυρήνας. Το τμήμα προγράμματος ελέγχου που διαμένει στην κύρια μνήμη (ISO). numeric character = αριθμητικός χαρακτήρας. Χαρακτήρας που ανήκει στο σύνολο των ψηφίων 0 έως 9. OSI (Open Systems Interconnection) = διασύνδεση ανοικτών συστημάτων. Η διασύνδεση συστημάτων υπολογιστών σύμφωνα με τα πρότυπα ISO και τις συστάσεις CCITT για την ανταλλαγή δεδομένων (ISO). object oriented language = αντικειμενοστρεφής γλώσσα. Γλώσσα που αντανακλά τις έννοιες του αντικειμενοστρεφούς προγραμματισμού. object oriented programming = αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός. Μέθοδος για δόμηση προγραμμάτων ως ιεραρχικά οργανωμένες τάξεις, που περιγράφουν τα δεδομένα και τις λειτουργίες αντικειμένων, που μπορούν να αλληλεπιδρούν με άλλα αντικείμενα. object program = πρόγραμμα αντικειμένου, τελικό πρόγραμμα. Πρόγραμμα υπολογιστή σε μια τελική γλώσσα που έχει μεταφραστεί από μια γλώσσα πηγής (ISO). operand = τελεστέος. Μια οντότητα στην οποία εφαρμόζεται μια πράξη (ΕΛΟΤ). operating system = λειτουργικό σύστημα. Λογισμικό που ελέγχει την εκτέλεση των προγραμμάτων και που μπορεί να παρέχει υπηρεσίες όπως εκχώρηση πόρων, χρονοπρογραμματισμό, έλεγχο εισόδου/εξόδου και διαχείριση δεδομένων. Αν και τα λειτουργικά συστήματα είναι κατά το μέγιστο μέρος λογισμικό, είναι δυνατές μερικές ή ολικές υλοποιήσεις με υλικό (ΕΛΟΤ). operation = πράξη. Μια σαφώς ορισμένη ενέργεια, η οποία όταν εφαρμόζεται σε οποιοδήποτε επιτρεπτό συνδυασμό γνωστών οντοτήτων, παράγει μια νέα οντότητα. Για παράδειγμα, η διεργασία της πρόσθεσης στην αριθμητική, όταν προστίθονται το ένα και το δύο με αποτέλεσμα τρία, οι αριθμοί ένα και δύο είναι οι τελεστέοι, ο αριθμός τρία είναι το αποτέλεσμα και το σημείο συν είναι ο τελεστής που δείχνει ότι η πράξη που εκτελείται είναι η πρόσθεση (ΕΛΟΤ). |
operator = τελεστής, χειριστής. 1) Σύμβολο που παριστάνει τη φύση μιας πράξης που πρόκειται να εκτελεστεί (ΕΛΟΤ). 2) Πρόσωπο που χειρίζεται μια συσκευή. arallel programming = παράλληλος προγραμματισμός. H ανάπτυξη εφαρμογών που εκμεταλλεύονται ταυτόχρονα την ύπαρξη πολλαπλών επεξεργαστών σε ένα υπολογιστικό σύστημα με σκοπό την αύξηση των υπολογιστικών επιδόσεων και τη μείωση του χρόνου εκτέλεσης της εφαρμογής. Pascal. Δημοφιλής γλώσσα τρίτης γενιάς που εισήχθη το 1971. pattern recognition = αναγνώριση προτύπων. Η αναγνώριση ταυτότητας σχημάτων, μορφών ή διατάξεων με αυτόματα μέσα. pointer = δείκτης. 1) Στοιχείο δεδομένου που περιέχει τη διεύθυνση ενός άλλου στοιχείου δεδομένου. 2) Οπτικά παρουσιαζόμενο σύμβολο στην οθόνη το οποίο ένας χρήστης μετακινεί με μια συσκευή στίξης, όπως ένα ποντίκι. procedural = διαδικασιακός, διαδικαστικός. procedural language = διαδικασιακή γλώσσα. Γλώσσα προσανατολισμένη στο πρόβλημα που διευκολύνει την έκφραση μιας διαδικασίας με τη μορφή ρητά εκφρασμένου αλγόριθμου (ISO). procedure = διαδικασία. Στις γλώσσες προγραμματισμού, μια ομάδα εντολών με ή χωρίς τυπικές παραμέτρους, η εκτέλεση της οποίας προκαλείται μέσω μιας κλήσης διαδικασίας. processing = επεξεργασία. Η εκτέλεση λογικών πράξεων και υπολογισμών σε δεδομένα συμπεριλαμβανομένης και της προσωρινής διατήρησης των δεδομένων στη μνήμη του επεξεργαστή. program = πρόγραμμα (υπολογιστή). Ακολουθία εντολών κατάλληλων για επεξεργασία. Η επεξεργασία μπορεί να περιλαμβάνει τη χρήση ενός συμβολομεταφραστή, ενός μεταγλωττιστή, ενός διερμηνευτή ή άλλου μεταφραστή, για να προετοιμάσει το πρόγραμμα για εκτέλεση καθώς και την ίδια την εκτέλεση του προγράμματος (ΕΛΟΤ). program documentation = τεκμηρίωση προγράμματος. Έγγραφα ή άλλα μέσα που παρέχουν την περιγραφή του προγράμματος. Η τεκμηρίωση προγράμματος κανονικά περιλαμβάνει ένα αντίγραφο λίστας προγράμματος, αποτελέσματα δοκιμών, ιστορικό τροποιήσεων στο πρόγραμμα και άλλες πληροφορίες. |
program specification = προδιαγραφή προγράμματος. Τεκμήριο που περιγράφει τη δομή και λειτουργίες ενός προγράμματος με επαρκή λεπτομέρεια, ώστε
να επιτρέπει τον προγραμματισμό και να διευκολύνει
τη συντήρηση (ISO). program testing = δοκιμή προγράμματος. Ενα βήμα της ανάπτυξης προγράμματος όπου ένα πλήρες πρόγραμμα δοκιμάζεται για σφάλματα. Μια δοκιμή προγράμματος εμπεριέχει την αποσφαλμάτωση του προγράμματος. program testing and debugging = δοκιμή και αποσφαλμάτωση προγράμματος. Διαδικασίες εντοπισμού και διόρθωσης τυχόν σφαλμάτων ενός προγράμματος. program verification = επαλήθευση προγράμματος. Αποδεικνύει ότι ένα πρόγραμμα συμπεριφέρεται σύμφωνα προς τις προδιαγραφές του. programmer = προγραμματιστής. Πρόσωπο υπεύθυνο για το σχεδιασμό, εγγραφή, έλεγχο, διόρθωση, συντήρηση και τεκμηρίωση ενός προγράμματος. programming = προγραμματισμός. Η διαδικασία δημιουργίας προγραμμάτων υπολογιστή. programming language = γλώσσα προγραμματισμού. Τεχνητή γλώσσα σχεδιασμένη για να δημιουργεί ή να εκφράζει προγράμματα (ISO). protocol = πρωτόκολλο. Σύνολο κανόνων της σημασιολογίας και του συντακτικού που καθορίζει τη συμπεριφορά των λειτουργικών μονάδων στην επίτευξη επικοινωνίας (ISO). pseudocode = ψευδοκώδικας. 1) Κώδικας που απαιτεί μετάφραση πριν από την εκτέλεση (ISO). 2) Τρόπος αποτύπωσης αλγορίθμων με χρήση προκαθορισμένων λέξεων κλειδιών. push = ωθώ, σπρώχνω. Εισάγω ένα στοιχείο δεδομένων στην κορυφή μιας στοίβας. query = ερώτηση. Μια αίτηση για δεδομένα από βάση δεδομένων που βασίζεται σε ειδικές συνθήκες. Παράδειγμα, η ερώτηση για διαθεσιμότητα μιας θέσης σε ένα σύστημα δέσμευσης πτήσης. query language = γλώσσα ερωταποκρίσεων. Μια γλώσσα χειρισμού δεδομένων για τελικούς χρήστες προκειμένου να ανακαλούν ή να τροποποιούν δεδομένα σε μια βάση δεδομένων queue = ουρά. Δομή δεδομένων με δύο άκρα στην οποία νέα στοιχεία εισάγονται από το ένα άκρο και υπάρχοντα στοιχεία εξέρχονται από το άλλο άκρο. Βλ. και FIFO. |
quicksort = γρήγορη ταξινόμηση. Αλγόριθμος ταξινόμησης που βασίζεται στο διαμερισμό του συνόλου των στοιχείων σε δύο μέρη, στην ανταλλαγή των
πιο απομακρυσμένων στοιχείων και στην αναδρομική κλήση του για καθένα από τα δύο μέρη. Η μέθοδος αυτή είναι η καλύτερη γνωστή μέχρι σήμερα για
εσωτερική ταξινόμηση. relation data model (RDM) = σχεσιακό μοντέλο δεδομένων. Είναι το είδος του λογικού μοντέλου βάσεων δεδομένων που μπορεί να συνδυάζει τα δεδομένα ενός πίνακα με τα δεδομένα ενός άλλου, αρκεί οι δυο πίνακες να έχουν ένα κοινό στοιχείο δεδομένων. record = εγγραφή. Στις γλώσσες προγραμματισμού, συνάθροισμα που αποτελείται από αντικείμενα σχετικά με δεδομένα με πιθανόν διαφορετικά ιδιοχαρακτηριστικά, στα οποία αντικείμενα έχουν συνήθως προσαρτηθεί αναγνωριστικά ταυτότητας (ISO). recursion = αναδρομή. Κατάσταση κατά την οποία μια διαδικασία ή συνάρτηση καλεί τον εαυτό της. recursive function = αναδρομική συνάρτηση. Μια συνάρτηση της οποίας οι τιμές είναι φυσικοί αριθμοί που παράγονται από φυσικούς αριθμούς με τύπους αντικατάστασης, στους οποίους η ίδια η συνάρτηση είναι ένας τελεστέος (ΕΛΟΤ). repeater = επαναλήπτης. Σε κόμβο τοπικού δικτύου, μια συσκευή που αναγεννά σήματα για να επεκτείνει την εμβέλεια μετάδοσης μεταξύ σταθμών δεδομένων ή για να διασυνδέει δύο κλάδους. reserved word = δεσμευμένη λέξη. Λέξη γλώσσας πηγής η σημασία της οποίας καθορίζεται από τους κανόνες αυτής της γλώσσας και δεν μπορεί να αλλάξει για την ευκολία οποιουδήποτε προγράμματος εκφρασμένου σε αυτή τη γλώσσα. Μάλιστα στις περισσότερες περιπτώσεις προγραμμάτων εκφρασμένων στη γλώσσα πηγής, μπορεί να απαγορεύεται η χρήση τέτοιων λέξεων σε άλλα συμφραζόμενα του προγράμματος. Παραδείγματα: 1. Η λέξη SIN μπορεί να είναι μια δεσμευμένη λέξη για την κλήση μιας υπορουτίνας υπολογισμού του ημιτόνου. 2. Λέξεις της COBOL όπως OCCURS, MOVE, COMPUTE κ.α. retrieval = ανάκτηση. Διαδικασία αναζήτησης ενός στοιχείου με σκοπό τη λήψη (ανάγνωση) του περιεχομένου του. robot = ρομπότ. Μια μηχανική συσκευή η οποία μπορεί να προγραμματιστεί για να εκτελεί κάποια |
εργασία χειρισμού ή μετακίνηση από ένα τόπο σε
άλλο υπό συνθήκες αυτομάτου ελέγχου. robotics = ρομποτική. Οι τεχνικές που χρησιμοποιούνται για σχεδιασμό, κατασκευή και χρήση ρομπότ. router = δρομολογητής. Υπολογιστής που προσδιορίζει τη διαδρομή κυκλοφορίας δικτύου. Η επιλογή διαδρομής γίνεται από αρκετές διαδρομές που βασίζονται σε πληροφορίες, οι οποίες λαμβάνονται από ειδικά πρωτόκολλα και αλγορίθμους, που προσπαθούν να αναγνωρίζουν τη συντομότερη ή καλύτερη διαδρομή και άλλα κριτήρια. routine = ρουτίνα. Ένα πρόγραμμα καλούμενο από άλλο πρόγραμμα, που μπορεί να έχει γενική ή συχνή χρήση (ΕΛΟΤ). running time = χρόνος εκτέλεσης. Ο χρόνος που απαιτείται για την εκτέλεση ενός προγράμματος. SQL (Structured Query Language) = δομημένη γλώσσα ερωταπαντήσεων. Γλώσσα ερωταπαντήσεων πολύ υψηλού επιπέδου που χρησιμοποιείται για αναζητήσεις σε βάσεις δεδομένων. search = αναζητώ, ψάχνω. Εξετάζω σύνολο στοιχείων δεδομένων για να εντοπίσω ένα ή περισσότερα στοιχεία που έχουν μια δεδομένη ιδιότητα (ISO). searching = αναζήτηση, ψάξιμο. searching techniques = τεχνικές αναζήτησης. Σύνολο τεχνικών με βάση τις οποίες επιτυγχάνεται η λειτουργία της αναζήτησης. selection sort = ταξινόμηση με επιλογή. Τεχνική ταξινόμησης κατά την οποία βρίσκεται το ελάχιστο στοιχείο μιας ομάδας και αντιμετατίθεται με το πρώτο, στη συνέχεια βρίσκεται το ελάχιστο στοιχείο των υπολοίπων και αντιμετατίθεται με το δεύτερο κ.ο.κ. sequential = ακολουθιακός. Τρόπος επεξεργασίας κατά τον οποίο δύο ή περισσότερες πράξεις εκτελούνται η μία μετά την άλλη (ΕΛΟΤ). sequential search = ακολουθιακή ή σειριακή αναζήτηση. simplex line = ημιαμφίδρομη γραμμή, μονόδρομη γραμμή. Μια γραμμή επικοινωνίας που χρησιμοποιείται για τη μετάδοση δεδομένων κατά μία μόνο κατεύθυνση. software = λογισμικό. Πνευματική δημιουργία που περιλαμβάνει τα προγράμματα, τις διαδικασίες, τους κανόνες και οποιαδήποτε σχετική τεκμηρίωση που αναφέρεται στη λειτουργία ενός συστήματος επεξεργασίας δεδομένων (ΕΛΟΤ). |
software development environment = περιβάλλον
ανάπτυξης λογισμικού. Σύνολο μεταφραστικών προγραμμάτων και άλλων εργαλείων ανάπτυξης λογισμικού που χρησιμοποιούνται στη δημιουργία προγραμμάτων εφαρμογών. software development tool = εργαλείο ανάπτυξης λογισμικού. Ένα σύνολο προγραμμάτων που βοηθά στην ανάπτυξη ορισμένων τύπων λογισμικού εφαρμογών. software engineer = μηχανικός λογισμικού. Πρόσωπο που σχεδιάζει και γράφει προγράμματα υπολογιστών σύμφωνα με τις αρχές της τεχνολογίας λογισμικού. software life cycle = κύκλος ζωής λογισμικού. Ο κύκλος σχεδίασης, ανάπτυξης, εγκατάστασης και συντήρησης λογισμικού. software package = πακέτο λογισμικού. Πλήρες και τεκμηριωμένο σύνολο προγραμμάτων που παρέχεται σε έναν αριθμό χρηστών για μια εφαρμογή (ISO). software piracy = πειρατεία λογισμικού. Παράνομη αναπαραγωγή προϊόντων λογισμικού. software reusability = δυνατότητα επαναχρήσης λογισμικού, επαναχρηστικότητα λογισμικού. Επιδιωκόμενη ιδιότητα ενός προϊόντος λογισμικού σύμφωνα με την οποία μπορεί το εν λόγω προϊόν να χρησιμοποιηθεί και για τη σύσταση ενός άλλου. software testing = έλεγχος λογισμικού. Φάση της ανάπτυξης ενός προϊόντος λογισμικού κατά την οποία το προϊόν ελέγχεται ως προς την αναμενόμενη λειτουργία του. software tools = εργαλεία λογισμικού. Ειδικά προγράμματα που διευκολύνουν συγκεκριμένες εργασίες της ανάπτυξης λογισμικού. sorting = ταξινόμηση. Η διαδικασία τοποθέτησης των στοιχείων δεδομένων σε μια δομή δεδομένων με αύξουσα ή φθίνουσα σειρά. source code = πηγαίος κώδικας. Η είσοδος σε μεταγλωττιστή ή συμβολομεταφραστή που έχει γραφεί σε μια γλώσσα πηγής. source program = πηγαίο πρόγραμμα, αρχικό πρόγραμμα. Πρόγραμμα υπολογιστή εκφρασμένο σε μια γλώσσα πηγής (ISO). specification = προδιαγραφή. Λεπτομερής διατύπωση υπό μορφή τεκμηρίου, που παρέχει οριστική περιγραφή ενός συστήματος με σκοπό την ανάπτυξη ή επικύρωση του συστήματος (ISO). |
square root = τετραγωνική ρίζα. stack = στοίβα. Δομή δεδομένων με ένα μόνο άκρο, στην οποία το τελευταίο στοιχείο που μπήκε είναι και το πρώτο που μπορεί να εξαχθεί. Βλ. και LIFO. statement = εντολή, πρόταση (προγράμματος). Γλωσσικό δόμημα που παριστάνει ένα βήμα σε μια ακολουθία ενεργειών ή σε ένα σύνολο δηλώσεων (ISO). structured programming = δομημένος προγραμματισμός. Μέθοδος για την κατασκευή προγραμμάτων που χρησιμοποιεί μόνο ιεραρχικά εμπερικλειόμενα κατασκευάσματα, καθένα από τα οποία έχει ένα απλό σημείο εισόδου και ένα εξόδου. Τρεις τύποι ελέγχου χρησιμοποιούνται στο δομημένο προγραμματισμό: ακολουθία, επιλογή και επανάληψη. swarm intelligence = νοημοσύνη σμήνους. Μέθοδος διαδικασιών βελτιστοποίησης υπολογισμών που προέκυψαν παρατηρώντας πρότυπα που υπάρχουν στη φύση. subprogram = υποπρόγραμμα. Ενα πρόγραμμα καλούμενο από άλλο πρόγραμμα, σε αντίθεση με ένα κύριο πρόγραμμα. subroutine = υπορουτίνα. Ακολουθιακό σύνολο εντολών ή προτάσεων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε ένα ή περισσότερα σημεία ενός προγράμματος υπολογιστή. switching elements = στοιχεία μεταγωγής. Πρόκειται για τις ενδιάμεσες συσκευές που συνδέουν τις γραμμές μετάδοσης και επιφορτίζονται με το έργο της δρομολόγησης των δεδομένων από τη μια γραμμή στην άλλη ή από το ένα δίκτυο στο άλλο. symbolic language = συμβολική γλώσσα. symbolic logic = συμβολική λογική. Ο επιστημονικός κλάδος στον οποίο οι συλλογισμοί και οι πράξεις αντιμετωπίζονται με τη χρήση μιας τεχνητής γλώσσας σχεδιασμένης έτσι, ώστε να αποφεύγονται τα διφορούμενα και η λογική ανεπάρκεια των φυσικών γλωσσών (ΕΛΟΤ). system analysis = ανάλυση συστήματος. Συστηματική έρευνα ενός πραγματικού ή σχεδιασμένου συστήματος για να προσδιοριστούν οι απαιτήσεις πληροφοριών και οι διεργασίες του συστήματος και πώς αυτά συνδέονται μεταξύ τους και με οποιοδήποτε άλλο σύστημα (ISO). system software = λογισμικό συστήματος. Λογισμικό ανεξάρτητο της εφαρμογής, που υποστηρίζει την εκτέλεση του λογισμικού εφαρμογής (ISO). |
table = πίνακας. 1) Παράθεση δεδομένων καθένα
από τα οποία μπορεί να προσδιοριστεί μονοσήμαντα
μέσω μιας ή περισσοτέρων μεταβλητών (ISO). 2)
Ένα αντικείμενο βάσης δεδομένων που αποτελείται
από μια ομάδα γραμμών (εγγραφές), οι οποίες χωρίζονται σε στήλες (πεδία) που περιέχουν δεδομένα. telecommunication = τηλεπικοινωνία. 1) Η μετάδοση σημάτων ελέγχου και πληροφοριών μεταξύ δύο ή περισσοτέρων θέσεων, όπως από τηλέγραφο, ραδιόφωνο ή τηλεόραση. 2) Η μετάδοση δεδομένων μεταξύ συστημάτων υπολογιστών από γραμμές τηλεπικοινωνίας και μεταξύ ενός συστήματος υπολογιστή και απομακρυσμένων συσκευών. test = δοκιμή. Η λειτουργία μιας μονάδας και η σύγκριση του επιτευχθέντος αποτελέσματος με το προβλεπόμενο, προκειμένου να γίνει αποδεκτή ή μη η μονάδα. Π.χ. δοκιμή συσκευής, δοκιμή προγράμματος. test data = δεδομένα δοκιμής. Τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για ένα ελεγκτικό πρόβλημα (ISO). text editor = συντάκτης κειμένου. Πρόγραμμα υπολογιστή που δίνει στο χρήστη τη δυνατότητα να δημιουργεί και να αναθεωρεί κείμενα. Ο συντάκτης κειμένου, αν και επιτελεί το ίδιο έργο με τον επεξεργαστή κειμένου, συνήθως έχει μικρότερες δυνατότητες από τον τελευταίο. third generation language = γλώσσα τρίτης γενεάς. Η γενιά των γλωσσών προγραμματισμού που εμφανίστηκαν τη δεκαετία του 60 και ακολούθησαν τις γλώσσες μηχανής και τις συμβολικές γλώσσες. Είναι γλώσσες υψηλού επιπέδου που χρησιμοποιούν κάποιο μεταφραστικό πρόγραμμα. topology = τοπολογία. Ο χάρτης ή το σχέδιο ενός δικτύου. Η φυσική τοπολογία περιγράφει τη διάταξη των καλωδίων και η λογική ή ηλεκτρική τοπολογία περιγράφει τη ροή των μηνυμάτων. translate = μεταφράζω, μεταφέρω. 1) Σε γλώσσες προγραμματισμού, ο μετασχηματισμός όλου ή μέρους ενός προγράμματος που εκφράζεται σε μια γλώσσα προγραμματισμού, από τη γλώσσα αυτή σε μια άλλη γλώσσα ή σε μια γλώσσα μηχανής κατάλληλη για εκτέλεση. 2) Σε γραφικά υπολογιστή, η μετατόπιση μιας εικόνας σε χώρο οπτικής παρουσίασης από μια θέση στην άλλη χωρίς την περιστροφή της. translator = μεταφραστής. Πρόγραμμα υπολογιστή που μεταφράζει από μια γλώσσα σε άλλη γλώσσα και ιδιαίτερα από μια γλώσσα προγραμματισμού σε άλλη γλώσσα προγραμματισμού (ISO). |
transmission = εκπομπή. Η αποστολή δεδομένων
από ένα μέρος για λήψη οπουδήποτε. transmission medium = μέσο εκπομπής. Το φυσικό μέσο που μεταφέρει σήματα μεταξύ σταθμών δεδομένων π.χ. σύρμα συνεστραμένου ζεύγους, οπτική ίνα, ομοαξονικό καλώδιο. transmit = εκπέμπω. transmitter = πομπός. tree = δένδρο. Δομή δεδομένων που αποτελείται από κόμβους, οι οποίο συνδέονται με ακμές. Σε κάθε κόμβο καταλήγει μία μόνο ακμή, αλλά μπορεί να ξεκινούν καμία, μία ή περισσότερες ακμές. Σε ένα μόνο κόμβο που αποκαλείται ρίζα, δεν καταλήγει καμία ακμή. UNIX operating system = λειτουργικό σύστημα UNIX. Λειτουργικό σύστημα που αναπτύχθηκε από τα εργαστήρια BELL και το χαρακτηρίζει ο πολυπρογραμματισμός σε περιβάλλον πολλαπλών χρηστών. Το UNIX αναπτύχθηκε αρχικά για χρήση σε μινι-υπολογιστές αλλά προσαρμόστηκε για μεγάλους υπολογιστές καθώς και για μικρο-υπολογιστές. unary operation = μοναδιαία πράξη, μονοτελής πράξη. Μια πράξη με έναν και μόνον έναν τελεστέο. Παράδειγμα: η άρνηση (ΕΛΟΤ). user = χρήστης. Πρόσωπο που χρησιμοποιεί το σύστημα του υπολογιστή. user friendly system = σύστημα φιλικό προς το χρήστη. Χαρακτηριστικό ενός συστήματος ή εφαρμογής που δηλώνει ευκολία στη χρήση του. user interface = διεπαφή χρήστη. Υλικό, λογισμικό ή και τα δύο, με τα οποία επιτρέπεται να αλληλεπιδρά ο χρήστης και να εκτελεί λειτουργίες στο σύστημα, στο πρόγραμμα ή στη συσκευή. user manual = εγχειρίδιο χρήστη validation = επικύρωση. Διεργασία που χρησιμοποιείται για να διαπιστώνεται η ορθότητα, η πληρότητα ή λογικότητα των δεδομένων (ISO). validity check = έλεγχος εγκυρότητας. Ελεγχος για να προσδιορίζει, αν μια ομάδα κώδικα είναι πραγματικά χαρακτήρες του δεδομένου κώδικα σε χρήση. variable = μεταβλητή. 1) Οντότητα της οποίας η τιμή μπορεί να είναι απροσδιόριστη -ή απροσδιόριστη μέσα σε γνωστά όρια- μέχρι να αποδοθεί μια πραγματική τιμή σε αυτή σε δεδομένη εφαρμογή (ΕΛΟΤ). 2) Στις γλώσσες προγραμματισμού, ένα γλωσσικό |
αντικείμενο που μπορεί να λάβει διάφορες τιμές, μία
κάθε φορά. Οι τιμές μιας μεταβλητής περιορίζονται
συνήθως σε έναν τύπο δεδομένων. 3) Ένα όνομα που
χρησιμοποιείται για να παραστήσει ένα στοιχείο δεδομένου, του οποίου η τιμή μπορεί ν’ αλλάζει κατά τη διάρκεια λειτουργίας του προγράμματος. verification = επαλήθευση, επιβεβαίωση. Η ενέργεια του προσδιορισμού αν μια λειτουργία έχει επιτελεσθεί ορθά. version = εκδοχή, παραλλαγή, έκδοση. Όρος που χρησιμοποιείται για την αναγνώριση ενός συγκεκριμένου προϊόντος λογισμικού. Όταν το προϊόν τίθεται σε κυκλοφορία ή πωλείται για πρώτη φορά, αποκαλείται πρώτη έκδοση. Καθώς το προϊόν τροποποιείται ή βελτιώνεται, γίνονται διαθέσιμες μεταγενέστερες εκδόσεις. virus = ιός. Ένα αυτοαναπαραγόμενο πρόγραμμα το οποίο «μολύνει» και μπορεί να καταστρέψει άλλα προγράμματα και δεδομένα. WYSIWYG (What You See Is What You Get) = ό,τι βλέπεις είναι αυτό που παίρνεις. ‘Όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει συστήματα, στα οποία υπάρχει η δυνατότητα να αποτυπωθεί στον εκτυπωτή ό,τι ακριβώς φαίνεται στην οθόνη (προφέρεται γουίσγουινγκ). wide area network (WAN) = δίκτυο ευρείας περιοχής. Δίκτυο που παρέχει υπηρεσίες επικοινωνιών σε γεωγραφική περιοχή ευρύτερη από αυτή που εξυπηρετείται από τοπικό δίκτυο ή το μητροπολιτικό δίκτυο και που μπορεί να χρησιμοποιεί ή να παρέχει δημόσιες ευκολίες επικοινωνίας. window = παράθυρο. 1) Τμήμα μιας επιφάνειας οπτικής παρουσίασης στην οποία μπορούν να παρουσιαστούν εικόνες που ανήκουν σε ιδιαίτερη εφαρμογή. Διαφορετικές εφαρμογές μπορούν να παρουσιαστούν οπτικά ταυτόχρονα σε διαφορετικά παράθυρα. 2) Περιοχή της οθόνης με ορατά σύνορα μέσα στην οποία παρουσιάζονται οπτικά πληροφορίες. Ένα παράθυρο μπορεί να είναι μικρότερο ή του ιδίου μεγέθους με την οθόνη. XML - (Extensible Markup Language). Γλώσσα η οποία χρησιμοποιώντας ένα σύνολο κανόνων επιτρέπει την αναπαράσταση δεδομένων με τρόπο τέτοιο που να γίνεται κατανοητός όχι μόνο από τους ανθρώπους αλλά και από τους υπολογιστές. Σημ. ISO = Διεθνής Οργανισμός Τυποποίησης, ΕΛΟΤ = Ελληνικός Οργανισμός Τυποποίησης |
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή οποιουδήποτε τμήματος αυτού του βιβλίου, που καλύπτεται από δικαιώματα (copyright), ή η χρήση του σε οποιαδήποτε μορφή, χωρίς τη γραπτή άδεια του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων / IΤΥΕ - ΔΙΟΦΑΝΤΟΣ.