την ελευθερία επιλογής. Ο Θεός με την εντολή αυτή καλεί τον άνθρωπο να μην προχωρήσει σ' αυτήν τη γνώση, που θα ήταν γνώση του κακού, αλλά αντίθετα να προχωρήσει στη θέωση, να γίνει κατά χάριν θεός μέσα από τη σχέση του με το Θεό. Η ανυπακοή στην εντολή του Θεού ήταν η ουσία του κακού, ενώ η σχέση αγάπης μαζί Του θα ήταν ο μόνος τρόπος για να συνεχίσει να ζει σε κοινωνία με το Θεό. Ωστόσο, στη σχέση του ανθρώπου με το Θεό παρεμβάλλεται μια άλλη πνευματική ύπαρξη, ένα κτίσμα, που εφευρίσκει το κακό, ο σατανάς, με τη μορφή φιδιού1 που διαβάλλει το Θεό, λέγοντας ότι η απαγόρευσή του απέβλεπε στο να μη διανοιχθούν οι οφθαλμοί τους και γίνουν οι άνθρωποι ως θεοί με τη γνώση του καλού και του κακού. Ο άνθρωπος επιλέγει τελικά να γίνει θεός με λάθος τρόπο, δηλαδή χωρίς τη μοναδική δυνατότητα που υπήρχε για τη θέωση: την ταπείνωση και την υπακοή στο Θεό και επομένως τη μετοχή στη χάρη του Θεού. Έτσι, όταν οι άνθρωποι πείθονται στα λόγια του πονηρού, γνωρίζουν πράγματι το κακό, αλλά την ίδια στιγμή συνειδητοποιούν ότι είναι γυμνοί, έχει εκλείψει η αθωότητα και ο ένας είναι εκτεθειμένος απέναντι στο βλέμμα του άλλου. Λίγο αργότερα κρύβονται και από το βλέμμα του Θεού που τους αναζητά. Οι άνθρωποι έγιναν «σαν θεοί», αλλά η «θεϊκότητά» τους είναι μια γυμνή «θεϊκότητα» που οδηγεί στο θάνατο και όχι στη θέωση, για την οποία είχαν δημιουργηθεί.
γ) Συνέπειες του κακού
Η διήγηση της Π. Διαθήκης δε σταματά εκεί. Ο Θεός αναγγέλλει τις συνέπειες που θα έχει η εμφάνιση του κακού. Η ζωή στο εξής θα είναι δύσκολη χωρίς τη σχέση αγάπης με το Θεό. Στη γυναίκα η μητρότητα θα συνδεθεί με τον πόνο και θα εμφανιστεί η κυριαρχία και η εξάρτηση
1. Εννοείται ότι πρόκειται για συμβολική διήγηση και δεν πρόκειται για κανονικό φίδι, αφού μιλάει ανθρώπινα και εμφανίζεται εξυπνότερο από τον άνθρωπο. Η Εκκλησία ερμηνεύει την παρουσία του φιδιού ως μεταμορφωμένη ένυλη παρουσία του διαβόλου, που αρχικά είχε δημιουργηθεί από το Θεό μαζί με άλλες όμοιες υπάρξεις, τους αγγέλους. Επέλεξε, όμως, τη διακοπή της σχέσης με το Θεό, εφευρίσκοντας έτσι το κακό, με αποτέλεσμα να μετατραπεί σε «Σατανά» (εβραϊκά= «αντίπαλος») ή «διάβολο» (ελληνικά «αυτός που συκοφαντεί»).
|