|
Α'. Η ΦΥΣΙΚΗ ΡΗΤΟΡΕΙΑ
«..οὐ πάντεσσιν θεοὶ χαρίεντα διδοῦσιν ἀνδράσιν, οὔτε φυὴν οὔτ' ἄρ' φρένας οὔτ' ἀγορητύν».
(Σε όλους δεν χαρίζουν οι θεοί την
ομορφιά, τη σύνεση, τον λόγο)
Ὀδύσσ. θ, 167-8
|
Το
τάλαντο
|
Ακόμη
και στο στενό κοινωνικό μας περιβάλλον όλοι έχουμε γνωρίσει ανθρώπους με
έμφυτο το χάρισμα του λόγου. Μερικοί απ' αυτούς δεν έχουν καν τις
στοιχειώδεις γραμματικές γνώσεις, και όμως διαθέτουν μια φυσική ευγλωττία που μπορεί εύκολα να γοητεύσει και να πείσει. Ο
ειρωνικός χαρακτηρισμός «αγράμματος δικηγόρος» που αποδίδεται κάποτε σ'
αυτούς δεν είναι χωρίς σημασία, αφού θέτει εμμέσως το πρόβλημα της αξιοπιστίας
της ρητορικής όπως το έθεσε ο Πλάτων. |
Οι
Ομηρικοί αγορητές |
Ο
Όμηρος θεωρεί την ευγλωττία σπάνιο θεϊκό χάρισμα όπως είναι η ομορφιά και η
σύνεση. Προϊόντα του θείου αυτού δωρήματος είναι οι έξοχες αγορεύσεις των
Ομηρικών ηρώων. Ο ιδανικός ήρωας έπρεπε να διαπρέπει με τον λόγο στην αγορά
όπως με τα ανδραγαθήματα στον πόλεμο, να είναι δηλαδή μύθων τε ῥητήρ ἔργων τε πρηκτήρ (Ἰλ. I, 443). Είναι η Ομηρική διατύπωση
ενός διαχρονικού βέβαια, όχι μόνον Ομηρικού, ιδανικού. Η Ομηρική «ἀγορή» (η συνέλευση) είναι «κυδιάνειρα», δοξάζει δηλαδή
τους άνδρες όπως και η μάχη. Στους ρητορικούς αυτούς αγώνες διαπρέπουν οι
ηγεμόνες των Αχαιών και των Τρώων, ιδιαίτερα δε ο γηραιός Νέστωρ, ο «λιγύς
Πυλίων ἀγορητής, τοῦ καὶ ἀπὸ γλώσσης μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐδή»
(που απ' τη
γλώσσα του έτρεχε η φωνή γλυκύτερη απ' το μέλι).
Ἰλ. Α,
248-249
Το
φυσικό τάλαντο όμως δεν γνωρίζει κοινωνικές διακρίσεις· «λιγύς ἀγορητής»
(εύγλωττος ρήτορας) χαρακτηρίζεται και ο ασήμαντος Θερσίτης τον οποίον
γελοιογραφεί ο Όμηρος στο Β της Ιλιάδος (στ. 212-277). |
Από
τον Νέστορα στον Περικλή |
Στοιχεία
φυσικής ρητορείας ανιχνεύονται επίσης σε έργα ποιητών όπως ο Σόλων και ο Πίνδαρος, αλλά και σε αγορεύσεις ιστορικών προσώπων στο
έργο του Ηροδότου. Το
δημοκρατικό πολίτευμα,
που βασικό του χαρακτηριστικό ήταν η «ἰσηγορία» (ισότητα στο δικαίωμα του λόγου), έδωσε τη
δυνατότητα σε πολλούς να αξιοποιήσουν το φυσικό τους τάλαντο. Τη γενική εκτίμηση
για την έμφυτη αυτήν ικανότητα επισημαίνουν ονόματα όπως Αρισταγόρας,
Ευαγόρας, Πρωταγόρας, Πυθαγόρας κ.λπ. |
|
Σπουδαίοι
φυσικοί ρήτορες ήσαν ο Θεμιστοκλής και ο Περικλής οι οποίοι φαίνεται πως προετοίμαζαν
επιμελώς τις αγορεύσεις τους. Ο Περικλής μάλιστα, λόγω των σχέσεών του με
τους σοφιστές, ίσως είχε και κάποιες θεωρητικές γνώσεις ρητορικής τεχνικής.
Πάντως δεν φαίνεται να έγραφαν τους λόγους των και κανένα κείμενό τους δεν
έχει διασωθεί όπως ακριβώς εκφωνήθηκε. |
|
|
|
Β'. Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗΣ ΡΗΤΟΡΕΙΑΣ |
|
«εἰ μέν
σοι ὑπάρχει
φύσει ῥητορικῷ εἶναι, ἔσει ῥήτωρ ἐλλόγιμος προσλαβών
ἐπιστήμην τε καὶ μελέτην».
(Αν
διαθέτεις φυσική ευγλωττία, θα γίνεις αξιόλογος ρήτορας, προσθέτοντας σ'
αυτήν γνώση και άσκηση)
Πλάτ.
Φαῖδρος 269 d
|
|
|
Κόραξ
και Τισίας, οι Συρακόσιοι |
Υπάρχει
βεβαίως αρκετή απόσταση μεταξύ φυσικής ευγλωττίας και συστηματικής
ρητορικής. Η τελευταία δεν αρκείται στη φύση, αλλ' απαιτεί ακριβή γνώση των κανόνων («ἐπιστήμην») και άσκηση («μελέτην»). |
|
Η
απόσταση αυτή διανύθηκε, όπως φαίνεται, στη Σικελία μετά το 466 π.Χ., όταν καταλύθηκαν εκεί οι
τυραννίδες και επικράτησαν δημοκρατικά πολιτεύματα. Το πλήθος των αστικών δικών που ακολούθησαν, για
την ανάκτηση περιουσιών που είχαν σφετερισθεί οι τύραννοι, ευνόησε την
ανάπτυξη της δικανικής ρητορείας. Ο Συρακόσιος Κόραξ και ο επίσης Συρακόσιος μαθητής του Τ(ε)ισίας είναι οι δημιουργοί και διδάσκαλοι
της συστηματικής πλέον ρητορικής. Σ' αυτούς οφείλεται η διαίρεση του
ρητορικού λόγου σε μέρη και η χρήση των «εικότων», των πιθανών δηλ. λογικών επιχειρημάτων, στην
υποστήριξη των δικαστικών υποθέσεων. Ένας από τους δύο, το πιο πιθανόν ο Τισίας,
έγραψε και το πρώτο εγχειρίδιο ρητορικής με τον τίτλο «Τέχνη». «Τέχνη» προφανώς χαρακτηρίζεται η
ρητορική, κάτι που θα αμφισβητήσει αργότερα η αυστηρή Πλατωνική κριτική. |
|
|
|
|
Γ'. ΡΗΤΟΡΕΙΑ ΚΑΙ ΣΟΦΙΣΤΙΚΗ
|
|
«Καὶ τὸν ἥττω λόγον κρείττω ποιεῖν... τὸ Πρωταγόρου ἐπάγγελμα».
(Ο
Πρωταγόρας υποσχόταν ότι μπορεί να καταστήσει πειστικό ένα ασθενές
επιχείρημα)
Ἀριστοτ.
Ρητορ. 1402α
|
Η Αθήνα και οι
σοφιστές
|
Αν
και η Σικελία ήταν η κοιτίδα της συστηματικής ρητορικής, όμως από τα μέσα
περίπου του 5ου αιώνα π.Χ. το επίκεντρό της είναι η Αθήνα όπου υπήρχαν όλες οι προϋποθέσεις για να
ευδοκιμήσει. Την ευνοούσαν η δημοκρατία με τις λαϊκές συνελεύσεις και τα
δικαστήρια, οι πολυλόγοι και φιλόλογοι Αθηναίοι και το μέγεθος της πόλεως,
όπου αγαπούσαν να μένουν και να διδάσκουν οι σοφιστές, αυτοί οι περιφερόμενοι διδάσκαλοι ανώτερης
παιδείας. Πολλοί απ' αυτούς, όπως ο Πρωταγόρας και ο Πρόδικος, εδίδασκαν
κάποια στοιχεία Γραμματικής και τεχνικής του λόγου. |
Ο Γοργίας από τους Λεοντίνους της Σικελίας
|
Εκείνος
όμως που άσκησε ιδιαίτερη επίδραση στην εξέλιξη της ρητορικής ήταν ο Γοργίας ο Λεοντίνος που έφθασε στην Αθήνα το 427 π.Χ.
και είχε μαθητές επιφανείς Αθηναίους. Εκαλλιέργησε την πολιτική και ιδιαίτερα
την επιδεικτική ρητορεία. Αποβλέποντας στην πειστικότητα του λόγου μελέτησε
τη σημασία που έχει η τρέχουσα πολιτική, κοινωνική και ψυχολογική συγκυρία,
η κατάλληλη δηλ. για κάθε λόγο περίσταση, ο «καιρός». Η ρητορική του, διανθισμένη ή και κυριολεκτικά φορτωμένη
με σχήματα, τα «γοργίεια» σχήματα (πάρισα, ομοιοτέλευτα, παρηχήσεις, αντιθέσεις κ.λπ.), είχε σκοπό να
καταπλήξει και να γοητεύσει προσεγγίζοντας τα όρια του ποιητικού λόγου.
Κάποτε βέβαια γίνεται φορτική και κουράζει. |
Η
Πλατωνική κριτική |
Αυτή
όμως η σύνδεση με τη σοφιστική είχε ως συνέπεια την αποδοκιμασία της ρητορικής από ηθική και παιδαγωγική άποψη. Η
κριτική αυτή αναπτύχθηκε κυρίως από τον Πλάτωνα στους διάλογους του «Γοργίας»
και «Φαῖδρος». |
|
Πράγματι
ο Γοργίας, όπως και οι περισσότεροι σοφιστές, αρνείται ότι υπάρχει
αντικειμενική γνώση και επομένως αντικειμενική αλήθεια και ηθική. Ο
Πρωταγόρας είχε διατυπώσει την άποψη ότι για κάθε ζήτημα υπάρχουν δύο λόγοι
(απόψεις) αντίθετοι μεταξύ τους με την απαίτηση να είναι και οι δύο
συγχρόνως εξίσου αληθινοί («δισσοί λόγοι»). Η ρητορική λοιπόν ως «πειθοῦς δημιουργός», ως τεχνική δηλαδή που έχει στόχο να πείσει, δεν
ενδιαφέρεται να ανακαλύψει και να διδάξει τα αληθινά και τα δίκαια,
αφού αυτά σύμφωνα με τις αντιλήψεις αυτές δεν υπάρχουν, αλλά να εκθέσει τα «εἰκότα», δηλαδή τα πιθανά, τα αληθοφανή, αυτά
που μοιάζουν να είναι, κι ας μην είναι, αληθινά, φθάνει να συμφέρουν τον
ρήτορα ή τον πελάτη του. |
|
Είναι
φανερόν ότι οι μαθητές των σοφιστών χρησιμοποίησαν τη γνώση της ρητορικής για
να στρεψοδικούν στα δικαστήρια και να δημαγωγούν στις συνελεύσεις. Γνωρίζουμε
επίσης ότι ο ίδιος λογογράφος δεν είχε ηθικούς δισταγμούς να συντάσσει πολλές
φορές δύο λόγους, έναν για τον κατηγορούμενο κι έναν για τον κατήγορο, στην
ίδια δίκη! |
|
Ο Πλάτων αρνείται
να χαρακτηρίσει επιστήμη ή τέχνη τη ρητορική, αφού δεν έχει καθορισμένο
αντικείμενο να διδάξει ούτε αξιόπιστη μέθοδο. Κατ' αυτόν είναι απλώς μια
εμπειρία, μια ικανότητα, ένα όργανο μόνον απάτης στον χωρίς ηθικούς φραγμούς
αγώνα του δημόσιου βίου. Ο ρήτορας, ακόμη και αθέλητα, οδηγείται στην απάτη,
αφού δεν έχει γνώση («ἐπιστήμην»), αλλά γνώμη μονάχα («δόξαν») για το θέμα
με το οποίο τυχόν ασχολείται. |
Ο Ισοκράτης,
μια αντίπαλη φωνή
και πράξη |
Σ' αυτή
την οξυδερκή όσο και οξεία κριτική απαντά ο Ισοκράτης. Υπερασπίζοντας τη Ρητορική του Σχολή επικρίνει
βέβαια τα τεχνάσματα των επαγγελματιών της ρητορικής, τονίζει όμως την παιδευτική αξία της διδασκαλίας της. Υποστηρίζει ότι
με τη διδασκαλία της ρητορικής, έστω όχι στηριγμένη στην ακριβή επιστημονική
γνώση, αλλά στην πείρα της πραγματικότητας, μπορεί να επιτύχει στην πράξη
ένα ευρύτερο παιδευτικό αποτέλεσμα. Αυτή τη γενική πνευματική καλλιέργεια,
την αγωγή που έχει πρακτικούς πολιτικούς στόχους, καταρτίζοντας ανθρώπους της δράσεως, ο Ισοκράτης την ονομάζει «φιλοσοφίαν». |
|
|
|
Δ'. ΟΙ ΑΤΤΙΚΟΙ ΡΗΤΟΡΕΣ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ
|
|
«Ἀθήναζε...
οὗ τῆς Ἑλλάδος πλείστη ἐστὶν ἐξουσία τοῦ λέγειν».
Πλάτ.
Γοργ. 461ε
|
Ο «κανών» |
Οι
σημαντικότεροι ρήτορες, λογογράφοι και διδάσκαλοι της ρητορικής έδρασαν στην
Αθήνα από τα τέλη του 5ου μέχρι το τέλος σχεδόν του 4ου αιώνα π.Χ. Αργότερα,
οι Αλεξανδρινοί φιλόλογοι θα συντάξουν τον «κανόνα», έναν κατάλογο δηλαδή των δέκα πιο σπουδαίων
τεχνιτών του Αττικού ρητορικού λόγου. |
Οι
πρόδρομοι και οι ρήτορες του «κανόνος».
(Ο πίνακας από την Ιστ. του Ελλ. Έθνους της Εκδοτ. Αθηνών,
Γ2). |
ΡΗΤΟΡΙΚΗ
ΟΙ ΠΡΟΔΡΟΜΟΙ
Κόραξ ὁ Συρακόσιος (ἀκμὴ 475 π.Χ.)
Τεισίας ὁ Συρακόσιος (περίπου 480
π.Χ.)
Γοργίας ὁ Λεοντῖνος (483 - 376 π.Χ.)
Πρωταγόρας ὁ Ἀβδηρίτης (485 - 415
π.Χ.)
Πρόδικος ο Κεῖος (470/60 - ; π.Χ.)
Ἱππίας ὁ Ἠλείος (ἀκμὴ β' ἥμισυ τοῦ
5ου αἰ. π.Χ.)
Πῶλος ὁ Ἀκραγαντῖνος (ἀκμὴ β' ἥμισυ
τοῦ 5ου αἰ. π.Χ.)
Λικύμνιος ὁ Χῖος (ἀκμὴ β' ἥμισυ τοῦ 5ου αἰ. π.Χ.)
Ἀντισθένης ὁ Ἀθηναῖος (ἀκμὴ β' ἥμισυ τοῦ 5ου αἰ. π.Χ.)
Θρασύμαχος ὁ Χαλκηδόνιος (ἀκμὴ β' ἥμισυ τοῦ 5ου αἰ.π.Χ.)
Θεόδωρος ὁ Βυζάντιος
(ἀκμὴ β' ἥμισυ τοῦ 5ου αἰ. π.Χ.)
Θουκυδίδης ὁ Ἀθηναῖος (456/5 - 399/8 π.Χ.)(ὁ γνωστός ἱστορικός)
Κριτίας ὁ Ἀθηναῖος (460/55 - 403 π.Χ.)
ΟΙ ΡΗΤΟΡΕΣ ΤΟΥ «ΚΑΝΟΝΟΣ»
Ἀντιφών ὁ Ῥαμνούσιος (480/70 - 410
π.Χ.)
Ἀνδοκίδης ὁ Ἀθηναῖος (440 - 391; π.Χ.)
Λυσίας ὁ Ἀθηναῖος (445 - 380 π.Χ.)
Ἰσαίος ὁ Χαλκιδεύς (420 - α' ἥμισυ του 4ου αἰ.
π.Χ.)
Ἰσοκράτης ὁ Ἀθηναῖος (436 - 338/37 π.Χ.)
Ὑπερείδης ὁ Ἀθηναῖος (390 - 322 π.Χ.)
Λυκοῦργος ὁ Ἀθηναῖος (390 - 324; π.Χ.)
Αἰσχίνης ὁ Ἀθηναῖος (περίπου 390 - 330 ; π.Χ.)
Δημοσθένης ὁ Ἀθηναῖος (385/84 - 322 π.Χ.)
Δείναρχος ὁ Κορίνθιος (360 - 292
π.Χ.)
|
|
Κατά χρονολογική σειρά της γεννήσεώς των είναι οι
εξής: Αντιφών, Λυσίας, Ανδοκίδης, Ισοκράτης, Ισαίος,
Αισχίνης, Λυκούργος, Υπερείδης, Δημοσθένης και Δείναρχος. |
Η
συνέχεια |
Κατά
τους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους δεν υπάρχουν πλέον ρήτορες όπως
τους γνωρίσαμε κατά την κλασσική περίοδο στα πλαίσια των δημοκρατικών θεσμών
της αρχαίας πόλεως-κράτους
που δεν υπάρχει πια. Οι ρητορικοί λόγοι είναι τώρα θεματογραφικές ασκήσεις
γραφείου και συντάσσονται τις περισσότερες φορές για να αναγνωσθούν παρά για
να εκφωνηθούν. Τη ρητορική όμως δεν παύουν να καλλιεργούν σπουδαίοι
ρητοροδιδάσκαλοι. Μέσω αυτής, όπως και ο Ισοκράτης, επιδιώκουν να προσφέρουν
μια ευρύτερη πνευματική καλλιέργεια. Πολλοί συγγράφουν και σχετικά
εγχειρίδια. |
Ασιανή
ρητορική και Αττικισμός
|
Η
αντίδραση στον στόμφο και την επιτήδευση (την έλλειψη φυσικότητας) που
χαρακτήριζε την «Ἀσιανή» αυτή ρητορική (Ηγησίας ο Μάγνης κ.λπ.) δημιούργησε
κατά τους δύο πρώτους χριστιανικούς αιώνες την κίνηση του «Ἀττικισμοΰ» (Διονύσιος
ο Αλικαρνασσεύς, Δίων ο Χρυσόστομος, Ηρώδης ο Αττικός κ.λπ.). Ο Αττικισμός ήταν
συνειδητή μίμηση όχι μόνον του ύφους, αλλά και της γραμματικής των Αττικών κλασσικών κειμένων. Η κοινή διάλεκτος της
εποχής, η γλώσσα των Ευαγγελίων, θεωρήθηκε γλώσσα παρακμής και έτσι προέκυψε
μια διπλή γλωσσική παράδοση που έφθασε μέχρι τις ημέρες μας (δημοτική-καθαρεύουσα). |
Η
νέα Εκκλησία |
Τη
ρητορική χρησιμοποίησαν επίσης οι χριστιανοί πατέρες ως «ομιλητική» για τις
ανάγκες του κηρύγματος στη νέα Εκκλησία, όχι πλέον του δήμου, αλλά του
Χριστού. Τον 4ο αιώνα δρουν οι διαπρεπέστεροι των χριστιανών ρητόρων, Βασίλειος ο Μέγας, Γρηγόριος ο Θεολόγος και Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο
μεγαλύτερος εκκλησιαστικός ρήτορας όλων των εποχών. Οι δύο πρώτοι σπούδασαν
ρητορική στην Αθήνα και ο Χρυσόστομος στην Αντιόχεια η οποία για την
πνευματική της κίνηση ονομαζόταν «Συριάδες Ἀθῆναι», Αθήνα δηλαδή της Συρίας. |
|
|
|
Ε'. ΤΑ
ΕΙΔΗ TOΥ ΑΤΤΙΚΟΥ ΡΗΤΟΡΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ
|
|
«ἔστι
δὲ τῆς ῥητορικῆς εἴδη τρία τὸν ἀριθμόν·
τοσοῦτοι γὰρ καὶ οἱ ἀκροαταὶ τῶν
λόγων».
Ἀριστοτ.
Ρητορ. 1358α
|
Οι
πολιτικοί λόγοι στην
Εκκλησία του Δήμου |
Υπάρχουν
τριών ειδών ρητορικοί λόγοι κατά τον Αριστοτέλη, οι συμβουλευτικοί, οι δικανικοί και οι επιδεικτικοί (πανηγυρικοί). |
|
Οι συμβουλευτικοί είναι λόγοι πολιτικοί που εκφωνούνται στις συνελεύσεις του
λαού. Μ' αυτούς παρέχονται συμβουλές για το μέλλον. Ο ρήτορας προτρέπει ή αποτρέπει τον λαό με σκοπό την επίτευξη του συμφέροντος ή την αποφυγή
πολιτικών σφαλμάτων. |
|
Στην
Αθήνα οι πολιτικές αγορεύσεις γίνονταν ενώπιον της Εκκλησίας
του Δήμου η οποία
αποφάσιζε για τα πιο σοβαρά θέματα του κράτους, όπως η κήρυξη πολέμου, η
υπογραφή ειρήνης, η σύναψη και διάλυση συμμαχιών, η ψήφισ νόμων, τα δημόσια
οικονομικά κ.λπ. Δικαίωμα λόγου και ψήφου είχαν σ' αυτήν όλοι οι γνήσιοι
(«ἐξ ἀμφοῖν γονέοιν») Αθηναίοι πολίτες από το εικοστό έτος της ηλικίας τους,
αν δεν τους είχαν αφαιρεθεί τα πολιτικά δικαιώματα. |
Ο λόφος της Πνύκας. Στη φωτογραφία
η τελική διαμόρφωση του βήματος στο
τέλος
του 5ου αιώνα π.Χ. (Εκδοτ. Αθηνών) |
|
Κλεψύδρα.
Φέρει το όνομα της
Αντιοχίδος φυλής. Η ένδειξη XX
σημαίνει ότι η χωρητικότητα
της ήταν δύο χόες (6, 4 λίτρα).
Διάρκεια ροής, 6 λεπτά
(Εκδοτ. Αθηνών) |
|
|
|
|
Η Εκκλησία συνεδρίαζε
κανονικά σαράντα φορές τον χρόνο, αλλά και εκτάκτως, όταν το καλούσαν οι
περιστάσεις. Χώρος των συνεδριάσεων ήταν συνήθως η Πνύκα και κάποτε η Αγορά ή
το θέατρο του Διονύσου. Μετά τις αγορεύσεις αποφάσιζαν ψηφίζοντας συνήθως με
ανάταση των χεριών («χειροτονία»). |
|
Οι ρήτορες είχαν
απόλυτη ελευθερία συμβουλής και μεγάλη επιρροή στην πολιτική ζωή, ακόμη και
αν δεν ασκούσαν δημόσιο λειτούργημα. Είχαν όμως και την ευθύνη των εισηγήσεών
τους, αφού το όνομά τους και οι προτάσεις τους περιλαμβάνονταν στα ψηφίσματα
της Εκκλησίας. Σημαντικότερος ρήτορας συμβουλευτικών λόγων θεωρείται ο
Δημοσθένης. |
Λόγοι
στα δικαστήρια |
Δικανικοί λόγοι είναι
οι εκφωνούμενοι στα δικαστήρια και αφορούν πράξεις που τελέστηκαν στο παρελθόν. Είναι κατηγορίες ή απολογίες και έχουν σκοπό την απόδειξη της
ενοχής ή της αθωότητας του κατηγορουμένου με βάση τον νόμο και το αίσθημα
του δικαίου. |
|
Το αρχαιότερο
δικαστήριο στην Αθήνα ήταν ο Άρειος Πάγος, του οποίου όμως οι αρμοδιότητες
περιορίστηκαν από το 462 π.Χ. στην εκδίκαση φόνων εκ προμελέτης και μερικών
άλλων μικρότερης σημασίας υποθέσεων. Υπήρχαν βέβαια και άλλα δικαστήρια, ενώ
ορισμένες σοβαρές υποθέσεις εδίκαζε η Βουλή ή και η Εκκλησία του Δήμου. |
Ηλιαία
|
Το κυριότερο όμως
δικαστήριο του Αθηναϊκού κράτους ήταν η Ηλιαία, ένα δικαστήριο ενόρκων, του
οποίου μέλη μπορούσαν να γίνουν, μετά από κλήρωση, όλοι οι άνω των τριάντα ετών
γνήσιοι Αθηναίοι πολίτες, αν δεν εκκρεμούσε κατηγορία εναντίον τους. Την
Ηλιαία αποτελούσαν 6.000 δικαστές («Ἡλιασταί») από τους οποίους οι 1000 ήσαν
αναπληρωματικοί. Το δικαστήριο δίκαζε σε τμήματα των 201, 401, 501, κ.λπ.
δικαστών ανάλογα με τη σοβαρότητα της δίκης. Ο περιττός αριθμός απέκλειε
την περίπτωση ισοψηφίας. Οι δικαστές ελάμβαναν ως δικαστική
αποζημίωση 2-3 οβολούς κατά δικάσιμη ημέρα. Ο χρόνος των αγορεύσεων
περιοριζόταν από ένα υδραυλικό χρονόμετρο, την «κλεψύδρα». Η ψηφοφορία ήταν
μυστική. |
Λογογράφοι
|
Επειδή νόμος όριζε ότι
οι διάδικοι ήσαν υποχρεωμένοι να αγορεύουν αυτοπροσώπως και, αν υπήρχε
συνήγορος, να δευτερολογεί, οι ενδιαφερόμενοι κατέφευγαν στους «λογογράφους». Αυτοί ήσαν έμπειροι δικανικοί ρήτορες που, με το αζημίωτο
φυσικά, έγραφαν τα κείμενα των λόγων τα οποία ήσαν υποχρεωμένοι οι διάδικοι
να αποστηθίσουν και να απαγγείλουν στο δικαστήριο. |
|
Επειδή οι «Ἡλιασταί»,
όπως τους περιγράφει και ο Αριστοφάνης στους
«Σφῆκες», ήσαν απλοϊκοί Αθηναίοι πολίτες χωρίς νομική πείρα και δικαστική
συνείδηση, οι λογογράφοι έπρεπε να γνωρίζουν όχι μόνον τους νόμους, αλλά και
την ψυχολογία των λαϊκών δικαστών, ώστε να τους επηρεάζουν προς το συμφέρον
των πελατών τους. Επιφανέστερος λογογράφος δικανικών λόγων θεωρείται ο Λυσίας. |
Το
επιδεικτικό γένος
|
Επιδεικτικοί
ή πανηγυρικοί λόγοι, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι επιτάφιοι, ήσαν οι
εκφωνούμενοι σε διάφορες εορτές και συγκεντρώσεις. Με τους λόγους αυτούς
εγκωμιάζονται ή επικρίνονται πράξεις και πρόσωπα του παρόντος με συχνές
αναδρομές στο παρελθόν και προβλέψεις του μέλλοντος. Ο ρήτορας ζητεί
συγχρόνως να επιδείξει τη ρητορική του δεινότητα και να προκαλέσει τις
επευφημίες των ακροατών, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπηρετεί και
συγκεκριμένες πολιτικές σκοπιμότητες. Οι επιδεικτικοί λόγοι είναι εξάλλου,
κατά τον Αριστοτέλη, συγγενείς με τους συμβουλευτικούς. Ο Ισοκράτης κρίνεται
ως ο επιφανέστερος εκπρόσωπος του επιδεικτικού γένους. |
|
|
|
ΣΤ'. ΤΑ ΜΕΡΗ TOΥ
ΡΗΤΟΡΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ
|
|
«Δεῖ
πάντα λόγον ὥσπερ ζῷον συνεστάναι σῶμά τι ἔχοντα αὐτόν αὑτοῦ, ὥστε μήτε
ἀκέφαλον εἶναι μήτε ἄπουν, ἀλλὰ μέσα τ' ἔχειν καὶ ἄκρα πρέποντα ἀλλήλοις καὶ
τῷ ὅλῳ γεγραμμένα».
(Πρέπει κάθε λόγος να έχει τη σύσταση ζωντανού οργανισμού
απαρτίζοντας ένα δικό του σώμα, ώστε να μην είναι ακέφαλος ούτε χωρίς πόδια,
αλλά να έχει κορμό και άκρα, σχεδιασμένα να ταιριάζουν μεταξύ τους και με το
σύνολο).
Πλάτ.
Φαῖδρος 264 c
|
|
Οι
αρχαίοι έβλεπαν κάθε είδος του λόγου σαν ζωντανόν οργανισμό που έχει μέλη
(αρχή, μέση και τέλος) αρμονικά δεμένα μεταξύ τους, ώστε ν' αποτελούν
αδιάσπαστη ενότητα. Η γενική αυτή αντίληψη εφαρμόζεται και στον ρητορικό
λόγο. Τα κύρια μέρη, στα οποία ο ρήτορας ταξινομεί το απαραίτητο υλικό για τη
συγκρότηση του κειμένου, είναι το προοίμιον, η διήγησις, η πίστις (απόδειξη)
και ο επίλογος. |
|
α'. Προοίμιον είναι η αρχή του ρητορικού λόγου. Σύντομα ο ρήτορας ενημερώνει τον
ακροατή επί του θέματος και προσπαθεί να εξασφαλίσει την εύνοια και την προσοχή του. Σπανίως ρητορικός λόγος αρχίζει χωρίς κάποιο είδος προοιμίου.
Μετά το προοίμιο συνήθως ακολουθεί η πρόθεσις, σύντομη δηλαδή έκθεση του θέματος. |
|
β'. Διήγησις. Στο μέρος αυτό ο αγορητής εκθέτει τα σχετικά με το θέμα γεγονότα τα
οποία κρίνει ότι είναι άγνωστα στον ακροατή είτε ανεπαρκώς ή εσφαλμένως
γνωστά. Είναι φανερόν ότι η διήγηση στον ρητορικό λόγο δεν ακολουθεί τους
κανόνες της ιστορικής αφηγήσεως. Ο ρήτορας φροντίζει η διήγηση να μη ζημιώσει
τον σκοπό της αγορεύσεώς του, χωρίς βέβαια να χάσει τη σαφήνεια και την πειστικότητά της. Φροντίζει επομένως να τονίσει τα ευνοϊκά στοιχεία, να
μειώσει τη σημασία όσων είναι ασύμφορα και, μολονότι η συντομία είναι
προτέρημα, δεν παραλείπει να περιγράφει ασήμαντα περιστατικά, αν απ' αυτά ο
ακροατής ενδέχεται να πεισθεί π.χ. για τη χρηστότητα του ήθους του ή την
κακοήθεια του αντιπάλου. |
|
Η
διήγηση, ως ξεχωριστό τμήμα της αγορεύσεως, υπάρχει κυρίως και όχι πάντοτε
στους δικανικούς λόγους, σπανίως δε στους συμβουλευτικούς. Βεβαίως σύντομες
διηγήσεις παρεμβάλλονται στο σώμα όλων των λόγων παράλληλα με τις σχετικές
αποδείξεις. |
|
γ'. Πίστις (απόδειξη) είναι το ουσιαστικότερο μέρος του ρητορικού λόγου, αφού η
Ρητορική ορίζεται ως «πειθούς δημιουργός» ή ως τέχνη «του ἰδεῖν τὰ ὑπάρχοντα
πιθανὰ περὶ ἕκαστον» (δηλ. τα πειστικά επιχειρήματα για κάθε ζήτημα). Οι αποδείξεις
είναι άτεχνες ή έντεχνες. Άτεχνες αποδείξεις είναι αντικειμενικά πειστήρια που
δεν οφείλονται στην τεχνική δεξιότητα του ρήτορα (νόμοι, μαρτυρικές καταθέσεις,
όρκοι και έγγραφα όπως συμβόλαια, διαθήκες κ.λπ.). Έντεχνες αποδείξεις είναι
εκείνες που ο ίδιος ο ρήτορας επινοεί. Αυτές είναι: |
|
1. Τα ενθυμήματα,
βραχυλογικοί συνήθως συλλογισμοί οι οποίοι, αναλόγως των προτάσεων, των δεδομένων δηλ. στα οποία στηρίζονται,
δίδουν συνήθως πιθανά, αλλά και ασφαλή κάποτε συμπεράσματα, αν βέβαια τα
περιστατικά στα οποία αναφέρονται είναι πράγματι ακριβή. Διότι πολλές φορές ο
συλλογισμός είναι μεν τυπικά ορθός, αλλά δεν αληθεύει το συμπέρασμα, αν ο ρήτορας
αγνοεί ή αποκρύπτει την αλήθεια. Στο ενθύμημα π.χ. ότι κάποιος έχει πυρετό και
επομένως είναι άρρωστος, το συμπέρασμα είναι αναμφισβήτητο, αν όμως πράγματι
αυτός έχει πυρετό. |
|
Η
βραχυλογία του ενθυμήματος υπηρετεί την κομψότητα του λόγου, την οικονομία του
χρόνου και δεν εκνευρίζει τον ακροατή, ο οποίος αισθάνεται ότι υποτιμούν τη
νοημοσύνη του, όταν του αναλύουν τα αυτονόητα. Τα ενθυμήματα στηρίζονται σε
γενικά παραδεκτές απόψεις και τρόπους σκέψεως που ονομάζονται «κοινοί
τόποι» (κοινόχρηστα επιχειρήματα). |
|
2. Τα παραδείγματα. Είναι ιστορικά (πραγματικά) ή πλαστά (παραβολές). Είναι βέβαια ενδείξεις μόνον. Η
αποδεικτική τους αξία στηρίζεται στην ομοιότητα ή την αναλογία προς αυτό που
ζητείται να αποδειχθεί. Ο απλοϊκός πάντως ακροατής επηρεάζεται, καθώς γενική
είναι η αντίληψη πως ό,τι συμβαίνει στον έναν μπορεί να συμβεί στον καθένα. |
|
3. Οι γνώμες. Είναι αποφθέγματα για ζητήματα
γενικού χαρακτήρα και επομένως μπορεί να λεχθεί γι' αυτές ό,τι και για τα
ενθυμήματα. Η αποδεικτική τους αξία εξαρτάται από τον βαθμό που
αναγνωρίζονται γενικώς ως
ορθές ή από το κύρος αυτού που τις έχει διατυπώσει. |
Ηθοποιία
|
4. Τα ήθη. Η πειστικότητα του ρήτορα εξαρτάται σε σημαντικό
βαθμό από την εντύπωση που θα προξενήσει στο ακροατήριο ο ίδιος ως
προσωπικότητα. Αν κατορθώσει να επιβάλει την εικόνα του ως έντιμου ανθρώπου
και πολίτη, οι λόγοι του γίνονται πειστικότεροι, αφού είναι λογικό οι άνθρωποι
να εμπιστεύονται τους φρόνιμους και ενάρετους. Αντιθέτως προσπαθεί να μειώσει
ηθικά τον αντίπαλο και έτσι να εξουδετερώσει την πειστικότητα των
επιχειρημάτων του. Συγχρόνως φροντίζει να γίνει συμπαθής στους ακροατές
επαινώντας π.χ. τους προγόνους των, κολακεύοντας αυτούς τους ίδιους ή
δικαιολογώντας τα λάθη και τις αδυναμίες τους. Και όταν ακόμη είναι
υποχρεωμένος να ψέξει τη συμπεριφορά τους, σπεύδει να την αποδώσει στην κακή
επίδραση ή την προδοτική δράση άλλων, των αντιπάλων του. Αυτή η ηθοποιία (ρήτορα, αντιπάλου, ακροατή) ασκούσε μεγάλη επίδραση στο
ακροατήριο και απαντάται σε όλα τα μέρη του ρητορικού λόγου. |
Παθοποιία
|
5. Τα πάθη. Επίσης σε όλη τη διάρκεια της
αγορεύσεως ο ρήτορας, γνωρίζοντας ότι οι άνθρωποι αποφασίζουν περισσότερο
συναισθηματικά παρά λογικά, προσπαθεί να διεγείρει στις ψυχές των ακροατών
του τα πάθη (τα συναισθήματα) που τον συμφέρουν ή να μεταγγίσει τα πάθη που
κυριαρχούν στη δική του ψυχή, δηλ. οργή, φιλία, μίσος, φόβο, οίκτο, ντροπή,
φθόνο κ.λπ. (παθοποιία). |
|
δ'. Επίλογος. Με τον επίλογο συνήθως επιδιώκονται
δύο κυρίως σκοποί, η ανάμνηση, που
επιτυγχάνεται με μια συντομότατη ανακεφαλαίωση των βασικών θέσεων του λόγου
και η παθοποιία που καταλήγει σε προτροπή ή αποτροπή. Όταν ο λόγος είναι πολύ σύντομος, ο επίλογος δεν
είναι απαραίτητος. |
|
|
|
Ζ'. ΤΑ ΠΡΟΣΟΝΤΑ TOΥ ΡΗΤΟΡΑ
|
|
«Ἐπειδὴ
λόγου δύναμις τυγχάνει ψυχαγωγία οὖσα, τὸν μέλλοντα ῥητορικὸν ἔσεσθαι ἀνάγκη
εἰδέναι ψυχὴ ὅσα εἴδη ἔχει».
(Αφού σκοπός του λόγου είναι η αγωγή των ψυχών,
είναι απαραίτητο αυτός που πρόκειται να γίνει ρήτορας να γνωρίζει όλα τα
είδη (μέρη) της ψυχής)
Πλάτ.
Φαῖδρος 271 d
|
Φύση |
Όπως
είναι φανερό η έντεχνη ρητορεία προϋπέθετε κάποιες φυσικές ικανότητες και
απαιτούσε πολλές γνώσεις και δεξιότητες. Ο ρήτορας έπρεπε να διαθέτει ένταση,
ευκρίνεια και ευχάριστη χροιά φωνής, διάρκεια αναπνοής, ευφράδεια,
αυτοπεποίθηση και τόλμη, ώστε να μη δειλιάζει και τραυλίζει μπροστά στο
πλήθος. |
Γνώση |
Έπρεπε
επίσης όχι μόνο να χειρίζεται χωρίς γραμματικά και συντακτικά σφάλματα τον
λόγο, αλλά να γνωρίζει σε βάθος τους τρόπους του καλλωπισμού του και να
προσαρμόζει το ύφος προς τη φύση του θέματος.
|
|
Απαραίτητη
βέβαια ήταν η γνώση της δομής του ρητορικού λόγου και η ικανότητα να επινοεί,
να επιλέγει και να τοποθετεί στον κατάλληλο τόπο τα επιχειρήματα που
αρμόζουν. |
|
Ήταν
επίσης ανάγκη να γνωρίζει τα ανθρώπινα πάθη, την ψυχολογία του πλήθους και
του συγκεκριμένου ακροατηρίου, ώστε να λέγει τα κατάλληλα στον κατάλληλο
χρόνο και τόπο, να αποσιωπά τα ασύμφορα και να διεγείρει ευνοϊκά για τις
επιδιώξεις του συναισθήματα. |
|
Ήταν
ακόμη υποχρεωμένος να γνωρίζει τους νόμους, τους θεσμούς, τον τρόπο
διοικήσεως, τα οικονομικά, τις εξωτερικές σχέσεις και την ιστορία της πόλεως. |
Υπόκριση
|
Κοντά
σ' όλα αυτά ο ρήτορας έπρεπε να ασκηθεί στην τεχνική της υποκριτικής.
Παραδίδεται ότι ο Δημοσθένης, όταν κάποιος τον ρώτησε «τί πρῶτον ἐν τῇ
ῥητορικῇ; ἀνεῖπεν, ὑπόκρισις· καὶ τί δεύτερον; ὑπόκρισις, τί δὲ τρίτον;
ὑπόκρισις· δηλῶν μέγα μέρος εἶναι τῆς ἐν τῷ δήμῳ πειθοῦς τὴν
ὑπόκρισιν». Έπρεπε λοιπόν ο ρήτορας να έχει την ικανότητα να ρυθμίζει κάθε φορά
τον τόνο της φωνής, τον ρυθμό της απαγγελίας, τη στάση του σώματος, τις
κινήσεις των χεριών, τη θέση της κεφαλής, τους μορφασμούς του προσώπου και
γενικά να φροντίζει ώστε τα σωματικά σχήματα να παριστάνουν τις κινήσεις της ψυχής. |
Μνήμη
|
Αλληλένδετη
με την υποκριτική δεξιότητα είναι και η μνημοτεχνική ικανότητα. Ο αγορητής ήταν
υποχρεωμένος να αποστηθίζει και να απαγγέλλει με ευχέρεια εκτενέστατα πολλές
φορές κείμενα. Ο λόγος έπρεπε να φαίνεται αυθόρμητος, αφού η «ἀπό στήθους»
αγόρευση θαυμάζεται, ενώ η ανάγνωση χειρογράφου είναι πληκτική και κουράζει.
Και ο σύγχρονος π.χ. εκφωνητής των ειδήσεων στην τηλεόραση πρέπει να
φαίνεται ότι κοιτάζει το κοινό στα μάτια, και γι' αυτό διαβάζει τα κείμενα
από αόρατη στον θεατή οθόνη τοποθετημένη απέναντι του. |
|
|
|
Η'. Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΡΗΤΟΡΙΚΗΣ
|
|
«Καλῶ
πεπαιδευμένους... πρῶτον μὲν τοὺς καλῶς χρωμένους τοῖς πράγμασι τοῖς κατὰ τὴν
ἡμέραν ἑκάστην προσπίπτουσι, καὶ τὴν δόξαν ἐπιτυχῆ τῶν καιρῶν ἔχοντας καὶ
δυναμένην ὡς επὶ τὸ πολὺ στοχάζεσθαι τοῦ συμφέροντος».
(Ονομάζω μορφωμένους
πρώτα-πρώτα αυτούς που αντιμετωπίζουν σωστά τις δυσκολίες που καθημερινά μας
τυχαίνουν και κρίνουν εύστοχα τις περιστάσεις, έχοντας τη δυνατότητα να
πετυχαίνουν κατά κανόνα το συμφέρον)
Ἰσοκρ.
Παναθην. 30
|
|
Απ'
όσα είπαμε γίνεται αντιληπτό ότι η διδασκαλία της ρητορικής, μαζί με τη
δεξιότητα στον χειρισμό του λόγου, προσέφερε γενικότερη καλλιέργεια και
άσκηση, που είχε ως αποτέλεσμα τη διόρθωση φυσικών ελαττωμάτων και την
κατάρτιση ανθρώπων της δράσεως όπως την έβλεπε και ο Ισοκράτης. |
Βυζάντιο
- Δύση - Τουρκοκρατία
- νεότεροι χρόνοι |
Στο
Βυζάντιο μέχρι την Άλωση και στη Δύση μέχρι σχεδόν τις ημέρες μας, η
ρητορική, συνδυαζόμενη με τη Γραμματική και τη Λογική (Trivium), ήταν
αντικείμενο διδασκαλίας ως
μάθημα ανώτερης παιδείας αναγκαίο για την κατάρτιση ιεροκηρύκων, διπλωματών
και πολιτικών. Στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας καλλιεργήθηκε
κυρίως από κληρικούς για τις ανάγκες του κηρύγματος. Μετά την εθνεγερσία
καλλιέργησαν επίσης τη ρητορική διαπρεπείς λόγιοι και πολιτικοί άνδρες.
Λέγεται ότι ο Χαρίλαος Τρικούπης (1832-1896), σπουδαίος κοινοβουλευτικός
ρήτορας, κατόρθωσε να αποκτήσει ορθοφωνία και ευχέρεια λόγου με μακρά επίπονη
άσκηση υπερνικώντας αντίστοιχα φυσικά ελαττώματα, όπως ο Δημοσθένης.
Διηγούνται επίσης ότι για τις σημαντικές κοινοβουλευτικές μάχες προετοίμαζε
τρία κείμενα, τον κύριο λόγο, τον ενδεχόμενον αντίλογο των αντιπάλων και την αντίκρουσή του! |
|
Στις
ημέρες μας η συστηματική διδασκαλία της ρητορικής έχει εγκαταλειφθεί. Η
ευγλωττία θαυμάζεται βέβαια ως σπάνιο φυσικό τάλαντο, ενώ σε πολλές
περιπτώσεις χαρακτηρίζεται «ξύλινος» ο σύγχρονος δημόσιος λόγος. |
|
Στα
σχολεία τη ρητορική έχει αντικαταστήσει η Έκθεση, μάθημα του οποίου όμως η
διδασκαλία στηρίζεται κυρίως στους τεχνικούς κανόνες των αρχαίων διδασκάλων της
ρητορικής. Φαίνεται ότι δεν είναι πλέον πολλοί οι φιλό-λογοι πολίτες, καθώς
τον υψηλό απαιτητικό λόγο τείνει να υποκαταστήσει η εύκολη α-λογική μαγεία
της εικόνας, ενώ ο ακριβός τηλεοπτικός χρόνος είναι
τώρα πιο πιεστικός για τον αγορητή από τον αρχαίο μηχανισμό της κλεψύδρας. |
Ηλίας Μηνιάτης (1669 - 1714).
Διαπρεπής εκκλησιαστικός ρήτορας στα χρόνια της Τουρκοκρατίας |
|
|
|
|
Θ'. ΣΗΜΑΣΙΑ ΚΑΙ ΤΡΟΠΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΩΝ ΡΗΤΟΡΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΣΗΜΕΡΑ
|
|
«Τοὺς
θησαυροὺς τῶν πάλαι
σοφῶν ἀνδρῶν, οὕς
ἐκεῖνοι κατέλιπον ἐν βιβλίοις γράψαντες, ἀνελίττων κοινῇ σὺν τοῖς φίλοις
διέρχομαι, καὶ ἄν τι ὁρῶμεν ἀγαθὸν ἐκλεγόμεθα».
(Ξετυλίγοντας τους θησαυρούς
των παλαιών σοφών, αυτούς που εκείνοι κατέγραψαν και μας άφησαν σε βιβλία,
τους εξετάζω μαζί με τους φίλους μου και αν κάτι μας φαίνεται καλό, το
κρατούμε)
Ξενοφ. Ἀπομνημ. 1, στ', 14
|
Γενικοί
στόχοι |
Η
διδασκαλία όχι πλέον της ρητορικής, αλλά κάποιων αττικών ρητορικών κειμένων
στο σχολείο σήμερα, υπηρετεί βέβαια και τους γενικότερους σκοπούς που
επιδιώκει η διδασκαλία του αρχαίου ελληνικού λόγου. Η διαχρονική, και
επομένως βαθύτερη μελέτη της γλώσσας μας, η γνώση του πολιτεύματος, των θεσμών,
των ιδεών, του ήθους των επιφανών ή των απλών ανθρώπων, η αισθητική
απόλαυση κορυφαίων καλλιτεχνικών επιτευγμάτων, η αυτογνωσία μας τέλος ως
λαού είναι μερικοί από τους στόχους αυτούς. |
Ειδικότεροι
στόχοι |
Ειδικότερα
όμως η μελέτη των κειμένων της αττικής ρητορείας,
που εκφωνήθηκαν για να πείσουν τους δικαστές στα δικαστήρια ή τους πολίτες
στις συνελεύσεις, είναι μελέτη κυρίως των τρόπων με τους οποίους οι ρήτορες
προσπάθησαν να γοητεύσουν και να πείσουν το ακροατήριο. Μπορούμε να ανακαλύψουμε
την προσεκτική επιλογή των επιχειρημάτων, της ηθοποιίας και της παθοποιίας,
αλλά και της καίριας λέξης, του κατάλληλου σχήματος, του ύφους που αρμόζει
στην κάθε περίσταση. |
|
Η Βουλή των Ελλήνων το 1887. Στο βήμα της νέας Ελληνικής Δημοκρατίας ο Χαρίλαος Τρικούπης, ένας νεότερος,
κοινοβουλευτικός, ρήτορας. (Εκδ. Αθηνών)
|
Επιφυλάξεις |
Βέβαια πρέπει να μη λησμονούμε ότι ο ρητορικός λόγος ήταν λόγος προφορικός,
ένας λόγος μεταβαλλόμενος πάνω στο βήμα ανάλογα με τον παλμό και τις
αντιδράσεις του ακροατηρίου, ένας διάλογος ἐν μονολόγῳ. Δεν μπορούμε να αναπαραστήσουμε αυτό το κλίμα ούτε
την όλη παρουσία, το ύφος, την υποκριτική τέχνη του αγορητή. |
|
Πρέπει
επίσης να γνωρίζουμε ότι το κείμενο που βρίσκεται στα χέρια μας έχει προφανώς
για ποικίλους λόγους, π.χ. αισθητικούς ή πολιτικούς, αναθεωρηθεί πριν από τη
δημοσίευσή του. Είμαστε ακόμη υποχρεωμένοι, καθώς ελέγχουμε τα επιχειρήματα
που παραθέτουν και τις συγκινήσεις που επιδιώκουν να δημιουργήσουν οι
ρήτορες, να μη λησμονούμε ότι βρισκόμαστε σε δυσμενέστερη θέση από τον
αρχαίο ακροατή, αφού, πλην των άλλων, δεν γνωρίζουμε επαρκώς πρόσωπα και
πράγματα και σπανίως έχουμε στα χέρια μας το κείμενο με τις απόψεις του
αντιπάλου. |
|
Αυτή η
άσκηση όμως πάνω σ' αυτά τα υπέροχα κείμενα είναι γοητευτική και
εξαιρετικά διδακτική. Σήμερα βέβαια δεν θα ήταν εφικτό, στον ελάχιστο χρόνο
που διατίθεται, να θέσουμε ως στόχο την άσκησή μας σ' έναν «αποτελεσματικό»
λόγο όπως τον έβλεπε π.χ. ο Ισοκράτης. |
Αντισώματα |
Η μελέτη
όμως των τρόπων επηρεασμού της κοινής γνώμης, που τον έκανε τέχνη η αρχαία
ρητορική, μπορεί να ενισχύσει την άμυνά μας στην αντιμετώπιση του καταιγισμού
των προπαγανδιστικών μηνυμάτων που δεχόμαστε καθημερινά και απειλούν την
πνευματική μας ελευθερία. Η προπαγάνδα, πολιτική, θρησκευτική
(προσηλυτισμός), εμπορική (διαφήμιση), ακολουθεί με περισσότερα μέσα και
παγκόσμια εμβέλεια τους ίδιους αρχαίους δρόμους. Είναι βέβαια πλέον μια
επαγγελματική επιστημονική τεχνική υποστηριζόμενη από τις ανθρωπογνωστικές
επιστήμες (Ψυχολογία, Κοινωνιολογία κ.λπ.) και γι' αυτό ασφαλώς πιο
επικίνδυνη. Χρησιμοποιεί τον λόγο (γραπτό και προφορικό) ή τη μαγεία του
ήχου και της εικόνας. Αυτά όλα μπορούν να φωτισθούν κατάλληλα, να περικοπούν,
να συναρμολογηθούν (montage) και να διαστραφούν ποικιλοτρόπως όπως εδίδαξε η ρητορική
των σοφιστών. Τα σύμβολα, τα συνθήματα, η μισή, δήθεν αυταπόδεικτη, αλήθεια
(τα «εικότα»), η ηθοποιία (image making), η παθοποιία είναι αρχαίοι και σύγχρονοι τρόποι επηρεασμού,
που οδηγούν μέχρι τον φανατισμό και την πλύση εγκεφάλου. |
|
Η
ψύχραιμη οξυδερκής μελέτη της αρχαίας ρητορικής μπορεί να ενισχύσει τις
δυνάμεις αντιστάσεως του νου μας και την ικανότητα μας να διακρίνουμε την
αλήθεια από το ψέμα. |
Κείμενα
διαχρονικού
προβληματισμού |
Εκτός
αυτού τα κείμενα των αρχαίων ρητόρων ήσαν πάντοτε μια ανεξάντλητη πηγή
κοινωνικών και πολιτικών διδαγμάτων. Μολονότι έχουν συνταχθεί για γεγονότα
ιστορικά ή περιστατικά της καθημερινής ζωής ενός μακρινού παρελθόντος και
μολονότι αφορούν συγκεκριμένο και περιορισμένο τόπο, χρόνο και αριθμό
ανθρώπων, παρά ταύτα είναι διαρκώς επίκαιρα. |
|
Τούτο
συμβαίνει, διότι αυτά τα, ασήμαντα ίσως για μας σήμερα, περιστατικά έγιναν
αφορμή για έναν βαθύτατο πολιτικό και κοινωνικό στοχασμό και για τη διατύπωση
συμπερασμάτων πολύτιμων σε κάθε τόπο και χρόνο, αφού διαχρονικά είναι τα πάθη
και τα φρονήματα των ανθρώπων. |
|
Δεν
είναι λοιπόν τυχαίο που οι δημηγορίες, π.χ. του Θουκυδίδη και του Δημοσθένη,
έγιναν εγχειρίδια υψηλού πολιτικού προβληματισμού για μεγάλους πολιτικούς
των νεότερων χρόνων και η αξιοποίηση της αρχαίας πολύτιμης πείρας στην
αντιμετώπιση ανάλογων σύγχρονων προβλημάτων επηρέασε βαθύτατα την ευρωπαϊκή
πολιτική πράξη. |
|
Επομένως,
πέρα από τη γλωσσική και αισθητική τους αξία, τα κείμενα αυτά, κλασσικά
πλέον, έχει αποδειχθεί ότι μπορούν, ως προϊόντα υψηλής σκέψεως και
ανθρώπινης εμπειρίας, να μας καθοδηγούν, ώστε να κατανοούμε τα σύγχρονα
κοινωνικά και πολιτικά δρώμενα και να «αντιδρούμε» σ' αυτά «μετά λόγου
γνώσεως». |