ΚΑΤΑ ΦΙΛΩΝΟΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑΣΕισαγωγή
Ο λόγος
του Λυσία «Κατά Φίλωνος» και ο λόγος του «Υπέρ Μαντιθέου», εκφωνήθηκαν στη Βουλή κατά τη διάρκεια της δοκιμασίας των ανδρών αυτών για το αξίωμα του Βουλευτή.
Η δοκιμασία αποτελούσε βασικό θεσμό του δημοκρατικού πολιτεύματος στην Αθήνα των
κλασικών χρόνων. Ήταν στην ουσία μια διαδικασία εξέτασης των αιρετών και
κληρωτών αρχόντων που διαπίστωνε αν πληρούνταν όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις
για την ανάληψη των καθηκόντων τους και αν ήσαν άξιοι για το αξίωμα που είχαν
κληθεί να αναλάβουν. Η δοκιμασία ηταν υποχρεωτική για τους εκλεγμένους άρχοντες.
Δεν μπορούσαν να ορκιστούν και να αναλάβουν τα καθήκοντά τους, αν προηγουμένως
δεν είχαν υποβληθεί στη διαδικασία αυτή.
Πολλοί
μελετητές υποστηρίζουν ότι η δοκιμασία θεσπίστηκε από τον Σόλωνα με σκοπό τον
παραμερισμό των αναξίων. Πειστικότερη όμως φαίνεται η άποψη του Hignett, ότι η
δοκιμασία θεσπίστηκε από τον Κλεισθένη παράλληλα με τη δημιουργία της Βουλής
των Πεντακοσίων. Η δοκιμασία των εννέα αρχόντων και των Βουλευτών αρχικά ελάμβανε χώρα μόνο
ενώπιον της Βουλής, αργότερα όμως και ενώπιον του δικαστηρίου της Ηλιαίας για
όσους αποδοκίμαζε η Βουλή και ασκούσαν έφεση (Αριστοτέλη, Αθηναίων Πολιτεία 55.2 και 45.3· Δημοσθένη, Προς Λεπτίνην 90).
Η
διαδικασία της δοκιμασίας είχε την εξής μορφή: Στην αρχή οι Βουλευτές της
απερχόμενης Βουλής υπέβαλλαν ορισμένες καθιερωμένες ερωτήσεις στον υποψήφιο
άρχοντα που αφορούσαν όλη τη ζωή του (βλέπε Λυσία, Υπέρ Μαντιθέου 9) ειδικότερα δε την καταγωγή του, για
να διαπιστωθεί αν ήταν Αθηναίος πολίτης, και τη συμπεριφορά του προς τους
θεούς, τους γονείς του και την πολιτεία (εκπλήρωση στρατιωτικών υποχρεώσεων και
τακτική πληρωμή των φόρων). Οι απαντήσεις του δοκιμαζόμενου έπρεπε να
επιβεβαιώνονται από μάρτυρες. Στη συνέχεια όποιος ήθελε μπορούσε να απευθύνει
κατά του εξεταζομένου κατηγορία, την οποία μπορούσε εκείνος να αντικρούσει με
επιχειρήματα. Τέλος, η Βουλή αποφάσιζε για την επικύρωση ή απόρριψη της
εκλογής του.
Στη
συγκεκριμένη περίπτωση, ο Φίλων από τον δήμο Αχαρνών της Οινηίδος φυλής κληρώθηκε
Βουλευτής και δοκιμάζεται. Ένας Βουλευτής όμως της απερχόμενης Βουλής τον κατηγορεί
ως ανάξιο για το βουλευτικό αξίωμα, διότι έμεινε ουδέτερος στον αγώνα μεταξύ
ολιγαρχικών και δημοκρατικών, λεηλάτησε τις περιουσίες συνδημοτών του έχοντας
ως ορμητήριο τον Ωρωπό, όπου είχε καταφύγει εξόριστος από τους Τριάκοντα και
ζούσε ως μέτοικος, και διότι η συμπεριφορά προς τη μητέρα του ήταν απαράδεκτη.
Δε γνωρίζουμε ακριβώς το έτος απαγγελίας του λόγου, διότι ο λόγος δεν αναφέρει
ένα γεγονός μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας που να αποτελέσει τη βάση
για τον προσδιορισμό του χρόνου. Στα Κεφ. 18-19 ο κατήγορος αναφέρει ότι η
απουσία πολλών μαρτύρων κατηγορίας αδικημένων από τον Φίλωνα οφείλεται
στη μεγάλη τους ηλικία. Δεν αναφέρει ως αίτιο απουσίας τον θάνατο έστω ορισμένων,
που, αν συνέβαινε, θα αποτελούσε μια εύσχημη δικαιολογία για τον κατήγορο.
Φαίνεται λοιπόν ότι η απόσταση ανάμεσα στα γεγονότα που ο κατήγορος αναφέρει
και τη δοκιμασία του Φίλωνα δεν ήταν μεγάλη. Το 398 π.Χ. που προτείνει o Blass ως έτος εκφώνησης του λόγου δεν πρέπει
να απέχει πολύ από την πραγματικότητα.
Σημειωτέον
ότι ο λόγος αυτός έχει αρκετές ομοιότητες με τον λόγο του Λυκούργου «Κατά Λεωκράτους». Φαίνεται ότι ο Λυκούργος διάβασε τον
λόγο του Λυσία και επηρεάστηκε από αυτόν. Και οι δύο ρήτορες τονίζουν ότι ο
αντίδικος προτίμησε να είναι μέτοικος στο εξωτερικό αντί να είναι πολίτης στην
πατρίδα του (Κ. Φίλων. 9· Κ. Λεωκρ. 21, 145). Και οι δύο ισχυρίζονται ότι ο αντίδικος
έχει διαπράξει χειρότερη πράξη από την προδοσία, όπως αυτή προσδιορίζεται από
τον νόμο, διότι επρόδωσε ολόκληρη την πόλη και όχι μόνο ένα μέρος της (Κ. Φίλων. 26· Κ. Λεωκρ. 59). Τονίζουν ότι το έγκλημα του αντιδίκου δεν
προβλέπεται από τον νόμο, διότι προτού διαπραχθεί δεν είχε περάσει από τη σκέψη
του νομοθέτη (Κ. Φίλων. 27, Κ. Λεωκρ. 9). Κατηγορούν επίσης τον αντίδικο ότι
εγκατέλειψε τα πολυτιμότερα αγαθά της πατρίδας (Κ. Φίλων. 31, Κ. Λεωκρ. 143, 147). Το αποτέλεσμα της δοκιμασίας δεν είναι
γνωστό. Βασιζόμενοι όμως στις σοβαρότατες καταγγελίες του κατηγόρου-Βουλευτή,
στην τεκμηρίωσή τους και στην ευαισθησία των Βουλευτών στο θέμα της σχέσεως
πόλεως-πολίτη, μπορούμε να υποθέσουμε ότι η Βουλή δεν ενέκρινε την εκλογή του
Φίλωνα στο βουλευτικό αξίωμα.
Η δομή του λόγου Τυπικά ο
λόγος ακολουθεί τη γνωστή διάρθρωση ενός δικανικού λόγου του Λυσία:
1. Προοίμιο
(1-4), 2. Πρόθεση (5-7), 3 Διήγηση (8-23), 4. Πίστη ή Απόδειξη (24-33), 5.
Επίλογος (34).
Εν
τούτοις η διήγηση δεν περιλαμβάνει μόνο γεγονότα αλλά και επιχειρήματα (§10-13,
15-16, 19). Έτσι η διήγηση και η απόδειξη στις παραγράφους αυτές συνυπάρχουν.
Αυτό πιθανώς οφείλεται στην ιδιαιτερότητα που παρουσιάζει η περίπτωση του
Φίλωνα και στην προσπάθεια του κατηγόρου να επιτύχει τον σκοπό του. Πιστεύει
δηλ. ο κατήγορος ότι θα φωτίσει καλύτερα τα γεγονότα, αν προχωρήσει συγχρόνως
και στην ερμηνεία τους. Έτσι εξηγείται η μεγάλη έκταση της διήγησης και η
σχετικά μικρή της απόδειξης. Ο επίλογος είναι πολύ μικρός σε σχέση με την
έκταση του λόγου. Στον μικρότερο λόγο «Υπέρ του Αδυνάτου» (§1-27) ο επίλογος είναι πολύ μεγαλύτερος. Ο Λυσίας,
επιθυμώντας ίσως να μην κουράσει τους Βουλευτές με το
μεγάλο μήκος του λόγου και επιδιώκοντας ένα θετικό αποτέλεσμα για τον πελάτη
του αρκέστηκε σε ένα πολύ σύντομο αλλά περιεκτικό και ουσιαστικό επίλογο. Αναλυτικότερα η δομή έχει ως εξής:
Α. Προοίμιο §§1-4 α. Οι αιτίες και ο σκοπός της κατηγορίας. β. Ο κατήγορος-βουλευτής ζητά τη συνδρομή και άλλων συναδέλφων του στην προσπάθειά του. Β. Πρόθεση §§5-7 α. Οι ενσυνείδητοι και ασυνείδητοι πολίτες. β. Ο κατήγορος θα αποδείξει ότι ο Φίλων έθεσε το ατομικό του συμφέρον υπεράνω του συμφέροντος της πόλεως. Γ. Διήγηση §§8-23
Δ. Πίστη ή Απόδειξη §§24-33
Ε. Επίλογος §34
α.
Έπαινος των βουλευτών. β. Το ήθος του Φίλωνα ξένο προς τη δημοκρατία.
Άτομο και πολιτεία
Γ. Γαΐτης: Θεέ μου
|