441 |
σὲ δή, σὲ (καλῶ) |
σε σένα, σε σένα μιλώ |
|
νεύω κάρα |
σκύβω το κεφάλι |
|
φής, ἤ.......δεδρακέναι |
ομολογείς ή αρνείσαι ότι έκανες |
|
καὶ φημί.....κοὐκ ἀπαρνοῦμαι |
και ομολογώ και δεν αρνούμαι (ειρωνεία) |
|
κομίζοις ἂν (αντί κόμιζε) |
μπορείς να πας (ηπιότερος ο τόνος της εντολής) |
|
ἔξω βαρείας.........ἐλεύθερον (πλεονασμός) |
εντελώς απαλλαγμένος από τη βαριά κατηγορία |
|
μὴ μῆκος |
όχι με πολυλογία |
|
κηρυχθέντα (κτγρμ. μτχ.) |
ότι είχε διακηρυχθεί |
|
ᾔδη τί δ' οὐκ ἔμελλον
(ενν. εἰδέναι) |
το 'ξερα· πώς ήταν δυνατό να μην
το ξέρω; |
|
ὑπερβαίνω |
παραβαίνω |
450 |
οὐ γὰρ |
ναι (σχ. αποσιώπησης), γιατί δεν... |
|
σθένω (‹σθένος = δύναμη) |
έχω δύναμη |
|
ἄγραπτα κἀσφαλῆ νόμιμα |
άγραφοι και απαρασάλευτοι νόμοι |
|
θνητὸν (σὲ) ὄνθ' (ενδοτ. μτχ.) |
εσύ, αν και θνητός |
|
ὑπερδραμεῖν (ὑπερτρέχω) |
να ξεπεράσεις |
|
οὐ νῦν κἀχθὲς |
όχι σήμερα και χθες (δηλ. πρόσκαιροι) |
|
ἀεί ποτε ζῇ |
έχουν αιώνια ισχύ |
|
φρόνημα (‹φρονῶ) |
διάθεση, αλαζονεία |
|
δείσασα (αιτιολ.
μτχ.) |
επειδή φοβήθηκα, από φόβο |
|
ἐν θεοῖσι (εμπρ. προσδ.
τόπου· δηλώνει το ενώπιον) |
μπροστά στους θεούς (η πρόθεση ἐν + δοτ. χρησιμοποιείται στο δικανικό λεξιλόγιο) |
|
ἐξῄδη θανουμένη (κτγρμ. μτχ.) |
ήξερα πολύ καλά πως θα πεθάνω |
460 |
τί δ' οὔ (ενν. ἔμελλον
εἰδέναι) |
πώς όχι; (δηλ. γιατί να μην το ξέρω; Η πρόκληση και η περιφρόνηση υποδηλώνουν το αγέρωχο ήθος της Αντιγόνης) |
|
πρόσθεν τοῦ χρόνου |
πριν από τον μοιραίο χρόνο, πρόωρα |
|
λέγω |
εννοώ, θεωρώ |
|
ὅστις γὰρ |
ο γὰρ αιτιολογεί την προηγούμενη άποψη της Αντιγόνης |
|
κατθανὼν (αντί καταθανὼν)
(υποθ. μτχ.) |
αν (όταν) πεθάνει |
|
κέρδος φέρω |
έχω κέρδος, είμαι κερδισμένος |
|
μόρος |
μοίρα, θάνατος |
|
τοῦδε τοῦ μόρου τυχεῖν
(ἐμὲ) |
να έχω αυτή τη μοίρα, να υποστώ αυτό τον θάνατο |
|
παρ' οὐδὲν ἄλγος
(ἐστὶν) |
καθόλου δε με λυπεί |
|
εἰ ἠν(ε)σχόμην ἄθαπτον
νέκυν |
αν ανεχόμουν να μένει άταφο το πτώμα |
|
ἀλγύνομαι (‹ἄλγος = πόνος) |
λυπούμαι, θλίβομαι |
|
κείνοις |
δηλ. αν ανεχόταν να μένει άταφος ο Πολυνείκης |
|
τοῖσδε |
δηλ. το να υποστεί η ίδια το μοιραίο |
|
σοὶ δέ....τυγχάνειν |
η συντακτ. σειρά: εἰ δοκῶ σοι νῦν τυγχάνειν δρῶσα μῶρα
|
|
τυγχάνω δρῶν μῶρα |
τυχαίνει να κάνω ανοησίες, είμαι ανόητος |
470 |
ὀφλισκάνω μωρίαν |
θεωρούμαι μωρός (ή) |
|
δηλοῖ.....παιδός |
ο χαρακτήρας της κόρης φαίνεται πως είναι σκληρός από σκληρό πατέρα |
|
εἴκω |
υποχωρώ |
|
τὰ ἄγαν σκληρὰ |
τα πιο αλύγιστα |
|
ἴσθι πίπτειν (αντί πίπτοντα = κτγρμ. μτχ.) |
μάθε ότι ταπεινώνονται |
|
μάλιστα |
πολλές φορές, συχνά |
|
ὁ, ἡ ἐγκρατής, -ὲς
(‹ἐν + κράτος) |
στερεός, σκληρός |
|
ὀπτὸς ἐκ πυρὸς |
πυρακτωμένος |
|
περισκελὴς (‹περί + σκέλλω
= σκληρύνω) |
πολύς σκληρός, άκαμπτος |
|
πλεῖστα (με επιρρ. σημασία) |
τις πιο πολλές φορές |
|
θυμούμενοι ἵπποι |
θυμοειδή, αγριεμένα άλογα |
|
καταρτύομαι |
σωφρονίζομαι, δαμάζομαι |
|
οὐκ ἐκπέλει |
δεν επιτρέπεται |
|
μέγα φρονῶ |
μεγαλοφρονώ, υπερηφανεύομαι |
|
οἱ πέλας (ενν. ὄντες) |
αυτοί που είναι πλησίον, οι άλλοι |
480 |
ἐξηπίστατο ὑβρίζειν |
ήξερε
καλά να αυθαδιάζει |
|
οἱ προκείμενοι νόμοι |
οι νόμοι που (έχουν θεσπιστεί και) ισχύουν |
|
ἥδε |
έλξη από το ὕβρις, αντί τόδε
|
|
ἐπαυχεῖν καὶ γελᾶν
(ως επξγ. του ἥδε) |
να καυχιέται και να χλευάζει |
|
ἦ (επίρρ.) |
αλήθεια |
|
ταῦτα κράτη |
η νίκη αυτή |
|
κείσεται ἀνατὶ (‹ἄνατος = αβλαβής) |
θα εξακολουθεί να μένει χωρίς τιμωρία |
|
ὁμαιμονέστερος (ὁ, ἡ
όμαίμων, τὸ ὅμαιμον) |
πλησιέστερος συγγενής |
|
Ζεὺς ἑρκεῖος (ἕρκος = αυλή) |
Δίας, ο προστάτης του σπιτιού |
|
τοῦ παντὸς Ζηνὸς ἑρκείου |
από όλους τους συγγενείς |
|
οὐκ ἀλύξετον (δυϊκ. αρ.
του ρ. ἀλύσκω) |
δε θα ξεφύγουν |
|
ἴσον ἐπαιτιῶμαί τινα |
εξίσου κατηγορώ κάποιον |
490 |
βουλεῦσαι (επξγ. στο τάφου) |
ότι δηλ. σκέφθηκε και σχεδίασε |
|
καὶ νιν καλεῖτ(ε) |
φωνάξτε κι αυτήν |
|
λυσσῶσαν |
λυσσασμένη, μαινόμενη |
|
οὐδ' ἐπήβολον φρενῶν
(οὖσαν) |
να μην ελέγχει το λογικό της |
|
φιλεῖ δ'.......τεχνωμένων |
η συντακτ. σειρά: ὁ δὲ θυμὸς τῶν μηδὲν ὀρθῶς τεχνωμένων ἐν σκότῳ φιλεῖ πρόσθεν ᾑρῆσθαι κλοπεὺς = η ψυχή αυτών που μηχανεύονται άσχημες πράξεις στο σκοτάδι συνήθως προδίδεται ως ένοχη |
|
ἐν κακοῖς τις ἁλοὺς
(αόρ. β΄ του ρ. ἁλίσκομαι) |
όταν συλληφθεί κάποιος την ώρα που κάνει το κακό |
|
καλλύνω τι |
στολίζω κάτι, παρουσιάζω κάτι ως ωραίο |
|
μεῖζον |
μεγαλύτερο, χειρότερο |
|
κατακτεῖναι μ' ἑλὼν |
να με συλλάβεις και να με θανατώσεις |
|
τί δῆτα μέλλεις (κατακτεῖναι) |
γιατί λοιπόν αργείς (να με θανατώσεις) |
500 |
ἀρέσκομαι |
ευχαριστιέμαι, μου είναι κάτι ευχάριστο |
|
ἀφανδάνω (‹ἀπό + ἁνδάνω) |
απαρέσκω |
|
σοὶ τἄμ' ἀφανδάνοντ' ἔφυ |
και τα δικά μου είναι φυσικό να σου είναι δυσάρεστα |
|
εὐκλεέστερον κλέος |
λαμπρότερη δόξα |
|
τούτοις πᾶσιν λέγοιτ' ἂν |
όλοι αυτοί θα ομολογούσαν |
|
ἁνδάνειν |
ότι αρέσει |
|
ἐγκλείω γλῶσσαν |
κλείνω το στόμα (πρβλ. «καταπίνω τη γλώσσα μου») |
|
ἡ τυραννὶς (αφηρημ. αντί
συγκεκριμ.) |
ο τύραννος |
|
πολλά τ' ἄλλα εὐδαιμονεῖ |
εκτός από τα πολλά άλλα πλεονεκτήματα που έχει |
|
κἄξεστιν (= καὶ ἔξεστιν) |
μπορεί ακόμη και |
|
ὑπίλλω στόμα (η μεταφ. από
τους σκύλους που βάζουν την
ουρά στα σκέλη από φόβο) |
μαζεύω τη γλώσσα, κλείνω το στόμα |
|
σὺ οὐκ ἐπαιδῇ |
εσύ δεν ντρέπεσαι |
|
τῶνδε χωρὶς |
διαφορετικά από αυτούς εδώ |
510 |
εἰ φρονεῖς |
αιτιολ. πρότ. |
|
οὐδὲν γὰρ |
ο γὰρ αιτιολογεί το εννοούμ. οὐκ ἐπαιδοῦμαι
|
|
ὁμόσπλαχνος
(‹ὁμοῦ + σπλάγχνον) |
αδελφός |
|
χὠ (καὶ ὁ), κράση |
και ο |
|
καταντίον |
απέναντι ακριβώς |
|
ἐκ μιᾶς |
δηλ. μητρὸς
|
|
χάριν (αντικ.)
τιμᾷς δυσεβῆ
|
προσφέρεις τιμές που είναι ασέβεια |
|
μαρτυρῶ |
συμφωνώ, επιβεβαιώνω |
|
πορθῶν (αποπειρατ. ενεστ.) |
προσπαθώντας να υποτάξει |
|
ὕπερ (αναστροφή) |
η συντακτ. σειρά: ὑπὲρ τῆσδε γῆς
|
|
ποθῶ |
επιθυμώ, αξιώνω |
|
ἴσος |
ίδια θέση |
520 |
λαχεῖν (απαρ. αποτελ.) |
ώστε να λάβει την ίδια τιμή |
|
εὐαγῆ (‹εὖ + ἄγος) |
καθαρά, δίκαια |
|
οὔτοι συνέχθειν
(συνεχθαίρω) ἔφυν |
δε γεννήθηκα για να συμμερίζομαι το μίσος |
|
κάτω νυν ἐλθοῦσα |
όταν πας λοιπόν στον κάτω κόσμο |