8. “Πάντα λοιπόν θα τρέχουμε προς
άγνωστο ακρογιάλι,
Θα καταποντιζόμεθα στου τάφου την
νυχτιά,
Χωρίς ποτέ έν ‘πάνεμο μέσ’ στην ανεμοζάλη,
Ούτ’ ένα καταφύγιο στη βαρυχειμωνιά!
Κοίταξε, λίμνη, κοίταξε! Δεν έκλεισ’
ένας χρόνος
Πο’ ‘παιζε με το κύμα σου χαρούμενη,
τρελή,
και τώρα, τώρα ο δύστυχος, κάθομαι, λίμνη,
μόνος
στην πέτρα εδώ, όπου πάντοτε μας έβλεπες
μαζί.
Καθώς και τώρα, εμούγκριζες και τότε
αγριεμένη
Κι εξέσχιζες τα στήθη σου στου βράχου
τα πλευρά,
Ανήσυχη παράδερνες στην άκρη, θυμωμένη,
Κι εράντιζες τα πόδια της με τον αφρό
συχνά.
Θυμάσαι, λίμνη, μόνοι μας μια νύχτα
εγώ κι εκείνη
Ελάμναμε άφωνοι οι φτωχοί στα κρύα
σου νερά.
Τ’ αγέρι δεν ανάσαινε, είχες κι εσύ γαλήνη,
Στον ύπνο σου δεν άκουες παρά τα δυο
κουπιά.
—————————————————
Λοιπόν, απ’ όσα εχάρηκα δεν θ’ απομείνει
τρίμμα,
δεν θε ν’ αφήσω τίποτε σ’ αυτήν τη μαύρη
γη!
Απ’ το γοργό μας πέρασμα δεν είναι τάχα
κρίμα
|
να μη σωθεί ένα πάτημα, ω Χρόνε αδικητή;
Ω λίμνη, ω βράχοι μου άφωνοι, ω σεις,
σπηλιές και δάση,
που βλέπετε τον πόνο μου, μια χάρη σας
ζητώ:
εσείς οπού δεν σκιάζεσθε κανείς να σας
χαλάσει,
ποτέ μην μας ξεχάσετε, στο μνήμ’ αν πάω
κι εγώ...”
(Αλφόνς ντε Λαμαρτίν, “Η λίμνη”, μτφρ. Α. Βαλαωρίτης)
9. “Μόνο όπου η νοητική δύναμη ξεπερνάει
το απαραίτητο μέτρο, η γνώση αποβαίνει
λίγο ως πολύ αυτοσκοπός. Έτσι
λοιπόν αποτελεί κάτι εντελώς ασυνήθιστο,
όταν σ’ έναν οποιονδήποτε άνθρωπο
η νοητική δύναμή του παύει να είναι
στραμμένη στον φυσικό προορισμό της,
δηλαδή στην εξυπηρέτηση της βούλησης
και, κατά συνέπεια, στην κατανόηση
απλώς των σχέσεων ανάμεσα στα πράγματα,
και ενεργεί με τρόπο καθαρώς
αντικειμενικό. Αλλά με αυτό ακριβώς
γεννιέται η τέχνη, η ποίηση και η φιλοσοφία,
οι οποίες έχουν έτσι την προέλευσή
τους σ’ ένα όργανο που συχνά δεν ήταν
προορισμένο γι’ αυτές. Ο νους δηλαδή
είναι από τη φύση του ένας σκληρά εργαζόμενος
μεροκαματιάρης, που το πολύ
απαιτητικό αφεντικό του, η βούληση,
τον απασχολεί από το πρωί ως το βράδυ.
Αν, παρ’ όλο τούτο, συμβαίνει κάποτε,
σε κάποια ελεύθερη ώρα του, αυτός ο
συνεχώς καταπιεζόμενος δούλος να ετοιμάσει
ένα μέρος της δουλειάς του εθελοντικά,
με δική του πρωτοβουλία, χωρίς
να αποβλέπει σε άλλους παράλληλους
στόχους, αλλά απλώς και μόνο για δική
|