δυνατότητα που μας παρέχουν τα “στοιχεία” της -στοιχεία που αποτελούν τα βήματα
αυτής της διαδικασίας- ώστε να τα παρατηρήσουμε, να τα καταγράψουμε με
τις αισθήσεις μας. Αυτή ακριβώς η δυνατότητα της αισθητηριακής παρατήρησης μας
επιτρέπει να “μεταφράσουμε” τη γενική διατύπωση της υπόθεσης “όλα τα μέταλλα,
όταν θερμανθούν, διαστέλλονται” σε μια σύνθετη πρόταση, που περιγράφει βήμα
προς βήμα τη διεξαγωγή κάθε συγκεκριμένου πειράματος. Το κέρδος μας από αυτή
τη “μετάφραση” είναι ότι η νέα “σύνθετη πρόταση” περιλαμβάνει μόνο απλούς
“όρους παρατήρησης”, δηλαδή απλές προτάσεις,
όπως:
α) “το θερμόμετρο δείχνει 30οC·
β) “η διάρκεια της θέρμανσης ήταν 8΄”·
γ) “το μήκος (του μεταλλικού αντικειμένου) αυξήθηκε κατά 1 εκατοστό”. Επομένως η δυνατότητα να ελέγξουμε την αλήθεια της υπόθεσης, αν δηλαδή τα
μέταλλα έχουν πράγματι αυτή την ιδιότητα, εξαρτάται τελικά από το αν είμαστε σε
θέση να παρατηρήσουμε σειρές γεγονότων, όπως η προηγούμενη σειρά α, β, γ. Ο
έλεγχος θα αποβεί θετικός (και το πείραμα επιτυχές), αν η παρατήρηση της συγκεκριμένης
σειράς γεγονότων καταλήξει (όπως με τα α, β, γ) στην παρατήρηση γ,
δηλαδή στο αναμενόμενο γεγονός -εδώ στην αναμενόμενη αύξηση των διαστάσεων
του μεταλλικού αντικειμένου- με άλλα λόγια, αν καταλήξει σε αυτό που δηλώνει η
υπό έλεγχο υπόθεση. Στην αντίθετη περίπτωση, που το αναμενόμενο γεγονός (εδώ
της αύξησης των διαστάσεων) δεν παρατηρηθεί, ο έλεγχος θα αποβεί αρνητικός και
το πείραμα θα χαρακτηριστεί ανεπιτυχές. Βασικά την περιγραφή αυτή, αλλά κατ’ επέκταση και την αξιολόγηση του πειράματος,
διέπει η βασική φιλοσοφία του εμπειρισμού: μια πεποίθησή μας για το τι
|
συμβαίνει στον εξωτερικό κόσμο θα μπορούσε να αποτελέσει γνώση, μόνο αν επιδέχεται
επαρκή ανάλυση στα “στοιχεία” της - όπου “στοιχεία” είναι οι εμπειρικά
παρατηρήσιμες συνιστώσες της πεποίθησης (δηλαδή σειρές τύπου α, β, γ). Ως εδώ το αίτημα του εμπειρισμού σχετικά με το τι συνιστά επιστημονική γνώση
συμβαδίζει απόλυτα με τα δύο τρίτα του κλασικού ορισμού της γνώσης, τον οποίο
εξετάσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο: η (επιστημονική) γνώση αποτελεί μια πεποίθηση
(υπόθεση) που συνοδεύεται από (θετικές) παρατηρήσεις των “στοιχείων στα
οποία αναλύεται” - που είναι δηλαδή αιτιολογημένη. Το άλλο τρίτο, το οποίο αφορά
γενικά την “παρουσία” της αντικειμενικής αλήθειας αυτής της υπόθεσης, προκαλεί
σημαντικές διαφοροποιήσεις μέσα στην ευρύτερη εμπειριστική προσέγγιση.
2. Ο εμπειρικός έλεγχος ως δυνατότητα επαλήθευσης. Η προηγούμενη περιγραφή του πειράματος με το παράδειγμα της διαστολής των μετάλλων διευκρινίζει κυρίως την προϋπόθεση για τη διεξαγωγή ενός πειράματος, όχι απαραίτητα το αποτέλεσμα, διευκρινίζει δηλαδή την τελική αξιολόγηση της υπόθεσης που υποβάλαμε σε έλεγχο μέσω του πειράματος. Η προϋπόθεση αυτή είναι η δυνατότητα ανάλυσης της υπόθεσης σε
σειρές παρατηρήσιμων γεγονότων. Μετά την εξασφάλιση αυτής της βασικής προϋπόθεσης, που αποτελεί και τη βάση του εμπειριστικού κριτηρίου επιστημονικότητας, ακολουθεί η αξιολόγηση του πειραματικού αποτελέσματος, το συμπέρασμα
όσον αφορά το αληθές ή το ψευδές της υπόθεσης. Φαινομενικά η αξιολόγηση, αν και είναι η πιο σημαντική στιγμή της διεξαγωγής του πειράματος, είναι αρκετά απλούστερη της ανάλυσης της υπόθεσης·
|