Φιλοσοφία (Β Λυκείου) - Βιβλίο Μαθητή
ΞΕΚΙΝΩΝΤΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΡΙΑ ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΓΝΩΣΗ Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΚΑΤΑΝΟΩΝΤΑΣ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ

 

Η κεντρική έννοια αυτού του κεφαλαίου είναι ο λόγος. Ο λόγος, όπως και η νόηση, είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα του ανθρώπου, γι' αυτό και ο Αριστοτέλης όρισε τον άνθρωπο ως έλλογο ον. Τι είναι όμως ο λόγος και η γλώσσα; Σχετίζονται με τη σκέψη μας; Πολλές φορές λέμε σε κάποιον: "Αυτό που λες δεν έχει νόημα". Πώς αποκτούν νόημα οι λέξεις και οι προτάσεις μας; Άλλες φορές πάλι λέμε ψέματα. Τι είναι η αλήθεια και τι το ψέμα, και πώς μπορούμε να κρίνουμε αν κάτι που ακούμε ή διαβάζουμε είναι αληθές ή ψευδές; Τι εννοούμε όταν λέμε ότι κάποιος μιλά λογικά ή παράλογα; Τι είναι η λογική και ποιοι οι νόμοι και οι κανόνες της;
Όλα αυτά είναι πολύ σημαντικά φιλοσοφικά ερωτήματα, που θα προσπαθήσουμε να τα συζητήσουμε όσο πιο απλά μπορούμε σ' αυτό το κεφάλαιο. Αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι κυρίως ο προβληματισμός και όχι τόσο οι συγκεκριμένες απαντήσεις που έχουν δοθεί.
Αρκάς, Χαμηλές πτήσεις, Μπαμπά, πετάω, εκδ. γράμματα.Αρκάς, Χαμηλές πτήσεις, Μπαμπά, πετάω, , εκδ. γράμματα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΚΑΤΑΝΟΩΝΤΑΣ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ


Οι άνθρωποι επικοινωνούν μεταξύ τουςκυρίως μέσω της γλώσσας. Επομένως βασικός σκοπός της γλώσσας είναι η επικοινωνία. Υπάρχουν ωστόσο πολλές “γλώσσες”. Έτσι, χρησιμοποιούμε τη λέξη “γλώσσα” όχι μόνο για να δηλώσουμε τις φυσικές γλώσσες επικοινωνίας των ανθρώπων (Ελληνικά, Αγγλικά κτλ.), αλλά και για τους κώδικες επικοινωνίας των ζώων (π.χ. η γλώσσα των δελφινιών) ή ακόμη για τα τεχνητά συστήματα σημείων, όπως είναι “η γλώσσα του υπολογιστή” κτλ. Επίσης, όταν μιλάμε για τη “γλώσσα” ενός συγγραφέα, μπορεί να εννοούμε τον ιδιαίτερο τρόπο γραφής ή ομιλίας του ή, όταν αναφερόμαστε στη “γλώσσα των γηπέδων”, μπορεί να εννοούμε τις ιδιαίτερες εκφράσεις που χρησιμοποιούν ορισμένες κοινωνικές ομάδες στην ομιλία τους. Αυτό βέβαια που μας ενδιαφέρει εδώ είναι οι φυσικές γλώσσες· αυτές είναι κώδικες επικοινωνίας που χρησιμοποιούν λέξεις μέσω των οποίων μπορούμε να μεταδίδουμε και να επεξεργαζόμαστε πληροφορίες - χωρίς όμως αυτές να είναι και οι μόνες λειτουργίες των φυσικών γλωσσών. Με τη γλώσσα μπορούμε να εκφράζουμε τις σκέψεις μας και να επικοινωνούμε με τους άλλους. Είναι όμως δυνατόν να σκεφτόμαστε χωρίς να χρησιμοποιούμε τη γλώσσα; Αν κανείς προσπαθήσει λιγάκι, θα διαπιστώσει ότι αυτό είναι μάλλον αδύνατον. Κάθε σκέψη μας, κάθε εσωτερική ομιλία έχει την ανάγκη κάποιου είδους γλώσσας. Έτσι, πολλοί φιλόσοφοι πιστεύουν ότι μπορούν να αντιμετωπίσουν φιλοσοφικά προβλήματα, όπως αυτό της γνώσης ή του πνεύματος, εξετάζοντας τη χρήση των λέξεων στη γλώσσα. Ανεξάρτητα από το αν οι φιλόσοφοι αυτοί έχουν δίκιο ή άδικο, παραμένει αναμφισβήτητο το γεγονός ότι υπάρχει μια στενή σχέση ανάμεσα στην ανθρώπινη σκέψη και στη γλώσσα. Ο μεγαλύτερος σύγχρονος γλωσσολόγος (αλλά και φιλόσοφος) Νόαμ Τσόμσκυ ισχυρίζεται ότι σε όλες τις φυσικές γλώσσες υπάρχουν κάποια κοινά στοιχεία, που αποτελούν τη “βαθιά δομή” της γλώσσας και τα οποία μας δείχνουν πώς λειτουργεί ο ανθρώπινος νους.
Σε κάθε γλώσσα ησύνδεση των λέξεων στον προφορικό ή στον γραπτό λόγο δεν είναι τυχαία, αλλά ακολουθεί γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες. Οι ίδιες οι λέξεις, ανάλογα με τη λειτουργία τους, διακρίνονται σε γενικές κατηγορίες (ουσιαστικά, ρήματα, αντωνυμίες, επίθετα, σύνδεσμοι κτλ.), που καλούνται “μέρη του λόγου”. Ο λόγος λοιπόν δεν είναι ένα απλό άθροισμα λέξεων, αλλά αποτελείται από λέξεις δομημένες βάσει κανόνων, ώστε από τον συνδυασμό τους να προκύπτει κάποιο νόημα.
pic22Ρενέ Μαγκρίτ, Ο μυστικός παίκτης, 1927. Το “συμβάν” εκτυλίσσεται σ΄ έναν μη πραγματικό κόσμο, σε μια θεατρική σκηνή με τις κουίντες να ορίζουν το πλαίσιο. Δυο λευκοντυμένοι άντρες παίζουν εδώ ένα μυστηριώδες και, απ’ ότι φαίνεται σοβαρό παιχνίδι, με μυστικούς κανόνες και “γλώσσα” επικοινωνίας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΚΑΤΑΝΟΩΝΤΑΣ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ


ΚΕΙΜΕΝΑ
1. “ΞΕΝΟΣ: Λοιπόν, σκέψη και λόγος είναι το ίδιο πράγμα. Μόνο που ο διάλογος που γίνεται χωρίς φωνή, μέσα στην ψυχή με τον εαυτό της, ονομάστηκε σκέψη. ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ: Βέβαια. ΞΕΝΟΣ: Ενώ το ρεύμα που βγαίνει από την ψυχή και περνά από το στόμα μαζί με ήχο, αυτό δεν καλείται λόγος; ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ: Αλήθεια λες. ΞΕΝΟΣ: Και ακόμα ξέρουμε ότι μέσα στους λόγους υπάρχει και αυτό. ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ: Ποιο; ΞΕΝΟΣ: Η κατάφαση και η άρνηση. ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ: Το ξέρουμε. ΞΕΝΟΣ: Όταν λοιπόν τούτο (κατάφαση και άρνηση) γίνεται μέσα στην ψυχή με τη σιωπηλή σκέψη, πώς αλλιώς παρά κρίση θα το ονόμαζες;”
(Πλάτων, Σοφιστής, 263e-264a)

2. “Προσωπικά γοητεύομαι από την πιθανότητα να μάθω κάτι απ’ αυτή τη μελέτη [της γλώσσας], που θα φέρει στο φως εγγενείς ιδιότητες του ανθρώπινου νου. Προς το παρόν, δεν μπορούμε να πούμε τίποτα ιδιαίτερα διαφωτιστικό σχετικά με τη φυσική, δημιουργική χρήση της γλώσσας καθ’ αυτήν. Αλλά νομίζω πως σιγά σιγά αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε τους μηχανισμούς που κάνουν δυνατή αυτή τη δημιουργική χρήση της γλώσσας ως εργαλείου της ελεύθερης σκέψης και της έκφρασης. Μιλώντας πάλι προσωπικά, για μένα, οι πιο ενδιαφέρουσες απόψεις των σύγχρονων ερευνών στη γραμματική είναι οι προσπάθειες να διατυπωθούν οι αρχές της οργάνωσης της γλώσσας, που, όπως λέγεται, είναι παγκόσμιες αντανακλάσεις των ιδιοτήτων του νου. Κι ακόμη, με συγκινεί η προ-

σπάθεια να δειχτεί πως, στη βάση αυτής της υπόθεσης, μερικά γεγονότα σχετικά με τις ιδιαίτερες γλώσσες μπορούν να εξηγηθούν”.
(Νόαμ Τσόμσκυ, Μορφή και νόημα στις φυσικές γλώσσες, μτφρ. Μ. Μαρκίδης, Αθήνα 1977, σ. 16)
pic23
Η ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ είναι άγνωστη: σώζονται μόνο φανταστικές απεικονίσεις του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΚΑΤΑΝΟΩΝΤΑΣ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ


pic24
Ρενέ Μαγκρίτ, Η τέχνη της συζήτησης, 1950, “…σ’ ένα τοπίο από τις απαρχές του κόσμου ή από την εποχή των Γιγάντων εναντίον των θεών, δυο μικροσκοπικές φιγούρες συζητούν μεταξύ τους. Μια συζήτηση που δεν μπορούμε να την ακούσουμε, ένα απλό μουρμουρητό, που αμέσως το καταπίνει η σιωπή του τείχους, οι μεγάλοι ογκόλιθοι, οι οποίοι δεσπόζουν πάνω από τους συνομιλητές” Μισέλ Φουκώ.

     
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ  
 

1. Νομίζετε ότι η σκέψη προηγείται της γλώσσας; Προσπαθήστε να σκεφθείτε τρόπους για να αιτιολογήσετε την απάντησή σας.
2. Υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στις φυσικές και στις τεχνητές γλώσσες, όπως για παράδειγμα η "γλώσσα" των μαθηματικών; Διατυπώστε τον προβληματισμό σας.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΚΑΤΑΝΟΩΝΤΑΣ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ


Ρενέ Μαγκρίτ, Η ερμηνεία των ονείρων( η ακακία, το φεγγάρι, το χιόνι, το ταβάνι, η καταιγίδα, η έρημος), 1930. Ο συνδυασμός που κάνει ο Μαγκρίτ ανάμεσα σε αντικείμενα και ονομασίες θα μπορούσε να θεωρηθεί αναφορά στην υπάρχουσα τάξη των πραγμάτων, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε αρκετά αναπάντεχους συνειρμούς.
pic25

1. Λέξεις και νόημα
Η γλώσσα αποτελείται από λέξεις. Η λέξη είναι το μικρότερο τμήμα της γλώσσας που έχει νόημα. Τι σημαίνει όμως αυτό; Πώς είναι δυνατόν μια λέξη να έχει νόημα; Πώς είναι δυνατόν ένας ήχος ή μια σειρά από σημάδια στο χαρτί να σημαίνουν κάτι; Μερικές λέξεις δηλώνουν ένα συγκεκριμένο πράγμα. Έτσι, η λέξη “Όλυμπος” αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο ελληνικό βουνό. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η λέξη “Όλυμπος” είναι ένα είδος ταμπέλας αυτού του συγκεκριμένου πράγματος. Ένα σύνολο όμως από λέξεις-ταμπέλες δεν μπορεί να αποτελέσει γλώσσα. Στη


φυσική γλώσσα, στον λόγο, οι λέξεις δεν είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους, αλλά με τον συνδυασμό τους δημιουργούμε προτάσεις, οι οποίες εκφράζουν σύνθετα και περίπλοκα νοήματα. Εξάλλου υπάρχουν πολλά είδη λέξεων. Σε τι αναφέρονται διάφορες λέξεις όπως “δικαιοσύνη”, “όμορφος”, “ίσος”, “πάνω”, “σχεδόν”, “είναι”, “και”; Πώς μια λέξη μπορεί να έχει νόημα; Πολλές φορές μια λέξη είναι δυνατόν να οριστεί από άλλες λέξεις. Έτσι, η λέξη “τετράγωνο” σημαίνει “ορθογώνιο παραλληλόγραμμο που έχει όλες τις πλευρές του ίσες”. Αλλά τι σημαίνουν οι λέξεις με τις οποίες ορίσαμε τη λέξη “τετράγωνο”; Κάποιες από αυτές, με τη

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΚΑΤΑΝΟΩΝΤΑΣ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ


σειρά τους, ίσως μπορούν να οριστούν, αλλά δεν είναι δυνατόν όλες οι λέξεις να μπορούν να οριστούν. Κάποιες θα πρέπει να έχουν άμεσο νόημα και πάνω σ’ αυτές θα πρέπει να βασίζονται οι άλλες. Έπειτα, το να πούμε ότι το νόημα της λέξης “τετράγωνο” είναι ο ορισμός της δε μας λέει τίποτα για το πώς αυτή η λέξη ή ο ορισμός της (ο οποίος είναι, με τη σειρά του, μια σειρά λέξεων) σχετίζεται με τα πραγματικά τετράγωνα που σχεδιάζουμε στο χαρτί. Ποια είναι λοιπόν η σχέση που υπάρχει ανάμεσα στις λέξεις και στα πράγματα, παρ’ όλο που αυτά τα δύο είναι τελείως ανόμοια μεταξύ τους;
Ας πάρουμε για παράδειγμα τη λέξη “βιβλίο”. Με τη λέξη αυτή δεν αναφερόμαστε μόνο στο συγκεκριμένο βιβλίο που κρατάμε στα χέρια μας, αλλά και σε όλα τα άλλα βιβλία μας, τα βιβλία των φίλων μας, ακόμα και σε όλα τα πιθανά βιβλία που υπάρχουν, είτε τα έχουμε δει είτε όχι. Εκτός αυτού, αναφέρεται και σε βιβλία που δεν υπάρχουν τη χρονική στιγμή κατά την οποία μιλάμε γι’ αυτά, αλλά υπήρξαν ή θα υπάρξουν στο μέλλον. Κάποιος άλλος που λέει αυτή τη λέξη κατανοεί ό,τι ακριβώς κι εμείς, παρ’ όλο που τα βιβλία από τα οποία έχει άμεση εμπειρία μπορεί να είναι τελείως διαφορετικά από τα δικά μας. Τέλος, κάποιος που μιλάει Αγγλικά, όταν προφέρει τη λέξη “book”, εννοεί ό,τι κι εμείς με τη λέξη “βιβλίο”. Πώς είναι αυτό δυνατόν; Πώς μια λέξη ή ένας συγκεκριμένος ήχος έχει τέτοια καθολικότητα και εμβέλεια;
Μήπως όμως υπάρχει κάποια άλλη σχέση ανάμεσα στη λέξη και στα πράγματα; Μήπως υπάρχει κάποια ιδέα, κάποια έννοια η οποία καλύπτει όλες τις περιπτώσεις βιβλίων και εκφράζεται στις διάφορες γλώσσες με διαφορετικές λέξεις, αφού η έννοια βιβλίο” είναι ίδια

(μία και μοναδική), όποια γλώσσα κι αν μιλάμε; Φαίνεται λοιπόν ότι οι λέξεις σχετίζονται με τις έννοιες (ή είναι ονόματα για τις έννοιες), ενώ οι έννοιες αναφέρονται σε σύνολα πραγμάτων. Έτσι, είναι δυνατή η μετάφραση από μια γλώσσα σε άλλη. Αφού επομένως οι έννοιες ή οι ιδέες είναι ίδιες, μπορούμε να μεταφράζουμε από τη μια γλώσσα στην άλλη αλλάζοντας τις λέξεις που χρησιμοποιούμε για τις ίδιες έννοιες.

2. Οι καθολικές έννοιες
Εκτός από τις έννοιες που δηλώνουν ένα σύνολο ίδιων πραγμάτων (π.χ. “βιβλίο”), έχουμε και έννοιες που δηλώνουν χαρακτηριστικά πραγμάτων. Ας πάρουμε, για παράδειγμα, την έννοια “δικαιοσύνη” ή την έννοια “λευκό”. Τι είναι η δικαιοσύνη; Για να δώσουμε απάντηση στην ερώτηση, μήπως πρέπει να εξετάσουμε όλες τις δίκαιες πράξεις και να βρούμε τι κοινό έχουν μεταξύ τους; Μήπως δηλαδή υπάρχει μία κοινή φύση που βρίσκεται μόνο στις δίκαιες πράξεις και πουθενά αλλού; Ωστόσο, οι πράξεις μας δεν είναι απλώς δίκαιες ή άδικες. Υπάρχουν διαβαθμίσεις· αλλες πράξεις είναι λιγότερο και άλλες είναι περισσότερο δίκαιες. Ίσως και να μην υπάρχουν απόλυτα δίκαιες πράξεις. Πολλοί θεωρούν ότι απόλυτα δίκαιος είναι μόνο ο Θεός. Το ίδιο συμβαίνει και με την έννοια “λευκό” (όπως και με πολλές άλλες έννοιες). Μήπως υπάρχει μία καθαρή ουσία της λευκότητας, που είναι πάντα ίδια και η οποία δίνει στα πράγματα (όταν αυτά μετέχουν, λίγο ή πολύ, σ’ αυτήν) το χαρακτηριστικό της λευκότητας;
Αυτή είναι η αντίληψη του Πλάτωνα. Ο Πλάτων ονομάζει τις καθαρές αυτές ουσίες ιδέες. Οι ιδέες είναι πράγματα υπαρκτά, ανεξάρτητα από τον αισθητό κόσμο, αιώνια και αμετάβλητα, που μπορούμε να

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΚΑΤΑΝΟΩΝΤΑΣ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ


τα προσεγγίσουμε και να τα γνωρίσουμε μόνο με τον νου και όχι με τις αισθήσεις. Με αυτόν τον τρόπο ο Πλάτων οδηγείται σε έναν δυϊσμό. Θεωρεί ότι υπάρχουν δύο κόσμοι, ο αισθητός κόσμος της εμπειρίας μας και ο κόσμος των ιδεών, που είναι νοητός και υπεραισθητός. Ο Αριστοτέλης, από την άλλη πλευρά, αντιδρά έντονα στη θεωρία των ιδεών του Πλάτωνα. Πώς είναι δυνατόν, λέει, να υπάρχει ένας τέτοιος, ανεξάρτητος από τον αισθητό, κόσμος; Πού βρίσκονται αυτές οι ιδέες; Πώς είναι δυνατόν να σχετίζονται με τα φυσικά αντικείμενα; Ο Αριστοτέλης ονομάζει τα πράγματα ή τις ουσίες αυτές “καθόλου”. Εμείς θα τα ονομάσουμε
εδώ καθολικές έννοιες. Για τον Αριστοτέλη οι καθολικές έννοιες (τα “καθόλου”) δεν είναι πράγματα ξεχωριστά από τα φυσικά αντικείμενα, αλλά προκύπτουν από αυτά μέσω νοητικής αφαίρεσης. Σχηματίζουμε δηλαδή στον νου μας την καθολική έννοια της λευκότητας, όταν από διάφορα λευκά αντικείμενα αφαιρέσουμε όλες τις άλλες ιδιότητες και
κρατήσουμε μόνο την ιδιότητα του λευκού.
Παρόμοια θέση με αυτήν του Αριστοτέλη παίρνουν και οι εμπειριστές φιλόσοφοι (Τζον Λοκ, Ντέιβιντ Χιουμ) όσον αφορά τις καθολικές έννοιες. Γι’ αυτούς τους φιλοσόφους, όταν σκεφτόμαστε ένα τρίγωνο, σχηματίζουμε στο μυαλό μας μία εικόνα για άποιο τρίγωνο και φροντίζουμε να χρησιμοποιούμε για τον σχηματισμό αυτής της εικόνας μόνο τα χαρακτηριστικά που είναι κοινά σε όλα τα τρίγωνα. Ωστόσο, κάθε εικόνα δεν παύει να είναι κάτι το ατομικό, κάτι που αφορά το μεμονωμένο άτομο. Πώς επομένως η
ατομική εικόνα μάς βοηθά να εξηγήσουμε τη γενικότητα της καθολικής έννοιας; Επιπλέον, πώς είναι δυνατόν η λευκότητα, για παράδειγμα, να είναι μέσα στο μυαλό μας; Αυτό που έχουμε στο μυαλό μας είναι η σκέψη μας για τη λευκότητα και όχι η λευκότητα ως ουσία. Αν η καθολική έννοια “λευκό” ήταν σκέψη, τότε οι καθολικές έννοιες δε θα ήταν ίδιες για όλους μας, αφού οι σκέψεις διαφέρουν από άνθρωπο σε άνθρωπο. Επανερχόμενοι στο παράδειγμα του τριγώνου, αναρωτιόμαστε πώς είναι δυνατόν η καθολική έννοια “τρίγωνο” να προέρχεται από τα αισθητά τρίγωνα, όταν καν ένα
τρίγωνο που αντιλαμβανόμαστε άμεσα με τις αισθήσεις μας δεν έχει απόλυτα ευθείες γραμμές. Πώς φθάνουμε επομένως στην αντίληψη της ευθείας γραμμής ή του κύκλου, όταν στη φύση δεν υπάρχει τίποτε το απόλυτα ευθύ ή κυκλικό;
Κάποιοι θεωρούν ότι οι καθολικές έννοιες δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν με κανέναν τρόπο. Έχουμε μόνο επιμέρους ατομικά πράγματα.
Υπάρχουν βέβαια γενικές λέξεις, λέξεις δηλαδή που χρησιμοποιούνται από όλους, όπως “λευκό”, αλλά όχι πράγματα όπως η “λευκότητα”. Η θεωρία αυτή λέγεται ονοματοκρατία ή νομιναλισμός (από το λατινικό “nomen” = όνομα) και πρωτοδιατυπώθηκε από φιλοσόφους του Μεσαίωνα, όπως είναι ο Βοήθιος και ο Γουλιέλμος του Όκαμ. Αν όμως δεν υπάρχουν γενικές ιδιότητες όπως το “λευκό”, το “ζεστό”, το “σκληρό”, το “στρογγυλό” κτλ., τότε πώς είναι δυνατόν να πούμε ότι κάποιο πράγμα ανήκει στην κατηγορία των “λευκών” πραγμάτων, των “ζεστών”, των

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΚΑΤΑΝΟΩΝΤΑΣ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ


“σκληρών” κτλ.; Η συνήθης απάντηση των νομιναλιστών είναι ότι ένα πράγμα ανήκει, λόγου χάριν, στην κατηγορία βιβλίο, επειδή μοιάζει με κάποιο δεδομένο βιβλίο που το παίρνουμε ως βασικό παράδειγμα. Η απάντηση όμως αυτή χρησιμοποιεί ήδη την καθολική έννοια της ομοιότητας. Χωρίς αυτή την καθολική έννοια δεν μπορούμε να κρίνουμε αν δύο πράγματα είναι όμοια. Έπειτα, αν δύο ή περισσότερα πράγματα μοιάζουν μεταξύ τους, έχουν κάτι κοινό. Αυτό το κοινό όμως είναι αναγκαστικά κάτι το γενικό ή καθολικό και όχι κάτι το ατομικό.

3. Μη ρωτάτε για το νόημα, ρωτήστε για τη χρήση

Στην προηγούμενη ανάλυση για το νόημα μιας λέξης διαπιστώσαμε ότι ανάμεσα στη λέξη και στα πράγματα υπάρχει μία ιδέα ή μία καθολική έννοια που καλύπτει όλα τα ίδια επιμέρους πράγματα. Προσπαθώντας να εξηγήσουμε τη σχέση ανάμεσα στη λέξη και στα πράγματα καταλήξαμε
στο συμπέρασμα ότι πρέπει να εξηγήσουμε δύο σχέσεις: μία ανάμεσα στη λέξη και στην έννοια και μία ανάμεσα στην έννοια και στα πράγματα. Πού βρίσκεται όμως το νόημα; Στη λέξη; Στον νου; Ή σε μια έννοια ή ιδέα που πλανιέται κάπου ανάμεσα στη λέξη, στον νου και στα πράγματα; Παρ’ όλα τα παραπάνω φιλοσοφικά προβλήματα, στην καθημερινή μας ζωή χρησιμοποιούμε τη γλώσσα χωρίς κανένα πρόβλημα, κάνουμε περίπλοκες σκέψεις, επικοινωνούμε μεταξύ μας και καταλαβαίνει ο ένας τον άλλον. Κάποιοι σύγχρονοι φιλόσοφοι (με σημαντικότερο
τον Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν) προτείνουν να σταματήσουμε να διατυπώνουμε θεωρίες για το νόημα των λέξεων ή των φράσεων και να επικεντρωθούμε μόνο στη χρήση τους στη γλώσσα. Ίσως, λένε αυτοί οι φιλόσοφοι, τις λέξεις ή τις γλωσσικές εκφράσεις πρέπει να τις χρησιμοποιούμε όπως τα εργαλεία ή όπως τα σήματα της τροχαίας. Βέβαια η γλώσσα είναι κάτι περιπλοκότερο, που χρησιμοποιείται για ευρύτερους σκοπούς. Η γλώσσα είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο. Δεν τη φτιάχνει κάποιος για τον εαυτό του - και μ’ αυτή την έννοια μπορούμε να
πούμε ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρχει “προσωπική” γλώσσα. Η γλώσσα είναι μια ικανότητα που την αποκτάμε όλοι από τη χρήση της με τους συνανθρώπους μας. Θα μπορούσαμε να πούμε ακόμα ότι με τη γλώσσα δε μεταδίδουμε μόνο πληροφορίες δηλώνοντας ή περιγράφοντας καταστάσεις πραγμάτων. Με τη γλώσσα κάνουμε επίσης διάφορα πράγματα, όπως όταν υποσχόμαστε κάτι, όταν διατάζουμε, όταν ευχόμαστε, όταν
παρακαλούμε κτλ. Όταν λέω “αφήνω την περιουσία μου εξίσου στα δύο παιδιά μου”, προβαίνω μάλλον σε μια πράξη που γίνεται με λόγια παρά σε μια περιγραφή ή σε μια απλή μετάδοση πληροφορίας. Γι’ αυτόν τον λόγο και κάποιοι φιλόσοφοι, όπως ο Τζον Όστιν, μιλούν για την επιτελεστική λειτουργία της γλώσσας και ονομάζουν τις αντίστοιχες προτάσεις επιτελεστικές, διότι αυτές δεν περιγράφουν, αλλά επιτελούν (κάνουν) κάτι.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΚΑΤΑΝΟΩΝΤΑΣ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ


Όταν μαθαίνουμε μια γλώσσα, “συνδεόμαστε” με ένα σύστημα που πολλοί άνθρωποι χρησιμοποιούν για να επικοινωνήσουν μεταξύ τους. Έτσι, μαθαίνουμε το νόημα μιας λέξης παρατηρώντας το πώς χρησιμοποιούν οι άλλοι άνθρωποι αυτή τη λέξη. Επομένως η χρήση της λέξης “βιβλίο” έχει νόημα μόνο ως μέρος της ευρύτερης χρήσης της λέξης αυτής στη γλώσσα μας. Είναι όμως κάθε χρήση λέξεων ή φράσεων “νόμιμη”; Μπορούμε να πούμε ότι κάποιος δε μιλά σωστά Ελληνικά;
Αν, από την άλλη πλευρά, το νόημα μιας λέξης ή φράσης βρίσκεται στη χρήση της, τότε πώς εξηγείται το γεγονός ότι δύο διαφορετικές λέξεις ή φράσεις έχουν το ίδιο νόημα; Προφανώς δεν έχουν την ίδια ακριβώς χρήση, διότι, όταν χρησιμοποιούμε τη μία, δε χρησιμοποιούμε την άλλη. Ίσως θα λέγαμε ότι έχουν το ίδιο νόημα, όταν μπορούμε να χρησιμοποιούμε τη μία στη θέση της άλλης χωρίς κάποια σημαντική διαφορά. Τι σημαίνει όμως η φράση “σημαντική διαφορά” και πώς μπορούμε να κρίνουμε πόσο “σημαντική” ή πόσο “ασήμαντη” είναι αυτή η διαφορά; Επιπλέον, αν το νόημα μιας λέξης βρίσκεται στη χρήση της, τότε οι διάφορες γλώσσες θα έπρεπε να είναι συστήματα λίγο πολύ ασύμβατα μεταξύ τους. Πώς είναι λοιπόν δυνατή η μετάφραση από μια γλώσσα σε μια άλλη; Είτε θα πρέπει να είναι αδύνατη είτε να γίνεται με μεγάλο βαθμό απροσδιοριστίας. Δεδομένου εξάλλου ότι στο πλαίσιο αυτής της θεωρίας δε γίνεται δεκτή η ύπαρξη καθολικών εννοιών, τότε πώς είναι δυνατόν η χρήση μιας λέξης από όλους τους ομιλητές της ίδιας γλώσσας να της δίνει καθολική διάσταση; Αν, τέλος, το νόημα μιας λέξης περιλαμβάνει

όλες τις δυνατές χρήσεις της, τότε είναι δυνατόν να μιλάμε για λανθασμένη (ή καταχρηστική) χρήση; Μήπως έτσι το νόημα της λέξης παραμένει πάντα, λίγο ή πολύ, απροσδιόριστο;
Όπως και πολλά άλλα φιλοσοφικά ερωτήματα, έτσι και το ερώτημα για το νόημα των λέξεων παραμένει ανοικτό. Ανάλογα με τον τρόπο με τον οποίο εξετάζουμε το θέμα ή ανάλογα με άλλες φιλοσοφικές θέσεις μας, είναι δυνατόν να φθάσουμε σε διαφορετικά συμπεράσματα. Παρ’ όλο που για κάθε μέθοδο προσέγγισης του ερωτήματος μπορούμε να βρούμε και τις αντίστοιχες αντιρρήσεις, εντούτοις η συνολική κατανόηση από μας του τι είναι το νόημα μιας λέξης ή μιας πρότασης αυξάνεται.

pic28
Σωκράτης

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΚΑΤΑΝΟΩΝΤΑΣ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ


ΚΕΙΜΕΝΑ
1. "Όνομα είναι ένας ήχος της φωνής που έχει κάποια σημασία κατά συνθήκη, χωρίς αναφορά σε χρόνο. Τα μέρη αυτού (δηλαδή οι ήχοι των γραμμάτων ή συλλαβών) ξεχωριστά από μόνα τους δεν έχουν καμιά σημασία".
(Αριστοτέλης, Περί ερμηνείας, 16a19-21)
2. "Αυτή η ουσία του Είναι (η ιδέα), για την οποία δίνουμε λόγο με ερωτήσεις και απαντήσεις, τι από τα δύο είναι; Είναι αιωνίως η ίδια με τον εαυτό της και σταθερή ή άλλοτε έτσι κι άλλοτε αλλιώς; Μήπως το καθαυτό Ίσο, το καθαυτό Ωραίο, το καθένα από τα καθαυτό πράγματα (ιδέες), το Ον, υφίσταται καμιά μεταβολή και ποια; Ή μήπως καθένα από αυτά τα όντα έχει καθαυτό μία και μόνη μορφή, είναι πάντα ίδιο με τον εαυτό του και ποτέ δε δέχεται καμιά αλλαγή;
- Αναγκαστικά, Σωκράτη, απάντησε ο Κέβης, πρέπει να είναι αναλλοίωτα και σταθερά.
-Τι συμβαίνει όμως με τα πολλά ωραία αντικείμενα, όπως άνθρωποι, άλογα ή φορέματα ή άλλα παρόμοια, ή με τα ίσα,

ίδια δεν μπορείς με κανέναν άλλο τρόπο να τα συλλάβεις παρά μόνο με τη σκέψη, γιατί αυτά είναι αόρατα και όχι ορατά.
- Λέγεις απόλυτα την αλήθεια, είπε ο Κέβης".
(Πλάτων, Φαίδων 78d-79a)
3. "Το παλιό ρόδο υπάρχει μόνο ως όνομα, κρατάμε γυμνά ονόματα". (Ουμπέρτο Έκο, Το όνομα του ρόδου, μτφρ. Έφη Καλλιφατίδη, Αθήνα 1985, σ. 657)
4. "Δεν είναι οι λέξεις που εκφέρεις εκείνο που μετράει, μήτε κι εκείνο που έχεις στο μυαλό σου την ώρα που την εκφέρεις, αλλά το πόσο αυτές διαφοροποιούν τη ζωή σου σε διάφορες στιγμές της. Πώς ξέρω εγώ ότι δύο άνθρωποι σκέφτονται το ίδιο πράγμα, όταν και οι δυο τους λένε πως πιστεύουν στον Θεό; […] Είναι η πράξη που δίνει στις λέξεις το νόημά τους". (Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν, Πολιτισμός και αξίες, μτφρ. Μ. Δραγώνα-Μονάχου, Κ. Κωβαίος, Αθήνα 1986, σ. 127-128)
5. "Οι λέξεις είναι τα εργαλεία μας,και ως minimum θα έπρεπε να χρησιμοποιούμε ξεκάθαρα εργαλεία: θα έπρεπε να ξέρουμε αυτό πουεννοούμε

τα ωραία και τα ομώνυμα μ' αυτά; Διατηρούν πάντα την ταυτότητά τους ή συμβαίνει το τελείως αντίθετο απ' ό,τι μ' εκείνα (τις ιδέες), ούτε δηλαδή είναι τα ίδια με τον εαυτό τους ούτε το ένα με το άλλο, και, για να το πούμεκαθαρά, ποτέ και pic29

και πρέπει από πρώτα να εξοπλιστούμε ενάντιαστις παγίδες που μας βάζει η γλώσσα".
(J.L. Austin, A plea for excuses, Philosophical Papers, Oxford 1970,σ. 181-182)


Σαγκάλ, Ακροβάτης, 1914-1915, Ιδιωτική

πουθενά δε διατηρούν την ταυτότητά τους;
- Έτσι είναι πάλι, είπε ο Κέβης, ποτέ δε μένουν τα ίδια.
- Και αυτά μεν μπορείς να τα πιάσεις, να τα δεις ή να τα αισθανθείς με τις άλλες αισθήσεις, εκείνα όμως που είναι πάντοτε τα
Συλλογή, Παρίσι. Όπως ο σχοινοβάτηςκαλλιτέχνης, έτσι και ο φιλοσόφος αποτελεί μια μορφή ενδιάμεση, μια οντότητα που ζεί αιωρούμενη στα όρια δύο κόσμων: των πραγμάτων και των λέξεων-ονομάτων τους. Σ΄αυτόν το απολλώνιο και το διονυσιακό στοιχείο συνυφαίνονται χωρίς να καταστρέφεται η συνοχή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΚΑΤΑΝΟΩΝΤΑΣ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ

     
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ  
 
1. Ποια από τα παρακάτω ζεύγη προτάσεων εκφράζουν το ίδιο νόημα;
Αιτιολογήστε την άποψή σας.
α. Παντρεύτηκαν και απέκτησαν παιδιά.
Απέκτησαν παιδιά και παντρεύτηκαν.
β. Ο Κώστας είναι ψηλότερος από τον Γιάννη.
Ο Γιάννης είναι πιο κοντός από τον Κώστα.
γ. Είτε θα πας εσύ στη συνάντηση είτε θα πάω εγώ.
Είτε θα πάω εγώ στη συνάντηση είτε θα πας εσύ.
δ. Μου είναι ευχάριστο να βλέπω αισθηματικά φιλμ.
Δε μου είναι δυσάρεστο να βλέπω αισθηματικά φιλμ.

2. Είναι δυνατόν να αποδώσετε κάποιο νόημα στις παρακάτω φράσεις; Αν ναι, ποιο είναι αυτό; Αιτιολογήστε την άποψή σας.
α. Γεωμετρικό μπάνιο
β. Ανθρωποφάγα τετράπλευρα
γ. Κοιμισμένοι ναοί
δ. Ωραίες εξισώσεις
ε. Βαρετοί αριθμοί
στ. Ακόλαστα τραπέζια
ζ. Τυφλή δικαιοσύνη

3. Με ποιο νόημα χρησιμοποιείται η λέξη "ξέρω" σε καθεμιά από τις επόμενες προτάσεις;
α. Ξέρω τι θέλω.
β. Μόνον αυτός ξέρει τις προθέσεις του.
γ. Ένας θεός ξέρει τι σχεδιάζει ακόμη να κάνει!
δ. Ξέρεις τι λες;

4. Αν δεχτούμε ότι το νόημα των λέξεων και των προτάσεων οφείλεται στη χρήση τους, πώς νομίζετε ότι είναι δυνατή η μετάφραση από μια γλώσσα σε άλλη;


5. "Τα όρια της γλώσσας μου σημαίνουν τα όρια του κόσμου μου", υποστηρίζει ο Βίτγκενσταϊν. Ποιο είναι το νόημα της πρότασης αυτής;

pic210
Κ. Τσόκλης, Συμπερασματικός Οιδίπους. Βινεογραφημένη performance προβεβλημένη πάνω σε ζωγραφικούς πίνακες. Η στιγμή της κάθαρσης, 2005.
 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΚΑΤΑΝΟΩΝΤΑΣ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ


Όλοι μας θεωρούμε ότι η αλήθεια είναι κάτι πολύ σημαντικό. Απαιτούμε από τους πολιτικούς να μας λένε την αλήθεια. Ο δικαστής πρέπει να αναζητήσει και να αποκαλύψει την αλήθεια, για να μπορέσει να δικάσει σωστά. Εκτιμούμε αυτούς που λένε την αλήθεια και περιφρονούμε τους ψεύτες. Θεωρούμε ότι η επιστήμη ψάχνει να ανακαλύψει την αλήθεια για το πώς είναι ο κόσμος. Στην καθημερινή ζωή όλοι, λίγο ή πολύ, καταλαβαίνουμε τι είναι η αλήθεια. Ακόμα και ένα μικρό παιδί θα καταλάβει αμέσως, αν του πούμε: “πες μου την αλήθεια, εσύ έσπασες το βάζο;” Όταν όμως προσπαθήσουμε πιο συστηματικά να δούμε τι είναι αυτό που κάνει κάτι αληθές, τι κριτήρια έχουμε, για να κρίνουμε πότε κάτι είναι αληθές, ή ποια είναι η σχέση των πεποιθήσεών μας με την πραγματικότητα, για να είναι αληθείς και να αποτελούν γνώση, τότε τα πράγματα γίνονται πιο πολύπλοκα.

1. Τι εννοούμε με τη λέξη “αλήθεια”;
Από τα παραπάνω παραδείγματα γίνεται φανερό ότι χρησιμοποιούμε τη λέξη “αλήθεια”, όταν αναφερόμαστε σε γνώμες, πεποιθήσεις, θεωρίες, περιγραφές κτλ. Όλα αυτά όμως (γνώμες, πεποιθήσεις κτλ.) εκφράζονται στη γλώσσα με προτάσεις. Μπορούμε επομένως να πούμε ότι τελικά η αλήθεια ή το ψέμα αναφέρονται σε προτάσεις, είναι χαρακτηριστικά προτάσεων. Εντούτοις, δεν μπορούν όλες οι προτάσεις να χαρακτηριστούν αληθείς ή ψευδείς. Έτσι, προσταγές, ευχές, ερωτήσεις, παρακλήσεις κτλ. δεν επιδέχονται τον χαρακτηρισμό αληθείς ή ψευδείς. Ας το σκεφτούμε

ωστόσο καλύτερα. Νομίζετε ότι μπορούμε να πούμε ότι είναι αληθείς ή ψευδείς οι προτάσεις: “Κώστα, έλα εδώ γρήγορα!” ή “άραγε πήγε η Μαρία στον κινηματογράφο χθες;”; Παραμένουμε λοιπόν σε προτάσεις που δηλώνουν κάτι, δηλαδή προτάσεις που μας λένε πώς είναι μια κατάσταση πραγμάτων, όπως λόγου χάριν η πρόταση “πάνω σ’ αυτό το τραπέζι βρίσκεται ένα ανθοδοχείο”.
Υπάρχουν όμως περιπτώσεις που χρησιμοποιούμε τη λέξη “αλήθεια” ή πιο συχνά το επίθετο “αληθινός” όχι για προτάσεις αλλά για πράγματα. Λέμε, για παράδειγμα, “αυτός είναι ένας αληθινός πίνακας του Πικάσο” ή “θα σου μαγειρέψω τον αληθινό μουσακά” ή “αυτό που σου περιέγραψα ήταν ένα αληθινό πλοίο”. Στις περιπτώσεις αυτές η λέξη “αληθινός” χρησιμοποιείται με πολλά νοήματα. Έτσι, όταν λέμε ότι ο πίνακας είναι “αληθινός”, εννοούμε ότι είναι “αυθεντικός” και “όχι πλαστός” · όταν λέμε ότι ο μουσακάς είναι “αληθινός”, εννοούμε ότι είναι ο “παραδοσιακός” μουσακάς και “όχι παραλλαγή του”· όταν λέμε ότι το πλοίο είναι “αληθινό”, εννοούμε ότι είναι “πραγματικό” και “όχι της φαντασίας μας”. Τα πράγματα δηλαδή είναι αυτά που είναι, ούτε αληθινά ούτε ψεύτικα. Οι σκέψεις μας ή οι προτάσεις μας για τα πράγματα είναι αληθείς ή ψευδείς. Οι άνθρωποι μόνο λένε αλήθεια ή ψέμα.
Πολλές φορές πάλι ταυτίζουμε την αλήθεια με τη γνώση. Πράγματι, αυτές οι δύο έννοιες είναι συγγενείς μεταξύ τους. Αν γνωρίζω κάτι, τότε αυτή η γνώση μου είναι πάντοτε αληθής. Αν μια πεποίθησή μου εί

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΚΑΤΑΝΟΩΝΤΑΣ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ


ναι ψευδής, τότε αυτή δεν είναι γνώση. Υπάρχουν όμως πεποιθήσεις ή προτάσεις που, ενώ είναι αληθείς, δεν τις γνωρίζουμε ή δεν είναι δυνατόν να τις γνωρίσουμε. Για παράδειγμα, η πρόταση “ο Όλυμπος είναι το ψηλότερο βουνό της Ελλάδας” είναι μια αληθής πρόταση. Εγώ όμως μπορεί να μην το γνωρίζω και να νομίζω ότι το ψηλότερο βουνό της Ελλάδας είναι ο Παρνασσός. Άρα η έννοια της αλήθειας είναι ευρύτερη από αυτήν της γνώσης. Ενώ όλες οι γνώσεις είναι αληθείς, υπάρχουν αλήθειες που δεν είναι γνώσεις.
Όπως θα δούμε στο επόμενο κεφάλαιο, υπάρχουν διαδικασίες μέσω των οποίων μπορούμε να αποκτήσουμε γνώσεις. Ωστόσο, οι διαδικασίες ή τα κριτήρια για την απόκτηση της γνώσης δεν μπορεί να είναι τα ίδια με αυτά για την εύρεση της αλήθειας, διότι τότε πάρα πολλές αλήθειες που δεν είναι γνώσεις θα έμεναν απέξω. Πολλές φορές λέμε: “Είμαι βέβαιος ότι αυτή είναι η αλήθεια, αλλά δεν μπορώ να στο αποδείξω”. Μήπως λοιπόν η απόλυτη βεβαιότητα ή το προφανές είναι αυτό που μας λέει ότι κάτι είναι αλήθεια; Μια παρόμοια απάντηση έδωσε ο Ρενέ Ντεκάρτ, υποστηρίζοντας ότι η μόνη απόλυτα βέβαιη πρόταση -και άρα αληθής- για την οποία είναι αδύνατον κανείς να αμφιβάλλει είναι: “σκέφτομαι, άρα υπάρχω” (cogito ergo sum). Ακολούθως ο Ντεκάρτ έθεσε τον εξής κανόνα: αυτά που συλλαμβάνουμε με τη σκέψη μας κατά τρόπο σαφή και ξεχωριστά το ένα από το άλλο είναι αληθή. Με παρόμοιο τρόπο πολλοί στο παρελθόν θεώρησαν ότι τα αξιώματα των μαθηματικών είναι προφανή και αυταπόδεικτα.
Ωστόσο, η αναγνώριση του προφανούς και του αυταπόδεικτου ως κριτηρίου της αλήθειας προκαλεί εύλογη απορία σχετικά με το πώς πρέπει να εννοούμε αυτό το

προφανές, βέβαιο ή αυταπόδεικτο. Είναι δυνατόν να έχει κανείς την απόλυτη βεβαιότητα ότι μια πεποίθησή του είναι αληθής και συγχρόνως να “πλανάται πλάνην οικτράν”; Η απάντηση είναι καταφατική και τα παραδείγματα άφθονα. Για χιλιάδες χρόνια οι άνθρωποι ήταν βέβαιοι ότι η Γη είναι επίπεδη· όταν δύο λαοί βρίσκονται σε πόλεμο, οι άνθρωποι και από τις δύο πλευρές είναι βέβαιοι για την “αλήθεια και το δίκαιο” του αγώνα τους · οι περισσότεροι πολιτικοί πιστεύουν ακράδαντα ότι το συμφέρον του κόμματός τους είναι και συμφέρον του έθνους. Συχνά οι προκαταλήψεις, τα πάθη, τα συμφέροντα και οι συνήθειές μας προκαλούν την εντύπωση ότι κάτι είναι απόλυτα βέβαιο και αληθές, με συνέπεια να παρασυρόμαστε σε λάθη.
Ο Σωκράτης υπήρξε το παράδειγμα του φιλοσόφου που προσπάθησε, με την ελεγκτική του μέθοδο, να αποκαλύψει τέτοιες πλάνες, πεποιθήσεις δηλαδή που οι άλλοι θεωρούσαν βέβαιες αλήθειες. Στην Απολογία του αναφέρει ότι, για να ελέγξει τον χρησμό του μαντείου, που έλεγε ότι δεν υπάρχει άνθρωπος σοφότερος από αυτόν,

pic211
Τζιόρτζιο ντε Κίρικο, Η κατάκτηση του φιλοσόφου, 1914, Σικάγο, Ινστιτούτο Τέχνης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΚΑΤΑΝΟΩΝΤΑΣ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ


πήγε σε κάποιον πολιτικό τον οποίο θεωρούσαν όλοι σοφό. Ενώ λοιπόν τον εξέταζε με τις ερωτήσεις του, διαπίστωσε με έκπληξη ότι ο άνθρωπος αυτός, παρ’ όλο που θεωρούνταν από τους άλλους, αλλά και από τον εαυτό του, ότι ήταν σοφός, εντούτοις δεν ήταν. Όταν μάλιστα προσπάθησε να του το πει, το μόνο που κατάφερε ήταν να κάνει τον άλλον και αρκετούς από το ακροατήριο να τον μισήσουν. “Επιστρέφοντας σκεφτόμουν μόνος μου κι έλεγα: “απ’ αυτόν τον άνθρωπο είμαι σοφότερος, διότι, παρ’ όλο που κανείς μας δεν ξέρει σχεδόν τίποτα, αυτός νομίζει ότι ξέρει πολλά και σπουδαία, εγώ όμως δεν ξέρω, αλλά και δε νομίζω ότι ξέρω” [ ...] Έπειτα πήγα και σε άλλον απ’ αυτούς που θεωρούνταν σοφοί. Έφυγα με την ίδια εντύπωση και απέκτησα το μίσος αυτού και πολλών άλλων.”
Επιπλέον, αν δεχτούμε τη βεβαιότητα και το προφανές ως κριτήριο αλήθειας, τότε τι είναι το ψέμα; Όλες οι μη “απόλυτα βέβαιες προτάσεις” θα πρέπει να θεωρηθούν ψευδείς; Ή μήπως μόνο οι καθόλου βέβαιες; Και αν είναι έτσι, αυτές οι προτάσεις που είναι “λίγο βέβαιες” θα είναι “λίγο αληθείς” και “λίγο ψευδείς”; Αυτό όμως είναι αδύνατον. Γίνεται φανερό ότι η βεβαιότητα και το προφανές δεν μπορούν - τουλάχιστον από μόνα τους- να αποτελέσουν κριτήρια αλήθειας. Ένα κριτήριο για την αλήθεια θα πρέπει πρώτα να αφορά όλες τις προτάσεις και όχι μερικές, θα πρέπει επίσης να επιτρέπει το ψεύδος ως άρνηση της αλήθειας και, τέλος, θα πρέπει να βρίσκεται έξω από την πρόταση ή την πεποίθηση που κρίνουμε ως αληθή ή ψευδή με άλλα λόγια, η αλήθεια ή το ψέμα μιας πρότασης θα πρέπει να εξαρτώνται από κάτι που βρίσκεται έξω από την πεποίθηση. Επειδή λοιπόν το πρόβλημα είναι πιο περίπλοκο, είναι καλύτερα να μιλήσουμε

για θεωρίες και όχι για κριτήρια αλήθειας.

2. Θεωρίες για την αλήθεια
Για την αλήθεια και τα κριτήρια της αλήθειας έχουν διατυπωθεί αρκετές θεωρίες. Οι σημαντικότερες όμως είναι δύο: η θεωρία της αντιστοιχίας και η θεωρία της συνοχής. Και οι δύο θεωρίες έχουν τις ρίζες τους στην εποχή του Πλάτωνα. Το ζήτημα όμως της αλήθειας αποτέλεσε αντικείμενο έντονου προβληματισμού στη φιλοσοφία του 20ού αιώνα τόσο σε σχέση με τη φυσική γλώσσα όσο και σε σχέση με τις τυπικές γλώσσες, όπως αυτή των μαθηματικών ή της λογικής.

Α. Θεωρία της αντιστοιχίας
Η θεωρία αυτή ξεκινά από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, την επεξεργάστηκαν πιο συστηματικά όμως οι σχολαστικοί του Μεσαίωνα. Σύμφωνα με αυτούς, αν το περιεχόμενο μιας πρότασης που εκφράζει κάποια πεποίθησή μας, αντιστοιχεί πλήρως στη φύση των πραγμάτων και στις μεταξύ τους σχέσεις, τότε η πρόταση είναι αληθής, διαφορετικά είναι ψευδής. Μια τέτοια άποψη δέχεται ότι στον νου μας

pic212
Ρενέ Μαγκρίτ, Οι εικόνες απατούν, 1928/29. Η περίφημη πίπα…Με έχουν κατηγορήσει πολύ γι αυτή! Και όμως … μπορείτε να τη γεμίσετε με καπνό; Όχι, γιατί είναι απλώς μια εικόνα, και τίποτα περισσότερο. Εάν είχα γράψει “Αυτή είναι μια πίπα”, θα έλεγα ψέματα!” Ρενέ Μαγκρίτ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΚΑΤΑΝΟΩΝΤΑΣ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ


σχηματίζεται, κατά κάποιον τρόπο, ένα αντίγραφο των αντικειμενικών δεδομένων του κόσμου, οπότε η πρόταση που αντιστοιχεί σ’ αυτά τα δεδομένα είναι αληθής. Για παράδειγμα, αν πιστεύουμε ότι “ο Γιάννης είναι στο δωμάτιό του και διαβάζει” και πράγματι ο Γιάννης είναι στο δωμάτιό του και διαβάζει, τότε η πεποίθησή μας είναι αληθής. Η άποψη αυτή συμφωνεί με ρεαλιστικές αντιλήψεις που δέχονται την αυθυπαρξία της πραγματικότητας και την καθοριστική συμβολή της στη γνωστική διαδικασία. Η θεωρία της αντιστοιχίας στηρίζεται σε δύο προϋποθέσεις: α) ότι κάθε γνώση είναι γνώση της πραγματικότητας και β) ότι η πραγματικότητα δεν αναπλάθεται αυθαίρετα από την ανθρώπινη νόηση, αλλά επιβάλλει σ’ αυτήν τους κανόνες της. Όπως λέει και ο Αριστοτέλης

 

pic213

 

Αυτό δεν είναι ένα μήλο, 1964. Το μήλο, ακόμη και όταν ζωγραφίζεται με τόσο πειστικό τρόπο, δεν παύει να είναι παρά μόνο χρώματα σε ομοιόμορφο φόντο. Ούτε η λέξη “μήλο”είναι το ίδιo φρούτο, αλλά απλώς μια αναφορά σε αυτό, που τελικά παραμένει πάντα συμβατική. ΟΙ ΤΡΟΠΟΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ. Οι φιλόσοφοι δίνουν ακριβές νόημα στην έννοια του παράδοξου: το παράδοξο προκύπτει όταν, για την καθεμία από δύο αντιφατικές προτάσεις, υπάρχει εξίσου καλή απόδειξη. Τα παράδοξα αποκαλύπτουν ελλείψεις στον συμβολισμό μας, και συχνά αντανακλούν τη σύγκρουση μεταξύ δύο συμβάσεων που δείχνουν προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Στον πίνακα του Μαγκρίτ, η οπτική και η γραπτή αναπαράσταση εκπέμπουν αντιφατικά σήματα.

λης, “δεν είσαι λευκός επειδή εμείς νομίζουμε ότι στ’ αλήθεια είσαι λευκός, αλλά, αντίθετα, επειδή εσύ είσαι λευκός, εμείς που το λέμε αυτό λέμε την αλήθεια” (Μεταφυσικά, 1051b7). Υπάρχουν όμως σοβαρές επιφυλάξεις για την εικόνα ή το αντίγραφο της ραγματικότητας που σχηματίζεται στον νου μας. Η αλήθεια δεν είναι η αλήθεια της πραγματικότητας αλλά των δικών μας σκέψεων και πεποιθήσεων. Είναι όμως δυνατή η πρόσβασή μας σε μια πραγματικότητα ανεξάρτητη από τον νου και τη γλώσσα; Η αλήθεια προϋποθέτει τη διατύπωση μιας κρίσης ή ενός συστήματος κρίσεων σχετικά με την πραγματικότητα, δηλαδή προϋποθέτει την ανακατασκευή της πραγματικότητας σύμφωνα με μια σειρά πνευματικών διεργασιών. Έτσι, φτάνουμε στο κεντρικό σημείο του προβλήματος. Αν το κριτήριο της αλήθειας των προτάσεων ή των κρίσεων που διατυπώνουμε είναι η “αντιστοιχία πράγματος και νου”, αυτή η αντιστοιχία, με τη σειρά της, χρειάζεται κάποιες προϋποθέσεις, ώστε να είναι έγκυρη και αποδεκτή επιστημολογικά. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι:
  • Η σκέψη πρέπει να συμφωνεί διαρκώς με τον εαυτό της, να σέβεται τις αρχές της και να μην παρασύρεται σε άλματα, κενά ή αντιφάσεις.
  • Η σκέψη πρέπει να μελετά συστηματικά και επίμονα τα φαινόμενα, που αποτελούν τη μόνη γνήσια αφετηρία κάθε ορθής γνωστικής διαδικασίας.
  • Το εμπειρικό υλικό που προέρχεται από τη μελέτη των φαινομένων πρέπει να υποβάλλεται σε πνευματικό έλεγχο και να αξιοποιείται. Με άλλα λόγια, το πρώτο αυτό υλικό δεν μπορεί να είναι το τέρμα της επιστημονικής αναζήτησης. Η υπέρμετρη προσκόλληση στα φαινόμενα μπορεί να αποδειχτεί επιφανειακή και να μην οδηγεί

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΚΑΤΑΝΟΩΝΤΑΣ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ


στην ερμηνεία των φυσικών φαινομένων και των νόμων που τα διέπουν.
  • Η όποια ερμηνεία της πραγματικότητας πρέπει να έχει δυναμικό -και όχι στατικό χαρακτήρα· να μπορεί διαρκώς να εμπλουτίζεται, να διορθώνεται και, αν χρειάζεται, να αναθεωρείται.

Εντούτοις, και παρ’ όλα όσα είπαμε, τίθεται το ερώτημα: μπορούμε να κατανοήσουμε τι είναι αυτή η υποτιθέμενη “αντιστοιχία νου και πραγματικότητας” και, πολύ περισσότερο, μπορούμε να ελέγξουμε με ποιον τρόπο αυτή επιτυγχάνεται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, ακόμη κι όταν εκπληρώνονται οι προϋποθέσεις που αναφέραμε; Πολλοί σύγχρονοι φιλόσοφοι αρνούνται τη δυνατότητα τέτοιας αντιστοιχίας και είτε προτείνουν άλλες θεωρίες είτε εγκαταλείπουν τελείως την έννοια της αλήθειας.

Β. Η θεωρία της συνοχής
Η θεωρία αυτή φαίνεται να ανάγεται στον Χέγκελ και ίσως -σε κάποια προδρομική μορφή της- στον Μπέρκλεϋ και στον Σπινόζα ή ακόμα και στην ελεγκτική διαλεκτική του Σωκράτη. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, εφόσον για ένα συγκεκριμένο θέμα διατυπώνεται ένα σύστημα ερμηνευτικών προτάσεων που δεν παρουσιάζουν αποκλίσεις ή αντιφάσεις μεταξύ τους, αλλά, αντίθετα, χαρακτηρίζονται από αυστηρή λογική συνοχή και συνάφεια, τότε αυτές οι προτάσεις αληθεύουν.
Όσον αφορά το κριτήριο της συνοχής, υπάρχουν κάποιες σημαντικές δυσκολίες. Κατ’ αρχάς τι σημαίνει η ίδια η λέξη “συνοχή”; Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι ένα σύνολο προτάσεων δεν περιέχει αντιφάσεις; Σ’ αυτή την περίπτωση θα μπορούσε ένα σύστημα προτάσεων να είναι συνεκτικό

(απαλλαγμένο από αντιφάσεις), αλλά οι προτάσεις του να μη σχετίζονται μεταξύ τους, όπως για παράδειγμα οι προτάσεις “το χιόνι είναι άσπρο” και “δύο και δύο ίσον τέσσερα”. Μήπως οι προτάσεις ενός συνεκτικού συστήματος θα πρέπει να σχετίζονται κατά κάποιον τρόπο μεταξύ τους ή να αλληλοϋποστηρίζονται; Σ’ αυτή την περίπτωση όμως θα πρέπει να καθοριστεί σαφώς τι είδους συσχετισμούς ή αλληλοϋποστηρίξεις προτάσεων επιτρέπουμε. Ακόμα, θα ήταν δυνατόν κάποιο αποδεδειγμένο ψεύδος, με βάση τη θεωρία της αντιστοιχίας, να μην προκαλεί εσωτερικές αντιφάσεις και έτσι να διεκδικεί τον χαρακτηρισμό της αλήθειας. Επιπλέον, το κριτήριο της συνοχής, παρ’ όλο που δεν είναι εσωτερικό κριτήριο για καθεμιά πρόταση ξεχωριστά, είναι εντούτοις εσωτερικό κριτήριο για το σύνολο των συνεκτικά δομημένων προτάσεων. Άρα, υπό μία έννοια, το κριτήριο της συνοχής δεν είναι αντικειμενικό, αφού θα ήταν δυνατόν να έχουμε δύο εξίσου συνεκτικά συστήματα όπου οι προτάσεις (ή κάποιες προτάσεις) του ενός να αντιφάσκουν με τις προτάσεις του άλλου. Μια τέτοια περίπτωση έχουμε με τις μη ευκλείδειες γεωμετρίες. Αν θέλουμε να κρίνουμε δύο τέτοια συστήματα, θα πρέπει αναγκαστικά να ανατρέξουμε σε άλλο κριτήριο πέραν της συνοχής.
Φαίνεται λοιπόν ότι το κριτήριο της συνοχής δεν είναι από μόνο του επαρκές. Η θεωρία της συνοχής, δίνοντας έμφαση στις σχέσεις μεταξύ των προτάσεων, ταιριάζει περισσότερο σε ιδεαλιστικά συστήματα, όπου η αλήθεια έχει να κάνει με τον νου, παρά σε προτάσεις που έχουν να κάνουν με την εμπειρία και τον εξωτερικό κόσμο. Είναι βέβαια δυνατόν να διατυπωθούν μικτές θεωρίας περί αλήθειας που να συνδυάζουν το κριτήριο της αντιστοιχίας με αυτό της συνοχής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΚΑΤΑΝΟΩΝΤΑΣ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ


Γ. Άλλες θεωρήσεις
Ένα άλλο κριτήριο αλήθειας υποστηρίχτηκε από τους πραγματιστές φιλοσόφους. Σύμφωνα με αυτούς, κριτήριο της αλήθειας είναι η πρακτική ωφέλεια, ενώ αληθές είναι ό,τι προάγει τον άνθρωπο εξυπηρετώντας τα καλώς εννοούμενα συμφέροντά του. Είναι δύσκολο βέβαια να κατανοήσουμε πώς αυτό το κριτήριο μπορεί να εφαρμοστεί στη φυσική ή στα μαθηματικά. Επιπλέον, το κριτήριο αυτό προϋποθέτει ότι συμφωνούμε όλοι ως προς το τι είναι ωφέλιμο και συμφέρον για τους ανθρώπους. Το συμφέρον όμως του ενός μπορεί να μην ταυτίζεται με αυτό του άλλου. Θα έχουμε τότε προτάσεις που για άλλους θα είναι αληθείς και για άλλους ψευδείς; Μια άποψη, ακόμα κι αν μας ευχαριστεί, μας παρηγορεί ή μας βολεύει, δεν είναι υποχρεωτικά και αληθής. Αντίθετα, επιβάλλεται να υποβληθεί στην αποδεικτική διαδικασία, και μάλιστα με ιδιαίτερη προσοχή.
Λόγω των προβλημάτων που διαπιστώσαμε στις διάφορες θεωρίες για την αλήθεια, πολλοί σύγχρονοι φιλόσοφοι θεωρούν ότι πρέπει να εγκαταλείψουμε τελείως την έννοια της αλήθειας. Σύμφωνα με αυτούς, η αλήθεια δεν εκφράζει ούτε κάποια υπαρκτή ιδιότητα μιας πεποίθησης ή μιας πρότασης ούτε τη σχέση των πεποιθήσεων ή των προτάσεων με τον κόσμο. Δηλώνει απλώς ότι εγκρίνουμε ή αποδεχόμαστε μια πρόταση ή μια πεποίθηση. Το να ισχυριστούμε, για παράδειγμα, ότι η πρόταση “η Αθήνα είναι η πρωτεύουσα της Ελλάδας” αληθεύει αποτελεί πλεονασμό, πράγμα

Ρενέ Μαγκρίτ, Διαλεκτικής εγκώμιον, 1936. “Ένα εσωτερικό χωρίς εξωτερικό δύσκολα μπορεί να αποτελέσει εσωτερικό” Γκ. Φ. Χέγκελ. Η πιο συχνή έγνοια του Μαγκρίτ, όταν διάλεγε μοτίβα, ήταν η αντιστροφή ή η σύμφυση των εσωτερικών και των εξωτερικών όψεων, ή και γενικότερα των αντίθετων πόλων.

που ισοδυναμεί με το να βεβαιώσουμε απλώς αυτή την πρόταση.
Είδαμε ότιδεν είναι δυνατόν να έχουμε μια καθολική θεωρία για την αλήθεια, που να μας δίνει ικανοποιητικά κριτήρια για όλες τις περιπτώσεις προτάσεων. Παρ’ όλα αυτά όμως τα διάφορα κριτήρια δεν αποκλείουν το ένα το άλλο. Μπορούμε να φθάσουμε σε πολύ καλύτερα αποτελέσματα εφαρμόζοντας δύο ή και περισσότερα κριτήρια μαζί. Έτσι, για παράδειγμα, θα ήταν δυνατόν να χρησιμοποιήσουμε το κριτήριο της αντιστοιχίας για εμπειρικές προτάσεις, που στηρίζονται στα δεδομένα των αισθήσεων και στην παρατήρηση, και το κριτήριο της συνοχής για άλλες, πρόσθετες προτάσεις, που παράγονται από τις εμπειρικές ή που μπορεί να ερμηνεύουν ή να δίνουν εξηγήσεις.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΚΑΤΑΝΟΩΝΤΑΣ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ


ΚΕΙΜΕΝΑ
1. “Το να λέει κανείς ότι αυτό που είναι δεν είναι ή ότι αυτό που δεν είναι ότι είναι, αυτό είναι ψευδές, και [το να λέει] ότι αυτό που είναι είναι, και ότι αυτό που δεν είναι δεν είναι [είναι] αληθές, έτσι ώστε αυτός που λέει πως κάτι είναι ή πως κάτι δεν είναι μπορεί να αληθεύει ή να ψεύδεται”.
(Αριστοτέλης, Μεταφυσικά, 1011b25-28)

2. “Ένα σύμπλεγμα λοιπόν καμωμένο από ονόματα και ρήματα που θα έλεγε για σένα διαφορετικά από αυτά που ισχύουν και τα “μη όντα” για “όντα”, ένα τέτοιο σύμπλεγμα φαίνεται ολοκάθαρα ότι πραγματικά είναι ένας λόγος ψευδής
(Πλάτων, Σοφιστής 263d)
3. “Μια πρόταση είναι αληθής εάν και μόνο είναι μέλος ενός συνεκτικού συνόλου. […] Για έναν οπαδό της θεωρίας της συνοχής η αλήθεια και το σύστημα ταυτίζονται, και η συνοχή ορίζεται ως η αμοιβαία εξηγησιμότητα. Καθώς αυξάνεται η συνοχή του συστήματος, οι σχέσεις μεταξύ των μερών του γίνονται όλο και σφιχτότερες. Η εξηγητική ισχύς του συστήματος γίνεται τόσο μεγάλη, ώστε δε βλέπουμε πια με ποια έννοια αυτό ή εκείνο το μέρος απλώς συμβαίνει να είναι αληθές. Αντίθετα, αρχίζουμε να θεωρούμε κάθε μέρος ως αναγκαίο για το όλον και έτσι αναγνωρίζουμε πως αυτό που σε ένα προγενέστερο στάδιο ήταν “ενδεχομενική” αλήθεια έχει μεταβληθεί σε αναγκαία αλήθεια”.
(J. Dancy, An Introduction to Contemporary Epistemology
Oxford 1985, σ. 113)

4. “Η σημασία για την ανθρώπινη ζωή να έχει κανείς αληθείς πεποιθήσεις σχετικά με γεγονότα είναι κάτι αξιοσημείωτο. Ζούμε σε έναν κόσμο πραγματικοτήτων, οι οποίες μπορεί να είναι απείρως χρήσιμες ή απείρως επιβλαβείς. Παραστάσεις που μας διευκρινίζουν ποιες από αυτές μπορούμε να προσδοκούμε ότι θεωρούνται αληθείς σε αυτή την πρωταρχική σφαίρα της επαλήθευσης. Και η επιδίωξη τέτοιων παραστάσεων είναι ένα πρώτιστο ανθρώπινο καθήκον. Η κατοχή της αλήθειας πόρρω απέχει από το να είναι αυτοσκοπός, αποτελεί μόνο ένα προκαταρκτικό μέσο σε σχέση με άλλες ζωτικές ικανοποιήσεις. […] “Αλήθεια” είναι το όνομα για οποιαδήποτε παράσταση θέτει τη διαδικασία επαλήθευσης σε κίνηση “χρήσιμη” είναι το όνομα για την ολοκληρωμένη λειτουργία της στην εμπειρία. Οι αληθείς παραστάσεις δε θα πρέπει ποτέ να θεωρούνται απομονωμένες ή να αποκτούν ένα γενικό όνομα, και ιδιαίτερα ένα όνομα που να υποδηλώνει αξία, εκτός εάν έχουν υπάρξει χρήσιμες εξαρχής.’’
(Ουίλιαμ Τζέιμς, Πραγματισμός, μτφρ. Χ. Σταματέλος, Αθήνα 2006, σ. 196-197)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΚΑΤΑΝΟΩΝΤΑΣ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ


     
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ  
  1. Ποια είναι η σημασία των λέξεων “αλήθεια” και “αληθινός” στις παρακάτω προτάσεις;
α. Είναι ένας αληθινός φίλος.
β. Είναι ένας αληθινός ηθοποιός.
γ. Δεν μπορείς να ζωγραφίσεις έναν αληθινό κύκλο.
δ. Η αληθινή σημασία της λέξης “δημοκρατία” είναι...
ε. Η αλήθεια πληγώνει.
2. Για ποιον λόγο κατά τη γνώμη σας μια προσταγή, ερώτηση ή ευχή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αληθής ή ψευδής; Σκεφτείτε διάφορα παραδείγματα.
3. Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στην αλήθεια και στην πραγματικότητα;
4. Ποια είναι κατά τη γνώμη σας τα αδύνατα σημεία της θεωρίας της συνοχής;
5. Είναι αλήθεια ότι ο ήλιος θα ανατείλει αύριο; Αιτιολογήστε την απάντησή σας.
6. Ποια μειονεκτήματα μπορεί να έχει κατά τη γνώμη σας η θέση που πρεσβεύει ότι δεν πρέπει να μιλάμε για αλήθεια;
7. Κρίνετε τις παρακάτω θέσεις:
α. Αυτό είναι αλήθεια γι’ αυτόν αλλά όχι για μένα.
β. Αυτή είναι η αλήθεια του αλλά όχι η δική μου.
γ. Μια πρόταση δεν είναι ούτε αληθής ούτε ψευδής, έως ότου κάποιος βρει επιχειρήματα υπέρ ή εναντίον της.
δ. Μια πρόταση δεν είναι ούτε αληθής ούτε ψευδής, έως ότου κάποιος τη σκεφτεί.
ε. Μια πρόταση μπορεί να είναι αληθής σήμερα αλλά ψευδής στο μέλλον (π.χ. “ο πληθυσμός της Ελλάδας είναι 11 εκατομμύρια”).
 

1. Λόγος και λογική
Η λέξη “λόγος” ήδη από την αρχαία εποχή είχε ένα πλήθος διαφορετικών σημασιών. Σημαίνει “ομιλία”, “συζήτηση”, “λέξη”, “διήγηση”, “λόγος” (με την έννοια του βγάζω λόγο), αλλά και τη “δύναμη της διάνοιας”, τη “λογική σκέψη”, την “αιτιολόγηση”, την “επιχειρηματολογία”, τον “λογισμό”, τον “λογαριασμό” κτλ. Η λέξη “λογικός” σημαίνει “ο έχων ορθό λόγο ή κρίση”, “ο ικανός στη λογική σκέψη”, “ο εύλογος” κτλ. Από το επίθετο “λογικός” προέρχεται η λέξη “λογική” (ή “λογική τέχνη” σύμφωνα με τους αρχαίους).
Ας αφήσουμε όμως κατά μέρος την ετυμολογία της λέξης και ας δούμε πώς μπορούμε να ορίσουμε σήμερα τη λογική. Μέχρι πρόσφατα όλα σχεδόν τα βιβλία όριζαν, λίγο-πολύ, τη λογική ως την επιστήμη της ανθρώπινης σκέψης ή την επιστήμη που μελετά τους νόμους της σκέψης. Όλοι βέβαια γνωρίζουμε καλά ότι πολύ συχνά παραλογιζόμαστε και άρα το να μιλάμε για νόμους της σκέψης είναι κάτι πολύ προβληματικό. Θα μπορούσαμε όμως να πούμε ότι η λογική ασχολείται με τους νόμους της ορθής σκέψης. Πώς όμως ξεχωρίζουμε την ορθή από τη μη ορθή σκέψη; Δεν μπορούμε φυσικά να πούμε ότι η ορθή σκέψη είναι η λογική σκέψη, διότι τότε θα πρέπει η λογική να ασχολείται με τους νόμους της λογικής σκέψης, και έτσι δε λέμε τίποτα. Οι άνθρωποι σκέπτονται ορθά κάτω από ορισμένες συνθήκες, που μπορεί να είναι ψυχολογικές, ηθικές, μορφωτικές, πνευματικής υγείας κτλ. Κανείς όμως πάλι δεν περιμένει να εξετάζει η λογική τέτοιους παράγοντες.
Οι σύγχρονοι θεωρητικοί της λογικής

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΚΑΤΑΝΟΩΝΤΑΣ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ


είναι πιο μετριόφρονες και προτιμούν να δέχονται ότι η λογική ασχολείται με τη μελέτη των έγκυρων επιχειρημάτων, δηλαδή με ποιους τρόπους οδηγούμαστε αναγκαστικά σε κάποια συμπεράσματα, αν δεχτούμε κάποιες υποθέσεις. Εξάλλου αυτή είναι και η ουσία της λογικής του Αριστοτέλη, όπως αυτή αναπτύσσεται στο έργο του Αναλυτικά Πρότερα.

2. Σύντομη ιστορική αναδρομή
Παρ’ όλο που προβληματισμούς πάνω σε θέματα λογικής βρίσκουμε σε κάποιους από τους προσωκρατικούς φιλοσόφους, στους σοφιστές και κυρίως στον Πλάτωνα, θεμελιωτής της λογικής θεωρείται ο Αριστοτέλης. Στις αρχαίες δημοκρατικές πόλεις η ικανότητα κάποιου
είναι ο πρώτος που πραγματοποίησε μια συστηματική μελέτη των λογικών θεμάτων, ταξινομώντας τις διάφορες μορφές προτάσεων και έγκυρων επιχειρημάτων. Τα λογικά έργα του Αριστοτέλη είναι έξι, στα οποία δόθηκε συλλογικά το όνομα “Όργανον”. Η λογική του Αριστοτέλη παρέμεινε σχεδόν αναλλοίωτη (με μερικές μόνο βελτιώσεις, κυρίως από τους δυτικούς σχολαστικούς του ύστερου Μεσαίωνα) μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα.
Στην αρχαιότητα,εκτός από τον Αριστοτέλη και τη σχολή του, σημαντικό ρόλο στη λογική έρευνα έπαιξαν και οι στωικοί και κυρίως ο Χρύσιππος. Δυστυχώς σώθηκαν μόνο αποσπάσματα από το έργο τους στη λογική. Πάντως η βασικότερη διαφορά της στωικής από
να πείθει τους άλλους είτε με τη ρητορική τέχνη του είτε με τα επιχειρήματά του ήταν πολύ σημαντική για την πολιτική. Οι σοφιστές δίδασκαν αυτή την τέχνη της πειθούς, ήταν όμως ικανοί να υποστηρίζουν εξίσου καλά αντίθετες μεταξύ τους απόψεις. Σ’ αυτή την προσπάθειά τους χρησιμοποιούσαν επιχειρήματα τα οποία πολλές φορές δεν ήταν έγκυρα, αλλά ήταν αληθοφανή και μπορούσαν να μπερδέψουν τους συνομιλητές ή τους ακροατές τους. Τέτοια λανθασμένα επιχειρήματα ονομάστηκαν σοφίσματα από τον Αριστοτέλη. Ο Αριστοτέλης pic215Ρενέ Μαγκρίτ, Οι διακοπές του Χέγκελ, 1958. Ο Χέγκελ, ο μεγάλος δάσκαλος της διαλεκτικής, είναι η έμπνευση γι’ αυτόν τον πίνακα. Ο Μαγκρίτ γράφει: “…σκέφτηκα ότι ο Χέγκελ… θα ήταν πολύ ευαίσθητος σε αυτό το αντικείμενο που έχει δυο αντιθετικές λειτουργίες: από τη μια δεν αποδέχεται καθόλου το νερό (προστατεύει από αυτό), ενώ από την άλλη το περιέχει. Θα ήταν πολύ χαρούμενος πιστεύω, ή θα διασκέδαζε (σαν να ήταν σε διακοπές) γι’ αυτό και ονομάζω τον πίνακα Οι Διακοπές του Χέγκελ. την αριστοτελική λογική είναι ότι, ενώ η λογική του Αριστοτέλη είναι λογική κατηγορημάτων,η στωική λογική είναι λογική προτάσεων. Πιο συγκεκριμένα, ενώ στην αριστοτελική λογική το βασικό κύτταρο είναι η έννοια και σε έναν συλλογισμό το συμπέρασμα βγαίνει λόγω του κατάλληλου συνδυασμού των όρων στις τρεις προτάσεις, στη στωική λογική το βασικό κύτταρο είναι η απλή πρόταση, η οποία δεν αναλύεται πιο πέρα σε υποκείμενο και κατηγόρημα, και το συμπέρασμα βγαίνει λόγω της σχέσης που έχουν οι

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΚΑΤΑΝΟΩΝΤΑΣ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ


προτάσεις μεταξύ τους. Στην προτασιακή λογική των στωικών η μία προκείμενη πρόταση ενός επιχειρήματος είναι υποθετική πρόταση. Ας δούμε όμως ένα παράδειγμα:
Αν βρέχει, τότε υπάρχουν στον
ουρανό σύννεφα.
Βρέχει.
Άρα: Υπάρχουν στον ουρανό σύννεφα.
Στην αρχαιότητα υπήρξε αντιπαράθεση των δύο σχολών, και οι δύο αυτές λογικές θεωρήθηκαν ασύμβατες μεταξύ τους. Αργότερα όμως θεωρήθηκαν από μερικούς έως και συμπληρωματικές θεωρίες.
Οι Άραβες, αλλά και οι χριστιανοί φιλόσοφοι του Μεσαίωνα ασχολήθηκαν διεξοδικά με τον σχολιασμό έργων του Αριστοτέλη και με τη λογική. Πραγματοποιήθηκαν τότε σημαντικές λογικές μελέτες, που βελτίωσαν και ολοκλήρωσαν σε πολλά σημεία τη λογική του Αριστοτέλη. Από τον 16ο αιώνα και μετά παρατηρείται μια ύφεση στη λογική έρευνα, με μερικές βέβαια εξαιρέσεις, όπως είναι αυτή του Λάιμπνιτς.
Από τα μέσα όμως του 19ου αιώνα αναζωπυρώνεται το ενδιαφέρον για τη λογική, τη φορά αυτή όχι μόνο από φιλοσόφους αλλά (κυρίως) και από μαθηματικούς. Έτσι, προκύπτει η νεότερη “συμβολική” ή “μαθηματική” λογική, που ξεκινά κυρίως με τα έργα του Ντε Μόργκαν, του Μπουλ και του Μπολζάνο. Ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα έχουν διαμορφωθεί τρεις σχολές: η αλγεβρική, με σημαντικούς εκπροσώπους τον Περς και τον Βεν, η λογικιστική, με κύριους εκπροσώπους τον Φρέγκε και τον Ράσελ, και η φορμαλιστική, με κυριότερο εκπρόσωπο τον Χίλμπερτ. Η ανάπτυξη της λογικής συνεχίστηκε αμείωτη και

κατά το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα. Από τους πιο σύγχρονους θεωρητικούς της λογικής αξίζει να αναφέρουμε τον Γκέντελ. Τέλος, αξίζει να σημειώσουμε ότι η συμβολική λογική επηρέασε σημαντικά τη σύγχρονη αναλυτική φιλοσοφία και αποτέλεσε βασικό εργαλείο γι’ αυτήν.
Ήδη από την εποχή του Αριστοτέλη υπήρξε προβληματισμός για το αν η λογική είναι μέρος της φιλοσοφίας (όπως η ηθική, η φυσική φιλοσοφία κτλ.) ή αποτελεί απαραίτητο εργαλείο (“όργανον”) για τη φιλοσοφία. Παρ’ ότι η διένεξη αυτή κράτησε για πολλούς αιώνες, τίποτε δε μας εμποδίζει να δεχτούμε ότι η λογική είναι και τα δύο. Το βέβαιο είναι ότι η λογική έρευνα γινόταν σχεδόν αποκλειστικά από φιλοσόφους μέχρι και τον 19ο αιώνα. Με την εμφάνιση όμως της σύγχρονης μαθηματικής ή συμβολικής λογικής στις αρχές του 20ου αιώνα, η λογική έχει περάσει σε μεγάλο βαθμό στα χέρια των μαθηματικών. Σήμερα η λογική θεωρείται από πολλούς ανεξάρτητη επιστήμη, που διδάσκεται ως ανεξάρτητο μάθημα, ενώ πολλά εγχειρίδια φιλοσοφίας δεν την περιλαμβάνουν στην ύλη τους.

 

pic216 Ο Μπέρτραντ Ράσελ
συνέγραψε το μείζον έργο του στη φιλοσοφία στη δεκαετία του ‘30. Έζησε μέχρι τα 98 του χρόνια και έγινε περισσότερο γνωστός στο ευρύ κοινό στα γηρατειά του. Το 1950 κέρδισε το Νόμπελ και στις δεκαετίες του 1950 και 1960 το όνομά του συνδέθηκε με τον αγώνα του κατά του πυρηνικού εξοπλισμού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΚΑΤΑΝΟΩΝΤΑΣ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ


ΚΕΙΜΕΝΑ
1. “Σε σχέση με αυτή την επιστήμη, δε θα ήταν αλήθεια να πούμε ότι κατά ένα μέρος είχε πραγματοποιηθεί προηγουμένως και κατά ένα μέρος όχι. Τέτοια έρευνα δεν υπήρξε καθόλου (στο παρελθόν). Γιατί η διδασκαλία αυτών που με πληρωμή δίδασκαν εριστικά επιχειρήματα ήταν παρόμοια με το σύστημα του Γοργία. Γιατί άλλοι απ’ αυτούς μάθαιναν στους μαθητές τους ρητορικούς λόγους από μνήμης και άλλοι λόγους με ερωτήσεις και απαντήσεις. Έτσι, η διδασκαλία που έδιναν στους μαθητές τους ήταν γρήγορη και όχι συστηματική. Γιατί νόμιζαν ότι τους εκπαιδεύουν χωρίς να τους μαθαίνουν μια τέχνη αλλά το προϊόν μιας τέχνης, όπως αν κάποιος ισχυριζόταν ότι μεταδίδει γνώση για την πρόληψη του πόνου των ποδιών με το να δίνει διάφορα είδη υποδημάτων, χωρίς να μπορεί να διδάξει την τέχνη κατασκευής υποδημάτων και τους κατάλληλους τρόπους με τους οποίους τα παράγουμε. Γιατί αυτός που έκανε τούτο βοήθησε μεν την ανάγκη κάποιου, αλλά δεν του μετέδωσε καμιά τέχνη. Σε σχέση με τη ρητορική, πολλά έχουν ειπωθεί από παλιά, αλλά σε σχέση με τη συλλογιστική δεν είχαμε απολύτως τίποτε προηγούμενο στο οποίο να αναφερθούμε, αλλά έπρεπε να εργαστούμε για πολύ χρόνο δοκιμάζοντας πολλούς τρόπους στην έρευνά μας. Αν λοιπόν, βλέποντας την έρευνά μας, σας φανεί ότι έχει σωστά διατυπωθεί (έχοντας υπ’ όψιν ότι ξεκίνησε από το μηδέν), όταν τη συγκρίνετε με άλλες επιστήμες που αναπτύχθηκαν κατά την παράδοση του παρελθόντος, τότε το μόνο που μένει για όλους εσάς που ακούσατε τη διδασκαλία μας είναι να μας συγ-
χωρήσετε για τις ελλείψεις της έρευνάς μας και να είσαστε ευγνώμονες γι’ αυτά που ανακαλύψαμε”.
(Αριστοτέλης, Περί σοφιστικών ελέγχων, 183b34-184b8)

2. “Περίπου στις αρχές του αιώνα εκδηλώθηκαν ορισμένα περίεργα “παράδοξα” στη νέα επιστήμη των μαθηματικών, τη θεωρία συνόλων. Μια πιο ακριβής έρευνα φανέρωσε γρήγορα ότι αυτά τα παράδοξα δεν ήταν ειδικά μαθηματικά αλλά, γενικά, λογικού χαρακτήρα. Επρόκειτο για τις λεγόμενες “λογικές αντινομίες”. Αυτό ήταν ένα μειονέκτημα που συνδεόταν με την παλιά λογική και παρείχε μια επιπλέον αιτία για την ανοικοδόμηση εκ θεμελίων του συστήματος της λογικής. Ο Ράσελ κατάφερε να εξαλείψει τα παράδοξα διαμέσου της “θεωρίας των τύπων”. Κι έτσι το ρήγμα ανάμεσα στη νέα και την παλιά λογική έγινε ακόμα πιο ευρύ. Η παλιά λογική δεν είναι πια υπολογίσιμη, όχι μόνο γιατί είναι αξιοσημείωτα πιο φτωχή σε περιεχόμενο από τη νέα, αλλά και για το γεγονός ότι δεν κατόρθωσε να εξαλείψει τα παράδοξα”.
(Ρ. Κάρναπ, “Η παλιά και η νέα λογική”, μτφρ. Β. Καρασμάνης, στο Signum, 1978, σ. 1-2)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΚΑΤΑΝΟΩΝΤΑΣ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ


     
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ  
  1. Γιατί νομίζετε ότι τα λογικά έργα του Αριστοτέλη ονομάστηκαν “Όργανον’’
2. Εξετάστε γιατί δεν είναι έγκυρο το παρακάτω σόφισμα που αναφέρει ο Πλάτων στον διάλογο Ευθύδημος:
“Αυτός ο σκύλος είναι δικός σου;
Ναι.
Βλέπω ότι έχει κουταβάκια, άρα είναι πατέρας.
Ναι, είναι πατέρας.
Άρα, αφού είναι πατέρας και είναι δικός σου, τότε ο σκύλος είναι ο πατέρας σου”.
3. Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στις τεχνικές του λόγου που συνήθιζαν να χρησιμοποιούν οι σοφιστές και στη λογική του Αριστοτέλη;
4. Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στην αριστοτελική και τη στωική λογική;

Παρακάτω θα ασχοληθούμε με μερικά βασικά στοιχεία της κλασικής αριστοτελικής λογικής.

1. Έννοιες
Πλάτος μιας έννοιας καλούμε το σύνολο των ομοειδών αντικειμένων που υπάγονται σ’ αυτή την έννοια. Για παράδειγμα, το πλάτος της έννοιας “ελληνικό πανεπιστήμιο” απαρτίζεται από το σύνολο των πανεπιστημίων της χώρας μας (Πανεπιστήμιο Αθηνών, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης κτλ.).

Τα ομοειδή αντικείμενα που υπάγονται σε μια έννοια έχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά. Το σύνολο αυτών των κοινών χαρακτηριστικών όλων των αντικειμένων που υπάγονται σε μια έννοια το ονομάζουμε βάθος της έννοιας. Όσο περισσότερα είναι τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα που απαρτίζουν το βάθος μιας έννοιας, τόσο μεγαλύτερο είναι το βάθος της και τόσο στενότερο είναι το πλάτος της. Έτσι, η έννοια “ζώο” έχει μικρότερο βάθος και μεγαλύτερο πλάτος από την έννοια “θηλαστικό”.

pic217

Η ευρύτερη έννοια που περιλαμβάνει μέσα στο πλάτος της μία ή περισσότερες στενότερες έννοιες λέγεται γένος, ενώ η στενότερη έννοια λέγεται είδος (π.χ. από τις έννοιες “ζώο” και “θηλαστικό” η πρώτη είναι γένος και η δεύτερη είδος). Το αμέσως ευρύτερο γένος μιας έννοιας το λέμε προσεχές γένος, ενώ το αμέσως στενότερο είδος προσεχές είδος. Το βάθος μιας έννοιας είναι ίδιο με αυτό του προσεχούς γένους, με την προσθήκη ενός χαρακτηριστικού γνωρίσματος που διαφοροποιεί τη στενότερη έννοια από την ευρύτερη. Το γνώρισμα αυτό λέγεται ειδοποιός διαφορά. Έτσι, η ειδοποιός διαφορά της έννοιας “ρόμβος” από την έννοια “παραλληλόγραμμο” (προσεχές γένος) έγκειται στο ότι το χαρακτηριστικό γνώρισμα του “ρόμβου” είναι ότι αυτός έχει ίσες πλευ-

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΚΑΤΑΝΟΩΝΤΑΣ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ


ρές. Ο ακριβέστερος και συντομότερος τρόπος για να ορίσουμε μια έννοια είναι με το προσεχές γένος και την ειδοποιό διαφορά.
Αν συγκρίνουμε δύο έννοιες κατά το πλάτος τους, τότε διαπιστώνουμε ότι είναι δυνατόν να έχουν μεταξύ τους μία από τις παρακάτω τέσσερις σχέσεις: α) Οι δύο έννοιες (Α και Β) έχουν το ίδιο πλάτος, οπότε λέγονται επάλληλες (π.χ. “σπίτι” και “κατοικία”). β) Η έννοια Α είναι γένος της έννοιας Β (οπότε η έννοια Β είναι είδος της έννοιας Α). Σ’ αυτή την περίπτωση όλα τα Β είναι Α, ενώ υπάρχουν Α που δεν είναι Β. Οι έννοιες αυτές λέγονται υπάλληλες (π.χ. “χριστιανός” και “ορθόδοξος”). γ) Οι έννοιες Α και Β συμπίπτουν κατά ένα μέρος ως προς το πλάτος τους, δηλαδή μερικά Α είναι Β και μερικά Β είναι Α (π.χ. “Έλληνας” και “καθολικός”). Οι έννοιες αυτές λέγονται επαλλάσσουσες. δ) Οι δύο έννοιες (Α και Β) έχουν τελείως διαφορετικό πλάτος, παρ’ όλο που υπάγονται σε μια ευρύτερη έννοια (π.χ. “καρέκλα” και “τραπέζι”, οι οποίες υπάγονται στην έννοια “έπιπλο”). Οι έννοιες αυτές λέγονται παράλληλες.

ρο” ή “μεγαλοφυΐα” και “βλακεία”, ανάμεσα στις οποίες υπάρχουν άλλες ενδιάμεσες έννοιες (π.χ. γκρίζο, πράσινο ή εξυπνάδα, νοητική νωθρότητα κτλ.). Αντιφατικές είναι δύο έννοιες, όταν η μία είναι η άρνηση της άλλης, χωρίς να υπάρχει τίποτε ενδιάμεσο ανάμεσά τους. Για παράδειγμα, αντιφατικές είναι οι έννοιες “αλήθεια” και “ψεύδος” ή “ωραίο” και “όχι ωραίο”, ανάμεσα στις οποίες δεν υπάρχει κάτι ενδιάμεσο.

2. Προτάσεις
Η λογική δεν ασχολείται με όλων των ειδών τις προτάσεις παρά μόνο μ’ αυτές που αποκαλούμε αποφαντικές ή δηλωτικές (π.χ. “το βιβλίο είναι πράσινο”). Οι αποφαντικές είναι προτάσεις που δηλώνουν γνώμες ή πεποιθήσεις και οι οποίες είναι δυνατόν να χαρακτηριστούν αληθείς ή ψευδείς. Στην απλή δηλωτική πρόταση αποδίδουμε σε μία έννοια (το υποκείμενο: Υ) μία άλλη έννοια (το κατηγόρημα: Κ). Οι δύο έννοιες συνδέονται μεταξύ τους με το συνδετικό ρήμα “είναι”. Επομένως μια απλή δηλωτική πρόταση έχει τη μορφή: “Υ είναι

pic218
Όσον αφορά το βάθος, μπορούμε να έχουμε διάφορες σχέσεις εννοιών. Ιδιαίτερο όμως ενδιαφέρον για τη λογική παρουσιάζουν οι αντίθετες και οι αντιφατικές έννοιες. Αντίθετες είναι δύο έννοιες, όταν βρίσκονται στα άκρα μιας κλίμακας εννοιών, όπως λόγου χάριν “άσπρο” και “μαύ- Κ” (ή “Υ-Κ”) (π.χ. “η δικαιοσύνη είναι αγαθό”).
Οι απλές δηλωτικές προτάσεις της μορφής “Υ-Κ” διακρίνονται σε καταφατικές και αποφατικές, ανάλογα με το αν το κατηγόρημα αποδίδεται με θετικό ή αρνητικό τρόπο στο υποκείμενο (π.χ. “το τραπέζι

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΚΑΤΑΝΟΩΝΤΑΣ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ


pic219
είναι άσπρο”, “το τραπέζι δεν είναι άσπρο”), και σε καθολικές και μερικές, ανάλογα με το αν η πρόταση αναφέρεται σε όλο το πλάτος του υποκειμένου (π.χ. “όλοι οι Έλληνες είναι Ευρωπαίοι”) ή σε μερικά αντικείμενα της έννοιας του υποκειμένου (π.χ. “μερικοί Έλληνες είναι νησιώτες”). Οι προτάσεις των οποίων το υποκείμενο είναι ένα συγκεκριμένο άτομο ή αντικείμενο (π.χ. “ο Σωκράτης είναι δίκαιος”) λέγονται ατομικές και θεωρούνται ειδική περίπτωση των καθολικών προτάσεων. Έτσι, έχουμε τέσσερα είδη απλών προτάσεων, που μπορούν να τοποθετηθούν στις τέσσερις γωνίες ενός τετραγώνου, ώστε να φανούν οι μεταξύ τους λογικές σχέσεις.
Οι αντιφατικές προτάσεις δεν μπορεί να είναι συγχρόνως και αληθείς και ψευδείς. Οι αντίθετες προτάσεις δεν μπορεί να είναι συγχρόνως αληθείς, αλλά μπορεί να είναι συγχρόνως ψευδείς. Οι συμπληρωματικές προτάσεις είναι δυνατόν να είναι συγχρόνως είτε αληθείς είτε ψευδείς.

3. Συλλογισμοί
Οι συλλογισμοί αποτελούν μια συγκεκριμένη μορφή επιχειρημάτων. Τα χαρακτηριστικά των συλλογισμών είναι τρία: α) ότι το συμπέρασμα προκύπτει από δύο μόνο προκείμενες προτάσεις, β) ότι όλες οι προτάσεις είναι απλές της μορφής “Υ-Κ” και γ) ότι σ’ αυτές εμπλέκονται μόνο τρεις έννοιες. Το υποκείμενο (Υ) του συμπεράσματος καλείται “ελάσσων όρος”, το κατηαντίθετες

γόρημα (Κ) του συμπεράσματος καλείται “μείζων όρος”, ενώ ο τρίτος όρος, που εμφανίζεται μόνο στις προκείμενες, καλείται “μέσος όρος” (Μ). Ας δούμε ένα παράδειγμα:
Μ-Κ Όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί.
Υ-Μ Ο Σωκράτης είναι άνθρωπος.
Υ-Κ Άρα: Ο Σωκράτης είναι θνητός.
Παρατηρούμε ότι ο μέσος όρος (Μ = άνθρωπος) συνδέεται στις δύο προκείμενες με το κατηγόρημα (Κ = θνητός) και το υποκείμενο (Υ = Σωκράτης). Στο παράδειγμά μας όλες οι προτάσεις του συλλογισμού είναι καθολικές καταφατικές, είναι όμως δυνατόν να έχουμε και προτάσεις που να ανήκουν στα άλλα είδη (καθολικές αποφατικές, μερικές καταφατικές, μερικές αποφατικές). Επίσης, ενώ το συμπέρασμα έχει πάντοτε τη μορφή “Υ-Κ”, στις δύο προκείμενες τα “Μ-Κ” και “Υ-Μ” είναι

Έτσι προκύπτουν τα τέσσερα παρακάτω σχήματα συλλογισμών: (α) Μ-Κ (β) Κ-Μ (γ) Μ-Κ δ) Κ-Μ

Υ-Μ    Υ-Μ    Μ-Υ    Μ-Υ
Άρα: Υ-Κ Άρα: Υ-Κ Άρα: Υ-Κ Άρα: Υ-Κ Ας δούμε δύο παραδείγματα από τα σχήματα (β) και (γ):
Σχήμα (β)
Κ-Μ Τα ψάρια δεν είναι θηλαστικά.
Υ-Κ Τα δελφίνια δεν είναι ψάρια.
Υ-Κ Τα δελφίνια δεν είναι ψάρια.
Σχήμα (γ)
Μ-Κ Οι γύπες είναι πουλιά.
Μ-Υ Οι γύπες είναι σαρκοβόρα.
Υ-Κ Μερικά σαρκοβόρα είναι πουλιά.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΚΑΤΑΝΟΩΝΤΑΣ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ


ΚΕΙΜΕΝΑ
1. “Όρο ονομάζω αυτό στο οποίο αναλύεται η πρόταση, δηλαδή το κατηγορούμενο και το υποκείμενο με την πρόσθεση ή την αφαίρεση του ρήματος είναι ή δεν είναι”. (Αριστοτέλης, Αναλυτικά πρότερα, 24b16-18)

2. “Κατ’ αρχάς πρέπει να σημειώσουμε τους περιορισμούς του αριστοτελικού επιτεύγματος. Ο σκοπός της συλλογιστικής του είναι αρκετά περιορισμένος. Χειρίζεται μόνο κατηγορικές προτάσεις [δηλαδή της μορφής “Υ-Κ”] και μάλιστα μόνο των τεσσάρων περιπτώσεων. […] Πιο σοβαρό όμως από αυτούς τους περιορισμούς είναι το γεγονός ότι η λογική του είναι αποκλειστικά λογική όρων. Μια πλήρης τυπική λογική απαιτεί τόσο τη λογική όρων όσο και τη λογική προτάσεων. Μάλιστα η δεύτερη είναι πιο σημαντική από την πρώτη. Είναι πιο γενική, γιατί χειρίζεται λογικές σχέσεις σε προτάσεις κάθε είδους. […]
Δεδομένων όμως αυτών των περιορισμών, το επίτευγμα του Αριστοτέλη είναι αξιοθαύμαστο. Με μία λέξη σκοπεύει και πραγματοποιεί στον χώρο που ερευνά έναν υψηλό βαθμό συστηματικότητας και ακρίβειας, αφαίρεσης και αυστηρότητας. Η ίδια η ιδέα μιας τέτοιας επιστήμης της λογικής, που σήμερα μας φαίνεται προφανής, ήταν κάτι ιδιοφυές. Ο Πλάτων, εξίσου μεγάλος φιλόσοφος και στοχαστής με τον Αριστοτέλη και με μεγάλο ενδιαφέρον για τα μαθηματικά και την αποδεικτική τους αυστηρότητα,

δεν έδειξε ενδιαφέρον να τυποποιήσει τα επιχειρήματα της κοινής γλώσσας και της επιστήμης. […]

Τρία σημεία αξίζουν ιδιαίτερη έμφαση: 1) Χρησιμοποιεί γράμματα για τους όρους των προτάσεων, προχωρώντας έτσι σε μια απόλυτη αφαίρεση από το περιεχόμενο των όρων στην τυπική έκθεση των συλλογισμών. 2) Υιοθετεί ένα συνεπές τεχνικό λεξιλόγιο στην έρευνά του. Έτσι, απομακρύνεται από την ποικιλία της κοινής γλώσσας προς έναν περιορισμένο, αλλά ακριβή και αυστηρό τύπο εκφράσεων. […] 3) Ο Αριστοτέλης προσπαθεί σκληρά να εκπληρώσει το ιδεώδες του της λογικής ως ένα αξιωματικό σύστημα όπως η γεωμετρία. Είναι εφευρετικότατος, όταν εξάγει τους περισσότερους από τους έγκυρους τρόπους συλλογισμών από μερικούς βασικούς. […]
Σήμερα αναγνωρίζουμε την τυπική λογική ως σύμμαχο των μαθηματικών και όχι της ψυχολογίας, και το γεγονός ότι ο Αριστοτέλης δεν “ψυχολογίζει”, αλλά “μαθηματικίζει” στη λογική του είναι κάτι αξιοθαύμαστο”.
(J.L. Ackrill, Aristotle the Philosopher,Oxford 1981, σ. 88-89)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΚΑΤΑΝΟΩΝΤΑΣ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ

     
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ  
 

1. Να βρεθεί το βάθος των παρακάτω εννοιών (αρκούν μερικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα): κεραυνός, αυτοκίνητο, ασθένεια, δημοκρατία.

2. Να βρεθεί το πλάτος των παρακάτω εννοιών (αρκούν μερικά μόνο αντιπροσωπευτικά αντικείμενα): θηλαστικό, πλοίο, πολίτευμα, ασθένεια.

3. Να γράψετε τρία ζεύγη αντίθετων εννοιών και τρία ζεύγη αντιφατικών εννοιών.

4. Σε ποιο από τα τέσσερα είδη προτάσεων (καθολική καταφατική, καθολική αποφατική κτλ.) ανήκουν οι παρακάτω προτάσεις;
α. Ο Κώστας δε λέει ποτέ ψέματα.
β. Κάποια θηλαστικά ζώα ζουν στη θάλασσα.
γ. Πολλές φορές οι αθλητές τραυματίζονται.
δ. Τα ψυγεία είναι οικιακές συσκευές.
ε. Υπάρχουν πάντοτε πολιτικοί που δεν προωθούν το δημόσιο συμφέρον.

5. Ποιοι από τους παρακάτω συλλογισμούς είναι έγκυροι και ποιοι όχι; Διατυπώστε τους μη έγκυρους συλλογισμούς με τέτοιον τρόπο, ώστε να γίνουν έγκυροι.
α) Οι επιστήμονες είναι μορφωμένοι.
Ο Γιάννης είναι μορφωμένος.
Ο Γιάννης είναι επιστήμονας.
β) Κανένας επιστήμονας δεν είναι κακοποιός.

Μερικοί κακοποιοί είναι μορφωμένοι. Μερικοί επιστήμονες δεν είναι μορφωμένοι.
γ) Κανένα τετράποδο δεν είναι πτηνό.
Η γάτα είναι τετράποδο.
Η γάτα δεν είναι πτηνό.
δ) Κανένας Ιταλός δεν είναι Γάλλος.
Μερικοί Λονδρέζοι είναι Γάλλοι.
Μερικοί Λονδρέζοι είναι Ιταλοί.

6. Να διατυπώσετε δύο συλλογισμούς οιοποίοι να ανήκουν σε διαφορετικά σχήματα.

pic220
Ο ΒΙΤΓΚΕΝΣΤΑΙΝ ΣΤΗ ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ του Eduardo Paolozzi.
 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΚΑΤΑΝΟΩΝΤΑΣ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ


- Με τη γλώσσα εκφράζουμε τις σκέψεις μας και επικοινωνούμε με τους άλλους ανθρώπους. Υπάρχει ουσιαστική σχέση ανάμεσα στον νου και τη γλώσσα.

- Οι λέξεις που χρησιμοποιούμε στον λόγο μας έχουν νόημα. Οι λέξεις αναφέρονται σε έννοιες και αυτές σε σύνολα πραγμάτων, γι' αυτό και παρουσιάζουν μια καθολικότητα. Από τον Πλάτωνα έως τις μέρες μας πολλές θεωρίες έχουν διατυπωθεί για το θέμα των καθολικών εννοιών. Σημαντικοί σύγχρονοι φιλόσοφοι δέχονται ότι οι λέξεις και οι προτάσεις μας αποκτούν νόημα μέσα από τη χρήση της γλώσσας και έτσι αποφεύγουν το πρόβλημα των καθολικών εννοιών.

- Η αλήθεια δεν υπάρχει στα πράγματα αλλά στις προτάσεις που οι άνθρωποι διατυπώνουν για τα πράγματα. Η αλήθεια δεν ταυτίζεται με τη βεβαιότητα. Οι δύο σημαντικότερες θεωρίες περί αλήθειας είναι η θεωρία της αντιστοιχίας και η θεωρία της συνοχής.

- Η λογική ασχολείται με τη μελέτη των έγκυρων επιχειρημάτων. "Πατέρας" της επιστήμης της λογικής είναι ο Αριστοτέλης. Στις αρχές του περασμένου αιώνα συντελέστηκε μια επανάσταση στον τομέα της λογικής και αναπτύχθηκε η σύγχρονη μαθηματική ή συμβολική λογική.

- Η κλασική αριστοτελική λογική ασχολείται κυρίως με το θέμα των έγκυρων συλλογισμών. Γι' αυτόν τον λόγο εξετάζει επιπλέον τα διάφορα είδη εννοιών και προτάσεων.