Υγεία – Διατροφή – Ενδυμασία | ||
Ξαναβρίσκοντας τις χαμένες γεύσεις Εκεί που αρχίζει η μόδα πεθαίνει το στιλ Ο Ντον Κορλεόνε δεν φορούσε μπλου τζιν
[...] Το σώμα μάς έφτιαξε. Τα χέρια έκαναν το νου μας να ξυπνήσει και τη σκέψη μας να οργανωθεί. Αν τώρα ο νους προστάζει και τα χέρια εκτελούν, στην αρχή δεν ήταν έτσι τα πράγματα· τα χέρια πρόσταζαν και ο νους εκτελούσε. Αυτά γύμνασαν, οδήγησαν, φώτισαν τη σκέψη μας. Αυτά μας δίδαξαν τις πρώτες μεθόδους: πώς να συγκρατούμε, να χωρίζομε και να ενώνομε, δηλαδή να παρατηρούμε, να κρίνομε και να συλλογιζόμαστε. Και τα πόδια μάς εκίνησαν, μας έβγαλαν από την κατάσταση του φυτού. Μας μετατόπισαν στο χώρο και μας απελευθέρωσαν από τις «ρίζες». Κ' έτσι μας έδωσαν την πρώτη αίσθηση της ελευθερίας. Και το κεφάλι; Αυτό μας εσήκωσε ψηλά. Το σήκωμα προς τα απάνω, η όρθωση, έκανε τον άνθρωπο άνθρωπο. Από την ώρα που ο μακρινός πρόγονος κατόρθωσε να σηκωθεί και να σταθεί στα δυο του πόδια με το κεφάλι ψηλά, είδε τον ουρανό και μέσα του ένιωσε την πρώτη του αγωνία. Αν τα χέρια μάς εδίδαξαν πώς να σκεπτόμαστε, αν τα πόδια μάς ελευθέρωσαν, το κεφάλι μάς έδωσε τη μεταφυσικήν ανησυχία και ανάταση. «Σέβου το σώμα σου, τίμα το σώμα σου» θα είναι η πρώτη παραίνεση. Αν το σώμα μας είμαστε εμείς, και όχι ένας άλλος που τον έχομε φορτωθεί όπως ο σαλίγκαρος το καυκί του, αν εδώ δεν υπάρχουν δύο: το όχημα και ο ηνίοχος, αλλά το ίδιο το όχημα είναι ο ηνίοχος και ο ίδιος ηνίοχος είναι το όχημα, τότε όποιος σέβεται και τιμά το σώμα του σέβεται και τιμά τον εαυτό του, και όποιος δεν σέβεται ούτε τιμά το σώμα του δεν σέβεται ούτε τιμά τον εαυτό του. Σ' αυτήν την αλήθεια απάνω μπορεί να οικοδομήσει κανείς όχι μόνο μιαν Υγιεινή αλλά και μιαν Ηθική. Διδάξετε τους νέους να σέβονται το σώμα τους και θα γίνουν ευπρεπείς· δεν θα επιτρέψουν στην οκνηρία και στην ακρασία1 να ασχημήνει το κορμί τους. Διδάξετέ τους να τιμούν το σώμα τους και θα γίνουν εγκρατείς· δεν θα παραδίνονται στις βάναυσες ηδονές ή στις χρείες των άλλων. Γιατί και στην πρώτη και στη δεύτερη περίπτωση το σώμα εξευτελίζεται, γίνεται όργανο ταπεινό και ντροπιάζεται. Το ότι πολύ συχνά δεν σεβόμαστε ούτε τιμούμε το σώμα μας φαίνεται καθαρά στο γεγονός ότι (από πανουργία και κακό γούστο, ή από κουφότητα και ματαιοδοξία) το μασκαρεύομε με τα φορέματα και το προστυχεύομε με τον στολισμό του. Υπάρχουν τρόποι ντυσίματος και καλλωπισμού που αναδείχνουν τις αρετές του σώματος, και άλλοι που τις διασύρουν. Οι πρώτοι εκφράζουν τη φυσικότητα και την ειλικρίνεια, τη ζωντάνια και την αισιοδοξία της σωματικής ακμής, οι δεύτεροι προβάλλουν τη ρώμη και την ομορφιά με το ψεύδος της νοθείας, σαν μιαν απατηλή προθήκη μαγαζιού φτήνειας. Το αποτέλεσμα είναι και εδώ ότι πρώτος γελιέται εκείνος που πάει να γελάσει τους άλλους... Στην αμφίεση και στη διακόσμηση εγκωμιάζομε συνήθως την «κομψότητα», και με αυτήν εννοούμε μια καλλιεργημένη καλαισθησία, μια λεπτότητα περίτεχνη, «μη – φυσική». Το περίτεχνο και μη – φυσικό δεν είναι βέβαια πάντοτε και αντι – φυσικό, ούτε παραποίηση, ψεύτισμα του φυσικού, γιατί μπορεί να είναι συμπλήρωση, επέκταση, ανάδειξή του. Επομένως διόλου δεν αποκλείεται να έχει κομψότητα μια ευπρεπής αμφίεση, ή ένας σεμνός στολισμός. Για την αποφυγή όμως παρεξηγήσεων θα συμβούλευα στον φρόνιμο όχι την κομψότητα αλλά τη χάρη. Η χάρη επιβάλλεται με τη φυσικότητα και την ειλικρίνεια, την άνεση που τη χαρακτηρίζει. Χαριτωμένος αξίζει να ονομάζεται εκείνος που παρουσιάζει στο ντύσιμο, στις κινήσεις, στους τρόπους του μια τελειότητα με μεγάλην άνεση. Ακριβώς επειδή η τελειότητα αυτή είναι τόσο άνετη, δίνει στους άλλους την εντύπωση της ευκολίας, έως ότου δοκιμάσουν και εκείνοι να τη μιμηθούν, οπότε καταλαβαίνουν πόσο δύσκολη είναι, γιατί όταν του λείπει το τάλαντο (και εδώ το χάρισμα είναι απαραίτητο), με την προσπάθεια που κάνει κανείς για να τη φτάσει, τη χάνει. Αν έχει έναν εχθρό η χάρη, αυτός είναι η προσπάθεια. [...] «Προστάτευε με στοργή, και με θυσίες, το σώμα σου (προλαβαίνοντας, όσο είναι δυνατόν, και στην ανάγκη επανορθώνοντας τη φθορά του)· αλλά γνώριζε ότι η υγεία δεν είναι πάντοτε αγαθό, γίνεται αγαθό· και η αρρώστια δεν είναι πάντοτε κακό, γίνεται κακό». Η υγεία γίνεται αγαθό μόνο για κείνον που μπορεί να τη χαρεί και να την αξιοποιήσει· και η αρρώστια γίνεται κακό μόνο για κείνον που κρύβεται πίσω της για ν' αποφύγει ευθύνες, ή βιάζεται να τη θεωρήσει οριστική καταστροφή και παραιτείται από τη σωτηρία. Ν' αγρυπνούμε για να διατηρεί το σώμα μας την ακμή και την ισορροπία του· όχι και να τρέμομε για την υγεία μας, τόσο που η περιφρούρησή της να γίνει η αποκλειστική έγνοια της ζωής μας· μια τόσο υπερβολική προσήλωση είναι ήδη αρρώστια, ή τουλάχιστον η αρχή της αρρώστιας. Ο υγιής δεν έχει λόγο να απασχολείται διαρκώς με την κατάσταση του σώματος του, ούτε βρίσκεται πάντοτε σε συναγερμό, για να προφτάσει τάχα το ατύχημα που πρόκειται να του συμβεί· μοιάζει με τον καπετάνιο που δεν έχει κολλήσει στο τιμόνι, αλλά τριγυρνά στο πλοίο ξένοιαστος, γιατί ξέρει ότι κάθε άντρας του πληρώματος, από το ναυτόπαιδο έως τον υποπλοίαρχο, βρίσκεται στη θέση του και κάνει τη δουλειά του· θα τον φωνάξουν όταν χρειαστεί, και τότε θα τρέξει να προλάβει το κακό. Δεν μας λείπει μόνο η αγωγή της υγείας, μας λείπει και η αγωγή της αρρώστιας. Με την πρώτη εισβολή του εχθρού μάς πιάνει πανικός, και έτσι οι ίδιοι ετοιμάζομε τον όλεθρο μας· ή αρχίζομε να βρίσκομε την ήττα μας συμφέρουσα, και την προεξοφλούμε για να μη χάσομε τίποτα από τα πιθανά κέρδη της. Του φρόνιμου ανθρώπου η στάση είναι και στην περίπτωση αυτή εντελώς διαφορετική. Όχι μόνο συμφιλιώνεται με την κακή κατάσταση της υγείας του (εάν παρ' όλες τις προσπάθειές του δεν διορθώνεται παρά επιμένει, ή και χειροτερεύει), όχι μόνο υποφέρει μ' εγκαρτέρηση και αξιοπρέπεια τα δεινά της αρρώστιας του, αλλά γίνεται ικανός και να επωφεληθεί από την αναπηρία του· ωφελείται ο ίδιος απ' αυτήν με τον αγώνα ν' αποκτήσει ένα αγαθό πολυτιμότερο από την υγεία, ωφελεί και τους άλλους με την πιο εντατική χρησιμοποίηση των δυνάμεων που ακόμα διαθέτει. Όπως η καλή υγεία μπορεί τους απερίσκεπτους να τους ζημιώσει γινόμενη εμπόδιο στην ανάπτυξη των προσόντων τους, επειδή τους ενθαρρύνει να σπαταλούν αλόγιστα τα φυσικά τους κεφάλαια, έτσι και η αρρώστια μπορεί, σε όσους ξέρουν να συντάξουν με γενναιοφροσύνη τη ζωή τους μεθοδεύοντας τις σωματικές τους αδυναμίες με υπομονή και προνοητικότητα, να γίνει όχι τροχοπέδη αλλά συνεργάτης. Εμπόδισε τον Van Gogh η σχιζοφρένεια, τον Ντοστογέφσκυ η επιληψία, τον Beethoven η βαρηκοΐα, τον Spinosa η φυματίωση – να προσφέρουν στην παιδεία μας τον πλούτο του πνεύματος τους; Δεν μεγαλούργησαν από την αρρώστια τους (όπως κακώς υποθέτουν εκείνοι που θεωρούν τη μεγαλοφυία αδελφή της αρρώστιας)· μεγαλούργησαν παρά την αρρώστια τους, συντροφεμένοι από την αρρώστια τους. Δεν είναι λοιπόν (πάντοτε και με οποιουσδήποτε όρους) αγαθό η υγεία, ούτε είναι (πάντοτε και με οποιουσδήποτε όρους) κακό η αρρώστια. Γίνεται και η μία και η άλλη το ένα ή το άλλο κατά τον τρόπο και από τον τρόπο που τις αντιμετωπίζει ο άνθρωπος στη ζωή του, κατά τον τρόπο και από τον τρόπο που τις τοποθετεί μέσα στο πρόγραμμα των επιδιώξεων, στον κώδικα των σκοπών του. Τόσο πιο σίγουρα ιππεύει το δίτροχό του και τόσο πιο γρήγορα τρέχει ο ποδηλάτης, όσο βλέπει πιο μακριά μπροστά του· μόλις προσηλώσει το βλέμμα του κοντά και κοιτάξει τα πόδια του, χάνει την ισορροπία και πέφτει. Όταν αναφτερώνει τον νου μας ένα πρόγραμμα μακράς πνοής, έχομε λ.χ. αφιερωθεί στη διακονία μιας υψηλής ιδέας και επιστρατέψει όλες τις δυνάμεις μας για τη νίκη της, η υγεία παίρνει νόημα και αξία, ως μέσον για το σκοπό που έχομε θέσει- και η αρρώστια, αν μας τύχει ένας τέτοιος κλήρος, περνάει στο δεύτερο επίπεδο. Δεν εξαλείφεται βέβαια· απλώς τη λησμονούμε. Και κάποτε προχωρούμε πιο πέρα: την ευλογούμε που περιόρισε τις άλλες μας δραστηριότητες και μας επέτρεψε να αφοσιωθούμε σε ό,τι καλύτερο μπορούμε να προσφέρομε με τις δυνάμεις που μας απομένουν. Αντίθετα, όταν δεν υπάρχει ο μακρινός στόχος, η υγεία δεν χρησιμεύει ουσιαστικά σε τίποτα, και η αρρώστια (όχι η βαρειά, αλλά και ένας ασήμαντος ακόμη πονόδοντος) εξελίσσεται κάποτε σε τραγωδία. – «Εδάμασε» λέμε σ' αυτές τις περιπτώσεις «τη σάρκα μας το πνεύμα»· τούτο όμως το σχήμα λόγου είναι απατηλό, με το δυϊσμό που παρεισάγει. Καλύτερα να λέμε: η αρρώστια δεν κατάφερε να σπάσει την ενότητα την ψυχής με το σώμα μας, αλλά ίσα-ίσα έκανε πιο συμπαγή, αρμονικότερο –δημιουργικότερο– ευτυχέστερο, τον εαυτό μας την ώρα ακριβώς που διέτρεξε τον μέγιστο κίνδυνο – να διαλυθεί.
Ξαναβρίσκοντας τις χαμένες γεύσεις
Μου τηλεφώνησε τις προάλλες ένας παλαιός και αγαπημένος φίλος για να συναντηθούμε. «Μην μαγειρέψεις τίποτε», μου είπε, «μ' έχουν στριμώξει και τρώγω συνέχεια ανοστιές». Κατάλαβα τι είχε γίνει. Ο άνθρωπος συνειδητοποίησε ότι μεγαλώνει (πέρασε τα πενήντα) και πήγε στο γιατρό του, προληπτικά. Στις εξετάσεις του όλοι οι δείκτες εμφανίστηκαν «τσιμπημένοι» και ο γιατρός τού συνέστησε αποχή από τα κόκκινα κρέατα, όχι λιπαρά, όχι γλυκά και, το χειρότερο, κρασάκια... τέλος! Πλάνταξε ο καημένος και άρχισε τα κλασικά σπασμωδικά. Βραστά κολοκυθάκια χωρίς λάδι –ε, όσο κι αν είναι ελαφριά κι ωραία, φέρνουν μια αμήχανη λιγούρα που μετά το πρώτο τριήμερο ή πενθήμερο κάνει το ποτήρι να ξεχειλίσει και τον κολοκυθόπληκτο να κάμει μακροβούτι στα κοψίδια. Τέτοιες στιγμές ακούγονται τσιτάτα του τύπου «βρε αδερφέ, να πάω ευχαριστημένος» και άλλα τέτοια λαϊκά. Έτσι χλωμό έφτασε στο σπίτι μου το φιλαράκι από τα παλιά, με μάτια αλαφιασμένα. Λυπήθηκε η καρδιά μου, γιατί τον ξέρω καλοφαγά και πότη με ειδικές επιδόσεις στους μερακλήδικους χορούς. Πιάσαμε την κουβέντα κι εκείνος αυτό που ήθελε να συζητήσει ήταν μόνο τα πιθανά εμφράγματα, είχε μαζί του και τα χαρτιά με τις εξετάσεις... μόνο που δεν έκλαιγε. Λόγο στο λόγο μου διηγήθηκε τα φοβερά οικογενειακά του αστεία με τη γιαγιά που έσφαζε την κότα κάθε Κυριακή – μπορεί και κάθε δεύτερη – και σκάσαμε στα γέλια για την ικανότητα της μακαρίτισσας να χωρίζει αυτή την κότα σε έντεκα –ναι, 11 – μερίδες, γιατί τόσα ήταν τα μέλη της οικογένειάς της. Θυμήθηκε και τον καβουρμά από το χοίρο που είχαν στο σπίτι και κρατούσε τόσο καιρό –βρε πως τα κατάφερναν– και τρέχαν τα σάλια του όταν θυμόταν το κομματάκι του καβουρμά που του έπεφτε στο πιάτο του με τη φασολάδα. Σαν βερίκοκο –μου λέει– ήταν, κι εγώ, που ξέρω παιδιόθεν τα νιτερέσα1 του, του υπενθύμισα ότι του έβαζαν και μεγαλούτσικο κομμάτι γιατί ήταν γιος και, όσο να 'ναι... στην αδελφή του όλο και χανότανε ο καβουρμάς, το ίδιο και στη μάνα του και στη θεία την ανύπαντρη. Εμείς στο σπίτι βάζουμε στην κατσαρόλα ενάμισι κιλό κρέας (είναι τρεις όλοι κι όλοι) και μας περισσεύει ένα τόσο δα κομματάκι. Ξέρετε τι γίνεται με τους κοινωνικούς ανθρώπους: το προηγούμενο βράδυ είχαν βγει, δεν πεινούσαν και πολύ, πήγαν σε εστιατόριο με κάτι φίλους, ε, τι να πεις, δεν τρώω φιλέτο με πιπέρια γιατί αύριο θα φάω πάλι κρέας; Έφαγαν, ήπιαν και το ωραίο κρασί, όχι ένα μπουκάλι γιατί... μέχρι να το ανοίξεις: ποιος παπάς και ποιος κουμπάρος... χιλιοπαιγμένο έργο. Έστρωσα κι εγώ να φάμε παρ' όλες τις διαμαρτυρίες του. Είχα φτιάξει φαγάκι κατάλληλο για την περίσταση. Ένα σωρό λαχανικά, ό,τι είχα στο ψυγείο, κι ένα μικρό κομμάτι κρέας. Τι κρέας όμως! Μοσχαράκι φιλεμένο, από σόι ελευθέρας βοσκής. Στην αρχή το σνομπάρισε, όταν άκουσε ότι δεν είχα βάλει ούτε λάδι· όταν το δοκίμασε άλλαξε γνώμη και τηλεφώνησε στη γυναίκα του να της πει ότι ανακάλυψε κι άλλο φαγητό, εκτός από τα νερόβραστα κολοκύθια, κατάλληλο για τη χοληστερίνη του. Εννοείται ότι του σερβίρισα ένα κομματάκι κρέας γύρω στα 70 γραμμάρια ωμό και του θύμισα το ένα ενδέκατο της κότας. Γέλασε. Τι πάθαμε βρε παιδιά; Μόλις μας πουν να μη φάμε κρέας παθαίνουμε πλήρη απορρύθμιση. Αλλάξαμε τον αρχαίο κώδικα της διατροφής μας και ο λογαριασμός μάς έρχεται μέσω μικροβιολόγου. Επί αιώνες ατέλειωτους, οι πρόγονοι έτρωγαν όσπρια και άφθονα χόρτα. Πού και πού λίγο κρέας και πολλά φρούτα, τα οποία αποτελούσαν και την τελική φάση κάθε γεύματος. Γλυκά μόνο στις γιορτές. Σύκα, πετιμέζια, σταφίδες, ξερά φρούτα και κανονικό ψωμί. Γαλακτοκομικά λίγα και πολλά βότανα, είτε για να αρωματίσουν τα φαγητά είτε ως αφεψήματα. Ψάρια και θαλασσινά που άλλοτε τα θεωρούσαμε λαχταριστά φαγητά, τώρα τα μαγειρεύουμε σπάνια. Τώρα ζούμε με τις συνήθειες των Λουδοβίκων, με πρώτα πιάτα και πριν απ' αυτά ορεκτικά και μετά απ' αυτά τρώμε και το κυρίως πιάτο συχνά μια μερίδα κρέας 200 γραμμαρίων. Αυτό που ενοχλεί είναι ότι αυτές τις γαστρονομικές συνήθειες που εξασφάλιζαν και την υγεία και την αρμονική γεύση, τις σκορπίσαμε για το τίποτα και τώρα, τρομαγμένοι, τις αναζητάμε εκ νέου. Ευτυχώς! [...] Πολύς κόσμος παρακολουθεί απελπισμένος τα τριγλυκερίδια και τη χοληστερίνη ν' ανεβαίνουν και –τι ειρωνεία– δεν ξέρει τι να φάει για να το αντιμετωπίσει. Με μια κουβέντα θα πω, να φάει ό,τι έτρωγε η γιαγιά του και όπως το έτρωγε. Δηλαδή, τα φαγητά που παλιότερα τα υπαγόρευε η ανέχεια η οικονομική και η περιορισμένη ελληνική παραγωγή. Τα έχω επανειλημμένα γράψει και σ' αυτήν τη στήλη· το να τρώμε καθημερινά τεράστιες μερίδες κρέατος δεν υπονομεύει μακροπρόθεσμα την υγεία μας μόνο. Οδηγεί στην παραγωγή κρέατος όλο και χαμηλότερης ποιότητας. Έτσι και η γεύση είναι ελλειμματική. Μου φαίνεται απίστευτο να μην ξέρει κανείς τι να φάει αντί για κρέας, σε μια χώρα που η μαγειρική της παράδοση αποκλείει ρητά την κατανάλωση ζωικών προϊόντων το μισό σχεδόν χρόνο. Έτσι που αλλάξαμε άκριτα τις συνήθειές μας θα τρελάνουμε και τις καημένες τις γιαγιάδες. «Αν ήξερα πως θα ερχόσουν θα έφτιαχνα ένα φαΐ της προκοπής» μου είπε μια ογδοντάχρονη σε χωριό των Γρεβενών. Ξέρετε βέβαια τι εννοούσε· να μαγειρέψει κρεατικό, ενώ την ίδια ώρα είχε μέσα στην κατσαρόλα της το δικό της γεύμα που ήταν λάπατα μαγειρευτά με κορόμηλα και τσάγαλα (τα χλωρά αμύγδαλα). Το είδα αυτό το φαγητό και τα έχασα· «δεν είναι τίποτα», μου είπε η κυρία, «το έκανε και η γιαγιά μου αλλά εμένα μου αρέσει και το συνεχίζω». Αυτό το αριστούργημα (το δοκίμασα και το «συνεχίζω» κι εγώ τώρα) το θεωρούσε τίποτε και νόμιζε πως το κοψίδι είναι πιο καθωσπρέπει. Αυτά λέγαμε με τον αγαπητό μου φίλο που τον μπλοκάρισαν τα τριγλυκερίδια κι αισθάνθηκε ασφαλής στην ιδέα ότι έχει μεγάλη δεξαμενή γεύσεων. Αυτό είναι! Η ποικιλία κάνει το φαγητό λαχταριστό και χορταίνει την καρδιά. Και η απαγόρευση του κρέατος ηχεί δραματική, επειδή έχουμε ξεσυνηθίσει όλα τα υπέροχα φαγητά χωρίς αυτό. Ας ξαναδώσουμε λοιπόν σε κάθε φαγητό τη θέση του στο τραπέζι μας και για την υγεία και για την ποικιλία που χρωματίζει ζωντανά την καθημερινότητα, για να διευρύνουμε το γαστρονομικό μας ορίζοντα, για να καλλιεργήσουμε τη γεύση μας και να την εμπλουτίσουμε. Ο Ιπποκράτης στο «Περί διαίτης» του λέει: «...Από τις ίδιες νότες δημιουργούνται διαφορετικές συνθέσεις, από τις ψηλές νότες αλλά κι από τις χαμηλές, που έχουν το ίδιο όνομα όχι όμως και τον ίδιο ήχο. Οι περισσότερο διαφορετικές νότες δημιουργούν την καλύτερη αρμονία· ενώ οι ελάχιστα διαφορετικές δημιουργούν ελάχιστη αρμονία. Αν κάποιος χρησιμοποιήσει όλο ίδιες νότες, δεν θα υπάρξει αισθητική απόλαυση... Η γλώσσα μιμείται τη μουσική, διαχωρίζοντας το γλυκό και το ξινό απ' όσα έρχονται σ' επαφή μαζί της, καθώς και όσα είναι σε ασυμφωνία και σε συμφωνία μαζί της... Όταν η γλώσσα είναι εναρμονισμένη σωστά, η συμφωνία προκαλεί τέρψη, όταν όμως η γλώσσα ξεφύγει από την αρμονία, δημιουργείται δυσαρέσκεια».
Φαγάκια των πασχόντων από «υπερβολή»
Για 6 μερίδες περίπου
Συνταγή 1
400 γραμμ. κόκκινο κρέας
Κόψτε το κρέας σε κύβους ή φετούλες. Πλύντε τα λαχανικά, ψιλοκόψτε το μαϊντανό και αφήστε τα άλλα μεγάλα κομμάτια. Κόψτε τις ντομάτες στα δύο και σφίξτε τες να φύγουν τα σπόρια. Αλατοπιπερώστε με σύνεση, βάλτε το φαγητό σε σκεπαστό ταψάκι και ψήστε το σε 180ο C γύρω στη μιάμιση ώρα.
Συνταγή 2
400 γραμμ. στήθος κοτόπουλου χωρίς
πέτσα
Κόψτε το κοτόπουλο σε κομματάκια. Μουλιάστε τα ρεβίθια σε χλιαρό νερό για 10 ώρες και βράστε τα για 15' χωριστά. Πλύντε και κόψτε σε χοντρά κομμάτια όλα τα λαχανικά. Αλατοπιπερώστε τα, βάλτε τα όλα σε σκεπαστό ταψί και σε προθερμασμένο φούρνο 180ο C και ψήστε για 2 ώρες περίπου. Αν τα ρεβίθια είναι σχετικά σκληρά όταν τα ανακατέψετε με τα λαχανικά, φροντίστε να ρίξετε ένα ποτήρι νερό στο ταψί για να υπάρχει υγρό να το απορροφήσουν και να μαλακώσουν.
Το φόρεμα (ανθρώπινη επινόηση και φροντίδα) ως προστασία και στολισμός αποτελειώνει και επισφραγίζει το «πρόσωπό» μας, το συμπληρώνει και το παρουσιάζει. Το πώς ντύνομε το σώμα μας (από την κεφαλή έως τα πόδια), με τι υλικά και με ποιο τρόπο, δεν είναι καθόλου ασήμαντο ή τυχαίο γεγονός για την υπόστασή μας, τη «δημόσια» και την «ιδιωτική». Αποτελεί μέρος του εαυτού μας, την προβολή του προς τα έξω, και εκφράζει την προσωπική μας υφή: το πώς θέλομε να μας βλέπουν –οι άλλοι και τα δικά μας μάτια. Γδύνετε έναν άνθρωπο (στο ιατρείο, στο στρατόπεδο, στη φυλακή) και χάνει αμέσως την αυτοπεποίθηση, τη δύναμη, το γόητρό του. Έχει την εντύπωση ότι του αφαιρέσατε και κρατάτε στα χέρια σας όχι απλώς το περίβλημα, αλλά ένα μεγάλο μέρος από την ουσία του. Ότι τον ακρωτηριάσατε. Φαντάζεστε ότι μπορεί να επιβληθεί, να έχει συνείδηση του εαυτού του «πλήρη», να ασκήσει την εξουσία ή την αποστολή του ένας αξιωματικός χωρίς στολή, ένας παπάς δίχως ράσο, ένας δικαστής ντυμένος όπως ο κατηγορούμενος; Ο Carlyle1, θαρρώ, προτείνει κάπου να κάνομε ένα μικρό «νοερό πείραμα», για να βεβαιωθούμε πόσο αξίζουν οι μεγάλοι τιτλούχοι της κοινωνίας, εκείνοι που η σύμβαση και ο εθισμός τούς έχει υψώσει σε θέσεις μεγαλοσύνης και ισχύος: υποθέσετε –λέει– ότι σε μια soirée de gala2 της Όπερας πέφτουν και εξαφανίζονται τα ρούχα όλων των θεατών· μπορείτε πια να ξεχωρίσετε το βασιλέα από τον ταξιθέτη, τη στρατηγίνα από τη σιδερώτρια της σκηνής; ...Μαζί με το φόρεμα πάει και ο κοινωνικός διαφορισμός· αποτέλεσμα: η πλήρης εξομοίωση, το αριθμητικό πλήθος. Στις αρχαίες κοινωνίες, στους λαούς τους πρωτόγονους όχι μόνο το επίσημο φόρεμα (του φύλαρχου, του ιερέα, του μάντη κτλ.), αλλά και το καθημερινό λογαριάζεται πολύ. Πιστεύεται ότι είναι μέρος του ανθρώπου που το φορεί, συνέχεια, απόληξή του· ότι μετέχει στην ουσία του, έχει εμποτισθεί απ' αυτήν, όπως οι τρίχες του σώματος ή τα νύχια. Και γι' αυτό, εάν κατορθώσει κανείς να προμηθευτεί έστω και ένα κομματάκι από το ρούχο του εχθρού ή του αγαπημένου του, μπορεί να τον κάνει (με τη δύναμη της μαγείας) υποχείριό του. Ο πρωτόγονος (και με τη νοοτροπία του σκέπτονται και ενεργούν πάρα πολλοί, ακόμη και μέσα στις πιο εξελιγμένες κοινωνίες) φοβάται και «φυλάει» τα ρούχα του. Όπως και την απεικόνιση, το είδωλό του. Περιέχουν, κατά κάποιο τρόπο, την υπόστασή του, και όταν τα παραδίνει, ή του τα αρπάζουν, πιστεύει ότι έχει εκχωρήσει ένα μέρος του εαυτού του στη διάκριση του άλλου και βρίσκεται πια κάτω από τον έλεγχό του. Όχι λοιπόν δεν κάνει, αλλά ίσα – ίσα το ράσο κάνει τον παπά. Όταν αλλάζετε το φόρεμά σας, αισθάνεστε διαφορετικός. Βάζετε τα γιορτινά σας και αμέσως διάθεση και συμπεριφορά γίνεται πανηγυρική· ντύνεστε στο χακί, και ένας άλλος τύπος ανθρώπου σχηματίζεται μέσα σας: ο στρατιώτης· τα μαύρα ρούχα δεν ταιριάζουν απλώς, συνθέτουν το πένθος σας· για να νιώσετε την εξοχή, το βουνό, τη θάλασσα, πρέπει να πετάξετε το συνηθισμένο και να βάλετε το εκδρομικό σας κοστούμι. Με την ίδια αμφίεση δεν μπορείτε να ζήσετε διαφορετικές καταστάσεις ζωής. Στην ανάγκη, μεταβάλλετε μια λεπτομέρεια (ανασηκώνετε το καπέλλο ή τα μανίκια σας, πετάτε το σακάκι ή ξεκουμπώνετε το πουκάμισό σας) και βρίσκετε την αντιστοιχία του εσωτερικού με το εξωτερικό σας. Πόσο η εξωτερική εμφάνιση (φόρεμα προπάντων αλλά και κόμμωση, στάση, περπάτημα) είναι συνάρτηση της εσωτερικής μας δομής, φαίνεται από το γεγονός ότι και μόνο από τον τρόπο που ντύνεται ένας άνθρωπος μπορεί να μαντέψει κανείς το επάγγελμα, την κοινωνική θέση, την παιδεία του, αλλά και πολλές πτυχές του χαρακτήρα του: το βάθος της ψυχής του, τις βλέψεις και τις επιδιώξεις του, τις διαστάσεις του αισθηματικού του κόσμου, το τι θέλει και μπορεί να πάρει και να δώσει στη ζωή, το πόσο εμπιστεύεται τον εαυτό του και τους άλλους ανθρώπους, αν λογαριάζει ή όχι τα μέτρα και τις συνήθειες του συλλογικού βίου. Άλλοτε (π.χ. στους μεσαιωνικούς χρόνους της Ευρώπης) υπήρχε μεγάλη ελευθερία στο ντύσιμο, και ο καθένας έδειχνε, μαζί με το γούστο, και τη φαντασία του στη μορφή και στα χρώματα των φορεμάτων του. (Κάτι που τώρα θεωρείται μόνο προνόμιο των γυναικών). Αλλά και σήμερα που το φόρεμα έχει σε μεγάλη κλίμακα διεθνοποιηθεί και τυποποιηθεί, υπάρχουν μεγάλα περιθώρια για την πρωτοβουλία μας. Και ένα οξύ βλέμμα μπορεί από την αμφίεση και μόνο να ξεχωρίσει τον φιλάρεσκο από τον αδιάφορο· τον ματαιόδοξο από τον ταπεινό· τον επιτηδευμένο και περίπλοκο από τον αφελή και απλό· εκείνον που ζητεί να πάρει από τους άλλους σημασία, απ' αυτόν που γνωρίζει ότι την έχει· τον ασταθή και αβέβαιο από τον ήσυχο και σίγουρο· τον άνθρωπο με θολό και βάναυσο από το άνθρωπο με λεπτό και καθαρό αισθηματικό κόσμο· τον επιτήδειο, αλλά και επικίνδυνο από τον αδέξιο και αγαθό τον ονειροπόλο από τον πρακτικό· τον άνθρωπο της άμεσης και γρήγορης εντύπωσης από εκείνον που ξέρει και προτιμά να περιμένει· αυτόν που δεν εννοεί να παραιτηθεί και επιμένει στις χαρές της ζωής, απ' αυτόν που αποφάσισε ή προσποιείται ότι θέλει να συνθηκολογήσει με τον κάματο, τις απογοητεύσεις ή την ευπρέπεια, και ούτω καθεξής. Ακόμα και όταν συμβεί μια βαθιά και απότομη μεταβολή στη δημόσια ή στην ιδιωτική ζωή ενός ανθρώπου, μια περιπλοκή απροσδόκητη, μια κρίση (όταν κλείσει π.χ. μια πόρτα και σκοτεινιάσει, ή ανοίξει ένα παράθυρο και φωτισθεί, ευωδιάσει ο αισθηματικός του κόσμος), η αλλαγή θα σημειωθεί και στην αμφίεσή του: το φόρεμα βαραίνει ή ελαφρώνει, εγκαταλείπεται ή γίνεται αντικείμενο ιδιαίτερης φροντίδας, προσαρμόζεται στη νέα κατάσταση ή ετοιμάζεται να την απεικονίσει. Τις πιο πολλές φορές οι μεταπτώσεις αυτές γίνονται χωρίς να τις επιδιώξουν εμπρόθετα ή και να τις προσέξουν οι φορείς τους. Η παρόρμηση έρχεται μόνη της, από «μέσα», και το αποτέλεσμα γίνεται αντιληπτό άμα οριστικοποιηθεί. Μια τελευταία παρατήρηση: την προσδιοριστική, την περιοριστική δύναμη του φορέματος την αισθανόμαστε όταν ανταλλάσσομε το αληθινό μ' ένα ψεύτικο –που μας κρύβει. Π.χ. στην αποκριάτικη αμφίεση. Τότε έχομε το αίσθημα ότι αποδεσμευτήκαμε, αποβάλαμε ένα μέρος του εαυτού μας, εκείνο που έχομε συνθέσει για να το θεωρούν οι άλλοι (και μεις οι ίδιοι) πρόσωπό μας, και μπορούμε πια να παίζομε ένα ρόλο –αυτόν που δεν έχομε καθόλου ή συχνά το θάρρος ή την ευκαιρία να υποδυθούμε στην καθημερινή ζωή. Εάν μας αποσπάσουν την ψεύτικη περιβολή ξαναγυρίζομε στην τάξη και στη νηφαλιότητα– η παρένθεση έχει κλείσει... [...] Το φόρεμα παρατηρεί ο J. Stoetzel, αποτελεί στοιχείο απαραίτητο τόσο της φυσικής όσο και της κοινωνικής «συνείδησης του εγώ» (αυτοσυνείδησης). Το σώμα καθαυτό είναι κάτι ατελείωτο, λειψό, ατελές χωρίς το φόρεμα που το ντύνει. «Η γυμνότητα γίνεται αισθητή ως απουσία, ως αληθινή στέρηση». «Οι ιδιότητες του φορέματος υποκατασταίνονται στις σωματικές ιδιότητες κ' έτσι μπαίνουν μέσα στη συνείδηση του εγώ. Το φαρδύ παλτό δίνει όχι μόνο στο θεατή, αλλά και στο ίδιο το υποκείμενο μιαν εντύπωση εύρους του προσώπου του». Εξάλλου, είναι ολοφάνερο το τι οφείλει στο φόρεμα η συνείδηση του κοινωνικού ρόλου. «Μας φτάνει να κοιτάξομε τον εαυτό μας, να τον αισθανθούμε μέσα στα φορέματά μας, για να ξέρομε τι είμαστε: αστοί μέσα στο πανωφόρι, εργάτες κάτω από το σκούφο, αγρότες απάνω στα χοντρά παπούτσια... Επειδή φορώ ορισμένη στολή, οι άλλοι με μεταχειρίζονται κατά τη θέση μου και έτσι αποκτώ κοινωνική συνείδηση του εαυτού μου με αυτή τη συμπεριφορά των άλλων απέναντι μου, συμπεριφορά που προκαλεί το ντύσιμο μου». Και από την άποψη λοιπόν του φορέματος προβάλλει για τον ψυχολόγο η αιώνια απορία: Στον άνθρωπο χωρίζεται το πρόσωπο από το προσωπείο; που τελειώνει το πρώτο και αρχίζει το δεύτερο;
Εξηγούμεθα: η στολή μάς μετατρέπει σε σύμβολα, μοιράζει απλόχερα ρόλους, εμπνέει, υποβάλλει, ομορφαίνει αλλά και τυποποιεί. Μια πλουμιστή1 στολή με τις επωμίδες2 της, τα πηλήκιά της, τα παντελόνια με τις πολύχρωμες ρίγες. Η άψογη «παραθέα» με τα πουκάμισα, τα παράσημα και τα διακριτικά στο πέτο έχει δυναμική ιδιάζουσα. Μεταμορφώνει τον ακαμάτη σε άνθρωπο των αποφάσεων, τον άβουλο σε αποφασιστικό, προσδίδει ύφος «ψαρωτικό» και ενίοτε γοητευτικό. Οι ένστολοι της πόλης –εσχάτως και οι ένστολες– γνωρίζουν από πρώτο χέρι τον μαγνητισμό που εκπέμπουν... Στη θέα ενός «σιδερωμένου», διαχρονικού εύελπι τα κεφάλια στρέφονται με ευλαβική περιέργεια. Στα παιδικά τα μάτια, η συνάντηση με έναν πυροσβέστη λειτουργεί με τη δυναμική επαγγελματικού προσανατολισμού: «Πυροσβέστης θέλω να γίνω μπαμπά!». Δεν είναι ανάγκη να ζει κανείς στο ρομαντικό Παρίσι του Μεσοπολέμου για να μπορέσει να αντιληφθεί τη μοιραία γοητεία της ατσαλάκωτης στρατιωτικής στολής στα αχόρταγα μάτια νεαρών δεσποινίδων... Στα συμπαρομαρτούντα3 της γοητείας ανήκει και ο μαγνητισμός, η αίσθηση της δύναμης. [...] Το να έλεγε κανείς ότι σεβαστό ποσοστό της γοητείας τους οι στολές το οφείλουν στα ποιοτικά υφάσματα θα ήταν λάθος. Σχέδια «πατρόν», λύσεις έτοιμες, ιδού το φαστ φουντ της ραπτικής. Τοιουτοτρόπως ντύνονται οι φαντάροι, οι αστυνόμοι, οι αεροπόροι... Ωστόσο η στολή είναι ευπροσάρμοστη και υποβλητική. Αλλά και το κατ' οίκον βεστιάριο λειτουργεί εν είδει στολής. Ανάλογα με το πόσο «φουσκωμένο» είναι το πουγκί, με την κοινωνική προέλευση, την περιοχή διαμονής... Οι γραβατωμένοι των βορείων προαστίων είναι «ένστολοι», για παράδειγμα, με κώδικα ιδιόμορφο. Δεν συγχρωτίζονται με «ρεϊβόνια» ή με «χουλιγκάνους», που και αυτοί βεβαίως διατηρούν την γκαρνταρόμπα της συνομοταξίας τους. Εδώ η στολή αποκτά συμβολισμό, τον ρόλο των γαλονιών αναλαμβάνει το στιλ, η μόδα των δρόμων και της νεανικής κουλτούρας. Το πράσινο μαλλί γίνεται σύμβολο, το ίδιο και η φαρδιά μακριά βερμούδα που φτάνει ως κάτω από τα γόνατα. Όλοι όμως, φαντάροι, πυροσβέστες, «σεκιουριτάδες», αστυνομικοί, αλλά και χιπ – χοπάδες, φίλαθλοι, νεογιάπηδες και εργάτες, με τα ήθη, την ενδυμασία, την κινησιολογία και τη συμπεριφορά τους, συνθέτουν αυτό που θα ονομάσουμε... «στολές της πόλης».
Ο hip-hopper δυτικών προαστίων
Παιδί του αμερικανικού MTV. Κλασικό δείγμα ανθρώπου που υπέκυψε στην αδελφοποίηση των δυτικών συνοικιών της Αθήνας με το νεοϋορκέζικο Μπρονξ. Οι νέγροι «mc» της αμερικανικής ηπείρου είναι τουλάχιστον κολλητάρια... Ο τύπος του «νέου επαναστάτη», και μάλιστα άνευ αιτίας. Βασική ασχολία του είναι η μουσική, τουλάχιστον για το βράδυ. Το πρωί δουλεύει σε συνεργείο αυτοκινήτων, κάνει μικρομεταφορές ως κούριερ, εργάζεται σαν πωλητής σε κατάστημα δίσκων, είναι φοιτητής σε κάποιο ΤΕΙ κτλ. Συνήθως χορεύει ωραία ή τέλος πάντων χορεύει πολύ. Η συνομοταξία έχει συγκεκριμένα στέκια, χαρακτηριστικό βαρύ και ασήκωτο «ύφος» και την ανάλογη ενδυματολογία. Τα μαλλιά του είναι πολύ κοντά κομμένα και σχεδόν πάντα βαμμένα σε ένα έντονο χρώμα, όπως το πράσινο, κόκκινο, το πορτοκαλί ή το μπλε. Οι πιο «συντηρητικοί» τα βάφουν άσπρα ή κίτρινα. Τα σκουλαρίκια στα πιο απίθανα σημεία, όπως είναι τα φρύδια, τα χείλη και η γλώσσα, είναι το σήμα κατατεθέν του. Και πάλι όμως οι πιο «σοφτ» προτιμούν τη μύτη ή τα αφτιά. Τα χαϊμαλιά στον λαιμό δεν λείπουν ποτέ. Είναι το στολίδι που... κάνει τη διαφορά. Το μπλουζάκι είναι ή εφαρμοστό ή πολύ φαρδύ και πολύ μακρύ... Των άκρων δηλαδή. Το καλοκαίρι τα πολύ φαρδιά παντελόνια, 4 μεγέθη τουλάχιστον πάνω από το κανονικό, δίνουν τη θέση τους στις πολύ φαρδιές βερμούδες, επίσης 4 μεγέθη τουλάχιστον πάνω από το κανονικό, οι οποίες φθάνουν απαραιτήτως ως τη μέση της γάμπας. Τα παπούτσια είναι πάντα αθλητικά και πάντα πολύ άνετα. Επίσης είναι πολύ, μα πολύ χοντροκομμένα.
Ο τύπος της Σοφοκλέους
Το γρήγορο χρήμα φέρνει τη γρήγορη μόδα. Μόνο που δεν υπάρχει χρόνος για να «καλλιεργηθεί» το στιλ, που θα ήθελε να έχει, ο τύπος της Σοφοκλέους. Τέλος πάντων, επειδή είναι μοντέρνος και ρίχνει μια ματιά στα αντρικά περιοδικά, ξέρει ποια ρούχα είναι «του συρμού»: εκείνα που προτιμούσαν οι γιάπηδες της Wall Street στην αρχή της δεκαετίας. Έτσι, λοιπόν, φροντίζει να τα αποκτήσει. Τα γυαλιά ηλίου έχουν αεροδυναμικό στυλ, που είναι και επιβλητικό εκτός από μοντέρνο. Παραπέμπουν σε «τηλεαγορά». Το κοστούμι φέρει απαραιτήτως υπογραφή γνωστού σχεδιαστή μόδας, κατά προτίμηση Ιταλού ή Αμερικανού. Η γραβάτα είναι πάντοτε καλής ποιότητας, γιατί του έχουνε πει ότι έτσι πρέπει να είναι, για να αναδείξει το υπόλοιπο ντύσιμο. Τα παπούτσια είναι πάντοτε πανάκριβα, γιατί έχει διαβάσει στα περιοδικά ότι οι γυναίκες το πρώτο πράγμα που κοιτούν σε έναν άντρα είναι τα παπούτσια. Το κινητό τηλέφωνο πρέπει απαραιτήτως να είναι το «μικρότερο» και το «καλύτερο» που κυκλοφορεί στην αγορά. Το αυτοκίνητο και βέβαια είναι κάμπριο! Γυναικοπαγίδα...
Ο ιδιωτικός φύλακας (σεκιουριτάς)
Το είδος ανθεί. Νωπές είναι ακόμη οι πρώτες αρνητικές εντυπώσεις που είχε προκαλέσει στους κατοίκους της πόλης η εμφάνιση των «ιδιωτικών». Με την πάροδο του χρόνου καθιερώθηκαν και σήμερα η φύλαξη κτιρίων ή η μεταφορά αγαθών από «σεκιουριτάδες» δεν προκαλεί την παραμικρή εντύπωση. Εξίσου αδιάφορες και οι δημοσιοϋπαλληλικού τύπου στολές, που δεν διακρίνονται ούτε για τη σχεδιαστική ούτε για τη χρωματική πρωτοτυπία τους. Μπουφάν στρατιωτικού τύπου, γενικά σαν στολή εξόδου, η γραβάτα (όχι δετή) να ξεχωρίζει. Συνήθως το πουκάμισο αφήνει εκτεθειμένη την κοιλιακή χώρα, ωστόσο αυτή η τεχνική ατέλεια καλύπτεται από το σακάκι. Το σήμα της ιδιωτικής εταιρείας ξεχωρίζει στο πέτο. Συχνά προστίθενται διάφορα φανταχτερά σήματα, υπακούοντας στην πρωτότυπη λογική «ό,τι λάμπει είναι χρυσός». Η χρωματική ποικιλία του παντελονιού κυμαίνεται στα χρώματα του αθηναϊκού ουρανού. Γκρι, μολυβί, ανθρακί. Περίεργοι κοσμικοί συσχετισμοί, καθώς και περιορισμένη φαντασία αναγκάζει τους ένστολους της πόλης να φορούν αυτό το μαύρο λουστρίνι.
Εκεί που αρχίζει η μόδα πεθαίνει το στιλ
Μόδα και στιλ. Δύο λέξεις τόσο κοντά η μία στην άλλη και όμως στην πραγματικότητα τόσο μακριά... Εκεί που αρχίζει το στιλ τελειώνει η μόδα. Η μόδα είναι άστατη, επιπόλαιη, και –το βασικότερο– παροδική. Το στιλ όμως είναι σταθερό, δουλεμένο, προσωπικό και αιώνιο. Μόδα είναι αυτό το καταραμένο τεχνικό πέπλο παραπληροφόρησης που φορούν όσοι δεν έχουν να προσφέρουν μια αυθεντική πληροφορία γούστου.
Υπάρχουν πολλές κατηγορίες μοντέρνων ανθρώπων (ανάλογα με την εποχή και τη δεκαετία): grunge, freestylers, trendy, glam, ravers, urban sick κτλ. Αλλά μόνο ένας χαρακτηρισμός υπάρχει που απονέμεται ως φόρος τιμής όταν πια δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία για τον πραγματικά στιλάτο άνθρωπο. Το στιλ. Το οποίο δεν κατασκευάζεται σε κοπτοραπτάδικα του Μιλάνου, των Παρισίων ή του Λονδίνου. Είναι πάντα μια ιδιοκατασκευή κομμένη και ραμμένη για τα μέτρα του καθενός και μόνο, που φοριέται κάτω από τα ρούχα της καθημερινότητας και πάνω από οποιαδήποτε εσωτερική διάθεση. Είναι αυτό που πιο παλιά ονομάζαμε «τύπο», αλλά και κάτι περισσότερο. Έχει να κάνει με την αρμονία των κινήσεων σε σχέση με το χώρο, με τους συνδυασμούς χρωμάτων και υφασμάτων ανάλογα με τα χρώματα του φόντου, με τις ιδέες σε απόλυτη συνάρτηση με την άηχη γλώσσα του βλέμματος.
Μόδα είναι θα περάσει...
Τον πόλεμο των εντυπώσεων κερδίζει πάντα αυτός που καταφέρνει να αποσπάσει τον μεγαλύτερο θαυμασμό. Αυτός που μένει στη μικρή μνήμη του σκληρού δίσκου του εγκεφάλου για την πιο έξυπνη ατάκα της βραδιάς. Αυτός που χαιρετά τους πάντες φιλικά αλλά αποστασιοποιημένα, που δεν ανεβάζει το γέλιο του πάνω από το επιτρεπτό όριο των ντεσιμπέλ, που δεν τρώει όλα τα σοκολατάκια, που έρχεται τελευταίος και φεύγει από τους πρώτους. Η λέξη «μοναδικός» δεν είχε ποτέ καλές σχέσεις με τις «μαζικής παραγωγής» κολεξιόν «υψηλής» (!) ραπτικής από υστερικούς σχεδιαστές με ανασφαλείς πελάτες. Η λέξη μόδα στο σύγχρονο ελληνικό λεξικό ορίζεται ως εξής: «Μόδα, η (λ. ιταλική), παροδική συνήθεια, κυρίως ως προς το ντύσιμο, νεωτερισμός, συρμός». Αν αυτό που κάποιος θέλει πραγματικά από τη ζωή του είναι να βάλει μέσα στην πολυτέλεια των καθημερινών στιγμών του το «συρμό», τότε το εισιτήριο προς την καταξίωση του βρίσκεται «σεταρισμένο» στις βιτρίνες ακριβών μπουτίκ φθηνών αξιών. Γιατί η μόδα αγοράζεται –σχετικά– φθηνά από τον καθένα (θα την βρεις στο μεσαίο ράφι των «σουπερμάρκετ προκάτ συμπεριφορών»). Το στιλ, πάλι, ερμηνεύεται ετυμολογικά ως (ακλ. λ. γαλλική από το ελληνικό στύλος), λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό ύφος, τεχνοτροπία – άποψη, τρόπος ζωής και εν γένει συμπεριφοράς. Από την ερμηνεία και μόνο των λέξεων είναι πολύ εύκολο να καταλάβει κανείς τη διαφορά και την απόσταση που χωρίζει τις δύο αυτές έννοιες. Η αλήθεια είναι ότι τα πάντα γύρω μας θεωρούνται πλέον προϊόντα. Γι' αυτό και αποκτά τόσο μεγάλη σημασία να κρατηθούμε σε διαχρονικές αξίες που δεν επηρεάζονται από τιμαριθμικές αναπροσαρμογές, ούτε βγαίνουν σε εξευτελιστικές εκπτώσεις κάθε φορά που αλλάζει η εποχή. Άλλο να «αφήνεις εποχή» με την παρουσία σου και άλλο να «ψωνίζεις ανάλογα με την εποχή». Όταν ο Όσκαρ Γουάιλντ στην αρχή του αιώνα έδενε ένα δάνδικο φουλάρι γύρω από το λαιμό του, σίγουρα δεν φανταζόταν ότι εκατό χρόνια μετά ο Ντέιβιντ Μπέκαμπ θα έδενε ένα σαρόνγκ1 γύρω από τη μέση του υποδηλώνοντας ουσιαστικά το ίδιο: την αριστοκρατία της επιλογής, την ελευθερία που προσφέρει το πηγαίο γούστο. Μια εκλεκτική πολυτέλεια που δεν υπάρχει σε όλους τους ανθρώπους, εξηγείται δύσκολα με λόγια αλλά έχει σίγουρα να κάνει με μια εσωτερική, αυθόρμητη, στιγμιαία επιλογή καινοτόμου αισθητικής. Η ανοχή στη διαφορετικότητα πάντα συγκρουόταν με το κατεστημένο. Όσο και αν η μόδα προσπαθεί να ωραιοποιήσει τα πράγματα, αυτό που τελικά κάνει είναι να μαζικοποιεί την αντίληψη γύρω από τα νέα πρότυπα συμπεριφοράς και να δημιουργεί μια ενιαία και φυσικά, κοινωνικά, αποδεκτή εικόνα. Το στιλ έρχεται να σπάσει τους κανόνες, να απομυθοποιήσει τα ρεπορτάζ μόδας που κρύβουν ένα ύφος νουθεσίας σε αόμματους αυτόπτες μάρτυρες της εποχής και να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. [...] Στιλ δεν είναι αυτό που αγοράζεις από μαγαζιά με κομψούς εντελώς άκομψα φερόμενους υπερόπτες υπαλλήλους, οι οποίοι σου επιβάλλονται για την εξυπηρέτησή τους και προσπαθούν να σε πείσουν ότι οι ίδιοι είναι κάτι πιο σημαντικό από αυτό που η στολή τους προσδιορίζει, χρησιμοποιώντας φράσεις σε πρώτο ενικό (π.χ. «μια στιγμή να δω στην αποθήκη αν αυτό το κομμάτι ΤΟ ΕΧΩ σε μικρότερο νούμερο»). Στιλ δεν είναι να προσπαθείς να έχεις στιλ. Αυτό είναι ένα παιχνίδι που έχει λήξει. Το πιο αξιοπρεπές που έχεις να κάνεις είναι να προσπαθήσεις να ανακαλύψεις τον τύπο σου, δηλαδή τα μοναδικά «δακτυλικά σου αποτυπώματα» πάνω στο καρμπόν της καθημερινότητας. Ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρντ δεν έκανε χιλιάδες πρόβες στον καθρέφτη ψάχνοντας την πιο φωτογενή γωνία για να μασάει το τσιγάρο του στραβά. Ο Μπράιαν Φέρι δεν πρόκειται ποτέ να ακυρώσει ένα ραντεβού του αν ο προσωπικός του στιλίστας αρρωστήσει. Αυτός ο τύπος δεν πρέπει καν να πετάει τα λεφτά του σε στιλίστες. Απλά, ανοίγει κάθε πρωί τα μάτια του και από κει και πέρα αφήνει τα γονίδια του να τον κατευθύνουν. Στιλ είναι να είσαι πολιτικός, πρωθυπουργός ή υψηλόβαθμο στέλεχος και να διαβάζεις πάντα τρεις φορές το περιεχόμενο του κειμένου σου προτού εκφωνήσεις έναν λόγο, όχι να ρωτάς τους τρεις γραμματείς σου αν η γραβάτα ταιριάζει με το κουστούμι που φοράς. Στιλ είναι οι πάντα καινούριες σόλες των παπουτσιών σου. Αλλά και πάλι, το στιλ δεν έχει σχέση με το αν οι κάλτσες σου έχουν τρύπες, φτάνει να μην τις φοράς –παρά τη φθορά τους– επειδή στο πάνω μέρος (αυτό που φαίνεται όταν κάθεσαι) έχει κεντημένο ένα σινιέ σήμα. Το στιλ στην απόλυτη τιμή του εκφράζεται όταν απαντάς με φλεγματικό2 τρόπο φορώντας το πιο αγγελικό σου πρόσωπο σε μια ζωώδη αντίδραση του οδηγού στο προπορευόμενο αυτοκίνητο. Και όταν διαλέγεις πάντα με αισθητικά κριτήρια τις λέξεις που αρθρώνουν τον λόγο σου. Να μη λαμβάνεις ποτέ σε μια νέα συνάντηση το προτεταμένο γυναικείο χέρι (αυτό που οι παλιοί δανδήδες θεωρούσαν ως έμπνευση για να φτιάξουν ένα γλυπτό ή να συνθέσουν ένα ποίημα) ως αφορμή για μια γερή χειραψία, αλλά να του αποδίδεις πάντα την τιμή που εκ φύσεως του αξίζει: το χειροφίλημα. Στιλ είναι και το να έχεις πρότυπα –ποτέ δεν ήταν υποτιμητικό να παίρνεις ιδέες από άλλους[...] Γιατί το στιλ είναι τρόπος ζωής. Τρόπος έκφρασης και τρόπος σκέψης. Δεν υπάρχει ούτε Armani, ούτε Boss, ούτε Valentino τρόπος για να τρως χωρίς να κόβεις την όρεξη των συνδαιτυμόνων σου. Δεν υπάρχει ούτε σινιέ ούτε haute couture τρόπος για να μείνεις αξέχαστος σε μια γυναίκα...
Ο Ντον Κορλεόνε1 δεν φορούσε μπλου τζιν
Ο όμιλος Λιβάις-Στράους ανακοίνωσε ότι αποφάσισε να κλείσει 15 εργοστάσια. Το βέβαιο είναι ότι οι πωλήσεις του θρυλικού παντελονιού μπλου τζιν Λιβάις 501 βρίσκονται σε συνεχή κάμψη, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική. Η επιτυχία του μπλου τζιν δεν ήρθε τυχαία. Το βασικό του προσόν είναι ότι μπορεί να μοιάζει άπλυτο και ασιδέρωτο, μπορεί να φαίνεται παλιωμένο, ακόμη και φθηνό. Αυτό σημαίνει ότι το μπλου τζιν ανατρέπει τα διαπιστευτήρια της αστικής ευταξίας που είναι η σιδερωμένη πιέτα και το κολλαρισμένο πουκάμισο, εμπαίζει τα όσια του καταναλωτισμού που είναι το καινούριο και απαστράπτον και λοιδορεί2 τα διάσημά του που είναι το ακριβό και το φανταχτερό. Ας θυμηθούμε ακόμη ότι το μπλου τζιν έχει πέντε τσέπες, εκ των οποίων η μια για τον αναπτήρα, είναι κολλητό στο σώμα και επιπλέον είναι και γιούνισεξ. Αυτά όλα υπαγόρευσαν ένα νέο ήθος ελευθερίας στην κινησιολογία, αφήνοντας την εντύπωση μιας αθώας και λαμπερής προκλητικότητας. Ωστόσο στα μπλου τζιν υπάρχει και κάτι επιπλέον, καθώς η πρώτη εμφάνισή τους μας κάνει να ανατρέξουμε στην Αμερική, στα τέλη του 19ου αιώνα. Δημιουργήθηκαν ως ρούχα προοριζόμενα για καουμπόηδες και φέρουν έναν μη αμελητέο συνειρμό γουέστερν. Και η γοητεία του γουέστερν δεν ανιχνεύεται στην αντιπαράθεση των καλών και των κακών. Αυτή τη βρίσκει κανείς και αλλού. Το γουέστερν υποβάλλει το μύθο ενός τοπίου αναπεπταμένου και χέρσου, χωρίς δεσμεύσεις από το παρελθόν, χωρίς προνομίες και ιδιοκτησίες. Ένα χώρο όπου όλα τίθενται εξ υπαρχής, όπου ακούγεται καλπασμός, επέλαση και αντιπαράθεση και όπου όλα παίζονται και όλα είναι πιθανά. [...] Στη δεκαετία του '70 το μπλου τζιν είχε αναδειχθεί σε ένδυμα με σαφή ιδεολογική σηματοδότηση. Ήταν κάτι σαν την πανοπλία μιας τεράστιας ταξιαρχίας ξένοιαστων καβαλάρηδων που με την επιμέλεια του ανέμελου και τον καλπασμό της βραδυπορίας στόχευαν σε κάποια νεφελώδη Εδέμ. Ίσως ποτέ άλλοτε δεν υπήρξε ένδυμα που να φορέθηκε από τόσους, άνδρες και γυναίκες, σε όλα τα μήκη κσι τα πλάτη του κόσμου. Εδώ και κάποιο καιρό όμως το κλασικό μπλου τζιν έχει πάψει να πουλάει. Οι αναλυτές της αγοράς λένε ότι φταίει το γεγονός ότι είναι άβολο. Στο μπλου τζιν κανείς αισθάνεται σφιγμένος και κρύος. Οι αγοραστές προτιμούν άλλα υλικά: το βελούδο, τη λύκρα, το ζέρσεϊ. Άλλοι αποδίδουν την πτώση στο τέλος της μόδας του γιούνισεξ και στην τάση των γυναικών να ντύνονται θηλυκότερα. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το γεγονός ότι στο ποσοστό της συνολικής πτώσης των πωλήσεων το μεγαλύτερο μερίδιο αντιστοιχεί στους νέους. Μόνο το 20% των αγοραστών μπλου τζιν έχει ηλικία κάτω των 25. Η εξήγηση του φαινομένου είναι προφανής: τα μπλου τζιν απώλεσαν την προκλητική τους σηματοδότηση. Στους μεγάλους, γιατί αυτή η σηματοδότηση φθάρηκε και αναλώθηκε. Στους μικρούς, γιατί τους θυμίζει τους πατεράδες και τους παππούδες τους και δεν μπορεί να λειτουργήσει ως ένδυμα που να τους διαφοροποιεί από τις προηγούμενες γενιές. Ποιο είναι το ενδυματολογικό μορφότυπο των νέων σήμερα; Επισκοπώντας κανείς τις σχετικές διαφημίσεις και απλά παρατηρώντας, θα μπορούσε να διακινδυνεύσει τη διαπίστωση: το κρατούν στιλ είναι ένα στιλ νεοκορλεόνε. Οι νέοι σήμερα φορούν κοστούμι με γραβάτα και κρατούν χαρτοφύλακα. Το στιλ δεν είναι «αγγλικό». Εκεί αποτάσσεται η ιταμή3 αυθάδεια του ολοκαίνουργιου και αναδεικνύεται μέσα από την ποιότητα της φθοράς η αξιοπιστία των υλικών. Με λίγα λόγια, εκεί η αισθητική εξυφαίνεται με στημόνι4 τον χρόνο. Εδώ το στιλ είναι «μαφιόζικο». Τα ρούχα αναπέμπουν ηχηρά αλληλούια στο αμέμπτως καινουργές. Και όλα υποδηλώνουν ότι έχουμε να κάνουμε με στολή για τον ίδιο στερεοτύπως ρόλο: «Στέλεχος». Οι νέοι Κορλεόνε δεν είναι όλοι, αλλά είναι αρκετοί. Περιφέρουν μια τελματώδη5 κινητικότητα και έχουν υιοθετήσει έναν κυνικό ρεαλισμό. Είναι το πασπάλισμα για να αποκρύβει το αληθές και ουσιαστικό: η ευπείθεια στην ιεραρχία. Πώς όμως η μετα-μπλου τζιν εποχή οδηγήθηκε εκεί; Μήπως το τείχος πέφτοντας τράβηξε κάποια καίρια κλωστή και ξηλώθηκαν δια μιας τα μπλου τζιν των ξένοιαστων καβαλάρηδων; Μήπως η νέα τάξη των πραγμάτων της μιας Μονοκρατορίας υποβάλλει κατά βάθος ένα κυρίαρχο και αναπόδραστο βιωματικό σχήμα όπου όλα είναι μοιραία, είναι μια ιεραρχία και έξω από αυτήν κανείς δεν μπορεί να υπάρξει; Μήπως πράγματι ο χρόνος είναι κυκλικός, ένα κουλουριασμένο φίδι, και να, καθώς τελειώνει ο αιώνας μάς φέρνει πάλι εκεί όπου άρχισε, στο κολάρο και στη γραβάτα; Ή μήπως, ενώ όλα φαίνονταν να προχωρούν –ο κοινοβουλευτισμός, η τεχνολογία, οι μάζες που μπήκαν στην ιστορία για πρώτη φορά– εμείς ορρωδήσαμε,6 αποκοιμηθήκαμε, ναρκωθήκαμε με τα εύκολα και μείναμε σαν τα παιδιά που τους παίρνουν τη σοκολάτα και τους αφήνουν το χρυσόχαρτο: για να μείνουμε μόνο με τις παρεκβάσεις των κατακτήσεων που νομίζαμε ότι εδραιώσαμε; Μήπως ο αιώνας ενέδιδε στις εύκολες προκλήσεις των ξένοιαστων καβαλάρηδων και παραμέλησε τις δύσκολες επαναστάσεις, μήπως δηλαδή το μπλου τζιν ήταν ένας κορσές, αντικομφορμιστικός7 αλλά κορσές, ή το κουκούλι ενός εντόμου από όπου ξεπήδησε ο πλουμιστός νεοκορλεανισμός; Πάντως στην ντουλάπα μας το μπλου τζιν θα έχει πάντα τη θέση του. Γιατί και αν δεν ήταν επαναστατική στολή, ήταν το κατ' εξοχήν ένδυμα του αιώνα. Διαπίστωση κομφορμιστική, αλλά, πώς να το κάνουμε, αληθινή.
|