1.2 Μ. Κωνσταντίνος: Εκχριστιανισμός και ισχυροποίηση της ρωμαϊκής Ανατολής Η δημιουργία του χριστιανικού ρωμαϊκού κράτους.
Το σύστημα της Τετραρχίας δεν έδωσε λύση στα προβλήματα της αυτοκρατορίας· αντίθετα, ενίσχυσε τους ανταγωνισμούς και πρόβαλε τις φιλοδοξίες των συναρχόντων. Για είκοσι χρόνια αφότου αποσύρθηκε από την εξουσία ο Διοκλητιανός (305 μ.Χ.) μέχρι και την πλήρη επικράτηση του Κωνσταντίνου, οι διάδοχοι και οι συνάρχοντές τους αλληλοεξοντώνονταν. Μέσα από τις συγκρούσεις αναδείχθηκε ο Κωνσταντίνος. Διαδέχτηκε στην εξουσία τον πατέρα του Κωνστάντιο Χλωρό ως Καίσαρας των δυτικών επαρχιών της αυτοκρατορίας. |
συμβουλευτικά και μόνο όταν το ήθελε ο αυτοκράτορας. Η σύγκλητος, εξάλλου, που μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, έμεινε ένα τιμητικό σώμα χωρίς εξουσία, που πλαισίωνε στις δεξιώσεις τον αυτοκράτορα. |
2. Το διάταγμα των Μεδιολάνων Αργυρό νόμισμα του Μ. Κωνσταντίνου. Εικονίζει τον αυτοκράτορα με κράνος πάνω στο οποίο έχει χαραγμένο το χριστόγραμμα. (Μόναχο, Κρατική Νομισματική Συλλογή) |
3. Η «μεταστροφή» του Μ. Κωνσταντίνου προς το Χριστιανισμό: Οι απόψεις δύο συγχρόνων ιστορικών |
Υιοθέτησε ως σύμβολο το χριστόγραμμα (£), το οποίο τοποθέτησε στις ασπίδες των στρατιωτών
του και στην αυτοκρατορική σημαία. Προστάτευσε το Χριστιανισμό από τις αιρέσεις καθιερώνοντας το θεσμό των Οικουμενικών συνόδων. Ο ίδιος και η μητέρα του συνέβαλαν στην οικοδόμηση εκκλησιών και τέλος, λίγο πριν πεθάνει, βαφτίστηκε χριστιανός. Η ίδρυση της Κωνσταντινούπολης.
Ο Μ. Κωνσταντίνος, για να επιτύχει τις πολιτικές του επιδιώξεις, την ισχυροποίηση της απόλυτης μοναρχίας και τον εκχριστιανισμό της αυτοκρατορίας, θέλησε να μεταφέρει το κέντρο των αποφάσεων στην Ανατολή. |
θέση, που εξασφάλιζε καλύτερη άμυνα και οικονομική ανάπτυξη στην αυτοκρατορία, βρισκόταν κοντά στις περιοχές της Ανατολής, οι οποίες στην πλειοψηφία τους κατοικούνταν από Έλληνες και χριστιανούς. |
β. Οι νομισματικοί τύποι και αι λοιπαί μνημειακοί κατασκευαί της κωνσταντινείου περιόδου εν συνδυασμό με τα νομοθετικά υπέρ της Εκκλησίας μέτρα και την κοινωνικήν πολιτικήν του αυτοκράτορος αντανακλούν την εσωτερικήν ανέλιξιν των θρησκευτικών πεποιθήσεων του Κωνσταντίνου και αποκαλύπτουν τη συνεχή, σταθεράν πορείαν του προς τον Χριστιανισμόν. Δεν είναι η ψυχρά σκοπιμότης του ορθώς προβλέποντος το μέλλον ικανού πολιτικού η καθορίζουσα την θρησκευτικήν πολιτικήν του αυτοκράτορος αλλ' η ορθή εκτίμησις των πραγματικών δεδομένων υπό του αναζητούντος εν μέσω της τεταμένης εποχής του θρησκευτικού συγκρητισμού την αποκαλυπτικήν παρουσίαν του Θεού. Εξ αρχής ο Κωνσταντίνος απεδέχθη την υψηλήν ηθικήν διδασκαλίαν του Χριστιανισμού, το δε νομοθετικόν του έργον και η κοινωνική πολιτική του αποκαλύπτουν την επίδρασίν της. Εν τούτοις, η απομάκρυνσις από του θρησκευτικού εθνικού παρελθόντος δεν ήτο πλήρης. Ο Κωνσταντίνος εξηκολούθησε να φέρη τον τίτλον του pontifex maximus, ήτοι του υπάτου αρχιερέως, ως είχον πράξει οι προκάτοχοι Ρωμαίοι αυτοκράτορες και θα συνεχίσουν και οι χριστιανοί διάδοχοι των μέχρι του έτους 379. |