Μοσκώβ - ΣελήμΟ ΜΟΣΚΩΒ-ΣΕΛΗΜ είναι το τελευταίο διήγημα του Βιζυηνού και πρωτοδημοσιεύτηκε το 1895 σε συνέχειες στην εφημερίδα Εστία. Το διήγημα χαρακτηρίζεται για την ψυχογραφική του δύναμη, την ανθρωπιά και τον πόνο για τον πάσχοντα άνθρωπο. Βασικό πρόσωπο είναι ένας κυνηγημένος και κατατρεγμένος Τούρκος, ο Σελήμ, που αφηγείται τις πίκρες και τις αδικίες που δοκίμασε στη ζωή του. Γι' αυτό και ο συγγραφέας δηλώνει από την αρχή ότι στο πρόσωπο του Τούρκου ήρωά του τίμησε «απλώς τον άνθρωπο», τον άνθρωπο ανεξάρτητα από φυλή και έθνος. Ο αφηγητής ταξιδεύει με το συνοδό του στη Θράκη και φτάνει σε μια περιοχή με πλούσια βλάστηση όπου υπάρχει μια πηγή, η Καϊνάρτζα. Εκεί συναντά για πρώτη φορά ένα μεσόκοπο, τον Μοσκώβ-Σελήμ, που έμενε σ' ένα ξύλινο σπιτάκι, σαν εκείνα που βρίσκει κανείς στις ρωσικές στέπες. Ο Σελήμ τούς πέρασε για Ρώσους και τους πλησίασε γεμάτος χαρά. 1 [Έχει μανία με τους Ρούσους]— Ποίος κατοικεί εδώ; ηρώτησα τον εντόπιον συνοδόν μου. — Ο Μοσκώβ-Σελήμ, απήντησεν αδιαφόρως εκείνος. — Θα είναι κανείς Ρώσος που έμεινεν εδώ μετά τον τελευταίον πόλεμον; — Το εναντίον. Είναι Τούρκος εντόπιος. Τον πήγαν στην Ρωσία αιχμάλωτο, και δεν μας έκαμε την χάρη να μη γυρίσει πίσω. Είναι εφτάψυχος άνθρωπος! — Πώς είναι εφτάψυχος; — Να· χτυπιέται τώρα κι εικοσιπέντε χρόνια μες στους πολέμους και κόρακας δεν τον ευρίσκει. — Και τι κάμνει εδώ τώρα; — Περιποιείται αυτόν τον μικρόν κήπον και πουλεί τα οπωρικά του· έχει και μίαν αγελάδα και όρνιθες. Έπειτα κάμνει και τον καφετζή· ψήνει τσάι. Είναι τρελός άνθρωπος. — Πώς είναι τρελός, είπον εγώ, αφού ζει τόσον γνωστικά! — Ναι, είπεν εκείνος. Δεν ακούς πως τον λέγουν Μοσκώβ-Σελήμ; Έχει μανία με τους Ρούσους. Οι Τούρκοι στην αρχή δοκίμασαν να τον εβγάλουν από τη μέση, τον επήραν για προδότη. Ύστερα όμως το κατάλαβαν πως τα 'χει κομμάτι χαμένα και τον άφηκαν. Αυτός δεν θέλει να τους ιδεί· φυλάγει να 'ρθουν οι Ρούσοι, λέγει, και τίποτε άλλο. Οι Τούρκοι πάλι έρχονται εδώ και τρώγουν και πίνουν και διασκεδάζουν μ' αυτόν και τον περιπαίζουν. Και πριν ή τελειώση την φράσιν του — Νάτος! ανεφώνησε. Να ο Μοσκώβ-Σελήμ, που σε λέγω. Σε είδε με το «καλπάκι»* και με τα ποδήματα — χωρίς άλλο σε πήρε δια Ρούσον. Δεν ηξεύρεις πώς φυλάγει να έλθουν οι Ρούσοι και πόσο τον πειράζουν δι' αυτό και τον περιπαίζουν. Υψηλός, ευθυτενής ανήρ εφάνη τω όντι χωρών προς ημάς στερεώ τω βήματι από του οικίσκου εκείνου. Εφαίνετο πολύ πλέον ή μεσήλιξ. Τα μακρά αυτού σκέλη, με όλην την στεγνότητα του εδάφους, ήσαν βυθισμένα μέχρι των μηρών εντός υψηλών στρατιωτικών υποδημάτων, εξ εκείνων τα οποία οι κοζάκοι κατά δεκάδας χιλιάδας επώλησαν εις τους εντοπίους, καθ' ας ημέρας απήρον* από της Θράκης. Ηγάπων άρα γε τον τόπον τόσον πολύ, ώστε αφού δεν επετρέπετο πλέον εις τους πόδας των να πατώσι τα ιερά εκείνα χώματα, κατέλιπον αντ' αυτών τα υποδήματά των; Ή ηγάπων τα χρήματα τόσον, ώστε προετίμησαν να επιστρέψωσιν εκ Τουρκίας μ' ελαφροτέρους πόδας και βαρύτερον βαλάντιον; Δεν ηξεύρω. Το βέβαιον είναι μόνον ότι τα υποδήματα του Μοσκώβ-Σελήμ δεν ηδύναντο πλέον να χρησιμεύσωσιν ως αντιπρόσωποι ρωσικών ποδών επί θρακικού εδάφους. Τόσον ήσαν τετριμμένοι οι πάτοι αυτών, ώστε τα πέλματα του Μοσκώβ-Σελήμ αντικατέστησαν ήδη προ πολλού το ρωσικόν δέρμα. Προς αντίθεσιν, έφερεν ο Τούρκος ερυθροτάτην περί την οσφύν ζώνην, ης αι αναρίθμητοι πτυχαί, ως αλλεπάλληλα σπάργανα, εκάλυπτον παραμορφούσαι το άνω αυτού σώμα από του υπογαστρίου μέχρις άνωθεν των μαστών. Τούτο καθίστα το παράστημα του Μοσκώβ-Σελήμ τόσω μάλλον κωμικόν, καθ' όσον το ιμάτιον, όπερ έφερεν αμέσως επί της ζώνης και του υποκαμίσου, ήτο προφανώς παλαιός στρατιωτικός επενδύτης φέρων ακόμη δύο τρία επιμελώς εστιλβωμένα ρωσικά κομβία, και σώζων τα ίχνη των αποτετριμμένων σειρητίων του περιλαιμίου και των χειρίδων. Εις επίμετρον έφερεν ο Μοσκώβ-Σελήμ επί της κεφαλής υψηλόν φέσιον Τούρκου στρατιωτικού, άνευ θυσάνου όμως, και περιδεδεμένον περί τους κροτάφους διά λεπτού πρασίνου μανδηλίου. Παραδοξοτέρα στολή δεν ηδύνατο να γίνη, ούτε δι' αυτούς τους μωράς νεωτεριστικάς αξιώσεις έχοντας εντοπίους. — Dobro-doide, Bratuska! ανεφώνησεν ο Τούρκος πλησιάζων μετά προφανούς ταραχής. Τουτέστι: καλώς ήλθες, αδελφέ! Καθ' ην δε στιγμήν εγώ τω απέδιδον τον χαιρετισμόν κατά τον τουρκικόν τρόπον, συγκλείσας εκείνος τα σκέλη, και αναλαβών αρειμάνιον παράστημα, αντεχαιρέτησεν ως Ρώσος στρατιώτης. — Τι κάμνεις; τω είπον εγώ. Καλά είσαι; καλά; — Κακά και ψυχρά, απήντησεν εκείνος. Δόξα τω Θεώ! Λαβών δε την χείρα μου εντός της οστεώδους παλάμης του έσεισεν αυτήν ισχυρώς και μετά περιπαθείας. Είτα κύψας προς το ους μου, ηρώτησε χαμηλοφώνως και μετά τρυφεράς, ως εννόησα, οικειότητος: — Μοσκώβ; Μοσκώβ; Ητένισα προς αυτόν μετ' απορίας. Εκείνος, όμως, κλείσας τον έτερον οφθαλμόν, ένευσεν εμφαντικώς, ως εάν ήθελε να είπη: Έννοια σου! και αν συ δε το ομολογείς ενώπιον αυτού του τρίτου, εγώ όμως το αισθάνομαι πως είσαι Ρώσος και πολύ ευχαριστούμαι διά τούτο. — Όχι Μοσκώβ! απήντησα εγώ τότε στεναχωρημένος! Όχι Μοσκώβ! Χριστιάν, Ρουμ.* Το υψηλόν του Μοσκώβ-Σελήμ ανάστημα, διαψευσθέντος ήδη σκληρώς εν τη προσδοκία, συνεκάθησεν ήδη καθ' όλους τους αρμούς του, ώστε ο άνθρωπος έγινεν απ' εκείνης της στιγμής κατά μίαν σπιθαμήν τουλάχιστον βραχύτερος.
Η μορφή του «παράξενου» Τούρκου έφερε αναστάτωση στην ψυχή του αφηγητή, γι' αυτό και την άλλη μέρα γύρισε ξανά στην Καϊνάρτζα. Ο Σελήμ τον υποδέχτηκε εγκάρδια. Ανάμεσά τους δημιουργήθηκε κλίμα εμπιστοσύνης. Ο Τούρκος αρχίζει να του αφηγείται τα βάσανα της ζωής του, τις παιδικές τραυματικές εμπειρίες, τις αδικίες και τις πίκρες, που είχε δοκιμάσει, και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες κατατάχτηκε στο στρατό, για να καλύψει τον ανυπόταχτο αδερφό του Χασάν. 2 [Να τον αγαπήσει ο πατέρας]— Εγεννήθην από Μπέηδες και είχα πλουσίαν οικογένειαν. Είχα ακόμη δυο αδελφούς ομομητρίους1. Επειδή δε ήμην ο τελευταίος και αδελφήν δεν είχομεν, η μητέρα μας η συγχωρεμένη, όχι μόνον δεν ήθελε να με εβγάλει από το «χαρέμι», αλλά και μ' εστόλιζεν ως να ήμουν κόρη. Ήθελε βλέπεις η καημένη να γελά τον εαυτό της και [να] παρηγορεί την λύπην της, διότι δεν είχε κι εκείνη μίαν θυγατέρα. Έγινα δώδεκα χρόνων παιδί και ακόμη είχα μακριά μαλλιά, κινιασμένα* νύχια, βαμμένα μάγουλα, κι εφορούσα κοριτσίστικα φορέματα. Η μητέρα μ' εκαμάρωνε —Θεός συγχωρέσοι την!— τόσω περισσότερον, όσω φανερότερον ήτο ότι μόνον εγώ την ομοίαζα καθ' όλα. Εγώ, ενόσω ήμην μικρός, υπέφερα να με ζωγραφίζουν και να με στολίζουν ωσάν κούκλα. Ενόσω όμως εμεγάλωνα, επερίσσευε και η αηδία μου διά τα χαϊδεύματα των γυναικών. Αυτό προξενούσε μεγάλην θλίψιν εις την καλήν μου την μητέρα, διότι το έβλεπεν η καημένη πως ήμουν ανυπόμονος, πως δεν έβλεπα την ώρα να πετάξω έξω από τα χέρια της. Τον πατέρα μας τον έβλεπα πολύ σπανίως· ήταν υπερήφανος, αυστηρός άνθρωπος και δεν ομιλούσε πολύ εις το χαρέμι. Εμένα ποτέ δεν μ' επήρεν εις την ποδιάν του να με χαϊδεύσει· θαρρείς πως μ' εσιχαίνονταν όταν μ' έβλεπε με μακριά μαλλιά και κοριτσίσια ρούχα. Ποτέ δεν μ' εχάρισε τίποτα, και πάντοτε με ονόμαζε με εμπαιχτικά παρανόματα. Ήταν όμως και παλικαράς άνθρωπος· αγαπούσε πολύ τα άλογα και τα όπλα και επερίπαιζε τα γυναικίστικα πράγματα. Εγώ μέσα μου τον ελάτρευα· κι επιθυμούσα να γίνω σαν εκείνον, οπλισμένος καβαλάρης, τόσω θερμότερα, όσω περισσότερον επέμεναν να με κρατούν εις το χαρέμι! — Το βλέπω πως δεν μ' αγαπάς εμένα, με είπεν η μητέρα μου μίαν ημέραν, ενώ εχάιδευε τα μαλλιά μου. Καημένο παιδί! Δεν το ξεύρεις πως ο πατέρας έχει τώρα και άλλην γυναίκα, πως εμάς δεν θέλει πια να μας γνωρίζει! Αν πας κι εσύ μαζί του, εγώ θ' αποθάνω! Το ξεύρεις; — Μα έχει και εύμορφο άτι* ο πατέρας, είπα εγώ τότε, ωσάν παιδί, έχει και χρυσά πιστόλια εις την μέση, γι' αυτό έχει και άλλην γυναίκα. — Καλά, είπεν η μητέρα μου, ύστερα αφού εσκέφθη πολλήν ώρα λυπημένη. Το μπαϊράμι* δεν είναι μακρυά, αρνί μου. Αν θέλεις να μ' αγαπάς όσον σ' αγαπώ εγώ, και πιστόλια θα σε αγοράσω τότε και ό,τι άλλο θελήσεις. Δος με μόνον την υπόσχεσή σου πως δεν θα γένεις και συ αδιάφορος σαν τ' άλλα σου τ' αδέρφια. — Καθώς είπα, θα ήμην έως δώδεκα χρόνων παιδί, και θαρρώ πως άλλο από το γάλα που μ' εβύζαξε, τίποτε δεν ημπόρεσε να με αφομοιώσει τόσον εις την μητέρα μου, όσον η υπόσχεσις ότι θα μ' εβγάλει τα κοριτσίστικα και [θα] με φορέσει πιστόλια. Αγάπην — αγάπην ησθανόμην δι' αυτήν άπειρον και μόνον δι' αυτήν την αγάπην της εστάθη δυνατόν να με έχουν τόσον καιρόν μεταμορφωμένον και φυλακισμένον. Από την στιγμήν όμως που με έδωκε να καταλάβω ότι ο πατέρας την καταφρονεί προς χάριν μιας άλλης, δεν ήξευρα με ποίον τρόπον να της φανερώσω την αγάπην μου όσον το δυνατόν περισσότερον. Ποτέ δεν έφευγα από κοντά της. Ποτέ δεν παρήκουσα τους λόγους της. — Όταν με αγαπάς εσύ, έλεγε πολλές φορές η μητέρα μου —Θεός σχωρέσοι την— δεν αισθάνομαι την περιφρόνησιν των άλλων. Ιδέ τ' αδέλφια σου, επήραν από τον πατέρα τους· δεν έχουν καρδιά μέσα στα στήθια. Μόνον εσύ ομοίασες εμένα. Ο Θεός να σε δώσει την ευλογία του! Το μπαϊράμι δεν άργησε να έλθει κι εγώ ευρέθηκα έξαφνα παλικαράκι με το τιπελίδικό* μου το φέσι, με πράσινα τζαμεντάνια* και ποτούρια*, με χρυσοκέντητα τοζλούκια* και, κατά την υπόσχεσιν της μητρός, με δυο μικρά πιστολάκια εις το μεταξωτό μου το ζωνάρι. Επήγα να πετάξου από την χαρά μου. Πρώτα πρώτα έτρεξα να αγκαλιασθώ τον πατέρα μου. Τώρα πλέον δεν θα με περιπαίζει. Τώρα θα τον αρέσω. Όσην χαρά είχα άλλην τόσην λύπην επήρα, όταν με είδε κι εξύνισε το αυστηρό του πρόσωπο, και είπε πως δεν ηξεύρω να περπατώ σαν αγόρι! Έλεγα άλλοτε με τον νουν μου: αν δεν με αγαπά ο πατέρας ίσα με τ' άλλα μου τ' αδέλφια, φταίουν τα κοριτσίστικά μου φορέματα. Επερίμενα λοιπόν να με πάρει με το καλό, τώρα που ενδύθηκα ωσάν εκείνον, που εκαβαλίκευα περήφανος το αλογάκι κι επήγαινα εις το σχολείο. Τίποτε. Πάντοτε εγώ ήμην ο ανίκανος, ο δειλός, ο σιχαμερός. Ό,τι κι αν έκαμνα, πάντοτε έφταια. Έλιωνε η καρδιά μου όταν έβλεπα πως ο πατέρας με κανένα τρόπον δεν ήθελε να με αγαπήσει. Και όχι μόνον αυτό. Εθύμωνε όταν έβλεπε πως ο μεγάλος αδελφός μου δεν άφηνε τον μεσιανό να με κακομεταχειρίζεται. Το εναντίον, η μητέρα μου που τα εμάθαινε όλα προσπαθούσε να με κρατήσει όσον το δυνατόν περισσότερον καιρόν κοντά της εις το χαρέμι, με την πρόφασιν ότι μ' εδίδασκε το μάθημά μου. Ήταν από μεγάλη οικογένεια και ήξευρε γράμματα. Κι εγώ το ήθελα να είμαι κάποτε μαζί της, διότι το έβλεπα πως ήτο δυστυχής, και ότι είχε πολλήν παρηγοριά όταν είμεθα μαζί, και ημπορούσε να με λέγει πόσες πίκρες την επότιζε η δεύτερη γυναίκα του ανδρός της. Η καρδιά μου έσταζεν αίμα όταν τα άκουα, μα ποτέ δεν απεφάσισα να μαλώσω με κανένα, να υπερασπισθώ την μητέρα μου διά την αδικία που υπέφερε. Διότι η μόνη μου επιθυμία ήτο να μ' αγαπήσει ο πατέρας μου. Λοιπόν έκαμνα ό,τι ήξευρα πως τον ευχαριστούσε, και προ πάντων προσπαθούσα να είμαι το ένα με τον μεγάλο μας αδελφό, εις τον οποίον είχεν ο γέρος πολλήν αδυναμίαν. Τον έμοιαζεν ως την τρίχα τον πατέρα μας, μα ήταν πολύ μαλακός, πολύ καλόκαρδος νέος. Πολλές φορές τον άκουσα να μ' επαινεί εις τον πατέρα, πολλές φορές προσπάθησε να με βάλει στην καρδιά του — εστάθηκεν αδύνατο. Έγινα δεκαοχτώ χρόνων παλικάρι, ένα γλυκό λόγο δεν άκουσα από τα χείλη του. Εκεί μια μέρα ήλθαν να κληρώσουν στρατιώτας κι εβγήκεν ο κλήρος του αδελφού μου του μεγάλου. — Χαίρω, πολύ χαίρω, είπεν ο πατέρας, όταν του εφέραμεν την είδηση. Ο Σερασκέρης* είναι κάπως συγγενής μας, και αφού «κισμέτι»* σου ήταν να γένεις στρατιώτης, θέλω να γένεις μεγάλος εις τα στρατιωτικά. Θα στείλω ένα γράμμα εις τον Σερασκέρη και θα κάμεις καθώς σε παραγγείλω. Ο αδελφός μου έχασε την θωριά του, και καθώς έστεκε με σταυρωμένα χέρια εμπρός του, έτρεμε σαν το φύλλο. Ο πατέρας, καθώς είπα, τον αγαπούσε περισσότερο από τους άλλους, μα ήταν αυστηρός, σκληρός άνθρωπος· εκείνο που ήθελε, έπρεπε να γίνει. — Δεν είναι τίποτε για να φοβηθεί κανείς, εξακολουθούσε να λέγει ο πατέρας, όσον είναι γραφτό του ν' αποθάνει με το μολύβι, εις της θάλασσας τον πάτο να κρυφθεί, πάλι με το μολύβι θ' αποθάνει. Ακούω έξω βροντά το τουμπελέκι* —οι νεοσύλλεκτοι μαζεύονται για να διασκεδάσουν— άιντε, πήγαινε να 'βρεις τους συντρόφους σου. Ο ίδρως έσταζε από το πρόσωπο του αδελφού μου, τα μάτια του ήταν βαθιά σκοτιδιασμένα. Ο πατέρας δεν εγύρισε να τον ιδεί. Αν δεν επρόφθανα να βάλω το χέρι μου αποκάτω στην μασχάλη του, να τον κρατήσω, θα έπεφτε λιποθυμισμένος εκεί πέρα. Ο πατέρας εγύρισε το πρόσωπό του από την άλλη μεριά, εσηκώθηκεν από το μεντέρι*, και χωρίς να προσθέσει τίποτε, χωρίς να καλονυχτίσει, επήγεν εις το χαρέμι. Άλλη φορά ποτέ δεν είχε πάγει τόσον ενωρίς εις το χαρέμι. Ήταν επάνω κάτω δειλινό· τα τουμπελέκια έρχονταν ολονέν κοντύτερα· φωνές ακούονταν: «Πολλά τα έτη του Σουλτάνου!» βιολιά και λαγούτα ακούσθησαν έξω από την θύρα μας — ήρχονταν να τον πάρουν. Ο αδελφός μου εχύθη εις τον λαιμόν μου, έκρυψε το πρόσωπο του εις τα στήθια μου, και με κάτι κλάματα που ερράγιζαν την καρδιά σου, με μια φωνή βαθιά βαθιά κι απελπισμένη: — Δεν πηγαίνω! είπεν. Θα με σκοτώσουν εις τον πόλεμο. Δεν βαστώ να πάγω! — Μην απελπίζεσαι, του είπα, αφέντη μου· είναι καιρός ακόμη έως ότου να πας· ο πατέρας μπορεί ακόμη να σ' εξαγοράσει και αν δεν το κάμει, εγώ πηγαίνω εις τον τόπο σου. Μη φοβάσαι! [...] * * * Έτσι εμβήκα εγώ που με βλέπεις εις τα στρατιωτικά. Αλήθεια πως τα ευρήκα ευθύς εξαρχής όχι καθώς τα εφανταζόμουν αλλά κανείς δεν ημπορεί να με ειπεί πως παραμέλησα ποτέ το χρέος μου. Ως και ο χιλίαρχος όστις μας εστρατολόγησε, άνθρωπος σε λέγω, που να έπιανες την μύτη του, θα έσταζε φαρμάκι, ως κι εκείνος ύστερ' από δύο τρεις ημέρας δρόμον ήρχισε να με καλοκοιτάζει: Δεν θέλω να σε ειπώ ένα προς ένα όσα ήλθαν στο κεφάλι μου τόσον καιρό οπού διήρκεσεν ο πόλεμος της Κριμαίας.2 Τους κόπους και τες στερήσεις και τες κακουχίες τες έχω κάμει «χαλάλι» εις τον αφέντη μου τον Σουλτάνο, χαλάλι και το αίμα όσον μου εχύθηκεν εμπρός εις την Σιλίστριαν* χαλάλι του το έκαμα, καθώς κάμν' η μάνα στο τέκνο της χαλάλι το γάλα που το βύζαξε. Ένα πράγμα μόνο μου εκάθησε σαν πέτρα στην καρδιά —ήταν το πρώτο πρώτο που μ' επίκρανε— αυτό δεν ημπορώ να το ξεχάσω. Αφού δηλαδή εδιώξαμε τους Ρούσους από την Σιλίστριαν, ευρέθηκε πως είχα μια κακιά πληγή, η οποία δεν ημπορούσε να γιατρευτεί μονάχη καθώς μου εγιατρεύθηκαν οι άλλες. Μ' εσήκωσαν λοιπόν δυο νομάτοι και μ' επήγαν μέσα εις το φρούριο, εις το νοσοκομείο. Πρέπει να έχασα πάρα πολύ αίμα, διότι ελιγοθύμησα, και πολλές ημέρες δεν ήμουν εις τον εαυτό μου. Όταν άρχισα κομμάτι να αισθάνομαι και να καταλαβαίνω τι ομιλούν τριγύρω μου, ακούω ν' αναφέρεται συχνά πυκνά το όνομά μου εις τα στόματα δυο τριών που κάθονταν εκεί κοντά μου. Προσέχω με τον νου καλύτερα — ήταν μια ιστορία: το πώς εγώ επήρα την πληγή διά να γλιτώσω την σημαία μας από τα χέρια του εχθρού, ύστερ' αφού έπεσεν ο σημαιοφόρος και ο χλωμός χιλίαρχος μας άφησε περικυκλωμένους από τον εχθρό κι έφυγε. Θαρρώ πως εγιατρεύθηκ' απ' εκείνη την στιγμή μόνο με την ιστορία οπού άκουσα παρά με τες αλοιφές και με τους επιδέσμους. Καλύτερα ν' απέθνησκα τότε μ' εκείνην εκεί την ευχαρίστηση! Ένας ιατρός —θαρρώ πως ήταν Φράγκος— μ' έδωκε να εννοήσω πως έγραψαν εις τον αφέντη μας τον Σουλτάνο και θα με βάλει ένα παράσημο επάνω στην πληγή μου, άμα γίνω καλά και σηκωθώ, διότι είμαι καλό παλικάρι. Μα όλ' αυτά θαρρείς που ήτανε γελάσματα διά να γιατρευθώ μιαν ώρα γρηγορότερα. Όταν εθεραπεύθη η πληγή μου κι εβγήκα από το νοσοκομείο, βλέπω τον κίτρινο χιλίαρχο τον λιποτάκτη — πού να τον γνωρίσω! Τον επροβίβασεν ο Σερασκέρης τρεις βαθμούς και τον εκρέμασαν ένα τρανό παράσημο, διότι έσωσε την σημαία μες από τα χέρια των εχθρών! Μόλις μ' ανεγνώρισε, με γνεύει να τον πλησιάσω. — Σήμερα, είπε, πηγαίνει έν' απόσπασμα εις το Βαλκάνι να κτίσει οχυρώματα· θα πας και συ μαζί να σκάφτεις και να κουβαλάς χώμα! Άιντε να μη σε ιδούν τα μάτια μου άλλη φορά εδώ πέρα. Αυτή ήταν η ανταμοιβή και το παράσημό μου! Ο Φράγκος ο γιατρός με το φανέρωσε. Οι τρεις βαθμοί προβιβασμός και το παράσημο εστάλθηκαν από τον Σουλτάνο τον αφέντη μας διά τον όστις έσωσε την σημαίαν του από τα χέρια του εχθρού. Μα ο φαρμακιέρης εκείνος ο χιλίαρχος ήταν συγγενής με μιαν ευνοουμένη του Σερασκέρη, και όχι μόνον ως λιποτάκτης δεν ετιμωρήθη, αλλά και επαρασημοφορήθη και επροβιβάσθη με το αίμα, που έχυσα εγώ, την ώρα που εκείνος έφευγε! Ενόσω ήμουν άρρωστος ελογάριαζα να γράψω στον πατέρα μου πως κάτι τι κατόρθωσα κι εγώ στον πόλεμο, και ήμουν βέβαιος πως θα εφρόντιζε διά την προαγωγή μου, τώρα καν. Ήταν άνθρωπος που αγαπούσε την ανδρεία και το θάρρος· ο Σερασκέρης ήτο συγγενής μας πάντοτε, και ό,τι υπεσχέθη ο πατέρας εις τον μεγαλύτερό μου αδελφό, όταν εκληρώθη, ημπορούσε τώρα να το κάμει δι' εμέ. Μα όταν έμαθα τι θα ειπεί να έχεις συγγενή τον Σερασκέρη, είπα μέσα μου ας λείψει! Καλύτερα να κάμνω πρώτος το καθήκον μου εις την γραμμή, διότι ηξεύρω πως κανείς δεν θα με προστατεύσει άλλος από το Θεό και το «κισμέτι» μου, παρά να έχω τέτοια προστασία. Ποιος ηξεύρει; ημπορεί μέσα εις τον κίνδυνο της μάχης να μου το φέρει ο διάβολος στον νου, πως έχω συγγενή τον Σερασκέρη, και να προδώσω το καθήκον μου, να γίνω λιποτάκτης! Και ύστερ' απ' αυτό, ημπορεί ο Σερασκέρης να διατάξει το παράσημο και τα γαλόνια δι' εμένα τον συγγενή του, ενώ το παλικάρι οπού έσωσε του κράτους την τιμή και τη σημαία της θρησκείας, όχι μόνον χωρίς ανταμοιβή θα μείνει δια τούτο, αλλά και καταφρόνηση θα υποφέρει, καλή ώρα σαν εμένα, που πήραν το σπαθί και το ντουφέκι από το χέρι μου και μ' έδωκαν ένα κοφίνι κι ένα φκιάρι! Όχι! ξεύρω πόσο φαρμακερή πικράδα είναι σ' αυτή την αδικία μέσα. Δεν θέλω να την πιει κανένας άλλος! Αν είναι για να πάγω εμπρός, θέλω να πάγω διά την αξία μου, και όχι από εύνοια και προστασία. Τέτοιοι συλλογισμοί μ' εμπόδισαν να γράψω τότε στον πατέρα μου. Κάλλιο να είχα γράψει! Ποιος ήξευρε; Θα έπαιρναν τουλάχιστον μίαν είδηση πως είμαι ζωντανός. Διότι από αυτή την εποχή και ύστερα, τόσον ανάποδα μου ήλθαν όλα, ώστε δεν εστάθη δυνατόν να στείλω ένα γράμμα στην πατρίδα μου. Εφτά σωστά χρονάκια υπηρέτησα τον βασιλέα τότε, εφτά παράδες στο κεμέρι* μου δεν είχα, όταν μ' έδωσαν την άδεια να επιστρέψω εις το σπίτι μου. Και δεν το λέγω αυτό από παράπονο. Εμείς και οι ιδικοί μας, η ζωή και η περιουσία μας, είναι κτήμα του αφέντη μας του Σουλτάνου και είναι χαΐρι και ευτυχία όταν εξοδεύονται εις την υπηρεσίαν του. Μα ο Σουλτάνος από έλεος και ευσπλαχνία προς τον λαόν του, διέταξε διά τον κάθε στρατιώτη, καθώς τον παίρνει διά το ντοβλέτι από την πόρτα του σπιτιού του, έτσι να τον γυρίζει πάλιν οπίσω και τον αφήνει εις την πόρτα του σπιτιού του. Εμένα που μ' αφήκανε γυμνό σχεδόν και ανυπόδητο, δώδεκα ημερών δρόμο μακράν από τον τόπο μου, τι ήθελες να κάμω; Δεν θέλω να σε ειπώ το τι υπέφερα έως να φθάσω εις το σπίτι μας. Τρεις τέσσερις φορές μόνον μ' εφυλάκισαν αυτά τα κνώδαλα οι υπάλληλοι της βασιλείας, γιατί δεν ήξευραν να διαβάσουν το χαρτί οπού κρατούσα εις το χέρι μου και μ' έπαιρναν διά κλέφτη· τρεις τέσσερες φορές εδοκίμασαν να με σκοτώσουν ως κατάσκοπον. Επί τέλους εγώ, ο οποίος επήγα τόσον υπερήφανος, τόσον αφοσιωμένος και με τόσες χρυσές ελπίδες εις την στρατιωτική υπηρεσία, εγύριζα ταπεινωμένος, περιφρονημένος εις τον τόπο μου, όχι με το παράσημο που αξιώθηκα μέσα εις την φωτιά της μάχης, αλλά με τες πληγές εις το στήθος και με τον τρουβά του ζητιάνου εις την αμασχάλη! Αυτά βέβαια δεν θα ήθελε ποτέ ο αφέντης μου ο Σουλτάνος και δεν ήμουν εγώ υπόχρεος να τα υποφέρω. Και όμως... άμποτε να ήταν μόνον αυτή η δυστυχία! Όταν εμβήκα εις την αυλή μας, κανένας δεν μ' εγνώρισε· μα πίστευσέ με, μήτ' εγώ εγνώρισα κανένα, ως και αυτά τα κτίρια έγιναν αγνώριστα. Εις τα δικά μου χρόνια, όπου και αν εγύριζες το βλέμμα σου, θα σ' έλεγαν τα πράγματα που βλέπεις, πως εδώ μέσα προστάζει ένας αυστηρός αφέντης, ένας όστις αγαπά την τάξη και την ευμορφιά και την ησυχία. Κάθε άλλο πράγμα τώρα. Η βρύση μέσα στην αυλή εστείρευσε· της θύρας τα κρικέλια εκοκκίνησαν από την σκουριά, και στου σπιτιού το έμβασμα κανένας δεν έστεκε όπως άλλοτε με σταυρωμένα χέρια, έτοιμος ν' ανοίξει εις τον αφέντη του την θύρα. Τους δούλους, τους ήκουα μόνον πως εφώναζαν αδιάντροπα και υβρίζοντο και εγελούσαν ωσάν δαιμονισμένοι· μα πού κανένας να φανεί να ιδεί, να υπάγει να ειδοποιήσει! Θορυβημένος, με βαριά καρδιά, με θολωμένα μάτια, ανέβηκα την σκάλα του σπιτιού κι ευρέθηκα μέσα στην σάλα, που εσυνήθιζε να κάθεται ο πατέρας άλλοτε αυτήν την ώρα. Κανείς δεν ήτο μέσα. Μ' όλα ταύτα ένα μεγάλο βάρος εσηκώθηκεν από τα στήθη μου και ανέπνευσα. Τα όπλα του εκρέμοντο εις τον τοίχον· το κομβολόγι, το τσιμπούκι του, τα πράγματα όσα είχεν άλλοτε τριγύρω του, ήσαν αυτού: Δεν έπαθ' ο πατέρας τίποτε! Και από την χαράν μου δεν επαραξενεύθηκα πως όλ' αυτά τα πράγματα ήσαν καμπόσο σκονισμένα, και δεν επρόσεξα τον γέρο υπηρέτη μου, που έτριβε τα μάτια του εμπρός μου διά να βεβαιωθεί αν είμαι εγώ τω όντι ή μήπως ονειρεύεται.
Στις σωματικές και ψυχικές ταλαιπωρίες του Σελήμ προστέθηκαν τώρα και οι οικογενειακές συμφορές: οι αρχές συνέλαβαν και σκότωσαν τον ανυπότακτο αδερφό, η μάνα του πέθανε και ο πατέρας του, την αγάπη του οποίου τόσο επιζητούσε, δεν τον δεχόταν πια για παιδί του. Στο μεταξύ κι ο ίδιος κατηγορήθηκε για τη φυγάδευση του αδελφού του και φυλακίστηκε ένα χρόνο. Μετά την απόλυσή του πολέμησε και πάλι εναντίον των Ρώσων, επέστρεψε, παντρεύτηκε και απέκτησε τρία παιδιά. Σε νέα στράτευσή του αιχμαλωτίστηκε από τους Ρώσους. Τους φόβους του για κακή μεταχείριση τους διαδέχτηκε η έκπληξη· η ανθρωπιά των εχθρών του σ' αντίθεση με την ταπείνωση, που είχε δεχτεί από τους συμπατριώτες του, τον ενθουσίασε. Αυτό είχε ως συνέπεια την ανάπτυξη των ρωσόφιλων αισθημάτων του (Μοσκώβ). Στο μεταξύ έχασε τη γυναίκα του και τα τρία παιδιά του και έρημος πια εγκαταστάθηκε στην Καϊνάρτζα, περιμένοντας με λαχτάρα τους Ρώσους. 3 [Και ο Τούρκος έμεινε Τούρκος]Την επαύριον, ολίγον αργά, μετέβημεν αμφότεροι προς επίσκεψίν του. Εύρομεν αυτόν κείμενον εντός του σκοτεινού οικίσκου του επι τετριμμένης ψιάθου.* Το συμπαθητικόν εκείνο πρόσωπόν του κατέστη σχεδόν αγνώριστον. Αι ωχραί αυτού σάρκες εφαίνοντο τώρα έτι μάλλον εξωδηκυίαι* και χαλαραί. Αγρία τις σκυθρωπότης εδέσποζεν αυτού γιγνομένη έτι μάλλον επαισθητή ένεκα της προς τα δεξιά διαδρομής του στόματος και του ετέρου των μεγάλων αυτού οφθαλμών. Η χειρ και το σκέλος αυτού το δεξιόν κατέστησαν δυσκίνητα, ως είπεν ο ιατρός· μετά την σημερινήν όμως εξέτασιν επείθετο ότι το κακόν θα παρέλθη ταύτην την φοράν τόσω βελτιωμένην εύρισκε την κατάστασιν του νοσούντος. Ο δύστηνος Σελήμ, ότε με είδεν ενώπιόν του, εδοκίμασε να μειδιάση το αλησμόνητον εκείνο μελαγχολικόν μειδίαμά του· το σώμα μου ανετριχίασε. Τόσω αποτροπαίως αγρία απέβη η όψις του, ως εκ της νοσηράς αλλοιώσεως των χαρακτηριστικών του! Δάκρυα ανέβησαν εις τους οφθαλμούς μου, και ότε ο Σελήμ τα παρετήρησεν, ήρχισε να κλαίη ως παιδίον, κρύψας το πρόσωπον εντός της χειρός του. Εκάθησα παρ' αυτώ, έλαβον την χείρα του εντός της ιδικής μου και: — Τι έχεις, τω είπον, αγαθέ μου φίλε; Περαστικά να τα κάμει ο Θεός! Ο Σελήμ μέχρι της στιγμής εκείνης δεν επρόφερε λέξιν ερραγίσθη δε τώρα η καρδία μου, ότε ήκουσα την ισχνήν άλλως τε και κλαυθμηράν φωνήν του, ακουομένην ούτω, ως να εξήρχετο εκ τάφου τινός κειμένου υπό την ψίαθόν του. — Δόξα τω Θεώ! είπεν ο δυστυχής στένων· με βλέπεις τι έχω! — Δεν είναι τίποτε, τω είπον. Ο δόκτωρ εφέντης* με διαβεβαιώνει ότι το κακόν επέρασε πλέον και θα γίνεις καλά μετ' ολίγον. Αλλά πώς σου ήλθε λοιπόν τοιαύτη συμφορά; Πώς έβλαψες τον εαυτόν σου; Τόση πάλιν χαρά, έτσι στα χαμένα, γίνεται; Ο γιατρός με λέγει πως το έπαθες από την χαράν σου! — Μην το λέγεις αυτό! εκλαυθμύρισεν ο νοσών με αποδοκιμαστικήν χειρονομίαν. Άμποτε να ήτο χαρά!... Εμένα μ' έγραψεν ο Θεός ν' αποθάνω από την λύπη μου!... Αλήθεια, κι εγώ ενόμιζα πως θα χαρώ... μα δεν γίνεται. Κει συγκεντρώσας τας ασθενείς αυτού δυνάμεις, εξηκολούθησεν ο Τούρκος λαλών με την κλαυθμηρώς εκλείπουσαν φωνήν του, με το αλγεινώς μελαγχολικόν αυτού βλέμμα προσηλωμένον επί των οφθαλμών μου. — Ο πατέρας μου και η μητέρα μου ήσαν ισλάμ... Εγώ κι όλοι οι οσμανλήδες* κτήμα του Σουλτάνου... Το αίμα καμιά φορά νερό γίνεται;... Πώς ν' αρνηθώ το αίμα μου!... Να προδώσω τον αφέντη μου!... Να πάγω με τους Ρούσους!... Αυτή η φοβερή ιδέα μ' εβασάνισε μια νύχτα, όλη νύχτα... Μια νύχτα, όλη νύχτα επάλευεν ο νους με την καρδιά μου... Επάνω στα ξημερώματα... από την λύπη μου, από τη συλλογή μου, μ' αποφάνηκε... Τα βλέμματα του ιατρού εκπεπληγμένα συνηντήθησαν μετά των εδικών μου ουχ ήττον εκπεπληγμένου. Ότε ο Σελήμ ανέκτησε δυνάμεις: — Αλλά τι ανάγκη, λοιπόν, ευλογημένε, τω είπον, τι ανάγκη να συλλογίζεσαι τόσον! Δεν έβλεπες την δουλειάν σου; — Οι Ρούσοι ήλθαν πάλιν εις την Βουλγαρία! είπεν εκείνος φιλοτίμως· δεν το έμαθες ακόμη; — Ω! τους ψεύτας, τους κακούργους! ανεφώνησα τότε, ολίγον έλειψε να καταστρέψουν την ζωήν ενός ανθρώπου. Δεν σε υπεσχέθην εγώ να σε φέρω τας μόνας αληθινάς ειδήσεις; Μάθε λοιπόν από εμένα, φίλε μου, ότι ούτε ήλθε, ούτε θα ξαναέλθει πλέον Ρώσος εις την χώραν του Σουλτάνου. — Αν αγαπάς τον Θεόν σου! ανεφώνησεν έξαλλος, πλην οδυνηρώς ο Τούρκος. Αλήθεια, δεν ήλθαν; Έλα να σε φιλήσω! Οι οφθαλμοί του ήστραψαν απαισίως. — Αν αγαπάς τον Θεόν σου! Δεν θα έλθουν πλέον; Ο ιατρός παρεμβάς αίφνης μεταξύ ημών με απώθησεν αποτόμως από της κλίνης του νοσούντος, αποταθείς δε προς αυτόν σοβαρώς: — Φίλε μου, τω είπεν, έχεις ανάγκην ησυχίας· άφησε τους Ρώσους να κουρεύονται και κοίταξε την υγείαν σου! Ασυνάρτητοι τινές λέξεις του Σελήμ έφθασαν μέχρις ημών· την επιφώνησιν: Αλλάχ! Αλλάχ! την ήκουσα διακεκριμένος. Ότε ο ιατρός ηγέρθη από της στρωμνής του νοσούντος και με ητένισεν, είχε το πρόσωπον λευκόν ως πανίον και τους οφθαλμούς διεσταλμένους εκ φρίκης. — Πάγει, εψέλλισε με τρέμοντα χείλη. Τον εσκότωσε η χαρά του!... Δευτέρα προσβολή της νόσου έθηκε πέρας εις τας βασάνους του γηραιού στρατιώτου και: ο Τούρκος έμεινε Τούρκος. καλπάκι: (λ. τούρκ.) στρογγυλό κάλυμμα του κεφαλιού από μάλλινο ύφασμα, στρατιωτικό πηλήκιο. Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
ΘΕΜΑ ΓΙΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗ Να αναπτύξετε γραπτά το ρόλο της οικογενειακής και κοινωνικής ζωής στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου και ιδιαίτερα του νέου. |