18. Οι άγιες εικόνες, έκφραση της πίστης α) Η αναστήλωση των εικόνων
Μπαίνοντας σ' ένα ναό μαζί με το κερί που ανάβουμε, προσκυνούμε και τις άγιες εικόνες. Είναι απαραίτητες στη θεία λατρεία, γιατί παριστάνουν τα πρόσωπα της ουράνιας Εκκλησίας. Ο πιστός τις έχει και στο εικονοστάσι του σπιτιού του. Στα βυζαντινά χρόνια, επί Ισαύρων, η θέση των εικόνων στη λατρεία και στη ζωή των χριστιανών αμφισβητήθηκε. Ο πόλεμος που ξέσπασε εναντίον τους είναι γνωστός με το όνομα εικονομαχία και κράτησε πάνω από εκατό χρόνια. Επικράτησε τελικά η πίστη της Εκκλησίας, όπως τη διατύπωσε, επί Ειρήνης της Αθηναίας, η Ζ' Οικουμενική Σύνοδος (787), η οποία όρισε και την τιμητική προσκύνηση των εικόνων. Αργότερα επί Λέοντα Ε' τον Αρμένιου η εικονομαχία προκάλεσε και πάλι προβλήματα. Τότε, η Τοπική Σύνοδος τον 843 επί Θεοδώρας αναστήλωσε οριστικά τις εικόνες. Την αναστήλωση* των εικόνων γιορτάζει η Εκκλησία μας την Α' Κυριακή των Νηστειών, που ονομάζεται Κυριακή της Ορθοδοξίας. Στους ναούς γίνεται λιτάνευση των εικόνων και διαβάζεται το απόσπασμα από το «Συνοδικό της Ορθοδοξίας» (παρακάτω κείμενο), που είναι μια ωραία διακήρυξη της πίστης μας. Ψάλλεται ακόμη το απολυτίκιο (1ο κείμενο), που συνδυάζει την εικόνα του Κυρίου με τη σωτήρια σάρκωση και σταύρωσή του. |
Παλαιότερα, οι ιστορικοί υποστήριζαν πως τα αίτια της εικονομαχίας ήταν μόνο πολιτικά και κοινωνικά. Σήμερα επικρατεί η ορθή άποψη πως το κίνημα της εικονομαχίας εκτός από τις κοινωνικές και πολιτικές του πτυχές, που είναι βέβαιο ότι υπήρχαν και το επηρέασαν, ήταν στην ουσία του ένα κίνημα θρησκευτικό και πνευματικό, που κινήθηκε γύρω από το Πρόσωπο του Χριστού. Το επιχείρημα των εικονομάχων ήταν ότι ο Χριστός ως Θεός δε ζωγραφίζεται. Η θεότητα είναι αθέατη και συνεπώς απερίγραπτη. Για τους εικονοκλάστες, δηλ. τους εικονομάχους, και οι εικόνες της Θεοτόκου και των αγίων ήταν εξίσου απαράδεκτες. Οι παραστάσεις τους -έλεγαν- είναι γήινες, δε δείχνουν την αγιότητα και τη δόξα τους. Συνεπώς, δε διαφέρουν από τα είδωλα. β) Η βαθύτερη έννοια της εικόνας Τα επιχειρήματα των εικονομάχων αντέκρουσαν οι ορθόδοξοι. Στην εικόνα του Χριστού, απαντούσαν, δε ζωγραφίζουμε ούτε τη θεία αλλά και ούτε την ανθρώπινη φύση. Αναπαριστάνουμε το σαρκωμένο Λόγο, και με τον τρόπο αυτό προσκυνούμε το πρόσωπο του, στο οποίο όμως οι δύο φύσεις είναι αχώριστα ενωμένες. Το δείχνουν και τα ονόματα που γράφονται στην εικόνα. Το «Ιησούς Χριστός» υποδηλώνει πως είναι άνθρωπος και το άλλο, (=αυτός που υπάρχει αιώνια) πως είναι Θεός, δηλαδή ο Ιησούς Χριστός είναι θεάνθρωπος. Το λέει καθαρά ο Αγιος Ιωάννης Δαμασκηνός που |
υπεράσπισε τις εικόνες: «Στα παλιά τα χρόνια ο Θεός, ο ασώματος και ασχημάτιστος διόλου δεν εικονιζόταν. Τώρα όμως επειδή έγινε ορατός κατά τη σάρκα και επικοινώνησε με τους ανθρώπους, εικονίζω το βλεπόμενο (πρόσωπο) του Θεού». Τα ίδια λέει και ο άλλος υπέρμαχος των εικόνων, Θεόδωρος ο Στουδίτης. Παρόμοια εξηγούνται και οι εικόνες της Θεοτόκου και των αγίων. Ο Κύριος σαρκώθηκε από την Παναγία, που είναι η Μητέρα του. Οι άγιοι είναι φίλοι του, που έχυσαν το αίμα τους γι' αυτόν και οι εικόνες τους ακτινοβολούν την εικόνα του Χριστού. Οι εικόνες δεν είναι σαν τις φωτογραφίες. Δεν είναι η φυσική απεικόνιση των προσώπων που εικονίζονται. Γι' αυτό παρατηρούμε ότι για τον ίδιο άγιο ή για το Χριστό υπάρχουν διαφορετικές απεικονίσεις. Το ίδιο συμβαίνει και με τα κτίρια ή το τοπίο. Μπορεί να υπάρχουν μερικά χαρακτηριστικά στοιχεία, που δείχνουν για ποιο εικονιζόμενο πρόσωπο πρόκειται, για ποιο τόπο ή εποχή. Τα πρόσωπα φανερώνουν μια "μυστική" πραγματικότητα, τη δόξα του ουρανού. Γι' αυτό η εικόνα μοιάζει με το πρωτότυπο, αλλά και διαφέρει από αυτό. Τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά είναι αλλοιωμένα, μεταμορφωμένα. Δεν ισχύουν πια οι γήινες και φυσικές αναλογίες, γιατί το εικονιζόμενο πρόσωπο μετέχει σε μια άλλη πραγματικότητα, στη θεία χάρη, στην ουράνια κατάσταση. Άλλωστε η θεία χάρη είναι εκείνη που κάνει τις εικόνες να θαυματουργούν. Γι' αυτό, όταν προσκυνούμε τις άγιες εικόνες, η τιμή δεν απευθύνεται στο υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένες, αλλά, όπως έγραψε ο Μ. Βασίλειος, «πρός τό πρωτότυπον διαβαίνει». Αυτήν την ιδέα πρόβαλε και ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός στην υπεράσπιση των αγίων εικόνων, αυτήν υιοθέτησε και η Ζ' Οικουμενική Σύνοδος. Αυτό το πρωτότυπο, δηλ. το εικονιζόμενο πρόσωπο, είναι υπαρκτό, σε αντίθεση με το είδωλο και το ξόανο, όπου το πρωτότυπο είναι φανταστικό και ανύπαρκτο. Όμως, σύμφωνα με την ορθόδοξη πίστη και η ύλη αγιάζεται και παίρνει την ενέργεια και τη χάρη του Θεού, (όπως ο Σταυρός του Χριστού, το νερό του Αγιασμού κ.ά). Γι' αυτό και οι άγιες εικόνες είναι σεβαστές και τιμώνται από τους πιστούς, όπως λέει ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός.
|
Παναγία η Γλυκοφιλούσα
Εικόνα στη μονή Φιλοθέου, Αγιο Όρος, 14ος αι. |
Ιησούς Χριστός
Εικόνα στη μονή Ιβήρων, Άγιο Όρος, 16ος αι. |
γ) Η εικόνα στην ορθόδοξη παράδοση Οι παραστάσεις των εικόνων στην αρχή ήταν απλές, άτεχνες, συμβολικές. Αργότερα πλουτίζονται, ιστορούν και αφηγούνται τη ζωή του Κυρίου, της Θεοτόκου, των αγίων, εκφράζουν τις αλήθειες της Εκκλησίας, γίνονται τέχνη. Στο αποκορύφωμά της, η τέχνη της αγιογραφίας έφθασε από τα μέσα του 13 αι. έως τα μέσα του 15ου αι. Τα καλύτερα εργαστήρια ήταν στην Κωνσταντινούπολη. Στη Θεσσαλονίκη, διαμορφώθηκε η πρώτη «σχολή» δηλ. τεχνοτροπία, τάση, που ονομάζεται «Μακεδονική», με κυριότερο εκπρόσωπο της τον Μανουήλ Πανσέληνο. Οι φυσιογνωμίες ζωγραφίζονται με ζωηρά χρώματα και παριστάνονται με φυσικές κινήσεις, ρεαλιστικές, αλλά ταυτόχρονα εξιδανικευμένες. Φαίνεται δηλ. στα πρόσωπα, παρόλο που είναι φυσικά, η ένταση της ψυχής και ο πνευματικός της κόσμος.
Η άλλη «σχολή» λέγεται «Κρητική». Ξεκίνησε από την Κων/πολη και διαμορφώθηκε στην Κρήτη κατά το 16ο αι., με κυριότερο εκπρόσωπο τον Κρητικό Θεοφάνη. Διαφέρει από τη Μακεδονική, γιατί είναι περισσότερο παραδοσιακή. Τα πρόσωπα εικονίζονται ασκητικά, συγκρατημένα, αυστηρά, |
αλλά συνάμα υποβλητικά και ευγενικά. Στους επόμενους αιώνες, οι αγιογράφοι θα επηρεαστούν από τη Δύση και θα ξεχάσουν τη βυζαντινή παράδοση. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται μια στροφή προς τη βυζαντινή εικόνα. Στην ανακάλυψη της αξίας της, πολύ συντέλεσαν έξοχοι αγιογράφοι, όπως ο Φώτης Κόντογλου. Οι εικόνες είναι ένας αδαπάνητος πνευματικός θησαυρός της Εκκλησίας. Στη μονή του Σινά και στις μονές του Αγίου Όρους, βρίσκονται οι πιο πολλές. Μόνο στο Σινά, οι φορητές βυζαντινές εικόνες (6ου-15ου αι.) είναι πολύ περισσότερες από όσες υπάρχουν σ' όλο τον υπόλοιπο κόσμο και ανάμεσά τους οι παλιές και αξιόλογες του 6ου αι. Στη μονή Βατοπαιδίου (Άγιο Όρος) καταμετρήθηκαν πρόσφατα πάνω από τρεις χιλιάδες εικόνες, αρχαιότερες και νεότερες. Αλλά και σε πολλά μέρη της πατρίδας μας υπάρχουν ναοί με αξιόλογες εικόνες και μάλιστα θαυματουργές. Τρέχουν σ' αυτές για να τις ασπαστούν και να προσευχηθούν μπροστά τους πλήθη πιστών. Αρκετοί από αυτούς διηγούνται και θαύματα που αξιώθηκαν να δουν. Είναι η θεία χάρη που τα ενεργεί. Αυτή. που την είχαν οι άγιοι στη ζωή τους, υπάρχει στα άγια λείψανά τους και στις άγιες εικόνες τους. Αλλά και όταν η χάρη δε θαυματουργεί εξωτερικά, φανερώνεται στην ψυχή του πιστού: την παρηγορεί και την ειρηνεύει. |
|
Αγιογράφοι μοναχοί στο Αγιο Όρος.
ΘΕΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ 1.
Γιατί στη βυζαντινή εικόνα τα πρόσωπα, το τοπίο, τα κτίρια δεν είναι μια φυσική απεικόνιση της πραγματικότητας; Τι δείχνει αυτό; |