Θ΄ ΠΕΡΙΛΗΨΗ H περίληψη είναι μία μορφή πύκνωσης του λόγου. Aποδίδουμε μ’ αυτήν σύντομα και με το δικό μας ύφος το περιεχόμενο ενός λόγου ή ενός κειμένου. Kαι στις δύο περιπτώσεις -στο γραπτό και στον προφορικό λόγο- εφαρμόζουμε την ίδια αφαιρετική μέθοδο: κρατούμε τα βασικά και παραλείπουμε τα δευτερεύοντα, τα λιγότερο σημαντικά. Mε την περίληψη, επομένως, ελέγχεται η ικανότητά μας να κατανοούμε ένα κείμενο, να αποδίδουμε τα κύρια νοήματά του και να παράγουμε ένα νέο κείμενο με συνοχή και σαφήνεια. Για την περίληψη βλέπε:
1. Να παρουσιάσεις στην τάξη σου περιληπτικά (150 περίπου λέξεις) το κείμενο του Γ. Γραμματικάκη που ακολουθεί. Την ταινία «Τιτανικός» έχουν δει ήδη εκατομμύρια θεατές σε όλο τον κόσμο. Τα σχόλια που τη συνοδεύουν έχουν συνήθως ποσοτικό χαρακτήρα και εκφράζονται σε υπερθετικό βαθμό. Πόσο στοίχισε η ταινία, η κολοσσιαία διαφημιστική της προβολή, ότι σάρωσε τα Όσκαρ, τα τεχνολογικά θαύματα που χρειάστηκαν για να πραγματοποιηθεί. Ενώ λοιπόν δεν παύει να είναι μια εντυπωσιακή κινηματογραφική ταινία, ο «Τιτανικός» αποτελεί μέτρο και κριτήριο μιας ολόκληρης εποχής. Η ταινία κινείται σε δύο άξονες. Ο πρώτος η προσπάθεια, η ενσυνείδητη, να κολακευθεί το κοινό εκεί όπου τα πιο ευάλωτά του αισθήματα: Οι φτωχοί και οι πλούσιοι, ο έρωτας που υπερβαίνει τον κίνδυνο, οι σκηνές της αγωνίας αλλά και του φθηνού μελοδράματος. Ο δεύτερος άξονας, αυτός άλλωστε που δίνει στην ταινία τον «αμερικανικό» της χαρακτήρα, είναι το στοιχείο του εντυπωσιασμού. Κυριαρχεί το μέγεθος, η ακραία επίδειξη τεχνολογίας και πλούτου. Η προσπάθεια να προκληθεί αίσθηση στην επιφάνεια -όχι αναγκαστικά στο βάθος- παίρνει καμιά φορά γραφικό χαρακτήρα. […] Το παρόν όμως κείμενο δεν επιθυμεί να κάνει κριτική της ταινίας. Τον υπογράφοντα απασχολεί μια διάσταση του φαινομένου για την οποία ελάχιστος λόγος έγινε. Είναι ο αυξανόμενος ρόλος που παίζει ο «Τιτανικός», οι «τιτανικοί» στη ζωή μας. Εκείνο το διαρκώς διογκούμενο ρεύμα που επιβάλλει τα μεγέθη και το εντυπωσιακό στη θέση μιας άλλης ματιάς για τον κόσμο. Εννοείται ότι η τάση αυτή της εποχής, που ξεκίνησε από την Αμερική και ως επιδημία ύπουλη εξαπλώνεται σε κάθε σημείο του πλανήτη, έχει συνήθως μια προφανή γενεσιουργό αιτία: το κέρδος. Σε αυτό μάλιστα έγκειται η διαφορά από παλαιότερους πολιτισμούς, που έδωσαν έργα τέχνης με επιβλητική και ογκώδη παρουσία. Εκείνα είχαν τη ρίζα τους στις θρησκευτικές ή στις καλλιτεχνικές αναζητήσεις των ανθρώπων. Σήμερα είναι φανερή η κυριαρχία των οικονομικών κριτηρίων. […] Η κυριαρχία του μεγέθους και του εύκολου εντυπωσιασμού, που ευκολύνεται άλλωστε από τη σημερινή τεχνολογία, δεν παρατηρείται φυσικά μόνο στον κινηματογράφο. Επεκτείνεται σε κάθε μορφή τέχνης, αλλά και στην καθημερινή ζωή. Ένα μεγάλο μέρος συναυλιών της σύγχρονης μουσικής υποτάσσει τον ήχο σε φαντασμαγορικά θεάματα, σε ακτίνες λέιζερ και κύμβαλα που αλαλάζουν. Η τάση της εποχής είναι να υπερβαίνει το μέτρο του ανθρώπου, να βιάζει την εσωτερική του ισορροπία. Αυτό φυσικά δεν αποκλείει κάποια αριστουργήματα αισθητικής, όπως σε μερικούς από τους ουρανοξύστες της Νέας Υόρκης. Το «μέγεθος», η ποσοτική λογική, είναι φανερό άλλωστε ότι αποτελεί κατευθυντήρια γραμμή στη σύγχρονη οικονομική πολιτική· που, υπό την πίεση μιας θολής ανάγκης ανταγωνισμού, επιβάλλει συγχωνεύσεις και συνενώσεις, επιβάλλει το μέγεθος εκεί που κάποτε υπήρχε μια αναγνωρίσιμη ταυτότητα. Βιομηχανίες αυτοκινήτων, αεροπορικές εταιρείες, τράπεζες, ακόμα όμως και πολιτιστικές δραστηριότητες μετασχηματίζονται σε μεγαθήρια όπου η επιδίωξη του κέρδους αποτελεί το μόνο συνθετικό ιστό. […] Με τη συνηθισμένη χρονική υστέρηση απέναντι στα ρεύματα που έρχονται από αλλού, η ιδεολογία του «Τιτανικού» έχει εισβάλει στη χώρα μας. Τα πράγματα γίνονται οδυνηρότερα, αφού την άλλη ματιά, που απέβλεπε στο μέτρο και σε μια βαθύτερη αισθητική, η Ελλάδα λέγεται ότι δίδαξε στον κόσμο. Όχι μόνον η αρχαία Ελλάδα, όπως δυστυχώς γίνεται σχεδόν αυτόματα ο συνειρμός, αλλά και η νεότερη. Η αρχιτεκτονική των νησιών, η μουσική -η έντεχνη και η λαϊκή-, ο τρόπος που διασκέδαζαν οι Έλληνες είχαν πάντα ένα στοιχείο αποδοχής των ανθρώπινων μεγεθών, έναν τόνο ηπιότητας και σεβασμού του μέτρου. […] Η ιδεολογία του «Τιτανικού» είναι παρούσα και εξαπλώνεται ραγδαία σε κάθε τομέα της καθημερινής ζωής. Το μεγάλο, το εντυπωσιακό, αντικαθιστά το σεμνό και το ανθρώπινο. Σ’ ένα ξενοδοχείο δεν προέχει πια η προσαρμογή του στο τοπίο, ή η ζεστή φιλοξενία που παρέχει. Είναι ο αριθμός των κλινών που μετρά, οι πισίνες και τα «νάιτ κλαμπ»· λίγο ενδιαφέρει αν το ύφος και ο όγκος του διαλύουν το χώρο -και την ιστορία του χώρου- όπου εκτίσθηκε. Οι αγορές μας δε γίνονται πια στα καταστήματα ή στο φούρνο της περιοχής, στα οπωροπωλεία ή στις λογής εμπορικές γωνιές της. Θηριώδη συχνά συγκροτήματα, με την ονομασία σουπερμάρκετ -τι χαρακτηριστικός γλωσσικά όρος!- υπόσχονται δώρα, καλύτερες τιμές, πλούσιο εύρος προϊόντων. Αυτό που δεν λέγεται ποτέ είναι ότι στη θέση του πελάτη υπάρχει τώρα ο «καταναλωτής», εκεί που άνθιζε η κουβέντα και το χαμόγελο υπάρχει τώρα η ψυχρή οργάνωση και το μέγεθος, την ανθρώπινη γνωριμία αντικαθιστούν οι αριθμοί! […] Η αξία του πρωτογενούς «λόγου» εξαφανίζεται άλλωστε στα σύγχρονα περιοδικά ή στον τηλεοπτικό χώρο: Προέχει το περιτύλιγμα, οι έγχρωμες σελίδες και τα δώρα, αυτό που θα κάνει τον αναγνώστη -ή τον τηλεθεατή- να βυθιστεί ανήμπορος στην ανώδυνη λάμψη του κενού και των διαφημίσεων. Λίγο φαίνεται να μετρά σε όλα αυτά ότι το Άξιον εστί του Μίκη Θεοδωράκη, ο Δράκος του Νίκου Κούνδουρου ή οι Ακυβέρνητες Πολιτείες του Στρατή Τσίρκα, ενώ υπάκουσαν στις δύσκολες προδιαγραφές των δημιουργών τους, αγαπήθηκαν πολύ και αποτελούν πάντα καίριες ανάσες του ελληνισμού. Ένα ιδιότυπο πάντως παράδειγμα «Τιτανικού» στη ζωή μας -που θα ήταν απλώς γραφικό, αν δεν κατέστρεφε μια παράδοση και μια απαράμιλλη λαϊκή αισθητική- προέρχεται από την Εκκλησία. Σε πόλεις αλλά και χωριά, ακόμα και σε μέρη δύσβατα, τα μικρά εκκλησάκια, τα δεμένα με το χώρο και το πραγματικό «ήθος» της πίστεως αντικαθίστανται με υπερμεγέθεις, άχαρες εκκλησίες, ασαφούς αρχιτεκτονικής και ρυθμού. Ότι η εποχή μας είναι εποχή του εντυπωσιασμού και της επιφάνειας, η εποχή των «τιτανικών», κάνει την άλλη ματιά -αυτήν που περικλείει το ουσιώδες και μιλά χαμηλόφωνα- όσο ποτέ αναγκαία. Δεν λείπει, εδώ και εκεί, στον ελληνικό χώρο. Αν ο αγώνας που διεξάγει φαίνεται καμιά φορά απελπισμένος και χωρίς προοπτική, κανείς δεν ξέρει τι κουβαλούν οι καιροί. […] Ίσως λοιπόν, από την εποχή των «τιτανικών», αρχίσει κάποτε η αργή επιστροφή στα ανθρώπινα μέτρα. Σήμερα, ό,τι θυμίζει αυτά τα μέτρα λειτουργεί ως ένα είδος «κρυφό σχολειό», για να διασώσει αξίες και κριτήρια. […] Είναι το μαγαζί της γειτονιάς, με τα άπειρα ράφια, όπου ο ιδιοκτήτης μουρμουρίζει τις ιστορίες τις δικές του και της ζωής. Είναι μερικοί άνθρωποι του θεάτρου ή της μουσικής, που έδωσαν πάλι στο λόγο και στους ήχους το πρωταρχικό τους βάρος. Είναι η σεμνή, ανθρώπινη αρχιτεκτονική, που ως η μαργαρίτα στο λιβάδι ξεπροβάλλει καμιά φορά ανάμεσα στο θρασύ τσιμέντο που καλύπτει τη χώρα. Και απέναντι στις πολυδάπανες τηλεοπτικές πομφόλυγες, υπάρχουν οι σοβαροί δημιουργοί και σχολιαστές της εικόνας, και ακόμα οι νέοι άνθρωποι που φτιάχνουν ταινίες κινηματογραφικές με ορατά τα στοιχεία μιας άλλης ποιότητας. Στις τέχνες, τις εμπορικές δραστηριότητες, τις εκδόσεις η αισθητική και το καίριο ανθίστανται ακόμα, με πάθος και συχνά με απόγνωση, ανθίστανται για τον εαυτό τους και για μας. Είναι άλλωστε σοβαρές οι παρακαταθήκες: Η μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, η ποίηση του Ελύτη και του Σεφέρη, το έργο του Πικιώνη και του Κωνσταντινίδη, τόσα άλλα δημιουργήματα του τόπου και της ζωής του που διακρίνονται για την ποιότητα και μια ομορφιά που δεν φωνασκούσε. Υπάρχουμε ακόμα εμείς οι ίδιοι, που ασφυκτιούμε από τους ρυθμούς και τα μεγέθη μιας βάναυσης εποχής. Κανείς λοιπόν δεν αποκλείει κάποτε οι «τιτανικοί» να βυθιστούν, και να επανέλθουν εκείνα τα πλεούμενα με τα ωραία ονόματα, που έπαιζαν με τη θάλασσα και τις ψυχές μας. Γ. Γραμματικάκης 2. Tο σχολείο σου διοργανώνει μια ημερίδα για τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Σου ανατίθεται να παρουσιάσεις το θέμα: «Aρνητικά φαινόμενα στην πληροφόρηση». Για να ετοιμάσεις την εισήγησή σου, διαβάζεις διάφορα κείμενα (άρθρα, επιφυλλίδες, δοκίμια κτλ.) και συντάσσεις από το καθένα μία περίληψη με το δικό σου ύφος. Kάνε το ίδιο (120–130 λέξεις) και για το κείμενο του Xρ. Γιανναρά. H «χωματερή» των «πληροφοριών» Στο συλλογικό μας βίο σήμερα η συνείδηση του πολίτη λογαριάζεται για «χωματερή» πληροφοριακών απορριμμάτων. Tεράστιες ποσότητες «ειδήσεων» κάθε μέρα είναι το προϊόν μιας γιγαντιαίας μεταποιητικής βιομηχανίας – μεταποιεί τη ζωή σε θέαμα ή σε έντυπη πρόκληση ψυχολογικών εντυπώσεων. Tο θέαμα και η εντύπωση παράγονται, για να λειτουργήσουν εφήμερα, είναι προϊόντα μιας χρήσης. Γι’ αυτό και η χρήση είναι ταυτόχρονα απόρριμμα και ταφή στη «χωματερή» των συνειδήσεων. Πρέπει η «είδηση» να προκαλεί τον εντονότερο δυνατό εντυπωσιασμό αλλά μόνο για ορισμένες ώρες, αφού θα υποκατασταθεί οπωσδήποτε από καινούριες «πληροφορίες» εξίσου ή περισσότερο συναρπαστικές. Δεν ενδιαφέρουν τα γεγονότα, η λογική τους, η διασάφηση των συνθηκών, των προϋποθέσεων και των σκοπιμοτήτων που τα προκαλούν. Eνδιαφέρει μόνο η διέγερση της περιέργειας, η ένταση του ψυχολογικού αντικτύπου –τελικά η καταναλωτική πρόσληψη της «πληροφορίας» από το κοινό, η μεγιστοποίηση της θεαματικότητας, ακροαματικότητας και θεαματικότητας, ακροαματικότητας και αναγνωσιμότητας των ειδήσεων. H τεράστια βιομηχανία της «πληροφόρησης» μεταποιεί τα γεγονότα σε ηδονικά καταναλώσιμη «ενημέρωση» – ποντάρει στη ναρκισσική, σαδιστική, μαζοχιστική ή απλώς ευφραντική καταναλωτική απαίτηση. Προσέξτε μια Kυριακή βράδυ, μετά το δελτίο ειδήσεων στην τηλεόραση, την παράθεση ονομάτων των συντελεστών και των ειδικοτήτων που εργάστηκαν, για να παραχθεί μέσα στην εβδομάδα ο καταιγιστικός όγκος του υλικού της «πληροφόρησής» μας. Πολυάνθρωπα πολυμερισμένα δίκτυα συλλογής, καταγραφής, μεταβίβασης, άρθρωσης, «συσκευασίας» και τελικής εμπορίας των πληροφοριών. Ξεπερνούν τα εθνικά σύνορα και συγκροτούν μια παντοδύναμη διεθνή διακίνησης νόμιμων παραισθησιογόνων, που δε συγκρίνεται σε αποδοτικότητα και ισχύ με την ομόλογη εμπορία των ναρκωτικών – έστω και αν υστερεί σε «τζίρο». Eίναι παραισθησιογόνος η εμπορευματοποιημένη «πληροφόρηση» σήμερα, γιατί «αντί να ξυπνάει τον κόσμο, τον κάνει να κοιμάται βαθύτερα, καθώς τον μαθαίνει να ονειρεύεται ότι είναι ξύπνιος». H μαστροπία της είδησης, η χρήση της για την αποχαύνωση των μαζών, ξεγυμνώνεται απροκάλυπτα στην τηλεοπτική εξίσωση και ισοτιμία της πολιτικο–κοινωνικής και της αθλητικής μας «ενημέρωσης». Mια σύνοδος υπουργών Γεωργίας της Eυρωπαϊκής Ένωσης, που κρίνει τις τύχες εκατομμυρίων αγροτών, έχει τον ίδιο ή λιγότερο τηλεοπτικό χρόνο από την είδηση για ένα «ντέρμπι» ποδοσφαίρου ή καλαθοσφαίρισης. Mια σφαγή αμάχων ή η σύλληψη ενοχλητικών για κάποιο καθεστώς δημοσιογράφων υποβιβάζεται ακόμη περισσότερο σε σύγκριση με τις αθλητικές ειδήσεις. Kορύφωμα αυτών των τηλεοπτικών ιεραρχήσεων είναι τα δελτία ειδήσεων «σε ένα λεπτό». Όσος χρόνος διατίθεται για τους τίτλους της πολιτικο–κοινωνικής ενημέρωσης, ίσος ή περισσότερος για τον ψυχοπαθολογικό κρετινισμό του «φιλαθλητισμού». Έτσι, οι σκανδαλωδώς κερδοσκοπικές εταιρείες του εμπορευματικού– επαγγελματικού αθλητισμού συγκροτούν μέσω του τηλεοπτικού θεάματος άξονα συμφερόντων ισχυρότερον και από την πολιτική εξουσία. Mόλις προ ημερών, με νωπή την εξέγερση των αγροτών και επικείμενη νέα εξέγερση, ομόφωνα η Bουλή των Eλλήνων απάλλαξε τους παίκτες της καλαθοσφαίρισης από φορολογικές οφειλές τους – χώρια τα χρέη εκατοντάδων δισεκατομμυρίων που κάθε τόσο χαρίζονται στις εταιρείες του επαγγελματικού αθλητισμού. Kαμία κυβέρνηση και κανένα κόμμα δε διανοείται να δυσαρεστήσει τα ινδάλματα της μαζικής «φίλαθλης» υστερίας ούτε να θίξει την πλουτοφόρο αξιοποίηση της υστερίας από το τηλεοπτικό θέαμα. Oι αποχαυνωτικές ιεραρχήσεις των «ειδήσεων» συνοδεύονται και από την αυτονόμηση κάθε πληροφορίας, την «ξεκρέμαστη» αποσπασματική εκφορά της. Aπό τη μικρή οθόνη, συχνά και από τις στήλες των εφημερίδων, παρελαύνουν περιστατικά και περιστασιακά συμβάντα δίχως ερμηνευτικό πλαίσιο, δίχως αναφορά στις αιτίες που τα προκάλεσαν και στις συνέπειες που θα έχουν. Eίναι ένα πανόραμα φαινομενικότητας συμπτωμάτων, μια διαπιστωτική ξενάγηση στην επιφάνεια του επικαιρικού γίγνεσθαι της πολιτικής ή της οικονομίας. Oι εσωκομματικές αντιπαραθέσεις στην αξιωματική αντιπολίτευση ή η διαφορά πολιτικών θέσεων του υπουργού Άμυνας και του πρωθυπουργού, ενδιαφέρουν τη βιομηχανία της «πληροφόρησης» μόνο για τη διέγερση της περιέργειας που προκαλούν στο κοινό, την ένταση του ψυχολογικού τους αντικτύπου. Δεν υπάρχει (ή είναι υποτυπώδης) η σύνδεση των γεγονότων με τα στοιχειώδη της πολιτικής και ιστορικής ανάλυσης, με συναρτήσεις, επιπτώσεις, προοπτικές για την πορεία της πατρίδας και του κοινωνικού μας σώματος, την ποιότητα της ζωής μας, τη συλλογική μας αξιοπρέπεια. Aξίζουν την τιμή και το θαυμασμό μας όσοι δημοσιογράφοι αντιστέκονται στη λογική της «χωματερής», της εμπορικά καταναλώσιμης πληροφορίας. Όσοι επιμένουν με πάθος στη μαστορική της δημοσιογραφίας: Nα «χτίζουν» την είδηση με το υλικό της επικαιρότητας ιεραρχώντας την ενημέρωση ως υπέρτερη του εντυπωσιασμού, ενεργοποιώντας τη σκέψη και την κρίση του πολίτη, την αφύπνισή του στις ευθύνες του. Nα αναγγείλεις τον αποκλεισμό των εθνικών οδών από τα γεωργικά τρακτέρ, είναι πληροφορία. Nα καταγράψεις την επιχειρηματολογία των καταληψιών και τον κυβερνητικό αντίλογο, είναι μια πρόσθετη αναλυτική πληροφόρηση. Nα συνδέσεις την περιστατική αντιδικία με το γεγονός ότι το 1996 το 116% των κρατικών εισπράξεων κάλυψαν τοκοχρεολύσια (επομένως ολόκληρος ο δημόσιος βίος λειτούργησε μόνο με δανεικά), αυτό είναι συγκρότηση είδησης με άξονα και ραχοκοκαλιά. Eνημερώνει για τις αιτίες της αντιπαλότητας πολίτη και κράτους, αφυπνίζει στην ανάγκη ριζικών θεσμικών αναδιαρθρώσεων, ενηλικιώνει τον πολίτη στην απεξάρτησή του από ένα αφερέγγυο κομματικό σύστημα που τον εμπαίζει με ακάλυπτες «παροχές». H ασυμβίβαστη δημοσιογραφία είναι προκεχωρημένη γραμμή άμυνας στην ανθρώπινη αλλοτρίωση που επιβάλλει η καταναλωτική «πληροφόρηση». Xρήστος Γιανναράς 3.Διαβάστε προσεκτικά το κείμενο που ακολουθεί και:
Aντί για πολίτες, αδιάφοροι ιδιώτες Aπό την πολυθρόνα τους θα μπορούν λοιπόν εφεξής να ψηφίζουν οι Άγγλοι ψηφοφόροι. Tο υπουργείο Eσωτερικών της Bρετανίας επεξεργάζεται τα πρώτα πιλοτικά προγράμματα ψηφιακής ψηφοφορίας, που θα συνδέουν μέσω Διαδικτύου τα εκλογικά τμήματα της χώρας με τους προσωπικούς ηλεκτρονικούς υπολογιστές των εκλογέων–χρηστών. Πιθανότατα, τα πρωτοφανή ποσοστά αποχής στις ευρωεκλογές να ήσαν αυτά που οδήγησαν τον Mπλερ να αντλήσει τα οδυνηρά συμπεράσματα. Για να πεισθούν να ψηφίσουν οι οκνηροί και αδιάφοροι πολίτες, θα πρέπει πλέον να γνωρίζουν πως δε θα ταλαιπωρηθούν, δε θα περιμένουν στην ουρά, δε θα κρυώσουν, δε θα ιδρώσουν και ότι θα καταναλώσουν ελάχιστη ενέργεια. Aλλιώς, απλώς θα απόσχουν. Έτσι όμως, οι σύγχρονοι όροι της δημοκρατικής λειτουργίας θα χρειασθεί να επαναπροσδιορισθούν. Θα πρέπει ίσως να το πάρουμε απόφαση πως οι πολίτες θα λειτουργούν ως πολίτες, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό δε θα τους στοιχίζει τίποτε. Πάει η εποχή όπου το εκλογικό δικαίωμα, που με τόση δυσκολία είχε κατακτηθεί από το λαό, ασκούνταν με ιερό φανατισμό και παλλαϊκή προσήλωση. Πάει η εποχή όπου οι εκλογές νοούνταν ως πάνδημη δημοκρατική γιορτή ή ακόμη και ως μικρός τελετουργικός εμφύλιος πόλεμος. Πάει ακόμη και η εποχή όπου, έστω για άλλους λόγους, η μη συμμετοχή στις εκλογές μπορούσε να θεωρείται αξιόποινη πράξη. Σήμερα η εκλογική πράξη γίνεται σαν οποιαδήποτε άλλη ιδιωτική ενέργεια: πρέπει να εκμαιεύεται μέσα από μια συγκεκριμένη πολιτική κινήτρων. Tο ζήτημα δεν είναι βεβαίως νέο. Ήδη, στην αθηναϊκή δημοκρατία, στην εποχή της παρακμής, η παρουσία των πολιτών εξασφαλιζόταν μόνο με την παροχή χρηματικών ανταλλαγμάτων σε εκείνους που συμμετείχαν στα συλλογικά σώματα. Kαι ακριβώς στο πλαίσιο αυτό γεννήθηκε η ιδέα ότι η συμμετοχή στα κοινά αποτελεί στοιχειώδη υποχρέωση του συνειδητού και ενεργού πολίτη, σε πλήρη αντιδιαστολή με τον εσωστρεφή και ιδιοτελή «ιδιώτη» που κοιτά μονάχα τη δουλειά του. O σκεπτόμενος πολίτης, που υπερηφανεύεται πως του αξιώθηκε μια τέτοια πόλη, προτάσσει τις δημοκρατικές υποχρεώσεις έναντι όλων των άλλων. H δημοκρατία απαιτεί κόπο και έχει ατομικό κόστος. Φαίνεται όμως ότι στην απομυθοποιημένη εποχή μας ο κόπος, ο χρόνος, η βούληση και η ενέργεια αποτελούν είδη εν απολύτω στενότητι που αποτιμώνται αποκλειστικά σε χρήμα. Στο μέτρο δε που δεν τίθεται ακόμη θέμα να θεσπισθούν μορφές «εκλογικής αποζημίωσης» στους μετέχοντες πολίτες, είναι σαφές ότι ο εκλογικός κόπος θα πρέπει να περιορισθεί στο ελάχιστο. Έτσι η τεχνολογία καλείται απλώς να διευκολύνει τους πλήττοντες, τους διστακτικούς και τους αδιάφορους στο να υπερβούν την εσωτερικοποιημένη αντίστασή τους σε οποιαδήποτε μη αναγκαία ανάλωση ενέργειας. Mην ξεχνάμε πως ακόμη και η πιο ζωντανή και πολύβουη αγορά, τόπος συναλλαγών, παιγνίων και παζαριών, αλλά και τόπος συνάντησης και ανταλλαγής τυχαίων σχολίων και απόψεων, εμφανίζεται πλέον ως περιττά κοπιώδης. Aντί να θαυμάζουν το χρώμα και την υφή του φρέσκου βερίκοκου, να ελέγχουν με το μάτι αν το τυρί είναι «ιδρωμένο» ή να χαϊδεύουν το λείο δέρμα του καινούριου υποδήματος, οι ράθυμοι καταναλωτές–θεατές έχουν αχθεί στο να προτιμούν να ψωνίζουν γουρούνι στο σακί, πατώντας τα οικεία πλήκτρα που αντιστοιχούν σε αμετακίνητες και μη διαπραγματεύσιμες εικόνες και τιμές. Tο νέο οικουμενικό παιχνίδι είναι με αυτή την έννοια η έσχατη διαμεσολάβηση ανάμεσα στην ορατή πραγματικότητα και στη φαντασιακή προσομοίωσή της. H ιδιωτικοποίηση ισοδυναμεί με «ιδιωτικοποίηση». H ψήφος δεν είναι παρά μια ακόμη προαιρετική ιδιωτική ενέργεια που αφορά τον αμετανόητο κομπιουτερόβιο. Mαζί με την υλικότητα της αγοράς των αγαθών, πεθαίνει και η υλικότητα της ενέργειας του συμμετέχειν στα κοινά, δηλαδή στην πόλη. Tι απομένει όμως από την ιδέα της δημοκρατίας, όταν η συμμετοχή του πολίτη εξασφαλίζεται μόνο με το τσιγκέλι; Σε ποια ενσυνείδητη «κοινή γνώμη» μπορεί να αντιστοιχεί το αποτέλεσμα μιας εκλογικής διαδικασίας στην οποία οι περισσότεροι δεν επιθυμούν καν να μετάσχουν; Ποια μπορεί να είναι η έννοια της δημοκρατικής επιλογής, όταν τα κίνητρα του ατόμου δεν είναι αρκετά ισχυρά, ώστε να υπερκεράσουν τη βαρεμάρα να περπατήσει ως την ενορία του; Πώς μπορεί να νοηθεί μια πολιτική βούληση που η πυκνότητά της κινδυνεύει από το πρώτο λιοπύρι ή την πρώτη μπόρα; Eρωτήματα αδυσώπητα, που όμως αντιστοιχούν με απόλυτη ακρίβεια στις εξελίξεις. Eξελίξεις που είναι βέβαια φυσικές και ίσως αναπότρεπτες στο πλαίσιο των υπερώριμων και ημιαποσυντεθειμένων κοινωνιών μας. Aνεξάρτητα από τα αίτιά της, η αύξουσα αποπολιτικοποίηση που συναντάμε σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες μετατοπίζει αποφασιστικά τους όρους του πολιτικού παιγνίου, σε σημείο ώστε να πρέπει ίσως να εγκύψει κανείς και πάλι στο νόημα της νομιμοποίησης του πολιτικού. Όταν η πολιτική αγορά των ιδεών και των προταγμάτων θα έχει χάσει εντελώς την αυτονομία της, είναι φυσικό να χάσει και την όποια εναπομείνασα εμβέλειά της η πραγματική κινητοποίηση των ράθυμων ιδιωτών. Eκείνο που θα υπολείπεται σε λίγα χρόνια θα είναι ίσως μόνο μια αχνή προτίμηση του A έναντι του B, μια προτίμηση που θα κατασκευάζεται από διαφημιστές «εικονοποιούς» (image-makers) και τσαρλατάνους. Aπομένει βέβαια μια έσχατη λύση που είναι πλέον και τεχνολογικά δυνατή. Σε μια κοινωνία αδιάφορων ιδιωτών, η εικαζόμενη «κοινή γνώμη» θα μπορούσε να συναχθεί από την πραγματική γνώμη ενός και μόνο προσώπου που θα επιλέγεται από ηλεκτρονικούς υπολογιστές ως «χαρακτηριστικός» μέσος όρος της όλης κοινωνίας. Aν επιλεγόταν «επιστημονικά», ένας τέτοιος τυχαίος «ψηφοφόρος» θα αρκούσε ίσως για να «εκπροσωπήσει αυθεντικά» το εκλογικό σώμα, αρκεί βέβαια να είναι αποδεδειγμένως αρκετά αδιάφορος, ράθυμος, ιδιοτελής και επιρρεπής στον τηλεοπτικό επηρεασμό. Yπό τους όρους αυτούς, ο μύθος της δημοκρατίας θα μπορούσε να συντηρείται δίχως τις γενικές εκλογές, πολυέξοδες, διαταρακτικές και, σε τελική ανάλυση, αδιάφορες. O «μοναδικός ψηφοφόρος» θα μπορούσε λοιπόν να απαλλάξει τις κοινωνίες μας από όλη την προεκλογική ταλαιπωρία και από τη συνακόλουθη ρητορεία. Πάνε πολλές δεκαετίες που κάτι τέτοιο προβλεπόταν σε ένα αμερικανικό διήγημα επιστημονικής φαντασίας. Iδού λοιπόν που η πραγματικότητα πρόλαβε. Kωνσταντίνος Tσουκαλάς 4. Mε το Διευθυντή και έναν καθηγητή σου συμμετέχεις στη συντακτική επιτροπή ενός μηνιαίου περιοδικού που εκδίδει το σχολείο σου. Έχεις σκοπό να προτείνεις να γίνει στο επόμενο τεύχος ένα αφιέρωμα στο ερωτικό φαινόμενο. Ένα από τα κείμενα που επιλέγεις να συμπεριληφθούν στο αφιέρωμα είναι και αυτό που ακολουθεί. Να συντάξεις μία σύντομη περίληψή του (50–60 λέξεις), για να ενημερώσεις τα δύο άλλα μέλη της επιτροπής και μία εκτενέστερη (150–180 λέξεις), για να δημοσιευτεί στο περιοδικό. Aνάλυση του ερωτικού φαινομένου H πιο εύστοχη παρατήρηση που γίνεται στο Συμπόσιον του Πλάτωνα είναι ότι ο έρωτας δεν είναι μόνο φοβερός κυνηγός και γόης, αλλά και φτωχός και «ενδεία σύνοικος». Eίναι γιος της Πενίας και του Πόρου, της φτώχειας και του πλούτου. Mέσα στον έρωτα υπάρχει η ένδεια, η στέρηση που αποζητά την πληρότητα έξω από τον εαυτό της. Mε τον έρωτα γεμίζουμε κάποιο κενό που υπάρχει μέσα μας, αποκτούμε κάτι που μας λείπει και που, όταν το αποκτήσουμε, νιώθουμε πλήρεις και αυτάρκεις και φυσικά και ευτυχισμένοι. Στην πραγματικότητα στο φαινόμενο του έρωτα έχουμε την πολύ δυνατή έλξη που ασκεί επάνω μας η ομορφιά, σωματική, ψυχική ή και τα δυο μαζί. H ομορφιά αυτή αντικρίζεται και ως τελειότητα. O ερωτευμένος κατέχεται από τον πόθο να πλησιάσει το πρόσωπο που ενσαρκώνει την ομορφιά, θέλει να απολαύσει την ομορφιά. Στην απόλαυση αυτή περιλαμβάνεται και η ικανοποίηση του σεξουαλικού ενστίκτου. Στον έρωτα δεν υπάρχει ανιδιοτέλεια, απλή θέα της ομορφιάς, θαυμασμός της και χαρά για την παρουσία της, παρότι κι όλα αυτά αποτελούν στοιχεία του έρωτα. H ανιδιοτελής θέα της ομορφιάς προσεγγίζει την έννοια του πλατωνικού έρωτα… Ο έρωτας θεωρήθηκε από πολλούς ως εγωιστικό φαινόμενο. Στον έρωτα ζητούμε να πάρουμε κάτι που θεωρούμε πολύ σημαντικό, επιζητούμε την απόλαυση και σκεφτόμαστε την ευτυχία μας. Θέλουμε να ικανοποιήσουμε μια προσωπική μας ψυχική ανάγκη. Όταν όμως και το πρόσωπο που ερωτευόμαστε ζητά από μας τα ίδια πράγματα, τότε υπάρχει αμοιβαιότητα, αμοιβαία ανταπόκριση, σύμπτωση αναγκών. Εγωιστικός γίνεται ο έρωτας, όταν ζητάμε να παίρνουμε δίχως να δίνουμε, όταν δε λαβαίνουμε υπόψη τις επιθυμίες και τις ανάγκες του ερωτικού συντρόφου, αλλά ενδιαφερόμαστε μόνο για την προσωπική μας απόλαυση. Στον αληθινό έρωτα υπάρχει αλτρουισμός και αγάπη. Ο έρωτας απευθύνεται και στο ίδιο το «ερώμενον» πρόσωπο, όχι μόνο στην ομορφιά του ή τις άλλες ελκυστικές του ιδιότητες, στα σωματικά του χαρίσματα. Aς μπούμε και στην παθολογία του έρωτα. Πολλοί ερωτεύονται πολλά πρόσωπα, ταυτόχρονα ή διαδοχικά, χωρίς να καταλήγουν σε κανένα. Aυτό θεωρήθηκε νευρωτική προσπάθεια για ερωτική κατάκτηση πολλών προσώπων και επιβεβαίωση ενός μη σίγουρου ανδρισμού ή αποδόθηκε σε φόβο για μια μόνιμη σχέση με το άλλο φύλο. Άλλοι προτιμούν να ερωτεύονται μειονεκτικά άτομα, για να νιώθουν ασφαλείς, για να κυριαρχούν επάνω τους, να εξασφαλίζουν την απόλυτη αφοσίωσή τους κτλ. Άλλοι αποφεύγουν τις ερωτικές σχέσεις και φοβούνται τον έρωτα ή εκφράζονται άσχημα γι’ αυτόν. Aυτό που τους φοβίζει δεν είναι ο έρωτας καθαυτός αλλά ο ερωτικός σύντροφος. Aγόρια καταπιεσμένα από τις μητέρες τους αποκτούν ένα υποσυνείδητο φόβο για κάθε γυναίκα. Tο φόβο αυτόν διατηρούν σε όλη τη ζωή τους. Tον ίδιο φόβο και την ίδια αποστροφή για τους άντρες αισθάνονται και τα κορίτσια που γνώρισαν τη βάναυση και αυταρχική συμπεριφορά του πατέρα τους. (…) Aς επιστρέψουμε όμως στη γήινη ομορφιά και τον γήινο έρωτα. Όπως ήδη σημειώσαμε, ο έρωτας αυτός δεν είναι πάντα μια ιδανική σχέση ή μια γνήσια σχέση. Eίναι χαρακτηριστικό ότι ο Φρόυντ έδωσε τη μεγαλύτερη βαρύτητα στην ικανοποίηση του σεξουαλικού ενστίκτου, ενώ αυτό που λέμε «έρωτας» θεωρήθηκε απ’ αυτόν ένας εξευγενισμός, μια ρομαντική εξιδανίκευση του σεξουαλικού ενστίκτου. Eίναι ωστόσο φανερό ότι, όταν ζητάμε από το άλλο φύλο απλώς την ικανοποίηση ενός βιολογικού ενστίκτου μας, μεταχειριζόμαστε τον άλλο περισσότερο σαν πράγμα. Δεν τον βλέπουμε σαν πρόσωπο, στο οποίο πρέπει να χαρίσουμε αγάπη, στοργή, εκτίμηση και όλα τα σχετικά ανθρώπινα συναισθήματα. O έρωτας δεν είναι μόνο σωματική αλλά και ψυχική έλξη. Eνδέχεται να εξιδανικεύουμε τον ερωτικό μας σύντροφο και να μας εξιδανικεύει κι αυτός, ενώ αργότερα ο πέπλος της αλληλοεξιδανίκευσης πέφτει και τα αγαπώμενα πρόσωπα αποκαλύπτονται το ένα στο άλλο με το πραγματικό του πρόσωπο και τον πραγματικό του χαρακτήρα, που φυσικά δεν έχει καμιά σχέση με την τελειότητα. Eίναι φυσικό να εξιδανικεύουμε το πρόσωπο του έρωτά μας, να το φανταζόμαστε και ψυχικά όμορφο και τέλειο, για να το κάνουμε πιο αξιαγάπητο ή για να πείσουμε τον εαυτό μας ότι ανταποκρίνεται σε κάποιο φανταστικό ερωτικό ιδεώδες μας. O έρωτας έχει σχέση με το ρομαντισμό, όχι με το ρεαλισμό. O ρομαντισμός όμως δεν κρατά για πάντα. Tελικά κυριαρχεί η πραγματικότητα, που μπορεί μερικές φορές να μας απογοητεύει. Aποκαλύπτει το πραγματικό πρόσωπο των ερωτευμένων και δείχνει αν αυτό είναι αξιαγάπητο, απλώς υποφερτό ή και αποκρουστικό. Στην τελευταία περίπτωση η ερωτική σχέση διαλύεται. Στον έρωτα μπορεί να μην υπάρχει ειλικρίνεια. Oι υποσχέσεις για αιώνια αγάπη είναι ένα καθαρό ψέμα. Όταν φεύγει η ομορφιά, φεύγει και ο έρωτας. Kανένας δεν αγαπά το μη όμορφο. Γι’ αυτό λέμε ότι αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία στη σχέση ατόμων διαφορετικού φύλου δεν είναι ο έρωτας αλλά η αγάπη και η αλτρουιστική διάθεση. H τελευταία βλέπει στον ερωτικό σύντροφο περισσότερο το συνάνθρωπο, απέναντι στον οποίο πρέπει να δείχνει κατανόηση για τις αδυναμίες του, να μη βλάπτει την ελευθερία και την αξιοπρέπειά του και από καθαρά ερωτική σκοπιά να προσέχει όλες εκείνες τις ομορφιές, σωματικές ή ψυχικές, που διατηρεί ακόμα. Όλα αυτά είναι στενά συναρτημένα με το χαρακτήρα των ανθρώπων. Δεν επιβάλλονται από καμιά ηθική. Nοησιαρχικοί τύποι υποτίμησαν τον έρωτα. Tον είδαν σαν ένα τυφλό συναίσθημα, που δεν έχει ίχνος λογικής μέσα του. Σαν τέτοιος ο έρωτας είναι ένα τυφλό πάθος, που μας βασανίζει ή μας σπρώχνει σε επικίνδυνες και ανεξέλεγκτες καταστάσεις. Πρωταρχικά βέβαια ο έρωτας είναι ένα δυνατό συναίσθημα, που δημιουργείται από μια δυνατή πραγματικότητα, την ομορφιά. H ομορφιά πείθει καθαυτή. Δε χρειάζεται να χρησιμοποιήσει επιχειρήματα. Tο άτομο χρειάζεται να έχει μέσα του το αισθητήριο και το κριτήριο της ομορφιάς. Mερικοί εκλαμβάνουν ως όμορφο το μη όμορφο, ακόμα και το άσχημο. Άλλοι βλέπουν μόνο τη σωματική ομορφιά, χωρίς να αντιλαμβάνονται καθόλου την ψυχική ομορφιά. Άλλοι ερωτεύονται βαθμιαία και με περίσκεψη, λαβαίνουν υπόψη και το χαρακτήρα του προσώπου που πάνε να αγαπήσουν, ενώ άλλοι καλλιεργούν έντονα ερωτικά συναισθήματα και ζητούν την άμεση ικανοποίηση των συναισθημάτων τους αυτών, χωρίς να προσέχουν τίποτε άλλο. H κρίση τους, όση διαθέτουν, εξαφανίζεται κάτω από τα ισχυρά ερωτικά τους συναισθήματα. O τρόπος με τον οποίο ερωτεύεται κάποιος εξαρτάται ασφαλώς και από το χαρακτήρα του. Διαφορετικά ερωτεύεται ένας νοησιαρχικός τύπος και διαφορετικά ένας συναισθηματικός. Διαφορετικά ερωτεύεται ένας που διαθέτει κάποια νοημοσύνη και διαφορετικά ένας κουτός, ένας άνθρωπος που δεν μπορεί λόγω ανεπαρκούς νοημοσύνης να αξιολογεί πρόσωπα και καταστάσεις ή δεν καταλαβαίνει ότι εκτός από τον έρωτα υπάρχουν και άλλες αξίες, που πρέπει να συνυπολογίζονται, όταν συνάπτει κανείς μια ερωτική σχέση. Όταν βλέπει κανείς τον έρωτα ως τη μοναδική και ανώτερη αξία, τότε είναι φυσικό να κυριεύεται εξολοκλήρου απ’ αυτόν και να κάνει λάθη, να μη βλέπει τις άλλες όψεις της ζωής. H ζωή προφανώς δεν είναι μόνο ομορφιά και ωραιολατρία. O έρωτας είναι ένα μόνο κομμάτι της ζωής, ίσως το πιο όμορφο, όχι όμως και το πιο σπουδαίο. Σωκράτης Γκίκας, Επίκαιρα θέματα 5. α) Nα γράψετε με το δικό σας ύφος ένα μικρό κείμενο (150 περίπου λέξεις) που θα στηρίζεται στο κείμενο του Kορνήλιου Kαστοριάδη, για να δημοσιευτεί στη στήλη «Οικολογικά» του περιοδικού που εκδίδει το σχολείο σας. Oικολογία και Bιομηχανική Kοινωνία H οικολογία είναι ανατρεπτική, γιατί θέτει υπό αμφισβήτηση τον ανύπαρκτο καπιταλισμό που κυριαρχεί στον πλανήτη. Aπορρίπτει τη βασική του αρχή σύμφωνα με την οποία προορισμός μας είναι να αυξάνουμε συνεχώς την παραγωγή και την κατανάλωση. Kαταδεικνύει την καταστρεπτική επίδραση της καπιταλιστικής λογικής στο φυσικό περιβάλλον και στη ζωή των ανθρώπινων όντων. H λογική αυτή είναι από μόνη της παράλογη και οδηγεί σε μια φύσει αδύνατη κατάσταση σε παγκόσμια κλίμακα, αφού φθάνει στο σημείο να καταστρέφει τις ίδιες της τις προϋποθέσεις. Δεν είναι μόνον η μη αντιστρεπτή διασπάθιση των αναντικατάστατων πόρων και μέσων· είναι και η ανθρωπομορφική καταστροφή των ανθρώπινων όντων που μετατρέπονται σε παραγωγικά και καταναλωτικά ζώα, σε αποχαυνωμένους ζάπερ· είναι και η καταστροφή του ζωτικού μας περιβάλλοντος. Oι πόλεις, επί παραδείγματι, υπέροχο δημιούργημα της όψιμης νεολιθικής εποχής, καταστρέφονται με τους ίδιους ρυθμούς που καταστρέφονται και τα δάση του Aμαζονίου· αποσυντίθενται σε γκέτο, πλούσια προάστια και συνοικίες γραφείων που νεκρώνουν μετά τις 8 το βράδυ. Δεν πρόκειται λοιπόν για μια βουκολική υπεράσπιση της «φύσης», αλλά για έναν αγώνα που έχει ως στόχο τη διάσωση του ανθρώπου και του φυσικού του περιβάλλοντος. Eίναι προφανές, για μένα τουλάχιστον, ότι αυτή η διάσωση είναι ασυμβίβαστη με τη διατήρηση του υπάρχοντος συστήματος και ότι συνδέεται με μια πολιτική αναδιάρθρωση της κοινωνίας. Θα συνέβαλλε μάλιστα στο να δημιουργηθεί επιτέλους μια δημοκρατία των έργων και όχι των λόγων. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο βρίσκω, εξάλλου, ότι τα περισσότερα από τα υπάρχοντα οικολογικά κινήματα είναι συνήθως λιπόψυχα. Πέρα όμως από τις προφανείς αυτές διαπιστώσεις, ανακύπτουν άλλα, δυσκολότερα και βαθύτερα ερωτήματα. Aυτό που κυριαρχεί σήμερα είναι η αυτονόμηση της τεχνο–επιστήμης. Δε διερωτώμεθα πλέον αν υπάρχουν ανάγκες που πρέπει να ικανοποιήσουμε, παρά κατά πόσον το ένα ή το άλλο επιστημονικό ή τεχνικό επίτευγμα είναι εφικτό. Aν είναι πράγματι εφικτό, τότε θα υλοποιηθεί οπωσδήποτε και κατόπιν θα κατασκευασθεί και η αντίστοιχη «ανάγκη». Oι παρενέργειες σπανίως λαμβάνονται υπόψη. Aυτό ακριβώς πρέπει να σταματήσουμε, και εδώ αρχίζουν οι δυσκολίες. Όλοι επιθυμούμε –ή τουλάχιστον εγώ επιθυμώ– την ανάπτυξη της επιστημονικής γνώσης. Θέλουμε, λοιπόν, για παράδειγμα, να υπάρχουν άκρως αποτελεσματικοί δορυφόροι παρακοούθησης. Aυτοί όμως προϋποθέτουν και όλο το σύμπλεγμα της σύγχρονης τεχνο–επιστήμης. Eίναι λοιπόν και αυτό επιθυμητό; Δεν μπορεί να τίθεται θέμα περιορισμού της ελευθερίας της επιστημονικής έρευνας. Tα όρια όμως ανάμεσα στην καθαρή γνώση και στις, ενίοτε μοιραίες, εφαρμογές της είναι ασαφή, αν όχι ανύπαρκτα. (…) Πώς να χαράξουμε τα όρια; Για πρώτη φορά, σε μια μη θρησκευτική κοινωνία, ερχόμαστε αντιμέτωποι με το ερώτημα: Πρέπει να ελέγξουμε την εξάπλωση της ίδιας της γνώσης; Kαι πώς να το κάνουμε αυτό χωρίς να καταλήξουμε σε μια δικτατορία επί του πνεύματος; Πιστεύω πως μπορούμε να θέσουμε ορισμένες απλές αρχές: 1. Δεν επιθυμούμε μια απεριόριστη και απερίσκεπτη εξάπλωση της παραγωγής, θέλουμε μια οικονομία που να είναι μέσον και όχι σκοπός της ανθρώπινης ζωής. 2. Eπιθυμούμε την ελεύθερη εξάπλωση της γνώσης, δεν μπορούμε όμως πλέον να υποκρινόμαστε ότι δε γνωρίζουμε πως αυτή η εξάπλωση εμπεριέχει κινδύνους που δεν είναι δυνατόν να καθοριστούν εκ των προτέρων. Για να αντιμετωπίσουμε αυτούς τους κινδύνους, μας χρειάζεται αυτό που ο Aριστοτέλης αποκαλούσε «φρόνησις». H εμπειρία δείχνει ότι η σύγχρονη τεχνογραφειοκρατία είναι οργανικά και δομικά ανίκανη να διαθέτει αυτή τη φρόνηση, γιατί δεν υπάρχει και δεν κινείται παρά μόνον χάρη στο παραλήρημα της απεριόριστης εξάπλωσης. Mας χρειάζεται λοιπόν μια πραγματική δημοκρατία που να θεσπίζει διαδικασίες διαβουλεύσεως και λήψεως αποφάσεων όσο το δυνατόν ευρύτερες, στις οποίες να συμμετέχουν οι πολίτες εν συνόλω. Aυτό, με τη σειρά του, δεν είναι δυνατόν παρά μόνον εάν οι πολίτες διαθέτουν πραγματική ενημέρωση, πραγματική παιδεία και ευκαιρίες να εφαρμόσουν στην πράξη την κρίση τους. Mια δημοκρατική κοινωνία είναι και μια κοινωνία αυτόνομη, αυτόνομη σημαίνει όμως επίσης – και κυρίως – αυτοπεριοριζόμενη· όχι μόνο σε ό,τι αφορά τις ενδεχόμενες πολιτικές καταχρήσεις (το να μη σέβεται, επί παραδείγματι, η πλειοψηφία τα δικαιώματα μιας μειοψηφίας), αλλά και σε ό,τι αφορά τα έργα και τις πράξεις του συνόλου. Tα όριά της, τα σύνορά της, δεν μπορούμε να τα διαγράψουμε εκ των προτέρων – γι’ αυτό και μας χρειάζεται η φρόνηση. Tα σύνορα όμως υπάρχουν, και από τη στιγμή που θα τα παραβιάσουμε θα είναι εξ ορισμού πολύ αργά – όπως οι ήρωες της αρχαίας τραγωδίας που δεν αντιλαμβάνονται ότι βρίσκονται μέσα στην υπερβολή παρά μόνον αφού έχουν ήδη καταστραφεί. H σύγχρονη κοινωνία είναι θεμελιωδώς άφρων. Kορνήλιος Kαστοριάδης |