Χαίρετε. Έρχομαι απ' τη γη.
Καλωσόρισες, τι γυρεύεις;
Ήρθα με αποστολή. Να γεωμετρήσω τον αέρα. Να
χωρίσω την πόλη σας σε οικόπεδα και δρόμους...
Μπα μπα! Κι αυτό που κρατάς τι είναι;
Χάρακες του αέρα. Γιατί ο αέρας μοιάζει στο
σχήμα μ' ένα φούρνο. Εγώ λοιπόν θα βάλω από πάνω τον καμπύλο χάρακά μου και μέσα
ένα διαβήτη. Θα μετρήσω κατόπιν μ' έναν ίσιο χάρακα καθέτως κι έτσι θα επιτύχω
να γίνει τετράγωνος κύκλος. Στη μέση θα 'ναι η αγορά κι οι δρόμοι για τ' αυτοκίνητα,
πάνω απ' τους δρόμους για τ' αυτοκίνητα θα 'ναι οι δρόμοι για τα μηχανάκια, κάτω
από τους δρόμους για τ' αυτοκίνητα και τα μηχανάκια θα 'ναι οι δρόμοι για τους
πεζούς, τα εργοστάσια θα 'ναι γύρω απ' την καμπύλη, τα υπουργεία απάνω στην καμπύλη
κι έξω απ' την καμπύλη, εκτός κυκλώματος, που λένε...
Εσύ... Έξω απ' τον κύκλο αμέσως! Φίλε, μάζεψ'
τα και δρόμο, πριν σε κρεμάσω ανάποδα απ' το χάρακά σου και δεις αληθινά τότε τον
τετραγωνισμό του κύκλου*! Για κοίτα, αδερφέ μου, ακόμη δεν τη χτίσαμε την πόλη
μας κι αρχίσαν οι ενοχλήσεις!
Μα τι πάθατε, κύριε; Πώς μιλάτε έτσι σ' έναν
εκπρόσωπο του Κράτους;
Στην πόλη αυτή δε θέλουμε δρόμους, κύριέ
μου, μήτε αυτοκίνητα, κύριέ μου, μήτε μηχανάκια, μήτε εργοστάσια, κύριέ μου, μήτε
υπουργεία, κύριέ μου, μήτε γεωμέτρες, κύριέ μου, κατάλαβες; Εδώ έχουμε έναν πολύ
ωραίο νόμο, ξέρεις: Να σπάμε στο ξύλο τους αλήτες!
Να τα μαζεύω τότε.
Δεν ξέρω αν θα προφτάσεις! Οι ξυλιές φτάσανε
κιόλας! (Τον δέρνει.)
Οχ! Οχ!
Εγώ σε προειδοποίησα. Μπρος! δρόμο. Άμε να
χαρακώσεις άλλο μέρος! (Ο Γεωμέτρης φεύγει, μπαίνει ο Εφοριακός.)
Οι επίσημοι να
με υποδεχτούνε! Πού είναι οι μπάντες*;
Ποιος είναι πάλι
ετούτος;
Είμαι εφοριακός
και ήρθα εδώ στην Ουρανούπολη...
Και ποιος σε στέλνει;
Έγγραφο, μια διαταγή
να διενεργήσω έλεγχο...
Ωραία. Δε μου λες;
Πόσα θέλεις για να φύγεις αμέσως και να πεις πως έκανες τον έλεγχο σου;
Αυτό πολύ μ' αρέσει!
Δωροδοκείς, μα έχε χάρη που είσαι γλυκούλης!
Ένα... χιλιαρικάκι;
Πολλά είναι...
Οκτώ κατοστάρικα;
Πολλά, πολλά...
Πέντε;
(Τον μουντζώνει.)
Πάρ' τα!
Είμ' εφοριακός και με μουντζώνεις; Διαμαρτύρομαι!
Βρε ουστ από δω! (Ο εφοριακός βγαίνει. Από
μακριά έρχεται ο αγγελιοφόρος).
Πι πι πι πι πι πι...
Ποιος θέλει, καλέ, να κάνει τσίσα;
Πι πι πι πι πι, Πισθέταιρε...
Παρών!
Χτίστηκε το τείχος...
Μπράβο!
Σπουδαίο έργο. Εκατό οργιές* ψηλό.
Έλα! Και ποιοι το 'χτισαν τόσο ψηλό το τείχος;
Πουλιά, ποιοι άλλοι. Τριάντα χιλιάδες
γερανοί από τη Λιβύη κουβάλησαν τις πέτρες. Δέκα χιλιάδες
λελέκια ζύμωναν τη λάσπη. Τα πουλιά των ποταμών κουβάλησαν το νερό. Οι χήνες με
τα πλατιά ποδάρια τους ζύμωναν τον πηλό. Για μαραγκοί ήταν οι πελεκάνοι. Πελεκούσαν
με τα ράμφη τους τα ξύλα κι έφτιαξαν τις πύλες. Όλα τώρα λειτουργούν ρολόι!...
Μα τι βλέπω! Μπα, τι είν' αυτή η φτερωτή
γυναίκα που προσγειώθηκε μπροστά μας; Έι, εσύ ποια είσαι; Την ταυτότητά σου.
Έρχομαι απ' την αυλή των θεών του Ολύμπου.
Και ποια είσαι;
Η θεά Ίριδα!
(Στο μαντατοφόρο): Να τη συλλάβεις!
Εμένα;
Εσένα βέβαια. Αφού μπήκες παράνομα στη χώρα.
Καλέ, τι λέει αυτός;
Την πάπια μού κάνεις;
Την πάπια; Ποια πάπια;
Έχεις παρουσιαστεί, παιδί μου, στην αστυνομία
των γερακιών; Σου βάλαν σφραγίδα στο διαβατήριο οι χήνες;
Ποια σφραγίδα μού κοπανάς; Είμαι
θεά! Έχω το διπλωματικό ελεύθερο, που λένε.
Αυτά που ήξερες, να τα ξεχάσεις! Χωρίς άδεια
παραμονής να γυρνάς στον εναέριο χώρο ξένου κράτους! Θα πληρώσεις πρόστιμο γι' αυτό...
Εσύ θα το πληρώσεις, που μιλάς έτσι
σε μια θεά...
Εσύ θεά;
Και βέβαια!
Τώρα πια εκθρονίστηκες, δεν το πήρες χαμπάρι;
Θεές τώρα μόνο η αηδόνα, η χελιδόνα, η πέρδικα κι η περιστέρα!
Ανόητε, ανόητε, ανόητε! Στάχτη θα
σε κάνει ο μπαμπάς μου ο Δίας!
Στάχτη; Καλύτερα. Κι εγώ απ' τη στάχτη θα
ξεφυτρώσω σαν το φοίνικα, το μυθικό πουλί! Στην έφερα. Όχι θα μου τη φέρεις, πουλάδα!..
(Η Ίριδα θυμωμένη φεύγει.)
Πισθέταιρε, σοφότατε, πάνσοφε, σπουδαίε
και δοξασμένε, φέρνω διπλό χαρούμενο μαντάτο! Πρώτα πρώτα,
με το χρυσό στεφάνι αυτό σε στεφανώνουν όλα τα έθνη της γης, τιμώντας τη σοφία
σου. Η ανθρωπότητα απ' άκρου σ' άκρον δέχτηκε τα πουλιά κι αυτά λατρεύει σαν θεούς.
Μάλιστα, μια νέα μόδα εξαπλώθηκε στη γη: Η πουλομανία! Οι άνθρωποι ξεσηκώνουν
τους τρόπους των πουλιών σε όλα. Μύγες χάφτουν τα πουλιά; Μύγες χάφτουν κι οι άνθρωποι.
Τα παιδιά στο σχολείο δε γράφουν πια το αλφάβητο παρά ορνιθοσκαλίσματα σαν τις κότες,
κι όλοι παίρνουν ονόματα πουλιών! Η κ. Παγώνα, ο κ. Περδίκης! Κι αν πεις για τα
τραγούδια τους, όλο για πουλιά μιλάνε: το σπουργιτάκι, η γερακίνα, το άσπρο μου
περιστέρι, το είμ' αϊτός χωρίς φτερά, ο γλάρος! Οι κοπελιές κουνιούνται σαν σουσουράδες.
Κι όλοι θέλουν φτερά για να πετάξουν!
Ας κάνουν ωραίες πράξεις, πες τους, και θα
πετάξουν από χαρά και ευτυχία! Τι άλλο όμως έχεις να μου πεις;
Οι θεοί έστειλαν πριν λίγο μήνυμα πως
μας παραδίνουνε την εξουσία!
Τι λες!
Ζητούν να κάνουμε ειρήνη. Και τα πουλιά
ας κυβερνούν τον κόσμο. Να τον κυβερνήσουν δίκαια τουλάχιστο...
Ειρήνη! Επιτέλους πια. Ειρήνη! Και Δικαιοσύνη!
Αυτοί πια να 'ναι νόμοι των πουλιών και των ανθρώπων!
Κάντε θέση, κάντε θέση να χορέψω εγώ στη μέση.
Ποπό τι ομορφιές και κάλλη αχ κι έχω χαρά μεγάλη.
Απ' τον άνθρωπο ετούτον τα πουλιά έχουν δει τον πλούτο.
Τώρα για την Πουλοχώρα έφτασε η μεγάλη ώρα.
Γιατί τα πουλιά γνωρίζουν τώρα πια το τι αξίζουν.
Κι έτσι
το έργο μας τελειώνει μου το λέει στ' αυτί τ' αηδόνι.
Τώρα σπίτια σας να πάτε και να 'χετε ό,τι αγαπάτε!
|