|
Μπακ, όπως πάντα, ήταν ξαπλωμένος
σε μια γωνιά με το κεφάλι ακουμπισμένο ανάμεσα στα πόδια του και παρατηρούσε την
κάθε κίνηση του αφεντικού του. Ο Μπάρτον, χωρίς να 'χει προηγούμενο, χτύπησε ξαφνικά
το Θόρντον στον ώμο. Αυτός κλονίστηκε, στριφογύρισε και
θα 'πεφτε, αν δεν κρατιόταν από την μπάρα του πάγκου*.
Εκείνοι
που παρακολουθούσαν τη σκηνή άκουσαν κάτι που δεν έμοιαζε ούτε με γάβγισμα ούτε
με ουρλιαχτό, αλλά με βρυχηθμό, και είδαν τον Μπακ να τινάζεται από το πάτωμα στο
λαιμό του Μπάρτον. Αν γλίτωσε τη ζωή του ήταν γιατί, από ένστικτο, έβαλε το χέρι
μπροστά, αλλά κυλίστηκαν στο έδαφος με τον Μπακ από πάνω. Το σκυλί άφησε απ' τα
δόντια του το μπράτσο του άντρα, όρμησε πάλι στο λαιμό του κι αυτή τη φορά πέτυχε
να του τον ξεσχίσει. Τότε, κινήθηκε το πλήθος κι αποτράβηξε το σκυλί, αλλά όσο κάποιος
χειρουργός προσπαθούσε να σταματήσει την αιμορραγία, εκείνο πηγαινοερχόταν με μανία
πάνω κάτω, γρύλιζε άγρια, έτοιμο να ορμήσει και πάλι, αλλά το σταμάτησαν τα χτυπήματα
από τα ρόπαλα, που έπεφταν πάνω του σαν βροχή. Το συμβούλιο που συγκροτήθηκε από
τους χρυσοθήρες αποφάσισε ότι η υπαιτιότητα βάραινε εκείνον που είχε προκαλέσει
το ζώο, κι έτσι ο Μπακ απαλλάχτηκε. Από εκείνη όμως τη μέρα η φήμη του εδραιώθηκε
και μιλούσαν γι' αυτόν σ' όλους τους καταυλισμούς της Αλάσκας.
Αργότερα,
όταν κόντευε να τελειώσει ο χρόνος, έσωσε και πάλι τη ζωή του Τζον Θόρντον, αλλά
με άλλο τρόπο. Οι τρεις συνεταίροι είχαν κατεβάσει μια στενόμακρη βάρκα με κοντάρι
σ' ένα επικίνδυνο σημείο με καταρράχτες, στο Φόρτυ Μάιλς Κρικ. Ο Χανς και ο Πίτε
βάδιζαν κατά μήκος της όχθης συγκρατώντας την μ' ένα σκοινί, ενώ ο Θόρντον κουμαντάριζετη
βάρκα με το κοντάρι κι έδινε οδηγίες στους άλλους. Ο Μπακ, ανήσυχος και νευρικός,
βάδιζε στην όχθη παράλληλα με τη βάρκα, χωρίς να χάνει από τα μάτια του το Θόρντον.
Σ'
ένα ιδιαίτερα επικίνδυνο σημείο, εκεί όπου μια σειρά ύφαλα* μόλις ξεμυτούσαν από
το νερό του ποταμού, ο Χανς λασκάρισε το σκοινί* —ενώ ο Θόρντον έκανε μανούβρες με το κοντάρι— και, με την
άκρη του σκοινιού στο χέρι, έτρεχε κατά μήκος της όχθης για να συγκρατήσει τη βάρκα,
μόλις θα περνούσε τα ύφαλα. Αυτό έγινε και τώρα το σκάφος έτρεχε με τέτοια ταχύτητα,
σαν να το κινούσε νερόμυλος, όταν ο Χανς το σταμάτησε με το σκοινί πολύ απότομα.
Τότε η βάρκα στριφογύρισε και αναποδογυρίστηκε, ενώ ο Θόρντον τινάχτηκε έξω κι
άρχισε να τον παρασύρει το ρεύμα στο χειρότερο σημείο του καταρράχτη, εκεί που
ούτε κολυμβητής δεν μπορούσε να γλιτώσει από τα ορμητικά νερά.
0 Μπακ
δεν περίμενε ούτε λεπτό. Στις τριακόσιες γιάρδες* και μέσα σε μια φοβερή δίνη* πλησίασε
το Θόρντον. Όταν κατάλαβε ότι αρπάχτηκε από την ουρά του, το σκυλί έβαλε πλώρη για
την όχθη, κολυμπώντας μ' εκείνη την υπέροχη δύναμή του. Αλλά η προσέγγιση γινότανε
αργά, ενώ το ρεύμα έτρεχε μ' εκπληκτική ταχύτητα. Από κάτω έφτανε το θανάσιμο βουητό,
όπου το άγριο και ορμητικό νερό ήταν ακόμα πιο δυνατό, έσκαζε πάνω στα βράχια και
περνούσε ανάμεσά τους σαν μέσα από τα δόντια μιας πελώριας χτένας. Όταν έφτανες
σ' εκείνο το σημείο, η έλξη του νερού ήταν φοβερή και ο Θόρντον κατάλαβε, ότι δε
θα 'φτανε ποτέ στην όχθη. Αρπάχτηκε μανιασμένα από ένα βράχο, χτύπησε πάνω σ' ένα
δεύτερο κι έπεσε με σφοδρότητα πάνω σ' έναν τρίτο. Αγκάλιασε τη γλιστερή κορυφή
με τα δυο του χέρια, άφησε τον Μπακ και, μέσα στη βουή του ανταριασμένου νερού,
ακούστηκε να φωνάζει: «Φύγε, Μπακ, φύγε!».
0 Μπακ
δεν μπορούσε να κρατηθεί εκεί. Το ρεύμα τον παρέσυρε και, παρά τον απεγνωσμένο
αγώνα του, δε γινόταν να επιστρέψει πίσω. Όταν άκουσε την προσταγή του Θόρντον να
επαναλαμβάνεται, ορθώθηκε λίγο έξω από το νερό, σήκωσε το κεφάλι του ψηλά, σαν να
'θελε να ρίξει μια τελευταία ματιά, και στράφηκε υπάκουα προς την όχθη. Κολύμπησε
με όλη του τη δύναμη, ώσπου τον ανέσυρε ο Πίτε και ο Χανς, τη στιγμή ακριβώς που
οι δυνάμεις του τον εγκατέλειπαν και είχε αρχίσει να καταρρέει.
Ήξεραν
και οι δύο ότι ένας άνθρωπος δεν μπορούσε να κρατηθεί παρά λίγα μόνο λεπτά από
ένα γλιστερό βράχο και μέσα σ' ένα τόσο ισχυρό ρεύμα, γι' αυτό κι έτρεξαν όσο γινόταν
πιο γρήγορα σ' ένα σημείο, απέναντι από κει που κρεμόταν ο Θόρντον. Έδεσαν το σκοινί
που χρησιμοποιούσαν για τη βάρκα γύρω από το λαιμό και τους ώμους του Μπακ, προσέχοντας
να μην τον πνίξουν ή να μην τον εμποδίζει στο κολύμπι, και τον έριξαν στο ρεύμα
του ποταμού. Αυτός προχώρησε θαρραλέα, αλλά όχι εντελώς ίσια προς το ρεύμα. Ανακάλυψε
το λάθος του αργότερα, όταν είδε το Θόρντον παράπλευρα και μακριά κι αισθάνθηκε
την ορμή του νερού να τον παρασύρει.
Αμέσως
ο Χανς τράβηξε το σκοινί, όπως έκανε και με τη βάρκα, κι αυτό τεντώθηκε στη δίνη
του ρεύματος. Ο Μπακ χάθηκε κάτω από την επιφάνεια, ώσπου το κορμί του χτύπησε στην
όχθη και τον έσυραν έξω. Ήταν μισοπνιγμένος και ο Χανς με τον Πίτε βάλθηκαν να
του πιέζουν το στήθος, για να φύγει το νερό. Στάθηκε στα πόδια του, αλλά ξανάπεσε.
Τότε, έφτασε ως αυτούς αχνή η φωνή του Θόρντον και, παρόλο που δεν ξεχώριζαν τις
λέξεις, κατάλαβαν ότι είχε φτάσει στα όριά του. Η φωνή του αφεντικού του διαπέρασε
τον Μπακ σαν ηλεκτρικό ρεύμα. Πετάχτηκε όρθιος κι έτρεξε μπροστά απ' τους άντρες
στο σημείο όπου είχε πέσει πριν από λίγη ώρα.
Του
ξανάδεσαν το σκοινί, τινάχτηκε κι όρμησε ξανά στο νερό, αλλά αυτή τη φορά κολυμπώντας ακριβώς μέσα στο ρεύμα.
Την πρώτη φορά είχε κάνει λάθος, αλλά τώρα δε θα το επαναλάμβανε. Ο Χανς άφησε ελεύθερο
το σκοινί, χωρίς να το χαλαρώσει πολύ, ενώ ο Πίτε πρόσεχε να μην μπερδευτεί. Ο Μπακ
τράβηξε σε ευθεία γραμμή προς το Θόρντον, έπειτα πήρε στροφή και με εκπληκτική ταχύτητα
βρέθηκε πλάι του. Εκείνος τον είδε που ερχότανε και, όπως ο Μπακ έπεσε πάνω του
σαν αγριεμένο κριάρι με όλη τη δύναμη του ρεύματος που τον έσπρωχνε, τον άρπαξε
και τύλιξε τα χέρια του γύρω από τον αναμαλλιασμένο λαιμό του. Ο Χανς έδεσε το σκοινί
από ένα δέντρο και τράβηξαν κάτω από την επιφάνεια του νερού τον Μπακ και το Θόρντον.
Αυτοί, παλεύοντας και ασφυκτιώντας*, πότε ο ένας από πάνω, πότε ο άλλος, σέρνονταν
στον ανώμαλο βυθό, σβαρνίζοντας σε βράχια* και κούτσουρα, ώσπου έφτασαν στην όχθη.
Ο Θόρντον
συνήλθε, όταν ο Χανς και ο Πίτε τον ξάπλωσαν μπρούμυτα πάνω σ' ένα κούτσουρο και
τον ταρακούνησαν πέρα δώθε. Το πρώτο του μέλημα ήταν να ψάξει με τα μάτια για τον
Μπακ, όπου πάνω από το ταλαιπωρημένο και άψυχο σχεδόν κορμί του μούγκριζε ο Νιγκ,
ενώ η Σκιτ τού έγλειφε το βρεγμένο πρόσωπο και τα κλειστά του μάτια. Ο Θόρντον,
παρά το γεγονός ότι ήταν και ο ίδιος χτυπημένος και μελανιασμένος, πήγε προσεχτικά
πάνω απ' τον Μπακ, τον εξέτασε και βρήκε τρία πλευρά σπασμένα.
«Λοιπόν,
κανονίστηκε», ανακοίνωσε. «Θα κατασκηνώσουμε ακριβώς εδώ». Έτσι κι έγινε, ώσπου
θεραπεύτηκαν τα πλευρά του Μπακ και ήταν πια σε θέση να ταξιδέψει.
μετάφραση: Τάκης Μενδράκος
* μπάρα του πάγκου: η μακρόστενη
σανίδα όπσυ ακουμπούν και πίνουν το ποτό τους οι πελάτες στα μπαρ * (τα) ύφαλα: βράχοι που βρίσκονται λίγο πιο κάτω από την επιφάνεια του νερού * λασκάρισε το
σκοινί (λασκάρω): ξέσφιξε, χαλάρωσε το σκοινί * γιάρδες (η γιάρδα): μονάδα μέτρησης
μήκους στις Αγγλοσαξονικές χώρες, ίση με 0,9144 μέτρα * (η) δίνη: ισχυρή περιστροφική
κίνηση νερού ή ανέμου * ασφυκτιώντας (ασφυκτιώ): αδυνατώντας
να αναπνεύσουν * σβαρνίζοντας σε βράχια (σβαρνίζω): όπως σέρνονταν, χτυπούσαν πάνω
σε βράχια
|