|
Ασπρούδα ήταν το πιο περήφανο
πουρνάρι της περιοχής. Το πιο μεγάλο και το πιο ψηλό. Λέγανε πως ήταν στοιχειωμένο
δέντρο, να, από κείνα που τα κατοικούσανε νεράιδες και ξωθιές*, θεές βουνίσιες, Δρυάδες ή Αμαδρυάδες*, που είχανε παλάτια πλουμισμένα στην καρδιά του πουρναριού.
Κι αυτές το ποτίζανε, λέει, και το ταγίζανε με θεϊκές τροφές, κι αψήλωσε και θέριεψε
κι έφτασε ίσαμε το Θεό και ως τον ουρανό ψηλά! Και κρυφομίλαγε με το φεγγάρι...
Ήταν
θεόρατο. Οι ρίζες του έμπαιναν βαθιά κι άγγιζαν την καρδιά της γης. Ο κορμός του
είχε ως δέκα μέτρα περιφέρεια. Κι οι κλώνοι του απλώνανε κι άγγιζαν το παλιόκαστρο. Κι εκείνη η θεόρατη κορφή του, που πήγαινε μεσούρανα, περήφανη κι αλύγιστη,
όσοι βοριάδες και νοτιάδες κι αν φυσούσαν...
Ήτανε
κι ένα κλήμα σκαλωμένο πάνω του, που έκανε ξανθά σταφύλια. Ήτανε, λέει, Ασπρούδα.
Από αυτό το κλήμα πήρε και το πουρνάρι τ' όνομά του. Ποτέ, κανείς δεν έφαγε σταφύλια
από την Ασπρούδα. Τα 'τρωγαν, λέει, οι ξωθιές, που το εξουσιάζανε! Και να σκεφτείς,
αυτό το θεόρατο και ξωτικό δέντρο ανήκε σ' έναν ανθρωπάκο, τόσο δα, μια σπιθαμή
πράμα! Κοντούλης και λιγνούλης, μια σταλιά κορμί! Μα ήταν πολύ περήφανος για το
πουρνάρι του κι όλο καμάρωνε!
— Για
κοίτα αδικία, λέγανε οι συγχωριανοί του. Δεν μπορούσε να κόψει ο Θεός μια στάλα
μπόι απ' το πουρνάρι και να δώσει λίγο και σ' αυτόν το φουκαρά...
Και
γελούσανε. Γελούσαμε και μεις τα παιδιά και μεγαλώναμε με την εντύπωση πως ο Θεός
είναι άδικος και πως κάπως πρέπει να φταίνε και κείνες οι Δρυάδες που το κατοικούσανε και δεν αφήνανε κανέναν να τ' αγγίξει. Κι είναι αλήθεια πως κανείς ποτέ
δεν άπλωσε χέρι πάνω του. Δεν ξέρω αν ήταν από φόβο ή από σεβασμό στο μπόι του πουρναριού
ή από τίποτ' άλλο, που δεν μπορώ ακόμα να προσδιορίσω. Πάντως η Ασπρούδα όλο ψήλωνε
και μεγάλωνε κι έριχνε τα κλαδιά της και τη σκιά της πάνω από το κάστρο το παλιό,
που ήτανε λιγάκι παρακεί. Σκίαζε ακόμα και το Παλιοχώρι, που μένανε ακόμα τα ερείπιά
του εκειδά στην πλαγιά, απέναντι, πάνω απ' το μεγάλο ρέμα, που φούσκωνε πολλές
φορές και θαρρούσες πως θα πνίξει όλη την περιοχή, με τα σπαρτά και με τα ζωντανά.
Υπήρχαν,
βέβαια, κι άλλα πουρνάρια και μεγάλα δέντρα στην περιοχή. Μα τέτοιο μπόι και λεβεντιά
δεν είχε κανένα. Το θαύμαζε όλος ο γύρω κόσμος, έτσι που ανέβαινε κωνωτό* προς
τα ουράνια!
— Δεν
μπορεί! Αυτό το πουρνάρι δεν είναι απ' τα συνηθισμένα! Κάτι θα συμβαίνει! Πώς ψηλώνει
έτσι! Δεν μπορεί, θα είναι μαγεμένο...
Κι
όταν περνούσαν από κει οι περαστικοί, ταχύνανε το βήμα τους και κρατούσαν την αναπνοή τους. Όμως, ποτέ κανείς
δεν έπαθε κακό! Κανείς, όπως διηγούνται κι οι γερόντοι, δεν έχασε ποτέ τη μιλιά
του ή το γέλιο του ή τη χαρά του... Το πουρνάρι μας ήταν ευλογημένο απ' το Θεό.
Ήταν ένα θαύμα στην περιοχή και τίποτ' άλλο! Και να δεις; Μήτ' ένας κεραυνός δεν
έπεσε πάνω του ποτέ! Περίεργο! Οι κεραυνοί χτυπάνε τα μεγάλα δέντρα...
Τίποτα
δεν το πείραξε! Κι έστεκε κει, όσο ήμασταν παιδιά και παίζαμε στον ίσκιο του. Τότε,
που δεν ξέραμε τις μεγάλες πολιτείες και δεν είχαμε μηχανικά παιχνίδια... Τότε,
που τα παιδιά στην ύπαιθρο μεγάλωναν ανάμεσα στα δέντρα και στα ζωντανά.. Και δεν
είχαμε κανένα πρόβλημα αναμεταξύ μας... Δε ζηλεύαμε και δε στενοχωριούμασταν. Τι
να ζηλεύαμε; Η φύση τα έδινε σε όλους ίσα!
Έτσι
δεθήκαμε και με την Ασπρούδα. Ίσως γι' αυτό να τη βλέπαμε σαν κάτι πολύ σπουδαίο
και σημαντικό. Δεν ξέρω! Πάντως εκεί στον ίσκιο της παίζαμε και ξαποσταίναμε ατέλειωτα!
Και τα πουλιά και τα μυρμήγκια και τα σκιουράκια, όλα βρίσκανε καταφύγιο και τροφή
σ' αυτό το δέντρο.
Νίκης Πετρίδου (ετών 11), Το δέντρο (Έκδοση του Ελληνικού
Παιδικού Μουσείου)
Μετά
άλλαξαν τα πράματα. Γίνανε πόλεμοι και σεισμοί, ήρθαν πλημμύρες στο χωριό, έγιναν
κατολισθήσεις, ρήμαξε το χωριό! Μεγαλώσαμε και φύγαμε κι εμείς, φύγανε και τα παιδιά
μετά, άλλοι καιροί... Πήγανε δρόμοι, φώτα, ραδιόφωνα, τηλεοράσεις στα χωριά! Είδαν
κι έμαθαν άλλα παιχνίδια τα παιδιά... Κι οι άνθρωποι δεν αγαπούν τα ζωντανά ίσαμε
τα παιδιά τους! Τώρα ψωνίζουνε κι εκεί από την αγορά ό,τι πουλιέται ακριβά: ψωμί,
παιχνίδια, ρούχα, γιατρικά, γάλα κι αυγά... Ακόμα και χαρά!
Όμως
και τώρα, που έχουν φύγει τα παιδιά, που έχουν αδειάσει τα χωριά και γέμισαν οι
πολιτείες, μένει ακόμα το πουρνάρι πέρα κει στο ηλιόχαρο χωριό. Μένει η Ασπρούδα
και ψηλώνει πλάι στο κάστρο, πλάι στο ρέμα, αντίκρυ εκεί στο Παλιοχώρι με τ' αρχαία
μνήματα κι όλο τεντώνει την κορφή της προς τον ουρανό, να τον αγγίξει. Κι όλο κι
ο ουρανός απομακρύνεται κι όλο αλαργεύει*... Κι η Ασπρούδα πάντα εκεί με τα πουλιά
και
τα μυρμήγκια και τα σκιουράκια.
Υψώνεται κατακόρυφα και πότε πέφτει η σκιά της από δω, πότε από κει, μια θεόρατη
σκιά, που αγκαλιάζει ένα γύρω τα βουνά, τα έρημα χωράφια, τα εγκαταλειμμένα χωριά,
με δίχως κόσμο και παιδιά, μονάχα με αγριοπούλια στα χαλάσματα κι ένα σωρό αγριόγατες
και φίδια, που χώνονται στις τρύπες των σπιτιών και στις ραγισματιές της γης.
Τίποτα
δεν απόμεινε εκεί στο πρόσχαρο χωριό. Μονάχα η Ασπρούδα αντιμάχεται την ερημιά· και μια σκιά, πελώρια σκιά, η σκιά της, απλώνεται πάνω απ' την εγκατάλειψη.
* (οι) ξωθιές (η ξωθιά): τα ξωτικά,
οι νεράιδες * Δρυάδες ή Αμαδρυάδες: νύμφες για τις οποίες πίστευαν οι αρχαίοι Έλληνες ότι προστάτευαν τα δέντρα * (το) κωνωτό (κωνωτός): σε σχήμα κώνου * αλαργεύει (αλαργεύω): ξεμακραίνει
|