
φαίνομαι
(Ρήμα, Ρ1)
(ενεστ. φαί-νο-μαι, παθ. αόρ. φάνηκα)
[αρχ. φαίνω, -οµαι]
|
1. (αμτβ.) διακρίνομαι, γίνομαι ορατός: ►Στην κορυφή του βουνού φαινόταν μια μικρή εκκλησία. 2. (αμτβ.) παρουσιάζομαι: ►Ο φίλος μου δε φαίνεται πια από τα μέρη μας, γιατί μένει σε άλλη γειτονιά. 3. (αμτβ.) δίνω την εντύπωση, θεωρούμαι: ►Αυτός ο μαθητής φαίνεται πολύ έξυπνος. 4. (μτβ.) (απρόσ.) είναι πιθανό: ►Με το κρύο που κάνει, φαίνεται πως μπορεί να χιονίσει.
|
Αντίθ.: εξαφανίζομαι (2) Συνών.: εμφανίζομαι (1, 2), νομίζομαι (3), εικάζεται (4) Σύνθ.: ξαναφαίνομαι, διαφαίνεται Οικογ. Λέξ.: φαινόμενο, φαινομενικός, φάση, φάσμα, φανερός Παροιμ.: ►Η καλή μέρα απ' το πρωί φαίνεται |
φαινόμενο (το)
(Ουσιαστικό, Ο34)
(φαι-νό-με-νο, γεν.-ένου, πληθ. -α)
[λόγ. < αρχ. φαινόµενον]
|
1. καθετί που συμβαίνει στη φύση και τη ζωή και το αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις: ►Η βροχή είναι ένα συνηθισμένο μετεωρολογικό φαινόμενο. 2. το ασυνήθιστο, το πρωτοφανές, το καταπληκτικό: ►Αυτός ο νεαρός πιανίστας αποτελεί πραγματικό φαινόμενο.
|
Σύνθ.: υποφαινόμενος, φαινομενοκρατία Οικογ. Λέξ.: φαίνομαι, φαινομενικός, φαινομενικά (επίρρ.) Προσδιορ.: απλό, συνηθισμένο (1), σύνθετο, πολύπλοκο, ασυνήθιστο, σπάνιο, κοινωνικό (1, 2) Φράσεις: ►Κατά τα φαινόμενα (= πιθανότατα) |
φανερώνω
(Ρήμα, Ρ1)
(ενεστ. φα-νε-ρώ-νω, αόρ. φανέρωσα, παθ. αόρ. φανερώθηκα, παθ. μτχ. φανερωμένος)
[µσν. φανερώνω < αρχ. φανερῶ < φανερὸς]
|
1. (μτβ.) εμφανίζω, δείχνω: ►Άνοιξε ένα μικρό κουτί και του φανέρωσε ένα ασημικό που είχε αγοράσει για τα γενέθλιά του. 2. (μτβ.) δηλώνω, αποκαλύπτω, σημαίνω: ►Τα λόγια του φανερώνουν πως είναι ένας υπεύθυνος άνθρωπος.
|
Αντίθ.: εξαφανίζω (1), αποκρύπτω (2) Συνών.: παρουσιάζω (1) Οικογ. Λέξ.: φανερός, φανερά (επίρρ.), φανέρωση, φανέρωμα, Φανερωμένη (= προσωνυμία Παναγίας, ονομασία ναών, μονών) |
φανταστικός, -ή, -ό
(Επίθετο, Ε1, έμψυχα και άψυχα)
(φα-ντα-στι-κός)
[αρχ. φανταστικὸς < φανταστὸς < φαντάζω < φαίνω (= φέρνω στο φως, φανερώνω)]
|
1. αυτός που δεν υπάρχει στην πραγματικότητα αλλά στη φαντασία, υποθετικός: ►Οι ήρωες του λογοτεχνικού έργου είναι φανταστικά πρόσωπα. 2. (μτφ.) εξαιρετικός, καταπληκτικός, απίθανος: ►Για να επισκεφτείς το Σούλι, ακολουθείς μια φανταστική διαδρομή.
|
Αντίθ.: πραγματικός, υπαρκτός (1) Συνών.: πλασματικός (1) Οικογ. Λέξ.: φαντάζομαι, φανταστικά (επίρρ.) Προσδιοριζ.: ταξίδι, τιμή (3)
|
φάρμακο (το)
(Ουσιαστικό, Ο34)
(φάρ-μα-κο, γεν. -άκου, πληθ. -α)
[λόγ. < αρχ. φάρµακον (= θεραπευτικό βότανο)]
|
1. κάθε ουσία που χρησιμοποιείται για την πρόληψη ή τη θεραπεία μιας ασθένειας: ►Παίρνει φάρμακα, για να του πέσει ο πυρετός. 2. (μτφ.) καθετί που μπορεί να προλάβει ή να θεραπεύσει μια δυσάρεστη κατάσταση: ►Η στοργή είναι το καλύτερο φάρμακο για τα γηρατειά.
|
Σύνθ.: φαρμακοποιός, φαρμακολογία, ποντικοφάρμακο Οικογ. Λέξ.: φαρμάκι, φαρμακείο, φαρμακερός, φαρμακώνω, φαρμακευτικός, φαρμακευτική (η) Προσδιορ.: αντιπυρετικό, επικίνδυνο, θαυματουργό (1), αποτελεσματικό (1, 2)
|
φαύλος, -η, -ο
(Επίθετο, Ε4, έμψυχα)
(φαύ-λος)
[λόγ. < αρχ. φαῦλος < φλαῦλος]
|
αυτός που δε διαθέτει ήθος, ο διεφθαρμένος: ►Στα παραμύθια συνήθως οι φαύλοι τιμωρούνται για τις κακές πράξεις που κάνουν.
|
Αντίθ.: ηθικός, χρηστός Συνών.: αχρείος, ανήθικος Σύνθ.: φαυλοκρατία Οικογ. Λέξ.: φαύλα (επίρρ.), φαυλότητα Φράσεις: ►Φαύλος κύκλος(= για αδιέξοδη κατάσταση) |
φέγγω
(Ρήμα, Ρ3)
(ενεστ. φέγ-γω, αόρ. έφεξα)
[αρχ. φέγγω]
|
1. (μτβ.) ρίχνω φως σε κάποιον ή κάτι: ►Φέξε μου με το φακό, γιατί έχει πυκνό σκοτάδι. 2. (αμτβ.) εκπέμπω φως, είμαι φωτεινός: ►Το φεγγάρι φέγγει ολόγιομο στον ουρανό. 3. (μτβ.) (μτφ.) αδυνατίζω υπερβολικά: ►Έφεξε από την πείνα και δεν του κάνουν τα ρούχα. 4. (αμτβ.) (απρόσ.) ξημερώνει, γλυκοχαράζει: ►Ξεκινούν καθημερινά για τη δουλειά, δυο ώρες προτού να φέξει. |
Σύνθ.: φεγγοβολώ Οικογ. Λέξ.: φέξη, φέξιμο Φράσεις: ►Μου ΄φεξε (=για κάτι ανέλπιστα καλό) ►Φέξε μου και γλίστρησα (= για βοήθεια που δεν προσφέρεται στην ώρα της) |
φειδώ (η)
(Ουσιαστικό)
(φει-δώ, γεν. -ούς, πληθ. - )
[λόγ. < αρχ. φειδὼ < φείδοµαι (= κάνω οικονοµία σε κάτι)]
|
μετρημένη κατανάλωση, αποφυγή σπατάλης: ►Διαχειρίζεται τα χρήματά του με μεγάλη φειδώ.
|
Αντίθ.: σπατάλη Συνών.: οικονομία Οικογ. Λέξ.: φείδομαι, φειδωλός |
φέρνω
(Ρήμα, Ρ1)
(ενεστ. φέρ-νω, αόρ. έφερα, παθ. αόρ. φέρθηκα, παθ. μτχ. φερμένος)
[µεσν. < αρχ. φέρω]
|
1. (μτβ.) παίρνω κάτι από ένα μέρος και το πηγαίνω σε άλλο, μεταφέρω, κουβαλώ: ►Φέρε μου, σε παρακαλώ, το λεξικό από τη βιβλιοθήκη. 2. (μτβ.) εισάγω κάτι από άλλον τόπο: ►Έφεραν καφέ από τη μακρινή Βραζιλία. 3. (μτβ.) οδηγώ κάποιον ή κάτι κάπου: ►Μας έφερε στο κέντρο της πόλης από έναν πιο σύντομο δρόμο. 4. (μτβ.) προβάλλω, διατυπώνω: ►Σε κάθε συζήτηση φέρνει αντιρρήσεις. 5. (μτβ.) αποφέρω, αποδίδω: ►Η εργασία αυτή του έφερε πολλά κέρδη. 6. (αμτβ.) (μέσ.) συμπεριφέρομαι: ►Ο Γιάννης φέρεται πάντοτε με σεβασμό προς τους ηλικιωμένους.
|
Συνών.: κομίζω (1), επιφέρω (5) Σύνθ.: αναφέρω, μεταφέρω, διαφέρω, προφέρω, λογοφέρνω Οικογ. Λέξ.: φέρσιμο, φόρος, φορείο, φορέας, φορητός, φόρτος Φράσεις: ►Φέρνω τον κατακλυσμό (= βλέπω τα πράγματα με απαισιοδοξία) ►Φέρνω κάτι στο φως(= αποκαλύπτω) ►Φέρνω στον κόσμο (= γεννώ) ►Τα φέρνω βόλτα (= τα βγάζω πέρα οικονομικά) ►Μου την έφερε (= με εξαπάτησε) Παροιμ.: ►Όσα φέρνει η ώρα, δεν τα φέρνει ο χρόνος ►Φέρνω κάποιον στο αμήν |
φήμη (η)
(Ουσιαστικό, Ο25)
(φή-μη)
[λόγ. < αρχ. φήµη](= εξαντλώ την υπομονή του)
|
1. ανεπιβεβαίωτη πληροφορία από άγνωστη πηγή που διαδίδεται από στόμα σε στόμα: ►Διαδόθηκε η φήμη ότι θα έχουμε βαρύ χειμώνα. 2. η καλή ή κακή γνώμη για κάποιον ή κάτι: ►Αυτό το εστιατόριο έχει πολύ καλή φήμη. 3. το να είναι κανείς ονομαστός, διάσημος: ►Είναι ηθοποιός παγκόσμιας φήμης.
|
Συνών.: διάδοση (1), υπόληψη, εκτίμηση (2), δόξα, αίγλη (3) Σύνθ.: φημολογία, περίφημος Οικογ. Λέξ.: φημίζομαι, φημολογούμαι Προσδιορ.: ανεξακρίβωτη (1), υπερβολική, ανυπόστατη (1, 2)
|
φθόγγος (ο)
(Ουσιαστικό, Ο14)
(φθόγ-γος)
[αρχ. φθόγγος < φθέγγοµαι (= αρθρώνω οµιλία, προφέρω φθόγγους)]
|
1. (γραμμ.) οι απλές φωνές που παράγονται από τα φωνητικά όργανα και σχηματίζουν τις λέξεις: ►Η ελληνική γλώσσα έχει είκοσι πέντε φθόγγους. 2. μουσικός ήχος, νότα: ►Οι μουσικοί φθόγγοι είναι επτά.
|
Οικογ. Λέξ.: φθογγικός, φθογγολογικός Προσδιορ.: συμφωνικός, φωνηεντικός (1)
|
φθόνος (ο)
(Ουσιαστικό, Ο14)
(φθό-νος, γεν. -ου, πληθ. - )
[λόγ. < αρχ. φθόνος]
|
η ζήλια που αισθάνεται κανείς για την ευτυχία του άλλου: ►Οι επιτυχίες του προκάλεσαν μεγάλο φθόνο στους γνωστούς του.
|
Συνών.: ζήλια, ζηλοφθονία Οικογ. Λέξ.: φθονώ, φθονερός Προσδιορ.: αδικαιολόγητος, παθολογικός |
φιλοξενία (η)
(Ουσιαστικό, Ο19)
(φι-λο-ξε-νί-α)
[λόγ. < αρχ. φιλοξενία < φίλος + ξένος]
|
υποδοχή και περιποίηση επισκεπτών ή ξένων στο σπίτι ή τον τόπο μας αντίστοιχα: ►Πέρυσι επισκεφτήκαμε τους συγγενείς μας στην Έδεσσα και η φιλοξενία τους θα μας μείνει αξέχαστη.
|
Οικογ. Λέξ.: φιλόξενος, φιλοξενώ Προσδιορ.: ελληνική, πατροπαράδοτη |
φιλότιμος, -η, -ο
(Επίθετο, Ε2, έμψυχα)
(φι-λό-τι-μος)
[λόγ. < αρχ. φιλότιµος]
|
1. αυτός που έχει έντονο το αίσθημα τιμής και αξιοπρέπειας: ►Ήταν ένας ιδιαίτερα φιλότιμος προπονητής, ώστε παραιτήθηκε αμέσως μετά τη βαριά ήττα της ομάδας του. 2. αυτός που εκτελεί με προθυμία και ευσυνειδησία τα καθήκοντα και την εργασία του: ►Βελτιώθηκε στα Μαθηματικά χάρη στις δικές του φιλότιμες προσπάθειες.
|
Αντίθ.: αναίσθητος (1), ασυνείδητος (1, 2) Συνών.: εύθικτος (1), ευαίσθητος, ευσυνείδητος (2) Οικογ. Λέξ.: φιλότιμο (το), φιλότιμα (επίρρ.), φιλοτιμία, φιλοτιμούμαι |
φορά (η)
(Ουσιαστικό, Ο18)
(φο-ρά)
[λόγ. < αρχ. φορὰ < αρχ. φέρω] |
1. κατεύθυνση προς την οποία κινείται κάτι: ►Σήμερα ο άνεμος έχει φορά από βορρά προς νότο. 2. η χρονική στιγμή, η περίοδος: ►Οι δυο μας έχουμε συναντηθεί άλλες τρεις φορές.
|
Συνών.: πορεία, εξέλιξη (1) Σύνθ.: επαναφορά Οικογ. Λέξ.: φέρω, φέρομαι Φράσεις: ►Μια φορά κι έναν καιρό (= κάποτε) ►Η φορά των πραγμάτων (= ο τρόπος που εξελίσσεται η κατάσταση) |
φόρος (ο)
(Ουσιαστικό, Ο14)
(φό-ρος)
[λόγ. < αρχ. φόρος< φέρω]
|
το χρηματικό ποσό που καταβάλλουν οι φορολογούμενοι στο κράτος ή στους δήμους που ανήκουν: ►Οι πολίτες με μικρά εισοδήματα πληρώνουν λιγότερους φόρους στο κράτος.
|
Συνών.: δασμός, φορολογία Σύνθ.: φορολογώ, φορολογία, φοροδιαφυγή, φοροαπαλλαγή, φοροφυγάς Οικογ. Λέξ.: φέρω, φορά Προσδιορ.: άμεσος, έμμεσος, δημοτικός Φράσεις: ►Φόρος τιμής (=το να τιμήσουμε κάποιον για μια σπουδαία πράξη) ►Φόρος αίματος (= θάνατος πολλών ανθρώπων) |
φορτώνω
(Ρήμα, Ρ1)
(ενεστ. φορ-τώ-νω, αόρ. φόρτωσα, παθ. αόρ. φορτώθηκα, παθ. μτχ. φορτωμένος)
[µεσν. φορτώνω < αρχ. φορτῶ < φόρτος]
|
1. (μτβ.) βάζω φορτίο σε κάποιον ή σε κάτι για μεταφορά: ►Φορτώσαμε τα πράγματα στο αυτοκίνητο και τα μεταφέραμε στο καινούργιο σπίτι. 2. (μτβ.) (μτφ.) αναθέτω σε κάποιον κοπιαστικό ή δυσάρεστο έργο: ►Του φόρτωσαν όλες τις δύσκολες δουλειές. 3. (μτβ.) (μέσ., μτφ.) γίνομαι βάρος ή ενοχλητικός σε κάποιον: ►Μου φορτώθηκε, για να πάμε μαζί διακοπές. |
Αντίθ.: ξεφορτώνω (1) Σύνθ.: ξεφορτώνω, παραφορτώνω, εκφορτώνω Οικογ. Λέξ.: φορτίο, φορτικός, φόρτωμα, φόρτωση, φορτωτής, φορτικά (επίρρ.) Φράσεις: ►Τα φόρτωσε στον κόκορα (= εγκατέλειψε κάθε προσπάθεια) |
φουσκώνω
(Ρήμα, Ρ1)
(ενεστ. φου-σκώ-νω, αόρ. φούσκωσα, παθ. αόρ. φουσκώθηκα, παθ. μτχ. φουσκωμένος)
[µεσν. φουσκώνω < φοῦσκα]
|
1. (μτβ.) φυσώ σε κάτι αέρα, ώστε να αυξηθεί σε όγκο: ►Φούσκωσε τα λάστιχα του αυτοκινήτου, προτού ξεκινήσει για το ταξίδι. 2. (αμτβ.) διογκώνομαι, πρήζομαι: ►Φούσκωσε το στομάχι του από το πολύ φαγητό. 3. (αμτβ.) λαχανιάζω, αναπνέω με δυσκολία: ►Φούσκωσε την ώρα που ανέβαινε στο βουνό.
|
Αντίθ.: ξεφουσκώνω (1) Σύνθ.: παραφουσκώνω Οικογ. Λέξ.: φούσκα, φούσκωμα, φουσκωτός, φουσκάλα Φράσεις: ►Φούσκωσαν τα μυαλά του (= έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του) ►Τα φουσκώνω (= παρουσιάζω τα πράγματα υπερβολικά) |
φράση (η)
(Ουσιαστικό, Ο27)
(φρά-ση, γεν. -ης, -εως πληθ. -εις)
[λόγ. < αρχ. φράσις]
|
(γραμμ.) σύνολο λέξεων ή και μόνο μία λέξη με πλήρες νόημα που αποτελούν τμήμα μιας πρότασης ή μια ολόκληρη πρόταση: ►Η γνωστή φράση «Μολών λαβέ» αποδίδεται στο Λεωνίδα της Σπάρτης.
|
Σύνθ.: έκφραση, φρασεολογία Οικογ. Λέξ.: φραστικός, φραστικά (επίρρ.) Προσδιορ.: ονοματική, ρηματική, παροιμιώδης, ακατονόμαστη, χυδαία |
φρόνηση (η)
(Ουσιαστικό, Ο28)
(φρό-νη-ση, γεν. -ης, -ήσεως, πληθ. -)
[αρχ. φρόνησις < φρονῶ ]
|
η ορθή σκέψη, η σύνεση, η φρονιμάδα: ►Αντιμετώπισε με φρόνηση τις οικονομικές δυσκολίες και κατόρθωσε να σώσει την επιχείρησή του.
|
Σύνθ.: καταφρόνηση, περιφρόνηση Οικογ. Λέξ.: φρονώ, φρόνημα, φρόνιμος, φρονιμάδα |
φροντίζω
(Ρήμα, Ρ1)
(ενεστ. φρο-ντί-ζω, αόρ. φρόντισα, παθ. μτχ. φροντισμένος)
[αρχ. φροντίζω < φροντὶς]
|
1. (μτβ.) δείχνω ενδιαφέρον για κάτι, νοιάζομαι: ►Φροντίζει για τη μόρφωση των παιδιών του. 2. (μτβ.) καταβάλλω προσπάθεια να ρυθμίσω κάτι, επιδιώκω: ►Φροντίζει να είναι πάντοτε συνεπής στις υποχρεώσεις του. 3. (μτβ.) περιποιούμαι κάτι: ►Καθημερινά φροντίζει τα λουλούδια της αυλής του.
|
Αντίθ.: αμελώ (1) Συνών.: ενδιαφέρομαι, μεριμνώ (1) Οικογ. Λέξ.: φροντιστής, φροντιστήριο |
φτάνω και φθάνω
(Ρήμα, Ρ1)
(ενεστ. φτά-νω, αόρ. έφτασα, παθ. μτχ. φτασμένος)
[µεσν. φτάνω < αρχ. φθάνω]
|
1. (αμτβ.) καταλήγω εκεί όπου πήγαινα, βρίσκομαι στον προορισμό μου: ►Ύστερα από δυο ώρες ταξίδι φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη. 2. (αμτβ.) είμαι κοντά, πλησιάζω: ►Φτάνει σε λίγο το καλοκαίρι. 3. (αμτβ.) (μτφ.) κατακτώ θέση, πραγματοποιώ το σκοπό μου: ►Έφτασε μέχρι το βαθμό του υποστρατήγου της αστυνομίας. 4. (μτβ.) καταλήγω, καταντώ: ►Έφτασε να ζει από τη βοήθεια των άλλων. 5. (αμτβ.) είμαι αρκετός: ►Φτάνουν τα χρήματα, για να αγοράσω ένα καλό αυτοκίνητο. 6. (μτβ.) προλαβαίνω, προφταίνω κάποιον: ►Τον έφτασε, προτού ανεβεί στο τρένο.
|
Αντίθ.: φεύγω, αναχωρώ (1) Συνών.: κοντεύω (2), αρκώ, επαρκώ (5) Σύνθ.: καταφτάνω, προφτάνω Φράσεις: ►Έφτασα! (= έρχομαι αμέσως) ►Έφτασε ο κόμπος στο χτένι (= το κακό προχώρησε πολύ) ►Τρέχω και δε φτάνω (= είμαι πολυάσχολος) ►Φτάνει και περισσεύει (= είναι υπεραρκετό) Παροιμ.: ►Όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια |
φτηνός, και φθηνός -ή, -ό
(Επίθετο, Ε1, έμψυχα και άψυχα)
(φτη-νός)
[µτγν. εὐθηνὸς< αρχ. εὐθυνῶ (=αφθονώ, είµαι πλούσιος)]
|
1. αυτός που πουλιέται σε χαμηλή τιμή: ►Αγόρασε το σπίτι του σε σχετικά φτηνή τιμή. 2. (μτφ.) αυτός που είναι χαμηλής ποιότητας, (για πρόσ.) μικροπρεπής: ►Χρησιμοποιεί φτηνές δικαιολογίες. ►Η συμπεριφορά του δείχνει πόσο φτηνός άνθρωπος είναι.
|
Αντίθ.: ακριβός (1), ποιοτικός (2) Σύνθ.: πάμφθηνος Οικογ. Λέξ.: φθηνά (επίρρ.), φθήνια, φθηναίνω Φράσεις: ►Φτηνά τη γλίτωσα (= σώθηκα χωρίς να πάθω μεγάλη ζημιά) Παροιμ.: ►Ακριβός στα πίτουρα και φτηνός στ'αλεύρι |
φύλακας (ο)
(Ουσιαστικό, Ο3)
(φύ-λα-κας)
[αρχ. φύλαξ]
|
1. αυτός που φυλάγει πρόσωπα, πράγματα, χώρους κ.λπ., ο φρουρός: ►Εργάζεται ως φύλακας στο Αρχαιολογικό Μουσείο. 2. (μτφ.) αυτός που προστατεύει ή και τηρεί κάτι: ►Ο παππούς μου παραμένει πιστός φύλακας της κρητικής παράδοσης.
|
Σύνθ.: αρχιφύλακας, νυχτοφύλακας, δασοφύλακας, δεσμοφύλακας Οικογ. Λέξ.: φυλάω, φυλακή, φυλακίζω, φυλάκιο, φυλακισμένος, φυλαγμένος Φράσεις: ►Φύλακας άγγελος (= προστάτης) ►Έχουν γνώση οι φύλακες (= οι αρμόδιοι έχουν λάβει τα κατάλληλα μέτρα) |
φυλή (η)
(Ουσιαστικό, Ο24)
(φυ-λή)
[αρχ. φυλὴ < φύω (=γεννώ)]
|
1. ομάδα ανθρώπων που ξεχωρίζει λόγω κοινής καταγωγής και κοινών κληρονομικών γνωρισμάτων:►Οι Κινέζοι ανήκουν στην κίτρινη φυλή. 2. έθνος: ►Η ελληνική φυλή διακρίνεται για τη μακραίωνη ιστορία της.
|
Οικογ. Λέξ.: φυλετικός, φυλετικότητα, φυλετισμός Προσδιορ.: άγρια, πρωτόγονη, λευκή, μαύρη, κίτρινη (1)
|
φύλο (το)
(Ουσιαστικό, Ο32)
(φύ-λο)
[λόγ. < αρχ. φύλον]
|
1. το αρσενικό ή θηλυκό γένος των ανθρώπων ή των ζώων:
►Τα δυο φύλα έχουν ίσα δικαιώματα. 2. σύνολο ανθρώπων με κοινά εθνολογικά ή ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά, λαός, φυλή: ►Τα δωρικά φύλα εξαπλώθηκαν κυρίως στην Πελοπόννησο, τη Δ. Ελλάδα και την Κρήτη.
|
Συνών.: εθνότητα (2) Προσδιορ.: ισχυρό, ασθενές, ωραίο (1) Φράσεις: ►Ισχυρό φύλο(= οι άνδρες) ►Ασθενές / Ωραίο φύλο (= οι γυναίκες) |
φύση (η)
(Ουσιαστικό, Ο27)
(φύ-ση, γεν. -ης,-εως, πληθ. -εις)
[αρχ. φύσις < φύω (= γεννώ)]
|
1. όλα τα έμψυχα και τα άψυχα όντα του σύμπαντος, ο φυσικός κόσμος που μας περιβάλλει: ►Η ελληνική φύση έχει άπειρες ομορφιές. 2. τα έμφυτα στοιχεία που διαθέτει κάποιος, ο χαρακτήρας, το ήθος, η ιδιοσυγκρασία: ►Έχει από τη φύση του ευγενική συμπεριφορά.
|
Σύνθ.: φυσιογνωμία, φυσιογνώστης, φυσιοθεραπεία Οικογ. Λέξ.: φυσικός, φυσικά (επίρρ.), φυσικότητα Προσδιορ.: ανεξερεύνητη, πρωτόγονη (1), καλλιτεχνική, μυστηριώδης (2) Φράσεις: ►Εκ φύσεως (=από τη γέννηση) ►Πάσης φύσεως (= κάθε είδους) ►Παρά φύσιν (= αντίθετα προς τους νόμους της φύσης) |
φυσιογνωμία (η)
(Ουσιαστικό, Ο19)
(φυ-σι-ο-γνω-μί-α)
[λόγ. < αρχ. φυσιογνωµία (= µελέτη της φύσης)]
|
1. τα ιδιαίτερα εξωτερικά χαρακτηριστικά προσώπου ή πράγματος, όψη, εξωτερική εμφάνιση: ►Αυτό το κορίτσι έχει τη φυσιογνωμία της γιαγιάς του. 2. (μτφ.) σημαντική προσωπικότητα, άτομο που ξεχωρίζει: ►Ο Ν. Παπανικολάου υπήρξε μια εξέχουσα φυσιογνωμία στον τομέα της ιατρικής επιστήμης.
|
Συνών.: μορφή Οικογ. Λέξ.: φυσιογνωμικός, φυσιογνωμικά (επίρρ.), φυσιογνωμιστής Προσδιορ.: γνωστή (1, 2), συμπαθητική (1), σημαντική, ηγετική (2)
|
φυτό (το)
(Ουσιαστικό, Ο31)
(φυ-τό)
[αρχ. φυτὸν]
|
1. κάθε ζωντανός οργανισμός που φυτρώνει στο έδαφος και αποτελείται από ρίζες, βλαστό και φύλλα: ►Τα καλλωπιστικά φυτά τα χρησιμοποιούμε για την ομορφιά τους. 2. (μτφ.) αυτός που έχει χάσει ένα μέρος ή το σύνολο των διανοητικών του ικανοτήτων: ►Μετά το ατύχημα που είχε έχασε κάθε επικοινωνία με το περιβάλλον κι έμεινε φυτό.
|
Σύνθ.: φυτοζωώ, φυτοκομία, φυτολογία, φυτοφάγος, φυτοφάρμακο Οικογ. Λέξ.: φυτεύω, φυτευτός, φύτευση, φυτεία, φύτεμα, φυτικός Προσδιορ.: αρωματικό, διακοσμητικό, εξωτικό, καλλωπιστικό, τροπικό, φαρμακευτικό (1)
|
φωνήεν (το)
(Ουσιαστικό, Ο48)
(φω-νή-εν, γεν. -ήεντος, πληθ. -ήεντα)
[αρχ. φωνῆεν <ουδ. επιθ. φωνήεις (= εκείνος που έχει φωνή)]
|
ο φθόγγος που μπορεί να σχηματίσει μόνος του μια συλλαβή: ►Φωνήεντα είναι τα γράμματα α, ε, η, ι, ο, υ, ω.
|
Σύνθ.: φωνηεντόληκτος Οικογ. Λέξ.: φωνηεντικός |
φως (το)
(Ουσιαστικό, Ο43)
(φως, γεν. -ός, πληθ. -α)
[αρχ. φῶς]
|
1. ό,τι διεγείρει το αισθητήριο της όρασης και μας κάνει να βλέπουμε: ►Τα φυτά δε μεγαλώνουν, αν δεν τα βλέπει το φως. 2. η αίσθηση της όρασης: ►Βρήκε το φως του με τη βοήθεια του γιατρού. 3. λαμπτήρας, πηγή φωτός: ►Χρειαζόμαστε μεγαλύτερο φως στην κουζίνα του σπιτιού μας. 4. (στον πληθ., μτφ.) γνώσεις, σοφία, μόρφωση: ►Ζήτησε τα φώτα της επιστήμης, για να αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα υγείας.
|
Αντίθ.: σκότος (1) Συνών.: φέγγος (1), λάμπα, λυχνία, φανάρι (3) Σύνθ.: φωτογράφος, φωταγώγηση, φωτογένεια, φωτοκύτταρο, φωταέριο, φωτοσύνθεση, φωτοαντίγραφο, πολύφωτο Οικογ. Λέξ.: φωτίζω, φώτιση, φωτεινός, φωτεινότητα, φωστήρας, φωτιά Φράσεις: ►Είναι φως φανάρι (= είναι ολοφάνερο) ►Ήρθε στο φως (= αποκαλύφθηκε) ►Δίνω πράσινο φως (= επιτρέπω σε κάποιον κάτι) ►Ποιος στραβός δε θέλει το φως του (= όταν προτείνεται σε κάποιον κάτι που επιθυμεί) |
φωτιά (η)
(Ουσιαστικό, Ο18)
(φω-τιά)
[µεσν. φωτία (=λάµψη) < φῶς]
|
1. η καύση ενός υλικού με ταυτόχρονη παραγωγή φωτός, φλόγας και θερμότητας: ►Κάθισε κοντά στη φωτιά, για να ζεσταθεί. 2. πυρκαγιά: ►Οι φλόγες της φωτιάς κατέστρεψαν το δάσος. 3. (μτφ.) μάχη, ένοπλη σύγκρουση: ►Ο Αθανάσιος Διάκος έπεφτε πρώτος στη φωτιά, για να εμψυχώσει τα παλικάρια του.
|
Συνών.: πυρ (1), πόλεμος (3) Φράσεις: ►Φωτιά και λάβρα (= για μεγάλη ζέστη ή για κάτι πανάκριβο ή για κάποιον που είναι θυμωμένος) ►Ανάβω φωτιές / Ρίχνω λάδι στη φωτιά (=δημιουργώ ένταση, προβλήματα) ►Παίζω με τη φωτιά (= διακινδυνεύω, ρισκάρω) ►Βάζω το χέρι μου στη φωτιά (= είμαι πολύ σίγουρος για κάτι) |

|