Ορθογραφικό-ερμηνευτικό λεξικό (Δ΄, Ε΄, ΣΤ΄ Δημοτικού)
Ορθογραφικό-ερμηνευτικό λεξικό Δ΄,Ε',Στ' Δημοτικού - Εξώφυλλο Συντομογραφίες, Ειδικά Σύμβολα, Αρκτικόλεξα Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος
Πώς θα χρησιμοποιήσουμε το λεξικό μας

Αγαπητά µας παιδιά!

Το Λεξικό που έχετε στα χέρια σας δε µοιάζει τόσο µε τα Λεξικά για µεγάλους, που ίσως γνωρίζετε µέχρι σήµερα. Σκοπός του είναι να γίνει ο αχώριστος σύντροφος στις καθηµερινές σας περιπλανήσεις µέσα στον πλούσιο κόσµο της ελληνικής µας γλώσσας. Θα σας διευκολύνει στις αναζητήσεις σας σχετικά µε τη γλώσσα και τη γνωριµία σας µε πολλές πλευρές της. Θα πληροφορηθείτε, δηλαδή, τι σηµαίνει η κάθε λέξη, πώς γράφεται, ποιες άλλες λέξεις έχουν περίπου την ίδια σηµασία και πολλά άλλα.

Εµείς, θέλοντας να σας βοηθήσουµε να χρησιµοποιείτε σωστά και εύκολα το Λεξικό που ετοιµάσαµε, επιλέξαµε έναν ιδιαίτερο τρόπο για να σας το παρουσιάσουµε:

Χωρίσαµε το Λεξικό µας σε τρεις στήλες:

κοιτάζω

(Ρήμα, Ρ3)

(ενεστ. κοι-τά-ζω, αόρ. κοίταξα, παθ. αόρ. κοιτάχτηκα, παθ. μτχ. κοιταγμένος)
[αρχ. κοιτάζω < κοίτη (= κρεβάτι)]

1. (μτβ.) στρέφω το βλέμμα σε κάποιον ή κάτι:Κοιτούσε από το παράθυρό του μακριά τη θάλασσα.
2. (μτβ.) φροντίζω, νοιάζομαι για κάποιον ή για κάτι:Κοίταξε τους γονείς του στα γεράματα.
3. (μτβ.) εξετάζω κάτι με ιδιαίτερη προσοχή, ελέγχω:Κοιτάζω τη μηχανή του αυτοκινήτου πριν από κάθε ταξίδι.
Συνών.: παρατηρώ (1)
Σύνθ.: αγριοκοιτάζω, κρυφοκοιτάζω, γλυκοκοιτάζω
Οικογ. Λέξ.: κοίταγμα
Φράσεις: Κοιτάζω με μισό μάτι (= περιφρονώ κάποιον) Κοιτάζω στα μάτια (= είμαι απόλυτα ειλικρινής) Για κοίτα να δεις! (= για φαντάσου!)

Η αριστερή στήλη περιλαµβάνει την ίδια τη λέξη µε την ορθογραφία της (κοιτάζω), το είδος της λέξης (Ρήµα), ενώ ο κωδικός Ρ3 παραπέµπει στον τρόπο µε τον οποίο κλίνεται το ρήµα στο τέλος του Λεξικού. Όταν δεν υπάρχει αντίστοιχος κωδικός, θα βρίσκουµε περισσότερες πληροφορίες για την κλίση της λέξης στη σχολική Γραµµατική. Ακολουθεί ο τρόπος που χωρίζουµε τη λέξη σε συλλαβές (κοι-τά-ζω), οι βασικοί χρόνοι του ρήµατος (ενεστ. κοι-τά-ζω, αόρ. κοίταξα, παθ. αόρ. κοιτάχτηκα, παθ. µτχ. κοιταγµένος), καθώς και η βασική ετυµολογία της λέξης, δηλ. η ηλικία και η προέλευσή της [αρχ. κοιτάζω < κοίτη (= κρεβάτι)]. Στη στήλη αυτή θα συναντήσουµε συχνά και κάποιες γραµµατικές ή ορθογραφικές υποδείξεις.

Η µεσαία στήλη µάς πληροφορεί για τις σηµασίες της λέξης:

  1. (μτβ.) στρέφω το βλέμμα σε κάποιον ή κάτι
  2. (μτβ.) φροντίζω, νοιάζομαι για κάποιον ή για κάτι
  3. (μτβ.) εξετάζω κάτι με ιδιαίτερη προσοχή, ελέγχω

Για κάθε σηµασία δίνουµε ένα παράδειγµα, που περιλαµβάνει τη συγκεκριµένη λέξη, για να δείξουµε τον τρόπο που τη χρησιµοποιούµε στο λόγο. Το µπλε χρώµα στο παράδειγµα δείχνει τον τρόπο που συντάσσεται η λέξη, όταν αυτή είναι ρήµα (Κοιτούσε από το παράθυρό του µακριά τη θάλασσα).

Η δεξιά στήλη περιλαµβάνει τα Aντίθετα, αν υπάρχουν, και τα Συνώνυµα (παρατηρώ (1)). Ο αριθµός (1) δείχνει ότι η λέξη πριν από αυτόν (παρατηρώ) είναι συνώνυµη µε την πρώτη σηµασία του λήµµατος (1. στρέφω το βλέμμα σε κάποιον ή κάτι). Ακολουθούν, επίσης, οι Οικογένειες Λέξεων (κοίταγµα), τα Σύνθετα (αγριοκοιτάζω, κρυφοκοιτάζω, γλυκοκοιτάζω) και οι Φράσεις. Εδώ θα συναντήσουµε στερεότυπες φράσεις και ιδιωτισµούς, που χρησιµοποιούνται πάντα µε τον ίδιο τρόπο κι έχουν αποκτήσει ξεχωριστή σηµασία ( Κοιτάζω µε µισό µάτι (= περιφρονώ κάποιον). Έτσι εµπλουτίζουµε περισσότερο τις γνώσεις µας για κάθε λέξη, µαθαίνοντας ιδιαίτερες σηµασίες και έννοιες, που αυτή έχει αποκτήσει στο µεγάλο ταξίδι της.

Πολύ συχνά, κυρίως όταν η λέξη που εξετάζουµε είναι ουσιαστικό, θα βρούµε και τα Προσδιοριστικά. Πρόκειται για λέξεις, που συνήθως «συνοδεύουν» το λήµµα, όπως, για παράδειγµα, στο ουσιαστικό λιµάνι τα προσδιοριστικά είναι φυσικό, απάνεµο, εµπορικό, διεθνές.

Όταν η λέξη που εξετάζουµε είναι επίθετο, θα βρούµε αντίστοιχα τα Προσδιοριζόµενα.

λιμάνι (το)

(Ουσιαστικό, Ο36)

(λι-μά-νι, γεν. -ού, πληθ. -α)
[µτγν.λιµένιον, υποκορ. του αρχ. λιµὴν]

1. φυσική ή τεχνητή διαμόρφωση παραλίας ή όχθης ποταμού ή λίμνης για την προστασία και το αγκυροβόλημα των πλοίων:Το καράβι έδεσε στο λιμάνι λόγω της θαλασσοταραχής.
2. (μτφ.) τόπος ή άνθρωπος στον οποίο αναζητεί κανείς ασφάλεια, καταφύγιο:Βρήκε στους συγγενείς του ένα λιμάνι γαλήνης και ηρεμίας.

Συνών.: σκάλα (1)
Σύνθ.: λιμεναρχείο, λιμενοφύλακας, μικρολίμανο
Οικογ. Λέξ.: λιμενικός, λιμενίσκος
Προσδιορ.: φυσικό, απάνεμο, εμπορικό, διεθνές (1)

Οι χαρακτηρισµοί έµψυχα και άψυχα που βρίσκουµε στα επίθετα δείχνουν αν το επίθετο «συνοδεύει» έµψυχα ή άψυχα ουσιαστικά ή και τα δύο.

Η βοήθεια, όµως, που προσφέρει το Λεξικό µας δε σταµατά µόνο εδώ. Σε ξεχωριστές ενότητες δίνονται πληροφορίες για τα παρακάτω:

  • Πώς προφέρουµε τους φθόγγους της γλώσσας µας.

  • Τι είναι οµώνυµα, παρώνυµα, συνώνυµα, ταυτόσηµα.

  • Πώς και πότε τονίζουµε τις λέξεις στην ελληνική γλώσσα.

  • Πώς γράφουµε τα αριθµητικά (ένα, δύο, δεκαπέντε κ.λπ.).

Ακολουθούν:

  • Πίνακες µε κλιτικά παραδείγµατα ονοµάτων και ρηµάτων.

  • Ένα µικρό λεξιλόγιο µε την ορολογία που συναντούµε στους Η/Υ (Ηλεκτρονικούς Υπολογιστές).

  • Ένας πίνακας µε τα σπουδαιότερα πολιτικά και πολιτιστικά γεγονότα της ελληνικής ιστορίας, που περιλαµβάνει, επίσης, χρονολογίες - σταθµούς για την τεχνολογική πρόοδο στην Ελλάδα.