Ορθογραφικό-ερμηνευτικό λεξικό (Δ΄, Ε΄, ΣΤ΄ Δημοτικού)
Ξ Π Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος
Ο Όμικρον

όγκος (ο)

(Ουσιαστικό, Ο14 )

(ό-γκος) [αρχ. ὂγκος]

1. ο χώρος που πιάνει ένα στερεό, υγρό ή αέριο σώμα: Η μονάδα μέτρησης του όγκου είναι το κυβικό μέτρο.
2. (μτφ.) μεγάλο πλήθος, μεγάλη ποσότητα: Οι μαθητές της τελευταίας τάξης έχουν μεγάλο όγκο εργασίας για γράψιμο.
Σύνθ.: ογκόλιθος, ογκολόγος, υπέρογκος
Οικογ. Λέξ.: ογκίδιο, ογκώδης
Προσδιορ.: άμορφος, συμπαγής, γεωμετρικός (1)

οδηγώ

(Ρήμα, Ρ5)

(ενεστ. ο-δη-γώ, αόρ. οδήγησα, παθ. αόρ. οδηγήθηκα, παθ. μτχ. οδηγημένος)
[αρχ. ὁδηγῶ < ὁδὸς+ ἂγω]

1. (μτβ.) χειρίζομαι και κινώ κάποιο όχημα:Οδηγούσε το λεωφορείο με μεγάλη προσοχή.
2. (μτβ.) δείχνω το δρόμο σε κάποιον, τον κατευθύνω εκεί που πρέπει: Τους οδήγησε στο μοναστήρι μέσα από ένα παλιό μονοπάτι.
Συνών: καθοδηγώ (2)
Σύνθ.: καθοδηγώ
Οικογ. Λέξ.: οδήγημα, οδήγηση, οδηγισμός, (καθ)οδηγητής, οδηγήτρια,οδηγία

οδός (η)

(Ουσιαστικό)

(ο-δός, γεν. -ού, πληθ. -οί)
[αρχ. ὁδὸς]

1. δρόμος: Μένω στην οδό Σολωμού 44.
2. (μτφ.) μέθοδος, ο τρόπος που ενεργεί κάποιος:Ακολουθεί τη νόμιμη οδό, για να λύσει τα προβλήματά του.
Σύνθ.: οδοιπόρος, οδοκαθαριστής, άνοδος, είσοδος, έξοδος, πάροδος, πρόοδος, σύνοδος, οδόφραγμα
Προσδιορ.: κεντρική, παραλιακή (1)
Φράσεις:Καθ’ οδόν (= κατά τη διάρκεια της πορείας)

οικογένεια (η)

(Ουσιαστικό, Ο20)

(οι-κο-γέ-νει-α)
[µτγν. οἰκογένεια< οἰκογενὴς (= δούλος γεννηµένος στο σπίτι)]

1. ομάδα ατόμων που συνδέονται μεταξύ τους με δεσμούς αίματος και συνήθως ζουν στην ίδια κατοικία: Η οικογένειά του αποτελείται από τέσσερα άτομα.
2. ομάδα ανθρώπων, ζώων, φυτών και πραγμάτων με κοινά χαρακτηριστικά:Το λιοντάρι, η τίγρη και ο πάνθηρας ανήκουν στην οικογένεια των αιλουροειδών.
Σύνθ.: οικογενειάρχης
Οικογ. Λέξ.: οικογενειακός
Προσδιορ.: αξιότιμη, ένδοξη, ιστορική, πολυμελής (1)

οικολόγος (ο, η)

(Ουσιαστικό, Ο14)

(οι-κο-λό-γος)
[οικολόγος < πρβλ. αγγλ. ecologist]

αυτός που ενδιαφέρεται για τα προβλήματα του περιβάλλοντος και αγωνίζεται για την επίλυσή τους: Οι οικολόγοι αγωνίζονται για την προστασία της θάλασσας από τη ρύπανση. Οικογ. Λέξ.: οικολογία, οικολογικός

οικονομία (η)

(Ουσιαστικό, Ο19)

(οι-κο-νο-μί-α)
[αρχ. οἰκονοµία <οἰκονόµος]

1. το σύνολο των δραστηριοτήτων που έχουν σχέση με την παραγωγή και την κατανάλωση των αγαθών:Κάθε χώρα ενδιαφέρεται για την ανάπτυξη της οικονομίας της.
2. το να μην κάνει κανείς πολλά έξοδα: Έκανε πολλές οικονομίες, για να σπουδάσει τα παιδιά του.
Αντίθ.: σπατάλη (2)
Σύνθ.: οικονομολόγος
Οικογ. Λέξ.: (εξ)οικονομώ, οικονόμος, οικονομικός
Προσδιορ.: αγροτική, εθνική, οικιακή, πολιτική, ελεύθερη, αναπτυγμένη, αναπτυσσόμενη (1)

οιωνός (ο)

(Ουσιαστικό, Ο13)

(οι-ω-νός, γεν. -ού, πληθ. -οί)
[αρχ. οἰωνὸς]

1. μαντικό πουλί που από το πέταγμα και τις κραυγές του οι μάντεις στην αρχαία Ελλάδα προέβλεπαν το μέλλον: Το πέταγμα και το κρώξιμο του οιωνού δήλωναν αυτό που θα συνέβαινε στο μέλλον.
2. (συνήθ. μτφ.) κάθε σημείο που μας επιτρέπει να κάνουμε πρόβλεψη για το μέλλον: Οι παγκόσμιοι κωπηλατικοί αγώνες ξεκίνησαν με καλούς οιωνούς.
Συνών: σημάδι, προμήνυμα (2)
Σύνθ.: οιωνοσκόπος, οιωνοσκοπία

όλεθρος (ο)

(Ουσιαστικό, Ο16)

(ό-λε-θρος, γεν. -ου, πληθ. - )
[αρχ. ὂλεθρος < ὂλλυµι (= αφανίζω, καταστρέφω)]

η πλήρης καταστροφή, η ολοκληρωτική φθορά:Ο πόλεμος είναι ένας πραγματικός όλεθρος για τους ανθρώπους και το περιβάλλον. Αντίθ.: λύτρωση, σωτηρία
Συνών: αφανισμός
Σύνθ.: πανωλεθρία
Προσδιορ.: ανεπανόρθωτος, ολικός

όλος, -η, -ο

(Επίθετο, Ε2, άψυχα)

(ό-λος)
[αρχ. ὃλος]

1. ολόκληρος: Μερικές φορές χρειάζεται να ταξιδεύει όλη την ημέρα, για να φτάσει στον προορισμό του.
2. (με άρθρο) ολικός, συνολικός: Η όλη εργασία για την έκδοση του βιβλίου τελειώνει σύντομα.
Συνών.: πλήρης, ακέραιος (1)
Σύνθ.: ολόγιομος, ολόκληρος, ολονυχτία
Οικογ. Λέξ.: ολικός, ολότητα
Φράσεις:Όλα κι όλα (=δέχομαι τα πάντα εκτός από αυτό) Μέσα σ’ όλα (= παντού)

ομάδα (η)

(Ουσιαστικό, Ο21)

(ο-μά-δα)
[αρχ. ὁµὰς, -άδος]

1. σύνολο προσώπων ή και πραγμάτων με κοινό χαρακτηριστικό: Μια ομάδα μαθητών του σχολείου παρουσίασε μία θεατρική παράσταση.
2. σύνολο αθλητών που ασχολούνται με το ίδιο ομαδικό άθλημα και αντιμετωπίζουν άλλες αντίστοιχες ομάδες: Η εθνική ομάδα στίβου πέτυχε σημαντικές νίκες.
Σύνθ.: ομαδοποίηση, ομαδάρχης
Οικογ. Λέξ.: ομαδικός, ομαδικά (επίρρ.), ομαδικότητα
Προσδιορ.: αθλητική, πειθαρχημένη, εθνική (1, 2), θεατρική, κοινοβουλευτική, πολιτική (1)
Φράσεις: Ομάδα αίματος (= για καθεμία από τις κατηγορίες αίματος)

ομαλός, -ή, -ό

(Επίθετο, Ε1, έμψυχα και άψυχα)

(ο-μα-λός)
[αρχ. ὁµαλὸς <ὁµὸς]

1. που είναι επίπεδος και ίσιος, χωρίς εξογκώματα ή εσοχές:Ο δρόμος που βγάζει στο εκκλησάκι είναι ομαλός και χωρίς λακκούβες.
2. (μτφ.) αυτός που είναι φυσιολογικός, κανονικός:Χάρη στις προσπάθειες της Τροχαίας, η κίνηση στους δρόμους εξακολουθεί να είναι ομαλή.
Αντίθ.: ανώμαλος (1), αντικανονικός (2)
Σύνθ.: ανώμαλος
Οικογ. Λέξ.: ομαλά (επίρρ.), ομαλότητα, (εξ)ομαλύνω, (εξ)ομάλυνση
Προσδιοριζ.: κυκλοφορία, σχέσεις (οι), διαδοχή (2)

ομογένεια (η)

(Ουσιαστικό, Ο20)

(ο-μο-γέ-νει-α)
[µτγν. ὁµογένεια < ὁµογενὴς]

1. η προέλευση από το ίδιο γένος, η κοινή καταγωγή:Η κάθε ομογένεια υποστηρίζει τα δίκαια της χώρας της.
2. το σύνολο των Ελλήνων που ζουν μόνιμα σε χώρα του εξωτερικού: Η ελληνική ομογένεια είναι εγκαταστημένη και στις πέντε ηπείρους.
Συνών.: ομοεθνία (1)
Οικογ. Λέξ.: ομογενής

όμοιος, -α, -ο

(Επίθετο, Ε4, έμψυχα και άψυχα)

(ό-μοι-ος)
[αρχ. ὃµοιος < ὁµὸς]

1. αυτός που έχει τα ίδια γνωρίσματα με άλλον:Στο πρόσωπο είναι όμοιος με τον παππού του.
2. ισάξιος, ισοδύναμος, ισότιμος:Στο άλμα εις μήκος τρεις μαθητές της τάξης έχουν όμοιες επιδόσεις.
Αντίθ.: ανόμοιος, διαφορετικός (1), κατώτερος (2)
Συνών.: ίδιος, παρόμοιος, παρεμφερής (1)
Σύνθ.: ομοιοκαταληξία, ομοιομορφία, ομοιογενής, ανόμοιος, παρόμοιος
Οικογ. Λέξ.: όμοια (επίρρ.), μοιάζω, ομοιότητα, ομοίωμα
Προσδιοριζ.: χαρακτήρας, φυσιογνωμία (1)

ομόνοια (η)

(Ουσιαστικό, Ο20)

(ο-μό-νοι-α, γεν. -ας, πληθ. – )
[αρχ. ὁµόνοια < ὁµόνους]

ειρηνική και αρμονική συμβίωση με άλλους στο ίδιο περιβάλλον: Οι δυο λαοί ζουν με ομόνοια και συνεργασία. Αντίθ.: διχόνοια
Συνών.: ομοψυχία
Οικογ. Λέξ.: ομονοώ, μονοιάζω, μόνοιασμα
Προσδιορ.: οικογενειακή, εθνική
Παροιμ.:Η ομόνοια φτιάχνει σπίτι κι η διχόνοια το χαλάει

όμορφος, -η, -ο

(Επίθετο, Ε2, έμψυχα και άψυχα)

(ό-μορ-φος)
[µεσν. ἒµµορφος <αρχ. εὒµορφος < εὐ+ µορφὴ]

1. αυτός που είναι ωραίος, ελκυστικός: ►Η Λέσβος είναι ένα όμορφο νησί του Βορείου Αιγαίου.
2. που προκαλεί ευχάριστα συναισθήματα: ►Τα παιδικά χρόνια συνδέονται με όμορφες αναμνήσεις.
Σύνθ.: ομορφάνθρωπος, ομορφόπαιδο, πεντάμορφος, πανέμορφος
Οικογ. Λέξ.: όμορφα (επίρρ.), ομορφιά, ομορφαίνω
Αντίθ.: άσχημος (1)
Προσδιοριζ.: νησί, πίνακας, χρόνια (τα), ζωή, μάτια (τα) (1, 2)

όνειρο (το)

(Ουσιαστικό, Ο34)

(ό-νει-ρο, γεν. -είρου, πληθ. -α,-είρατα)
[αρχ. ὂνειρον]

1. φανταστικά γεγονότα που βλέπουμε, όταν κοιμόμαστε: Είδα ένα παράξενο όνειρο και φοβήθηκα πολύ.
2. έντονη επιθυμία, πόθος: Το όνειρό του ήταν να ταξιδέψει σε ολόκληρο τον κόσμο.
3. καθετί ιδιαίτερα ωραίο: ►Η χθεσινή βραδιά με την πανσέληνο ήταν ένα όνειρο.
Συνών.: ονειροπόλημα (2)
Σύνθ.: ονειροπόλος, ονειροκρίτης, ονειροπαρμένος
Οικογ. Λέξ.: ονειρεύομαι, ονειρικός
Προσδιορ.: ανεξήγητο, εφιαλτικό, (1), απραγματοποίητο (2), ωραίο (1, 2, 3)

όνομα (το)

(Ουσιαστικό, Ο40)

(ό-νο-μα, γεν. -όματος, πληθ. -όματα)
[αρχ. ὂνοµα]

1. το βαπτιστικό όνομα:Η νονά έδωσε στο παιδί μου το όνομα Βασίλης.
2. (γραμμ.) κάθε λέξη που δηλώνει πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (όνομα ουσιαστικό) ή τις ιδιότητές τους (όνομα επίθετο): Τα ονόματα, ουσιαστικά και επίθετα,είναι λέξεις που κλίνονται.
Σύνθ: ονοματεπώνυμο, ονοματολογία
Οικογ. Λέξ: ονομάζω, ονομασία, ονομαστός, ονομαστικός, ονοματίζω
Προσδιορ: δοξασμένο, τιμημένο (1), υποκοριστικό, μεγεθυντικό, προσηγορικό (= όχι τα κύρια) (2)
Φράσεις:Για όνομα του Θεού (= για έντονη διαμαρτυρία) Όνομα και μη χωριό (= για πρόσωπα που δε θέλουμε να κατονομάσουμε) Παροιμ.:Κάλλιο να σου βγει το μάτι παρά το όνομα

οξυγόνο (το)

(Ουσιαστικό, Ο32)

(ο-ξυ-γό-νο)
[λόγ. οξυγόνο < ὀξὺ + γόνος]

1. άχρωμο και άοσμο αέριο που είναι βασικό συστατικό του ατμοσφαιρικού αέρα και του νερού:Το οξυγόνο είναι απαραίτητο για την ύπαρξη ζωής.
2. (μτφ.) ο υγιεινός, ο καθαρός αέρας: Κάθε καλοκαίρι πηγαίνουμε στο χωριό, για να χορτάσουμε οξυγόνο.
Σύνθ.: οξυγονοκόλληση, οξυγονοθεραπεία
Οικογ. Λέξ.: οξυγονούχος, οξυγονώνω, οξυγόνωση

όπλο (το)

(Ουσιαστικό, Ο32)

(ό-πλο)
[αρχ. ὃπλον]

1. καθετί που χρησιμοποιούμε για άμυνα, επίθεση ή κυνήγι: Το ρόπαλο ήταν ένα από τα αρχαιότερα όπλα για την άμυνα του ανθρώπου.
2. (μτφ.) οτιδήποτε χρησιμεύει για την επιτυχία κάποιου σκοπού: Ένα σημαντικό όπλο για την επιτυχία στις εξετάσεις είναι η συστηματική προετοιμασία.
Σύνθ: οπλαρχηγός, οπλοφορία, άοπλος, πάνοπλος
Οικογ. Λέξ.: οπλή, οπλίζω, οπλίτης, οπλισμός
Προσδιορ.: βιολογικό, κυνηγετικό, πρωτόγονο, πυρηνικό (1)
Φράσεις: Καταθέτω τα όπλα (= παραδίνομαι, συνθηκολογώ) Ρίχνω τα όπλα (= τρέπομαι σε φυγή)

όργανο (το)

(Ουσιαστικό, Ο34)

(όρ-γα-νο, γεν. -άνου, πληθ. -α)
[αρχ. ὂργανον]

1. εργαλείο που χρησιμοποιεί κάποιος, για να κάνει κάτι:Ο διαβήτης είναι ένα γεωμετρικό όργανο.
2. κάθε μέρος του οργανισμού που επιτελεί μια ορισμένη λειτουργία:Το μάτι είναι το όργανο της όρασης.
3. πρόσωπο που το χρησιμοποιούν οι άλλοι για δικό τους συμφέρον:Χωρίς να το καταλάβει, έγινε όργανο των αντιπάλων του.
Σύνθ.: οργανοπαίχτης, ενόργανος, ανόργανος
Οικογ. Λέξ.: οργανικός, οργανώνω, οργάνωση, οργανωτής
Προσδιορ.: άβουλο, πειθήνιο (3), μουσικό, γεωμετρικό (1), ευαίσθητο (1, 2)

οργίζομαι

(Ρήμα, Ρ4)

(ενεστ. ορ-γί-ζο-μαι, παθ. αόρ. οργίστηκα, παθ. μτχ. οργισμένος)
[αρχ. ὀργίζοµαι]

(αμτβ.) βρίσκομαι σε κατάσταση μεγάλου θυμού ή αγανάκτησης:Οργίζομαι πάρα πολύ, όταν σκέφτομαι πως υπάρχουν άνθρωποι που βασανίζουν τα ζώα. Συνών: θυμώνω, εξοργίζομαι
Σύνθ.: εξοργίζομαι
Οικογ. Λέξ.: οργή, οργίλος
Φράσεις: Οργισμένα νιάτα (= ασυμβίβαστοι νέοι)

ορεινός, -ή, -ό

(Επίθετο, Ε1, έμψυχα και άψυχα)

(ο-ρει-νός)
[αρχ. ὀρεινὸς < ὂρος]

1. αυτός που σχετίζεται με το βουνό: ►Πολλές περιοχές της Ελλάδας έχουν ορεινό κλίμα.
2. τόπος που έχει πολλά βουνά:Η Ελλάδα είναι ορεινή χώρα.
Αντίθ.: πεδινός, καμπίσιος (2)
Συνών.: βουνίσιος, ορεσίβιος (1)
Σύνθ.: ημιορεινός
Οικογ. Λέξ.: όρος, ορεινά (τα)
Προσδιοριζ.: όγκος, χωριό (1, 2)

ορθοπεδικός (ο)

(Ουσιαστικό, Ο13)

(ορ-θο-πε-δι-κός)
[λόγ. < γαλλ. orthopédique]

ο ειδικευμένος γιατρός που ασχολείται με τις παθήσεις του κινητικού συστήματος, δηλ. των οστών, των αρθρώσεων και των μυών: Ο ορθοπεδικός επισκέφτηκε το σχολείο, για να διαπιστώσει αν υπάρχουν μαθητές με σκολίωση (= πάθηση της σπονδυλικής στήλης).

ορίζοντας (ο)

(Ουσιαστικό, Ο3)

(ο-ρί-ζο-ντας)
[λόγ. < αρχ. ὁρίζων]

η νοητή γραμμή όπου ο ουρανός φαίνεται να ακουμπά τη γη ή τη θάλασσα:Ένα μεγάλο πλοίο φάνηκε μακριά στον ορίζοντα. Οικογ. Λέξ.: οριζόντιος, οριζοντιώνω
Προσδιορ.: μακρινός, τεχνητός, στενός, ευρύς, νέος, υδροφόρος
Φράσεις: Ανοίγω νέους ορίζοντες (= δημιουργώ καινούργιες προοπτικές) Κάτι φαίνεται στον ορίζοντα (= κάτι αρχίζει να γίνεται)

ορκωμοσία (η)

(Ουσιαστικό, Ο19)

(ορ-κω-μο-σί-α )
[αρχ. ὁρκωµοσία < ὃρκος + ὂµνυµι]

το να ορκίζεται κανείς ενώπιον επίσημης αρχής κατά την ανάληψη καθηκόντων, την ολοκλήρωση των σπουδών του κ.ά.: Η ορκωμοσία των βουλευτών γίνεται ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας. Προσδιορ.: επίσημη

ορμώ

(Ρήμα, Ρ5)

(ενεστ. ορ-μώ, αόρ. όρμησα)
[αρχ. ὁρµῶ < ὁρµὴ ]

1. (αμτβ.) κινούμαι βιαστικά προς τα εμπρός:Οι φίλαθλοι όρμησαν στο γήπεδο, για να πανηγυρίσουν τη νίκη της ομάδας τους.
2. (μτβ.) κάνω επίθεση:Ο εχθρός όρμησε εναντίον της φρουράς του κάστρου με όλες τις δυνάμεις που διέθετε.
Σύνθ.: εξορμώ, εφορμώ
Οικογ. Λέξ.: ορμή, ορμητήριο, ορμητικός, ορμητικότητα

όρος (ο)

(Ουσιαστικό, Ο14)

(ό-ρος)
[λόγ. < αρχ. ὃρος]

Προσοχή!

όρος (το) = το βουνό
ορός (ο) = διάλυµα που χρησιµοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς

1. απαραίτητη προϋπόθεση, για να υπάρξει κάτι άλλο:
Θα έρθω μαζί σου διακοπές, υπό τον όρο ότι θα πάμε σε κάποιο νησί.
2. (πληθ.) παράγοντες που επηρεάζουν την εργασία, τη ζωή και τις δραστηριότητες κάποιου: Οι όροι εργασίας των ναυτικών έχουν βελτιωθεί σε σημαντικό βαθμό.
3. η ονομασία ενός πράγματος ή μιας έννοιας στην επιστήμη ή την τέχνη: Η λέξη «οπτική» είναι όρος της Φυσικής.
Σύνθ.: ορολογία
Προσδιορ.: επιστημονικός, μουσικός, διεθνής, ασαφής
Φράσεις:Όροι του κλάσματος (= ο αριθμητής και ο παρονομαστής)Μέσος όρος (= το ενδιάμεσο μεταξύ δύο ακραίων σημείων) Εφ’ όρου ζωής (= για ολόκληρη τη ζωή) Άνευ όρων(= χωρίς περιορισμούς)

ουσία (η)

(Ουσιαστικό, Ο19)

(ου-σί-α)
[αρχ. οὐσία < οὖσα <εἰµὶ]

1. κάθε είδος ύλης, φυσικό σώμα: Στο γάλα υπάρχουν πολλές θρεπτικές ουσίες.
2. το πιο σημαντικό στοιχείο, ό,τι είναι σπουδαιότερο και σοβαρότερο σ’ένα θέμα, μια υπόθεση κ.λπ.: Ο ανταποκριτής της εφημερίδας προσπάθησε να καταγράψει την ουσία των γεγονότων.
Συνών.: νόημα, βάρος, σπουδαιότητα (2)
Σύνθ.: απουσία, εξουσία, παρουσία, περιουσία
Οικογ. Λέξ.: ουσιώδης, ουσιωδώς (επίρρ.), ουσιαστικός, ουσιαστικό (το), ουσιαστικά (επίρρ.)
Προσδιορ.: οργανική, ανόργανη, δηλητηριώδης, θρεπτική, τοξική, φαρμακευτική (1)
Φράσεις: Ξοδεύω φαιά ουσία (= σκέφτομαι) Στην ουσία / κατ’ ουσία (= στην πραγματικότητα)

οφείλω

(Ρήμα)

(ενεστ. ο-φεί-λω, παρατ. όφειλα)
[αρχ. ὀφείλω]

1. (μτβ.) χρωστώ: ►Αγόρασα σπίτι και οφείλω χρήματα στην Τράπεζα.
2. (μτβ.) είμαι υποχρεωμένος, έχω καθήκον να κάνω κάτι: Οφείλω πολλά στους δασκάλους μου.
Συνών.: χρωστώ (1, 2)
Οικογ. Λέξ.: όφελος, οφειλή, οφειλέτης

όψη (η)

(Ουσιαστικό, Ο27)

(ό-ψη, γεν. -ης, -εως, πληθ. -εις)
[λόγ. < αρχ. ὂψις < ὁρῶ (= βλέπω)]

1. η εξωτερική εμφάνιση:Η μπροστινή όψη του κτιρίου είναι διακοσμημένη με μάρμαρο.
2. η φυσιογνωμία, το πρόσωπο και η έκφραση ενός ατόμου: Από την όψη του φαινόταν ότι δεν ήταν καλά στην υγεία του.
Συνών.: θωριά (1, 2)
Σύνθ.: άποψη, κάτοψη, πρόσοψη, σύνοψη
Προσδιορ.: ευχάριστη,θλιμμένη, ταλαιπωρημένη (1, 2)
Φράσεις: Λαμβάνω /έχω υπόψη μου (= δεν ξεχνώ) Η άλλη όψη του νομίσματος (= η αντίθετη πλευρά ενός ζητήματος) Οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος (= για δυο πράγματα που είναι ίδια)

Εικόνα