Ορθογραφικό-ερμηνευτικό λεξικό (Δ΄, Ε΄, ΣΤ΄ Δημοτικού)
K M Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος
Λ Λάμδα

λακωνικός, -ή, -ό

(Επίθετο, Ε2, έμψυχα και άψυχα)

(λα-κω-νι-κός)
[αρχ. λακωνικὸς <Λάκων]

1. που σχετίζεται με τη Λακωνία και τους Λάκωνες: Εξακολουθεί να τηρεί πιστά τα λακωνικά έθιμα, παρόλο που ζει στην Αθήνα.
2. ολιγόλογος, σύντομος:Ο λόγος του είναι συνήθως λακωνικός και ουσιαστικός.
Αντίθ.: πολυλογάς, φλύαρος (2)
Συνών.: λιτός, επιγραμματικός, συνοπτικός (2)
Οικογ. Λέξ.: Λακωνία, λακωνίζω, λακωνισμός, λακωνικότητα

λαός (ο)

(Ουσιαστικό, Ο13)

(λα-ός)[αρχ. λαὸς]

1. το σύνολο των πολιτών ενός κράτους: Ο ελληνικός λαός έχει μια πανάρχαια ιστορία.
2. το σύνολο των κατοίκων μιας γεωγραφικής περιοχής, πόλης: Ο δήμαρχος μίλησε στο λαό της πόλης του.
Συνών.: κάτοικοι, πληθυσμός, πολίτες (1, 2)
Σύνθ.: λαογραφία, λαοθάλασσα, λαοφιλής, λαοπρόβλητος, λαοκρατία, λαοπλάνος, λαομίσητος
Οικογ. Λέξ.: λαϊκός, λαϊκότητα, λαϊκιστής, λαϊκισμός
Προσδιορ.: κυρίαρχος, ένδοξος, φιλήσυχος, προοδευτικός, περιούσιος (1, 2)

λατρεύω

(Ρήμα, Ρ2)

(ενεστ. λα-τρεύ-ω, αόρ. λάτρεψα, παθ. αόρ. λατρεύτηκα, παθ. μτχ. λατρεμένος)
[αρχ. λατρεύω <λάτρις]

1. (μτβ.) σέβομαι, τιμώ το Θεό: Οι αρχαίοι Έλληνες λάτρευαν τους δώδεκα θεούς του Ολύμπου.
2. (μτβ.) έχω μεγάλη αγάπη για κάποιον ή για κάτι: Λατρεύει την κρητική κουζίνα.
Αντίθ.: μισώ, αντιπαθώ (2)
Συνών.: υπεραγαπώ
Οικογ. Λέξ.: λάτρης, λατρεία, λατρευτός, λατρευτικός

λεία (η)

(Ουσιαστικό, Ο19)

(λεί-α, γεν. -ας, πληθ. -)
[αρχ. λεία]

1. ό,τι αρπάζει κανείς απ’ τους εχθρούς σε καιρό πολέμου:Οι θησαυροί της Πόλης έγιναν λεία στα χέρια των Σταυροφόρων.
2. τα θηράματα που γίνονται τροφή σαρκοβόρων ζώων: Τα ψάρια είναι η αγαπημένη λεία της αρκούδας.
Συνών.: λάφυρα (2)
Προσδιορ.: πλούσια (1)
Φράσεις:Εύκολη λεία (=αυτός που μπορεί εύκολα να νικηθεί)

λέξη (η)

(Ουσιαστικό, Ο27)

(λέ-ξη, γεν. -ης, -εως, πληθ. -εις)
[αρχ. λέξις < λέγω]

1. σύνολο φθόγγων που εκφράζει μια έννοια: Το μήνυμα που έστειλε αποτελείται από πέντε λέξεις.
2. λόγος, κουβέντα: Του είπε δυο λέξεις στο αυτί και ύστερα έφυγε.
Σύνθ.: λεξιλόγιο, λεξιθηρία (= αναζήτηση και χρήση σπάνιων λέξεων), λεξιπενία (= περιορισμένος αριθμός λέξεων), λεξικογράφος (=συντάκτης λεξικού), λεξικολογία
Οικογ. Λέξ.: λέγω, λεξικό
Προσδιορ.: κλιτή, άκλιτη, δυσνόητη, άγνωστη, ποιητική, αδόκιμη (1, 2)
Φράσεις:Λέξη προς λέξη (= αναλυτικά) Λέξη κλειδί (= σημαντική λέξη) Επί λέξει (= ακριβώς έτσι) Με δυο λέξεις (= σύντομα) Κατά λέξη (= πιστά)

λέω και λέγω

(Ρήμα)

(ενεστ. λέ-ω, αόρ. είπα, παθ. αόρ. ειπώθηκα, λέχθηκα, παθ. μτχ. ειπωμένος)
[αρχ. λέγω]

1. (μτβ.) εκφράζομαι προφορικά, μιλώ:
Μου είπε κάτι, αλλά δεν τον άκουσα καλά.
2. (μτβ.) διηγούμαι:
Ο παππούς μάς έλεγε αξέχαστες ιστορίες.
3. ονομάζω, αποκαλώ:
Πώς σε λένε; Με λένε Μαρία.
4. (αμτβ.) (γ΄ πρόσ. λένε ή λέγεται) για κάτι που αναφέρεται ως φήμη, διαδίδεται:
Λέγεται πως θα είναι υποψήφιος Δήμαρχος.
5. (μτβ.) προτείνω, συμβουλεύω:
Εγώ λέω να πάμε μια βόλτα, για να ξεσκάσουμε.
6. (μτβ.) εξηγώ, αναλύω:Θέλω να μου πεις πώς λύνεται αυτό το πρόβλημα στα μαθηματικά.
Συνών: αφηγούμαι (2)
Σύνθ.: επιλέγω, εκλέγω, συλλέγω, προλέγω, διαλέγω, αντιλέγω, ξαναλέγω
Οικογ. Λέξ.: λέξη, λεξικό, λόγος, λογικός, λόγιος, λογίζομαι
Φράσεις:Τα λέω έξω απ’ τα δόντια / Λέω τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη (= μιλώ ξεκάθαρα, χωρίς φόβο) Τα λεγόμενα (= τα λόγια, οι απόψεις κάποιου) Εγώ τα λέω κι εγώ τα ακούω (= όταν τα λόγια κάποιου δε βρίσκουν απήχηση) Το λέει η καρδιά του (= είναι τολμηρός, γενναίος) Αυτό να λέγεται (= χωρίς αμφιβολία) Έχουμε και λέμε (= ας υπολογίσουμε)

λεωφορείο (το)

(Ουσιαστικό, Ο32)

(λε-ω-φο-ρεί-ο, γεν. -ου, πληθ. -α)
[λόγ. λεωφόρος< λεὼς (= λαός) +φέρω]

αυτοκίνητο με μεγάλο αριθμό θέσεων που μεταφέρει επιβάτες:
Οι μαθητές επισκέφτηκαν το μουσείο με αστικό λεωφορείο.
Σύνθ.: λεωφόρος, λεωφορειούχος, λεωφορειόδρoμος
Οικογ. Λέξ.: λεωφόρος, λεωφορειακός
Προσδιορ.: διαστημικό, υπεραστικό, ηλεκτροκίνητο

λήψη (η)

(Ουσιαστικό, Ο28)

(λή-ψη, γεν. -ης, -εως, πληθ. -εις)
[αρχ. λῆψις < λαµβάνω]

1. το να παίρνει κανείς κάτι:
Η λήψη μέτρων για την προστασία του περιβάλλοντος είναι απαραίτητη.
2. το να λαμβάνει μια κεραία ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό σήμα και να το στέλνει στη συσκευή που λειτουργεί ως δέκτης:Δεν είχαμε καλή λήψη εικόνας, επειδή επικρατούσαν άσχημες καιρικές συνθήκες.
Σύνθ.: δοσοληψία
Προσδιορ.: δορυφορική, τηλεοπτική, φωτογραφική, παγκόσμια (2)

λιβάδι (το)

(Ουσιαστικό, Ο36)

(λι-βά-δι, γεν. -ού, πληθ. -α)
[µτγν. λιβάδιον (=υγρός τόπος), υποκορ. του αρχ. λιβὰς(= πηγή)]

έκταση γης που καλύπτεται από χλόη για τη βοσκή των ζώων, βοσκότοπος:
Την Άνοιξη τα λιβάδια είναι ανθισμένα.
Συνών.: βοσκοτόπι
Σύνθ.: λιβαδότοπος
Οικογ. Λέξ.: λιβαδίσιος
Προσδιορ.: καταπράσινο, ανθισμένο, φυσικό, τεχνητό

λιμάνι (το)

(Ουσιαστικό, Ο36)

(λι-μά-νι, γεν. -ού, πληθ. -α)
[µτγν. λιµένιον, υποκορ. του αρχ. λιµὴν]

1. φυσική ή τεχνητή διαμόρφωση παραλίας ή όχθης ποταμού ή λίμνης για την προστασία και το αγκυροβόλημα των πλοίων: Το καράβι έδεσε στο λιμάνι λόγω της θαλασσοταραχής.
2. (μτφ.) τόπος ή άνθρωπος στον οποίο αναζητεί κανείς ασφάλεια, καταφύγιο:
Βρήκε στους συγγενείς του ένα λιμάνι γαλήνης και ηρεμίας.
Συνών.: σκάλα (1)
Σύνθ.: λιμεναρχείο, λιμενοφύλακας, μικρολίμανο
Οικογ. Λέξ.: λιμενικός, λιμενίσκος
Προσδιορ.: φυσικό, απάνεμο, εμπορικό, διεθνές (1)

λίπος (το)

(Ουσιαστικό, Ο37)

(λί-πος, γεν. -ους, πληθ. -η)
[αρχ. λίπος]

Προσοχή!

τα λίπη – η λύπη – αυτός λείπει

το πάχος, το ξίγκι:
Το κρέας από το γουρούνι είναι κάτασπρο από το λίπος.
Οικογ. Λέξ.: λιπαίνω, λιπαρός, λιπαρότητα, λίπανση, λιπαντικός, λίπωμα, λιπώδης
Προσδιορ.: ζωικό, φυτικό, μαγειρικό

λιώνω

(Ρήμα, Ρ1)

(ενεστ. λιώ-νω, αόρ. έλιωσα, παθ. αόρ. λιώθηκα, παθ. μτχ. λιωμένος)
[αρχ. λειῶ (= κάνω κάτι λείο) < λεῖος]

1. (μτβ.) μεταβάλλω ένα στερεό σώμα σε υγρό με τη βοήθεια θερμότητας ή με τη διάλυση: Ο ήλιος έλιωσε το χιόνι στα βουνά.
2. (αμτβ.) (μτφ.) κουράζομαι, διαλύομαι: Έλιωσε από την κούραση της εβδομάδας.
Συνών.: υγροποιώ, ρευστοποιώ, διαλύω (1)
Οικογ. Λέξ.: λιώμα, λιώσιμο

λόγος (ο)

(Ουσιαστικό, Ο14)

(λό-γος, γεν. -ου, πληθ. -οι
)[αρχ. λόγος < λέγω]

1. ομιλία, λαλιά:Ο λόγος διαφοροποιεί τον άνθρωπο από τα ζώα.
2. γλώσσα:
Χρησιμοποιεί στις ομιλίες του σωστό λόγο.
3. υπόσχεση, εγγύηση:
Έδωσα το λόγο μου και θα τον τηρήσω.
4. αιτία: Για ποιο λόγο δε μου μιλάς;
Σύνθ.: λογοκρίνω, λογοτεχνία, λογομαχία, λογοφέρνω, λογοδοτώ, λογοπαίγνιο, πρόλογος, κατάλογος
Οικογ. Λέξ.: λόγιος, λογικός, λογισμός
Προσδιορ.: πανηγυρικός, εγκωμιαστικός, έντεχνος (1, 2)
Φράσεις: Δε μου πέφτει λόγος (= δεν ανακατεύομαι) Μασάω τα λόγια μου (= κρύβω αυτό που θέλω να πω)
Παροιμ.:Μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλο λόγο μην πεις

λογοτεχνία (η)

(Ουσιαστικό, Ο19)

(λο-γο-τε-χνί-α)
[µεσν. λογοτεχνία]

1. ο καλλιεργημένος γραπτός λόγος που προσφέρει στον αναγνώστη αισθητική απόλαυση: Έχει διαβάσει πολλά βιβλία λογοτεχνίας στη ζωή του.
2. όλα τα λογοτεχνικά έργα μιας εποχής, μιας χώρας ή ενός είδους: Ο «Ερωτόκριτος» είναι ένα από τα πρώτα σημαντικά έργα της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Συνών: γραμματεία (2)
Σύνθ.: παραλογοτεχνία
Οικογ. Λέξ.: λογοτέχνης, λογοτεχνικός, λογοτέχνημα
Προσδιορ.: κλασική, παγκόσμια, ευρωπαϊκή, νεοελληνική, αρχαία, παραδοσιακή, σύγχρονη, παιδική (1, 2)

λύνω

(Ρήμα, Ρ1)

(λύ-νω, αόρ. έλυσα, παθ. αόρ. λύθηκα, παθ. μτχ. λυμένος)
[αρχ. λύω]

1. (μτβ.) ξεδένω: Έλυσε τα κορδόνια των παπουτσιών του.
2. (μτβ.) ελευθερώνω, απαλλάσσω κάποιον από τα δεσμά: Έλυσε τα άλογα και τα άφησε να βοσκήσουν στο λιβάδι.
3. (μτβ.) καταργώ, ακυρώνω: Έλυσαν τη συμφωνία τους για την αγορά του αυτοκινήτου.
Αντίθ.: δένω (1)
Σύνθ.: αναλύω, καταλύω, διαλύω, παραλύω, επιλύω, απολύω, ξεδιαλύνω
Οικογ. Λέξ.: λύση, λύσιμο, λύτης, λυτός, λύτρα (τα), λυτρώνω
Φράσεις:Λύνω και δένω (= κάνω ό,τι θέλω) Λύθηκα στα γέλια (= γέλασα πολύ) Λύθηκαν τα γόνατά μου (= παράλυσα από το φόβο) Λύνω τη σιωπή μου (= αποφασίζω να μιλήσω)

λύπη (η)

(Ουσιαστικό, Ο25)

(λύ-πη)
[αρχ. λύπη]

1. έντονο συναίσθημα, ψυχικός πόνος, θλίψη:
Αισθάνθηκε μεγάλη λύπη για τον άδικο χαμό του φίλου του.
2. συμπόνια και οίκτος για κάποιον:
Νιώθει μεγάλη λύπη για τους φτωχούς και τους αδικημένους.
Αντίθ.: χαρά
Συνών: οδύνη (1), λύπηση (2)
Σύνθ.: περίλυπος
Οικογ. Λέξ.: λυπώ, λυπάμαι, λυπηρός, λύπηση, λυπητερός
Προσδιορ.: αβάσταχτη, βαθιά, πραγματική (1, 2)

λύρα (η)

(Ουσιαστικό, Ο19)

(λύ-ρα)
[αρχ. λύρα]

Προσοχή!

►η λύρα (= το μουσικό όργανο) ►η λίρα (= το νόμισμα)

αρχαίο αλλά και σύγχρονο έγχορδο μουσικό όργανο:Η λύρα είναι το παραδοσιακό μουσικό όργανο της Κρήτης και του Πόντου. Οικογ. Λέξ.: λυράρης, λυριτζής, λυρικός, λυρισμός
Προσδιορ.: κρητική, ποντιακή

ΕΙκόνα