λακωνικός, -ή, -ό
(Επίθετο, Ε2, έμψυχα και άψυχα)
(λα-κω-νι-κός)
[αρχ. λακωνικὸς <Λάκων]
|
1. που σχετίζεται με τη Λακωνία και τους Λάκωνες: ►Εξακολουθεί να τηρεί πιστά τα λακωνικά έθιμα, παρόλο που ζει στην Αθήνα. 2. ολιγόλογος, σύντομος: ►Ο λόγος του είναι συνήθως λακωνικός και ουσιαστικός.
|
Αντίθ.: πολυλογάς, φλύαρος (2) Συνών.: λιτός, επιγραμματικός, συνοπτικός (2) Οικογ. Λέξ.: Λακωνία, λακωνίζω, λακωνισμός, λακωνικότητα |
λαός (ο)
(Ουσιαστικό, Ο13)
(λα-ός)[αρχ. λαὸς]
|
1. το σύνολο των πολιτών ενός κράτους: ►Ο ελληνικός λαός έχει μια πανάρχαια ιστορία. 2. το σύνολο των κατοίκων μιας γεωγραφικής περιοχής, πόλης: ►Ο δήμαρχος μίλησε στο λαό της πόλης του.
|
Συνών.: κάτοικοι, πληθυσμός, πολίτες (1, 2) Σύνθ.: λαογραφία, λαοθάλασσα, λαοφιλής, λαοπρόβλητος, λαοκρατία, λαοπλάνος, λαομίσητος Οικογ. Λέξ.: λαϊκός, λαϊκότητα, λαϊκιστής, λαϊκισμός Προσδιορ.: κυρίαρχος, ένδοξος, φιλήσυχος, προοδευτικός, περιούσιος (1, 2)
|
λατρεύω
(Ρήμα, Ρ2)
(ενεστ. λα-τρεύ-ω, αόρ. λάτρεψα, παθ. αόρ. λατρεύτηκα, παθ. μτχ. λατρεμένος)
[αρχ. λατρεύω <λάτρις]
|
1. (μτβ.) σέβομαι, τιμώ το Θεό: ►Οι αρχαίοι Έλληνες λάτρευαν τους δώδεκα θεούς του Ολύμπου. 2. (μτβ.) έχω μεγάλη αγάπη για κάποιον ή για κάτι: ►Λατρεύει την κρητική κουζίνα.
|
Αντίθ.: μισώ, αντιπαθώ (2) Συνών.: υπεραγαπώ Οικογ. Λέξ.: λάτρης, λατρεία, λατρευτός, λατρευτικός |
λεία (η)
(Ουσιαστικό, Ο19)
(λεί-α, γεν. -ας, πληθ. -)
[αρχ. λεία]
|
1. ό,τι αρπάζει κανείς απ’ τους εχθρούς σε καιρό πολέμου:►Οι θησαυροί της Πόλης έγιναν λεία στα χέρια των Σταυροφόρων. 2. τα θηράματα που γίνονται τροφή σαρκοβόρων ζώων: ►Τα ψάρια είναι η αγαπημένη λεία της αρκούδας.
|
Συνών.: λάφυρα (2) Προσδιορ.: πλούσια (1) Φράσεις: ►Εύκολη λεία (=αυτός που μπορεί εύκολα να νικηθεί) |
λέξη (η)
(Ουσιαστικό, Ο27)
(λέ-ξη, γεν. -ης, -εως, πληθ. -εις)
[αρχ. λέξις < λέγω]
|
1. σύνολο φθόγγων που εκφράζει μια έννοια: ►Το μήνυμα που έστειλε αποτελείται από πέντε λέξεις. 2. λόγος, κουβέντα: ►Του είπε δυο λέξεις στο αυτί και ύστερα έφυγε.
|
Σύνθ.: λεξιλόγιο, λεξιθηρία (= αναζήτηση και χρήση σπάνιων λέξεων), λεξιπενία (= περιορισμένος αριθμός λέξεων), λεξικογράφος (=συντάκτης λεξικού), λεξικολογία Οικογ. Λέξ.: λέγω, λεξικό Προσδιορ.: κλιτή, άκλιτη, δυσνόητη, άγνωστη, ποιητική, αδόκιμη (1, 2) Φράσεις: ►Λέξη προς λέξη (= αναλυτικά) ►Λέξη κλειδί (= σημαντική λέξη) ►Επί λέξει (= ακριβώς έτσι) ►Με δυο λέξεις (= σύντομα) ►Κατά λέξη (= πιστά) |
λέω και λέγω
(Ρήμα)
(ενεστ. λέ-ω, αόρ. είπα, παθ. αόρ. ειπώθηκα, λέχθηκα, παθ. μτχ. ειπωμένος)
[αρχ. λέγω]
|
1. (μτβ.) εκφράζομαι προφορικά, μιλώ:
► Μου είπε κάτι, αλλά δεν τον άκουσα καλά. 2. (μτβ.) διηγούμαι:
►Ο παππούς μάς έλεγε αξέχαστες ιστορίες. 3. ονομάζω, αποκαλώ:
►Πώς σε λένε; Με λένε Μαρία. 4. (αμτβ.) (γ΄ πρόσ. λένε ή λέγεται) για κάτι που αναφέρεται ως φήμη, διαδίδεται:
►Λέγεται πως θα είναι υποψήφιος Δήμαρχος. 5. (μτβ.) προτείνω, συμβουλεύω:
►Εγώ λέω να πάμε μια βόλτα, για να ξεσκάσουμε. 6. (μτβ.) εξηγώ, αναλύω: ►Θέλω να μου πεις πώς λύνεται αυτό το πρόβλημα στα μαθηματικά.
|
Συνών: αφηγούμαι (2) Σύνθ.: επιλέγω, εκλέγω, συλλέγω, προλέγω, διαλέγω, αντιλέγω, ξαναλέγω Οικογ. Λέξ.: λέξη, λεξικό, λόγος, λογικός, λόγιος, λογίζομαι Φράσεις: ►Τα λέω έξω απ’ τα δόντια / Λέω τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη (= μιλώ ξεκάθαρα, χωρίς φόβο) ►Τα λεγόμενα (= τα λόγια, οι απόψεις κάποιου) ►Εγώ τα λέω κι εγώ τα ακούω (= όταν τα λόγια κάποιου δε βρίσκουν απήχηση) ►Το λέει η καρδιά του (= είναι τολμηρός, γενναίος) ►Αυτό να λέγεται (= χωρίς αμφιβολία) ►Έχουμε και λέμε (= ας υπολογίσουμε) |
λεωφορείο (το)
(Ουσιαστικό, Ο32)
(λε-ω-φο-ρεί-ο, γεν. -ου, πληθ. -α)
[λόγ. λεωφόρος< λεὼς (= λαός) +φέρω]
|
αυτοκίνητο με μεγάλο αριθμό θέσεων που μεταφέρει επιβάτες:
►Οι μαθητές επισκέφτηκαν το μουσείο με αστικό λεωφορείο.
|
Σύνθ.: λεωφόρος, λεωφορειούχος, λεωφορειόδρoμος Οικογ. Λέξ.: λεωφόρος, λεωφορειακός Προσδιορ.: διαστημικό, υπεραστικό, ηλεκτροκίνητο |
λήψη (η)
(Ουσιαστικό, Ο28)
(λή-ψη, γεν. -ης, -εως, πληθ. -εις)
[αρχ. λῆψις < λαµβάνω]
|
1. το να παίρνει κανείς κάτι:
►Η λήψη μέτρων για την προστασία του περιβάλλοντος είναι απαραίτητη. 2. το να λαμβάνει μια κεραία ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό σήμα και να το στέλνει στη συσκευή που λειτουργεί ως δέκτης: ►Δεν είχαμε καλή λήψη εικόνας, επειδή επικρατούσαν άσχημες καιρικές συνθήκες.
|
Σύνθ.: δοσοληψία Προσδιορ.: δορυφορική, τηλεοπτική, φωτογραφική, παγκόσμια (2)
|
λιβάδι (το)
(Ουσιαστικό, Ο36)
(λι-βά-δι, γεν. -ού, πληθ. -α)
[µτγν. λιβάδιον (=υγρός τόπος), υποκορ. του αρχ. λιβὰς(= πηγή)] |
έκταση γης που καλύπτεται από χλόη για τη βοσκή των ζώων, βοσκότοπος:
►Την Άνοιξη τα λιβάδια είναι ανθισμένα.
|
Συνών.: βοσκοτόπι Σύνθ.: λιβαδότοπος Οικογ. Λέξ.: λιβαδίσιος Προσδιορ.: καταπράσινο, ανθισμένο, φυσικό, τεχνητό |
λιμάνι (το)
(Ουσιαστικό, Ο36)
(λι-μά-νι, γεν. -ού, πληθ. -α)
[µτγν. λιµένιον, υποκορ. του αρχ. λιµὴν]
|
1. φυσική ή τεχνητή διαμόρφωση παραλίας ή όχθης ποταμού ή λίμνης για την προστασία και το αγκυροβόλημα των πλοίων: ►Το καράβι έδεσε στο λιμάνι λόγω της θαλασσοταραχής. 2. (μτφ.) τόπος ή άνθρωπος στον οποίο αναζητεί κανείς ασφάλεια, καταφύγιο:
►Βρήκε στους συγγενείς του ένα λιμάνι γαλήνης και ηρεμίας.
|
Συνών.: σκάλα (1) Σύνθ.: λιμεναρχείο, λιμενοφύλακας, μικρολίμανο Οικογ. Λέξ.: λιμενικός, λιμενίσκος Προσδιορ.: φυσικό, απάνεμο, εμπορικό, διεθνές (1)
|
λίπος (το)
(Ουσιαστικό, Ο37)
(λί-πος, γεν. -ους, πληθ. -η)
[αρχ. λίπος]
Προσοχή!
τα λίπη – η λύπη – αυτός λείπει
|
το πάχος, το ξίγκι:
►Το κρέας από το γουρούνι είναι κάτασπρο από το λίπος.
|
Οικογ. Λέξ.: λιπαίνω, λιπαρός, λιπαρότητα, λίπανση, λιπαντικός, λίπωμα, λιπώδης Προσδιορ.: ζωικό, φυτικό, μαγειρικό |
λιώνω
(Ρήμα, Ρ1)
(ενεστ. λιώ-νω, αόρ. έλιωσα, παθ. αόρ. λιώθηκα, παθ. μτχ. λιωμένος)
[αρχ. λειῶ (= κάνω κάτι λείο) < λεῖος]
|
1. (μτβ.) μεταβάλλω ένα στερεό σώμα σε υγρό με τη βοήθεια θερμότητας ή με τη διάλυση: ►Ο ήλιος έλιωσε το χιόνι στα βουνά. 2. (αμτβ.) (μτφ.) κουράζομαι, διαλύομαι: ►Έλιωσε από την κούραση της εβδομάδας.
|
Συνών.: υγροποιώ, ρευστοποιώ, διαλύω (1) Οικογ. Λέξ.: λιώμα, λιώσιμο |
λόγος (ο)
(Ουσιαστικό, Ο14)
(λό-γος, γεν. -ου, πληθ. -οι
)[αρχ. λόγος < λέγω]
|
1. ομιλία, λαλιά: ►Ο λόγος διαφοροποιεί τον άνθρωπο από τα ζώα. 2. γλώσσα:
►Χρησιμοποιεί στις ομιλίες του σωστό λόγο. 3. υπόσχεση, εγγύηση:
►Έδωσα το λόγο μου και θα τον τηρήσω. 4. αιτία: ►Για ποιο λόγο δε μου μιλάς;
|
Σύνθ.: λογοκρίνω, λογοτεχνία, λογομαχία, λογοφέρνω, λογοδοτώ, λογοπαίγνιο, πρόλογος, κατάλογος Οικογ. Λέξ.: λόγιος, λογικός, λογισμός Προσδιορ.: πανηγυρικός, εγκωμιαστικός, έντεχνος (1, 2) Φράσεις: ►Δε μου πέφτει λόγος (= δεν ανακατεύομαι) ►Μασάω τα λόγια μου (= κρύβω αυτό που θέλω να πω) Παροιμ.: ►Μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλο λόγο μην πεις |
λογοτεχνία (η)
(Ουσιαστικό, Ο19)
(λο-γο-τε-χνί-α)
[µεσν. λογοτεχνία]
|
1. ο καλλιεργημένος γραπτός λόγος που προσφέρει στον αναγνώστη αισθητική απόλαυση: ►Έχει διαβάσει πολλά βιβλία λογοτεχνίας στη ζωή του. 2. όλα τα λογοτεχνικά έργα μιας εποχής, μιας χώρας ή ενός είδους: ►Ο «Ερωτόκριτος» είναι ένα από τα πρώτα σημαντικά έργα της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
|
Συνών: γραμματεία (2) Σύνθ.: παραλογοτεχνία Οικογ. Λέξ.: λογοτέχνης, λογοτεχνικός, λογοτέχνημα Προσδιορ.: κλασική, παγκόσμια, ευρωπαϊκή, νεοελληνική, αρχαία, παραδοσιακή, σύγχρονη, παιδική (1, 2)
|
λύνω
(Ρήμα, Ρ1)
(λύ-νω, αόρ. έλυσα, παθ. αόρ. λύθηκα, παθ. μτχ. λυμένος)
[αρχ. λύω]
|
1. (μτβ.) ξεδένω:
►Έλυσε τα κορδόνια των παπουτσιών του. 2. (μτβ.) ελευθερώνω, απαλλάσσω κάποιον από τα δεσμά: ►Έλυσε τα άλογα και τα άφησε να βοσκήσουν στο λιβάδι. 3. (μτβ.) καταργώ, ακυρώνω: ►Έλυσαν τη συμφωνία τους για την αγορά του αυτοκινήτου.
|
Αντίθ.: δένω (1) Σύνθ.: αναλύω, καταλύω, διαλύω, παραλύω, επιλύω, απολύω, ξεδιαλύνω Οικογ. Λέξ.: λύση, λύσιμο, λύτης, λυτός, λύτρα (τα), λυτρώνω Φράσεις:►Λύνω και δένω (= κάνω ό,τι θέλω) ►Λύθηκα στα γέλια (= γέλασα πολύ) ►Λύθηκαν τα γόνατά μου (= παράλυσα από το φόβο) ►Λύνω τη σιωπή μου (= αποφασίζω να μιλήσω) |
λύπη (η)
(Ουσιαστικό, Ο25)
(λύ-πη)
[αρχ. λύπη]
|
1. έντονο συναίσθημα, ψυχικός πόνος, θλίψη:
►Αισθάνθηκε μεγάλη λύπη για τον άδικο χαμό του φίλου του. 2. συμπόνια και οίκτος για κάποιον:
►Νιώθει μεγάλη λύπη για τους φτωχούς και τους αδικημένους.
|
Αντίθ.: χαρά Συνών: οδύνη (1), λύπηση (2) Σύνθ.: περίλυπος Οικογ. Λέξ.: λυπώ, λυπάμαι, λυπηρός, λύπηση, λυπητερός Προσδιορ.: αβάσταχτη, βαθιά, πραγματική (1, 2)
|
λύρα (η)
(Ουσιαστικό, Ο19)
(λύ-ρα)
[αρχ. λύρα]
Προσοχή!
►η λύρα (= το μουσικό όργανο) ►η λίρα (= το νόμισμα)
|
αρχαίο αλλά και σύγχρονο έγχορδο μουσικό όργανο: ►Η λύρα είναι το παραδοσιακό μουσικό όργανο της Κρήτης και του Πόντου.
|
Οικογ. Λέξ.: λυράρης, λυριτζής, λυρικός, λυρισμός Προσδιορ.: κρητική, ποντιακή |
|