καθαρός, -ή, -ό
(Επίθετο, Ε1, έμψυχα και άψυχα)
(κα-θα-ρός)
[αρχ. καθαρὸς]
|
1. απαλλαγμένος από βρομιές, αλέρωτος:►Όλοι πρέπει να διατηρούμε τις ακτές καθαρές. 2. ανόθευτος, που δεν περιέχει ξένες ουσίες:
►Το δαχτυλίδι που φορά είναι από καθαρό χρυσάφι. 3. αίθριος, ασυννέφιαστος:►Σήμερα ο ουρανός είναι καθαρός. 4. αυτός που δεν κάνει ή δε σκέφτεται κακό: ►Είναι ένας αγνός άνθρωπος με καθαρή ψυχή.
|
Αντίθ.: ακάθαρτος, βρόμικος, λερωμένος (1) Συνών.: καθάριος (1), αγνός (2, 4), ανέφελος (3), αναμάρτητος (4) Σύνθ.: ξεκάθαρος, πεντακάθαρος, ολοκάθαρος, καθαρόαιμος Οικογ. Λέξ.: καθαρά (επίρρ.), καθαρίζω, κάθαρση, καθαρότητα, καθαριότητα Φράσεις: ►Καθαρά χέρια (= δεν ευθύνομαι για ανέντιμη πράξη) Παροιμ.: ►Καθαρός ουρανός αστραπές δε φοβάται |
καθεστώς (το)
(Ουσιαστιακοπ. Μτχ.)
(κα-θε-στώς, γεν. -ώτος, πληθ. -ώτα]
[µτγν. καθεστὼς <αρχ. καθίστηµι]
|
ο τρόπος με τον οποίο κυβερνάται ένα κράτος ή είναι οργανωμένη μια κοινωνία:
►Αυτή η χώρα έχει δημοκρατικό καθεστώς.
|
Οικογ. Λέξ.: καθεστωτικός Προσδιορ.: κοινοβουλευτικό, αυταρχικό, συνταγματικό, φεουδαρχικό, αστικό, φιλελεύθερο, σοσιαλιστικό |
κάθετος, -η, -ο
(Επίθετο, Ε2, άψυχα )
(κά-θε-τος)
[αρχ. κάθετος]
|
1. που έχει διεύθυνση κατακόρυφη προς την επιφάνεια της γης: ►Η εστία του τερματοφύλακα έχει ένα οριζόντιο και δύο κάθετα δοκάρια. 2. (γεωμ.) η ευθεία που τέμνει άλλη ευθεία ή επίπεδο κατακόρυφα, σχηματίζοντας ορθή γωνία: ►Η οδός Καποδίστρια είναι κάθετη στην οδό Δωδώνης.
|
Αντίθ.: οριζόντιος (1) Σύνθ.: καθετόμετρο Οικογ. Λέξ.: κάθετα (επίρρ.), καθέτως (επίρρ.)
|
καθήκον (το)
(Ουσιαστικό, Ο45)
(κα-θή-κον, γεν. -οντος, πληθ. -α)
[αρχ. καθῆκον <καθήκω (= αρµόζω)]
|
1. ό,τι επιβάλλεται να κάνουμε σύμφωνα με τον ηθικό νόμο, το χρέος: ►Είναι γενικό καθήκον να βοηθάμε τα ηλικιωμένα άτομα. 2. ό,τι επιβάλλεται από τους νόμους του κράτους, η υποχρέωση του πολίτη: ►Είναι καθήκον προς την πατρίδα να υπηρετούμε στο στρατό.
|
Συνών.: επιταγή (1) Σύνθ.: καθηκοντολογία Προσδιορ.: ιερό (1), συνταγματικό (2), συζυγικό, αυτονόητο (1, 2)
|
κάθομαι
(Ρήμα)
(ενεστ. κά-θο-μαι, αόρ. κάθισα και έκα-τσα, παθ. μτχ. καθισμένος)
|
1. (αμτβ.) βρίσκομαι πάνω σε κάθισμα ή σε οποιαδήποτε άλλη θέση μπορώ να στηριχτώ: ►Οι μαθητές κάθισαν στις θέσεις τους και αμέσως άρχισε το μάθημα. 2. (αμτβ.) κατοικώ, μένω: ►Κάθεται στην ίδια γειτονιά εδώ και πολλά χρόνια. 3. (αμτβ.) δεν εργάζομαι, μένω αδρανής: ►Πήρε σύνταξη από τη δουλειά του και τώρα κάθεται. 4. (αμτβ.) υπομένω, ανέχομαι: ►Γιατί κάθεσαι και τον ακούς, αφού σου μιλάει με τόσο άσχημο τρόπο; |
Αντίθ.: στέκομαι Συνών.: διαμένω (2) Σύνθ.: στρογγυλοκάθομαι Φράσεις: ►Κάθομαι σ’ αναμμένα κάρβουνα (=ανησυχώ) ►Κάθομαι με σταυρωμένα χέρια (= δεν κάνω τίποτα) ►Κάθομαι στ’ αυγά μου (= δεν ανακατεύομαι σε ξένες υποθέσεις) ►Μου κάθεται στο στομάχι (= μου είναι αντιπαθής) |
καθυστερώ
(Ρήμα, Ρ6)
(ενεστ. κα-θυ-στε-ρώ, αόρ. καθυστέρησα, παθ. αόρ. καθυστερήθηκα, παθ. μτχ. καθυστερημένος)
[αρχ. καθυστερῶ]
|
1. (μτβ.) κάνω κάποιον να αργοπορήσει, να χάσει χρόνο: ►Το χιόνι τον καθυστέρησε να φτάσει γρήγορα στη δουλειά του. 2. (μτβ.) δε δίνω έγκαιρα τα οφειλόμενα:
►Μερικές φορές καθυστερεί να πληρώσει τα κοινόχρηστα.
|
Οικογ. Λέξ.: καθυστέρηση, καθυστερημένα (επίρρ.)
|
καιρός (ο)
(Ουσιαστικό, Ο13)
(και-ρός, γεν. -ού, πληθ. -οί)
[αρχ. καιρὸς]
|
1. μετεωρολογικές συνθήκες που επικρατούν σε δεδομένη στιγμή και σε συγκεκριμένη περιοχή:
►Στη βορειοανατολική Ελλάδα ο καιρός είναι σήμερα αίθριος. 2. κατάλληλη ευκαιρία:
►Τώρα είναι ο κατάλληλος καιρός, για να κάνουμε τις καλοκαιρινές διακοπές μας. 3. χρονικό διάστημα:
►Πέρασε πολύς καιρός από τότε που τον είδα για τελευταία φορά. 4. διαθέσιμος χρόνος:
►Δεν έχω καθόλου καιρό, για να επισκεφτώ την ιδιαίτερη πατρίδα μου.
|
Σύνθ.: καιροσκόπος, καιροφυλακτώ, άκαιρος, πρόσκαιρος, επίκαιρος Οικογ. Λέξ.: καιρικός Προσδιορ.: ανοιξιάτικος, απειλητικός, άστατος (1) Φράσεις: ►Παντός καιρού (= κατάλληλος για όλες τις καιρικές συνθήκες) ►Του καλού καιρού (= υπερβολικά) ►Απ’ τον καιρό του Νώε (= από πολύ παλιά) ►Μια φορά κι έναν καιρό(= κάποτε) ►Έχει ο καιρός γυρίσματα (= για να δηλώσουμε απρόβλεπτες μεταβολές που μπορεί να συμβούν) Παροιμ.: ►Κάθε πράγμα στον καιρό του κι ο κολιός τον Αύγουστο |
καίω
(Ρήμα)
(καί-ω, αόρ. έκαψα, παθ. αόρ. κάηκα, παθ. μτχ. καμένος)
[αρχ. καίω]
|
1. (μτβ.) βάζω φωτιά σε κάτι, καταστρέφω:
►Από απροσεξία έκαψαν το δάσος. 2. (μτβ.) ξοδεύω ρεύμα, βενζίνη, πετρέλαιο κ.λπ.: ►Φέτος κάψαμε πολύ πετρέλαιο. 3. (αμτβ.) (μτφ.) είμαι καυτός: ►Ο Αυγουστιάτικος ήλιος έκαιγε.
|
Συνών.: καταναλώνω (2) Σύνθ.: κατακαίγω Οικογ. Λέξ..: καύση, καυστήρας, καυστικός, καύσωνας, καυτός, καυτερός, κάψιμο Φράσεις: ►Δε μου καίγεται καρφί (= δε με ενδιαφέρει καθόλου) |
καλλιεργώ
(Ρήμα, Ρ6)
(ενεστ. καλ-λι-ερ-γώ, αόρ. καλλιέργησα, παθ. αόρ. καλλιεργήθηκα, παθ. μτχ. καλλιεργημένος)
[µτγν. καλλιεργῶ]
|
1. (μτβ.) δουλεύω τη γη, για να την κάνω εύφορη ή για να αναπτυχθούν τα φυτά: ►Οι γεωργοί καλλιεργούν συστηματικά τα χωράφια τους. 2. (μτβ.) (μτφ.) ασχολούμαι με κάτι δείχνοντας ιδιαίτερο ενδιαφέρον και επιμέλεια: ►Οι αρχαίοι Έλληνες καλλιέργησαν τα γράμματα και τις τέχνες.
|
Οικογ. Λέξ.: καλλιέργεια, καλλιεργητής, καλλιεργήσιμος Φράσεις: ►Καλλιεργημένος (= μορφωμένος) |
καλύπτω
(Ρήμα, Ρ2)
(ενεστ. κα-λύ-πτω, αόρ. κάλυψα, παθ.αόρ. καλύφθηκα, παθ. μτχ. καλυμμένος)
[αρχ. καλύπτω]
|
1. (μτβ.) σκεπάζω κάτι με κάτι άλλο: ►Κάλυψε το σώμα του μωρού με μια μάλλινη κουβέρτα. 2. (μτβ.) συγκαλύπτω, αποκρύπτω κάτι: ►Δεν μπόρεσαν να καλύψουν τα ίχνη που άφησαν στο έδαφος. 3. (μτβ.) (μτφ.) προστατεύω, δικαιολογώ:
►Ο διευθυντής κάλυψε τους υπαλλήλους για το λάθος που έγινε. 4. (μτβ.) διανύω μια απόσταση: ►Το τρένο καλύπτει τη διαδρομή Αθήνα-Θεσσαλονίκη σε πέντε ώρες.
|
Αντίθ.: αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω, φανερώνω (1) Σύνθ.: ανακαλύπτω, συγκαλύπτω, επικαλύπτω, αποκαλύπτω, υπερκαλύπτω Οικογ. Λέξ.: κάλυμμα, κάλυψη |
κάμπος (ο)
(Ουσιαστικό, Ο14)
(κά-μπος)
[µεσν. κάµπος <λατ. campus]
|
πεδιάδα: ►Από το ύψωμα έβλεπες να απλώνεται μπροστά σου ο καταπράσινος κάμπος.
|
Σύνθ.: ξερόκαμπος, Αχλαδόκαμπος Προσδιορ.: ανθόσπαρτος, εύφορος, άγονος |
καρπός (ο)
(Ουσιαστικό, Ο13)
(καρ-πός)
[αρχ. καρπὸς]
|
1. το προϊόν ενός φυτού, το φρούτο:
►Από τον καρπό της ελιάς παίρνουμε το λάδι. 2. (μτφ.) το προϊόν μιας ανθρώπινης δραστηριότητας: ►Απολαμβάνει τους καρπούς του μόχθου του. 3. (ανατομ.) το τμήμα του χεριού ανάμεσα στην παλάμη και το βραχίονα: ►Χτύπησε στον καρπό του δεξιού χεριού του.
|
Σύνθ.: καρποφόρος, καρποφορία, περικάρπιο, άκαρπος, πολυκαρπία Οικογ. Λέξ.: καρπερός, καρπίζω, κάρπισμα Προσδιορ.: άγουρος, θρεπτικός, μεστωμένος, εδώδιμος (= φαγώσιμος) (1)
|
κάστρο (το)
(Ουσιαστικό, Ο32)
(κά-στρο)
[µεσν. κάστρον <λατ. castrum]
|
πύργος που έχτιζαν οι άνθρωποι γύρω από τις πόλεις, για να προστατευτούν από τους εχθρούς, φρούριο: ►Το κάστρο του Μεσολογγίου ήταν φημισμένο κατά την Επανάσταση του 1821.
|
Συνών.: οχυρό Σύνθ.: καστρόπορτα Οικογ. Λέξ.: καστρί Προσδιορ.: βυζαντινό, ξακουστό, φημισμένο, στοιχειωμένο |
καταγωγή (η)
(Ουσιαστικό, Ο24)
(κα-τα-γω-γή, γεν. -ής, πληθ. - )
[λόγ. < αρχ. καταγωγὴ < κατάγοµαι)
|
1. η αρχή του γένους κάποιου, το σόι, η προέλευση, η ρίζα:
►Η καταγωγή πολλών ευεργετών του ελληνικού έθνους είναι από την Ήπειρο. 2. ο τόπος απ’ όπου κατάγεται κάποιος ή η εθνικότητα στην οποία ανήκει:
►Είναι ελληνικής καταγωγής και ζει στην Αυστραλία.
|
Συνών.: γενιά, γενεαλογία (1), εθνικότητα (2) Οικογ. Λέξ.: κατάγομαι Προσδιορ.: λαϊκή, κοινή (1) Φράσεις: ►Έλκω την καταγωγή μου (= κατάγομαι) |
καταδίωξη (η)
(Ουσιαστικό, Ο28)
(κα-τα-δί-ω-ξη, γεν. -ης, πληθ. -ώξεις)
[λόγ. < αρχ. καταδίωξις < καταδιώκω]
|
το κυνηγητό κάποιου με σκοπό να τον συλλάβει ή να του κάνει κακό: ►Οι αστυνομικοί ύστερα από καταδίωξη συνέλαβαν τους ληστές.
|
Συνών: κατατρεγμός Οικογ. Λέξ.: καταδιώκω, καταδιωκτικός Προσδιορ.: αδιάκοπη, στρατιωτική |
κατάθεση (η)
(Ουσιαστικό, Ο28)
(κα-τά-θε-ση, γεν.-ης, πληθ. -έσεις)
[λόγ. < ελνστ. κατάθεσις < αρχ. κατατίθηµι < κατὰ +τίθηµι]
|
1. τοποθέτηση στο έδαφος: ►Η κατάθεση στεφάνου έγινε στο ηρώο της πόλης. 2. παράδοση χρημάτων στην Τράπεζα ή στοΤαμιευτήριο για φύλαξη ή δανεισμό:
►Το σχολείο έκανε κατάθεση ενός χρηματικού ποσού στην Τράπεζα για τα παιδιά της Αφρικής. 3. μαρτυρία κάποιου στο δικαστήριο ή στον ανακριτή:
►Η ψευδής κατάθεση τιμωρείται από το νόμο.
|
Αντίθ.: ανάληψη (2) Σύνθ.: συγκατάθεση Οικογ. Λέξ.: καταθέτω, καταθέτης Προσδιορ.: ένορκη, επιβαρυντική (3), προθεσμιακή (2), δημόσια (1, 3)
|
κατακτώ και καταχτώ
(Ρήμα, Ρ5)
(ενεστ. κα-τα-κτώ, αόρ. κατάκτησα, κατέκτησα, παθ. αόρ. κατακτήθηκα, παθ. μτχ. κατακτημένος)
[αρχ. κατακτῶµαι< κατά + κτῶµαι (=αποκτώ, κατέχω)]
|
1. (μτβ.) καταλαμβάνω κάτι με πόλεμο, κυριεύω:
►Οι Πέρσες κατέκτησαν στην αρχαιότητα πολλές γειτονικές επαρχίες.
2. (μτβ.) πετυχαίνω κάτι ύστερα από προσπάθεια ή με τις ικανότητές μου:
►Οι Έλληνες αθλητές κατέκτησαν αρκετά μετάλλια στους Ολυμπιακούς αγώνες.
|
Συνών.: υποτάσσω (1), αποκτώ (2) Οικογ. Λέξ.: κατάκτηση, κατακτητής, κατακτητικός |
καταλήγω
(Ρήμα)
(ενεστ. κα-τα-λή-γω, αόρ. κατέληξα)
[αρχ. καταλήγω]
|
1. (αμτβ.) φτάνω στο τέλος: ►Ο ποταμός καταλήγει στη θάλασσα. 2. (μτβ.) (μτφ.)οδηγούμαι, φτάνω σε συμπέρασμα:
►Η συζήτηση κατέληξε σε συμφωνία. 3. (μτβ.) καταντώ:
►Είχε τόσα πολλά χρέη ώστε κατέληξε να χάσει το σπίτι του.
|
Συνών.: εκβάλλω (1) Οικογ. Λέξ.: κατάληξη, καταληκτικός |
κατανάλωση (η)
(Ουσιαστικό, Ο28)
(κα-τα-νά-λω-ση, γεν. -ης, -ώσεως, πληθ. -ώσεις)
[µτγν. κατανάλωσις < καταναλίσκω]
|
το να χρησιμοποιεί και να ξοδεύει κανείς κάτι, για να ικανοποιήσει τις βιοτικές του ανάγκες:
►Αυτό το μήνα έκανε μεγαλύτερη κατανάλωση χρημάτων για την αγορά τροφίμων από εκείνη που είχε υπολογίσει.
|
Αντίθ.: εξοικονόμηση Συνών.: ξόδεμα Σύνθ.: υπερκατανάλωση Οικογ. Λέξ.: καταναλώνω, καταναλωτής, καταναλώσιμος, καταναλωτικός Προσδιορ.: εσωτερική, ευρεία Φράσεις: ►Φόρος κατανάλωσης (= φόρος που συμπεριλαμβάνεται στην τιμή πώλησης ενός προϊόντος) |
καταπληκτικός, -ή, -ό
(Επίθετο, Ε1, έμψυχα και άψυχα)
(κα-τα-πλη-κτι-κός)
[µτγν. καταπληκτικὸς <καταπλήσσω]
|
αυτός που προκαλεί μεγάλη εντύπωση και θαυμασμό:
►Το σπίτι του έχει καταπληκτική θέα προς τη μεριά της θάλασσας. |
Συνών.: εκπληκτικός, εντυπωσιακός -ή, -ό Οικογ. Λέξ.: κατάπληκτος, καταπληκτικά (επίρρ.), καταπλήσσω, κατάπληξη Προσδιοριζ.: χαρακτήρας, ταλέντο, ομοιότητα, μουσική, εμφάνιση |
κατασκευάζω
(Ρήμα, Ρ4)
(ενεστ. κα-τα-σκευ-ά-ζω, αόρ. κατα-σκεύασα, παθ. αόρ. κατασκευάστηκα, παθ. μτχ. κατασκευασμένος)
[αρχ. κατασκευάζω]
|
1. (μτβ.) φτιάχνω κάτι με υλικά και τεχνικά μέσα:
►Οι μηχανικοί κατασκευάζουν διάφορα δημόσια έργα. 2. (μτβ.) (μτφ.) δημιουργώ κάτι στο μυαλό μου, επινοώ:
►Κατασκεύασε μια κατηγορία, για να τον ενοχοποιήσει. |
Συνών.: κάνω, παρασκευάζω (1), μηχανεύομαι, πλάθω (2) Σύνθ.: προκατασκευάζω Οικογ. Λέξ.: κατασκευαστής, κατασκευαστικός, κατασκεύασμα |
κατάσταση (η)
(Ουσιαστικό, Ο28)
(κα-τά-στα-ση, γεν. -ης, -άσεως, πληθ. -άσεις)
[αρχ. κατάστασις <καθίστηµι < κατὰ + ἳστηµι]
|
1. το πώς βρίσκεται κάποιος ή κάτι σε μια ορισμένη στιγμή: ►Το σπίτι μου, αν και είναι αρκετά παλιό, βρίσκεται σε καλή κατάσταση. 2. κατάλογος ή πίνακας με ονόματα προσώπων ή πραγμάτων: ►Παραδόθηκε η κατάσταση με τα ονόματα των μαθητών που θα πάρουν μέρος στην εκδρομή.
|
Συνών.: λίστα (2) Οικογ. Λέξ.: καταστατικό, καταστατικός Προσδιορ.: αφόρητη, κοινωνική, οικονομική, δραματική, πρωτοφανής, χαώδης, διεθνής, στερεή, υγρή (1), οικογενειακή (1, 2) Φράσεις: ►Παίρνω την κατάσταση στα χέρια μου (= αναλαμβάνω την ευθύνη των εξελίξεων) |
καταστρέφω
(Ρήμα, Ρ2)
ενεστ. κα-τα-στρέ-φω, αόρ. κατέστρεψα, κατάστρεψα, παθ. αόρ. καταστράφηκα, παθ. μτχ. κατεστραμμένος και καταστραμμένος)
[αρχ. καταστρέφω]
|
1. (μτβ.) προξενώ σε κάποιον ή σε κάτι μεγάλη φθορά: ►Το χαλάζι κατέστρεψε τα σταφύλια. 2. (μτβ.) (μτφ.) οδηγώ κάποιον ή κάτι σε άσχημη κατάσταση, φθείρω ηθικά: ►Τον κατέστρεψαν οι κακές παρέες. 3. (αμτβ.) (παθ.) χάνω την περιουσία μου:
►Στενοχωρήθηκα πολύ, όταν έμαθα ότι καταστράφηκε οικονομικά. |
Αντίθ.: σώζω, διασώζω, περισώζω (1) Συνών.: αφανίζω, εξολοθρεύω, εξοντώνω (1), διαφθείρω (2), χρεοκοπώ (3) Οικογ. Λέξ.: καταστροφή, καταστροφέας, καταστροφικός, καταστρεπτικός |
κατεβαίνω
(Ρήμα, Ρ2)
(κα-τε-βαί-νω, αόρ. κατέβηκα, παθ. μτχ. κατεβασμένος)
[µεσν. κατεβαίνω <αρχ. καταβαίνω]
|
1. (αμτβ.) μετακινούμαι από ψηλότερο σε χαμηλότερο μέρος: ►Οι βοσκοί κατεβαίνουν με τα κοπάδια τους κάθε φθινόπωρο από τα ορεινά στα πεδινά. 2. (αμτβ.) μειώνομαι, ελαττώνομαι: ►Το καλοκαίρι κατεβαίνει, συνήθως, η στάθμη του νερού της λίμνης. 3. (αμτβ.) αποβιβάζομαι από μεταφορικό μέσο:
►Όλοι οι επιβάτες κατέβηκαν από το λεωφορείο στον κεντρικό σταθμό της πόλης. |
Αντίθ.: ανεβαίνω (1, 2, 3), αυξάνομαι (2), επιβιβάζομαι (3) Συνών.: κατέρχομαι (1), υποχωρώ (2) Σύνθ.: ανεβοκατεβαίνω, ξανακατεβαίνω Οικογ. Λέξ.: κατάβαση, κατεβατό (το), κατέβασμα, ακατέβατα (επίρρ.) Φράσεις: ►Μου κατέβηκε να … (= μου ήρθε ξαφνικά μια ιδέα να …) ►Λέει ό,τι του κατέβει (= ό,τι του έρθει στο μυαλό) |
κατεύθυνση (η)
(Ουσιαστικό, Ο28)
(κα-τεύ-θυ-νση, γεν. -ης, -ύνσεως, πληθ. -ύνσεις)
[αρχ. κατεύθυνσις< κατευθύνω]
|
1. η πορεία προς την οποία κινείται κάποιος ή κάτι: ►Το καράβι κινείται με κατεύθυνση προς το νότο. 2. (μτφ.) ο στόχος που επιδιώκουμε, ο σκοπός: ►Η ανθρωπότητα πρέπει να κινείται πάντοτε προς την κατεύθυνση της παγκόσμιας ειρήνης. |
Συνών.: φορά, ρότα (1) Οικογ. Λέξ.: κατευθύνω, κατευθυντήριος Προσδιορ.: άγνωστη (1), πολιτική, ιδεολογική, θεωρητική, πρακτική, παιδαγωγική (2)
|
κατηγορώ
(Ρήμα, Ρ7)
(ενεστ. κα-τη-γο-ρώ, αόρ. κατηγόρησα, παθ. αόρ. κατηγορήθηκα, παθ. μτχ. κατηγορημένος)
[αρχ. κατηγορῶ ]
|
1. (μτβ.) αποδίδω ενοχή σε κάποιον για κάτι: ►Τον κατηγόρησαν ότι δεν είπε την αλήθεια. ►Με κατηγόρησε στους συμμαθητές του. 2. (μτβ.) διώκω κάποιον δικαστικά για αξιόποινη πράξη: ►Κατηγορείται για κλοπή. |
Αντίθ.: υπερασπίζομαι, συνηγορώ (1) Συνών.: ενοχοποιώ, καταγγέλλω (1), μηνύω, ασκώ δίωξη (2) Οικογ. Λέξ.: κατήγορος, κατηγορία, κατηγορούμενος, κατηγορητήριο |
κατοικώ
(Ρήμα, Ρ7)
(ενεστ. κα-τοι-κώ, αόρ. κατοίκησα, παθ. αόρ. κατοικήθηκα, παθ. μτχ. κατοικημένος)
[αρχ. κατοικῶ <κάτοικος < κατὰ +οἶκος]
|
(αμτβ.) διαμένω σε κάποιον τόπο: ►Κατοικώ εδώ και πολλά χρόνια στην Κέρκυρα. |
Συνών.: μένω, κάθομαι Σύνθ.: συγκατοικώ Οικογ. Λέξ.: κάτοικος, κατοικία, κατοίκηση, κατοικήσιμος, κατοικίδιος |
κατόρθωμα (το)
(Oυσιαστικό, Ο40)
(κα-τόρ-θω-μα, γεν. -ώματος, πληθ. -ώματα)
[αρχ. κατόρθωµα <κατορθόω-ῶ ]
|
εξαιρετική επιτυχία, γενναία πράξη: ►Τα δημοτικά τραγούδια υμνούν τα κατορθώματα των κλεφτών.
|
Συνών.: επίτευγμα, άθλος, ανδραγάθημα Οικογ. Λέξ.: κατορθώνω,κατορθωτός Προσδιορ.: μυθικό, ηρωικό, ένδοξο, απίστευτο |
κειμήλιο (το)
(Ουσιαστικό, Ο34)
(κει-μή-λι-ο, γεν. -ίου, πληθ. -α)
[αρχ. κειµήλιον < κεῖµαι (= βρίσκοµαι)]
|
κάθε παλιό αντικείμενο που θεωρείται πολύτιμο:
►Αυτό το βιβλίο είναι ένα οικογενειακό κειμήλιο.
|
Συνών: ενθύμιο Προσδιορ.: ιερό, γραπτό, ιστορικό, πολύτιμο, οικογενειακό |
κενός -ή, -ό
(Επίθετο, Ε1, έμψυχα και άψυχα)
(κε-νός)
[αρχ. κενὸς]
|
1. που δεν περιέχει τίποτα: ►Οι αίθουσες του σχολείου είναι κενές από μαθητές την ώρα του διαλείμματος. 2. (μτφ.) που δεν μπορεί να εκπληρωθεί, μάταιος: Όσα μας είπε αποδείχτηκαν κενές υποσχέσεις.
|
Αντίθ.: γεμάτος, πλήρης (1) Συνών: άδειος, αδειανός (1) Σύνθ.: κενοτάφιο, κενολογία Οικογ. Λέξ.: κενότητα Φράσεις: ►Η πρότασή του έπεσε στο κενό (= δεν έγινε αποδεκτή) |
κέντρο (το)
(Ουσιαστικό, Ο32)
(κέ-ντρο)
[αρχ. κέντρον (=αιχµή, αγκάθι) <κεντῶ ]
|
1. το σημείο που βρίσκεται στη μέση ενός χώρου ή ενός πράγματος: ►Έδωσαν ραντεβού στο κέντρο της πλατείας. 2. (μτφ.) το μέρος με τη μεγαλύτερη κίνηση ή δραστηριότητα: ►Η Πάτρα είναι το βιομηχανικό κέντρο της Πελοποννήσου. 3. (μαθημ.) το εσωτερικό σημείο που απέχει εξίσου απ’ όλα τα σημεία της περιφέρειας ενός κύκλου ή της επιφάνειας μιας σφαίρας: ► Σημάδεψα με το βελάκι το κέντρο του κύκλου, αλλά δεν το πέτυχα.
|
Αντίθ.: άκρο (1) Συνών: μέσον (1) Σύνθ.: απόκεντρος, κεντρομόλος, φυγόκεντρος, έκκεντρος Οικογ. Λέξ.: κεντρί, κεντρίζω, κεντρικός, κεντράρισμα, κεντρώος Προσδιορ.: αστικό, εκλογικό, νυχτερινό, εμπορικό, επιστημονικό, τηλεφωνικό, τουριστικό (2) Φράσεις: ►Εξεταστικό κέντρο (= σχολείο ή άλλο κτίριο στο οποίο διεξάγονται εξετάσεις) |
κεραυνός (ο)
(Ουσιαστικό, Ο13)
(κε-ραυ-νός)
[αρχ. κεραυνὸς]
|
1. ηλεκτρική εκκένωση από τα σύννεφα που φέρνουν θετικό ηλεκτρισμό προς το έδαφος, στο οποίο υπάρχει αρνητικό ηλεκτρικό φορτίο: ►Η φωτιά στο δάσος προκλήθηκε από έναν κεραυνό. 2. (μτφ.) για κάτι δυσάρεστο ή εντυπωσιακό που συνέβη ξαφνικά: ►Η είδηση του θανάτου του ποιητή έπεσε σαν κεραυνός.
|
Συνών: αστροπελέκι (1) Σύνθ.: αλεξικέραυνο, κεραυνοβόλος Φράσεις: ►Κεραυνός εν αιθρία (= για κάτι ξαφνικό ή εντυπωσιακό) |
κερδίζω
(Ρήμα, Ρ4)
(ενεστ. κερ-δί-ζω, αόρ. κέρδισα, παθ. μτχ. κερδισμένος)
[µτγν. κερδίζω <αρχ. κερδαίνω]
|
1. (μτβ.) αποκτώ χρήματα από εργασία ή από τύχη:
►Πόσα κερδίζεις το μήνα;
►Κέρδισε στο λαχείο τον πρώτο αριθμό. 2. (μτβ.) έχω όφελος από κάτι: ►Κέρδισε δόξα και τιμές από την επιστήμη του. 3. (μτβ.) αναδεικνύομαι καλύτερος, νικώ:
►Κέρδισε το πρώτο βραβείο στο φεστιβάλ κινηματογράφου. |
Αντίθ.: χάνω Συνών: εισπράττω, ωφελούμαι (1, 2) Σύνθ.: κερδοφόρος, κερδοφορία, κερδοσκόπος, κερδοσκοπία Οικογ. Λέξ.: κέρδος Φράσεις: ►Κερδίζω έδαφος (= είμαι κοντά στο να επικρατήσω) |
κεφάλι (το)
(Ουσιαστικό, Ο36>)
(κε-φά-λι)
[µτγν. κεφάλιον <υποκορ. αρχ. κεφαλὴ ]
|
1. το πάνω μέρος του σώματος των ανθρώπων ή το μπροστινό μέρος των ζώων: ►Κούνησε το κεφάλι του, συμφωνώντας με αυτά που άκουσε. 2. (μτφ.) ό,τι μοιάζει με κεφάλι, κυρίως στο σχήμα: ►Αγόρασα πέντε κεφάλια σκόρδα.
3. (μτφ.) άνθρωπος πολύ μορφωμένος: ►Θεωρείται μεγάλο κεφάλι στην ιατρική επιστήμη. |
Σύνθ.: κεφαλόβρυσο, κεφαλόσκαλο, κεφαλοτύρι, κεφαλοχώρι, σιδηροκέφαλος, πονοκέφαλος Οικογ. Λέξ.: κεφαλικός, κεφαλιά, κεφάλαιο, κεφαλαίος, κεφαλαιώδης Προσδιορ.: αγύριστο, τετράγωνο (1) Φράσεις: ►Χτυπάω το κεφάλι μου στον τοίχο (=μετανιώνω) ►Δε σηκώνω κεφάλι (= εργάζομαι σκληρά) ►Παίρνω κεφάλι (=αρχίζω να προηγούμαι) ►Περπατάω με το κεφάλι ψηλά (= αισθάνομαι υπερήφανος για την τιμή και την υπόληψή μου) ►Αγύριστο κεφάλι (= αμετάπειστος) |
κινδυνεύω
(Ρήμα, Ρ2)
(ενεστ. κιν-δυ-νεύ-ω, αόρ. κινδύνεψα)
[αρχ. κινδυνεύω]
|
1. (αμτβ.) απειλούμαι:
►Το διαμέρισμα κινδύνεψε από την πυρκαγιά. 2. (μτβ.) αντιμετωπίζω το ενδεχόμενο να πάθω κάτι δυσάρεστο: ►Εάν συνεχιστεί η ξηρασία, κινδυνεύουμε να μείνουμε χωρίς νερό. |
Σύνθ.: διακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω Οικογ. Λέξ.: κίνδυνος |
κίνηση (η)
(Ουσιαστικό, Ο28)
(κί-νη-ση, γεν. -ης, -ήσεως, πληθ. -ήσεις)
[αρχ. κίνησις < κινῶ ]
|
1. (φυσ.) η μεταβολή της θέσης ενός σώματος στο χώρο σε σχέση με ένα σταθερό σημείο: ►Η κίνηση της γης γύρω από τον ήλιο διαρκεί 365 ημέρες. 2. δραστηριότητα σε κάποιον τομέα: ► Η εμπορική κίνηση κατά τις ημέρες των εορτών είναι μεγάλη. 3. η κυκλοφορία των πεζών και των οχημάτων, μετακίνηση: ►Κάθε πρωί υπάρχει μεγάλη κίνηση στους δρόμους. |
Αντίθ.: ακινησία, αδράνεια (1) Συνών: μετατόπιση (1) Σύνθ.: κινησιοθεραπεία, συγκίνηση, διακίνηση, εκκίνηση, ακινησία Οικογ. Λέξ.: κινώ, κίνημα, κινητός, κινητήρας, κινητικός, κίνητρο Προσδιορ.: αμφίδρομη,ευθύγραμμη, αστραπιαία, μηχανική, αντίστροφη (1), άστοχη, επιδέξια, ρυθμική, εμπορική, καλλιτεχνική, τουριστική, λογοτεχνική (2), κυκλοφοριακή (3)
|
κινώ /
(Ρήμα, Ρ7)
(ενεστ. κι-νώ, αόρ. κίνησα, παθ. αόρ. κινήθηκα, παθ. μτχ. κινημένος)
[αρχ. κινῶ]
|
1. (μτβ.) βάζω κάτι σε ενέργεια, το κάνω να λειτουργήσει: ►Το νερό που πέφτει από ψηλά κινεί τον τροχό του μύλου. 2. (μτβ.) προξενώ ή προκαλώ έντονο συναίσθημα: ►Τα λόγια του μου κίνησαν την περιέργεια. 3. (αμτβ.) ξεκινώ, αναχωρώ, φεύγω:
►Κίνησαν πρωί-πρωί, για να επισκεφτούν τους συγγενείς στο χωριό. |
Σύνθ.: ξεκινώ, μετακινώ, υποκινώ, συγκινώ, ανακινώ, διακινώ, παρακινώ Οικογ. Λέξ.: κίνηση, κίνημα, κινητήρας, κίνητρο, κινητικότητα |
κλαίω
(Ρήμα)
(ενεστ. κλαί-ω, αόρ. έκλαψα, παθ. αόρ. κλάφτηκα, παθ. μτχ. κλαμένος) [αρχ. κλαίω]
|
1. (αμτβ.) χύνω δάκρυα από πόνο, λύπη, φόβο ή χαρά:
►Έκλαιγε δυνατά για πολλή ώρα, επειδή τον πονούσε το δόντι του. 2. (μτβ.) (μέσ.) παραπονιέμαι χωρίς σοβαρό λόγο:
►Κλαίγεται συνέχεια ότι δεν του φτάνουν τα χρήματα.
|
Αντίθ.: γελώ (1) Σύνθ.: σιγοκλαίω Οικογ. Λέξ.: κλάμα, κλάψα, κλάψιμο, κλαψιάρης Φράσεις: ►Θα κλάψεις πικρά (= θα το μετανιώσεις) ►Θα κλάψουν μανούλες (=θα γίνει χαμός) ►Κλαίω τη μοίρα μου (=παραπονιέμαι) |
κλείνω
(Ρήμα, Ρ4)
(ενεστ. κλεί-νω, αόρ. έκλεισα, παθ. αόρ. κλείστηκα, παθ. μτχ. κλεισμένος)
[µεσν. < αρχ. κλείω]
Προσοχή!
►κλείνω την πόρτα
►κλίνω ένα ρήμα (βλ. ρ. κλίνω)
|
1. (μτβ.) βάζω κάτι σε άνοιγμα, για να εμποδίσω την είσοδο και έξοδο, την επικοινωνία:
►Έκλεισε με δύναμη την πόρτα του σπιτιού του. 2. (αμτβ.) τελειώνω κάτι που είχα αρχίσει, ολοκληρώνω: ►Η γιορτή έκλεισε με τον Εθνικό Ύμνο. 3. (αμτβ.) (μτφ.) διακόπτω τη λειτουργία:
►Πολλά σχολεία έκλεισαν λόγω της κακοκαιρίας.
|
Αντίθ.: ανοίγω (1) Σύνθ.: ανοιγοκλείνω, ξανακλείνω Οικογ. Λέξ.: κλείσιμο, κλειστός, κλειστά (επίρρ.) Φράσεις: ►Κλείνουν τα μάτια μου (= νυστάζω) ►Κλείνω τα αυτιά μου σε κάτι (= δε δίνω σημασία) ►Κλείνω το στόμα μου (=δεν αποκαλύπτω μυστικά) |
κλίμα (το)
(Ουσιαστικό, Ο39)
(κλί-μα, γεν. -ατος, πληθ. -ατα)
[αρχ. κλῖµα < κλίνω]
|
1. οι μετεωρολογικές συνθήκες που επικρατούν σ'έναν τόπο: ► Οι χώρες της κεντρικής Αφρικής έχουν τροπικό κλίμα. 2. (μτφ.) το περιβάλλον, η κατάσταση: ►Δεν υπάρχει το κατάλληλο κλίμα, για να γίνει συζήτηση αυτή την ώρα.
|
Σύνθ.: κλιματολογικός, κλιματογραφία Οικογ. Λέξ.: κλιματικός, κλιματίζω, κλιματισμός Προσδιορ.: ανθυγιεινό, δροσερό, ηπειρωτικό, ήπιο, μεσογειακό, ξηρό, τροπικό, υγρό, ψυχρό (1), πολιτικό, ευνοϊκό (2), ευχάριστο (1, 2) Φράσεις: ►Δε με σηκώνει το κλίμα (= μου είναι ανυπόφορη μια κατάσταση) |
κλίνω
(Ρήμα, Ρ4)
(ενεστ. κλί-νω, αόρ. έκλινα, παθ. αόρ. κλίθηκα, παθ. μτχ. (κε)κλιμένος)
[αρχ. κλίνω]
|
1. (μτβ.) γέρνω κάτι πλάγια ή προς τα κάτω: ►Έκλινε το κεφάλι προς τα κάτω κι άρχισε να προσεύχεται. 2. (αμτβ.) παίρνω κλίση, στρέφομαι πλάγια: ►Η ζυγαριά έκλινε προς τα δεξιά. 3. (μτβ.) (γραμμ.) σχηματίζω με τη σειρά όλους τους τύπους ενός κλιτού μέρους του λόγου:
►Κλίνε το ρήμα «λύνω» στον ενεστώτα και τον παρατατικό. 4. (αμτβ.) (μτφ.) δείχνω προτίμηση ή τάση προς κάτι: ►Κλίνω περισσότερο προς τη δεύτερη άποψη. |
Σύνθ.: παρεκκλίνω, συγκλίνω, αποκλίνω, υποκλίνομαι Οικογ. Λέξ.: κλίση, κλιτός, κλιτικός, κλίνη, κλινικός Φράσεις: ►Δὲν ἒχω ποῦ τὴν κεφαλὴν κλῖναι (= δεν έχω κανένα στήριγμα, συμπαράσταση) |
κόβω
(Ρήμα, Ρ2)
(ενεστ. κό-βω, αόρ. έκοψα, παθ. αόρ. κόπηκα, παθ. μτχ. κομμένος)
[µεσν. < αρχ. κόπτω]
|
1. (μτβ.) κομματιάζω κάτι, τεμαχίζω: ►Έκοψε το ψωμί σε μικρές φέτες. 2. (μτβ.) τραυματίζω, πληγώνω κάποιον ή κάτι: ►Έκοψα το δάχτυλό μου με το μαχαίρι. 3. (μτβ.) διακόπτω, σταματώ κάτι που υπάρχει μέχρι σήμερα: ►Ακολούθησε τη γνώμη του γιατρού και έκοψε το τσιγάρο. 4. (μτβ.) απορρίπτω κάποιον σε εξετάσεις:
►Στις εξετάσεις των Μαθηματικών, ο καθηγητής έκοψε πέντε μαθητές.
|
Σύνθ.: αποκόπτω, διακόπτω, ξεκόβω, περικόπτω, προκόβω Οικογ. Λέξ.: κομματιάζω, κόψη, κόψιμο, κοφτερός Φράσεις: ►Κόβει το μυαλό του (= είναι έξυπνος) ►Κόβω τα φτερά σε κάποιον (= τον αποθαρρύνω) ►Κόβω τα χέρια κάποιου (= τον εμποδίζω) ►Κόβει το μάτι του (= βλέπει μακριά και μτφ. είναι πανέξυπνος) ►Κόβω δρόμο (=συντομεύω την απόσταση) |
κοινός, -ή, -ό
(Επίθετο, Ε1, έμψυχα και άψυχα)
(κοι-νός)
[αρχ. κοινὸς]
|
1. αυτός που ανήκει σε πολλούς ή χρησιμοποιείται από πολλούς: ►Η αδερφή μου και εγώ έχουμε κοινό τραπεζικό λογαριασμό. 2. αυτός που είναι απλός, χωρίς κάτι ξεχωριστό:
►Αγόρασε ένα κοινό αυτοκίνητο, χωρίς κάτι το ιδιαίτερο. 3. αυτό που συμβαίνει να χαρακτηρίζει ή να ενδιαφέρει πολλά άτομα: ►Η σχολική γιορτή είναι το αποτέλεσμα μιας κοινής προσπάθειας.
|
Σύνθ.: κοινοβούλιο, κοινόχρηστος, κοινωφελής, κοινοποίηση Οικογ. Λέξ.: κοινώς (επίρρ.), κοινά (επίρρ.), κοινότητα,κοινωνία Προσδιοριζ.: λογαριασμός, μυστικό, θνητός (1), νους (2), θέα, συμφέρον, προσπάθεια, αντίληψη (3), τόπος (1, 3) Φράσεις: ►Κοινή Αγορά(= Ευρωπαϊκή Ένωση)
►Κοινός διαιρέτης (= αριθμός που διαιρεί ακριβώς δύο άλλους) ►Τα κοινά (=οι υποθέσεις της πολιτείας) ►Κοινή γνώμη (= η γνώμη της κοινωνίας) |
κοινωνία (η)
(Ουσιαστικό, Ο19)
(κοι-νω-νί-α)
[αρχ. κοινωνία < κοινωνὸς < κοινὸς]
|
1. οργανωμένο σύνολο ανθρώπων που συμβιώνουν σε ορισμένο τόπο και χρόνο, σύμφωνα με κανόνες και νόμους: ► Η οικογένεια είναι και σήμερα το θεμέλιο της ελληνικής κοινωνίας. 2. σύνολο ζώων που ανήκουν στο ίδιο είδος και ζουν ομαδικά: ►Η κοινωνία των μελισσών αποτελείται από τη βασίλισσα, τις εργάτριες και τους κηφήνες.
|
Σύνθ.: επικοινωνία, συγκοινωνία, κοινωνιολογία Οικογ. Λέξ.: κοινωνώ, κοινωνός, κοινωνικός, κοινωνικά (επίρρ.), κοινωνικότητα Προσδιορ.: πρωτόγονη,σύγχρονη, πατριαρχική, μητριαρχική, καταναλωτική, τοπική, πολυπολιτισμική, ανοιχτή (1) Φράσεις: ►Θεία / Αγία Κοινωνία (= το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, η Μετάληψη) ►Τοπική κοινωνία (= δήμος ή κοινότητα) |
κοιτάζω
(Ρήμα, Ρ3)
(ενεστ. κοι-τά-ζω, αόρ. κοίταξα, παθ. αόρ. κοιτάχτηκα, παθ. μτχ. κοιταγμένος)
[αρχ. κοιτάζω < κοίτη (= κρεβάτι)]
|
1. (μτβ.) στρέφω το βλέμμα σε κάποιον ή σε κάτι,συγκεντρώνω:
►Κοίταξε από το παράθυρό του μακριά τη θάλασσα. 2. (μτβ.) φροντίζω, νοιάζομαι για κάποιον ή κάτι:
►Κοίταξε τους γονείς του στα γεράματα. 3. (μτβ.) εξετάζω κάτι με ιδιαίτερη προσοχή, ελέγχω: ►Κοιτάζω τη μηχανή του αυτοκινήτου πριν από κάθε ταξίδι.
|
Συνών.: παρατηρώ (1) Σύνθ.: αγριοκοιτάζω, κρυφοκοιτάζω, γλυκοκοιτάζω Οικογ. Λέξ.: κοίταγμα Φράσεις: ►Κοιτάζω με μισό μάτι (= περιφρονώ κάποιον) ►Κοιτάζω στα μάτια (= είμαι απόλυτα ειλικρινής) ►Για κοίτα να δεις! (= για φαντάσου!) |
κολλώ
(Ρήμα, Ρ5)
(ενεστ. κολ-λώ, αόρ. κόλλησα, παθ. αόρ. κολλήθηκα, παθ. μτχ. κολλημένος)
[αρχ. κολλῶ ]
|
1. (μτβ.) ενώνω με ειδική ουσία δύο ή περισσότερα αντικείμενα, συνενώνω:
►Κόλλησα τα κομμάτια του βάζου που έσπασε. 2. (μτβ.) μεταδίδω αρρώστια:
►Κόλλησε ιλαρά τους συμμαθητές της. 3. (μτβ.) (μτφ.) γίνομαι ενοχλητικός σε κάποιον, για να πετύχω κάτι: ►Του κολλάει συνεχώς να πάνε στο γήπεδο.
|
Αντίθ.: ξεκολλώ, αποκολλώ (1) Συνών: συγκολλώ (1), μεταδίδω (2), ενοχλώ (3) Σύνθ.: αποκολλώ, συγκολλώ, ξεκολλώ, προσκολλώ Οικογ. Λέξ.: κόλλημα, κόλληση, κολλητός, κολλητά (επίρρ.), κολλητήρι, κολλητικός Φράσεις: ►Στη βράση κολλάει το σίδερο (= όταν χρειάζεται γρήγορη απόφαση) ►Τον κόλλησε στον τοίχο (= τον αποστόμωσε) |
κολύμπι (το)
(Ουσιαστικό, Ο36)
(κο-λύ-μπι, γεν. - , πληθ. - )
[µεσν. κολύµπι]
|
το να επιπλέει κανείς στο νερό με κατάλληλες κινήσεις των χεριών και των ποδιών: ►Το κολύμπι γυμνάζει ολόκληρο το σώμα του αθλητή.
|
Συνών.: κολύμβηση, μπάνιο Οικογ. Λέξ.: κολυμπώ |
κόμμα (το)
(Ουσιαστικό, Ο39)
(κόμ-μα, γεν. -ατος, πληθ. -ατα)
[αρχ. κόµµα < κόπτω]
|
1. μερίδα πολιτών με τις ίδιες πολιτικές ιδέες, πολιτική παράταξη: ►Στις βουλευτικές εκλογές συμμετέχουν, συνήθως, πολλά κόμματα. 2. (γραμμ.) σημείο στίξης στο γραπτό λόγο με το οποίο χωρίζουμε δύο προτάσεις ή τα μέρη μιας φράσης:
►Με κόμμα χωρίζουμε και ασύνδετες λέξεις, που ανήκουν στο ίδιο μέρος του λόγου.
|
Σύνθ.: κομματάρχης Οικογ. Λέξ.: κομμάτι, κομματικός Προσδιορ.: αγροτικό, δημοκρατικό, συντηρητικό, κυβερνητικό, αντιπολιτευόμενο (1) Φράσεις: ► (μτφ.) Κάνω κόμμα (= στρέφομαι εναντίον κάποιου) |
κοντά
(Επίρρημα)
(κο-ντά)
[µεσν. επίρρ. του µτγν. κοντὸς]
|
1. σε μικρή απόσταση: ►Το σπίτι μου είναι κοντά στη θάλασσα. 2. περίπου:►Ψάρεψε κοντά δέκα κιλά σαργούς. 3. επιπλέον, εκτός από: ►Κοντά στα άλλα έχασα και το πλοίο της γραμμής.
|
Αντίθ.: μακριά (1), ακριβώς (2) Συνών.: πλησίον, σιμά, εγγύς (1), σχεδόν, πάνω κάτω, ίσαμε, κάπου (2) Σύνθ.: κοντοστέκομαι Οικογ. Λέξ.: κοντεύω, κοντινός |
κοπάδι (το)
(Ουσιαστικό, Ο36)
(κο-πά-δι, γεν. -ού, πληθ. -α)
[µτγν. κοπάδιον υποκορ. του αρχ. κοπὴ (= τµήµα) <αρχ. κόπτω]
|
1. μεγάλος αριθμός ζώων από το ίδιο είδος: ►Μεγάλα κοπάδια προβάτων βοσκούσαν στον απέραντο κάμπο. 2. (μτφ.) πολύς κόσμος χωρίς τάξη, οργάνωση και χωρίς αρχηγό: ►Ένα κοπάδι παιδιών αναστάτωσε τη γειτονιά με τις φωνές του.
|
Συνών.: αγέλη, ποίμνιο (1), όχλος (2) Οικογ. Λέξ.: κοπαδιαστός, κοπαδιαστά (επίρρ.) Προσδιορ.: βουερό, ατίθασο (1, 2)
|
κόσμος (ο)
(Ουσιαστικό, Ο14)
(κό-σμος, γεν. -ου, πληθ. -οι)
[αρχ. κόσµος (= τάξη, κόσµηµα)]
|
1. ο πλανήτης Γη, η οικουμένη, το σύμπαν: ►Θέλω πολύ να κάνω το γύρο του κόσμου. 2. πλήθος ανθρώπων, ανθρωπότητα, κοινωνία:
►Μαζεύτηκε πολύς κόσμος στην πλατεία.
|
Συνών.: πλάση, υδρόγειος, κτίση (1), πολυκοσμία (2) Σύνθ.: κοσμογυρισμένος, κοσμοναύτης, κοσμοϊστορικός, κοσμογονία, κοσμοπλημμύρα Οικογ. Λέξ.: κοσμώ, κόσμιος, κόσμια (επίρρ.), κοσμίως (επίρρ.), κοσμικός Προσδιορ.: αθέατος, ενάλιος (1), παραμυθένιος (2), αφιλόξενος (1, 2) Φράσεις: ►Έφαγα τον κόσμο (= έψαξα παντού) ►Ζει στον κόσμο του (=δεν ενδιαφέρεται για τίποτα) ►Τρίτος κόσμος (=οι αναπτυσσόμενες χώρες της Ασίας, της Αφρικής και της Ν. Αμερικής) ►Νέος Κόσμος (= η Αμερική και η Ωκεανία) ►Χάλασε τον κόσμο (= αναστάτωσε τα πάντα) ►Δε χάλασε κι ο κόσμος (= δεν είναι και τόσο σπουδαίο γεγονός) Παροιμ.: ►Ο κόσμος το 'χει τούμπανο κι εμείς κρυφό καμάρι |
κουνώ και κουνάω
(Ρήμα, Ρ5)
(ενεστ. κου-νώ, αόρ. κούνησα, παθ. αόρ. κουνήθηκα, παθ. μτχ. κουνημένος)
[µεσν. κουνῶ < αρχ.κινῶ ]
|
1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να κινηθεί: ►Ο αέρας κουνούσε με μανία τα κλαδιά των δέντρων. 2. (μτβ.) μεταφέρω κάτι από ένα σημείο σε κάποιο άλλο, μετακινώ: ►Μην κουνήσεις τα βιβλία από τη θέση τους.
|
Συνών.: μετατοπίζω (2) Σύνθ.: ταρακουνώ Οικογ. Λέξ.: κούνημα, κουνιστός, κούνια |
κρατάω και κρατώ
(Ρήμα, Ρ5)
(ενεστ. κρατώ, αόρ. κράτησα, παθ. αόρ. κρατήθηκα, παθ. μτχ. κρατημένος) [αρχ. κραττος]< κρά-
|
1. (μτβ.) έχω κάτι στο χέρι μου, βαστώ: ►Κρατούσε στο χέρι του ένα βιβλίο. 2. (αμτβ.) προβάλλω αντίσταση, αντέχω: ►Το Κάστρο του Μεσολογγίου κράτησε στην πολιορκία από το Δεκέμβρη του 1825 μέχρι τον Απρίλη του 1826. 3. (μτβ.) κλείνω εισιτήριο ή θέση: ►Κράτησα δύο θέσεις, για να παρακολουθήσω τους Ολυμπιακούς Αγώνες. 4. (αμτβ.) διαρκώ: ►Η ομιλία κράτησε τριάντα λεπτά.
|
Σύνθ.: συγκρατώ, παρακρατώ, επικρατώ Οικογ. Λέξ.: κράτημα, κράτηση, κρατητήριο Φράσεις: ►Κρατώ το λόγο μου (= τηρώ την υπόσχεσή μου) ►Τον κρατώ στα χέρια μου (= μπορώ να τον εκβιάσω) Παροιμ.: ►Όπου ακούς πολλά κεράσια, κράτα και μικρό καλάθι |
κράτος (το)
(Ουσιαστικό, Ο37)
(κρά-τος, γεν. -ους, πληθ. -η)
[αρχ. κράτος (=δύναµη, πολιτική εξουσία)]
|
1. η ανώτατη πολιτική εξουσία που ασκείται σε ένα σύνολο ανθρώπων μόνιμα εγκατεστημένων σε μια χώρα που έχει τα δικά της σύνορα: ►Κάθε κράτος οφείλει να προστατεύει τους πολίτες του. 2. το σύστημα διακυβέρνησης μιας χώρας, ο τρόπος που ασκείται η κρατική εξουσία: ►Το πολίτευμα του ελληνικού κράτους είναι Προεδρευομένη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία.
|
Συνών.: χώρα, πολιτεία, επικράτεια (1), εξουσία, αρχή (2) Οικογ. Λέξ.: κρατώ, κρατικός, κρατίδιο, κραταιός Προσδιορ.: ανεξάρτητο, αυτόνομο, κυρίαρχο, ομόσπονδο, πανίσχυρο (1, 2) Φράσεις: ►Κατά κράτος (= ολοκληρωτικά) ►Υπό το κράτος (= υπό τον απόλυτο έλεγχο) |
κρίση (η)
(Ουσιαστικό, Ο27)
(κρί-ση, γεν. -ης, -εως, πληθ. -εις)
[αρχ. κρίσις < κρί-νω]
|
1. η ικανότητα του ανθρώπου να σκέφτεται λογικά και να καταλήγει σε ορθά συμπεράσματα: ►Δεν πρέπει κάποιος να βασίζεται μόνο στις κρίσεις των άλλων. 2. η άποψη που εκφράζει κάποιος για πρόσωπα, πράγματα ή καταστάσεις:►Είναι πολύ αυστηρός στις κρίσεις που κάνει για τους υπαλλήλους του. 3. η απόφαση δικαστηρίου: ►Η κρίση του δικαστηρίου για τον κατηγορούμενο ήταν αθωωτική. 4. προβληματική κατάσταση με δυσκολίες και κινδύνους: ►Η αύξηση της τιμής του πετρελαίου προκαλεί οικονομική κρίση.
|
Συνών: ετυμηγορία (3), δοκιμασία (4) Σύνθ.: έγκριση, σύγκριση, πρόκριση, ανάκριση, διάκριση, ανταπόκριση, υποκρισία, λογοκρισία Οικογ. Λέξ.: κρίνω, κριτής, κριτικός, κριτική, κριτικάρω, κριτήριο, κρίσιμος, κρισιμότητα Προσδιορ.: εσφαλμένη, επιπόλαιη, βιαστική, πολιτική, δίκαιη (1), αθωωτική (3), πετρελαϊκή, νομισματική, οικονομική, τουριστική (4)
|
κρύβω
(Ρήμα, Ρ2)
(ενεστ. κρύ-βω, αόρ. έκρυψα, παθ. αόρ. κρύφτηκα, παθ. μτχ. κρυμμένος)
[αρχ. κρύπτω]
|
1. (μτβ.) βάζω κάποιον ή κάτι σε τέτοιο μέρος ώστε να μην το(ν) βλέπουν ή να μην το(ν) βρίσκουν οι άλλοι: ►Έκρυψε τα χρυσαφικά της στο συρτάρι. 2. (μτβ.) φυλάω κάτι σαν μυστικό: ►Κρύβει τα χρόνια του από τους άλλους. 3. (μτβ.) (μτφ.) δε φανερώνω τις προθέσεις και τα συναισθήματά μου στους άλλους: ►Κρύβει τα πραγματικά του αισθήματα, που έχει για τους φίλους του.
|
Αντίθ.: εμφανίζω, αποκαλύπτω, φανερώνω (1, 2) Συνών: αποκρύπτω (1, 2), καλύπτω, σκεπάζω (1), αποσιωπώ (2) Σύνθ.: αποκρύπτω, υποκρύπτω, αποκρύβω Οικογ. Λέξ.: κρυφός, κρυφά (επίρρ.), κρύψιμο, κρυψώνας, κρύπτη, κρυφτό, κρυφτούλι Φράσεις: ►Κρύβεται πίσω απ' το δάχτυλό του (= προσπαθεί να αποκρύψει κάτι που είναι φανερό) ►Κρύβω τα χαρτιά μου (= δε φανερώνω τις προθέσεις μου) |
κτήμα (το)
(Ουσιαστικό, Ο39)
(κτή-μα, γεν. -ατος, πληθ. -ατα)
[αρχ. κτῆµα< κτῶµαι (= αποκτώ, κατέχω)]
|
1. οτιδήποτε αποτελεί ιδιοκτησία κάποιου: ►Οι αρχαιολογικοί θησαυροί είναι κτήμα ολόκληρου του ελληνικού λαού. 2. αγροτική έκταση που ανήκει σε κάποιον: ►Κάθε καλοκαίρι πηγαίνουμε στο κτήμα του παππού. 3. (μτφ.) καθετί που μαθαίνει κανείς καλά και για πάντα:
►Έκαναν κτήμα τους το μάθημα της Ιστορίας.
|
Σύνθ.: αγρόκτημα, απόκτημα, κτηματολόγιο, κτηματαγορά, κτηματομεσίτης Οικογ. Λέξ.: κτηματικός, κτηματίας Προσδιορ.: κρατικό, μοναστηριακό, οικογενειακό, πατρικό (1, 2)
|
κτίριο (το)
(Ουσιαστικό, Ο34)
(κτί-ρι-ο, γεν. -ίου, πληθ. -ια)
[λόγ. < µεσν. κτίριον]
|
κάθε οικοδόμημα: ►Η Ζωσιμαία Παιδαγωγική Ακαδημία είναι ένα παραδοσιακό κτίριο με μεγάλη ιστορία.
|
|
κύκλος (ο)
(Ουσιαστικό, Ο14)
(κύ-κλος)
[αρχ. κύκλος]
|
1. (μαθημ.) κλειστή καμπύλη γραμμή της οποίας κάθε σημείο απέχει εξίσου από το κέντρο της: ►Σε πολλές ασκήσεις των Μαθηματικών βρίσκουμε το εμβαδόν του κύκλου. 2. η επίπεδη επιφάνεια που περικλείεται μέσα στον κύκλο: ►Κάθονται μέσα σε κύκλους σχεδιασμένους στο έδαφος. 3. (μτφ.) ομάδα ατόμων που συνδέονται με κοινά ενδιαφέροντα ή επιδιώξεις:
►Είναι πολύ γνωστός στον κύκλο των δικηγόρων.
|
Σύνθ.: κυκλοφορία, εγκύκλιος, δίκυκλο, τρίκυκλο Οικογ. Λέξ.: κυκλικός, κυκλικά (επίρρ.), κυκλώνω, κύκλωμα, κυκλώνας, κυκλάμινο, Κυκλάδες Φράσεις: ►Φαύλος κύκλος(= όταν η επίλυση ενός προβλήματος οδηγεί σε άλλο πρόβλημα, δημιουργώντας αδιέξοδο) |
κύμα (το)
(Ουσιαστικό, Ο39)
(κύ-μα, γεν. -ατος, πληθ. -ατα)
[αρχ. κῦµα < κυῶ (= είµαι φουσκωµένος)]
|
1. όγκος νερού θάλασσας, λίμνης ή ποταμού που ανυψώνεται και πέφτει διαδοχικά και που προκαλείται κυρίως από τον άνεμο: ►Ο άνεμος λυσσομανούσε αδιάκοπα, σηκώνοντας πελώρια κύματα. 2. (φυσ.) παλμική κίνηση που μεταδίδεται από μόριο σε μόριο, μεταφέροντας ορισμένες μορφές ενέργειας: ►Το τηλεοπτικό σήμα μεταφέρεται με ηλεκτρομαγνητικά κύματα. 3. (μτφ.) φυσικό ή κοινωνικό φαινόμενο μεγάλης έντασης, που εμφανίζεται ξαφνικά:
►Αναμένεται νέο κύμα καύσωνα την επόμενη εβδομάδα.
►Έφτασαν στο νησί μας τα πρώτα κύματα τουριστών.
|
Σύνθ.: κυματοειδής, κυματοθραύστης Οικογ. Λέξ.: κυματίζω, κυμάτισμα, κυματισμός, κυματιστός, κυματικός, κυμαίνομαι, κυματώδης Προσδιορ.: αγριεμένο, απειλητικό, αφρισμένο, παλιρροϊκό, πελώριο (1), φοβερό (1, 3), ακουστικό, ηχητικό, μεσαία (τα), βραχέα (τα) (2) Φράσεις: ►Περνώ από σαράντα κύματα (= αντιμετωπίζω πολλές δυσκολίες) ►Εκπέμπω στο ίδιο μήκος κύματος (= έχω τις ίδιες απόψεις) |
κυνήγι (το)
(Ουσιαστικό, Ο36)
(κυ-νή-γι, γεν. -ού, πληθ. -α)
[µτγν. κυνήγιον <αρχ. κυνηγὸς]
|
1. το να αναζητεί κάποιος ζώα ή πουλιά, για να τα πιάσει ή να τα σκοτώσει: ►Το κυνήγι των πουλιών επιτρέπεται σε συγκεκριμένη περίοδο. 2. το θήραμα: ►Το σημερινό κυνήγι ήταν ένας λαγός και δυο μπεκάτσες. 3. (μτφ.) το να επιδιώκει κάποιος κάτι με επιμονή: ►Το κυνήγι μιας καλύτερης ζωής οδηγεί πολλούς ανθρώπους στη μετανάστευση.
|
Συνών.: θήρα (1), άγρα, λεία (2), κυνήγημα, κυνηγητό (3) Σύνθ.: κυνηγόσκυλο Οικογ. Λέξ.: κυνηγώ, κυνηγός, κυνηγητό, κυνήγημα, κυνηγετικός Προσδιορ.: λαθραίο, ομαδικό (1), άφθονο, νόστιμο (2)
|
κυρίαρχος, -η, -ο
(Επίθετο, Ε2, έμψυχα και άψυχα)
(κυ-ρί-αρ-χος)
[µεσν. κυρίαρχος < κύριος + ἂρχω (=εξουσιάζω, κυβερνώ)]
|
αυτός που έχει στα χέριατου την εξουσία, απόλυτος, κύριος: ►Η Ελλάδα είναι ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος.
|
Σύνθ.: συγκυρίαρχος, επικυρίαρχος Οικογ. Λέξ.: κυριαρχώ, κυριαρχία, κυριαρχικός, κυριάρχηση Προσδιοριζ.: άποψη, ιδεολογία, λαός
|
κύριος, -α, -ο
(Επίθετο, Ε4, έμψυχα)
(κύ-ρι-ος)
[αρχ. κύριος < κῦρος]
|
1. ο σπουδαιότερος, ο σημαντικότερος: ►Είναι ο κύριος συνεργάτης μου στα οικονομικά ζητήματα. 2. αυτός που ελέγχει τα πράγματα, κυρίαρχος, κάτοχος: ►Σύμφωνα με τη διαθήκη του πατέρα του είναι ο κύριος κληρονόμος. 3. αξιοπρεπής άνθρωπος: ►Συμπεριφέρεται τόσο καλά, ώστε μπορώ να πω ότι είναι κύριος με τα όλα του!
|
Συνών.: βασικός (1), άρχοντας, αφέντης (2) Σύνθ.: κυριολεξία, κυριαρχία Οικογ. Λέξ.: κύρια (επίρρ.), κυρίως (επίρρ.), κυριεύω, κυριότητα Προσδιοριζ.: ομιλητής, άρθρο, συμπέρασμα (1) Φράσεις: ►Κύριος οἶδε (=ο Θεός ξέρει) |
κωλυσιεργώ
(Ρήμα, Ρ6)
(ενεστ. κω-λυ-σι-ερ-γώ, αόρ. κωλυσιέργησα)
[λόγ. < ελνστ. κωλυσιεργῶ < κωλυσιεργὸς < κωλύω (= εµποδίζω) + ἒργον]
|
(αμτβ.) εμποδίζω σκόπιμα και για προσωπικούς λόγους την εκτέλεση κάποιου έργου: ►Κωλυσιεργούν και παρεμβάλλουν εμπόδια στη διάνοιξη του δρόμου.
|
Συνών.: παρακωλύω, καθυστερώ, υπονομεύω Οικογ. Λέξ.: κωλυσιεργία |
κωμωδία (η)
(Ουσιαστικό, Ο19)
(κω-μω-δί-α)
[αρχ. κωµωδία <κωµωδὸς]
|
1. θεατρικό ή κινηματογραφικό έργο με ευχάριστο και διασκεδαστικό περιεχόμενο: ►Χθες παρακολουθήσαμε στο θέατρο μια ξεκαρδιστική κωμωδία. 2. (αρχ.) το ένα από τα τρία είδη του αρχαίου δράματος που είχε εύθυμο και σατιρικό περιεχόμενο: ►Οι «Όρνιθες» είναι μία από τις κωμωδίες του Αριστοφάνη. 3. (μτφ.) πράξεις, γεγονότα ή καταστάσεις που προκαλούν το γέλιο: ►Πρέπει να σταματήσει αυτή η κωμωδία, που παρακολουθούμε ανάμεσά σας τον τελευταίο καιρό.
|
Αντίθ.: δράμα, τραγωδία (1, 2) Σύνθ.: κωμωδιογράφος, φαρσοκωμωδία, κωμειδύλλιο Προσδιορ.: αρχαία, απολαυστική, έξυπνη, ηθογραφική, σπαρταριστή (1, 2) Φράσεις: ►Παίζω κωμωδία (= υποκρίνομαι) |
|