ιδανικός -ή, -ό
(Επίθετο, Ε1, έμψυχα και άψυχα)
(ι-δα-νι-κός)
[µτγν. ἰδανικὸς < ἰδανὸς < ὁρῶ]
|
1. ο καλύτερος που θα μπορούσε να βρεθεί: ►Η σημερινή ημέρα είναι ιδανική για εκδρομή. 2. που υπάρχει μόνο ως ιδέα, ο ιδεατός, άψογος, τέλειος: ►Πολλοί συγγραφείς ύμνησαν την ιδανική ομορφιά. 3. (ουδ. ιδανικό) σπουδαίος σκοπός για τον οποίο αγωνίζεται ένας άνθρωπος ή ένα σύνολο ανθρώπων: ►Για να πραγματοποιηθεί το ιδανικό της δημοκρατίας είναι απαραίτητος ο διάλογος.
|
Αντίθ.: υπαρκτός, πραγματικός (2) Συνών: ιδεώδης, υποδειγματικός (1, 2) Οικογ. Λέξ.: ιδανικό (το), (εξ)ιδανικεύω, ιδανικά (επίρρ.) Προσδιοριζ: τόπος, κόσμος (1, 2) Φράσεις: ►Τα ιδανικά (= ο υψηλός πνευματικός ή ηθικός στόχος) |
ιδέα (η)
(Ουσιαστικό, Ο19)
(ι-δέ-α)
[αρχ. ἰδέα < ἰδεῖν < ὁρῶ (= βλέπω)]
|
1. η παράσταση κάθε αντικειμένου που σχηματίζεται στο νου: ►Δεν έχω ιδέα για το χρώμα που έχει η ζέβρα. 2. γνώμη, άποψη, κρίση:
►Σχημάτισα καλή ιδέα για το άτομό σου. 3. ιδανικό: ►Η ιδέα της ελευθερίας ξεσήκωσε τους Έλληνες το 1821. |
Σύνθ: ιδεολογία, ανίδεος Οικογ. Λέξ.: ιδεατός, ιδεώδης, ιδεαλιστής Προσδιορ.: ριζοσπαστική, φιλελεύθερη, κυρίαρχη, κοινωνική, προοδευτική (1, 2), υποκειμενική, πρωτότυπη (1, 2) Φράσεις: ►Έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του (=θεωρεί ότι είναι σπουδαίος) ►Κατεβάζω ιδέες (= είμαι επινοητικός) |
ιδιαίτερος, -η (-έρα), -ο
(Επίθετο, Ε2, έμψυχα και άψυχα)
(ι-δι-αί-τε-ρος, γεν. -ου, -ης (-έρας), -ου, πληθ. -οι, -ες, -α)
[αρχ. ἰδιαίτερος < ἲδιος]
|
που ανήκει σε κάποιον, εξαιρετικός, ξεχωριστός:►Αυτός ο μαθητής διακρίνεται για τις ιδιαίτερες ικανότητές του.
|
Οικογ. Λέξ.: ιδιαιτέρως (=χωριστά) (επίρρ.), ιδιαίτερα (= κυρίως) (επίρρ.), ιδιαιτερότητα Προσδιοριζ.: πατρίδα, αδυναμία, προτίμηση Φράσεις: ►Ιδιαίτερη πατρίδα (= τόπος καταγωγής) ►Ιδιαιτέρα γραμματέας (=προσωπική γραμματέας) ►Τα ιδιαίτερα (= οι προσωπικές υποθέσεις) |
ίδρυμα (το)
(Ουσιαστικό, Ο40)
(ί-δρυ-μα, γεν. -ατος, πληθ. –ατα)
[αρχ. ἳδρυµα < ἱδρύω]
|
οργανισμός που έχει επιστημονικό ή φιλανθρωπικό σκοπό: ►Το Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού φροντίζει για τη διάδοση της ελληνικής γλώσσας σε ολόκληρο τον κόσμο.
|
Οικογ. Λέξ.: ιδρυματικός, ιδρυματισμός Προσδιορ.: δημόσιο, ιδιωτικό, φιλανθρωπικό, επιστημονικό, μορφωτικό, νοσηλευτικό Φράσεις: Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα (Α.Ε.Ι.) (=το Πανεπιστήμιο) |
ικανός, -ή, -ό
(Επίθετο, Ε1, έμψυχα και άψυχα)
(ι-κα-νός)
[αρχ. ἱκανὸς (= αρ-κετός)]
|
1. αυτός που μπορεί να κάνει κάτι καλά, ο επιδέξιος: ►Είναι ικανός να λύσει οποιαδήποτε άσκηση Φυσικής. 2. αρκετός, επαρκής:
►Για να πραγματοποιηθεί η εκδρομή, πρέπει να συμπληρωθεί ικανός αριθμός μαθητών.
|
Αντίθ.: ανίκανος Συνών: άξιος (1), ικανοποιητικός (2) Σύνθ.: ικανοποιώ, ικανοποίηση, ανικανοποίητος Οικογ. Λέξ.: ικανότητα Προσδιοριζ.: άνθρωπος, μαθητής (1), ποσότητα (2) Φράσεις: ►Ικανός για όλα(= για αδίστακτο άνθρωπο) |
ικανοποίηση (η)
(Ουσιαστικό, Ο28)
(ι-κα-νο-ποί-η-ση, γεν. -ης, -ήσεως, πληθ. -ήσεις)
[λόγ. ἱκανοποίησις< ἱκανοποιῶ ] |
1. το συναίσθημα της έντονης ευχαρίστησης που νιώθει κάποιος από μια επιτυχία ή από την πραγματοποίηση μιας επιθυμίας: ►Ο δάσκαλος διαπιστώνει με μεγάλη ικανοποίηση την πρόοδο των μαθητών του. 2. υλική ή ηθική αποκατάσταση ζημίας ή προσβολής: ►Ζήτησε ικανοποίηση για τη βλάβη που του προξένησαν στο αυτοκίνητο.
|
Αντίθ.: απογοήτευση (1) Συνών: χαρά (1) Οικογ. Λέξ.: ικανοποιώ, ικανοποιητικός Προσδιορ.: ηθική, ψυχική (1, 2), επαγγελματική (2)
|
ικετεύω
(Ρήμα, Ρ2)
(ενεστ. ι-κε-τεύ-ω, αόρ. ικέτεψα)
[αρχ. ἱκετεύω< ἱκέτης] |
(μτβ.) παρακαλώ θερμά, ζητώ βοήθεια: ►Σας ικετεύω να με βοηθήσετε να αντιμετωπίσω αυτή τη δύσκολη στιγμή που περνάω. |
Συνών: θερμοπαρακαλώ, εκλιπαρώ Οικογ. Λέξ.: ικεσία, ικέτης, ικετευτικός, ικετευτικά (επίρρ.)
|
ιός (ο)
(Ουσιαστικό, Ο13)
(ι-ός)
[αρχ. ἰὸς (= δηλητήριο)] |
1. μικροοργανισμός που αναπτύσσεται σε ζωντανά κύτταρα και προκαλεί λοιμώδη νοσήματα : ►Ο ιός της γρίπης είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος για τους ηλικιωμένους. 2. (μτφ.) μικρό πρόγραμμα ή κώδικας που καταστρέφει προγράμματα ή μέρη του υπολογιστή:
►Έχασα όλα μου τα αρχεία στον υπολογιστή εξαιτίας κάποιου νέου ιού. |
Οικογ. Λέξ.: ιογενής |
ίππος (ο)
(Ουσιαστικό, Ο14)
(ίπ-πος)
[αρχ. ἳππος (= το άλογο)]
|
1. το άλογο: ►Ο δούρειος ίππος ήταν το τέχνασμα που επινόησε ο Οδυσσέας για την άλωση της Τροίας. 2. μονάδα μέτρησης της δύναμης μιας μηχανής:
►Αγόρασα ένα αυτοκίνητο που έχει κινητήρα εκατό ίππων.
|
Σύνθ.: ιππόδρομος, ιπποδύναμη, ιπποκόμος, έφιππος Οικογ. Λέξ.: ιππεύω, ιππικός, ιππασία, ιππότης, ιππέας Προσδιορ.: φορολογήσιμος (2)
|
ισορροπία (η)
(Ουσιαστικό, Ο19)
(ι-σορ-ρο-πί-α)
[αρχ. ἰσορροπία < ἰσόρροπος] |
1. (φυσ.) η κατάσταση ενός υλικού σώματος στο οποίο ενεργούν δύο αντίθετες δυνάμεις, από τις οποίες η μία εξουδετερώνει την άλλη: ►Ο ακροβάτης περπατούσε σε τεντωμένο σκοινί κρατώντας την ισορροπία του. 2. (μτφ.) η ψυχική υγεία και ηρεμία: ►Για να ξαναβρείς την ισορροπία σου, χρειάζεσαι οπωσδήποτε λίγες ημέρες ξεκούρασης.
|
Αντίθ.: ανισορροπία Σύνθ.: ανισορροπία Οικογ. Λέξ.: ισορροπώ, ισόρροπος, ισορρόπηση, ισορροπιστής, ισορροπημένος Φράσεις: ►Λεπτή ισορροπία (= αυτή που είναι εύκολο να διαταραχτεί) |
ίσος -η, -ο
(Επίθετο, Ε1, έμψυχα και άψυχα)
(ί-σος)
[αρχ. ἲσος]
Προσοχή!
►ίσος (= ίδιος)
►ίσως (= μπορεί, πιθανόν)
►ίσιος (= ευθύς)
|
αυτός που είναι ίδιος στο μέγεθος, τη δύναμη ή την αξία με κάποιον άλλον:►Το τετράγωνο έχει και τις τέσσερις πλευρές του ίσες.
►Όλοι οι πολίτες είναι ίσοι απέναντι στο νόμο.
|
Αντίθ.: άνισος Συνών: ισοδύναμος, ίδιος Σύνθ.: ισόβαθμος, ισόπαλος, ισάξιος, ισόβιος, ισόπλευρος, ισόπεδος, ισόρροπος, ισότιμος, ισοψηφία, ισόγειος, ισημερινός Οικογ. Λέξ.: ίσα (επίρρ.), ισότητα Προσδιοριζ.: δικαιώματα(τα), ευκαιρίες (οι), μεταχείριση |
ισότητα (η)
(Ουσιαστικό, Ο22)
(ι-σό-τη-τα, πληθ. - )
[λόγ. < αρχ. ἰσότης< ἲσος]
|
1. το να είναι δύο ή περισσότερα μεγέθη ίσα μεταξύ τους: ►Το σύμβολο της ισότητας είναι το = (ίσον). 2. η ίση μεταχείριση, η έλλειψη κάθε διαφοράς και διάκρισης μεταξύ των ανθρώπων: ►Η ισότητα ανδρών και γυναικών κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα της χώρας μας.
|
Αντίθ.: ανισότητα (1, 2) Συνών: ισονομία, ισοδυναμία, ισοπολιτεία (2) Προσδιορ.: κοινωνική, πολιτική, οικονομική (2)
|
ιστορία (η)
(Ουσιαστικό, Ο19)
(ι-στο-ρί-α)
[αρχ. ἱστορία < ἳστωρ (= γνώστης)]
|
1. η γραπτή, κυρίως, αφήγηση σπουδαίων γεγονότων που αναφέρεται σε πρόσωπα, λαούς και έθνη: ►Γνωρίζει πολύ καλά την ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας. 2. η επιστήμη που ερευνά και ερμηνεύει τα ιστορικά γεγονότα του παρελθόντος:
►Οι πηγές της Ιστορίας παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον. 3. το βιβλίο και το μάθημα της Ιστορίας: ►Αγόρασε ένα βιβλίο Ιστορίας της νεότερης Ελλάδας. 4. αφήγηση συμβάντων πραγματικών ή φανταστικών: ►Κάθε βράδυ έφερνε στο νου του διάφορες ιστορίες από την παιδική ηλικία του.
|
Σύνθ.: ιστοριογραφία, προϊστορία Οικογ. Λέξ.: ιστορώ, ιστορικός, ιστορικό (το), ιστορικά (επίρρ.), ιστορικότητα Προσδιορ.: αρχαία, βυζαντινή, ελληνική, μεσαιωνική, νεότερη, παγκόσμια, ευρωπαϊκή, πολιτική, ρωμαϊκή, σύγχρονη (1, 2, 3), διασκεδαστική, δραματική, συγκλονιστική, φανταστική (4)
|
ισχυρός -ή, -ό
(Επίθετο, Ε1, έμψυχα και άψυχα)
(ι-σχυ-ρός)
[αρχ. ἰσχυρὸς < ἰσχὺς]
|
1. ακλόνητος, ανθεκτικός:
►Οι δυο ομάδες είχαν ισχυρές άμυνες και γι’ αυτό ο αγώνας έληξε ισόπαλος. 2.σφοδρός, μεγάλος: ►Στο Αιγαίο θα πνέουν ισχυροί άνεμοι. 3. αυτός που έχει μεγάλη πολιτική δύναμη ή επιρροή, καθώς και τη δυνατότητα να επιβάλλει τη θέλησή του: ►Κέρδισε εύκολα τις εκλογές και σχημάτισε μια ισχυρή κυβέρνηση.
|
Αντίθ.: ανίσχυρος (1, 2, 3), ασθενής (1, 2) Συνών: δυνατός, ρωμαλέος (1), ισχυρογνώμονας Σύνθ.: ισχυροποιώ, ανίσχυρος, πανίσχυρος Οικογ. Λέξ.: ισχύς, ισχύω, ισχυρά (επίρρ.), ισχυρίζομαι, ισχυρισμός Προσδιοριζ: αντίπαλος, οργανισμός, επιχείρημα (1), κράτος (3) Φράσεις: ►Το δίκαιο του ισχυροτέρου (= όταν ο δυνατός επιβάλλει τη θέλησή του στους πιο αδυνάτους) |
ίσως
(Επίρρημα)
(ί-σως)
[αρχ. ἲσως] |
υπάρχει περίπτωση να …, είναι πιθανό να …: ►Ίσως θα έρθω αύριο να σε δω. |
Αντίθ.: σίγουρα, οπωσδήποτε Συνών: ενδεχομένως, μπορεί να … |
ίχνος (το)
(Ουσιαστικό, Ο37)
(ί-χνος, γεν. -ους, πληθ. -η)
[αρχ. ἲχνος]
|
1. αποτύπωμα ποδιού ανθρώπου ή ζώου πάνω στο έδαφος: ►Οι κυνηγοί εντόπισαν το θήραμα από τα ίχνη που άφησε στο χιόνι. 2. οτιδήποτε απομένει από κάτι που προηγήθηκε: ►Οι ανασκαφές ανέδειξαν τα ίχνη ενός αρχαίου πολιτισμού. 3. ελάχιστη ποσότητα: ►Η ιατρική εξέταση έδειξε ίχνη από σάκχαρο στο αίμα.
|
Συνών: πατημασιά, (α)χνάρι (1), υπόλειμμα, απομεινάρι (2) Σύνθ.: ιχνηλάτης, ιχνηλατώ, ιχνηλασία, ιχνογραφώ, ιχνογραφία Προσδιορ.: δυσδιάκριτο, πρόσφατο (1, 2) Φράσεις: ►Βαδίζω στα ίχνη κάποιου (= ακολουθώ την ίδια πορεία, μτφ. μιμούμαι) ►Χάνω τα ίχνη κάποιου (= δεν ξέρω πού βρίσκεται ή τι κάνει) ►Δεν έχει ίχνος ντροπής (= είναι αδιάντροπος) |
|