Ορθογραφικό-ερμηνευτικό λεξικό (Δ΄, Ε΄, ΣΤ΄ Δημοτικού)
Θ K Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος
Θ Ιώτα

ιδανικός -ή, -ό

(Επίθετο, Ε1, έμψυχα και άψυχα)

(ι-δα-νι-κός)
[µτγν. ἰδανικὸς < ἰδανὸς < ὁρῶ]

1. ο καλύτερος που θα μπορούσε να βρεθεί:Η σημερινή ημέρα είναι ιδανική για εκδρομή.
2. που υπάρχει μόνο ως ιδέα, ο ιδεατός, άψογος, τέλειος: Πολλοί συγγραφείς ύμνησαν την ιδανική ομορφιά.
3. (ουδ. ιδανικό) σπουδαίος σκοπός για τον οποίο αγωνίζεται ένας άνθρωπος ή ένα σύνολο ανθρώπων: Για να πραγματοποιηθεί το ιδανικό της δημοκρατίας είναι απαραίτητος ο διάλογος.
Αντίθ.: υπαρκτός, πραγματικός (2)
Συνών: ιδεώδης, υποδειγματικός (1, 2)
Οικογ. Λέξ.: ιδανικό (το), (εξ)ιδανικεύω, ιδανικά (επίρρ.)
Προσδιοριζ: τόπος, κόσμος (1, 2)
Φράσεις:Τα ιδανικά (= ο υψηλός πνευματικός ή ηθικός στόχος)

ιδέα (η)

(Ουσιαστικό, Ο19)

(ι-δέ-α)
[αρχ. ἰδέα < ἰδεῖν < ὁρῶ (= βλέπω)]

1. η παράσταση κάθε αντικειμένου που σχηματίζεται στο νου: Δεν έχω ιδέα για το χρώμα που έχει η ζέβρα.
2. γνώμη, άποψη, κρίση:
Σχημάτισα καλή ιδέα για το άτομό σου.
3. ιδανικό: Η ιδέα της ελευθερίας ξεσήκωσε τους Έλληνες το 1821.

Σύνθ: ιδεολογία, ανίδεος
Οικογ. Λέξ.: ιδεατός, ιδεώδης, ιδεαλιστής
Προσδιορ.: ριζοσπαστική, φιλελεύθερη, κυρίαρχη, κοινωνική, προοδευτική (1, 2), υποκειμενική, πρωτότυπη (1, 2)
Φράσεις: Έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του (=θεωρεί ότι είναι σπουδαίος)Κατεβάζω ιδέες (= είμαι επινοητικός)

ιδιαίτερος, -η (-έρα), -ο

(Επίθετο, Ε2, έμψυχα και άψυχα)

(ι-δι-αί-τε-ρος, γεν. -ου, -ης (-έρας), -ου, πληθ. -οι, -ες, -α)
[αρχ. ἰδιαίτερος < ἲδιος]

που ανήκει σε κάποιον, εξαιρετικός, ξεχωριστός:Αυτός ο μαθητής διακρίνεται για τις ιδιαίτερες ικανότητές του. Οικογ. Λέξ.: ιδιαιτέρως (=χωριστά) (επίρρ.), ιδιαίτερα (= κυρίως) (επίρρ.), ιδιαιτερότητα
Προσδιοριζ.: πατρίδα, αδυναμία, προτίμηση
Φράσεις:Ιδιαίτερη πατρίδα (= τόπος καταγωγής) Ιδιαιτέρα γραμματέας (=προσωπική γραμματέας) Τα ιδιαίτερα (= οι προσωπικές υποθέσεις)

ίδρυμα (το)

(Ουσιαστικό, Ο40)

(ί-δρυ-μα, γεν. -ατος, πληθ. –ατα)
[αρχ. ἳδρυµα < ἱδρύω]

οργανισμός που έχει επιστημονικό ή φιλανθρωπικό σκοπό:Το Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού φροντίζει για τη διάδοση της ελληνικής γλώσσας σε ολόκληρο τον κόσμο. Οικογ. Λέξ.: ιδρυματικός, ιδρυματισμός
Προσδιορ.: δημόσιο, ιδιωτικό, φιλανθρωπικό, επιστημονικό, μορφωτικό, νοσηλευτικό
Φράσεις: Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα (Α.Ε.Ι.) (=το Πανεπιστήμιο)

ικανός, -ή, -ό

(Επίθετο, Ε1, έμψυχα και άψυχα)

(ι-κα-νός)
[αρχ. ἱκανὸς (= αρ-κετός)]

1. αυτός που μπορεί να κάνει κάτι καλά, ο επιδέξιος: Είναι ικανός να λύσει οποιαδήποτε άσκηση Φυσικής.
2. αρκετός, επαρκής:
Για να πραγματοποιηθεί η εκδρομή, πρέπει να συμπληρωθεί ικανός αριθμός μαθητών.
Αντίθ.: ανίκανος
Συνών: άξιος (1), ικανοποιητικός (2)
Σύνθ.: ικανοποιώ, ικανοποίηση, ανικανοποίητος
Οικογ. Λέξ.: ικανότητα
Προσδιοριζ.: άνθρωπος, μαθητής (1), ποσότητα (2)
Φράσεις:Ικανός για όλα(= για αδίστακτο άνθρωπο)

ικανοποίηση (η)

(Ουσιαστικό, Ο28)

(ι-κα-νο-ποί-η-ση, γεν. -ης, -ήσεως, πληθ. -ήσεις)
[λόγ. ἱκανοποίησις< ἱκανοποιῶ ]

1. το συναίσθημα της έντονης ευχαρίστησης που νιώθει κάποιος από μια επιτυχία ή από την πραγματοποίηση μιας επιθυμίας: Ο δάσκαλος διαπιστώνει με μεγάλη ικανοποίηση την πρόοδο των μαθητών του.
2. υλική ή ηθική αποκατάσταση ζημίας ή προσβολής: Ζήτησε ικανοποίηση για τη βλάβη που του προξένησαν στο αυτοκίνητο.
Αντίθ.: απογοήτευση (1)
Συνών: χαρά (1)
Οικογ. Λέξ.: ικανοποιώ, ικανοποιητικός
Προσδιορ.: ηθική, ψυχική (1, 2), επαγγελματική (2)

ικετεύω

(Ρήμα, Ρ2)

(ενεστ. ι-κε-τεύ-ω, αόρ. ικέτεψα)
[αρχ. ἱκετεύω< ἱκέτης]

(μτβ.) παρακαλώ θερμά, ζητώ βοήθεια: Σας ικετεύω να με βοηθήσετε να αντιμετωπίσω αυτή τη δύσκολη στιγμή που περνάω.

Συνών: θερμοπαρακαλώ, εκλιπαρώ
Οικογ. Λέξ.: ικεσία, ικέτης, ικετευτικός, ικετευτικά (επίρρ.)

ιός (ο)

(Ουσιαστικό, Ο13)

(ι-ός)
[αρχ. ἰὸς (= δηλητήριο)]

1. μικροοργανισμός που αναπτύσσεται σε ζωντανά κύτταρα και προκαλεί λοιμώδη νοσήματα : Ο ιός της γρίπης είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος για τους ηλικιωμένους.
2. (μτφ.) μικρό πρόγραμμα ή κώδικας που καταστρέφει προγράμματα ή μέρη του υπολογιστή:
Έχασα όλα μου τα αρχεία στον υπολογιστή εξαιτίας κάποιου νέου ιού.

Οικογ. Λέξ.: ιογενής

ίππος (ο)

(Ουσιαστικό, Ο14)

(ίπ-πος)
[αρχ. ἳππος (= το άλογο)]

1. το άλογο:Ο δούρειος ίππος ήταν το τέχνασμα που επινόησε ο Οδυσσέας για την άλωση της Τροίας.
2. μονάδα μέτρησης της δύναμης μιας μηχανής:
Αγόρασα ένα αυτοκίνητο που έχει κινητήρα εκατό ίππων.
Σύνθ.: ιππόδρομος, ιπποδύναμη, ιπποκόμος, έφιππος
Οικογ. Λέξ.: ιππεύω, ιππικός, ιππασία, ιππότης, ιππέας
Προσδιορ.: φορολογήσιμος (2)

ισορροπία (η)

(Ουσιαστικό, Ο19)

(ι-σορ-ρο-πί-α)
[αρχ. ἰσορροπία < ἰσόρροπος]

1. (φυσ.) η κατάσταση ενός υλικού σώματος στο οποίο ενεργούν δύο αντίθετες δυνάμεις, από τις οποίες η μία εξουδετερώνει την άλλη: Ο ακροβάτης περπατούσε σε τεντωμένο σκοινί κρατώντας την ισορροπία του.
2. (μτφ.) η ψυχική υγεία και ηρεμία: Για να ξαναβρείς την ισορροπία σου, χρειάζεσαι οπωσδήποτε λίγες ημέρες ξεκούρασης.
Αντίθ.: ανισορροπία
Σύνθ.: ανισορροπία
Οικογ. Λέξ.: ισορροπώ, ισόρροπος, ισορρόπηση, ισορροπιστής, ισορροπημένος
Φράσεις: Λεπτή ισορροπία (= αυτή που είναι εύκολο να διαταραχτεί)

ίσος -η, -ο

(Επίθετο, Ε1, έμψυχα και άψυχα)

(ί-σος)
[αρχ. ἲσος]

Προσοχή!

►ίσος (= ίδιος)
►ίσως (= μπορεί, πιθανόν)
►ίσιος (= ευθύς)

αυτός που είναι ίδιος στο μέγεθος, τη δύναμη ή την αξία με κάποιον άλλον:Το τετράγωνο έχει και τις τέσσερις πλευρές του ίσες.
Όλοι οι πολίτες είναι ίσοι απέναντι στο νόμο.
Αντίθ.: άνισος
Συνών: ισοδύναμος, ίδιος
Σύνθ.: ισόβαθμος, ισόπαλος, ισάξιος, ισόβιος, ισόπλευρος, ισόπεδος, ισόρροπος, ισότιμος, ισοψηφία, ισόγειος, ισημερινός
Οικογ. Λέξ.: ίσα (επίρρ.), ισότητα
Προσδιοριζ.: δικαιώματα(τα), ευκαιρίες (οι), μεταχείριση

ισότητα (η)

(Ουσιαστικό, Ο22)

(ι-σό-τη-τα, πληθ. - )
[λόγ. < αρχ. ἰσότης< ἲσος]

1. το να είναι δύο ή περισσότερα μεγέθη ίσα μεταξύ τους: Το σύμβολο της ισότητας είναι το = (ίσον).
2. η ίση μεταχείριση, η έλλειψη κάθε διαφοράς και διάκρισης μεταξύ των ανθρώπων:Η ισότητα ανδρών και γυναικών κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα της χώρας μας.
Αντίθ.: ανισότητα (1, 2)
Συνών: ισονομία, ισοδυναμία, ισοπολιτεία (2)
Προσδιορ.: κοινωνική, πολιτική, οικονομική (2)

ιστορία (η)

(Ουσιαστικό, Ο19)

(ι-στο-ρί-α)
[αρχ. ἱστορία < ἳστωρ (= γνώστης)]

1. η γραπτή, κυρίως, αφήγηση σπουδαίων γεγονότων που αναφέρεται σε πρόσωπα, λαούς και έθνη:Γνωρίζει πολύ καλά την ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας.
2. η επιστήμη που ερευνά και ερμηνεύει τα ιστορικά γεγονότα του παρελθόντος:
Οι πηγές της Ιστορίας παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον.
3. το βιβλίο και το μάθημα της Ιστορίας: Αγόρασε ένα βιβλίο Ιστορίας της νεότερης Ελλάδας.
4. αφήγηση συμβάντων πραγματικών ή φανταστικών: Κάθε βράδυ έφερνε στο νου του διάφορες ιστορίες από την παιδική ηλικία του.
Σύνθ.: ιστοριογραφία, προϊστορία
Οικογ. Λέξ.: ιστορώ, ιστορικός, ιστορικό (το), ιστορικά (επίρρ.), ιστορικότητα
Προσδιορ.: αρχαία, βυζαντινή, ελληνική, μεσαιωνική, νεότερη, παγκόσμια, ευρωπαϊκή, πολιτική, ρωμαϊκή, σύγχρονη (1, 2, 3), διασκεδαστική, δραματική, συγκλονιστική, φανταστική (4)

ισχυρός -ή, -ό

(Επίθετο, Ε1, έμψυχα και άψυχα)

(ι-σχυ-ρός)
[αρχ. ἰσχυρὸς < ἰσχὺς]

1. ακλόνητος, ανθεκτικός:
Οι δυο ομάδες είχαν ισχυρές άμυνες και γι’ αυτό ο αγώνας έληξε ισόπαλος.
2.σφοδρός, μεγάλος:Στο Αιγαίο θα πνέουν ισχυροί άνεμοι.
3. αυτός που έχει μεγάλη πολιτική δύναμη ή επιρροή, καθώς και τη δυνατότητα να επιβάλλει τη θέλησή του: Κέρδισε εύκολα τις εκλογές και σχημάτισε μια ισχυρή κυβέρνηση.
Αντίθ.: ανίσχυρος (1, 2, 3), ασθενής (1, 2)
Συνών: δυνατός, ρωμαλέος (1), ισχυρογνώμονας
Σύνθ.: ισχυροποιώ, ανίσχυρος, πανίσχυρος
Οικογ. Λέξ.: ισχύς, ισχύω, ισχυρά (επίρρ.), ισχυρίζομαι, ισχυρισμός
Προσδιοριζ: αντίπαλος, οργανισμός, επιχείρημα (1), κράτος (3)
Φράσεις: Το δίκαιο του ισχυροτέρου (= όταν ο δυνατός επιβάλλει τη θέλησή του στους πιο αδυνάτους)

ίσως

(Επίρρημα)

(ί-σως)
[αρχ. ἲσως]

υπάρχει περίπτωση να …, είναι πιθανό να …: ►Ίσως θα έρθω αύριο να σε δω.

Αντίθ.: σίγουρα, οπωσδήποτε
Συνών: ενδεχομένως, μπορεί να …

ίχνος (το)

(Ουσιαστικό, Ο37)

(ί-χνος, γεν. -ους, πληθ. -η)
[αρχ. ἲχνος]

1. αποτύπωμα ποδιού ανθρώπου ή ζώου πάνω στο έδαφος: Οι κυνηγοί εντόπισαν το θήραμα από τα ίχνη που άφησε στο χιόνι.
2. οτιδήποτε απομένει από κάτι που προηγήθηκε: Οι ανασκαφές ανέδειξαν τα ίχνη ενός αρχαίου πολιτισμού.
3. ελάχιστη ποσότητα: Η ιατρική εξέταση έδειξε ίχνη από σάκχαρο στο αίμα.
Συνών: πατημασιά, (α)χνάρι (1), υπόλειμμα, απομεινάρι (2)
Σύνθ.: ιχνηλάτης, ιχνηλατώ, ιχνηλασία, ιχνογραφώ, ιχνογραφία
Προσδιορ.: δυσδιάκριτο, πρόσφατο (1, 2)
Φράσεις:Βαδίζω στα ίχνη κάποιου (= ακολουθώ την ίδια πορεία, μτφ. μιμούμαι)
Χάνω τα ίχνη κάποιου (= δεν ξέρω πού βρίσκεται ή τι κάνει) ►Δεν έχει ίχνος ντροπής (= είναι αδιάντροπος)

Εικόνα