Ορθογραφικό-ερμηνευτικό λεξικό (Δ΄, Ε΄, ΣΤ΄ Δημοτικού)
H I Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος
Θ Θήτα

θάμνος (ο)

(Ουσιαστικό, Ο14)

(θά-μνος)
[αρχ. θάµνος < επίρρ. θαµὰ (= συχνά)]

πολυετές φυτό χωρίς κορμό, με μικρό ύψος και κλαδιά που φυτρώνουν χαμηλά στη βάση του: Η τριανταφυλλιά και η λυγαριά είναι θάμνοι. Σύνθ.: θαμνόφυτος
Οικογ. Λέξ.: θαμνώδης
Προσδιορ.: καλλωπιστικός

θάρρος (το)

(Ουσιαστικό, Ο37)

(θάρ-ρος, γεν. -ους, πληθ. - )
[αρχ. θάρρος < θάρσος]

έλλειψη φόβου, τόλμη, αποφασιστικότητα:
Αντιμετωπίζει με θάρρος και γενναιότητα τις δυσκολίες της ζωής.
Αντίθ.: δειλία, φόβος, ατολμία
Συνών.: γενναιότητα, σθένος
Οικογ. Λέξ.: θαρρώ, θαρρετός, θαρρετά (επίρρ.), θαρραλέος
Προσδιορ.: μεγάλο, πατριωτικό

θαύμα (το)

(Ουσιαστικό, Ο39)

(θαύ-μα, γεν. -ατος, πληθ. -ατα]
[αρχ. θαῦµα]

1. καθετί που γίνεται ξεπερνώντας τους φυσικούς νόμους και που δεν έχει λογική ή επιστημονική εξήγηση:Το θαύμα της ανάστασης του Λαζάρου γιορτάζεται την παραμονή των Βαΐων.
2. καθετί που προκαλεί θαυμασμό και κατάπληξη:
Το αρχιτεκτονικό θαύμα της Ακρόπολης συγκινεί ολόκληρη την ανθρωπότητα.
Σύνθ.: θαυματοποιός
Οικογ. Λέξ. θαυμάζω, θαυμάσιος, θαυμασμός, θαυμαστός, θαυμαστής, θαυμαστικό (το)
Φράσεις: Ως εκ θαύματος (= απρόσμενα) Ω του θαύματος! (= προς μεγάλη έκπληξη)

θέα (η)

(Ουσιαστικό, Ο19)

(θέ-α, γεν. -ας, πληθ.-]
[αρχ. θέα]

1. παρατήρηση, κοίταγμα:
Στη θέα του Παρθενώνα αισθάνθηκα εθνική υπερηφάνεια.
2. αυτό που βλέπουμε κοιτάζοντας από ψηλά ή από μακριά: Από το Σούνιο έχει κανείς ωραία θέα.
Συνών.: αντίκρισμα (1), θέαμα (2)
Σύνθ.: Αμφιθέα, Καλλιθέα, Λευκοθέα, Δωροθέα, Τερψιθέα
Οικογ. Λέξ.: θέαμα, θεατής, θέαση
Προσδιορ.: πανοραμική, μαγευτική (1, 2)

θέατρο (το)

(Ουσιαστικό, Ο34)

(θέ-α-τρο )
[λόγ. < αρχ. θέατρον < θεῶµαι <θέα]

1. η τέχνη με την οποία αναπαριστάνονται από ηθοποιούς πάνω στη σκηνή διάφορα γεγονότα:Σπούδασε θέατρο και κλασική φιλολογία.
2. κλειστός ή ανοιχτός χώρος όπου παρουσιάζονται θεατρικές παραστάσεις:Παρακολουθήσαμε μια εξαιρετική παράσταση στο αρχαίο θέατρο των Φιλίππων.
3. (μτφ.) τόπος όπου συμβαίνει κάποιο σπουδαίο γεγονός: Η Μακεδονία υπήρξε θέατρο πολεμικών συγκρούσεων κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Σύνθ.: αμφιθέατρο, θεατρόφιλος, θεατράνθρωπος, θεατρολογία
Οικογ. Λέξ.: θεατρικός, θεατρικότητα, θεατρίνος, θεατρινισμός
Προσδιορ.: αρχαίο, κλασικό, μοντέρνο, κρατικό, δημοτικό, περιφερειακό (2)
Φράσεις:Θέατρο σκιών (= ο Καραγκιόζης) Παίζω / κάνω θέατρο (=προσποιούμαι, κοροϊδεύω) Γίνομαι θέατρο (= γελοιοποιούμαι)

θέμα (το)

(Ουσιαστικό, Ο39)

(θέ-μα, γεν. -ατος, πληθ. -ατα]
[µτγν. θέµα < αρχ.τίθηµι]

1. ζήτημα, υπόθεση που μας απασχολεί: Το θέμα που μας απασχόλησε ήταν η μόλυνση του περιβάλλοντος.
2. ερώτημα που δίνεται σε εξετάσεις για απάντηση:Το πρώτο θέμα των εξετάσεων ήταν πολύ δύσκολο.
3. (γραμμ.) το αμετάβλητο τμήμα της λέξης που δηλώνει και την κύρια σημασία: Στη λέξη παιδεία το θέμα είναι παιδ- και το επίθημα -εία.
Σύνθ.: θεματογραφία, θεματολογία, θεματοφύλακας, ανάθεμα
Οικογ. Λέξ.: θεματικός
Προσδιορ.: άλυτο, επίκαιρο (1, 2), ενεστωτικό (3), επίμαχο, φιλοσοφικό (1)

θεραπεύω

(Ρήμα, Ρ2)

(ενεστ. θε-ρα-πεύ-ω, αόρ. θεράπευσα, παθ. αόρ. θεραπεύτηκα, παθ. μτχ. θεραπευμένος)
[αρχ. θεραπεύω <θεράπων]

1. (αμτβ.) (μέσ.) γιατρεύομαι:Η αρρώστια του θεραπεύεται σήμερα πιο εύκολα παρά στο παρελθόν.
2. (μτβ.) αποκαθιστώ μια ζημιά, βελτιώνω μια κατάσταση: Η πολιτεία προσπαθεί να θεραπεύσει τις πληγές που άφησε πίσω του ο σεισμός.
Σύνθ.: αποθεραπεύω
Συνών.: επανορθώνω (2)
Οικογ. Λέξ.: θεραπεία, θεραπευτής, θεραπευτικός, θεραπευτήριο, θεραπεύσιμος

θερίζω

(Ρήμα, Ρ4)

(ενεστ. θε-ρί-ζω, αόρ. θέρισα, παθ. αόρ. θερίστηκα, παθ. μτχ. θερισμένος)
[αρχ. θερίζω < θέρος (= καλοκαίρι)]

1. (μτβ.) κόβω στάχυα ή χόρτα: Τον Ιούνιο θερίζουμε τα σιτηρά.
2. (μτβ.) (μτφ.) απολαμβάνω τις συνέπειες της προσπάθειας που κατέβαλα:
Θερίζει τους καρπούς των κόπων μιας ολόκληρης ζωής.
3. (μτβ.) (μτφ.) προκαλώ αθρόους θανάτους, εξολοθρεύω: Θέρισε τον εχθρό με τα πολυβόλα.
Συνών.: δρέπω (2), εξοντώνω, αφανίζω (3)
Οικογ. Λέξ.: θέρος, θερισμός, θέρισμα, θεριστής, θεριστικός

θερμός, -ή, -ό

(Επίθετο, Ε1, έμψυχα και άψυχα)

(θερ-μός)
[αρχ. θερµὸς]

1. που έχει υψηλή θερμοκρασία: ►Τα χελιδόνια ταξιδεύουν κάθε φθινόπωρο για τις θερμές χώρες.
2. (μτφ.) έντονος, ζωηρός, εγκάρδιος: Η συζήτηση που έγινε ανάμεσά μας ήταν ιδιαίτερα θερμή.
Αντίθ.: κρύος, ψυχρός, παγωμένος (1)
Συνών.: ζεστός (1, 2)
Σύνθ.: θερμοκρασία, θερμοκήπιο, θερμοσίφωνας, θερμοστάτης, θερμοπληξία, ένθερμος
Οικογ. Λέξ.: θέρμη, θερμά (επίρρ.), θερμαίνω, θερμότητα, θερμαστής, θερμάστρα
Προσδιοριζ.: επεισόδιο, υποδοχή, παράκληση, ενδιαφέρον, ευχές (οι), συγχαρητήρια (τα) (2), χώρες (1)

θέση (η)

(Ουσιαστικό, Ο27)

(θέ-ση, γεν. -ης, -εως, πληθ. -εις)
[αρχ. θέσις < τίθηµι(= θέτω)]

1. το μέρος όπου βρίσκεται ή τοποθετείται κάτι:
Ξαναέβαλε τα βιβλία στη θέση που βρίσκονταν.
2. το κάθισμα σε μεταφορικά μέσα, αίθουσες κ.λπ.:Σηκώθηκε να προσφέρει τη θέση του σ’ έναν ηλικιωμένο.
3. άποψη, γνώμη: Οι θέσεις του για τα ζητήματα της παιδείας είναι γνωστές σε όλους.
4. κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος:
Έχασε τη δουλειά του και τώρα βρίσκεται σε δύσκολη θέση.
Σύνθ.: έκθεση, σύνθεση, ανάθεση, διάθεση, μετάθεση, κατάθεση, αντίθεση, επίθεση
Οικογ. Λέξ.: θέτω
Προσδιορ.: προνομιακή (2, 4), πλεονεκτική (4), αριθμημένη (2), επίκαιρη (3)
Φράσεις:Κρατάω τη θέση μου (= φέρομαι με αξιοπρέπεια) Είμαι σε θέση να … (= μπορώ να …) Παίρνω θέση σε κάτι (=εκφράζω την άποψή μου)

θεσμός (ο)

(Ουσιαστικό, Ο13)

(θε-σμός)
[αρχ. θεσµὸς < τίθηµι]

1. κοινωνικός ή πολιτικός οργανισμός, αναγνωρισμένος με νόμο, για την εξυπηρέτηση του κοινωνικού συνόλου: Ο θεσμός των δικαστηρίων έχει σκοπό την απονομή της δικαιοσύνης.
2. συνήθεια, τρόπος κοινωνικής συμπεριφοράς που τελικά καθιερώνεται, επειδή ισχύει και επαναλαμβάνεται για μεγάλο χρονικό διάστημα: Η γιορτή για τη λήξη του σχολικού έτους έχει γίνει θεσμός στο σχολείο μας.

Σύνθ.: θεσμοθετώ, θεσμοθέτηση, θεσμοφύλακας
Οικογ. Λέξ.: θέσμιος, θεσμικός
Προσδιορ.: αναγνωρισμένος, θεμελιώδης, φιλελεύθερος (1)

θηλυκός, -ή (-ιά), -ό

(Επίθετο, Ε1, Ε5, έμψυχα)

(θη-λυ-κός)
[λόγ. < ελνστ. <αρχ. θῆλυς]

αυτός που ανήκει στο φύλο που γεννά απογόνους: Η φοράδα είναι το θηλυκό του αλόγου. Αντίθ.: αρσενικός
Συνών.: θήλυς
Οικογ. Λέξ.: θηλυκότητα
Φράσεις: Θηλυκό μυαλό(= για άνθρωπο που γεννάει πολλές ιδέες)

θήρα (η)

(Ουσιαστικό, Ο19)

(θή-ρα, γεν. -ας, πληθ. - ]
[αρχ. θὴρ (= άγριο ζώο)]

κυνήγι:Στους Εθνικούς Δρυμούς απαγορεύεται η θήρα. Συνών.: άγρα
Σύνθ.: βαθμοθήρας, ψηφοθήρας
Οικογ. Λέξ.: θηρεύω, θήραμα

θηρίο (και θεριό) (το)

(Ουσιαστικό, Ο32, Ο31)

(θη-ρί-ο)
[αρχ. θηρίον < υποκορ. του θὴρ]

1. άγριο σαρκοφάγο ζώο:Το λιοντάρι και η τίγρη είναι θηρία της ζούγκλας.
2. μυθικό τέρας, στοιχειό:Η Λερναία Ύδρα ήταν ένα μυθικό θηρίο που το σκότωσε ο Ηρακλής.
3. (μτφ.) άνθρωπος άσπλαχνος και σκληρόκαρδος:Μερικές φορές συμπεριφέρεται σαν πραγματικό θηρίο.
4. άνθρωπος υγιής, δυνατός:Πριν από λίγο καιρό ήταν άρρωστος, αλλά τώρα είναι πάλι θηρίο.
Σύνθ.: θηριοδαμαστής, θηριομαχία, μεγαθήριο, θηριοτροφείο
Οικογ. Λέξ.: θεριεύω, θέριεμα, θηριώδης, θηριωδία
Προσδιορ.: τερατόμορφο, θαλάσσιο (1, 2), μυθικό (2), μανιασμένο (3)

θησαυρός (ο)

(Ουσιαστικό, Ο13)

(θη-σαυ-ρός)
[αρχ. θησαυρὸς]

1. το σύνολο πολύτιμων πραγμάτων που συγκεντρώνονται και φυλάσσονται:Οι θησαυροί της Βεργίνας αποτελούν ανεκτίμητο αρχαιολογικό πλούτο.
2. καθετί που υπάρχει σε αφθονία:Είχε στην κατοχή του έναν αμέτρητο θησαυρό παλιών βιβλίων.
3. οτιδήποτε θεωρείται ότι έχει μεγάλη αξία, σπουδαιότητα:
Η βιβλιοθήκη του σχολείου μας είναι αληθινός θησαυρός.

Συνών.: πλούτος (2)
Σύνθ.: θησαυροφυλάκιο
Οικογ. Λέξ.: θησαυρίζω, θησαύρισμα
Προσδιορ.: αμύθητος, ανεκτίμητος, κρυμμένος, παραμυθένιος, σπάνιος (1, 2, 3)
Φράσεις: Άνθρακες ο θησαυρός (= διαψεύστηκαν οι ελπίδες)

θνητός, -ή, -ό

(Επίθετο, Ε1, έμψυχα)

(θνη-τός)
[αρχ. θνητὸς < θνήσκω]

αυτός που από τη φύση του είναι προορισμένος να πεθάνει:Όλοι οι άνθρωποι είμαστε θνητοί. Αντίθ.: αθάνατος
Οικογ. Λέξ.: θνήσκω, θνησιμότητα
Φράσεις: Κοινός θνητός(= αυτός που δεν ανήκει σε προνομιούχα τάξη)

θρησκεία (η)

(Ουσιαστικό, Ο19)

(θρη-σκεί-α)
[ελνστ. θρησκεία< θρησκεύω < θρῆσκος]

1. η πίστη σε θεϊκή δύναμη και η λατρεία της:Πίστεψε στη διδασκαλία του Χριστού και ασπάστηκε την Ορθόδοξη Χριστιανική θρησκεία.
2. (μτφ.) καθετί που θεωρεί κάποιος ιερό: Η ποδοσφαιρική ομάδα που υποστηρίζει είναι γι’ αυτόν η θρησκεία του.
Σύνθ.: θρησκειολογία, θρησκόληπτος
Οικογ. Λέξ.: θρησκεύω, θρήσκευμα, θρησκευτικός, θρησκευτικότητα
Προσδιορ.: μονοθεϊστική, πολυθεϊστική, επίσημη, μυστηριακή (1)

θύελλα (η)

(Ουσιαστικό, Ο20)

(θύ-ελ-λα) [αρχ. θύελλα]

1. δυνατός άνεμος με βροχή:
Η χθεσινή θύελλα ξερίζωσε πολλά δέντρα.
2. μεγάλη αναταραχή, σφοδρή αντίδραση: Τα λόγια του ξεσήκωσαν θύελλα αντιδράσεων.
Συνών.: καταιγίδα, ανεμοστρόβιλος, σίφουνας, τυφώνας (1), σύγχυση (2)
Σύνθ.: ανεμοθύελλα, χιονοθύελλα
Οικογ. Λέξ.: θυελλώδης
Παροιμ.:Όποιος σπέρνει ανέμους, θερίζει θύελλες

θυμάμαι και θυμούμαι

(Ρήμα, Ρ8)

(ενεστ. θυ-μά-μαι, αόρ. θυμήθηκα)
[µεσν. θυµοῦµαι <αρχ. ἐνθυµοῦµαι]

1. (μτβ.) διατηρώ στη μνήμη μου: Θυμάμαι πολύ καλά τα λόγια που μου είπες πριν από λίγες ημέρες.
2. (μτβ.) επαναφέρω στη μνήμη μου: Θυμάμαι με νοσταλγία τα παιδικά μου χρόνια. Θυμάμαι ότι αυτός ήταν ο καλύτερος μαθητής της τάξης μας.
Αντίθ.: ξεχνώ, λησμονώ (1, 2)
Συνών.: ενθυμούμαι (2)
Σύνθ.: αναθυμούμαι, ξαναθυμούμαι
Οικογ. Λέξ.: θύμηση, θυμητικό

θυσία (η)

(Ουσιαστικό, Ο19)

(θυ-σί-α, γεν. -ας, πληθ. -ες, γεν. -ιών)
[αρχ. θυσία < θύω(= θυσιάζω)]

1. προσφορά σε θεότητα με λατρευτικό χαρακτήρα:
Πολλοί αρχαίοι λαοί πρόσφεραν θυσίες στους θεούς.
2. (μτφ.) η στέρηση υλικών ή πνευματικών αγαθών για χάρη άλλου προσώπου ή για κάποιο σκοπό:
Έκανε πολλές θυσίες, για να σπουδάσει τα παιδιά του.
Σύνθ.: αυτοθυσία
Οικογ. Λέξ.: θυσιάζω, θυσιαστήριο
Προσδιορ.: αιματηρή (1, 2), ανώφελη, ηρωική, οικονομική (2)
Φράσεις: Πάσῃ θυσίᾳ (=με κάθε τίμημα) Γίνομαι θυσία (= κάνω ό,τι μπορώ)

Εικόνα