ηγούμαι
(Ρήμα, Ρ7)
(ενεστ. η-γού-μαι, αόρ. ηγήθηκα)
[αρχ. ἡγοῦµαι]
|
(μτβ.) είμαι επικεφαλής, διευθύνω, διοικώ: ►Ο σημαιοφόρος ηγείται του τμήματος που παρελαύνει. ►Ηγείται ενός μικρού κόμματος στη Βουλή.
|
Αντίθ.: έπομαι, ακολουθώ Συνών: προηγούμαι, προπορεύομαι Σύνθ.: προηγούμαι, αφηγούμαι, εξηγούμαι Οικογ. Λέξ.: ηγούμενος,ηγεμόνας, ηγεμονικός, ηγεσία, ηγέτης |
ήθος (το)
(Ουσιαστικό, Ο37)
(ή-θος, γεν. -ους, πληθ. -η, γεν. -ών)
[αρχ. ἦθος (= χαρακτήρας)]
|
1. ο τρόπος που ζει και συμπεριφέρεται ο άνθρωπος, ο ατομικός χαρακτήρας του: ►Είναι άτομο που ξεχωρίζει για την εργατικότητα και το ήθος του. 2. (πληθ.) παραδοσιακοί κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς: ►Πολλά από τα ήθη και έθιμα του ελληνικού λαού έχουν τις ρίζες τους στην αρχαία Ελλάδα.
|
Συνών: συνήθειες, έθιμα (2) Σύνθ.: ηθοποιός, ηθογραφία, ηθολογία Οικογ. Λέξ.: ηθικός, ηθικά (επίρρ.), ηθική, ηθικό (το), ηθικότητα Προσδιορ.: επιστημονικό, πολιτικό (1), βάρβαρα (τα), αυστηρά (τα), χαλαρά (τα) (2)
|
ηλεκτρισμός (ο)
(Ουσιαστικό, Ο13)
(η-λεκ-τρι-σμός)
[αρχ. ἢλεκτρον]
|
(φυσ.) η μορφή ενέργειας που οφείλεται σε ροή ηλεκτρονίων και εκδηλώνεται με φωτεινά, θερμικά, μηχανικά ή μαγνητικά φαινόμενα:►Ο ηλεκτρισμός συμβάλλει στη βιομηχανική ανάπτυξη μιας περιοχής.
|
Σύνθ.: εξηλεκτρισμός Οικογ. Λέξ.: ήλεκτρο, ηλεκτρίζω, ηλεκτρικός, ηλεκτρόδιο Προσδιορ.: στατικός, ατμοσφαιρικός, θετικός |
ηλικία (η)
(Ουσιαστικό, Ο19)
(η-λι-κί-α, γεν. -ας, πληθ. -ες)
[αρχ. ἡλικία < ἧλιξ (= συνοµίληκος)]
|
1. το χρονικό διάστημα που πέρασε από τη στιγμή που γεννήθηκε κάποιος ως τη στιγμή που γίνεται λόγος γι’ αυτόν: ►Η ηλικία της κόρης του είναι δέκα ετών. 2. οι περίοδοι ή τα στάδια της ζωής του ανθρώπου: ►Η σχολική ηλικία είναι μια περίοδος της ζωής μας, που θα μας μείνει αξέχαστη.
|
Οικογ. Λέξ.: ηλικιώνομαι, ηλικιωμένος Προσδιορ.: ώριμη, παιδική, εφηβική, νεανική, γεροντική (2) Φράσεις: ►Στο άνθος της ηλικίας (= στην περίοδο της νεότητας) |
ήμερος -η, -ο
(Επίθετο, Ε2, έμψυχα και άψυχα)
(ή-με-ρος)
[αρχ. ἣµερος]
Προσοχή!
►ήμερος (= εξημερωμένος)
►ήρεμος (= ήσυχος)
|
1. (για ζώα) που είναι εξημερωμένα: ►Ο σκύλος και η γάτα είναι ήμερα ζώα. 2. (για φυτά) που καλλιεργούνται από τον άνθρωπο: ►Καλλιεργεί ήμερα μανιτάρια. 3. (για τόπο) που έχει δεχτεί την επέμβαση του ανθρώπου:
►Προσπάθησε πολύ, για να κάνει αυτό τον τόπο ήμερο.
|
Αντίθ.: άγριος (1, 2), ακαλλιέργητος (3) Συνών: κατοικίδιος (1), οργωμένος (3) Σύνθ.: ανήμερος Οικογ. Λέξ.: ημερώνω, ημέρωμα Παροιμ.: ►Ήρθαν τ’ άγρια να διώξουν τα ήμερα |
ήπειρος (η)
(Ουσιαστικό, Ο29)
(ή-πει-ρος, γεν. -είρου, πληθ. -οι)
[αρχ.ἢπειρος (=ξηρά γη)]
Προσοχή!
►ήπειρος (= έκταση γης)
►Ήπειρος (= περιοχή της ΒΔ. Ελλάδας)
|
καθεμία από τις έξι μεγάλες γεωγραφικές περιφέρειες της γης: ►Η Ασία είναι η μεγαλύτερη ήπειρος της γης.
|
Συνών: στεριά, ξηρά Σύνθ.: ηπειρογένεση Οικογ. Λέξ.: ηπειρωτικός Προσδιορ.: αφρικανική, ευρωπαϊκή, ασιατική, απέραντη, αχανής Φράσεις: ►Μαύρη ήπειρος (= η Αφρική) ►Γηραιά ήπειρος (= η Ευρώπη) |
ήρεμος -η, -ο
(Επίθετο, Ε2, έμψυχα και άψυχα)
(ή-ρε-μος)
[µτγν. ἢρεµος <αρχ. ἠρεµῶ]
|
ακίνητος, ατάραχος, γαλήνιος:
►Είναι γενικά ένας ήρεμος άνθρωπος που σπάνια νευριάζει.
|
Αντίθ.: ταραγμένος Συνών: ήσυχος, πράος, νηφάλιος Οικογ. Λέξ.: ηρεμώ, ήρεμα (επίρρ.), ηρεμία, ηρεμιστικός Προσδιοριζ.: θάλασσα, πνεύμα, ύπνος, άνθρωπος, χαρακτήρας |
ήρωας (ο)
(Ουσιαστικό, Ο3)
(ή-ρω-ας, γεν. -α, πληθ. -ες, γεν. -ώων)
[αρχ. ἣρως]
|
1. αυτός που ξεχωρίζει για το θάρρος και τις γενναίες πράξεις του: ►Οι αγώνες των ηρώων του 1821 προκάλεσαν το θαυμασμό ολόκληρης της Ευρώπης. 2. μυθικό ή ιστορικό πρόσωπο στην αρχαιότητα που ξεχώριζε για την αρετή και την ανδρεία του: ►Ο Ηρακλής ήταν ένας από τους ήρωες της μυθολογίας. 3. το κεντρικό πρόσωπο σε ένα λογοτεχνικό, θεατρικό ή κινηματογραφικό έργο: ►Ο Γιάννης Αγιάννης είναι ο κεντρικός ήρωας στους «Αθλίους» του Ουγκώ.
|
Συνών: πρωταγωνιστής (3) Οικογ. Λέξ.: ηρώο, ηρωίδα, ηρωικός, ηρωικά (επίρρ.), ηρωισμός Προσδιορ.: εθνικός (1), αθάνατος (1, 2), κλασικός (3), μυθικός, αρχαίος, ομηρικός (2), αφανής (1, 3), κεντρικός (1, 2, 3)
|
ησυχία (η)
(Ουσιαστικό, Ο19)
(η-συ-χί-α, γεν. -ας, πληθ. - )
[αρχ. ἡσυχία < ἣσυχος]
|
1. έλλειψη θορύβου ή φασαρίας: ►Όταν άρχιζε το μάθημα, στην τάξη επικρατούσε απόλυτη ησυχία. 2. ηρεμία, γαλήνη: ►Στο χωριό του βρήκε επιτέλους την ησυχία που ζητούσε.
|
Αντίθ.: φασαρία (1) Συνών: σιωπή, σιγή (1) Σύνθ.: ανησυχία Οικογ. Λέξ.: ήσυχος, ήσυχα (επίρρ.), ησυχάζω, ησυχαστήριο Προσδιορ.: απόλυτη, λίγη (1, 2), παράξενη, περίεργη, ύποπτη (1) Φράσεις: ►Ώρες κοινής ησυχίας (= ώρες κατά τις οποίες απαγορεύεται ο θόρυβος) |
ήττα (η)
(Ουσιαστικό, Ο19)
(ήτ-τα, γεν. -ας, πληθ. -ες, γεν. -ών)
[αρχ. ἧττα]
|
απώλεια μάχης ή οποιουδήποτε αγώνα, αποτυχία: ►Η ήττα της ομάδας επηρέασε ψυχολογικά τους αθλητές.
|
Αντίθ.: νίκη Συνών.: αποτυχία Σύνθ.: ηττοπαθής, ηττοπάθεια Οικογ. Λέξ.: ηττώμαι Προσδιορ.: εκλογική, απροσδόκητη, οδυνηρή, ταπεινωτική, διπλωματική |
ηφαίστειο (το)
(Ουσιαστικό, Ο34)
(η-φαί-στει-ο, γεν. -είου, πληθ. -α)
[αρχ. ἡφαίστειον < Ἣφαιστος]
|
ρήγμα στο φλοιό της γης απ’ όπου κατά καιρούς βγαίνουν καπνοί και πυρακτωμένα υλικά (λάβα): ►Η τελευταία έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης έγινε το 1950.
|
Σύνθ.: ηφαιστειολόγος, ηφαιστειολογία, ηφαιστειογενής Οικογ. Λέξ.: ηφαιστειακός Προσδιορ.: ενεργό, ανενεργό, σβησμένο Φράσεις: ►Καθόμαστε πάνω σ’ ένα ηφαίστειο (= για επικίνδυνη και δύσκολη κατάσταση) ►Έγινε ηφαίστειο (= νευρίασε πολύ) |
ήχος (ο)
(Ουσιαστικό, Ο14)
(ή-χος)
[αρχ. ἦχος]
|
1. καθετί που αντιλαμβανόμαστε με την ακοή: ►Ο ήχος της καμπάνας ήταν χαρμόσυνος. 2. (φυσ.) ακουστικό αίσθημα που οφείλεται σε παλμικές δονήσεις σωματιδίων του μέσου, π.χ. του αέρα, με το οποίο μεταδίδεται: ►Η ταχύτητα του ήχου είναι 340 μέτρα ανά δευτερόλεπτο.
|
Σύνθ.: ηχογραφώ, ηχομόνωση, ηχορύπανση, υπέρηχος Οικογ. Λέξ.: ηχώ, ηχηρός, ηχητικός Προσδιορ.: ανεπαίσθητος, ρυθμικός, μελωδικός, μεταλλικός, εκκωφαντικός (=πολύ δυνατός) (1)
|
|