ζενίθ (το)
(Ουσιαστικό, άκλ.)
(ζε-νίθ)
[λόγ. < γαλλ. zenith]
|
1. το νοητό σημείο του ουρανού που βρίσκεται πάνω από το κεφάλι του παρατηρητή: ►Ο ήλιος βρίσκεται στο ζενίθ της διαδρομής του. 2. (μτφ.) το ανώτατο σημείο μιας εξέλιξης, το μεσουράνημα: ►Τον 5ο π.Χ . αιώνα ο πολιτισμός της Αθήνας βρέθηκε στο ζενίθ της ακμής του |
Αντίθ.: ναδίρ (1, 2) Συνών.: αποκορύφωμα (2)
|
ζεστός -ή, -ό
(Επίθετο, Ε1, έμψυχα και άψυχα)
(ζε-στός)
[ελνστ. ζεστὸς <αρχ. ζέω (= βράζω)]
|
1. αυτός που έχει υψηλή θερμοκρασία: ►Το καλοκαίρι είναι η πιο ζεστή εποχή του έτους. 2. (μτφ.) αυτός που δημιουργεί φιλική και εγκάρδια ατμόσφαιρα:►Είναι ένας ζεστός άνθρωπος, που σε κάνει να νιώθεις ευχάριστα. |
Αντίθ.: κρύος, δροσερός, παγωμένος (1), ψυχρός (2) Συνών.: θερμός (1, 2) Προσδιοριζ.: άνθρωπος, ατμόσφαιρα (2) Φράσεις: ►Ζεστό χρήμα (= το χρήμα που παίρνει κανείς αμέσως και χωρίς κρατήσεις) ►Παίρνω κάτι στα ζεστά (= ασχολούμαι με μεγάλη όρεξη) |
ζήλια (η)
(Ουσιαστικό, Ο19)
(ζή-λια, γεν. -ας, πληθ. -ες, γεν. - )
[µεσν. ζήλια <ζηλῶ ]
|
το δυσάρεστο συναίσθημα που νιώθει κάποιος για κάτι που έχουν οι άλλοι και στερείται ο ίδιος: ►Τον τρώει συνέχεια η ζήλια για την προκοπή του γείτονά του. |
Συνών.: φθόνος, ζηλοτυπία, ζηλοφθονία Σύνθ.: ζηλοφθονώ Οικογ. Λέξ.: ζηλεύω, ζηλευτός, ζηλευτά (επίρρ.), ζηλιάρης Προσδιορ.: ακατανόητη, ανυπόφορη |
ζημιώνω
(Ρήμα, Ρ1)
(ενεστ. ζη-μι-ώ-νω, αόρ. ζημίωσα, παθ. αόρ. ζημιώθηκα, παθ. μτχ. ζημιωμένος)
[µεσν. ζηµιώνω <αρχ. ζηµιῶ ]
|
(μτβ.) προκαλώ σε κάποιον κυρίως οικονομική βλάβη:►Τα υπερβολικά έξοδα ζημίωσαν την επιχείρηση. |
Αντίθ.: κερδίζω Συνών.: βλάπτω Σύνθ.: αποζημιώνω Οικογ. Λέξ.: ζημιά |
ζητώ
(Ρήμα, Ρ5)
(ενεστ. ζη-τώ, αόρ. ζήτησα, παθ. αόρ. ζητήθηκα)
[αρχ. ζητῶ ]
|
1. (μτβ.) ψάχνω να βρω κάτι, γυρεύω: ►Ζητούσε να βρει τη διεύθυνση κατοικίας που διέμενε ο φίλος του. 2. (μτβ.) απαιτώ, έχω την αξίωση να πάρω κάτι από κάποιον: ►Ζητώ να μου δώσεις αυτά που μου οφείλεις. |
Συνών.: αναζητώ (1) Σύνθ.: αναζητώ, επιζητώ, αποζητώ, συζητώ Οικογ. Λέξ.: ζήτημα, ζήτηση, ζητιάνος Φράσεις: ►Ζητώ το χέρι (= ζητώ να παντρευτώ κάποια) ►Το ζητούμενο (= το αντικείμενο έρευνας) |
ζυγίζω
(Ρήμα, Ρ4)
(ενεστ. ζυ-γί-ζω, αόρ. ζύγισα, παθ. αόρ. ζυγίστηκα, παθ. μτχ. ζυγισμένος)
[µεσν. ζυγίζω <αρχ. ζυγὸς]
|
1. (μτβ.) βρίσκω με τη ζυγαριά το βάρος ενός αντικειμένου: ►Περιμένω να ζυγίσω τα μήλα που αγόρασα. 2. (μτβ.) (μτφ.) εκτιμώ, υπολογίζω την αξία κάποιου:
►Τον ζύγισα καλά και κατάλαβα ότι είναι ένας πολύ ικανός άνθρωπος. 3. (αμτβ.) είμαι υπολογίσιμος:
►Τα λόγια του ζύγισαν πολύ στην τελική απόφαση. |
Συνών.: ζυγιάζω (1), κρίνω (2), βαραίνω, επηρεάζω (3) Σύνθ.: καλοζυγίζω, ισοζυγίζω Οικογ. Λέξ.: ζύγιση, ζύγισμα, ζυγιστικά (τα) |
ζωή (η)
(Ουσιαστικό, Ο24)
(ζω-ή)
[αρχ. ζωὴ < ζῶ ]
|
1. το σύνολο των λειτουργιών, όπως η αναπνοή, η αναπαραγωγή, η θρέψη κ.ά., που διαφοροποιούν τα έμβια όντα (ανθρώπους, ζώα, φυτά) από τα άψυχα αντικείμενα:
►Η αναπνοή δείχνει ότι ένας οργανισμός βρίσκεται στη ζωή. 2. το χρονικό διάστημα από τη γέννηση ως το θάνατο ενός ζωντανού οργανισμού:►Πέρασε όλη του τη ζωή με πολλές στερήσεις. 3. η ζωντάνια, η ενεργητικότητα: ►Οι νέοι άνθρωποι είναι γεμάτοι ζωή και ανησυχίες. 4. ο τρόπος και οι συνθήκες που ζει κάποιος: ►Η καθιστική ζωή κάνει κακό στην υγεία. |
Αντίθ.: θάνατος Συνών.: βίος (2), ζωτικότητα (3) Σύνθ.: ζωογόνος, ζωοδότης, μακροζωία Οικογ. Λέξ.: ζωηρός, ζωηράδα, ζωηρότητα, ζωηρεύω Προσδιορ.: ειρηνική, ελεύθερη, κοινωνική, κοσμική, νομαδική, οικογενειακή, πνευματική, πολιτική, σχολική (4) Φράσεις: ►Ζωή σε λόγου σας / σε σας (= συλλυπητήρια ευχή σε συγγενείς νεκρού) ►Ζωή και κότα (= ξένοιαστη ζωή) ►Ζωή χαρισάμενη (= ευτυχισμένη ζωή) ►Κάνω τη ζωή κάποιου ποδήλατο /πατίνι (= ταλαιπωρώ, βασανίζω) |
ζωηρός -ή, -ό
(Επίθετο, Ε1, έμψυχα και άψυχα)
(ζω-η-ρός)
[µεσν. ζωηρὸς <ζωὴ ]
|
1. (για πρόσωπα) αυτός που έχει ζωντάνια, ο δραστήριος, ο ενεργητικός, ο ανήσυχος:
►Πρόκειται για ένα ζωηρό και δραστήριο άτομο. 2. (μτφ.) (για πράγματα) έντονος: ►Φοράει μια μπλούζα με ζωηρά χρώματα. |
Αντίθ.: ήσυχος, φρόνιμος, πειθαρχημένος (1) Συνών.: απειθάρχητος,ανυπάκουος (1) Σύνθ.: ζωηρόχρωμος Οικογ. Λέξ.: ζωή, ζωηρότητα, ζωηράδα, ζωηρεύω Προσδιοριζ: παιδί (1), ενδιαφέρον, χρώμα (2)
|
|