έθιμο (το)
(Ουσιαστικό, Ο34)
(έ-θι-μο, γεν. -ίμου, πληθ. -α)
[λόγ. < αρχ. ἒθος (=συνήθεια)]
|
κάθε συνήθεια που επικράτησε και παραδίδεται από γενιά σε γενιά: ►Το ψήσιμο του αρνιού στη σούβλα είναι ένα ελληνικό παραδοσιακό πασχαλινό έθιμο.
|
Συνών.: παράδοση Σύνθ.: εθιμοτυπία, εθιμοτυπικός, εθιμοτυπικά (επίρρ.) Οικογ. Λέξ.: εθιμικός Προσδιορ.: αρχαίο, πατροπαράδοτο, τοπικό, θρησκευτικό, λατρευτικό |
έθνος (το)
(Ουσιαστικό, Ο37)
(έ-θνος, γεν. -ους, πληθ. -η)
[λόγ. < αρχ. ἒθνος (= οµάδα ανθρώπων)]
|
ομάδα ανθρώπων που τους συνδέει κοινό ιστορικό παρελθόν, κοινός πολιτισμός και συνήθως κοινή γλώσσα και θρησκεία: ►Κάθε έθνος έχει τα δικά του ήθη και έθιμα και τις δικές του παραδόσεις.
|
Συνών.: φυλή, γένος Σύνθ.: εθναπόστολος, εθνάρχης, εθνομάρτυρας, εθνόσημο, εθνεγερσία, εθνοσυνέλευση Οικογ. Λέξ.: εθνικός, εθνικότητα, εθνικιστής, εθνικισμός, εθνότητα Προσδιορ.: ένδοξο, μαρτυρικό, δοξασμένο, φιλειρηνικό, αρχαίο |
είδηση (η)
(Ουσιαστικό, Ο28)
(εί-δη-ση, γεν. -ης, -ήσεως, πληθ. -ήσεις, γεν. -ήσεων)
[αρχ. εἲδησις < οἶδα (= γνωρίζω )]
|
1. πληροφορία, μήνυμα, αγγελία: ►Η είδηση για το ναυάγιο μαθεύτηκε σε ολόκληρη τη χώρα. 2. (πληθ.) η μετάδοση των κυριότερων γεγονότων της ημέρας από το ραδιόφωνο ή την τηλεόραση: ►Ακούσαμε για την αλλαγή του καιρού στο βραδινό δελτίο ειδήσεων της τηλεόρασης.
|
Συνών.: νέο (το), ανακοίνωση, ειδοποίηση, αναγγελία (1, 2) Σύνθ.: ειδησεογραφία, συνείδηση Προσδιορ.: ανεξακρίβωτη, αποκαλυπτική, ανακριβής, συνταρακτική, τραγική, χαρμόσυνη, επίκαιρη (1, 2)
|
ειλικρίνεια (η)
(Ουσιαστικό, Ο20)
(ει-λι-κρί-νει-α, γεν. -ας, πληθ. - )
[αρχ. εἰλικρίνεια <εἰλικρινὴς]
|
το να εκφράζεται κανείς με αληθινό και γνήσιο τρόπο, χωρίς υποκρισία: ►Θα σου μιλήσω με ειλικρίνεια, όπως ταιριάζει σε πραγματικούς φίλους.
|
Αντίθ.: ανειλικρίνεια, προσποίηση Συνών.: ευθύτητα, ανυποκρισία Σύνθ.: ανειλικρίνεια Οικογ. Λέξ.: ειλικρινής, ειλικρινά (επίρρ.)
|
ειρήνη (η)
(Ουσιαστικό, Ο25)
(ει-ρή-νη, γεν. -ης, πληθ. – )
[αρχ. εἰρήνη]
|
1. κατάσταση ηρεμίας και καλών σχέσεων μεταξύ ανθρώπων, λαών, κρατών κ.λπ., απουσία ταραχών και πολεμικών συγκρούσεων: ►Η ειρήνη ανάμεσα στους λαούς είναι το πολυτιμότερο αγαθό. 2. συνθήκη, συμφωνία για τον τερματισμό εμπόλεμης κατάστασης: ►Το 1945 υπογράφτηκε ειρήνη ανάμεσα στις Η.Π.Α. και την Ιαπωνία.
|
Αντίθ.: πόλεμος, εχθροπραξίες (1) Σύνθ.: ειρηνοποιός, ειρηνόφιλος, ειρηνοδικείο Οικογ. Λέξ.: ειρηνικός, ειρηνικά (επίρρ.), ειρηνεύω, ειρήνευση, ειρηνευτής, ειρηνευτικός Προσδιορ.: παγκόσμια (1, 2), κοινωνική, εργασιακή (1)
|
έκθεση (η)
(Ουσιαστικό, Ο28)
(έκ-θε-ση, γεν. -ης, -έσεως, πληθ. -έσεις, -έσεων)
[λόγ. < αρχ. ἒκθεσις< ἐκτίθηµι]
|
1. δημόσια παρουσίαση προϊόντων ή έργων τέχνης σε κάποιο χώρο: ►Η Πινακοθήκη διοργάνωσε μια μεγάλη έκθεση με έργα Ελλήνων ζωγράφων. 2. λεπτομερής γραπτή παρουσίαση ενός γεγονότος:►Η Τροχαία κατέθεσε αναλυτική έκθεση για το αυτοκινητικό δυστύχημα. 3. σχολικό μάθημα στο οποίο οι μαθητές αναπτύσσουν γραπτά κάποιο θέμα: ►Από μικρός έγραφε πολύ καλές εκθέσεις για το περιβάλλον.
|
Συνών.: αναφορά (2) Οικογ. Λέξ.: εκθέτω, εκθέτης, έκθετος, εκθετήριο, έκθεμα Προσδιορ.: ανθοκομική, εμπορική, καλλιτεχνική, τοπική, ζωγραφική (1), εμπιστευτική, υπηρεσιακή, αναλυτική, αστυνομική, ιατροδικαστική (2), διεθνής (1, 2)
|
εκκλησία (η)
(Ουσιαστικό, Ο19)
(εκ-κλη-σί-α)
[λόγ. < αρχ. ἐκκλησία < ἐκκαλῶ (=καλώ κάποιον έξω)]
|
1. ο χριστιανικός ναός: ►Η εκκλησία της ενορίας κτίστηκε με δωρεές των κατοίκων. 2. το σύνολο των χριστιανών: ►Η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη του Αγίου Δημητρίου στις 26 Οκτωβρίου. 3. η συγκέντρωση των πολιτών στην αρχαία Ελλάδα: ►Για θέματα του κράτους της αρχαίας Αθήνας αποφάσιζε η εκκλησία του δήμου.
|
Συνών.: χριστιανοσύνη (2) Σύνθ.: ξωκλήσι, παρεκκλήσι Οικογ. Λέξ.: εκκλησιάζομαι, εκκλησιαστικός, εκκλησίασμα, εκκλησιασμός Προσδιορ.: ορθόδοξη, καθολική, προτεσταντική, δυτική, ρωμαϊκή, βυζαντινή (1, 2) Φράσεις: ►Η Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία (= το Οικουμενικό Πατριαρχείο) |
εκλογή (η)
(Ουσιαστικό, Ο24)
(ε-κλο-γή)
[αρχ. ἐκλογὴ < ἐκλέγω]
|
1. το να αναδεικνύεται κάποιος σε ένα αξίωμα ή σε μια θέση με ψηφοφορία: ►Η εκλογή του στον εκπολιτιστικό σύλλογο της περιοχής του ήταν αναμενόμενη. 2. (πληθ.) η επίσημη ψηφοφορία για την ανάδειξη βουλευτών ή δημοτικών και κοινοτικών αρχών: ►Οι βουλευτικές εκλογές διεξάγονται κάθε τέσσερα χρόνια.
|
Σύνθ.: εκλογοδικείο, εκλογολόγος Οικογ. Λέξ.: εκλέγω, εκλεγμένος, εκλογικός, εκλόγιμος Προσδιορ.: υποχρεωτική (1, 2), (πληθ.) νόθες, παράνομες, επαναληπτικές, βουλευτικές, δημοτικές (2)
|
έκταση (η)
(Ουσιαστικό, Ο28)
(έ-κτα-ση, γεν. -ης,-άσεως, πληθ. -άσεις)
[λόγ. < αρχ. ἒκτασις< ἐκτείνω]
|
1. το εμβαδόν μιας επιφάνειας: ►Οι πλημμύρες κατέστρεψαν μεγάλες εκτάσεις καλλιεργημένης γης. 2. η χρονική διάρκεια: ►Η συζήτηση πήρε μεγάλη έκταση. 3. το μέγεθος, η σπουδαιότητα: ►Η έκταση των ζημιών ήταν πολύ μεγάλη. 4. το τέντωμα, το άπλωμα:
► Η έκταση των χεριών είναι παράγγελμα της γυμναστικής.
|
Αντίθ.: σύμπτυξη (4) Σύνθ.: επέκταση Οικογ. Λέξ.: εκτείνω, εκτεταμένος Προσδιορ.: μικρή, μεγάλη, απέραντη, περιορισμένη, ανυπολόγιστη (1, 2, 3), αχανής (1) Φράσεις: ►Το γεγονός πήρε μεγάλη έκταση (= έγινε πολύ γνωστό) |
εκτιμώ
(Ρήμα, Ρ5)
(ενεστ. ε-κτι-μώ, αόρ. εκτίμησα, παθ. αόρ. εκτιμήθηκα, παθ. μτχ. εκτιμημένος)
[αρχ. ἐκτιµῶ]
|
1. (μτβ.) αναγνωρίζω την αξία κάποιου, τιμώ►Εκτίμησαν τις επιστημονικές του γνώσεις. 2. (μτβ.) καθορίζω την τιμη, υπολογίζω την αξία ενός πράγματος ή μιας πράξης:►Εκτιμώ ότι η αξία του οικοπέδου είναι μικρότερη.
|
Συνών.: σέβομαι (1), κοστολογώ, αποτιμώ (2) Σύνθ.: συνεκτιμώ, υπερεκτιμώ Οικογ. Λέξ.: εκτίμηση, εκτιμητής |
ελάττωμα (το)
(Ουσιαστικό, Ο40)
(ε-λάτ-τω-μα, γεν. -ώματος, πληθ. -ώματα)
[λόγ. < αρχ. ἐλάττωµα < ἐλαττῶ < ἐλάσσων]
|
1. (για πρόσωπα) σωματική ατέλεια ή πρόβλημα στο χαρακτήρα και τη συμπεριφορά, μειονέκτημα:►Το βασικό ελάττωμα που τον χαρακτηρίζει είναι η ασυνέπειά του. 2. (για πράγματα) αυτά που δεν είναι σωστά κατασκευασμένα ή δε λειτουργούν καλά: ►Η τηλεόρασή μου έχει το ελάττωμα να μη δείχνει πάντα έγχρωμη εικόνα.
|
Αντίθ.: προτέρημα, χάρισμα (1) Συνών.: ψεγάδι (1) Οικογ. Λέξ.: ελαττώνω, ελάττωση, ελαττωματικός, ελαττωματικότητα Προσδιορ.: αδιόρθωτο, σοβαρό, σημαντικό (1, 2)
|
ελευθερία (η)
(Ουσιαστικό, Ο19)
(ε-λευ-θε-ρί-α)
[αρχ. ἐλευθερία < ἐλεύθερος]
|
1. έλλειψη καταναγκασμού, το δικαίωμα να ενεργεί κάποιος σύμφωνα με τη θέλησή του μέσα στα νόμιμα πλαίσια: ►Η ελευθερία της γνώμης είναι δικαίωμα κάθε πολίτη. 2. (για κράτη) ανεξαρτησία, κυριαρχία, αυτοτέλεια: ►Οι Έλληνες υπερασπίστηκαν πάντοτε με σθένος την ελευθερία τους.
|
Αντίθ.: ανελευθερία (2) Σύνθ.: ανελευθερία Οικογ. Λέξ.: ελεύθερος, ελεύθερα (επίρρ.), ελευθερώνω, ελευθέρωση, ελευθερωτής Προσδιορ.: αντρειωμένη, χιλιάκριβη, εθνική, πολιτική, θρησκευτική (2), πλήρης (1, 2)
|
έλλειψη (η)
(Ουσιαστικό, Ο28)
(έλ-λει-ψη, γεν. -ης, -είψεως, πληθ. -είψεις)
[λόγ. < αρχ. ἒλλειψις < ἐλλείπω < ἐν+ λείπω]
|
το να μην υπάρχει κάτι αναγκαίο ή αυτό να μην είναι αρκετό: ►Το σπίτι μας έχει ακόμη πολλές ελλείψεις.
|
Αντίθ.: επάρκεια Συνών.: ανεπάρκεια Οικογ. Λέξ.: ελλιπής, ελλειπτικός, έλλειμμα |
εμβαδόν (το)
(Ουσιαστικό)
(εμ-βα-δόν, γεν. -ού, πληθ. -ά)
[µτγν. ἐµβαδὸν <αρχ. ἐµβαίνω < ἐν +βαίνω]
|
1. η επιφάνεια ενός χώρου:
►Η πλατεία έχει μεγάλο εμβαδόν. 2. ο αριθμός (σε τετραγωνικά μέτρα κ.λπ.) που προκύπτει από τη μέτρηση μιας επιφάνειας: ►Το συνολικό εμβαδόν της οικοδομής είναι πεντακόσια τετραγωνικά μέτρα.
|
|
εμπιστοσύνη (η)
(Ουσιαστικό, Ο25)
(ε-μπι-στο-σύ-νη, γεν. -ης, πληθ. - )
[µεσν. ἐµπιστοσύνη< ἒµπιστος < ἐν +πίστη]
|
1. το να πιστεύει κανείς στην αξία, την ικανότητα, την τιμιότητα και την εχεμύθεια κάποιου: ►Έχω απόλυτη εμπιστοσύνη στους φίλους μου. 2. (πολιτ.) το να εκφράζει το κοινοβούλιο με ψηφοφορία την υποστήριξη προς την κυβέρνηση: ►Η κυβέρνηση πήρε ψήφο εμπιστοσύνης από το κοινοβούλιο.
|
Αντίθ.: δυσπιστία, αμφισβήτηση (1) Συνών.: αξιοπιστία, πίστη (1, 2) Οικογ. Λέξ.: έμπιστος, εμπιστεύομαι, εμπιστευτικός Προσδιορ.: αμοιβαία, απεριόριστη, τυφλή (1)
|
ενδιαφέρον (το)
(Ουσιαστικό, Ο45)
(εν-δι-α-φέ-ρον, γεν. -οντος πληθ. -οντα, γεν. -όντων)
[λόγ. ἐνδιαφέρον <γαλλ. interet]
|
1. η ξεχωριστή φροντίδα κάποιου για κάποιον ή για κάτι: ►Η πολιτεία δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την τρίτη ηλικία. 2. αυτό που κινεί ιδιαίτερα την προσοχή: ►Το τελευταίο βιβλίο του προκάλεσε μεγάλο ενδιαφέρον.
|
Αντίθ.: αδιαφορία (1) Συνών: μέριμνα (1) Οικογ. Λέξ.: ενδιαφέρω, ενδιαφερόμενος, ενδιαφέρων, -ουσα, -ον Φράσεις: ►Είναι σε ενδιαφέρουσα κατάσταση (= είναι έγκυος) |
έννοια και έννοια, έγνοια (η)
(Ουσιαστικό, Ο20)
(Α. έν-νοι-α)
(Β. έν-νοια)
[αρχ. ἒννοια < ἐν +νοῦς]
[µεσν. ἒννοια <αρχ. ἒννοια]
|
Α. σημασία, ερμηνεία,νόημα: ►Ο Νίκος κατανόησε τις βασικές έννοιες που διδάχτηκε στο μάθημα της Φυσικής. Β. 1. ανησυχία: ►Τα λόγια του μ’ έβαλαν σε μεγάλη έννοια. 2. φροντίδα, ενδιαφέρον: ►Η γιαγιά έχει την έγνοια του μικρού μου αδερφού, όταν λείπουν οι γονείς μας. 3. (με τις προσωπικές αντωνυμίες σου, σας, του, τους) α. καθησυχαστικά:
►Έννοια σου, θα το τακτοποιήσω εγώ το θέμα. β. απειλητικά: ►Έννοια του, και θα του δείξω εγώ.
|
Α.
Συνών.: περιεχόμενο Οικογ. Λέξ.: εννοώ Προσδιορ.: αλληγορική, αφηρημένη, μεταφορική, κυριολεκτική Β.
Συνών.: περισυλλογή (1), μέριμνα (2) Οικογ. Λέξ.: νοιάζομαι, με νοιάζει Προσδιορ.: καθημερινή, μοναδική, οικογενειακή, βασανιστική (1, 2)
|
έντομο (το)
(Ουσιαστικό, Ο34)
(έ-ντο-μο)
[αρχ. ἒντομον < ἐντομὴ < ἐν+ τομὴ < ἐν+ τέμνω]
|
μικρό σε μέγεθος ζώο, συνήθως φτερωτό, που το σώμα του διαιρείται σε τρία μέρη και έχει τρία ζευγάρια πόδια: ►Οι πεταλούδες και οι μέλισσες είναι πολύ γνωστά έντομα.
|
Συνών: ζουζούνι, ζωύφιο Σύνθ: εντομοκτόνο, εντομολόγος Προσδιορ.: επικίνδυνο, μικροσκοπικό, ωφέλιμο |
εντύπωση (η)
(Ουσιαστικό, Ο28)
(ε-ντύ-πω-ση, γεν. -ης, -ώσεως, πληθ. -ώσεις)
[µτγν. ἐντύπωσις < ἐντυπῶ ]
|
1. ό,τι μας συγκινεί βαθιά και μένει χαραγμένο στη μνήμη μας: ►Το ταξίδι στα νησιά του Αιγαίου προκάλεσε σε όλους ζωηρή εντύπωση. 2. η γνώμη που σχηματίζουμε για κάποιον ή για κάτι: ►Μας έδωσε την εντύπωση ότι έλεγε την αλήθεια.
|
Συνών.: ιδέα (2) Οικογ. Λέξ.: εντυπωσιάζω, εντυπωσιακός, εντυπωσιασμός Προσδιορ.: ευχάριστη, οδυνηρή, άριστη (1, 2)
|
εξετάζω
(Ρήμα, Ρ4)
(ενεστ. ε-ξε-τά-ζω, αόρ. εξέτασα, παθ. αόρ. εξετάστηκα, παθ. μτχ. εξετασμένος)
[αρχ. ἐξετάζω < ἐκ+ τάζω (= ελέγχω λεπτοµερώς)]
|
1. (μτβ.) παρατηρώ κάτι με προσοχή, για να το γνωρίσω ή να το καταλάβω καλύτερα:
►Ο αρχαιολόγος εξέτασε με προσοχή το άγαλμα που βρέθηκε στην ανασκαφή. 2. (μτβ.) κάνω ερωτήσεις σε κατηγορούμενο ή μάρτυρα, ανακρίνω: ►Ο ανακριτής εξέτασε το μάρτυρα για πολλή ώρα. 3. (μτβ.) ελέγχω τις γνώσεις και τις ικανότητες κάποιου:
►Ο καθηγητής εξέτασε προφορικά τους φοιτητές του.
|
Συνών.: διερευνώ (1) Σύνθ.: επανεξετάζω, καλοεξετάζω Οικογ. Λέξ.: εξέταση, εξεταστής, εξεταστέος, εξεταστικός, εξεταστικά (τα) |
έξοδος (η)
(Ουσιαστικό, Ο28)
(έ-ξο-δος, γεν. -όδου, πληθ. -οι)
[αρχ. ἒξοδος < ἐκ + ὁδὸς]
|
1. μετακίνηση από μέσα προς τα έξω: ►Η έξοδος των φιλάθλων από το γήπεδο έγινε με απόλυτη τάξη. 2. απομάκρυνση από μια υπηρεσία: ►Η έξοδος από την υπηρεσία είναι δυνατόν να γίνει και λόγω ορίου ηλικίας. 3. η μαζική αναχώρηση από έναν τόπο ή χώρο για λόγους αναψυχής: ►Η έξοδος των κατοίκων της πρωτεύουσας για το εορταστικό τριήμερο ήταν μεγάλη.
|
Αντίθ.: είσοδος (1) Σύνθ.: διέξοδος, αδιέξοδος Οικογ. Λέξ.: έξοδο (το) Προσδιορ.: αιφνιδιαστική, αναγκαστική, ομαδική (1, 2, 3), μυστική (1, 3) Φράσεις: ►Η έξοδος του Μεσολογγίου (= η εξόρμηση των πολιορκημένων του Μεσολογγίου στις 10 Απριλίου 1826) |
εξοφλώ
(Ρήμα, Ρ6)
(ενεστ. ε-ξο-φλώ, αόρ. εξόφλησα, παθ. αόρ. εξοφλήθηκα, παθ.μτχ. εξοφλημένος)
[µεσν. ἐξοφλ < ἐκ+ ὀφλῶ (= οφείλω)]
|
(μτβ.) πληρώνω χρέος:►Εξόφλησε το χρέος του με δόσεις μέσα σε τρία χρόνια.
|
Συνών.: αποπληρώνω, ξεπληρώνω Οικογ. Λέξ.: εξόφληση, εξοφλητικός |
εξπρές (το)
(Ουσιαστικό, - )
(εξ-πρές)
[λόγ. < γαλλ. ex-press]
|
1. γρήγορο μεταφορικό μέσο, συνήθως τρένο, που κάνει ελάχιστες ή καθόλου στάσεις: ►Ταξιδέψαμε με την εξπρές αμαξοστοιχία Αθηνών-Θεσσαλονίκης. 2. αποστολή ταχυδρομικών επιστολών ή δεμάτωνμε τρόπο ταχύτερο από το συνηθισμένο: ►Έστειλε ένα γράμμα εξπρές στην κόρη του που σπουδάζει στην Αλεξανδρούπολη.
|
|
έπαλξη (η)
(Ουσιαστικό, Ο28)
(έ-παλ-ξη, γεν. -ης, -άλξεως, πληθ. -άλξεις)
[αρχ. ἒπαλξις]
|
1. το πάνω μέρος των τειχών ενός φρουρίου ή πύργου, απ’ όπου μάχονταν προστατευμένοι οι πολεμιστές: ►Πολλές πόλεις περιβάλλονται από παλιά κάστρα με επάλξεις. 2. (μτφ.) για κάθε θέση απ’όπου κάποιος αγωνίζεται: ►Βρίσκεται πάντα στις επάλξεις του αγώνα για δικαιοσύνη και ισότητα.
|
|
επανάσταση (η)
(Ουσιαστικό, Ο28)
(ε-πα-νά-στα-ση, γεν. -ης, -άσεως, πληθ. -άσεις)
[αρχ. ἐπανάστασις< ἐπανίστηµι (= ξεσηκώνω)]
|
1. ομαδική εξέγερση για τη βίαιη ανατροπή πολιτικού ή κοινωνικού καθεστώτος μιας χώρας ή για την απελευθέρωση από ξένο κατακτητή: ►Η ελληνική επανάσταση του 1821 υπήρξε μεγάλος σταθμός στην πορεία του έθνους. 2. απότομη αλλαγή των δεδομένων στην επιστήμη, την τέχνη κ.λπ.: ►Η επανάσταση στην τεχνολογία χαρακτηρίζει την εποχή μας.
|
Συνών.: εξέγερση, στάση, κίνημα (1) Σύνθ.: αντεπανάσταση Οικογ. Λέξ.: επαναστατώ, επαναστάτης, επαναστατικά (επίρρ.) Προσδιορ.: αιματηρή, ειρηνική, εργατική, ιστορική (1)
|
επαρχία (η)
(Ουσιαστικό, Ο19)
(ε-παρ-χί-α)
[µτγν. ἐπαρχία < ἒπαρχος]
|
1. διοικητική περιφέρεια του κράτους που είναι μικρότερη από το νομό: ►Ο Νομός Ιωαννίνων περιλαμβάνει τις επαρχίες Δωδώνης, Κόνιτσας και Μετσόβου. 2. κάθε περιοχή της χώρας εκτός από την πρωτεύουσα:
►Πήρε μετάθεση από την πρωτεύουσα στην επαρχία.
|
Αντίθ.: πρωτεύουσα (2) Συνών.: περιφέρεια, ύπαιθρος (2) Οικογ. Λέξ.: έπαρχος, επαρχείο,επαρχιακός, επαρχιώτης |
επεισόδιο (το)
(Ουσιαστικό, Ο34)
(ε-πει-σό-δι-ο, γεν. -ίου, πληθ. -α)
[αρχ. ἐπεισόδιον < ἐπὶ + εἲσοδος]
|
1. έντονο περιστατικό, συμβάν: ►Ο ιστορικός κατέγραψε πολλά σημαντικά επεισόδια από την ελληνική επανάσταση. 2. απρόοπτη φιλονικία, λογομαχία: ►Είχαμε ένα έντονο επεισόδιο στην αίθουσα του δικαστηρίου. 3. καθένα από τα αυτοτελή ή συνεχιζόμενα μέρη ενός έργου (λογοτεχνικού, τηλεοπτικού κ.λπ.): ►Η τηλεοπτική σειρά που παρακολουθούμε αποτελείται από δέκα αυτοτελή επεισόδια.
|
Συνών.: καβγάς (2) Οικογ. Λέξ.: επεισοδιακός, επεισοδιακά (επίρρ.) Προσδιορ.: απρόοπτο, διπλωματικό, θερμό, πολιτικό, οδυνηρό (1, 2), ιστορικό (1)
|
επιβάλλω
(Ρήμα)
(ενεστ. ε-πι-βάλ-λω, αόρ. επέβαλα, παθ. αόρ. επιβλήθηκα, παθ. μτχ. επιβεβλημένος)
[αρχ. ἐπιβάλλω < ἐπὶ + βάλλω (= ρί-χνω, πέφτω επά-νω)]
|
1. (μτβ.) αναγκάζω κάποιον να δεχτεί κάτι συνήθως δυσάρεστο: ►Στις συζητήσεις που γίνονται επιβάλλει πάντοτε τη δική του γνώμη. 2. (αμτβ.) (απρόσ., μέσ.) είναι αναγκαίο, πρέπει να… ►Μετά από ένα τόσο κοπιαστικό ταξίδι επιβάλλεται να ξεκουραστούμε.
|
Συνών.: υποχρεώνω (1), χρειάζεται, ενδείκνυται (2) Οικογ. Λέξ.: επιβολή |
επιβραβεύω
(Ρήμα, Ρ2)
(ενεστ. ε-πι-βρα-βεύ-ω, αόρ. επιβράβευσα, παθ. αόρ. επιβραβεύτηκα, παθ. μτχ. επιβραβευμένος)
[µεσν.ἐπιβραβεύω]
|
(αμτβ.) αναγνωρίζω την αξία κάποιου και τον ανταμείβω με υλική ή ηθική αμοιβή: ►Για το σπουδαίο λογοτεχνικό του έργο επιβραβεύτηκε από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών.
|
Συνών.: βραβεύω, ανταμείβω, επιδοκιμάζω Οικογ. Λέξ.: επιβράβευση |
επιδρομή (η)
(Ουσιαστικό, Ο24)
(ε-πι-δρο-μή)
[αρχ. ἐπιδροµὴ < ἐπὶ + δροµῶ < δρόµος]
|
ξαφνική επίθεση ή εισβολή σε ξένη χώρα: ►Εναντίον της Βυζαντινής αυτοκρατορίας έγιναν πολλές επιδρομές από άλλους λαούς.
|
Συνών.: επίθεση Οικογ. Λέξ.: επιδρομέας Προσδιορ.: εχθρική, μαζική, αιφνίδια Φράσεις: ►Επιδρομή λύκων, ακρίδας κ.λπ. (= ομαδική εμφάνιση και καταστρεπτική δράση) |
επίθεση (η)
(Ουσιαστικό, Ο28)
(ε-πί-θε-ση, γεν. -ης, -έσεως, πληθ. -έσεις)
[αρχ. ἐπίθεσις < ἐ πιτίθηµι] |
εχθρική κίνηση εναντίον κάποιου: ►Ο εχθρός πραγματοποίησε αεροπορική επίθεση εναντίον της γειτονικής χώρας.
|
Αντίθ.: άμυνα Συνών.: έφοδος, προσβολή, χτύπημα Σύνθ.: αντεπίθεση Οικογ. Λέξ.: επιθετικός, επιθετικότητα Προσδιορ.: αιφνιδιαστική, μετωπική, συκοφαντική |
επιθυμώ
(Ρήμα, Ρ6)
(ενεστ. ε-πι-θυ-μώ, αόρ. επιθύμησα)
[αρχ. ἐπιθυµῶ < ἐπὶ + θυµὸς]
|
1. θέλω: ►Επιθυμώ να κάνω ένα μεγάλο ταξίδι. 2. εύχομαι, νοσταλγώ: ►Το ίδιο επιθυμώ και για εσάς. ►Είχαμε καιρό να σας δούμε και σας επιθυμήσαμε.
|
Συνών.: λαχταρώ, ποθώ (1) Οικογ. Λέξ.: επιθυμία, επιθυμητός |
επικοινωνία (η)
(Ουσιαστικό, Ο19)
(ε-πι-κοι-νω-νί-α)
[λόγ. < αρχ. ἐπικοινωνία < ἐπικοινωνῶ]
|
το να έρχεται κανείς σε επαφή με κάποιον άλλον, ανταλλάσσοντας μηνύματα και πληροφορίες: ►Το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο συμβάλλει στην ταχύτερη επικοινωνία.
|
Οικογ. Λέξ.: επικοινωνώ Προσδιορ.: δορυφορική, τηλεφωνική |
επιμελής, -ής,-ές
(Επίθετο, Ε9, έμψυχα)
(ε-πι-με-λής, γεν.-ούς, -ούς, -ούς, πληθ. -είς, -είς, -ή)
[αρχ. ἐπιµελὴς < ἐπιµελοῦµαι]
|
εργατικός, μελετηρός, προκομμένος: ►Είναι πάντοτε υπεύθυνος και επιμελής μαθητής.
|
Αντίθ.: αμελής Συνών.: φιλομαθής, φιλόπονος Οικογ. Λέξ.: επιμελώς (επίρρ.), επιμέλεια, επιμελούμαι, επιμελητής, επιμελητήριο Προσδιοριζ.: μαθητής, φοιτητής |
επιμονή (η)
(Ουσιαστικό, Ο24)
(ε-πι-μο-νή, γεν. -ής, πληθ. - )
[αρχ. ἐπιµονὴ < ἐπιµένω]
|
1. το να εξακολουθεί να επιδιώκει και να υποστηρίζει κανείς κάτι, παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει:
►Με την υπομονή και την επιμονή μπορεί κάποιος να επιτύχει πολλά. 2. το πείσμα: ►Είναι ενοχλητική η επιμονή του να γίνεται πάντοτε το δικό του.
|
Συνών.: εμμονή (1) Οικογ. Λέξ.: επιμένω, επίμονος, επίμονα (επίρρ.) Προσδιορ.: αδικαιολόγητη, έντονη |
επίπεδο (το)
(Ουσιαστικό, Ο34)
(ε-πί-πε-δο, γεν. -έδου, πληθ. -α)
[αρχ. ἐπίπεδον, ουδ. επιθ. ἐπίπεδος < ἐπὶ + πέδον (=έδαφος)]
|
1. (μαθημ.) κάθε επιφάνεια στην οποία όλα τα σημεία, αν ενωθούν ανά δύο, σχηματίζουν ευθείες γραμμές, που βρίσκονται πάνω στην επιφάνεια: ►Η ευθεία γραμμή εφαρμόζει απόλυτα σε κάθε επίπεδο. 2. βαθμίδα πνευματικής ή κοινωνικής κατάστασης: ►Το επίπεδο της τάξης στα Μαθηματικά είναι πολύ υψηλό.
|
Προσδιορ.: βιοτικό, κοινωνικό, πολιτιστικό, διανοητικό (1), παράλληλο (2) Φράσεις: ►Κεκλιμένο επίπεδο (= μηχανή που χρησιμεύει για την ανύψωση βαρών) |
επισημαίνω
(Ρήμα)
(ενεστ. ε-πι-ση-μαί-νω, αόρ. επισήμανα, παθ. αόρ. επισημάνθηκα, παθ. μτχ. επισημασμένος)
[αρχ. ἐπισηµαίνω < ἐπὶ + σηµαίνω]
|
1. (μτβ.) δίνω έμφαση σε κάτι που θεωρώ σημαντικό: ►Ο γεωπόνος επισήμανε τους κινδύνους από την ανεξέλεγκτη χρήση των φυτοφαρμάκων. 2. (μτβ.) (μτφ.) εντοπίζω κάποιον ή κάτι, διαπιστώνω: ►Επισημαίνω τα λάθη που έγιναν στις ασκήσεις των Μαθηματικών.
|
Συνών.: υπογραμμίζω, τονίζω (1), διακρίνω (2) Οικογ. Λέξ.: επισήμανση |
επιστήμη (η)
(Ουσιαστικό, Ο25)
(ε-πι-στή-μη, γεν. -ης, πληθ. -ες)
[αρχ. ἐπιστήµη < ἐπίσταµαι]
|
1. οι γνώσεις που έχουν ανακαλυφθεί με έρευνα και μελέτη και είναι οργανωμένες σε τομείς: ►Η πρόοδος της επιστήμης είναι καταπληκτική τα τελευταία χρόνια. 2. κάθε τομέας γνώσεων: ►Η επιστήμη της Φυσικής χρησιμοποιεί τη θεωρία και το πείραμα.
|
Σύνθ.: επιστημολογία Οικογ. Λέξ.: επιστήμονας, επιστημονικός, επιστημοσύνη Προσδιορ.: θεωρητική, εφαρμοσμένη, πολιτική, οικονομική (1, 2)
|
επιχείρηση (η)
(Ουσιαστικό, Ο28)
(ε-πι-χεί-ρη-ση, γεν. -ης, -ήσεως, πληθ. -ήσεις, γεν. -ήσεων)
[αρχ. ἐπιχείρησις < ἐπιχειρῶ ]
|
1. η ομαδική προσπάθεια για την πραγματοποίηση ενός σκοπού:►Στήθηκε μεγάλη επιχείρηση, για να βρεθούν οι αγνοούμενοι. 2. οικονομική μονάδα με σκοπό το κέρδος: ►Άνοιξαν οικογενειακή επιχείρηση με έτοιμα ενδύματα.
|
Συνών.: απόπειρα (1) Σύνθ.: επιχειρηματολογία Οικογ. Λέξ.: επιχειρώ, επιχείρημα, επιχειρηματίας, επιχειρηματικός, επιχειρηματικότητα Προσδιορ.: επικίνδυνη (1), δημόσια (1, 2), ιδιωτική, εμπορική, τουριστική (2)
|
έρευνα (η)
(Ουσιαστικό, Ο20)
(έ-ρευ-να)
[αρχ. ἒρευνα < ἐρευνῶ ]
|
η συστηματική προσπάθεια που γίνεται με σκοπό να βρεθεί, να ανακαλυφθεί και να ερμηνευθεί κάτι, αναζήτηση, ψάξιμο: ►Οι αρχαιολογικές έρευνες έφεραν στο φως αμύθητους θησαυρούς.
|
Συνών.: εξερεύνηση, εξέταση, αναζήτηση Οικογ. Λέξ.: ερευνώ, ερευνητής, ερευνητικός Προσδιορ.: άκαρπη, δειγματοληπτική, στατιστική, εξονυχιστική, δημοσιογραφική, επιστημονική |
έρχομαι
(Ρήμα)
(ενεστ. έρ-χο-μαι, παρατ. ερχόμουν, αόρ. ήρθα και ήλθα)
[αρχ. ἒρχοµαι]
|
1. (αμτβ.) φτάνω: ►Μόλις ήρθε από το ταξίδι. 2. (αμτβ.) πλησιάζω κάποιον ή κάπου: ►Η βροχή έρχεται προς την περιοχή μας. 3. (αμτβ.) επιστρέφω, γυρίζω πίσω: ►Έρχεται καθημερινά στις τέσσερις το απόγευμα από τη δουλειά του. 4. (αμτβ.) πηγαίνω κάπου τακτικά, συχνάζω: ►Έρχεται πολύ συχνά στη βιβλιοθήκη. 5. (αμτβ.) (μτφ.) καταλαμβάνω ορισμένη θέση, σειρά: ►Ήρθε πρώτος στο διαγωνισμό της Μαθηματικής Εταιρείας.
|
Αντίθ.: φεύγω (1, 2, 3) Συνών.: επανέρχομαι (3), κατατάσσομαι (5) Σύνθ.: απέρχομαι, συνέρχομαι, προσέρχομαι, διέρχομαι, περιέρχομαι, εισέρχομαι, ανέρχομαι Οικογ. Λέξ.: ερχομός Φράσεις: ►Έρχομαι στα χέρια (= συμπλέκομαι) ►Μου έρχεται γάντι (= μου ταιριάζει απόλυτα) |
εστία (η)
(Ουσιαστικό, Ο19)
(ε-στί-α)
[αρχ. ἐστία (= βωµός, τζάκι)]
|
1. το σπίτι, ο τόπος διαμονής: ►Όσο καιρό βρισκόταν στο εξωτερικό, αναπολούσε την πατρική εστία. 2. (φυσ.) το σημείο στο οποίο συγκεντρώνονται οι ακτίνες φωτεινής δέσμης που περνούν από φακό ή αντανακλώνται από κοίλα ή κυρτά κάτοπτρα: ►Προσπαθεί να ανάψει φωτιά με την εστία των ακτίνων του ήλιου. 3. (μτφ.) το σημείο όπου εκδηλώνεται κάτι και αρχίζει να απλώνεται παντού: ► Η αρχαία Αθήνα ήταν η εστία του κλασικού πολιτισμού.
|
Συνών.: κατοικία (1), επίκεντρο, κοιτίδα (3) Σύνθ.: παρέστιος (= που ζει στο ίδιο σπίτι) Οικογ. Λέξ.: εστιάζω, εστιακός Προσδιορ.: εθνική, εργατική (3), πατρική (1) Φράσεις: ►Υπέρ βωμών και εστιών (= για την προάσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας και ελευθερίας) ►Εστία (= θεά των αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων, προστάτιδα της οικίας και της οικογένειας) |
εταιρεία (η)
(Ουσιαστικό, Ο19)
(ε-ται-ρεί-α)
[λόγ. < αρχ. ἑταιρεία (= αδελφότητα, πολιτική ένωση)]
|
1. οργανωμένη ομάδα προσώπων με κοινούς και συγκεκριμένους στόχους: ►Η Αρχαιολογική Εταιρεία ασχολείται με την προστασία και την ανάδειξη των αρχαιοτήτων. 2. νόμιμα οργανωμένη οικονομική επιχείρηση:
►Εργάζεται σε μια μεγάλη πολυεθνική εταιρεία που κατασκευάζει υπολογιστές.
|
Συνών.: σύνδεσμος, ένωση, σύλλογος, σωματείο (1) Οικογ. Λέξ.: εταίρος, εταιρικός Προσδιορ.: μαθηματική, καρδιολογική (1), αεροπορική, ασφαλιστική, διαφημιστική, εμπορική, πολυεθνική, ανώνυμη, ομόρρυθμη (2) Φράσεις: ►Φιλική Εταιρεία (= μυστική οργάνωση που προετοίμασε την επανάσταση του 1821) |
εύθυμος, -η, -ο
(Επίθετο, Ε2, έμψυχα και άψυχα )
(εύ-θυ-μος)
[αρχ. εὒθυµος < εὐ+ θυµὸς (= καρδιά)]
|
1. αυτός που έχει καλή διάθεση, χαρούμενος: ►Αποτελούν μια εύθυμη και ευχάριστη παρέα. 2. αστείος, κωμικός: ►Ο πρωταγωνιστής του θεατρικού έργου είχε έναν εύθυμο ρόλο.
|
Αντίθ.: δύσθυμος, σκυθρωπός (1) Συνών.: ευδιάθετος, χαρωπός, κεφάτος (1), φαιδρός (2) Σύνθ.: ευθυμογράφημα Οικογ. Λέξ.: ευθυμώ, εύθυμα (επίρρ.), ευθυμία, Ευθύμιος, Ευθυμία Προσδιοριζ.: διάθεση, σκοπός (1), ιστορία, τραγούδι (1, 2)
|
εύκρατος, -η, -ο
(Επίθετο, Ε2, άψυχα)
(εύ-κρα-τος)
[αρχ. εὒκρατος <εὐ + κράτος < κεράννυµι (= αναµειγνύω)]
|
(γεωγρ.) κλίμα που χαρακτηρίζεται από θερμοκρασία που δεν είναι ούτε πολύ ψυχρή ούτε πολύ θερμή: ►Η ελιά ευδοκιμεί σε εύκρατο κλίμα.
|
Συνών.: ήπιος, μαλακός Οικογ. Λέξ.: ευκρασία (= η ηπιότητα του κλίματος) Προσδιοριζ.: κλίμα Φράσεις.: ►Εύκρατη ζώνη(= η ζώνη που περιλαμβάνεται μεταξύ του πολικού και του τροπικού κύκλου) |
εφεύρεση (η)
(Ουσιαστικό, Ο28)
(ε-φεύ-ρε-ση, γεν. -ης, -έσεως, πληθ. -έσεις, γεν. -έσεων)
[λόγ.< ελνστ. ἐφεύρεσις < ἐφευρίσκω]
|
1. επινόηση ενός καινούργιου οργάνου ή μηχανήματος, μιας νέας μεθόδου κ.λπ.: ►Η εφεύρεση της τυπογραφίας άλλαξε τη ζωή του ανθρώπου. 2. το ίδιο το νέο δημιούργημα: ►Το τηλέφωνο είναι εφεύρεση του Γκράχαμ Μπελ.
|
Συνών.: ευρεσιτεχνία (1) Οικογ. Λέξ.: εφευρίσκω, εφευρέτης, εφευρετικός Προσδιορ.: σημαντική, χρήσιμη, πρωτότυπη (1)
|
εχθρός (ο)
(Ουσιαστικό, Ο13)
(εχ-θρός)
[αρχ. ἐχθρὸς]
|
1. αυτός που μισεί κάποιον και θέλει το κακό του: ►Ούτε στον εχθρό μου δε θα ήθελα να συμβεί κάτι τέτοιο. 2. αντίπαλος στον πόλεμο: ►Ο εχθρός έκανε αιφνιδιαστική επίθεση.
|
Αντίθ.: φίλος (1), σύμμαχος (2) Συνών.: αντίπαλος, ανταγωνιστής (1), πολέμιος (2) Σύνθ.: εχθροπραξία Οικογ. Λέξ.: εχθρεύομαι, εχθρικός, εχθρικά (επίρρ.), εχθρότητα Προσδιορ.: ανίκητος (2), θανάσιμος, προαιώνιος, ύπουλος (1, 2)
|