δανείζω
(Ρήμα, Ρ4)
(ενεστ. δα-νεί-ζω, αόρ. δάνεισα, παθ. αόρ. δανείστηκα, παθ. μτχ. δανεισμένος)
[αρχ. δανείζω < δάνειον < δάνος (=δώρο)]
|
(μτβ.) δίνω χρήματα ή άλλα πράγματα με τη συμφωνία να μου επιστραφούν:►Δάνεισε το βιβλίο της Ιστορίας στο συμμαθητή του.
|
Οικογ. Λέξ.: δάνειο, δανεικός, δανεισμός, δανειστής, δανειστικός |
δέηση (η)
(Ουσιαστικό, Ο28)
(δέ-η-ση, γεν. -ης,-ήσεως, πληθ. -ήσεις, γεν. -ήσεων)
[αρχ. δέησις < δέω -δέοµαι (= έχω ανάγκη, χρειάζοµαι)
|
προσευχή που απευθύνεται στο Θεό με συγκεκριμένη παράκληση: ►Στον εορτασμό για την απελευθέρωση της πόλης έγινε επιμνημόσυνη δέηση και κατάθεση στεφάνων στο μνημείο των πεσόντων.
|
Συνών: ικεσία Οικογ. Λέξ.: δέομαι Προσδιορ.: κατανυκτική, επιμνημόσυνη, εσπερινή |
δέχομαι
(Ρήμα, Ρ3)
(ενεστ. δέ-χο-μαι, παθ. αόρ. δέχτηκα παθ. μτχ. ενεστ. δεχόμενος)
[αρχ. δέχοµαι]
|
1. (μτβ.) παίρνω κάτι που μου προσφέρουν:►Δέχτηκε με χαρά τα δώρα που του έκαναν. 2. (μτβ.) παραδέχομαι, αναγνωρίζω, συμφωνώ: ►Δέχομαι ότι έχεις δίκιο για το θέμα που συζητήσαμε. 3. (μτβ.) ανέχομαι την άδικη συμπεριφορά κάποιου: ►Δε δέχομαι να μου μιλάς με τέτοιον τρόπο. 4. (μτβ.) υποδέχομαι, φιλοξενώ, επιτρέπω την είσοδο: ►Δέχτηκε με ευγένεια όλους τους καλεσμένους του.
|
Αντίθ.: αρνούμαι, απορρίπτω (2) Συνών.: παραλαμβάνω (1), επιδοκιμάζω, εγκρίνω (2), υπομένω (3) Σύνθ.: αποδέχομαι, παραδέχομαι, καταδέχομαι, διαδέχομαι, καλοδέχομαι Οικογ. Λέξ.: δέκτης, δεκτός, δεκτικός, δεκτικότητα, δεξαμενή, δεξίωση, δεξιότητα, δοχείο |
δήλωση (η)
(Ουσιαστικό, Ο28)
(δή-λω-ση, γεν.-ης, -ώσεως, πληθ. -ώσεις, γεν. -ώσε-ων)
[αρχ. δήλωσις< δηλῶ ]
|
1. το να γίνεται κάτι γνωστό, φανερό:
►Έκανε στο κοινό δηλώσεις στους δημοσιογράφους για την οικονομική κατάσταση της χώρας 2. επίσημη γραπτή ανακοίνωση προς τις αρμόδιες αρχές: ►Κατέθεσε δήλωση στην εφορία για τα εισοδήματά του.
|
Συνών.: γνωστοποίηση (1) Σύνθ.: εκδήλωση, διαδήλωση Οικογ. Λέξ.: δηλώνω, δηλωμένος, δηλωτικός Προσδιορ.: φορολογική, υπεύθυνη (2)
|
δημοκρατία (η)
(Ουσιαστικό, Ο19)
(δη-μο-κρα-τί-α)
[λόγ. < αρχ. δηµοκρατία < δῆµος + κρατῶ (= εξουσιάζω)]
|
πολίτευμα σύμφωνα με το οποίο η εξουσία πηγάζει από το λαό και ασκείται με βάση τη βούληση της πλειοψηφίας: ►Η αρχαία Αθήνα είναι ο τόπος που γεννήθηκε η δημοκρατία.
|
Αντίθ.: μοναρχία, ολιγαρχία, απολυταρχία, τυραννία, δικτατορία, φασισμός Οικογ. Λέξ.: δημοκράτης, δημοκρατικός, δημοκρατικότητα Φράσεις: ►Προεδρευομένη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία (= ο Πρόεδρος εκλέγεται από τους βουλευτές και είναι ο ρυθμιστής του πολιτεύματος) ►Άμεση δημοκρατία (= οι αποφάσεις λαμβάνονται απευθείας από τους πολίτες, χωρίς τη μεσολάβηση αντιπροσώπων) |
διαίρεση (η)
(Ουσιαστικό, Ο28)
(δι-αί-ρε-ση, γεν. -ης, -έσεως, πληθ. -έσεις, γεν. -έσεων)
[λόγ. < αρχ. διαίρεσις < διαιρῶ ]
|
1. ο χωρισμός σε μέρη: ►Η διαίρεση της περιουσίας έγινε σε όλα τα αδέρφια. 2. (μαθημ.) μία από τις τέσσερις πράξεις της αριθμητικής, με την οποία χωρίζουμε ένα ποσό σε ίσα μέρη: ►Το αποτέλεσμα της διαίρεσης ονομάζεται πηλίκο.
|
Συνών: διαχωρισμός, διαμελισμός (1) Οικογ. Λέξ.: διαιρέτης, διαιρετός, διαιρετέος, διαιρέσιμος Προσδιορ.: δεκαδική, τριαδική (2), φυσική (1) Φράσεις: ►Ατελής διαίρεση (= αυτή που αφήνει υπόλοιπο) |
διακήρυξη (η) (Ουσιαστικό, Ο28)
(δια-κή-ρυ-ξη, γεν. -ης, -ύξεως, πληθ. -ύξεις, γεν. -ύξεων)
[µτγν. διακήρυξις <διακηρύττω] |
1. η επίσημη ανακοίνωση θέσεων, αρχών, αποφάσεων: ►Η ιδρυτική διακήρυξη του νέου κόμματος παρουσιάστηκε σε μεγάλη εκδήλωση στο λαό. 2. διεθνής συμφωνία μεταξύ δύο κρατών: ►Υπογράφτηκε διακήρυξη φιλίας και συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών.
|
Συνών.: ανακοίνωση, κοινοποίηση, γνωστοποίηση (1) Προσδιορ.: προεκλογική (1), πολιτική, ιδεολογική (1, 2)
|
διάλειμμα (το)
(Ουσιαστικό, Ο40)
(διά-λειμ-μα, γεν. -είμματος πληθ. -είμματα, γεν. -άτων)
[αρχ. διάλειµµα < διαλείπω]
|
προσωρινή διακοπή, παύση : ►Οι εργάτες έκαναν διάλειμμα για φαγητό. |
Προσδιορ.: απαραίτητο, ευχάριστο, σύντομο, μουσικό Φράσεις: ►Κατά διαλείμματα (= από καιρό σε καιρό) |
διάλογος (ο)
(Ουσιαστικό, Ο16)
(διά-λο-γος, γεν. -όγου πληθ. -οι)
[λόγ. < αρχ. διάλογος]
|
συζήτηση, συνομιλία ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πρόσωπα: ►Τα προβλήματα στο σχολείο λύνονται πιο εύκολα με διάλογο και συνεννόηση.
|
Αντίθ.: μονόλογος (1) Συνών.: στιχομυθία Οικογ. Λέξ.: διαλογίζομαι, διαλογικός Προσδιορ.: γόνιμος, ειλικρινής, εποικοδομητικός, έντονος Φράσεις.: ►Διάλογος κωφών (= για έλλειψη πραγματικού διαλόγου, όπου ο καθένας επιμένει στις απόψεις του) |
διαμαρτύρομαι
(Ρήμα, Ρ3)
(ενεστ. δια-μαρ-τύ-ρο-μαι, παθ. αόρ. διαμαρτυρήθηκα)
[αρχ. διαµαρτύροµαι]
|
(αμτβ.) εκφράζω έντονα παράπονα ή αντίθεση για κάτι που είναι άδικο ή παράνομο: ►Οι κάτοικοι διαμαρτυρήθηκαν για την υποβάθμιση του περιβάλλοντος στην περιοχή τους.
|
Συνών.: παραπονούμαι |
διαμονή (η)
(Ουσιαστικό, Ο24)
(δια-μο-νή, γεν. -ής, πληθ. –)
|
ο τόπος στον οποίο ζει, μένει κάποιος: ►Ο τόπος διαμονής του κατά τους καλοκαιρινούς μήνες είναι η Λέρος.
|
Συνών.: κατοικία Προσδιορ.: άγνωστη, μόνιμη, προσωρινή |
διάνοια (η)
(Ουσιαστικό, Ο20)
(διά-νοι-α, γεν. -ας, πληθ. – )
[λόγ. < αρχ. διάνοια< διὰ + νοῦς]
|
η δύναμη του νου, η σκέψη, το πνεύμα: ►Είναι διάνοια στα μαθηματικά. |
Συνών.: ευφυΐα, μεγαλοφυΐα Προσδιορ.: λαμπρή, φωτισμένη |
διαπολιτισμικός, -ή, -ό
(Επίθετο, Ε1, άψυχα)
(δια-πο-λι-τι-σμι-κός)
[µεταφρ. δάν. αγγλ. intercultural]
|
αυτός που έχει σχέση με δύο ή περισσότερους πολιτισμούς: ►Στην Ελλάδα λειτουργούν ορισμένα διαπολιτισμικά σχολεία.
|
Προσδιοριζ.: εκπαίδευση |
διάσημος, -η, -ο
(Επίθετο, Ε2, έμψυχα και άψυχα)
(διά-ση-μος)
[λόγ. < αρχ. διάσηµος < διὰ + σῆµα]
|
αυτός που είναι πολύ γνωστός, ονομαστός, ξακουστός: ►Πρόσφατα επισκέφτηκε την πόλη μας ένας διάσημος καλλιτέχνης του θεάτρου.
|
Αντίθ.: άσημος Συνών.: πασίγνωστος, φημισμένος Προσδιοριζ.: επιστήμονας, πολιτικός, καλλιτέχνης |
διαστολή (η)
(Ουσιαστικό, Ο24)
(δια-στο-λή)
[αρχ. διαστολὴ< διαστέλλω]
|
(φυσ.) η αύξηση των διαστάσεων ενός σώματος λόγω θερμότητας: ►Η μεγάλη ζέστη προκαλεί διαστολή στις μεταλλικές γραμμές του τρένου.
|
Αντίθ.: συστολή Συνών.: διόγκωση, μεγέθυνση Σύνθ.: αντιδιαστολή Προσδιορ.: φυσική, τεχνητή |
διαυγής, -ής, -ές
(Επίθετο, Ε9, άψυχα)
(δι-αυ-γής, γεν. -ούς, -ούς, -ούς, πληθ. -είς, -είς, -ή)
[αρχ. διαυγὴς < διὰ + αὐγὴ]
|
1.καθαρός, διάφανος: ►Το νερό της βρύσης του χωριού μας είναι διαυγές και δροσερό. 2. (μτφ.) σαφής, ακριβής: ►Οι σκέψεις του είναι διαυγείς και συγκεκριμένες.
|
Αντίθ.: θολός (1) Συνών: διαφανής, λαγαρός (1), ευκρινής (2) Οικογ. Λέξ.: διαύγεια Προσδιοριζ.: σκέψη, ατμόσφαιρα |
διεύθυνση (η)
(Ουσιαστικό, Ο28)
(δι-εύ-θυν-ση, γεν. -ης, -ύνσεως, πληθ. -ύνσεις)
[λόγ. διεύθυνσις < δι + εὐθύνω <εὐθὺς]
|
1. ο τόπος στον οποίο μένει ή εργάζεται κάποιος: ►Η διεύθυνσή μου είναι Θ. Σοφούλη 30, Κομοτηνή. 2. η διοίκηση μιας υπηρεσίας: ►Η διεύθυνση της επιχείρησης βρίσκεται σε καλά χέρια. 3. η κατεύθυνση προς την οποία κινείται κάποιος ή κάτι: ►Οι άνεμοι αύριο θα πνέουν από βόρειες διευθύνσεις.
|
Συνών.: τόπος διαμονής (1), ηγεσία (2) Σύνθ.: υποδιεύθυνση Οικογ. Λέξ.: διευθύνω, διευθυντής, διευθυντικός, διευθυντήριο Προσδιορ.: νέα, προσωρινή (1, 2, 3), άγνωστη (1), γενική, καλλιτεχνική (2)
|
διήγηση (η)
(Ουσιαστικό, Ο28)
(δι-ή-γη-ση, γεν. -ης, -ήσεως, πληθ. -ήσεις, γεν. -ήσεων)
[λόγ. < αρχ. διήγησις < διηγοῦµαι]
|
περιγραφή πραγματικών ή φανταστικών γεγονότων: ►Η προφορική διήγηση του περιστατικού ήταν συναρπαστική.
|
Συνών.: εξιστόρηση, αφήγηση Οικογ. Λέξ: διήγημα Προσδιορ.: παραστατική, ζωντανή, φανταστική, ανιαρή |
διορθώνω
(Ρήμα, Ρ1)
(ενεστ. δι-ορ-θώ-νω, αόρ. διόρθωσα, παθ. αόρ. διορθώθηκα, παθ. μτχ. διορθωμένος)
[λόγ. < αρχ. διορθῶ< διὰ + ὀρθῶ < ὀρθὸς]
|
1. (μτβ.) επαναφέρω κάτι στη σωστή θέση ή κατάσταση, αποκαθιστώ: ►Διόρθωσα τα λάθη που έκανα στην ορθογραφία. 2. (μτβ.) συμμορφώνω, σωφρονίζω: ►Έννοια σου και θα σε διορθώσω εγώ, αν το ξανακάνεις! |
Συνών.: επιδιορθώνω (1), συνετίζω (2) Σύνθ.: επιδιορθώνω Οικογ. Λέξ.: διόρθωση, διόρθωμα, διορθωτής, διορθωτικός |
διχόνοια (η)
(Ουσιαστικό, Ο20)
(δι-χό-νοι-α)
[λόγ. < αρχ. διχόνοια < δίχα (= χωριστά) + νοῦς]
|
η διαφωνία ανάμεσα σε άτομα ή ομάδες που οδηγεί σε έχθρα:►Υπάρχει παλιά διχόνοια ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο.
|
Αντίθ.: ομόνοια, σύμπνοια Συνών: διένεξη Προσδιορ.: καταστρεπτική, αιώνια, οικογενειακή Παροιμ.: ►Η ομόνοια χτίζει σπίτι κι η διχόνοια το γκρεμίζει |
διώρυγα (η)
(Ουσιαστικό, Ο22)
(δι-ώ-ρυ-γα)
[λόγ. < αρχ. διῶρυξ]
|
μακρύ, βαθύ τεχνητό αυλάκι με το οποίο συνδέονται δύο θάλασσες, λίμνες ή ποτάμια: ►Η διάνοιξη της διώρυγας της Κορίνθου έγινε το 1893.
|
Φράσεις.: ►Διώρυγα αποξηραντική (= για την αφαίρεση νερού από ελώδη χωράφια) |
δόξα (η)
(Ουσιαστικό, Ο19)
(δό-ξα, γεν. -ας, πληθ. -ες, γεν. - )
[αρχ. δόξα < δοκῶ (= νοµίζω)]
|
η μεγάλη φήμη, ο θαυμασμός που προκαλεί και το όνομα που αποκτά κάποιος για τις ικανότητές του:►Με τις λαμπρές του επιτυχίες κέρδισε μεγάλη δόξα στο πανελλήνιο. |
Συνών.: αίγλη, μεγαλεία (τα) Σύνθ.: δοξολογία, ένδοξος, άδοξος, φιλόδοξος Οικογ. Λέξ.: δοξάζω, δοξασία, δοξαστικός Προσδιορ.: αθάνατη, αιώνια, εφήμερη Φράσεις: ►Στο απόγειο της δόξας (= στο μέγιστο σημείο) |
δραχμή (η)
(Ουσιαστικό, Ο24)
(δραχ-μή)
[αρχ. δραχµὴ < δράττω (= παίρνω κάτι µε το χέρι)]
|
το νόμισμα της Ελλάδας μέχρι το 2002: ►Το εισιτήριο για το θέατρο κόστιζε παλιότερα περίπου πέντε χιλιάδες δραχμές.
|
Σύνθ.: δραχμοποιώ, δεκάδραχμο, εικοσάδραχμο Οικογ. Λέξ.: δραχμικός |