Ορθογραφικό-ερμηνευτικό λεξικό (Δ΄, Ε΄, ΣΤ΄ Δημοτικού)
Β Δ Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος
Γ γάμα

γαλαξίας (ο)

(Ουσιαστικό, Ο2)

(γα-λα-ξί-ας)
[λόγ. < ελνστ. γαλαξίας]

φωτεινή ζώνη στον ουρανό που αποτελείται από εκατομμύρια αστέρια:Ο γαλαξίας της Ανδρομέδας βρίσκεται στο βόρειο ημισφαίριο.

γαλήνη (η)

(Ουσιαστικό)

(γα-λή-νη, γεν. -ης, πληθ. - )
[λόγ. < αρχ. γαλήνη]

1. ηρεμία, ησυχία στη φύση και κυρίως στη θάλασσα: Όταν επικρατούσε γαλήνη στη θάλασσα, οι ψαράδες έβγαιναν για ψάρεμα.
2. (μτφ.) η ψυχική ηρεμία:Κοντά στην οικογένεια βρήκε τη γαλήνη που ζητούσε.
Αντίθ.: τρικυμία, φουρτούνα (1), ταραχή, αναστάτωση (2)
Συνών.: νηνεμία, μπουνάτσα (1), πραότητα (2)
Οικογ. Λέξ.: γαληνεύω, γαλήνιος, γαλήνεμα
Προσδιορ.: νυχτερινή (1), ολύμπια, ουράνια (1, 2), στωική, φαινομενική, θεία (2)

γεγονός (το)

(Ουσιαστικοπ. Μτχ.)

(γε-γο-νός, γεν.-ότος, πληθ. -ότα)
[λόγ. < αρχ. γεγονὸς < γίγνοµαι]

κάτι που έχει συμβεί και δεν μπορεί να αμφισβητηθεί: Η επανάσταση του 1821 είναι ένα σημαντικό ιστορικό γεγονός. Συνών.: συμβάν, περιστατικό, πραγματικότητα
Οικογ. Λέξ.: γίνομαι
Προσδιορ.: βαρυσήμαντο, δραματικό, αξιομνημόνευτο, συγκινητικό

γελώ

(Ρήμα, Ρ5)

(ενεστ. γε-λώ, αόρ. γέλασα, παθ. αόρ. γε-λάστηκα, παθ. μτχ. γελασμένος)
[αρχ. γελῶ]

1. (αμτβ.) ξεσπώ σε γέλια:Τους διηγήθηκε μια ιστορία και στο τέλος όλοι γέλασαν με την καρδιά τους.
2. (μτβ.) (μτφ.) εξαπατώ, κοροϊδεύω: Τον γέλασε με την υπόσχεση που του έδωσε.

Αντίθ.: κλαίω
Συνών.: ξεγελώ, παραπλανώ (2)
Σύνθ.: κρυφογελώ, χαμογελώ
Οικογ. Λέξ.: γέλιο, γελαστός, γελαστά (επίρρ.), γελοίος, γελοιότητα
Φράσεις:Γελούν και τα μουστάκια του / τα αυτιά του (= είναι πολύ χαρούμενος) Θα γελάσει και το παρδαλό κατσίκι (= για μια αστεία υπόθεση)Θα σε γελάσω! (= δεν είμαι βέβαιος)Δεν είναι παίξε-γέλασε (= χρειάζεται μεγάλη προσοχή)

γεννώ

(Ρήμα, Ρ5)

(ενεστ. γεν-νώ, αόρ.γέννησα, παθ. αόρ. γεννήθηκα, παθ. μτχ. γεννημένος)
[αρχ. γεννῶ]

Προσοχή!

►γέννηση < γεννώ
►γένεση, γενετικός, όπως η λέξη «γένος»

1. (μτβ.) κάνω παιδιά, (για πουλιά, ψάρια και ερπετά) κάνω αυγά: Η αγελάδα γέννησε ένα χαριτωμένο μοσχαράκι.
2. (μτφ.) δημιουργώ, επινοώ: Το μυαλό του γεννούσε συνεχώς νέες ιδέες.
3. (ως μτχ. παρακ.) (αμτβ.) είμαι από τη φύση μου, εκ γενετής: Ο Γιώργος είναι γεννημένος ζωγράφος.
Συνών.: τεκνοποιώ (1)
Σύνθ.: ξεγεννώ
Οικογ. Λέξ.: γέννηση, γεννητικός, γεννήτρια, γέννημα, γεννητούρια (τα)
Φράσεις: Όπως τον γέννησε η μάνα του (= γυμνός)
Παροιμ.: Αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννούν οι κότες

γεωργία (η)

(Ουσιαστικό, Ο19)

(γε-ωρ-γί-α, γεν.-ας, πληθ. - )
[λόγ. < αρχ. γεωργία < γεωργὸς < γῆ + ἒργον]

η συστηματική καλλιέργεια της γης για την παραγωγή προϊόντων:
Με τη γεωργία ασχολείται ένα μεγάλο τμήμα του ελληνικού πληθυσμού.
Οικογ. Λέξ.: γεωργός, γεωργικός

γνωρίζω

(Ρήμα, Ρ4)

(ενεστ. γνω-ρί-ζω, αόρ. γνώρισα, παθ. αόρ. γνωρίστηκα, παθ. μτχ. αναγνωρισμένος)
[αρχ. γνωρίζω]

1. (μτβ.) κάνω κάτι γνωστό, φανερώνω:
Σας γνωρίζουμε ότι πετύχατε στο διαγωνισμό.
2. (μτβ.) αναγνωρίζω, διακρίνω: Γνώρισα το γείτονά μου από τη δυνατή φωνή του.
3. (μτβ.) ξέρω, κατέχω:Γνωρίζει άπταιστα τρεις ξένες γλώσσες.
Αντίθ.: αγνοώ (3)
Συνών.: πληροφορώ (1)
Σύνθ.: αναγνωρίζω, παραγνωρίζω
Οικογ. Λέξ.: γνώριμος, γνώριμα (επίρρ.), γνωριμία, γνώρισμα

γράμμα (το)

(Ουσιαστικό, Ο39)

(γράμ-μα, γεν. -ατος, πληθ. -ατα)
[αρχ. γράµµα <γράφω]

1. το γραπτό σύμβολο για κάθε φθόγγο μιας γλώσσας: Το ελληνικό αλφάβητο έχει είκοσι τέσσερα γράμματα.
2. γραπτό κείμενο που απευθύνεται σε κάποιον, επιστολή: Έστειλε ένα γράμμα στο θείο του στη Γερμανία.
3. (πληθ.) γνώσεις, σπουδές, λογοτεχνία:Κατά την περίοδο της Αναγέννησης αναπτύχθηκαν σημαντικά τα γράμματα και οι τέχνες.
Συνών.: ψηφίο (1), φιλολογία (3)
Σύνθ.: γραμματόσημο, γραμματοκιβώτιο, μονόγραμμα, σύγγραμμα, διάγραμμα, περίγραμμα
Οικογ. Λέξ.: γραμματικός, γραμματική, γραμματέας, γραμματεία, γραμμάτιο
Προσδιορ.: καλογραμμένο, ανοιχτό, αποχαιρετιστήριο, ανώνυμο (2)
Φράσεις: Ψιλά γράμματα (= για κάτι ασήμαντο) Δεν παίρνει τα γράμματα (= υστερεί στο σχολείο) Παίζω το κεφάλι μου κορόνα-γράμματα (= βάζω σε κίνδυνο)

γράφω

(Ρήμα, Ρ2)

(ενεστ. γρά-φω, αόρ. έγραψα, παθ. αόρ. γράφτηκα, παθ. μτχ. γραμμένος)
[αρχ. γράφω]

1. (μτβ.) παρασταίνω με γράμματα τις σκέψεις και τα συναισθήματα:Γράφω τις εντυπώσεις μου από τη σχολική εκδρομή.
2. (μτβ.) στέλνω επιστολή, αλληλογραφώ: Μου γράφει δυο φορές την εβδομάδα.
3. (μτβ.) γράφω κάποιον σε καταλόγους:Έγραψε το παιδί του στο σχολείο.
4. (μτβ.) συντάσσω βιβλίο, άρθρο, μουσική: ►Γράφει λογοτεχνικά βιβλία.
5. (μτβ.) ορίζω κληρονόμο, κληροδοτώ:Έγραψε στην κόρη του το σπίτι στο χωριό.
Συνών.: συγγράφω (4)
Σύνθ.: αντιγράφω, αναγράφω, εικονογραφώ, δακτυλογραφώ
Οικογ. Λέξ.: γραφή, γραφέας, γραφείο, γραφίδα, γράψιμο, γραπτός, γράμμα, γραμμή
Φράσεις: Γράφει ιστορία (= έχει μεγάλη επιτυχία) Είναι γραμμένο (= το τυχερό, το πεπρωμένο) Αν με ξαναδείς, γράψε μου (=δεν πρόκειται να ξανασυναντηθούμε)

γωνία (η)

(Ουσιαστικό, Ο19)

(γω-νί-α)
[αρχ. γωνία]

1. σχήμα της γεωμετρίας που ορίζεται από δύο ημιευθείες ή επίπεδες επιφάνειες που έχουν κοινή κορυφή: Οι γωνίες ενός τριγώνου μπορεί να είναι ορθές, οξείες ή αμβλείες.
2. σημείο συνάντησης δύο δρόμων, στροφή:Το σχολείο μας βρίσκεται στη γωνία Κοραή και Σολωμού.
Σύνθ.: γωνιόμετρο, διαγώνιος, ακρογωνιαίος
Οικογ. Λέξ.: γωνιακός, γωνιαίος, γωνιώδης
Φράσεις.: Οπτική γωνία (= η θέση από την οποία βλέπει κανείς τα πράγματα)
Βάζω κάποιον στη γωνία (= τον βάζω στο περιθώριο)

Εικόνα