ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

Αβιταμίνωση: Η κακή υγεία και η αδυναμία που προέρχεται από την έλληψη βιταμινών που οφείλεται σε κακή διατροφή ή τη στέρηση τροφής.
Αιολικά Πάρκα: Τα αιολικά πάρκα αποτελούνται από σειρές ανεμογεννητριών που μετατρέπουν τον άνεμο, δηλαδή μια ανεξάντλητη φυσική πηγή, σε ηλεκτρική ενέργεια. Οι ανεμογεννήτριες δεν απαιτούν πρώτες ύλες (πετρέλαιο κ.λπ.) για τη λειτουργία τους και δεν εκπέμπουν καμία μορφή ρύπου ή αποβλήτων στο περιβάλλον.
Αιρετικός : Στην εκκλησιαστική γλώσσα, ονομάζουμε έτσι εκείνον που διαστρέφει τη διδασκαλία της Εκκλησίας, αντικαθιστώντας την με δικές του απόψεις.
Aκάθιστος Ύμνος: Bλ. Xαιρετισμοί.
Ακολουθία του Νυμφίου : Oι ακολουθίες της Εκκλησίας μας κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας που ξεκινούν την Κυριακή των Βαΐων, όταν ψάλλουμε το «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται …».
Ακολουθίες : H συγκέντρωση των πιστών για να λατρεύσουν το Θεό.
Ακόλουθος : Είναι το λεγόμενο «παπαδάκι».
Αλλοιώνω : Συνήθως έχει αρνητική έννοια (π.χ. αλλοιωμένα τρόφιμα). Χρησιμοποιείται όμως και για να φανερώσει την αλλαγή προς το καλύτερο (π.χ. αλλοιώνεται το πρόσωπό μου από χαρά).
Αμάραντος : Aυτός που δε μαραίνεται.
Άμβωνας : Tο υπερυψωμένο μέρος μέσα στο ναό επάνω στο οποίο διαβάζεται το Ευαγγέλιο.
Άμφια :Tα ενδύματα του ιερέα την ώρα της Θείας Λειτουργίας ή των ακολουθιών.
Αναλόγιο :Έπιπλο με επικλινείς επιφάνειες επάνω στις οποίες τοποθετούνται τα βιβλία των ψαλτών.
Ανίατη : Ορισμός που χρησιμοποιείται κυρίως για ασθένειες. «Ανίατη ασθένεια» σημαίνει αυτή που δεν μπορεί να γιατρευτεί, η αθεράπευτη.
Άπλετο: Άφθονο, πολύ.
Απόκρεω: Η λέξη αυτή είναι η γνωστή μας Αποκριά. Σημαίνει σταματώ να τρώω κρέας. Κυριακή της Απόκρεω λέγεται η τελευταία Κυριακή που τρώμε κρέας πριν από τη νηστεία της Μ. Σαρακοστής.
Απόκρυφα Ευαγγέλια: Bιβλία που μιμούνται το ύφος των βιβλίων της Καινής Διαθήκης αλλά η Εκκλησία δεν τα αναγνώρισε ποτέ.
Άστεγος: Αποκαλείται ο άνθρωπος εκείνος που δεν έχει μόνιμη κατοικία και γι’ αυτό κοιμάται όπου βρίσκει στο δρόμο.
Aτενίζω : Συγκεντρώνω το βλέμμα μου, την προσοχή μου σε κάποιον ή κάτι.
Βασιλεία (του Θεού): H Βασιλεία του Θεού είναι ο κόσμος της αγάπης του. Τη νιώθουμε στην καρδιά μας όταν κάνουμε το θέλημά του κι έπειτα στις σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους όταν αυτές βασίζονται στην αγάπη που δίδαξε ο Χριστός. Έτσι, όταν τελειώσει αυτή η ζωή, όσοι έζησαν στη γη αυτή την αγάπη, θα γνωρίσουν σε όλη της τη δόξα τη Βασιλεία του Θεού, ζώντας μαζί με τον Πατέρα, τον Yιό και το Άγιο Πνεύμα.
Δεινά : Πολύ άσχημες καταστάσεις (σεισμοί, πόλεμοι κ.λπ.) που προκαλούν βάσανα στον άνθρωπο διότι έχουν καταστροφική σημασία γι’ αυτόν.
Διάκονοι: Oνομάζονται όσοι έχουν αφοσιωθεί σε ένα έργο και υπηρετούν έναν σκοπό. Στην Εκκλησία μας ο διάκονος είναι βαθμός της ιεροσύνης και έργο του είναι να βοηθά τον ιερέα στη Θεία Λειτουργία.

 

Διαχείριση απορριμμάτων: H διαδικασία κατά την οποία ειδικοί επιστήμονες μελετούν τον τρόπο εκμετάλλευσης των απορριμμάτων (σκουπιδιών), είτε για λόγους ενέργειας (ανακύκλωση), είτε για να αποφευχθούν βλαβερές συνέπειες για το περιβάλλον (αποκατάσταση αυθαίρετων χωματερών).
Δοξαστικό : Tο ιδιόμελο τροπάριο που ξεκινά με το «Δόξα Πατρί και Yιώ και Αγίω Πνεύματι…».
Δωδεκάορτο : Eικόνες στο πάνω μέρος του τέμπλου του ναού ή τοιχογραφίες, οι οποίες παρουσιάζουν δώδεκα από τα πιο σημαντικά γεγονότα της ζωής του Χριστού στη γη.
Εικονοστάσι : Θέση για την τοποθέτηση εικονισμάτων στα σπίτια.
Ειρμός, Οίκος: Ο ύμνος/ποίημα αποτελείται από σειρά στροφών, των οίκων, ο πρώτος των οποίων ονομάζεται ειρμός και έχει ιδιαίτερη σημασία για τη σύνθεση του ύμνου, διότι είναι το υπόδειγμα πάνω στο οποίο οικοδομούνται όλοι οι επόμενοι. Ειρμός γενικά σημαίνει συσχετισμός, λογική πλοκή. Οίκος σημαίνει οικοδομή. Όπως γνωρίζουμε ότι κάθε οικοδομή κατασκευάζεται με βάση της το αρχιτεκτονικό σχέδιο. Ο αριθμός των οίκων εξαρτάται από την ακροστιχίδα, η οποία αποτελείται από τα αρχικά γράμματα των στροφών.
Εκκλησιαστικό έτος: Έτσι ονομάζει η Εκκλησία την περίοδο από την 1η Σεπτεμβρίου έως και την 31η Αυγούστου.
Ελληνιστικοί χρόνοι: H ελληνική ιστορία από τον θάνατο του Μεγάλου Αλέξάνδρου έως και την επικράτηση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Εξορύξεις : Η διαδικασία εκείνη κατά την οποία, σκάβοντας, βγάζουμε διάφορα ορυκτά υλικά (σίδηρος, άργιλος, ασβεστόλιθος).
Εργόχειρο : Έτσι ονομάζεται στη γλώσσα των μοναστηριών η εργασία του μοναχού (κατασκευή αντικειμένων, όπως καλάθια, πλεκτά, λιβάνι κ.λπ ή αγιογράφηση εικόνων), χάρη στην οποία κερδίζει χρήματα για να ζήσει. Συγχρόνως η εργασία αυτή τον βοηθά να συγκεντρώνεται στην προσευχή.
Έσφυζαν : Eίναι ο παρατατικός του ρήματος σφύζω. Σημαίνει ότι υπάρχει έντονη κίνηση, μεγάλη δραστηριότητα.
Ζηλωτής : Aυτός που αφοσιώνεται με πάθος σε ένα ιδανικό και αγωνίζεται γι’ αυτό.
Ιδιόμελο : Tο τροπάριο που ψάλλεται με ξεχωριστό, δικό του τρόπο.
Ιππείς : Kαβαλάρηδες
Κάλλος : H ομορφιά.
Κανόνας : Πολυσύνθετο ποίημα που αποτελείται από 9 ωδές, καθεμία από τις οποίες αποτελείται από 4-5 τροπάρια. Το είδος καλλιεργήθηκε κυρίως στην Κωνσταντινούπολη και τα Ιεροσόλυμα.
Κατακόμβες : Yπόγειοι, σκοτεινοί χώροι. Χρησιμοποιούνταν ως νεκροταφεία των πρώτων χριστιανών αλλά και ως τόποι λατρείας και συγκεντρώσεων την ημέρα της κοίμησης (θανάτου) του μάρτυρα.
Καταυλισμοί : Πρόχειρες εγκαταστάσεις, κυρίως έξω από την πόλη, για να προσφέρουν στέγη, φαγητό και προστασία σε ανθρώπους που υποφέρουν (πρόσφυγες, σεισμοπαθείς κ.λπ.).
Κλίτη : Oι παλιοί χριστιανικοί ναοί χωρίζονταν σε τρία ή πέντε μακρόστενα μέρη. Aυτά είναι τα κλίτη.
Κόγχη : Tο κοίλο σχήμα του τοίχου του ιερού.

Κοινοκτημοσύνη : Όταν τα υλικά αγαθά ανήκουν σε όλους και τα χρησιμοποιούν όλοι.
Κομνηνών τέχνη: H τέχνη που αναπτύχθηκε κατά τον 11ο και 12ο αιώνα, εποχή που βασίλευαν οι Κομνηνοί στο Βυζάντιο.
Κοντάκια: Ύμνοι βυζαντινής μουσικής, με το όνομά τους πιθανόν να αναφέρεται στο κυλινδρικό ξύλο στο οποίο ήταν τυλιγμένοι οι πάπυροι πάνω στους οποίους γράφονταν.
Κρητική τέχνη: H τέχνη που ξεκίνησε από την Κωνσταντινούπολη και διαμορφώθηκε στην Κρήτη το 16ο αιώνα.
Κύρος: Διοικητής επαρχίας τον καιρό του αυτοκράτορα Θεοδόσιου του Β’, απ’ όπου πήρε και το όνομα η περιοχή (επαρχία του Κύρου).
Λειτουργικά βιβλία: Tα βιβλία που χρησιμοποιούνται στην Εκκλησία και περιέχουν τα κείμενα, τις ευχές, και τους ψαλμούς για κάθε ακολουθία ή μυστήριο.
Λεπροκομείο: Tο νοσοκομείο στο οποίο περιποιούνται τους λεπρούς.
Λιμός: H μεγάλη πείνα που οφείλεται σε έλλειψη τροφής και η οποία προκαλεί καταστροφή και δυστυχία στον λαό.
Μαία: H γυναίκα που ξεγεννά τις έγκυες γυναίκες.
Μακεδονική τέχνη: H τέχνη που ξεκίνησε από τη Θεσσαλονίκη απ’ τα μέσα του 13ου αιώνα και έφτασε μέχρι το 15ο αιώνα, με κύριο εκπρόσωπό της τον Μανουήλ Πανσέληνο.
Μέλος-μέλη: Καθένα από τα άτομα μιας ομάδας ή ενός συνόλου.
Μονή της Χώρας: Περίφημο μοναστήρι της Κωνσταντινούπολης με θαυμάσιες τοιχογραφίες.
Μουσειοπαιδαγωγός: Eκπαιδευτικός, ειδικευμένος στην παρουσίαση των εκθεμάτων των μουσείων σε μαθητές.
Μύρο : Aρωματικό έλαιο, φυσικό ή τεχνητό. Όταν αναφερόμαστε σε θαυματουργές εικόνες ή λείψανα αγίων, δεχόμαστε ότι έχουν τη δύναμη από το Θεό να αναβλύζουν φυσικό μύρο.
Ναός του Σολομώντα: O ναός που έχτισε ο Σολομώντας, γιος του Δαβίδ, στην Ιερουσαλήμ και έγινε το κέντρο της λατρείας των Εβραίων.
Ολιγαρκής : Aυτός που ζει και αρκείται στα λίγα, ο λιτός.
Όμιλος: Ένα σύνολο προσώπων.
Ομοψυχία : Όταν τα συναισθήματα, οι σκέψεις και η πίστη κάποιων ανθρώπων, είναι κοινά.
Οργανισμοί: Tο σύνολο προσώπων ή κρατών που συνεργάζονται για διάφορους σκοπούς. Εδώ η λέξη έχει την έννοια των φιλανθρωπικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων.
Ορυχείο: O τόπος εκείνος από τον οποίο, σκάβοντας, βγάζουμε διάφορα υλικά, όπως σίδηρο, άργιλο, ασβεστόλιθο, τα οποία ονομάζονται ορυκτά.
Παλαιολόγεια τέχνη: H τέχνη που αναπτύχθηκε κυρίως το 14ο και 15ο αιώνα, εποχή που βασίλευαν οι Παλαιολόγοι.
Παρρησία: H ελεύθερη και θαρραλέα έκφραση της γνώμης.
Πείσμων : O πεισματάρης (εδώ με την έννοια της επιμονής για την επιτυχία ενός σκοπού).
Πεσσοί: Tετράγωνες κολώνες στις οποίες στηρίζονται τα λοφία.
Πλανεύω: Παρασύρω κάποιον με ψεύτικες υποσχέσεις, ξεγελώ, παραπλανώ, εντυπωσιάζω δείχνοντας άλλη εικόνα από αυτή που έχω.

 

Πλησίον: Kάποιος που βρίσκεται σε μικρή απόσταση από κάποιον άλλον, ο κοντινός, ο γείτονας, ο συγγενής. Κυρίως όμως ο κάθε άνθρωπος σε σχέση με τους συνανθρώπους του.
Πολιούχος: O προστάτης άγιος μιας πόλης.
Προηγιασμένα Δώρα: Tη Μ. Σαρακοστή, κάθε Τετάρτη και Παρασκευή τελείται η Θεία Λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων. Η Λειτουργία αυτή πήρε το όνομά της από το γεγονός ότι τα Θεία Δώρα (δηλαδή ο άρτος και ο οίνος που χρησιμοποιούνται στη Θεία Ευχαριστία) έχουν αγιαστεί από άλλη Λειτουργία, συνήθως τη Λειτουργία της Kυριακής που έχει προηγηθεί. Έτσι ο ιερέας μπορεί να τελέσει τη Θεία Ευχαριστία, παραλείποντας τον καθαγιασμό του ψωμιού και του κρασιού.
Πρότυπο: Eδώ έχει την έννοια του προσώπου που αξίζει να μιμούμαστε για τα γνωρίσματά του. Ωστόσο και μια κατάσταση ή ένας θεσμός μπορεί να είναι πρότυπο. Γενικά, ένα αντικείμενο που κατασκευάζεται σαν δείγμα και ικανοποιεί είναι πρότυπο για την κατασκευή παρόμοιων αντικειμένων.
Πρωταγωνιστής: Πρόσωπο, το οποίο παίζει τον κύριο λόγο σε μία υπόθεση. Γίνεται παράδειγμα και κερδίζει την αναγνώριση όλων.
Πρωτομάρτυρας: Aυτός που πρώτος έδωσε τη ζωή του για μια ιδέα.
Ρήτορας: Aυτός ο οποίος χρησιμοποιεί το λόγο του με άνεση, ακρίβεια και ζωντάνια. Στην αρχαιότητα ρήτορες ονομάζονταν οι δικηγόροι, οι οποίοι ήταν και φιλόσοφοι.
Ρότα : Η πορεία που ακολουθεί ένα πλοίο.
Σκοπιμότητες : Tρόποι συμπεριφοράς ή άλλες πράξεις που έχουν σκοπό να υποστηρίξουν κάποιες απόψεις. Συνήθως όμως αυτή η συμπεριφορά δείχνει κάτι κακό.
Σμιλεύει: Σκαλίζει με τη σμίλη (εργαλείο του γλύπτη).
Σοδειά: Συλλογή και αποθήκευση των καρπών της αγροτικής καλλιέργειας.
Στασίδια: Ξύλινα καθίσματα. Βρίσκονται συνήθως ακουμπισμένα στους τοίχους του ναού.
Συγκυρία: H (καλή ή κακή) σύμπτωση.
Συναξαριστές: Bιβλία που περιγράφουν τους βίους των αγίων.
Σύναξη: Γενικά ονομάζεται έτσι η συγκέντρωση ανθρώπων. Όταν αυτή γίνεται με σκοπό την προσευχή ή τη λατρεία του Θεού τότε ονομάζεται λειτουργική ή λατρευτική σύναξη.
Τέμπλο: Tο εικονοστάσιο που χωρίζει το ιερό από τον υπόλοιπο ναό.
Yλικά αγαθά: Oτιδήποτε παράγεται και προσφέρεται για κατανάλωση. Κάθε προϊόν που ικανοποιεί τις ανθρώπινες ανάγκες.
Yποσιτίζομαι: Tρώω λιγότερο από όσο πρέπει.
Ύψιστη: Aνώτατη, σημαντικότατη, η πολύ ψηλή.
Φθόνος: Η ζήλια που συνοδεύεται από κακία και μίσος.
Χαιρετισμοί: H Ακολουθία του Ακάθιστου ύμνου, η οποία ψάλλεται τμηματικά τις τέσσερις πρώτες Παρασκευές της Μ. Σαρακοστής και σε ολοκληρωμένη μορφή την πέμπτη Παρασκευή. Τους λέμε Χαιρετισμούς διότι ο ιερέας εξυμνώντας τη Θεοτόκο χρησιμοποιεί την προσφώνηση «Χαίρε» (Βλέπε το παράθεμα της ενότητας 4.9).
Χρυσοποίκιλτα σκεύη: Aντικείμενα που χρησιμοποιούνται στις ακολουθίες της Εκκλησίας, διακοσμημένα με χρυσό.
Χυτά : Xυμένα σε καλούπια.
Το παρόν αποτελεί μέρος του ψηφιακού εμπλουτισμού των σχολικών βιβλίων (Ψηφιακό Σχολείο) και διατίθεται μόνο για εκπαιδευτική χρήση και στο πλαίσιο για το οποίο διαμορφώθηκε.