Κοινοκτημοσύνη : Όταν τα υλικά αγαθά ανήκουν σε όλους και τα χρησιμοποιούν όλοι.
Κομνηνών τέχνη: H τέχνη που αναπτύχθηκε κατά τον 11ο και 12ο αιώνα, εποχή που βασίλευαν οι Κομνηνοί στο Βυζάντιο.
Κοντάκια: Ύμνοι βυζαντινής μουσικής, με το όνομά τους πιθανόν να αναφέρεται στο κυλινδρικό ξύλο στο οποίο ήταν τυλιγμένοι οι πάπυροι πάνω στους οποίους γράφονταν.
Κρητική τέχνη: H τέχνη που ξεκίνησε από την Κωνσταντινούπολη και διαμορφώθηκε στην Κρήτη το 16ο αιώνα.
Κύρος: Διοικητής επαρχίας τον καιρό του αυτοκράτορα Θεοδόσιου του Β’, απ’ όπου πήρε και το όνομα η περιοχή (επαρχία του Κύρου).
Λειτουργικά βιβλία: Tα βιβλία που χρησιμοποιούνται στην Εκκλησία και περιέχουν τα κείμενα, τις ευχές, και τους ψαλμούς για κάθε ακολουθία ή μυστήριο.
Λεπροκομείο: Tο νοσοκομείο στο οποίο περιποιούνται τους λεπρούς.
Λιμός: H μεγάλη πείνα που οφείλεται σε έλλειψη τροφής και η οποία προκαλεί καταστροφή και δυστυχία στον λαό.
Μαία: H γυναίκα που ξεγεννά τις έγκυες γυναίκες.
Μακεδονική τέχνη: H τέχνη που ξεκίνησε από τη Θεσσαλονίκη απ’ τα μέσα του 13ου αιώνα και έφτασε μέχρι το 15ο αιώνα, με κύριο εκπρόσωπό της τον Μανουήλ Πανσέληνο.
Μέλος-μέλη: Καθένα από τα άτομα μιας ομάδας ή ενός συνόλου.
Μονή της Χώρας: Περίφημο μοναστήρι της Κωνσταντινούπολης με θαυμάσιες τοιχογραφίες.
Μουσειοπαιδαγωγός: Eκπαιδευτικός, ειδικευμένος στην παρουσίαση των εκθεμάτων των μουσείων σε μαθητές.
Μύρο : Aρωματικό έλαιο, φυσικό ή τεχνητό. Όταν αναφερόμαστε σε θαυματουργές εικόνες ή λείψανα αγίων, δεχόμαστε ότι έχουν τη δύναμη από το Θεό να αναβλύζουν φυσικό μύρο.
Ναός του Σολομώντα: O ναός που έχτισε ο Σολομώντας, γιος του Δαβίδ, στην Ιερουσαλήμ και έγινε το κέντρο της λατρείας των Εβραίων.
Ολιγαρκής : Aυτός που ζει και αρκείται στα λίγα, ο λιτός.
Όμιλος: Ένα σύνολο προσώπων.
Ομοψυχία : Όταν τα συναισθήματα, οι σκέψεις και η πίστη κάποιων ανθρώπων, είναι κοινά.
Οργανισμοί: Tο σύνολο προσώπων ή κρατών που συνεργάζονται για διάφορους σκοπούς. Εδώ η λέξη έχει την έννοια των φιλανθρωπικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων.
Ορυχείο: O τόπος εκείνος από τον οποίο, σκάβοντας, βγάζουμε διάφορα υλικά, όπως σίδηρο, άργιλο, ασβεστόλιθο, τα οποία ονομάζονται ορυκτά. Παλαιολόγεια τέχνη: H τέχνη που αναπτύχθηκε κυρίως το 14ο και 15ο αιώνα, εποχή που βασίλευαν οι Παλαιολόγοι.
Παρρησία: H ελεύθερη και θαρραλέα έκφραση της γνώμης.
Πείσμων : O πεισματάρης (εδώ με την έννοια της επιμονής για την επιτυχία ενός σκοπού).
Πεσσοί: Tετράγωνες κολώνες στις οποίες στηρίζονται τα λοφία.
Πλανεύω: Παρασύρω κάποιον με ψεύτικες υποσχέσεις, ξεγελώ, παραπλανώ, εντυπωσιάζω δείχνοντας άλλη εικόνα από αυτή που έχω.
|
Πλησίον: Kάποιος που βρίσκεται σε μικρή απόσταση από κάποιον άλλον, ο κοντινός, ο γείτονας, ο συγγενής. Κυρίως όμως ο κάθε άνθρωπος σε σχέση με τους συνανθρώπους του. Πολιούχος: O προστάτης άγιος μιας πόλης. Προηγιασμένα Δώρα: Tη Μ. Σαρακοστή, κάθε Τετάρτη και Παρασκευή τελείται η Θεία Λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων. Η Λειτουργία αυτή πήρε το όνομά της από το γεγονός ότι τα Θεία Δώρα (δηλαδή ο άρτος και ο οίνος που χρησιμοποιούνται στη Θεία Ευχαριστία) έχουν αγιαστεί από άλλη Λειτουργία, συνήθως τη Λειτουργία της Kυριακής που έχει προηγηθεί. Έτσι ο ιερέας μπορεί να τελέσει τη Θεία Ευχαριστία, παραλείποντας τον καθαγιασμό του ψωμιού και του κρασιού.
Πρότυπο: Eδώ έχει την έννοια του προσώπου που αξίζει να μιμούμαστε για τα γνωρίσματά του. Ωστόσο και μια κατάσταση ή ένας θεσμός μπορεί να είναι πρότυπο. Γενικά, ένα αντικείμενο που κατασκευάζεται σαν δείγμα και ικανοποιεί είναι πρότυπο για την κατασκευή παρόμοιων αντικειμένων.
Πρωταγωνιστής: Πρόσωπο, το οποίο παίζει τον κύριο λόγο σε μία υπόθεση. Γίνεται παράδειγμα και κερδίζει την αναγνώριση όλων.
Πρωτομάρτυρας: Aυτός που πρώτος έδωσε τη ζωή του για μια ιδέα.
Ρήτορας: Aυτός ο οποίος χρησιμοποιεί το λόγο του με άνεση, ακρίβεια και ζωντάνια. Στην αρχαιότητα ρήτορες ονομάζονταν οι δικηγόροι, οι οποίοι ήταν και φιλόσοφοι.
Ρότα : Η πορεία που ακολουθεί ένα πλοίο.
Σκοπιμότητες : Tρόποι συμπεριφοράς ή άλλες πράξεις που έχουν σκοπό να υποστηρίξουν κάποιες απόψεις. Συνήθως όμως αυτή η συμπεριφορά δείχνει κάτι κακό.
Σμιλεύει: Σκαλίζει με τη σμίλη (εργαλείο του γλύπτη).
Σοδειά: Συλλογή και αποθήκευση των καρπών της αγροτικής καλλιέργειας.
Στασίδια: Ξύλινα καθίσματα. Βρίσκονται συνήθως ακουμπισμένα στους τοίχους του ναού.
Συγκυρία: H (καλή ή κακή) σύμπτωση.
Συναξαριστές: Bιβλία που περιγράφουν τους βίους των αγίων.
Σύναξη: Γενικά ονομάζεται έτσι η συγκέντρωση ανθρώπων. Όταν αυτή γίνεται με σκοπό την προσευχή ή τη λατρεία του Θεού τότε ονομάζεται λειτουργική ή λατρευτική σύναξη.
Τέμπλο: Tο εικονοστάσιο που χωρίζει το ιερό από τον υπόλοιπο ναό.
Yλικά αγαθά: Oτιδήποτε παράγεται και προσφέρεται για κατανάλωση. Κάθε προϊόν που ικανοποιεί τις ανθρώπινες ανάγκες.
Yποσιτίζομαι: Tρώω λιγότερο από όσο πρέπει.
Ύψιστη: Aνώτατη, σημαντικότατη, η πολύ ψηλή.
Φθόνος: Η ζήλια που συνοδεύεται από κακία και μίσος.
Χαιρετισμοί: H Ακολουθία του Ακάθιστου ύμνου, η οποία ψάλλεται τμηματικά τις τέσσερις πρώτες Παρασκευές της Μ. Σαρακοστής και σε ολοκληρωμένη μορφή την πέμπτη Παρασκευή. Τους λέμε Χαιρετισμούς διότι ο ιερέας εξυμνώντας τη Θεοτόκο χρησιμοποιεί την προσφώνηση «Χαίρε» (Βλέπε το παράθεμα της ενότητας 4.9).
Χρυσοποίκιλτα σκεύη: Aντικείμενα που χρησιμοποιούνται στις ακολουθίες της Εκκλησίας, διακοσμημένα με χρυσό.
Χυτά : Xυμένα σε καλούπια.
|