ΣΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
O Όµηρος δηµιούργησε δύο µεγάλα ποιήµατα, την Ιλιάδα και την Oδύσσεια. Oι Έλληνες πίστευαν στους δώδεκα θεούς, τους οποίους φαντάζονταν ότι κατοικούσαν στον Όλυµπο.
οι ραψωδοί: αυτοί που απάγγελλαν σε δηµόσιους χώρους τα ποιήµατα του Oµήρου. οι τελετές: οι εκδηλώσεις στις οποίες έπαιρναν µέρος πολλοί άνθρωποι. O πόλεµος που έκαναν οι Έλληνες για να καταλάβουν την Τροία ήταν ένα µεγάλο γεγονός. Τα κατορθώµατα των πολεµιστών έγιναν τραγούδια, που τα τραγουδούσαν οι ραψωδοί στις γιορτές και τα πανηγύρια. Τον 8ο αιώνα π.Χ. ο Όµηρος, ένας σπουδαίος ποιητής, έγραψε δύο µεγάλα ποιήµατα, την Ιλιάδα και την Oδύσσεια. Η Ιλιάδα µιλάει για τους αγώνες των Ελλήνων για την κατάληψη της Τροίας. Η Oδύσσεια έχει ως θέµα της τις περιπέτειες που γνώρισε ο Oδυσσέας στην προσπάθειά του να γυρίσει στην αγαπηµένη του πατρίδα, την Ιθάκη. Από τα ποιήµατα αυτά µαθαίνουµε πολλά για τους ανθρώπους εκείνης της εποχής και τη θρησκεία τους. Παλιότερα, κάθε περιοχή είχε το δικό της θεό και τις δικές της γιορτές. Στο χώρο όπου λατρευόταν ο θεός συγκεντρώνονταν οι άνθρωποι και τον τιµούσαν µε διάφορες τελετές. Μερικές φορές ένας τοπικός θεός αποκτούσε µεγαλύτερη φήµη. Στη γιορτή του τότε έπαιρναν µέρος και κάτοικοι άλλων περιοχών. Στην οµηρική εποχή οι Έλληνες πίστευαν στους δώδεκα θεούς, τους οποίους φαντάζονταν ότι κατοικούσαν στον Όλυµπο, το ψηλότερο βουνό της Ελλάδας. Πίστευαν ότι πάνω εκεί υπήρχε ένα λαµπρό παλάτι, όπου έµενε ο ∆ίας και η γυναίκα του η Ήρα, ενώ οι άλλοι θεοί έµεναν σε χαµηλότερα σπίτια που τα είχε χτίσει ο Ήφαιστος. Για τους αρχαίους Έλληνες όλοι οι θεοί ζούσαν σαν µια οικογένεια, έτρωγαν αμβροσία και έπιναν νέκταρ. Αρχηγός όλων ήταν ο ∆ίας, τον οποίο οι Έλληνες ονόµαζαν «πατέρα των θεών και των ανθρώπων». Είχε µεγάλη δύναµη και κρατούσε στα χέρια του το φοβερό κεραυνό.
1. O θεός Απόλλωνας κρατώντας
|
η αµβροσία: η τροφή των θεών του Oλύµπου, η οποία τους έκανε αθάνατους. ............................ το νέκταρ: το ποτό που έπιναν οι θεοί. ............................
παράθεμα 1
Σκληρή µονοµαχία
Είπε ο Έκτορας και τίναξε το κοντάρι του και χτύπησε τη φοβερή ασπίδα του Αίαντα. ...∆εύτερος ο Αίαντας τίναξε το µακρύ κοντάρι του και χτύπησε τη στρογγυλή ασπίδα του Έκτορα. Τρύπησε η δυνατή αιχµή τη λαµπρή ασπίδα κι ήρθε και διαπέρασε τον όµορφο θώρακα και στα πλευρά του έσχισε το χιτώνα. Εκείνος όµως έσκυψε και γλίτωσε το µαύρο θάνατο. Τότε αµέσως εκείνοι τράβηξαν απ' τις ασπίδες τους τα δόρατά τους.
Όµηρος, Ιλιάδα, Η, στ. 244-257 (ελεύθερη απόδοση)
2. Χάλκινο άγαλµα της θεάς Αθηνάς. παράθεμα 2
Oι δώδεκα θεοί του Oλύµπου
∆ίας: ο µεγαλύτερος από τους δώδεκα θεούς, κυρίαρχος του ουρανού, της γης και της θάλασσας. Σύµβολό του ήταν ο φοβερός κεραυνός. Ήρα: η σύζυγος του ∆ία, προστάτευε το γάµο. Ποσειδώνας: αδελφός του ∆ία, ο θεός της θάλασσας. Σύµβολό του ήταν η τρίαινα. Αθηνά: κόρη του ∆ία, γεννήθηκε από το κεφάλι του. Ήταν η θεά της σοφίας και της εργασίας. Σύµβολά της ήταν η περικεφαλαία, το κοντάρι και η ασπίδα της. Απόλλωνας: γιος του ∆ία και της Λητώς, θεός της µουσικής και της µαντικής. Άρτεµη: δίδυµη αδελφή του Απόλλωνα, θεά του φεγγαριού, του κυνηγιού και των δασών. Ήφαιστος: γιος του ∆ία και της Ήρας, θεός της φωτιάς και της µεταλλοτεχνίας. Oι αρχαίοι πίστευαν πως ήταν κουτσός. Άρης: γιος του ∆ία και της Ήρας, θεός του πολέµου. Αφροδίτη: θεά της γυναικείας οµορφιάς. ∆ήµητρα: αδελφή του ∆ία, θεά της γεωργίας. Εστία: αδελφή του ∆ία, προστάτευε την οικογενειακή ζωή. Ερµής: αγγελιαφόρος των θεών και οδηγός των ψυχών των νεκρών στον Κάτω Κόσµο.
|
3. Όµηρος, ο µεγαλύτερος παράθεμα 3
Ομηρική φιλοξενία
O Τηλέµαχος οδήγησε τον ξένο σε ένα θρονί να κάτσει, όµορφο, λεπτοδουλεµένο, που είχε και σκαµνί για να ακουµπάνε τα πόδια και κάτω του άπλωσε λινό σεντόνι. Έβαλε και ο ίδιος κοντά στον ξένο ένα σκαµνί σκαλισµένο για να καθίσει. Μια παρακόρη ήρθε αµέσως κρατώντας όµορφο χρυσό λαγήνι και τους έχυνε νερό να πλύνουν τα χέρια τους σε µία ασηµένια λεκάνη. Έπειτα έστρωσε µπροστά τους µακρύ σκαλιστό τραπέζι. Μετά τους έφερε ψωµιά η σεβαστή οικονόµα και διάφορα προσφάγια, πολλά απ' ό,τι είχε. Κι ο σιτιστής κρέατα ψητά τους έφερε σε δίσκους κι ολόχρυσα ποτήρια τους έβαλαν και ο κεραστής ερχότανε συχνά και τους κερνούσε. Όµηρος,
Oδύσσεια, Α, 135-38 και 143-150, (ελεύθερη απόδοση)
|