ραβδί [το] ουσιαστικό (ραβδιά)
Η νονά της Σταχτοπούτας είναι η καλή νεράιδα με το μαγικό ραβδί.
Ραβδί είναι κι ένα λεπτό και μακρύ κομμάτι ξύλο που το έχουμε για να χτυπάμε κάτι. βέργα ρα-βδί 'παραμύθια'
ράβω, ράβομαι ρήμα (έραψα, θα ράψω)
Όταν ράβεις, χρησιμοποιείς κλωστή και βελόνα για να ενώσεις κομμάτια ύφασμα και να φτιάξεις έτσι ένα ρούχο.
Όταν μία πληγή είναι πολύ βαθιά, ο γιατρός τη ράβει για να κλείσει πιο γρήγορα.
Της μαμάς του Ίγκλι της αρέσει πολύ το ράψιμο, της αρέσει πολύ να ράβει. Oι ραφές σ' ένα ρούχο είναι εκεί που ενώνονται τα κομμάτια του υφάσματος. O ράφτης είναι αυτός που ράβει ρούχα για τους άλλους. Όταν μία πληγή έχει κλείσει καλά, ο γιατρός βγάζει τα ράμματα. ρά-βω
ράγα [η] ουσιαστικό (ράγες)
Oι ράγες είναι δύο παράλληλες μεταλλικές γραμμές στο έδαφος που πάνω τους τρέχουν τα τρένα. σιδηροδρομική γραμμή ρά-γα
ραγίζω ρήμα (ράγισα, θα ραγίσω)
Ένα φλιτζάνι ή ένα ποτήρι που πέφτει μπορεί να ραγίσει χωρίς να σπάσει.
Αν ραγίσει, φαίνεται το ράγισμα, δηλαδή μία γραμμή σαν σκίσιμο στην επιφάνειά του αλλά δε χωρίζεται σε κομμάτια όπως όταν σπάει. ρα-γί-ζω
ραδίκι [το] ουσιαστικό (ραδίκια)
Τα ραδίκια είναι χόρτα που μαζεύουμε στην εξοχή ή αγοράζουμε στην αγορά. Τα τρώμε βραστά σαν σαλάτα. ρα-δί-κι
ράδιο [το] ουσιαστικό
Το ράδιο είναι το ραδιόφωνο.
Το ραδιοταξί είναι το ταξί που καλούμε παίρνοντας τηλέφωνο από το σπίτι μας. ραδιόφωνο, ραδιοσταθμός ρά-δι-ο
ραδιοσταθμός [ο] ουσιαστικό (ραδιοσταθμοί) ραδιόφωνο
ραδιοταξί [το] ουσιαστικό ράδιο
ραδιόφωνο [το] ουσιαστικό (ραδιόφωνα)
Στο ραδιόφωνο ακούμε μουσική, διάφορες εκπομπές και τις ειδήσεις.
Η Αλίκη ακούει στο ραδιόφωνο τα τραγούδια που μεταδίδει ο αγαπημένος της ραδιοσταθμός. ραδιοφωνάκι, ράδιο ρα-δι-ό-φω-νο
-Πώς λέμε τη γυναίκα που ράβει ρούχα για άλλους;
-Tι μηχανή χρησιμοποιεί;
ρακέτα [η] ουσιαστικό (ρακέτες)
Χρησιμοποιούμε ρακέτα για να παίξουμε τένις ή πιγκ πογκ. Έχει ένα χερούλι για να την κρατάμε κι ένα στρογγυλό επίπεδο μέρος για να χτυπάμε μ' αυτό τη μπάλα. Η ρακέτα του πιγκ πογκ είναι μικρή και ξύλινη, ενώ του τένις είναι μεγαλύτερη κι έχει ένα πλαστικό δίχτυ. ρα-κέ-τα
ράλι [το] ουσιαστικό
Oι αγώνες αυτοκινήτων λέγονται ράλι. ρά-λι -Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
ράμμα [το] ουσιαστικό (ράμματα) ράβω
ράμφος [το] ουσιαστικό (ράμφη)
Τα πουλιά έχουν ράμφος. Μ' αυτό τρώνε, πίνουν και τσιμπούν. Είναι σκληρό κι έχει διάφορα σχήματα. Του πελαργού είναι μακρύ, ενώ της κότας μυτερό και κοντό. ράμ-φος 'τα ζώα'
ραντάρ [το] ουσιαστικό
Όλα τα σκάφη, όπως τα πλοία, τα αεροπλάνα και τα υποβρύχια έχουν ραντάρ. Το ραντάρ δείχνει σε μία οθόνη τα αντικείμενα που βρίσκονται στο δρόμο τους.
ρα-ντάρ -Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
ραντεβού [το] ουσιαστικό
Όταν κλείνεις ραντεβού με κάποιον, κανονίζεις από πριν να τον συναντήσεις μία συγκεκριμένη ημέρα και ώρα. ρα-ντε-βού -Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
ράντζο [το] ουσιαστικό (ράντζα)
Το ράντζο είναι ένα πρόχειρο κρεβάτι με πόδια από ξύλο ή μέταλλο κι ένα χοντρό ύφασμα αντί για στρώμα. Όταν δεν το χρειαζόμαστε, το διπλώνουμε για να μην πιάνει χώρο. ρά-ντζο
ραντίζω, ραντίζομαι ρήμα (ράντισα, θα ραντίσω)
Όταν ραντίζεις κάτι, του ρίχνεις σταγόνες νερού ή άλλου υγρού.
O θείος Αλέκος έχει ειδικές μηχανές για να ραντίζει τα χωράφια του με φάρμακο. ψεκάζω Το ράντισμα των χωραφιών γίνεται έτσι πολύ γρήγορα.
ψέκασμα ρα-ντί-ζω
ραπτομηχανή [η] ουσιαστικό (ραπτομηχανές)
Με τη ραπτομηχανή ράβουμε γρηγορότερα απ' ό,τι με το χέρι χρησιμοποιώντας βελόνα. ράβω, ράπτης, ράψιμο
ρα-πτο-μη-χα-νή
–Πώς είναι το ράμφος του αετού;
ράσο [το] ουσιαστικό (ράσα)
Τα ράσα είναι τα μαύρα, φαρδιά και μακριά ρούχα που φοράνε οι παπάδες, οι μοναχοί και οι μοναχές. ρά-σο
ράτσα [η] ουσιαστικό (ράτσες)
Υπάρχουν διάφορες ράτσες σκυλιών, όπως τα σκυλιά Δαλματίας, τα κανίς, τα μπουλντόγκ και τα λυκόσκυλα. Αν και όλα είναι σκυλιά, δε μοιάζουν καθόλου μεταξύ τους. ρά-τσα
ραφή [η] ουσιαστικό (ραφές) ράβω
ράφι [το] ουσιαστικό (ράφια)
Oι ντουλάπες και οι βιβλιοθήκες έχουν ράφια. Τα ράφια είναι λεπτές σανίδες που πάνω τους τακτοποιούμε τα πράγματά μας. ρά-φι 'το δωμάτιο'
ράφτης [ο], ράφτρα [η] ουσιαστικό (ράφτες, ράφτρες) ράβω
ράχη [η] ουσιαστικό (ράχες)
Η ράχη είναι το πίσω μέρος του σώματος, από τη μέση μέχρι το σβέρκο. πλάτη
Η ράχη της καρέκλας είναι το μέρος που ακουμπάμε την πλάτη μας, όταν καθόμαστε. πλάτη ρά-χη
ρεβίθι [το] ουσιαστικό (ρεβίθια)
Τα ρεβίθια είναι όσπρια με στρογγυλό σχήμα και σχεδόν άσπρο χρώμα, που τα τρώμε σαν σούπα. Το ρεβίθι είναι ο καρπός της ρεβιθιάς. ρε-βί-θι Δες στραγάλι
ρεζέρβα [η] ουσιαστικό (ρεζέρβες)
Η Αθηνά έχει πάντα ένα λάστιχο ρεζέρβα για το ποδήλατό της. Έτσι αν σκάσει ένα από τα λάστιχα, θα μπορεί να το αλλάξει. ρε-ζέρ-βα
ρεζίλι [το] ουσιαστικό (ρεζίλια)
Όταν γίνεσαι ρεζίλι, νιώθεις ντροπή για κάτι δυσάρεστο που σου συνέβη μπροστά στους άλλους. Όταν κάνεις κάποιον ρεζίλι, τον ρεζιλεύεις. ρε-ζί-λι
ρεκόρ [το] ουσιαστικό
Το ρεκόρ σ' ένα άθλημα είναι το καλύτερο αποτέλεσμα που έχει πετύχει κανείς.
ρε-κόρ -Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
ρέμα [το] ουσιαστικό (ρέματα)
Το ρέμα είναι ένα απότομο άνοιγμα της γης με ορμητικό νερό.
Λέμε «μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα», όταν ξέρουμε πως όποια απόφαση κι αν πάρουμε, το αποτέλεσμα θα είναι το ίδιο κακό. ρέ-μα
ρεπορτάζ [το] ουσιαστικό
Στις ειδήσεις βλέπουμε πολλά ρεπορτάζ για ό,τι συμβαίνει στον κόσμο. Πληροφορίες και εικόνες που μαζεύουν οι δημοσιογράφοι σχετικά με ενδιαφέροντα θέματα ή πράγματα που γίνονται κάθε μέρα στον κόσμο. Αυτός που κάνει τα ρεπορτάζ, λέγεται ρεπόρτερ. ρε-πορ-τάζ -Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
ρεπόρτερ [ο], [η] ουσιαστικό ρεπορτάζ
ρεσεψιόν [η] ουσιαστικό
Η ρεσεψιόν είναι το γραφείο που υποδέχεται τους πελάτες ενός ξενοδοχείου ή τους επιβάτες ενός πλοίου. ρε-σε-ψιόν -Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
ρέστα [τα] ουσιαστικό
Τα ρέστα είναι τα λεφτά που σου επιστρέφουν, όταν πληρώνεις περισσότερα από το ποσό που σου ζητούν. ρέ-στα -Δεν έχει ενικό αριθμό.
ρετιρέ [το] ουσιαστικό
Το ρετιρέ είναι ο τελευταίος όροφος μίας πολυκατοικίας. Τα ρετιρέ έχουν μεγάλη βεράντα. ρε-τι-ρέ -Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
ρετσίνα [η] ουσιαστικό (ρετσίνες)
Η ρετσίνα είναι ένα ελληνικό άσπρο κρασί με άρωμα από ρετσίνι. Το ρετσίνι είναι ένα υγρό που βγαίνει από τον κορμό του πεύκου και κολλάει σαν κόλλα.
ρε-τσί-να
ρεύμα [το] ουσιαστικό (ρεύματα)
Όταν κάνει ρεύμα, μπαίνει δυνατός αέρας από κάπου.
Με το ηλεκτρικό ρεύμα λειτουργούν όλες οι ηλεκτρικές συσκευές κι έχουμε φως.
ρεύ-μα
ρεύομαι ρήμα (ρεύτηκα, θα ρευτώ)
Όταν τρως πολύ, έχεις ανάγκη να ρευτείς, δηλαδή να βγάλεις από το στόμα σου αέρια κάνοντας θόρυβο. ρέψιμο ρεύ-ο-μαι
ρευστός, ρευστή, ρευστό επίθετο (ρευστοί, ρευστές, ρευστά)
Όταν κάτι είναι ρευστό, κυλάει όπως ένα υγρό. πηχτός ρευ-στός
ρημάζω, ρημάζομαι ρήμα (ρήμαξα, θα ρημάξω)
Όταν ρημάζεις κάτι, το καταστρέφεις τελείως, το κάνεις ερείπιο.
Το χιόνι ρήμαξε πολλά σπίτια στο χωριό του θείου Αλέκου.
Όταν κάτι ρημάζει, καταστρέφεται σιγά σιγά και γίνεται έρημο, γιατί κανείς δεν το φροντίζει πια. Αν δεν είχε πάει ο θείος Αλέκος στο χωριό, το σπίτι του παππού θα είχε ρημάξει. «Ρημαδιό έγινε το δωμάτιο με τα κυνηγητά σας!» είπε η κυρία Μαργαρίτα. Έγινε άνω κάτω. ρη-μά-ζω
ρηχός, ρηχή, ρηχό επίθετο (ρηχοί, ρηχές, ρηχά)
Όταν το νερό είναι ρηχό, μπορούμε να πατήσουμε στο βυθό, γιατί έχει μικρό βάθος. βαθύς
(σαν ουσιαστικό) Στη θάλασσα ο Κώστας και η Αθηνά κολυμπάνε στα ρηχά.
Όταν το νερό ρηχαίνει, μικραίνει το βάθος του . βαθαίνω
ρη-χός 'αντίθετα'
ρίγα [η] ουσιαστικό (ρίγες)
Η μπλούζα της θείας Κατερίνας είναι άσπρη με μπλε ρίγες. Δηλαδή έχει μπλε γραμμές πάνω της. Η θεία Κατερίνα φοράει ριγέ μπλούζα. ρί-γα
ρίγανη [η] ουσιαστικό
Η ρίγανη είναι θάμνος με αρωματικά φύλλα και λουλούδια. Την ξεραίνουμε, την τρίβουμε και τη βάζουμε στο φαγητό για να το νοστιμέψει. ρί-γα-νη
ριγέ επίθετο ρίγα
ρίζα [η] ουσιαστικό (ρίζες)
Τα φυτά παίρνουν την τροφή που χρειάζονται από τις ρίζες τους που είναι κάτω από τη γη.
Τα δόντια και τα μαλλιά μας έχουν κι αυτά ρίζες.
Λέμε ότι ένα φυτό ριζώνει, όταν κάνει γερές ρίζες και μεγαλώνει εκεί που το φυτέψαμε .Όταν κάποιος ριζώνει σ' έναν τόπο, συνηθίζει να ζει εκεί και δε θέλει πια να φύγει. ρί-ζα
ριζώνω ρήμα (ρίζωσα, θα ριζώσω) ρίζα
ρισκάρω ρήμα (ρίσκαρα, θα ρισκάρω)
Όταν ρισκάρεις, αποφασίζεις να κάνεις κάτι επικίνδυνο ή βάζεις κάτι σε κίνδυνο.
Oι πυροσβέστες ρισκάρουν τη ζωή τους κάθε φορά που τρέχουν να σώσουν κάποιον. Όταν ρισκάρεις, παίρνεις ένα ρίσκο, κάνεις κάτι πολύ επικίνδυνο.
ρι-σκά-ρω
ρίχνω, ρίχνομαι ρήμα (έριξα, θα ρίξω)
Όταν ρίχνεις κάτι, το κάνεις να πέσει κάτω.
Το βάζο που έριξε ο Κώστας με την μπάλα, έγινε χίλια κομμάτια.
Όταν ο Κώστας και η Αθηνά γυρίζουν από το σχολείο, ρίχνουν τις τσάντες τους στο πάτωμα και τρέχουν για το μεσημεριανό τους. Τις πετούν κάτω.
Χθες στο χωριό του θείου Αλέκου ένα κοπάδι από λύκους ρίχτηκε στα πρόβατα. Έπεσε πάνω τους με ορμή. Έκανε επίθεση.
Όταν ρίχνεις ένα ρούχο πάνω σου, φοράς στα γρήγορα κάτι πρόχειρο. Όταν ρίχνεις μία ματιά σε κάτι, το κοιτάζεις στα γρήγορα. Όταν ρίχνεις ένα χαστούκι σε κάποιον, τον χτυπάς στο μάγουλο με το χέρι σου. Όταν ρίχνει πολλή βροχή, βρέχει πολύ. Η θεία Κατερίνα φοράει συχνά ριχτά ρούχα. Άνετα, φαρδιά ρούχα από μαλακό ύφασμα. ρίξιμο ρί-χνω
ριψοκίνδυνος, ριψοκίνδυνη, ριψοκίνδυνο επίθετο (ριψοκίνδυνοι, ριψοκίνδυνες, ριψοκίνδυνα)
Όταν κάνεις κάτι ριψοκίνδυνο, κάνεις κάτι που μπορεί να είναι επικίνδυνο για σένα. Oι βουτιές που κάνει ο Κώστας στη θάλασσα είναι ριψοκίνδυνες και ο θείος Τάκης του φωνάζει να προσέχει. ριψοκινδυνεύω ρι-ψο-κίν-δυ-νος
–Σε τι πιάτο τρώμε τη σούπα; Σε ρηχό ή σε βαθύ;
ρόδα [η] ουσιαστικό (ρόδες)
Τα αυτοκίνητα, τα ποδήλατα και οι μοτοσικλέτες κινούνται πάνω σε στρογγυλές ρόδες. τροχός ρό-δα
ροδάκινο [το] ουσιαστικό (ροδάκινα)
Τα ροδάκινα είναι στρογγυλά φρούτα με λεπτή και χνουδωτή φλούδα και μεγάλο κουκούτσι. Η σάρκα τους είναι κίτρινη και πολύ ζουμερή. Η ροδακινιά είναι το δέντρο που κάνει ροδάκινα.
ρο-δά-κι-νο
ρόδι [το] ουσιαστικό (ρόδια)
Το ρόδι είναι ένα φρούτο με χοντρή και σκληρή φλούδα και μικρούς κόκκινους σπόρους. Την Πρωτοχρονιά σπάμε ρόδι στο πάτωμα για να έχουμε καλή τύχη. Η ροδιά είναι το δέντρο που κάνει ρόδια. ρό-δι
–Aν μου αλλάξεις το τελευταίο γράμμα τσουλάω. Ποια λέξη είμαι; ........................
ρόδο [το] ουσιαστικό (ρόδα)
Ρόδο λέμε το τριαντάφυλλο.
Όταν κάτι είναι ρόδινο, έχει το χρώμα του ρόδου. τριανταφυλλής ρό-δο
ροζ επίθετο
Όταν κάτι είναι ροζ, έχει πολύ ανοιχτό κόκκινο χρώμα.
Η Αθηνά φοράει ροζ κάλτσες.
(σαν ουσιαστικό) Το ροζ είναι το αγαπημένο χρώμα της Αθηνάς. Γι' αυτό και ονόμασε τη γάτα της Ροζαλία. ροζ -Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
'τα χρώματα'
ροκανίδι [το] ουσιαστικό (ροκανίδια) ροκανίζω
ροκανίζω, ροκανίζομαι ρήμα (ροκάνισα, θα ροκανίσω)
Όταν ροκανίζω ένα ξύλο, το ξύνω για να κάνω πιο λεία την επιφάνειά του.
Όταν ροκανίζω κάτι σκληρό, το μασάω για ώρα.
Τα ροκανίδια είναι τα πολύ ψιλά και μικρά κομματάκια από ξύλο που πέφτουν, όταν το πριονίζουμε. ρο-κα-νί-ζω
ρολό [το] ουσιαστικό (ρολά)
Κάτι που είναι τυλιγμένο σε ρολό μοιάζει με σωλήνα. Ένα ρολό χαρτί είναι το χαρτί της τουαλέτας.
Κάθε πρωί ο κύριος Δημήτρης ανεβάζει τα ρολά του μαγαζιού του για να το ανοίξει. ρο-λό
ρολόι [το] ουσιαστικό (ρολόγια)
Το ρολόι μάς δείχνει τι ώρα είναι. Έχει αριθμούς, ένα μεγάλο δείκτη που δείχνει τα λεπτά κι ένα μικρό που δείχνει τις ώρες που περνούν. ρο-λόι Δες ώρα
ρόλος [ο] ουσιαστικό (ρόλοι)
Στο σινεμά και στο θέατρο οι ηθοποιοί παίζουν ο καθένας το ρόλο του, δηλαδή λένε και κάνουν αυτά που λένε και κάνουν τα πρόσωπα του έργου. ρό-λος
ρόμβος [ο] ουσιαστικό (ρόμβοι)
O ρόμβος είναι ένα σχήμα με τέσσερις ίσες πλευρές και με τέσσερις γωνίες, δύο αμβλείες που είναι πιο φαρδιές και δύο οξείες που είναι πιο στενές.
ρόμ-βος 'τα σχήματα'
ρόμπα [η] ουσιαστικό (ρόμπες)
Η ρόμπα είναι ένα ρούχο που φοράμε μόνο στο σπίτι, όταν σηκωνόμαστε από το κρεβάτι μας ή πριν ξαπλώσουμε. ρό-μπα
ρομπότ [το] ουσιαστικό
Το ρομπότ είναι μία μηχανή με μορφή ανθρώπου που είναι φτιαγμένη έτσι ώστε να κάνει κάποιες ανθρώπινες δουλειές. Βλέπουμε ρομπότ σε ταινίες επιστημονικής φαντασίας. ρο-μπότ -Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
ρόπαλο [το] ουσιαστικό (ρόπαλα)
Το ρόπαλο είναι ένα χοντρό και βαρύ ξύλο που το χρησιμοποιούσαν παλιότερα σαν όπλο. ρό-πα-λο
ρουθούνι [το] ουσιαστικό (ρουθούνια)
Τα ρουθούνια είναι οι δύο τρύπες που έχουμε στη μύτη για ν' αναπνέουμε.
Όταν ρουθουνίζουμε, αναπνέουμε από τη μύτη με θόρυβο.
ρου-θού-νι 'το σώμα μας'
ρουκέτα [η] ουσιαστικό (ρουκέτες)
Στις γιορτές ρίχνουμε ρουκέτες που όταν σκάνε στον ουρανό, κάνουν θόρυβο και βγάζουν πολύχρωμα φώτα. πυροτέχνημα ρου-κέ-τα
ρουμπίνι [το] ουσιαστικό (ρουμπίνια)
Το ρουμπίνι είναι μία κόκκινη,γυαλιστερή και πολύ ακριβή πέτρα που μπαίνει σε κοσμήματα. ρου-μπί-νι
ρουφηξιά [η] ουσιαστικό (ρουφηξιές) ρουφώ
ρουφώ και ρουφάω, ρουφιέμαι ρήμα (ρούφηξα, θα ρουφήξω)
Όταν ρουφάς ένα υγρό, το πίνεις παίρνοντας μικρή αναπνοή από το στόμα και κάνοντας μερικές φορές έναν ελαφρό θόρυβο με τα χείλια σου.
Όταν η Αθηνά πίνει χυμό, τον ρουφάει με το καλαμάκι.
Όταν τρέχουν οι μύξες σου και δεν έχεις χαρτομάντιλο να σκουπιστείς, ρουφάς τη μύτη σου. O θείος Αλέκος έπινε το ζεστό του καφεδάκι με μικρές ρουφηξιές για να το απολαύσει, δηλαδή το έπινε σιγά σιγά με μικρές γουλιές. O Κώστας ήταν κρυωμένος κι ακουγόταν το ρούφηγμα της μύτης του. Ακουγόταν που ρουφούσε τη μύτη του. ρου-φώ 'το πάρτι'
ρούχο [το] ουσιαστικό (ρούχα)
Ντυνόμαστε με ρούχα. Είναι τα παντελόνια, οι φούστες, τα φορέματα, οι μπλούζες και ό,τι άλλο φοράμε για να μην είμαστε γυμνοί και για να μην κρυώνουμε.
Λέμε ότι τρώγεσαι με τα ρούχα σου, όταν δεν ξέρεις τι θέλεις κι όλα σ' εκνευρίζουν. ρού-χο 'τα ρούχα'
ρόφημα [το] ουσιαστικό (ροφήματα)
Το ρόφημα είναι κάτι που πίνεται ζεστό, όπως το τσάι, το χαμομήλι, το κακάο και ο καφές. ρουφώ ρό-φη-μα
– Aπό τι φτιάχνεται το λαχανόρυζο;
ροχαλίζω ρήμα (ροχάλισα, θα ροχαλίσω)
Όταν ροχαλίζεις στον ύπνο σου, αναπνέεις με θόρυβο.
O Κώστας ροχάλιζε όλη τη νύχτα, γιατί η μύτη του ήταν βουλωμένη.
O θόρυβος αυτός που κάνεις στον ύπνο σου λέγεται ροχαλητό. ρο-χα-λί-ζω
ρυάκι [το] ουσιαστικό (ρυάκια)
Το ρυάκι είναι ένα πολύ μικρό ποτάμι. Βγαίνει κι αυτό από μία πηγή, είναι όμως πολύ πιο μικρό. ρυ-ά-κι
ρύζι [το] ουσιαστικό (ρύζια)
Το ρύζι είναι ένα δημητριακό που φυτρώνει σε γη σκεπασμένη με νερό. Το τρώμε βραστό. Με ρύζι, γάλα, ζάχαρη και κανέλα φτιάνουμε ένα γλυκό, το ρυζόγαλο. Όταν μαγειρέψουμε το ρύζι με αρακά, καλαμπόκι και άλλα υλικά, φτιάχνουμε ριζότο. ρύ-ζι
ρυθμίζω, ρυθμίζομαι ρήμα (ρύθμισα, θα ρυθμίσω)
Όταν ρυθμίζεις ένα μηχάνημα, το κάνεις να λειτουργεί καλά ή όπως εσύ θέλεις.
Η Αλίκη ρύθμισε το ξυπνητήρι της για να ξυπνήσει νωρίς και να διαβάσει λίγο πριν το διαγώνισμα.
Όταν ρυθμίζεις ένα θέμα, το οργανώνεις έτσι ώστε να μην υπάρχουν προβλήματα μ' αυτό. O κύριος Γιάννης ρύθμισε τη δουλειά του έτσι ώστε να έχει χρόνο για την οικογένειά του. κανονίζω, τακτοποιώ ρυθμός ρυθ-μί-ζω
τα ρούχα
ρυθμός [ο] ουσιαστικό (ρυθμοί)
Η Αθηνά χόρευε στο ρυθμό της μουσικής. Πότε γρήγορα, πότε αργά. Ακολουθούσε στο σωστό χρόνο τους ήχους της μουσικής. ρυθμίζω ρυθ-μός
ρυτίδα [η] ουσιαστικό (ρυτίδες)
Oι παππούδες και οι γιαγιάδες έχουν πολλές ρυτίδες στο πρόσωπό τους, γιατί όσο μεγαλώνουμε το δέρμα μας στεγνώνει και ζαρώνει. Το δέρμα τους δεν είναι φρέσκο και λείο, είναι ρυτιδιασμένο, δηλαδή γεμάτο ρυτίδες. ρυ-τί-δα
ρυτιδιασμένος, ρυτιδιασμένη, ρυτιδιασμένο μετοχή (ρυτιδιασμένοι, ρυτιδιασμένες, ρυτιδιασμένα) ρυτίδα
ρώγα [η] ουσιαστικό (ρώγες)
Κάθε τσαμπί σταφύλι έχει πολλές ρώγες. Μέσα στις ρώγες βρίσκονται τα κουκούτσια του σταφυλιού.
Στην άκρη κάθε στήθους έχουμε μία ρώγα. Από τη ρώγα του γυναικείου στήθους βγαίνει το γάλα που βυζαίνουν τα μωρά. ρώ-γα
ρωτώ και ρωτάω ρήμα (ρώτησα, θα ρωτήσω)
Όταν ρωτάς κάποιον κάτι, ζητάς να μάθεις κάποια πληροφορία.
Η κακιά βασίλισσα ρωτούσε κάθε μέρα τον καθρέφτη της ποια είναι η ομορφότερη. Η βασίλισσα έκανε κάθε μέρα την ίδια ερώτηση. ρω-τώ
|