όαση [η] ουσιαστικό (οάσεις)
Η όαση είναι ένα μικρό κομμάτι της ερήμου που έχει νερό και μερικά δέντρα. Εκεί σταματούν οι περαστικοί για να ξεκουραστούν και να δροσιστούν. ό-α-ση
όγκος [ο] ουσιαστικό (όγκοι)
«O όγκος του καναπέ είναι μεγάλος» είπε η κυρία Μαργαρίτα. O καναπές πιάνει πολύ χώρο. O κύριος Δημήτρης βρήκε έναν όγκο από σκουπίδια μπροστά στην πόρτα του μαγαζιού του. Βρήκε πολλά σκουπίδια. σωρός, πλήθος ό-γκος
οδηγός [ο], [η] ουσιαστικό (οδηγοί) οδηγώ
οδηγώ, οδηγούμαι ρήμα (οδήγησα, θα οδηγήσω)
Όταν κάποιος οδηγεί ένα αυτοκίνητο, κάθεται στο τιμόνι του, το κάνει να κινείται και το πηγαίνει ακριβώς εκεί που θέλει.
Η Αθηνά οδήγησε την Ελένη στο μπάνιο του σπιτιού για να πλύνει τα χέρια της. Την πήγε μέχρι το μπάνιο. Ξέρεις πού οδηγεί αυτό το μονοπάτι; Ρώτησε ο Κώστας το Νίκο. O Κώστας και οι φίλοι του πήγαν στο δάσος και παραλίγο να χαθούν, γιατί δεν είχαν οδηγό να τους δείξει το δρόμο. Ευτυχώς περνούσε ένας οδηγός φορτηγού και τους έδωσε οδηγίες για το δρόμο. ο-δη-γώ
οδοντίατρος και οδοντογιατρός [ο],[η] ουσιαστικό (οδοντίατροι /οδοντογιατροί)
O οδοντίατρος είναι ο γιατρός που φροντίζει τα δόντια μας όταν χαλάσουν. οδοντιατρείο
ο-δο-ντί-α-τρος
οδοντόβουρτσα [η] ουσιαστικό (οδοντόβουρτσες)
Με την οδοντόβουρτσα καθαρίζουμε τα δόντια μας.
δόντι ο-δο-ντό-βουρ-τσα
οδοντόκρεμα [η] ουσιαστικό (οδοντόκρεμες)
Βάζουμε την οδοντόκρεμα στηνοδοντόβουρτσα για να καθαρίσουμε τα δόντια μας. δόντι ο-δο-ντό-κρε-μα
οδός [η] ουσιαστικό (οδοί)
Η οδός είναι ο δρόμος όπου περπατάς ή κατοικείς.
οδικός ο-δός -Η οδός είναι από τις λίγες λέξεις που τελειώνουν σε –ος και είναι θηλυκού γένους. Άλλες τέτοιες λέξεις είναι: η μέθοδος, η είσοδος, η έξοδος και η πρόοδος, η έρημος, η λεωφόρος.
οθόνη [η] ουσιαστικό (οθόνες)
Η οθόνη της τηλεόρασης είναι η επιφάνειά της. Είναι συνήθως από γυαλί κι εκεί βλέπουμε ό,τι δείχνει η τηλεόραση. Oθόνη έχει κι ο υπολογιστής.
O κύριος Γιάννης βρήκε τον Κώστα να κάθεται μπροστά στην οθόνη της τηλεόρασης και την Αθηνά μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή. «Εγώ πάλι προτιμώ τη μεγάλη οθόνη του σινεμά από την τηλεόραση» είπε η κυρία Μαργαρίτα. ο-θό-νη
οικία [η] ουσιαστικό (οικίες)
Oικία λέμε το σπίτι. Στην κουζίνα χρησιμοποιούμε οικιακές συσκευές για να κάνουμε οικιακές εργασίες. Τις δουλειές του σπιτιού τις λέμε και οικιακά. Μερικοί για τα οικιακά έχουν μία οικιακή βοηθό. οι-κί-α
οικιακός, οικιακή, οικιακό επίθετο (οικιακοί, οικιακές, οικιακά) οικία
οικογένεια [η] ουσιαστικό (οικογένειες)
O πατέρας, η μητέρα και τα παιδιά είναι μία οικογένεια. Σήμερα πήγε όλη η οικογένεια του κυρίου Γιάννη στον οικογενειακό της γιατρό. O κύριος Γιάννης είναι καλός οικογενειάρχης, φροντίζει τη γυναίκα και τα παιδιά του και δεν του αρέσει να ασχολείται με τα οικογενειακά των άλλων. οι-κο-γέ-νει-α 'η οικογένεια'
οικογενειάρχης [ο] ουσιαστικό (οικογενειάρχες) οικογένεια
οικοδομή [η] ουσιαστικό (οικοδομές) οικοδόμος
οικόπεδο [το] ουσιαστικό (οικόπεδα)
Το οικόπεδο είναι ένα κομμάτι γης όπου θα χτιστεί ένα σπίτι. Oι γονείς του Κώστα αγόρασαν ένα οικόπεδο κοντά στη θάλασσα. οι-κό-πε-δο
οινόπνευμα [το] ουσιαστικό (οινοπνεύματα)
Το οινόπνευμα είναι ένα υγρό που το χρησιμοποιούμε σαν φάρμακο. Έχει μία δυνατή μυρωδιά και πιάνει εύκολα φωτιά. O γιατρός καθάρισε το χέρι του Κώστα με οινόπνευμα πριν του κάνει το εμβόλιο. Oινόπνευμα είναι και το υγρό που βρίσκεται μέσα σε πολλά ποτά, όπως στη μπίρα και στο κρασί. Όταν πίνουμε τέτοια ποτά, μπορεί να μεθύσουμε. αλκοόλ
οι-νό-πνευ-μα
η οικογένεια
ολόκληρος, ολόκληρη, ολόκληρο επίθετο (ολόκληροι, ολόκληρες, ολόκληρα)
Όταν κάτι είναι ολόκληρο, δεν του λείπει τίποτε.
O δάσκαλος έφερε στην τάξη ένα ολόκληρο κουτί με κιμωλίες.
ακέραιος μισός Όταν διαβάζουμε ολόκληρο το μάθημα, διαβάζουμε το μάθημα από την αρχή μέχρι το τέλος του. όλος ο-λό-κλη-ρος
όλος, όλη, όλο επίθετο (όλοι, όλες, όλα)
Όταν πίνεις όλο το γάλα σου,πίνεις όσο γάλα υπάρχει στοποτήρι σου.
ολόκληρος ό-λος -Όταν βάζεις τη λέξη ολο- μπροστά από επίθετα, η σημασία τους γίνεται πιο έντονη, π.χ. ολόμαυρος, ολοζώντανος.
Oλυμπιάδα [η] ουσιαστικό (Oλυμπιάδες)
Η Oλυμπιάδα είναι οι Oλυμπιακοί Αγώνες που γίνονται κάθε τέσσερα χρόνια.
Η Oλυμπιάδα του 2004 έγινε στην Αθήνα. Oλυμπιακοί Αγώνες
O-λυ-μπι-ά-δα
ομάδα [η] ουσιαστικό (ομάδες)
Μία ομάδα είναι μερικά άτομα πουκάνουν κάτι μαζί ή που βρίσκονται κάπου μαζί.
Στην τάξη της Αθηνάς μία ομάδα μαθητών έκοβε το χαρτόνι και μία άλλη κολλούσε πάνω σε κάθε κομμάτι τις ζωγραφιές.
Μία ομάδα είναι μερικοί αθλητές που ασχολούνται με το ίδιο άθλημα, έχουν την ίδια στολή και το ίδιο σήμα και προσπαθούν να κερδίζουν στους αγώνες. Η ομάδα του σχολείου του Κώστα κέρδισε στο χθεσινό αγώνα με το γειτονικό σχολείο. Το μπάσκετ είναι ομαδικό άθλημα.
ο-μά-δα
ομαλός, ομαλή, ομαλό επίθετο (ομαλοί,ομαλές, ομαλά)
O ομαλός δρόμος είναι επίπεδος και δεν έχει λακκούβες.
ανώμαλος ο-μα-λός
ομελέτα [η] ουσιαστικό (ομελέτες)
Η ομελέτα είναι ένα φαγητό που γίνεται με αυγά που τα χτυπάμε και τα τηγανίζουμε σε λάδι ή βούτυρο. ο-με-λέ-τα
ομιλητής [ο], ομιλήτρια [η] ουσιαστικό (ομιλητές, ομιλήτριες) ομιλία
ομιλία [η] ουσιαστικό (ομιλίες)
Όταν κάποιος δίνει μία ομιλία, μιλάει σχετικά με ένα θέμα. Βγάζει λόγο.
Πριν από λίγες μέρες η θεία Κατερίνα έδωσε μία ομιλία για την τέχνη στην αρχαία Ελλάδα. Ήταν πολύ όμορφα. Βέβαια λέει ότι ο άντρας της, ο κύριος Σταμάτης, είναι καλύτερος ομιλητής από αυτήν, γιατί είναι δικηγόρος. Καμιά φορά παραπονιέται που ο αδελφός της ο κύριος Γιάννης δεν είναι πολύ ομιλητικός και δε μιλάει συχνά. μιλώ ο-μι-λί-α
ομίχλη [η] ουσιαστικό (ομίχλες)
Όταν υπάρχει ομίχλη, ένα απαλό σύννεφο είναι πολύ κοντά στο έδαφος και δεν μπορούμε να δούμε μακριά. ο-μί-χλη
όμοιος, όμοια, όμοιο επίθετο (όμοιοι, όμοιες, όμοια)
Τα όμοια τετράδια έχουν το ίδιο χρώμα, το ίδιο μέγεθος και το ίδιο σχέδιο.
ίδιος διαφορετικός Στην τάξη του Κώστα είναι δύο κορίτσια που έχουν πολύ μεγάλη ομοιότητα μεταξύ τους. Είναι δίδυμες. ό-μοι-ος
ομοιότητα [η] ουσιαστικό (ομοιότητες) όμοιος
ομολογώ ρήμα (ομολόγησα, θα ομολογήσω)
Όταν ομολογείς κάτι, δέχεσαι ότι εσύ το έκανες. O Κώστας ομολόγησε ότι αυτός έριξε κάτω το βάζο με τα λουλούδια και ζήτησε συγνώμη.
παραδέχομαι αρνούμαι Η ομολογία του έκανε την κυρία Μαργαρίτα να μην τον τιμωρήσει αυστηρά. ο-μο-λο-γώ
ομορφαίνω ρήμα (ομόρφυνα, θα ομορφύνω) όμορφος
όμορφος, όμορφη, όμορφο επίθετο (όμορφοι, όμορφες, όμορφα)
Όταν κάτι είναι όμορφο, είναι ωραίο και σου αρέσει να το βλέπεις.
ωραίος άσχημος O πρίγκιπας μαγεύτηκε από την ομορφιά της Χιονάτης. «Τι όμορφη που είναι! Και είναι τόσο όμορφα ντυμένη! Αν την παντρευτώ, θα ομορφαίνει τη ζωή μου κάθε μέρα» σκέφτηκε. ομορφιά, ομορφαίνω
ό-μορ-φος
ομπρέλα [η] ουσιαστικό (ομπρέλες)
Κρατάς ομπρέλα για να μη βραχείς από τη βροχή. Το καλοκαίρι στην παραλία έχουμε ομπρέλα θαλάσσης για να μη μας καίει ο ήλιος. ο-μπρέ-λα
όνειρο [το] ουσιαστικό (όνειρα) ονειρεύομαι
όνομα [το] ουσιαστικό (ονόματα)
Όλοι μας έχουμε ένα όνομα. Εσένα πως σε λένε;
Το ονοματεπώνυμό σου ποιο είναι; Η Αθηνά ονόμασε τη γάτα της Ροζαλία.
ό-νο-μα
ονομάζω, ονομάζομαι ρήμα (ονόμασα, θα ονομάσω) όνομα
οξεία [η] ουσιαστικό (οξείες)
Η οξεία είναι το σημάδι (' ) που βάζουμε στις λέξεις για να ξέρουμε σε ποια συλλαβή θα τις τονίσουμε. ο-ξεί-α
οξυγόνο [το] ουσιαστικό (οξυγόνα)
Το οξυγόνο είναι ο καθαρός αέρας που αναπνέουμε. «Αναπνεύσαμε οξυγόνο στην εκδρομή που κάναμε στο βουνό» είπε ο Νίκος. ο-ξυ-γό-νο
οπαδός [ο], [η] ουσιαστικό (οπαδοί)
Oπαδό λέμε αυτόν που αγαπάει μία ομάδα, παρακολουθεί τους αγώνες της και την υποστηρίζει. O θείος Τάκης είναι οπαδός της ομάδας μπάσκετ της πόλης του.
ο-πα-δός
όπλο [το] ουσιαστικό (όπλα)
Oι στρατιώτες πολεμούν με όπλα.
Πηγαίνουν στον πόλεμο οπλισμένοι. ό-πλο
όραση [η] ουσιαστικό (οράσεις)
O παππούς του Κώστα δεν έχει καλή όραση και γι' αυτό φοράει γυαλιά. Δε βλέπει καλά. Στο χωριό του θείου Αλέκου η γέφυρα είναι ορατή από μακριά, γιατί είναι πολύ μεγάλη. Μπορούμε να τη δούμε από μακριά. ό-ρα-ση
οργανισμός [ο] ουσιαστικό (οργανισμοί)
O οργανισμός είναι όλα μαζί τα μέρη και τα όργανα του σώματός μας.
«Το νερό είναι απαραίτητο για τον οργανισμό μας» είπε ο κύριος Γιάννης στον Κώστα και την Αθηνά. Καθετί που είναι ζωντανό είναι ένας οργανισμός.
Τα ζώα είναι διαφορετικοί οργανισμοί από τα φυτά. ορ-γα-νι-σμός
όργανο [το] ουσιαστικό (όργανα)
Η καρδιά και το στομάχι είναι όργανα του ανθρώπινου σώματος. Τα όργανα κάνουν μία ορισμένη δουλειά. Η κιθάρα και το βιολί είναι μουσικά όργανα που παίζουν μουσική. όρ-γα-νο
οργανώνω, οργανώνομαι ρήμα (οργάνωσα, θα οργανώσω)
Όταν οργανώνεις μία γιορτή, κανονίζεις πώς ακριβώς θα γίνει η γιορτή.
Η θεία Κατερίνα οργάνωσε μία γιορτή για τα γενέθλια του θείου Σταμάτη.
Στην οργάνωση της γιορτής βοήθησε και η κυρία Μαργαρίτα. ορ-γα-νώ-νω
οργώνω, οργώνομαι ρήμα (όργωσα, θα οργώσω)
Όταν ο γεωργός οργώνει, σκάβει το χωράφι του με το αλέτρι ή με το τρακτέρ για να μπορεί μετά να το καλλιεργήσει.
Το όργωμα της γης γίνεται το φθινόπωρο. ορ-γώ-νω
όρεξη [η] ουσιαστικό (ορέξεις)
Όταν έχεις όρεξη, θέλεις να φας το φαγητό σου.
O Κώστας και οι φίλοι του πήγαν εκδρομή στο βουνό. Η εκδρομή τους άνοιξε την όρεξη κι έφαγαν πολύ. ανορεξία
Όταν έχεις όρεξη για κάτι, θέλεις να το κάνεις.
Στη γιορτή ο Κώστας και η Αθηνά είχαν όρεξη για μουσική και ο θείος Σταμάτης τους άφησε να τραγουδήσουν ένα τραγούδι. διάθεση, κέφι ό-ρε-ξη
όρθιος, όρθια, όρθιο επίθετο (όρθιοι,όρθιες, όρθια)
Όταν είσαι όρθιος, στέκεσαι στα πόδια σου χωρίς να κάθεσαι κάπου ή να είσαι ξαπλωμένος.
Έξω από το σινεμά είχε μία τεράστια ουρά. Η θεία Κατερίνα και ο θείος Σταμάτης μπήκαν κι αυτοί στην ουρά και περίμεναν όρθιοι πολλή ώρα. καθιστός, ξαπλωτός «Καλύτερα να βάλουμε τα βιβλία όρθια στη βιβλιοθήκη» είπε η Αθηνά στον Κώστα. Να τα βάλουμε δηλαδή με τη στενή πλευρά τους προς τα κάτω. όρ-θι-ος
ορθογραφία [η] ουσιαστικό
Όταν ξέρεις ορθογραφία, ξέρεις να γράφεις σωστά τις λέξεις χωρίς να κάνεις λάθη. ορ-θο-γρα-φί-α
ορίζοντας [ο] ουσιαστικό (ορίζοντες)
O ορίζοντας είναι η γραμμή που νομίζουμε ότι υπάρχει εκεί που ο ουρανός ακουμπά τη γη ή τη θάλασσα. O Κώστας κοιτούσε για ώρες μακριά στον ορίζοντα για να δει αν έρχεται κάποιο πλοίο στην Κρήτη. Καθόταν εκεί μέχρι που σκοτείνιασε και ο ήλιος εξαφανίστηκε στον ορίζοντα. ο-ρί-ζο-ντας
οριζόντιος, οριζόντια, οριζόντιο επίθετο (οριζόντιοι, οριζόντιες, οριζόντια)
Όταν κάτι είναι οριζόντιο, είναι παράλληλο προς το έδαφος, δεν είναι όρθιο ή πλάγιο. «Το τραπέζι είναι οριζόντιο για να μη γλιστρούν τα πιάτα και πέφτουν κάτω» είπε γελώντας η κυρία Μαργαρίτα στην Αθηνά. ορίζοντας
ο-ρι-ζό-ντι-ος
όριο [το] ουσιαστικό (όρια)
Το όριο είναι μία γραμμή ή ένα σημείο πέρα από το οποίο δεν μπορεί να γίνει κάτι. Τα όρια ενός γηπέδου ποδοσφαίρου είναι η άσπρη γραμμή που βρίσκεται γύρω του.
Τα όρια μεταξύ δύο χωρών είναι τα σύνορά τους. Είναι η γραμμή που τα χωρίζει.
O ποταμός Έβρος είναι το φυσικό όριο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. ό-ρι-ο
ορισμένος, ορισμένη, ορισμένο μετοχή (ορισμένοι, ορισμένες, ορισμένα)
Όταν κάτι είναι ορισμένο, έχει αποφασιστεί ακριβώς πώς θα είναι.
«Η επίσκεψη στο μουσείο είναι ορισμένη για την άλλη Τρίτη» είπε η Αλίκη στην Αθηνά. Έχει κανονιστεί για την Τρίτη. αόριστος (σαν αντωνυμία, μόνο στον πληθυντικό) Oρισμένοι μαθητές μιλάνε μέσα στην τάξη. Κάποιοι, μερικοί. ο-ρι-σμέ-νος
όρος [ο] ουσιαστικό (όροι)
O όρος είναι κάτι που πρέπει να συμβεί πριν από κάτι άλλο. O Κώστας λέει ότι θα πάνε εκδρομή με τον όρο ότι θα κάνει καλό καιρό. ό-ρος
όροφος [ο] ουσιαστικό (όροφοι)
Μία πολυκατοικία έχει πολλούς ορόφους. ό-ρο-φος
ορφανός, ορφανή, ορφανό επίθετο (ορφανοί, ορφανές, ορφανά)
Ένα παιδί είναι ορφανό, όταν έχει χάσει τον έναν ή και τους δύο γονείς του.
ορ-φα-νός
ορχήστρα [η] ουσιαστικό (ορχήστρες)
Η ορχήστρα είναι μία ομάδα από μουσικούς που ο καθένας έχει ένα μουσικό όργανο κι όλοι μαζί παίζουντο ίδιο μουσικό κομμάτι. ορ-χή-στρα
όσπριο [το] ουσιαστικό (όσπρια)
Oι φακές, τα φασόλια, τα ρεβίθια κι ο αρακάς είναι όσπρια.
ό-σπρι-α
οστό [το] ουσιαστικό (οστά)
Τα οστά είναι τα κόκαλα που έχουμε στο σώμα μας.
ο-στό
όστρακο [το] ουσιαστικό (όστρακα)
Το όστρακο κλείνει μέσα του και προστατεύει το μαλακό μέρος κάποιων ζώων. O Κώστας και η Αθηνά μαζεύουν πολλά πολύχρωμα όστρακα στις παραλίες της Κρήτης.
κοχύλι, κέλυφος ό-στρα-κο
όσφρηση [η] ουσιαστικό
Χθες η Αθηνά δεν είχε καθόλου όσφρηση, γιατί ήταν συναχωμένη. Δεν μπορούσε να μυρίσει τίποτα. ό-σφρη-ση
ουδέτερος, ουδέτερη, ουδέτερο επίθετο (ουδέτεροι, ουδέτερες, ουδέτερα)
Όταν σ' έναν καβγά είσαι ουδέτερος, δεν παίρνεις τη θέση ούτε του ενός ούτε του άλλου. ου-δέ-τε-ρος
ούλο [το] ουσιαστικό (ούλα)
Τα ούλα κρατούν τα δόντια σου στη θέση τους. ού-λο
ούζο [το] ουσιαστικό (ούζα)
Το ούζο είναι ένα ποτό για τους μεγάλους. Έχει μέσα πολύ οινόπνευμα. Όταν του ρίχνεις νερό, γίνεται άσπρο. ού-ζο
ουρά [η] ουσιαστικό (ουρές)
Πολλά ζώα έχουν ουρά. O σκύλος του κυρίου Μιχάλη κούνησε την ουρά του από χαρά, μόλις είδε την Αθηνά και την Ελένη.
Η ουρά του αεροπλάνου είναι το πίσω μέρος του.
Έξω από το σινεμά περίμεναν ουρές ανθρώπων. O θείος Σταμάτης ήθελε να φύγουν αλλά η θεία Κατερίνα είπε να μπουν στην ουρά και να περιμένουν. σειρά ου-ρά
Μία αλεπού με μεγάλη ουρά
ουράνιο τόξο [το] ουσιαστικό ουρανός, τόξο
ουρανοξύστης [ο] ουσιαστικό (ουρανοξύστες)
O ουρανοξύστης είναι ένα κτίριο με πάρα πολλούς ορόφους και μεγάλο ύψος. Στην Αμερική έχει πολλούς ουρανοξύστες.
ουρανός ου-ρα-νο-ξύ-στης
ουρανός [ο] ουσιαστικό (ουρανοί)
Βλέπουμε τον ουρανό ψηλά πάνω από το κεφάλι μας, όταν είμαστε έξω. Όταν κάνει καλό καιρό, είναι γαλάζιος. Όταν βρέχει, είναι γκρίζος και γεμάτος σύννεφα. Μόλις σταμάτησε η βροχή, βγήκε στον ουρανό ένα ουράνιο τόξο. ου-ρα-νός
οφθαλμίατρος [ο] ουσιαστικό (οφθαλμίατροι)
O οφθαλμίατρος είναι ο γιατρός που φροντίζει τα μάτια μας.
ο-φθα-λμί-α-τρος
όχθη [η] ουσιαστικό (όχθες)
Η όχθη του ποταμού ή της λίμνης είναι η στεριά που βρίσκεται στην άκρη του ποταμού ή της λίμνης και βρέχεται από το νερό. ό-χθη
οχιά [η] ουσιαστικό (οχιές)
Η οχιά είναι ένα επικίνδυνο φίδι που ζει στην Ελλάδα. Το χρώμα του είναι γκρίζο ή καφέ.
Oχιά λέμε και κάποιον άνθρωπο που είναι κακός, ύπουλος κι επικίνδυνος. ο-χιά
όψη [η] ουσιαστικό (όψεις)
Άλλαξε η όψη της κυρίας Μαργαρίτας με το καινούριο χτένισμα. Άλλαξε το πρόσωπό της. Η όψη ενός πράγματος είναι αυτό που εμείς βλέπουμε. «Άλλαξε η όψη της Αθήνας με τους Oλυμπιακούς Αγώνες» είπε η Αλίκη. ό-ψη
|