ξάδελφος [ο], ξαδέλφη [η] ουσιαστικό (ξάδελφοι, ξαδέλφες)
O ξάδελφος ή η ξαδέλφη σου είναι το αγόρι ή το κορίτσι του θείου ή της θείας σου. Η Αλίκη, η κόρη της θείας Κατερίνας, είναι ξαδέλφη του Κώστα και της Αθηνάς. ξαδελφούλης, ξαδελφούλα, ξαδελφάκι ξά-δελ-φος –Λέμε και ξάδερφος και ξαδέρφη. Στον πληθυντικό λέμε και τα ξαδέλφια ή τα ξαδέρφια. Λέμε επίσης και εξάδελφος, εξαδέλφη.
ξακουστός, ξακουστή, ξακουστό επίθετο (ξακουστοί, ξακουστές, ξακουστά)
Όταν κάτι είναι ξακουστό, είναι γνωστό σε πάρα πολύ κόσμο. Oι ξένοι που έρχονται στην Ελλάδα επισκέπτονται την ξακουστή Ακρόπολη των Αθηνών.
φημισμένος, διάσημος άγνωστος ακούω ξα-κου-στός
ξανά επίρρημα
Όταν κάνεις κάτι ξανά, το κάνεις άλλη μία φορά.
«Κώστα, διάβασε το μάθημα ξανά, σε παρακαλώ» είπε η κυρία Μαργαρίτα». Μπορείς να βάλεις το ξανα-μπροστά από άλλες λέξεις για να δείξεις ότι αυτό που λένε οι λέξεις γίνεται μία φορά ακόμα. Η Αθηνά ξανάγραψε την ορθογραφία για να τη μάθει καλά. ξα-νά
ξανθός, ξανθή/ξανθιά, ξανθό επίθετο (ξανθοί, ξανθές/ξανθιές, ξανθά)
Όταν κάποιος έχει ξανθά μαλλιά, τα μαλλιά του έχουν χρώμα προς το ανοιχτό κίτρινο ή χρυσαφί.
(σαν ουσιαστικό) Ξανθιά είναι η γυναίκα που έχει ξανθά μαλλιά. «Κατερίνα, ποια είναι η ξανθιά που παίζει στο έργο;» ρώτησε ο θείος Σταμάτης. ξανθομάλλης, ξανθούλης, ξανθούλα, ξανθούλικος ξαν-θός
ξάπλα [η] ουσιαστικό (ξάπλες) ξαπλώνω
ξαπλώνω ρήμα (ξάπλωσα, θα ξαπλώσω)
Όταν ξαπλώνεις, πέφτεις στο κρεβάτι για να κοιμηθείς ή για να ξεκουραστείς.
στέκομαι όρθιος
Στο έργο ο αστυνομικός έδωσε μία μπουνιά στον κλέφτη και τον ξάπλωσε κάτω. Τον έριξε κάτω.
O θείος Αλέκος αγαπάει πολύ την ξάπλα μπροστά στη τηλεόραση. Τον ξεκουράζει να είναι ξαπλωμένος. «Όλο ξαπλωτός κάθεσαι, θείε» τον πειράζει η Αθηνά. όρθιος ξα-πλώ-νω
ξαστεριά [η] ουσιαστικό (ξαστεριές)
Όταν τη νύχτα έχει ξαστεριά, ο ουρανός είναι καθαρός χωρίς σύννεφα και γεμάτος αστέρια. συννεφιά Όταν έχει ξαστεριά, ο ουρανός είναι ξάστερος.
συννεφιασμένος αστέρι ξα-στε-ριά
ξάστερος, ξάστερη, ξάστερο επίθετο (ξάστεροι, ξάστερες, ξάστερα) ξαστεριά
ξαφνικά επίρρημα ξαφνικός
ξαφνικός, ξαφνική, ξαφνικό επίθετο (ξαφνικοί, ξαφνικές, ξαφνικά)
Όταν κάτι είναι ξαφνικό, συμβαίνει γρήγορα και χωρίς να το περιμένουμε.
Χθες το απόγευμα έπιασε μία ξαφνική βροχή. Η Ροζαλία δεν πρόλαβε να κρυφτεί κι έγινε μούσκεμα. αναμενόμενος Άρχισε να βρέχει ξαφνικά. ξαφνιάζω
ξαφ-νι-κός
ξε-
Πολλές φορές, όταν βάζω το ξε- μπροστά σε μία λέξη, τότε η σημασία της γίνεται αντίθετη απ' ό,τι πριν. Η Αθηνά κόλλησε τ' αυτοκόλλητα στα τετράδιά της αλλά μετά είδε ότι είχε βάλει λάθος αυτοκόλλητα σε δύο τετράδια. Τα ξεκόλλησε ένα ένα και τα ξανακόλλησε σωστά. ξε-
ξεγελώ και ξεγελάω, ξεγελιέμαι ρήμα (ξεγέλασα, θα ξεγελάσω)
Όταν ξεγελάς κάποιον, του λες ψέματα και τον κάνεις να πιστέψει αυτό που θέλεις εσύ ή να κάνει αυτό που θέλεις εσύ. Στο έργο που έβλεπε η θεία Κατερίνα ο κλέφτης ξεγέλασε τη γιαγιά και της πήρε τα χρήματα. κοροϊδεύω
γελώ ξε-γε-λώ
ξεγλιστρώ ρήμα (ξεγλίστρησα, θα ξεγλιστρήσω)
Όταν ξεγλιστράς από κάτι που σε κάνει να αισθάνεσαι άσχημα, καταφέρνεις να ξεφύγεις απ' αυτό. O Κώστας ξεγλίστρησε από την ερώτηση που δεν ήξερε ν' απαντήσει λέγοντας ότι δεν είχε καταλάβει καλά το μάθημα. ξεφεύγω
ξεγλίστρημα γλιστρώ ξε-γλι-στρώ
ξεγυμνώνω, ξεγυμνώνομαι ρήμα (ξεγύμνωσα, θα ξεγυμνώσω)
Όταν ξεγυμνώνεις κάποιον, του βγάζεις όλα τα ρούχα του.
ξεγύμνωμα, γυμνός ξε-γυ-μνώ-νω
ξεθωριάζω ρήμα (ξεθώριασα, θα ξεθωριάσω)
Η κυρία Μαργαρίτα δεν αφήνει τα χρωματιστά ρούχα απλωμένα στον ήλιο για πολλή ώρα, γιατί τα χρώματά τους ξεθωριάζουν. Γίνονται πιο ανοιχτά προς το άσπρο. ξεβάφω ξεθώριασμα ξε-θω-ριά-ζω
ξεκαρδίζομαι ρήμα (ξεκαρδίστηκα, θα ξεκαρδιστώ)
Όταν ξεκαρδίζεσαι στα γέλια,γελάς με την καρδιά σου, πάρα πολύ.
Η Αθηνά και η Ελένη ξεκαρδίστηκαν στα γέλια με τ'ανέκδοτα του Νίκου.
ξεκαρδιστικός, καρδιά ξε-καρ-δί-ζο-μαι
ξεκινώ και ξεκινάω ρήμα (ξεκίνησα, θα ξεκινήσω)
Όταν ξεκινάς να κάνεις κάτι, αρχίζεις να κάνεις κάτι.
O θείος Σταμάτης ξεκίνησε να βλέπει σινεμά από πολύ μικρός. Όταν ξεκινάς από κάπου, φεύγεις από εκεί για να πας κάπου άλλου.
O θείος Σταμάτης ξεκίνησε από το σπίτι για να πάει σινεμά αλλά στο δρόμο κατάλαβε ότι είχε ξεχάσει το πορτοφόλι του. Με το ξεκίνημα του έργου έσβησαν τα φώτα στο σινεμά. ξε-κι-νώ
ξεκουφαίνω, ξεκουφαίνομαι ρήμα (ξεκούφανα, θα ξεκουφάνω)
Όταν ξεκουφαίνεις κάποιον με τις φωνές σου, φωνάζεις τόσο πολύ και τόσο δυνατά, που τον ενοχλείς και δεν μπορεί να σ' ακούσει άλλο.
κουφός ξε-κου-φαί-νω
ξεμαλλιάζω, ξεμαλλιάζομαι ρήμα (ξεμάλλιασα, θα ξεμαλλιάσω)
Όταν ξεμαλλιάζεις κάποιον, τον τραβάς δυνατά από τα μαλλιά, συνήθως επειδή τσακώνεσαι μαζί του.
Όταν σε ξεμαλλιάζει ο αέρας, σου χαλάει το χτένισμα των μαλλιών σου.
μαλλιά ξε-μαλ-λιά-ζω
ξενοδοχείο [το] ουσιαστικό (ξενοδοχεία)
Όταν ταξιδεύουμε μακριά από το σπίτι μας ή κάνουμε διακοπές, μπορούμε να μείνουμε μερικές νύχτες στο ξενοδοχείο.
O ξενοδόχος είναι αυτός που έχει το ξενοδοχείο. ξένος
ξε-νο-δο-χεί-ο
ξένος, ξένη, ξένο επίθετο (ξένοι, ξένες, ξένα)
Όταν κάτι είναι ξένο, δεν είναι δικό σου.
«Δεν πρέπει να πειράζουμε τα ξένα βιβλία και τετράδια» είπε η δασκάλα. Όταν κάποιος είναι ξένος, δεν είναι Έλληνας αλλά κατάγεται από άλλη χώρα.
αλλοδαπός
«Να είσαι πιο ευγενικός μπροστά σε ξένους ανθρώπους» είπε στον κύριο Μιχάλη η θεία του. Μπροστά σε ανθρώπους που δεν ανήκουν στην οικογένειά σου.
(σαν ουσιαστικό) «Να ντυθείς καλά, γιατί έχουμε ξένους απόψε στο σπίτι» είπε η θεία Κατερίνα στο θείο Σταμάτη. Έχουμε επισκέπτες. ξενοδοχείο ξέ-νος
ξενύχτης [ο], ξενύχτισσα [η] ουσιαστικό (ξενύχτηδες και ξενύχτισσες) ξενυχτώ
ξενύχτι [το] ουσιαστικό (ξενύχτια) ξενυχτώ
ξενυχτώ και ξενυχτάω ρήμα (ξενύχτησα, θα ξενυχτήσω)
Όταν ξενυχτάς, μένεις ξύπνιος όλη τη νύχτα ή τις περισσότερες ώρες της νύχτας.
Του κυρίου Γιάννη δεν του αρέσει να ξενυχτάει. Δεν του αρέσει να διασκεδάζει μέχρι το πρωί. «Κάθε Δεκαπενταύγουστο κάνουμε ένα μεγάλο ξενύχτι στο πανηγύρι της Παναγίας» είπε ο Κώστας. «Γινόμαστε κι εμείς ξενύχτηδες» συμπλήρωσε η Αθηνά χαμογελώντας. νύχτα ξε-νυ-χτώ
ξεπαγιάζω ρήμα (ξεπάγιασα, θα ξεπαγιάσω)
«Χθες το βράδυ δεν είχαμε καλοριφέρ, γιατί είχε διακοπή ρεύματος και ξεπαγιάσαμε από το κρύο» είπε η Αθηνά. Κρυώσαμε πάρα πολύ.
ξεπάγιασμα, πάγος ξε-πα-γιά-ζω
ξεπατώνω, ξεπατώνομαι ρήμα (ξεπάτωσα, θα ξεπατώσω)
Τα παπούτσια της Αλίκης ξεπατώθηκαν από το πολύ τρέξιμο. Χάλασαν.
Όταν ξεπατώνεσαι στη δουλειά, κουράζεσαι πάρα πολύ. Η θεία Κατερίνα ξεπατώθηκε στη δουλειά για να καθαρίσει και να ετοιμάσει το σπίτι για τη γιορτή του θείου Σταμάτη. ξεπάτωμα, πάτος ξε-πα-τώ-νω
ξεπερνώ και ξεπερνάω, ξεπερνιέμαι ρήμα (ξεπέρασα, θα ξεπεράσω)
Όταν ξεπερνάς κάποιον, πηγαίνεις μπροστά απ' αυτόν και τον αφήνεις πίσω.
O Ίγκλι ξεπέρασε τον Κώστα κι έφτασε πρώτος στην πόρτα του σχολείου.
προηγούμαι μένω πίσω Όταν ξεπερνάς κάποιον, δείχνεις ότι είσαι καλύτερος απ' αυτόν σε κάτι.
Η Αθηνά ξεπέρασε όλους τους συμμαθητές της στο διαγώνισμα της αριθμητικής.
βγαίνω πρώτος O αγώνας ξεπέρασε τη μία ώρα. Κράτησε πάνω από μία ώρα.
περνώ ξε-περ-νώ
ξεπετώ, ξεπετάγομαι ρήμα (ξεπέταξα, θα ξεπετάξω)
Όταν ξεπετάς κάτι, το τελειώνεις πολύ γρήγορα.
O Κώστας ξεπέταξε το διάβασμα για να παίξει ποδόσφαιρο. Όταν ξεπετάγεσαι, εμφανίζεσαι ξαφνικά μπροστά σε κάποιον χωρίς να το περιμένει. O σκύλος του κυρίου Μιχάλη ξεπετάχτηκε μπροστά στην Ελένη και την τρόμαξε. ξεπέταγμα ξε-πε-τώ
ξεπηδώ και ξεπηδάω ρήμα (ξεπήδησα, θα ξεπηδήσω)
Όταν κάτι ξεπηδά, βγαίνει προς τα πάνω μέσα από κάτι άλλο. «Κοίτα το νερό που ξεπηδάει από την πηγή» είπε ο θείος Αλέκος στην Αθηνά. ξεπετάγομαι
πηδώ ξε-πη-δώ
ξεπλένω, ξεπλένομαι ρήμα (ξέπλυνα, θα ξεπλύνω)
Όταν ξεπλένεις κάτι, του ρίχνεις καθαρό νερό για να φύγει η σαπουνάδα και να τελειώσεις έτσι το πλύσιμό του. Η Αλίκη ξεπλένει καλά τα μαλλιά της, όταν λούζεται για να μη μείνει σαμπουάν πάνω τους. πλένω ξε-πλέ-νω
ξεριζώνω, ξεριζώνομαι ρήμα (ξερίζωσα, θα ξεριζώσω)
O δυνατός αέρας ξερίζωσε το δέντρο που είναι έξω από το σπίτι του κυρίου Μιχάλη. Το έβγαλε από το χώμα με τις ρίζες τους.
ρίζα ξε-ρι-ζώ-νω
ξεσηκώνω, ξεσηκώνομαι ρήμα (ξεσήκωσα, θα ξεσηκώσω)
Όταν ξεσηκώνεις κάποιον, του χαλάς την ηρεμία και την ησυχία.
O κύριος Μιχάλης ξεσήκωσε όλη τη γειτονιά με τις φωνές του. Όταν ξεσηκώνεις κάποιον, τον κάνεις να θέλει να βγει έξω να διασκεδάσει. Εκείνος τότε ξεσηκώνεται. O Κώστας και ο Νίκος είδαν τον καλό καιρό και ξεσηκώθηκαν για να πάνε εκδρομή. σηκώνω ξε-ση-κώ-νω
Αν θέλεις να μάθεις τι έγινε με τη Ροζαλία που χάθηκε, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις αναστατώνω, ανησυχώ, εξαφανίζομαι, βρίσκω, καταφεύγω, κουλουριάζω, κουνώ, χαίρομαι, χοροπηδώ
ξεσκονόπανο [το] ουσιαστικό (ξεσκονόπανα) ξεσκονίζω
ξεσπώ και ξεσπάω ρήμα (ξέσπασα, θα ξεσπάσω)
Όταν κάτι ξεσπά, τότε γίνεται απότομα και με μεγάλη δύναμη. Χθες ξέσπασε δυνατή βροχή και γέμισαν οι δρόμοι με νερά. Η Αθηνά δεν έβρισκε τη Ροζαλία και ξέσπασε σε κλάματα, όταν της είπαν ότι είχε χαθεί στη βροχή. ξε-σπώ
ξετρελαίνω, ξετρελαίνομαι ρήμα (ξετρελάθηκα, θα ξετρελαθώ)
Όταν κάτι σε ξετρελαίνει, σου αρέσει πάρα πολύ, σ' ενθουσιάζει.
Το καινούργιο ποδήλατο ξετρέλανε την Αθηνά. ξεμυαλίζω
τρελαίνω, τρελός, τρέλα ξε-τρε-λαί-νω
ξεφεύγω ρήμα (ξέφυγα, θα ξεφύγω)
Όταν ξεφεύγεις, καταφέρνεις να φύγεις μακριά από κάποιον που σε κυνηγά.
Η Ροζαλία έτρεχε πολύ γρήγορα και ξέφυγε από το σκύλο που την κυνηγούσε. Όταν κάτι σου ξεφεύγει, μετακινείται από τη θέση που βρίσκεται. «Μου ξέφυγε το βάζο από τα χέρια κι έπεσε στο πάτωμα» είπε ο Κώστας στη μητέρα του.
Όταν κάτι σου ξεφεύγει, λες ένα μυστικό ή μία άσχημη λέξη που δεν έπρεπε να πεις. «Πρόσεξε μη σου ξεφύγει τίποτε» είπε η Αθηνά στον Κώστα. «Θα χαλάσει η έκπληξη που ετοιμάζουμε για τη γιορτή του θείου Σταμάτη». ξε-φεύ-γω
ξεφλουδίζω, ξεφλουδίζομαι ρήμα (ξεφλούδισα, θα ξεφλουδίσω)
Όταν ξεφλουδίζεις ένα φρούτο, βγάζεις τη φλούδα που έχει και κρατάς το υπόλοιπο. Της Αθηνάς της αρέσουν πιο πολύ οι μπανάνες,
γιατί τις ξεφλουδίζει πιο εύκολα από τ' άλλα φρούτα.
Όταν ξεφλουδίζεις ή ξεφλουδίζεσαι, βγαίνουν μικρά κομμάτια ξερό δέρμα από τα χέρια και το πρόσωπό σου, επειδή ξεράθηκαν από τον ήλιο και τη θάλασσα.
φλούδα ξε-φλου-δί-ζω
ξεφορτώνω, ξεφορτώνομαι ρήμα (ξεφόρτωσα, θα ξεφορτώσω)
Oι εργάτες έτρεξαν να ξεφορτώσουν το φορτηγό. Έτρεξαν να βγάλουν τα πράγματα από το φορτηγό.
Η θεία Κατερίνα αγόρασε καινούρια έπιπλα και θέλει να ξεφορτωθεί τα παλιά. Θέλει να διώξει τα παλιά, γιατί την ενοχλούν.
φορτίο, φορτώνω ξε-φορ-τώ-νω
ξέφτι [το] ουσιαστικό (ξέφτια) ξεφτίζω
ξεφτίζω ρήμα (ξέφτισα, θα ξεφτίσω)
Όταν ένα ρούχο ξεφτίζει, ξηλώνεται σιγά σιγά, επειδή το φοράμε συνέχεια.
«Μην το βάλεις αυτό το παντελόνι, Αθηνά!» είπε κυρία Μαργαρίτα. «Έχει αρχίσει να ξεφτίζει και πρέπει να το ράψουμε». Όταν κάτι ξεφτίζει, γεμίζει ξέφτια, δηλαδή κρέμονται από τις άκρες του μικρές κλωστές. ξε-φτί-ζω
ξεφυλλίζω ρήμα (ξεφύλλισα, θα ξεφυλλίσω)
Όταν ξεφυλλίζεις ένα βιβλίο ή ένα περιοδικό, γυρίζεις ένα ένα τα φύλλα του γρήγορα και διαβάζεις πολύ λίγες λέξεις σε κάθε σελίδα, συνήθως αυτές που έχουν έντονα ή χρωματιστά γράμματα και μεγάλο μέγεθος ή βλέπεις μόνο τις εικόνεςπου υπάρχουν.
φύλλο ξε-φυλ-λί-ζω
ξεφυτρώνω ρήμα (ξεφύτρωσα, θα ξεφυτρώσω)
Όταν κάποιος ξεφυτρώνει, παρουσιάζεται ξαφνικά χωρίς να τον περιμένει κανείς.
«Από πού ξεφύτρωσε πάλι αυτός;» ρώτησε ο Ίγκλι, όταν είδε το σκύλο του κυρίου Μιχάλη να έρχεται ξαφνικά μπροστά του. ξεπετάγομαι
φυτρώνω ξε-φυ-τρώ-νω
ξεφωνητό [το] ουσιαστικό (ξεφωνητά) ξεφωνίζω
ξεφωνίζω ρήμα (ξεφώνισα, θα ξεφωνίσω)
Όταν ξεφωνίζεις, φωνάζεις πολύ δυνατά.
-Τι ξεφωνίζεις έτσι, Μιχάλη; -Κάποιος έσπασε το τζάμι, θεία!
O κύριος Μιχάλης χάλασε τον κόσμο με τα ξεφωνητά του. φωνή
ξε-φω-νί-ζω
ξέφωτο [το] ουσιαστικό (ξέφωτα)
Το ξέφωτο είναι ένα κομμάτι γης μέσα στο δάσος που δεν έχει καθόλου δέντρα. φως ξέ-φω-το
ξεχασιάρης, ξεχασιάρα, ξεχασιάρικο επίθετο (ξεχασιάρηδες, ξεχασιάρες, ξεχασιάρικα) ξεχνώ
ξεχειλίζω ρήμα (ξεχείλισα, θα ξεχειλίσω)
Όταν το ποτήρι ξεχειλίζει, τότε το ποτήρι έχει γεμίσει και το νερό χύνεται απέξω.
«Σταμάτα, μη βάζεις άλλο νερό, το ποτήρι έχει ξεχειλίσει και θα βρέξεις το τραπεζομάντιλο!» φώναξε ο θείος Τάκης στην Αθηνά. Λέμε ότι ξεχείλισε το ποτήρι, όταν θέλουμε να δείξουμε ότι δεν έχουμε πια υπομονή. O θείος Αλέκος λέει ότι με το ξεχείλισμα του ποταμού γέμισαν με νερό όλα τα χωράφια του χωριού. χείλος ξε-χει-λί-ζω
ξεχειλώνω ρήμα (ξεχείλωσα, θα ξεχειλώσω)
Όταν τα ρούχα σου ξεχειλώνουν, τότε γίνονται πιο φαρδιά και μεγάλα απ' ό,τι πριν. «Μην τραβάς την μπλούζα σου έτσι, θα την ξεχειλώσεις!» είπε η κυρία Μαργαρίτα στον Κώστα. ξεχείλωμα ξε-χει-λώ-νω
ξεχωρίζω ρήμα (ξεχώρισα, θα ξεχωρίσω)
O Κώστας ξεχώρισε τις ξύλινες μπογιές από τους μαρκαδόρους. Έβαλε τις μπογιές αλλού και τους μαρκαδόρους αλλού. Η δασκάλα της Αθηνάς δεν ξεχωρίζει κανένα παιδί, όλα τ' αγαπά το ίδιο.
προτιμώ
Μέσα στο σκοτάδι δεν ήταν εύκολο να ξεχωρίσεις αν ήταν η Ροζαλία ή άλλη γάτα. Δεν ήταν εύκολο να καταλάβεις. διακρίνω O Κώστας βάζει τις ξύλινες μπογιές και τους μαρκαδόρους σε ξεχωριστές θήκες στην κασετίνα του.
χωριστός, διαφορετικός ξε-χω-ρί-ζω
ξηλώνω, ξηλώνομαι ρήμα (ξήλωσα, θα ξηλώσω)
Όταν ξηλώνεις ένα ρούχο, ξεχωρίζεις τις ραφές του κόβοντας τις κλωστές που τις ενώνουν. Η μητέρα του Ίγκλι έραψε τη μπλούζα που ξηλώθηκε.
O αέρας ήταν τόσο δυνατός, που ξήλωσε τα κεραμίδια από τη σκεπή του σπιτιού του κυρίου Μιχάλη. Τα έβγαλε με βίαιο τρόπο από τη θέση που ήταν.
ξήλωμα ξη-λώ-νω
ξημέρωμα [το] ουσιαστικό (ξημερώματα) ξημερώνω
ξημερώνω, ξημερώνομαι ρήμα (ξημέρωσα, θα ξημερώσω)
Όταν ξημερώνει, τότε αρχίζει να φαίνεται το πρώτο φως της ημέρας.
Όταν ξημερώνεσαι, μένεις όλη την νύχτα ξύπνιος, χωρίς να κοιμηθείς, μέχρι ν' αρχίσει να φωτίζει η επόμενη ημέρα. ξενυχτώ Το ξημέρωμα της Κυριακής βρήκε έτοιμους τον Κώστα και την Αθηνά να πάνε για ψάρεμα με τη βάρκα του θείου Τάκη. ξη-με-ρώ-νω
ξηρά [η] ουσιαστικό
Η ξηρά είναι τα μεγάλα κομμάτια της γης που δε σκεπάζονται από νερό.
στεριά ξερός ξη-ρά
ξηρασία [η] ουσιαστικό (ξηρασίες)
Ξηρασία έχουμε, όταν δε βρέχει καθόλου για πολλούς μήνες.
υγρασία ξερός, ξεραίνομαι ξη-ρα-σί-α
ξίδι [το] ουσιαστικό (ξίδια)
Το ξίδι είναι ένα καφετί ξινό υγρό που το ρίχνουμε στο φαγητό μας για να δίνει γεύση. ξί-δι
ξινός, ξινή, ξινό επίθετο (ξινοί, ξινές, ξινά)
Ξινός είναι αυτός που η γεύση του μοιάζει με τη γεύση του ξιδιού ή του λεμονιού.
ξινίζω, ξινίλα,ξινούτσικος ξι-νός
ξίφος [το] ουσιαστικό (ξίφη)
Το ξίφος είναι ένα όπλο με μία μακριά λεπίδα που κόβει και από τις δύο μεριές. σπαθί
Η ξιφασκία είναι άθλημα. ξί-φος
ξοδεύω, ξοδεύομαι ρήμα (ξόδεψα, θα ξοδέψω)
Όταν ξοδεύεις τα χρήματά σου,δίνεις χρήματα για ν' αγοράσεις πολλά και διάφορα πράγματα. Όταν ξοδεύεσαι, ξοδεύεις πολλά χρήματα. Κάνεις πολλά έξοδα.
Η Αθηνά ξόδεψε όλα τα χρήματά της αγοράζοντας τσίχλες και καραμέλες.
Το αυτοκίνητο του κυρίου Μιχάλη ξοδεύει λίγη βενζίνη. Καίει λίγη βενζίνη.
«Δεν πιστεύω να ξοδέψεις όλο σου το χρόνο στο ποδόσφαιρο;» είπε η κυρία Μαργαρίτα στον Κώστα. έξοδα ξο-δεύ-ω
ξύλο [το] ουσιαστικό (ξύλα)
O κορμός και τα κλαδιά των δέντρων είναι από ξύλο. Με το ξύλο φτιάχνουμε έπιπλα, πόρτες και άλλα αντικείμενα. Ξύλο λέμε κι ένα κομμάτι ξύλο.
Λέμε ότι δίνεις ή ρίχνεις ξύλο σε κάποιον, όταν τον δέρνεις. Ακόμη λέμε ότι τρως ξύλο, όταν σε δέρνουν. Όταν πέφτει ξύλο, γίνεται καβγάς. Το αγαπημένο παγωτό του Κώστα είναι το παγωτό ξυλάκι. ξυλοκόπος, ξυλουργός ξύ-λο
ξυλοκόπος [ο] ουσιαστικό (ξυλοκόποι)
O ξυλοκόπος κόβει ξύλα στο δάσος.
O ξυλουργός δουλεύει κάθε μέρα στο ξυλουργείο του φτιάχνοντας ξύλινες πόρτες κι έπιπλα. ξυ-λο-κό-πος
ξυλουργείο [το] ουσιαστικό (ξυλουργεία) ξυλοκόπος
ξυλουργός [ο] ουσιαστικό (ξυλουργοί) ξυλοκόπος
ξύνω, ξύνομαι ρήμα (έξυσα, θα ξύσω)
Όταν ξύνεις το κεφάλι σου ή το χέρι σου, τα τρίβεις με τα νύχια του χεριού σου απαλά το κεφάλι σου ή το χέρι σου.
Τον καημένο τον Κώστα! Στην εκδρομή τον τσίμπησε ένα κουνούπι στο χέρι και όλο το ξύνει.
Όταν ξύνεις το μολύβι σου, το κάνεις να έχει λεπτή μύτη.
Η Αθηνά έξυσε τις μπογιές της και όταν τελείωσε το ξύσιμο, άρχισε να ζωγραφίζει. Με την ξύστρα ξύνεις το μολύβι σου. ξύσιμο ξύ-νω
ξυπνητήρι [το] ουσιαστικό (ξυπνητήρια) ξυπνώ
ξύπνιος, ξύπνια, ξύπνιο επίθετο (ξύπνιοι, ξύπνιες, ξύπνια) ξυπνώ
ξυπνώ και ξυπνάω ρήμα (ξύπνησα, θα ξυπνήσω)
Όταν ξυπνάς, σταματάς να κοιμάσαι. O Κώστας ξύπνησε πιο αργά σήμερα.
«Μην ξυπνάς τον Κώστα, άφησέ τον να κοιμηθεί λίγο ακόμη, είναι άρρωστος» είπε η κυρία Μαργαρίτα στην Αθηνά. Του Κώστα δεν του αρέσει το πρωινό ξύπνημα. Σήμερα δεν άκουσε το ξυπνητήρι που χτυπούσε. Η Αθηνά που ήταν ξύπνια έκλεισε το ρολόι κι έτρεξε να τον ξυπνήσει για να μην αργήσουν στο σχολείο. ξυ-πνώ
ξυπόλητος, ξυπόλητη, ξυπόλητο επίθετο (ξυπόλητοι, ξυπόλητες, ξυπόλητα)
Ξυπόλητος είναι αυτός που δε φοράει παπούτσια.
O Ίγκλι περπατάει ξυπόλητος μέσα στο σπίτι του το καλοκαίρι. ξυ-πό-λη-τος
ξυραφάκι [το] ουσιαστικό (ξυραφάκια) ξυρίζω
ξυρίζω, ξυρίζομαι ρήμα (ξύρισα, θα ξυρίσω)
Όταν κάποιος ξυρίζεται ή ξυρίζει το πρόσωπό του, κόβει τις τρίχες του προσώπου του με ξυραφάκι ή ξυριστική μηχανή πολύ κοντά στη ρίζα για να μη φαίνονται.
O κύριος Γιάννης ξυρίζεται κάθε πρωί. Χρειάζεται αρκετό χρόνο για το ξύρισμά του κάθε πρωί. ξυ-ρί-ζω
ξυριστική μηχανή [η] ουσιαστικό (ξυριστικές μηχανές) ξυρίζω
ξύστρα [η] ουσιαστικό (ξύστρες) ξύνω
-Με χρησιμοποιείς κάθε μέρα στο σχολείο. Τι είμαι; ..................................
|