βαγόνι [το] ουσιαστικό (βαγόνια) Το βαγόνι ενός τρένου είναι το μέρος όπου κάθονται και μεταφέρονται οι επιβάτες. Ένα τρένο έχει δύο, ή περισσότερα βαγόνια και μία μηχανή που τα σέρνει. βα-γό-νι
βαδίζω ρήμα (βάδισα, θα βαδίσω) Όταν βαδίζεις, περπατάς, δηλαδή προχωράς βάζοντας το ένα πόδι μπροστά από το άλλο. Η θεία του κυρίου Μιχάλη δεν μπορεί να βαδίσει χωρίς μπαστούνι.
βα-δί-ζω
βάζο [το] ουσιαστικό (βάζα)
Το βάζο είναι ένα δοχείο που το γεμίζουμε με νερό για να βάλουμε μέσα λουλούδια. ανθοδοχείο
Το βάζο είναι κι ένα γυάλινο δοχείο που μέσα του βάζουμε τρόφιμα.
Η Αθηνά άνοιξε το βάζο με το γλυκό κι άρχισε να τρώει. βά-ζο
βάζω ρήμα (έβαλα, θα βάλω) Όταν βάζεις κάτι κάπου, του αλλάζεις θέση.
Πριν πάει για ύπνο, η Αθηνά παίρνει όλα της τα παιχνίδια από το σαλόνι και τα βάζει στο δωμάτιό της. τοποθετώ Όταν βάζεις τα ρούχα σου, τα φοράς.
Όταν η ομάδα σου βάζει τα περισσότερα γκολ στο ποδόσφαιρο, κερδίζει.
Λέμε ότι το βάζεις στα πόδια, όταν τρέχεις μακριά από κάτι που σε φοβίζει.
O Κώστας γκρίνιαξε, γιατί η κυρία Μαργαρίτα τον έβαλε να διαβάσει όλα τα μαθήματά του προτού πάει να παίξει ποδόσφαιρο. Τον υποχρέωσε να διαβάσει, ενώ ο Κώστας δεν ήθελε. βά-ζω
βάθος [το] ουσιαστικό (βάθη) βαθύς
βαλίτσα [η] ουσιαστικό (βαλίτσες)
Όταν θέλουμε να ταξιδέψουμε, παίρνουμε μαζί μας μία βαλίτσα με ρούχα. Oι βαλίτσες έχουν χερούλι για να τις κρατάμε στο χέρι και καμιά φορά ρόδες για να τις σέρνουμε όταν είναι βαριές.
βα-λί-τσα
βάλτος [ο] ουσιαστικό (βάλτοι) O βάλτος είναι ένα μέρος με ακίνητα νερά και πολλή λάσπη. Μέσα στη λάσπη φυτρώνουν καλαμιές και ζουν βατράχια και πολλά κουνούπια. βάλ-τος
βαμβάκι [το] ουσιαστικό (βαμβάκια) Το βαμβάκι είναι φυτό που φυτρώνει σε ζεστές χώρες όπως η Ελλάδα. O καρπός του είναι φουντωτός, άσπρος, απαλός και πολύ ελαφρύς. Με το βαμβάκι φτιάχνουμε βαμβακερά υφάσματα αλλά το χρησιμοποιούμε και για να καθαρίσουμε πληγές.
βαμ-βά-κι
βανίλια [η] ουσιαστικό (βανίλιες) Η βανίλια είναι ο καρπός ενός φυτού που φυτρώνει σ' εξωτικές χώρες. Με τη σκόνη που παίρνουμε απ' αυτό το φυτό δίνουμε άρωμα βανίλια στα παγωτά και τα γλυκά. βα-νί-λια
βαπόρι [το] ουσιαστικό (βαπόρια) Με τα βαπόρια ταξιδεύουμε στη θάλασσα. πλοίο, καράβι βα-πό-ρι
βαρέλι [το] ουσιαστικό (βαρέλια)
Το βαρέλι είναι ένα πολύ μεγάλο στρογγυλό δοχείο, φτιαγμένο από λωρίδες ξύλου. Είναι πλατύ στη μέση και στενεύει στις δύο άκρες. Σε βαρέλια βάζουμε συνήθως κρασί ή άλλα ποτά.
Βαρέλι είναι και το περιεχόμενο ενός βαρελιού.
«Φέτος φτιάξαμε πολλά βαρέλια κρασί» είπε ο θείος Αλέκος.
Λέμε ότι κάποιος είναι σαν βαρέλι, όταν είναι πολύ χοντρός.
βα-ρέ-λι
βαρετός, βαρετή, βαρετό επίθετο (βαρετοί, βαρετές, βαρετά) βαριέμαι
βάρκα [η] ουσιαστικό (βάρκες)
Η βάρκα είναι ένα μικρό καράβιπου κινείται με κουπιά ή με μηχανή. Με τη βάρκα πάμε για ψάρεμα ή για βόλτα στη θάλασσα. βάρ-κα
βάρος [το] ουσιαστικό (βάρη) βαρύς
Αν θέλεις να μάθεις τι έγινε με τη Ροζαλία που χάθηκε, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις αναστατώνω, ανησυχώ, εξαφανίζομαι, βρίσκω, καταφεύγω, κουλουριάζω, κουνώ, χαίρομαι, χοροπηδώ
βασανίζω, βασανίζομαι ρήμα (βασάνισα, θα βασανίσω) Όταν κάποιος ή κάτι σε βασανίζει, σε ταλαιπωρεί, σε στεναχωρεί ή σε πονάει.
Την Αθηνά τη βασανίζει η σκέψη πως η Ροζαλία μπορεί να έπαθε κάποιο κακό.
Όταν βασανίζεις κάποιον, του κάνεις βασανιστήρια. βα-σα-νί-ζω
βασανιστήριο [το] ουσιαστικό (βασανιστήρια) βασανίζω
βάση [η] ουσιαστικό (βάσεις) Η Ροζαλία τρώει το φαγητό της από ένα πλαστικό δοχείο που στη βάση του γράφει τ' όνομά της. Εκεί όπου στηρίζεται το δοχείο. βά-ση
βάτραχος [ο] ουσιαστικό (βάτραχοι)
O βάτραχος είναι ένα μικρό ζώο με λείο πράσινο δέρμα. Πίσω έχει δύο μεγάλα πόδια που μοιάζουν με βατραχοπέδιλα και μπροστά δύο πιο μικρά. Προχωράει πηδώντας και κολυμπώντας και μπορεί να ζήσει μέσα κι έξω από το νερό. Όταν ο βάτραχος θέλει να φωνάξει, κάνει κουάξ κουάξ. βατραχοπέδιλο
βά-τρα-χος
βαφτίζω, βαφτίζομαι ρήμα (βάφτισα, θα βαφτίσω) Όταν ο παπάς βαφτίζει ένα παιδί στην εκκλησία, το βουτάει στο νερό με τη βοήθεια του νονού και του δίνει ένα όνομα.
Η θεία Κατερίνα και ο θείος Σταμάτης θα βαφτίσουν το μωρό τους Δημήτρη.
Όταν βαφτίζεις κάτι ή κάποιον του δίνεις ένα όνομα.
Η Αθηνά βάφτισε τη γάτα της Ροζαλία, γιατί η γούνα της είναι ροζ.
Η θεία Κατερίνα κάλεσε πολύ κόσμο στα βαφτίσια του γιου της. βα-φτί-ζω
βαφτίσια [τα] ουσιαστικό βαφτίζω
βάφω, βάφομαι ρήμα (έβαψα, θα βάψω) Όταν βάφεις κάτι, το χρωματίζεις, του βάζεις χρώμα.
«Φέτος το καλοκαίρι θα βάψουμε το σπίτι άσπρο» είπε η κυρία Μαργαρίτα.
Όταν μία γυναίκα βάφεται, βάζει μακιγιάζ στο πρόσωπό της, στα μάτια, στα χείλια και στα μάγουλά της.
Λέμε ότι τα βάφεις μαύρα, όταν είσαι πολύ στενοχωρημένος. «Το βάψιμο του σπιτιού θα πάρει καιρό να τελειώσει» είπε η Μαργαρίτα στην Αθηνά. βά-φω
βγάζω ρήμα (έβγαλα, θα βγάλω) Όταν βγάζεις κάτι, το βάζεις έξω από εκεί που ήταν.
O θείος Τάκης είχε ταξίδι. Έβγαλε τα ρούχα του από την ντουλάπα και τα έβαλε στη βαλίτσα του. βάζω
Όταν βγάζεις κάτι στο σώμα σου, αποκτάς κάτι πάνω σου που δεν το είχες πριν.
Η Αθηνά έβγαλε ένα σπυράκι στο μάγουλο.
Όταν βγάζεις τα ρούχα σου, ξεντύνεσαι.
ξεντύνομαι, γδύνομαι βάζω, φοράω, ντύνομαι
Λέμε ότι βγάζεις κάτι από το μυαλό σου, όταν το φαντάζεσαι χωρίς να έχει συμβεί πραγματικά. βγά-ζω
βγαίνω ρήμα (βγήκα, θα βγω) Όταν βγαίνεις από κάπου, πηγαίνεις έξω από εκεί που ήσουν.
Όταν η Αθηνά βγήκε από το σπίτι για να πάει στο σχολείο, είχε πια ξημερώσει.
μπαίνω
Όταν βγαίνεις έξω, φεύγεις από το σπίτι και πηγαίνεις κάπου να διασκεδάσεις.
Oι γονείς του Κώστα βγαίνουν έξω κάθε Σάββατο.
Λέμε ότι βγαίνει ο ήλιος, όταν εμφανίζεται στον ουρανό και γίνεται μέρα ή όταν φεύγουν τα σύννεφα που τον έκρυβαν. κρύβομαι
Όταν βγαίνεις πρώτος σε κάτι, είσαι ο καλύτερος απ' όλους σ' αυτό.
Η Αλίκη βγήκε πρώτη στο τρέξιμο. νικώ χάνω βγαί-νω
Πώς θα ονομάσουν το μωρό της θείας Kατερίνας; Ψάξε στις λέξεις βαφτίζω, μπέμπης
Γιατί η Aθηνά βάφτισε τη γάτα της Pοζαλία; Ψάξε στις λέξεις βαφτίζω, ροζ
βέβαιος, βέβαιη, βέβαιο επίθετο (βέβαιοι, βέβαιες, βέβαια) Όταν κάποιος είναι βέβαιος πως κάτι θα γίνει, το ξέρει πολύ καλά, το πιστεύει.
O Κώστας είναι βέβαιος πως η ομάδα του θα νικήσει στο ποδόσφαιρο.
Λέει μάλιστα πως το πρωτάθλημα το έχουν βέβαιο. Το έχουν σίγουρο.
σίγουρος «Θα μπορέσεις να έρθεις στο πάρτι μου το Σάββατο;» ρώτησε η Αθηνά τον Ίγκλι. «Και βέβαια θα έρθω!» απάντησε εκείνος. βέ-βαι-ος
βελάζω ρήμα (βέλαξα, θα βελάξω) Ένα πρόβατο ή μία κατσίκα βελάζουν, κάνουν μπεεε-μπεεεε, φωνάζουν δηλαδή με το δικό τους τρόπο. βε-λά-ζω
βελανίδι [το] ουσιαστικό (βελανίδια)
Το βελανίδι είναι μικρό, έχει καφέ σκληρή φλούδα κι είναι η αγαπημένη τροφή των σκίουρων. Είναι ο καρπός ενός δέντρου, της βελανιδιάς. Το ξύλο της βελανιδιάς είναι σκληρό, γι' αυτό το χρησιμοποιούμε για να φτιάξουμε έπιπλα και πατώματα.
βε-λα-νί-δι
βελόνα [η] ουσιαστικό (βελόνες) Η βελόνα που χρησιμοποιούμε για το ράψιμο ή το κέντημα έχει μία μικρή τρύπα για να περνάμε την κλωστή. Η μύτη της τρυπάει, γι' αυτό προσέχουμε να μην τρυπηθούμε.
Υπάρχουν και μεγάλες βελόνες χωρίς τρύπα, οι βελόνες για το πλέξιμο.
Η θεία Κατερίνα πήρε κλωστή και βελόνα και με δύο τρεις βελονιές έραψε το σκισμένο τραπεζομάντιλο. βε-λό-να
βελονιά [η] ουσιαστικό (βελονιές) βελόνα
βέλος [το] ουσιαστικό (βέλη)
Το βέλος είναι ένα όπλο που χρησιμοποιούσαν παλιότερα οι Ινδιάνοι στις μάχες.
Το βέλος είναι ξύλινο, λεπτό κι έχει μία μύτη στην άκρη που τρυπάει. Για να το πετάξει κανείς μακριά, χρειάζεται ένα τόξο.
Το βέλος είναι ένα ζωγραφισμένο σημάδι που μας δείχνει προς τα πού να πάμε. βέ-λος
Δες κέντρο, κατεύθυνση
βελούδο [το] ουσιαστικό (βελούδα) Το βελούδο είναι ένα ακριβό ύφασμα με πολύ μαλακό και γυαλιστερό χνούδι. Με το βελούδο φτιάχνουμε ρούχα, τραπεζομάντιλα και ντύνουμε καναπέδες και πολυθρόνες. βε-λού-δο
βενζίνη [η] ουσιαστικό (βενζίνες) αυτοκίνητο, ντεπόζιτο
βεράντα [η] ουσιαστικό (βεράντες) Η βεράντα είναι ο εξωτερικός χώρος μπροστά ή πίσω από ένα διαμέρισμα που βρίσκεται σε κάποιον όροφο πολυκατοικίας. Καθόμαστε έξω στη βεράντα, όταν έχει καλό καιρό. Είναι σαν μεγάλο μπαλκόνι. βε-ρά-ντα
βέργα [η] ουσιαστικό (βέργες) Μία βέργα είναι ένα μακρύ και λεπτό κλαδί που του έχουμε βγάλει τα φύλλα. Βέργα λέμε και κάθε λεπτό ραβδί από ξύλο, μέταλλο ή πλαστικό. βίτσα, ραβδί
βέρ-γα
βερίκοκο [το] ουσιαστικό (βερίκοκα) Το βερίκοκο είναι ένα φρούτο που τρώμε στην αρχή της άνοιξης. Είναι μικρό, στρογγυλό, σχεδόν πορτοκαλί κι έχει ένα μεγάλο κουκούτσι.
Το δέντρο που κάνει βερίκοκα το λέμε βερικοκιά.
βε-ρί-κο-κο
βερνίκι [το] ουσιαστικό (βερνίκια) Με το βερνίκι βάφουμε ή γυαλίζουμε τα παπούτσια μας. Είναι υγρό και μυρίζει πολύ. Υπάρχουν και βερνίκια για να βάφουμε ή να γυαλίζουμε τα νύχια μας, τα έπιπλα ή ένα ξύλινο πάτωμα. βερ-νί-κι
βήμα [το] ουσιαστικό (βήματα) Κάνεις ένα βήμα, όταν βάζεις το ένα πόδι μπροστά από το άλλο για να περπατήσεις. O Κώστας έκανε δύο τρία βήματα με κόπο. Είχε χτυπήσει το πόδι του και δεν μπορούσε να προχωρήσει άλλο.
Τα βήματα ενός χορού είναι οι κινήσεις που κάνει με τα πόδια του ο χορευτής για να χορέψει. Στο σχολείο η Αλίκη έμαθε τα βήματα του καλαματιανού.
Η Αθηνά βημάτιζε πάνω κάτω στο δωμάτιό της και προσπαθούσε να σκεφτεί πού πήγε η Ροζαλία. βή-μα
βηματίζω ρήμα (βημάτισα, θα βηματίσω) βήμα
βήχας [ο] ουσιαστικό βήχω
βιαστικός, βιαστική, βιαστικό επίθετο (βιαστικοί, βιαστικές, βιαστικά) βιάζομαι
βιβλίο [το] ουσιαστικό (βιβλία)
Το βιβλίο είναι πολλά φύλλα χαρτιού πιασμένα μεταξύ τους.
Κάθε βιβλίο έχει ένα εξώφυλλο με τον τίτλο του βιβλίου και τ' όνομα του συγγραφέα. Για να το διαβάσουμε,γυρίζουμε τα φύλλα του. βιβλιοθήκη, βιβλιοπωλείο, βιβλιοπώλης βι-βλί-ο
βιβλιοθήκη [η] ουσιαστικό (βιβλιοθήκες) Η βιβλιοθήκη είναι ένα έπιπλο όπου βάζουμε βιβλία.
Η βιβλιοθήκη είναι ο χώρος που έχει πολλά βιβλία και τραπέζια με καρέκλες γι' αυτούς που θέλουν να τα διαβάσουν. Η δασκάλα είπε στα παιδιά πως αν θέλουν, μπορούν να δανειστούν βιβλία από τη βιβλιοθήκη του σχολείου.
βιβλίο, βιβλιοπωλείο, βιβλιοπώλης βι-βλι-ο-θή-κη
βιβλιοπωλείο [το] ουσιαστικό (βιβλιοπωλεία)
O βιβλιοπώλης πουλάει βιβλία στο μαγαζί του, το βιβλιοπωλείο.
βιβλίο, βιβλιοθήκη
βι-βλι-ο-πω-λεί-ο
βίδα [η] ουσιαστικό (βίδες) Η βίδα μοιάζει με καρφί. Για να μπει μέσα στο ξύλο ή στον τοίχο, δεν τη χτυπάμε με σφυρί αλλά τη γυρίζουμε με κατσαβίδι.
Όταν βιδώνεις κάτι, το στερεώνεις με βίδες χρησιμοποιώντας ένα κατσαβίδι. Η κυρία Μαργαρίτα βίδωσε ένα ράφι στον τοίχο της κουζίνας. ξεβιδώνω βί-δα
βιδώνω ρήμα (βίδωσα, θα βιδώσω) βίδα
βίντεο [το] ουσιαστικό O κύριος Γιάννης γράφει στο βίντεο ή στο ντιβιντί τα κινούμενα σχέδια που παίζει η τηλεόραση και τα παιδιά τα βλέπουν την Κυριακή που δεν έχουν σχολείο.
βί-ντε-ο
-Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό. Δες ντιβιντί
βιολί [το] ουσιαστικό (βιολιά) Το βιολί είναι ένα ξύλινο μουσικό όργανο με τέσσερις χορδές. Για να παίξουμε βιολί, το στηρίζουμε ανάμεσα στον ώμο και το σαγόνι μας. O ήχος βγαίνει με τη βοήθεια του δοξαριού που περνάει απαλά πάνω από τις χορδές.
βιο-λί 'τα μουσικά όργανα'
βιτρίνα [η] ουσιαστικό (βιτρίνες) Η βιτρίνα είναι το μεγάλο τζάμι στο μπροστινό μέρος ενός μαγαζιού. Εκεί βλέπεις τα πράγματα που πουλιούνται μέσα στο μαγαζί. Η Αθηνά και η μαμά της βγήκαν για να χαζέψουν τις βιτρίνες στα μαγαζιά. βι-τρί-να
βλαβερός, βλαβερή, βλαβερό επίθετο (βλαβεροί, βλαβερές, βλαβερά) βλάπτω
βλάβη [η] ουσιαστικό (βλάβες) Όταν ένα μηχάνημα δε λειτουργεί καλά, έχει κάποια βλάβη. Για να λειτουργήσει καλά, πρέπει να τη διορθώσουμε. O Κώστας δεν μπορούσε να δει κινούμενα σχέδια, γιατί η τηλεόραση είχε πάθει βλάβη. «Το πολύ κρύο είναι βλαβερό για τον Πιτσικόκο» είπε η κυρία Μαργαρίτα. «Τον βλάπτει, του κάνει κακό και δεν μπορεί να κελαηδήσει». Γι' αυτό, το χειμώνα ο Κώστας τον παίρνει στο δωμάτιό του.
βλά-βη
βλακεία [η] ουσιαστικό (βλακείες) βλάκας
βλάπτω, βλάπτομαι ρήμα (έβλαψα, θα βλάψω) βλάβη
βλέμμα [το] ουσιαστικό (βλέμματα) βλέπω
βλέπω, βλέπομαι ρήμα (είδα, θα δω) Όταν βλέπεις κάτι ή κάποιον, χρησιμοποιείς τα μάτια σου για να καταλάβεις τι ή ποιος είναι. «Βλέπεις το περίπτερο εκείνο;» είπε η Αθηνά στην Ελένη. «Εκεί δίπλα μένει ο Νίκος».
Όταν βλέπεις τηλεόραση, παρακολουθείς κάτι στην τηλεόραση.
Αύριο ο Κώστας θα δει τους συμμαθητές του στο σχολείο. Θα τους συναντήσει.
Το βλέμμα της Αθηνάς έπεσε πάνω σε κάτι που έλαμπε στη μέση του δρόμου. Ήταν ένα χρυσό δαχτυλίδι που κάποιος πρέπει να έχασε. ματιά βλέ-πω
βόδι [το] ουσιαστικό (βόδια) Το βόδι είναι το αρσενικό της αγελάδας που δεν μπορεί να κάνει μικρά. Τρώμε το κρέας του. Παλιότερα το χρησιμοποιούσαν οι γεωργοί για να οργώνουν τη γη.
Βόδι λέμε και κάποιον που είναι χοντρός ή ανόητος. Το βοδινό είναι το κρέας του βοδιού ή της αγελάδας. βό-δι
βοδινό [το] ουσιαστικό βόδι
βοήθεια [η] ουσιαστικό (βοήθειες) Όταν ζητάς βοήθεια από κάποιον, τον έχεις ανάγκη, γιατί δεν τα καταφέρνεις μόνος σου σε κάτι.
Η Αθηνά ζήτησε τη βοήθεια του Κώστα για να βρει τη Ροζαλία.
Όταν φωνάζεις «βοήθεια», χρειάζεσαι γρήγορα κάποιον, γιατί κινδυνεύεις από κάτι.
Φωνάζουμε τις πρώτες βοήθειες, όταν κάποιος πρέπει να πάει γρήγορα στο νοσοκομείο. Όταν βοηθάς κάποιον, κάνεις κάτι χρήσιμο γι' αυτόν. βο-ή-θει-α
βοηθώ και βοηθάω, βοηθιέμαι ρήμα (βοήθησα, θα βοηθήσω) βοήθεια
βολίδα [η] ουσιαστικό (βολίδες) Όταν κάποιος ή κάτι τρέχει σαν βολίδα, τρέχει πάρα πολύ γρήγορα.
Ένα αυτοκίνητο πέρασε σαν βολίδα μπροστά από τον Κώστα και το Νίκο και παραλίγο να τους χτυπήσει. βο-λί-δα
Aπό ποιον ζήτησε η Aθηνά βοήθεια για να βρει τη Pοζαλία; Ψάξε στη λέξη βοήθεια
βολικός, βολική, βολικό επίθετο (βολικοί, βολικές, βολικά) Τα καθίσματα του καινούριου αυτοκινήτου του κυρίου Γιάννη είναι πολύ βολικά. Είναι άνετα και τον κάνουν να νιώθει ευχάριστα. αναπαυτικός άβολος
βο-λι-κός
βόλτα [η] ουσιαστικό (βόλτες) Όταν κάνεις βόλτα, βγαίνεις από το σπίτι σου και περπατάς μόνος σου ή με φίλους. βόλ-τα
βόμβα [η] ουσιαστικό (βόμβες)
Η βόμβα είναι ένα τρομερό όπλο που, όπου πέσει, καταστρέφει τα πάντα και σκοτώνει πολλούς ανθρώπους. Όταν τα αεροπλάνα βομβαρδίζουν έναν τόπο, ρίχνουν βόμβες για να τον καταστρέψουν και να σκοτώσουν τους κατοίκους του.
βόμ-βα
βομβαρδίζω, βομβαρδίζομαι ρήμα (βομβάρδισα, θα βομβαρδίσω) βόμβα
βόρειος, βόρεια, βόρειο επίθετο (βόρειοι, βόρειες, βόρεια) βοριάς, βορράς
βοριάς [ο] ουσιαστικό (βοριάδες) O βοριάς είναι ο άνεμος που έρχεται από το βορρά. Είναι βόρειος κρύος άνεμος.
νοτιάς βορράς, βόρειος βο-ριάς
βορράς [ο] ουσιαστικό O βορράς είναι εκεί που δείχνει η πυξίδα. Βρίσκεται αριστερά μας, όταν κοιτάμε την ανατολή. O ήλιος βγαίνει στην ανατολή και κρύβεται στη δύση. O νότος έχει όλη την ημέρα ήλιο, ενώ ο βορράς είναι η πιο σκοτεινή και κρύα μεριά. νότος
Στη Βόρεια Ελλάδα κάνει πιο πολύ κρύο απ' ό,τι στη Νότια. βορ-ράς
βοσκός [ο] ουσιαστικό (βοσκοί)
O βοσκός είναι αυτός που φυλάει τα πρόβατα και τις γίδες, όταν βόσκουν. Για βοηθό του έχει ένα σκύλο. Μαζί οδηγούν τα ζώα στο μαντρί.
βόσκω βο-σκός
βόσκω ρήμα (βόσκησα, θα βοσκήσω) Όταν τα ζώα βόσκουν, είναι ελεύθερα σ' ένα μέρος με πολύ χορτάρι και τρώνε.
βοσκός βό-σκω
βότανο [το] ουσιαστικό (βότανα) Τα βότανα είναι φυτά που θεραπεύουν διάφορες αρρώστιες. Στα παραμύθια υπάρχουν και βότανα που τα χρησιμοποιούν οι μάγοι και οι μάγισσες για να μαγέψουν κάποιον. βό-τα-νο -Λέμε και βοτάνι.
βότσαλο [το] ουσιαστικό (βότσαλα) Τα βότσαλα είναι οι μικρές λείες πέτρες που βρίσκουμε στις παραλίες.
βό-τσα-λο
βουβός, βουβή, βουβό επίθετο (βουβοί, βουβές, βουβά) Όταν κάποιος είναι βουβός, δεν μπορεί να μιλήσει. Όταν κάποιος μένει βουβός, δεν μπορεί να μιλήσει, γιατί κάτι τον τρόμαξε. βου-βός
βουίζω ρήμα (βούιξα, θα βουίξω) O κύριος Μιχάλης δεν κοιμήθηκε όλη νύχτα, γιατί ένα κουνούπι βούιζε μέσα στο αυτί του. Έκανε συνέχεια ένα μικρό αλλά ενοχλητικό θόρυβο. βου-ί-ζω
βουλιάζω ρήμα (βούλιαξα, θα βουλιάξω)
Όταν κάτι βουλιάζει, χάνεται σιγά σιγά μέσα στο νερό και πηγαίνει στο βυθό.
Η βάρκα του θείου Τάκη έπεσε στα βράχια, τρύπησε και βούλιαξε. βυθίζομαι
Όταν βουλιάζεις κάτι, το κάνεις να μπει κάτω από το νερό. Τα κύματα ήταν τεράστια και απειλούσαν να βουλιάξουν τη βάρκα του θείου Τάκη. βυθίζω
Η στέγη βούλιαξε από το βάρος του χιονιού.
βου-λιά-ζω
βουλώνω ρήμα (βούλωσα, θα βουλώσω) Όταν κάτι βουλώνει, κλείνει και δεν περνάει πια τίποτα από μέσα του.
Η μαμά της Αθηνάς φώναξε τον υδραυλικό, γιατί βούλωσε ο νεροχύτης.
Όταν βουλώνεις κάτι, το κλείνεις καλά για να μην περνάει τίποτα από μέσα του.
O Κώστας βούλωσε τ' αυτιά του με τα χέρια για να μην ακούει τις βροντές.
βου-λώ-νω
βουνό [το] ουσιαστικό (βουνά) Το βουνό είναι ένα πολύ ψηλό κι ανηφορικό μέρος που για να τ' ανέβει κανείς θέλει πολύ χρόνο. Έχει πλαγιές και πάνω πάνω την κορυφή.
βου-νό Δες κορυφή
βουρτσίζω, βουρτσίζομαι ρήμα (βούρτσισα, θα βουρτσίσω) βούρτσα
βουτιά [η] ουσιαστικό (βουτιές) βουτώ
βούτυρο [το] ουσιαστικό (βούτυρα) Το βούτυρο γίνεται από το γάλα της αγελάδας, του πρόβατου ή της κατσίκας κι έχει πολύ λίπος. Με το βούτυρο αλείφουμε το ψωμί μας ή φτιάχνουμε γλυκά.
βού-τυ-ρο
βουτώ και βουτάω, βουτιέμαι ρήμα (βούτηξα, θα βουτήξω) Όταν βουτάς, πέφτεις με δύναμη στο νερό.
«Ακόμα να βουτήξεις στη θάλασσα, Αθηνά;» είπε ο Κώστας.
Όταν βουτάς κάτι ή κάποιον στο νερό, τον σπρώχνεις κάτω από το νερό.
O Κώστας βούτηξε μία κούκλα της Αθηνάς στο νερό για να την πλύνει αλλά η Αθηνά θύμωσε. βυθίζω
Όταν κάνεις βουτιά, πέφτεις με δύναμη μέσα στο νερό της θάλασσας ή πέφτεις κάπου από ψηλά. μακροβούτι
βου-τώ
βραβείο [το] ουσιαστικό (βραβεία)
Το βραβείο είναι κάτι πολύτιμο που κερδίζει κάποιος, γιατί ήταν ο καλύτερος απ' όλους σε κάτι. βρα-βεί-ο
βραδιά [η] ουσιαστικό (βραδιές) βράδυ
βράζω ρήμα (έβρασα, θα βράσω) Όταν το νερό βράζει, είναι καυτό και βγάζει φουσκάλες και ατμούς. Όταν βράζει το γάλα μέσα σε μία κατσαρόλα, μπορεί να φουσκώσει και να ξεχειλίσει.
Όταν βράζεις μακαρόνια ή κάτι άλλο, τα μαγειρεύεις στην κατσαρόλα.
Λέμε ότι βράζεις από το θυμό σου, όταν είσαι πολύ θυμωμένος.
Όταν κάτι βράζει, γίνεται βραστό. βρά-ζω
βρακί [το] ουσιαστικό (βρακιά) Φοράς το βρακί κάτω από το παντελόνι ή τη φούστα σου. Είναι το εσώρουχο που μπαίνει γύρω από τη λεκάνη σου. βρα-κί
βραχιόλι [το] ουσιαστικό (βραχιόλια) Το βραχιόλι είναι το κόσμημα που φοράμε στο χέρι μας. Μπορεί να είναι ασημένιο, χρυσό ή ψεύτικο. βρα-χιό-λι Δες κόσμημα
βραχνιάζω ρήμα (βράχνιασα, θα βραχνιάσω) βραχνός
βραχνός, βραχνή, βραχνό επίθετο (βραχνοί, βραχνές, βραχνά) Όταν είσαι βραχνός, η φωνή σου βγαίνει με δυσκολία, γιατί είσαι κρυωμένος ή φώναζες για πολλή ώρα. «Τι βραχνός που είσαι Κώστα! Πώς βράχνιασες έτσι; Πιες ζεστό γάλα, γιατί θα χάσεις τελείως τη φωνή σου, τόσο βραχνιασμένος που είσαι» είπε η κυρία Μαργαρίτα. βρα-χνός
βράχος [ο] ουσιαστικό (βράχοι)
O βράχος είναι μία πολύ μεγάλη πέτρα. Καμιά φορά ένας τόπος είναι γεμάτος βράχια και γι' αυτό δε φυτρώνει τίποτα.
βρά-χος
- Στον πληθυντικό λέμε και τα βράχια.
βρέχω, βρέχομαι ρήμα (έβρεξα, θα βρέξω) Όταν βρέχεις κάτι, το βάζεις μέσα στο νερό ή ρίχνεις πάνω του νερό.
Η Αθηνά έβρεξε ένα πανί και καθάρισε το τραπέζι από τις μπογιές.
Όταν βρέχει, πέφτουν σταγόνες νερού από τον ουρανό.
Η βροχή είναι οι σταγόνες νερού που πέφτουν από τα σύννεφα. Όταν ο καιρός είναι βροχερός, βρέχει συνέχεια ή πάει να βρέξει.
βρέ-χω 'ο καιρός'
βρίζω, βρίζομαι ρήμα (έβρισα, θα βρίσω) Όταν βρίζεις, λες πολύ άσχημα λόγια σε κάποιον για να τον πληγώσεις. Λες βρισιές. «Δύο αυτοκίνητα τράκαραν μπροστά στο σπίτι μας και οι οδηγοί τους βρίστηκαν πολύ άσχημα» είπε ο κύριος Γιάννης. Έλεγαν συνέχεια βρισιές.
βρί-ζω
βρισιά [η] ουσιαστικό (βρισιές) βρίζω
βρίσκω, βρίσκομαι ρήμα (βρήκα, θα βρω) Όταν βρίσκεις κάτι, το ξαναβλέπεις, ενώ το είχες χάσει και το έψαχνες.
Η Αθηνά και ο Κώστας βρήκαν τη Ροζαλία στην αποθήκη.
Όταν βρίσκεις κάτι, βλέπεις κάτι που δεν έψαχνες αλλά που σ' ενδιαφέρει.
O Ίγκλι βρήκε στην αποθήκη ένα σωρό παιχνίδια που είχε, όταν ήταν μικρός.
Όταν λύνεις ένα πρόβλημα, βρίσκεις τη λύση του.
«Το βρήκα Αθηνά! Για να φτάσουμε τις καραμέλες στο τελευταίο ράφι, θα σπρώξουμε το τραπέζι κοντά και θ'ανέβεις επάνω» είπε η Ελένη.
O κύριος Γιάννης βρίσκεται πάλι στο Παρίσι για δουλειές.
βρί-σκω
βρομιά [η] ουσιαστικό (βρομιές) Η βρομιά είναι σημάδι από σκόνη, λάσπη ή λίπος πάνω σε κάτι ή σε κάποιον.
«Βγάλτε τα παπούτσια σας γρήγορα, φέρατε όλη τη βρομιά του δρόμου μέσα στο σπίτι!» φώναξε η κυρία Μαργαρίτα. καθαριότητα
Όταν κάτι είναι βρόμικο, είναι γεμάτο βρομιές. λερωμένος καθαρός
βρομίζω βρο-μιά
βρόμικος, βρόμικη, βρόμικο επίθετο (βρόμικοι, βρόμικες, βρόμικα) βρομιά
βρομώ και βρομάω ρήμα (βρόμησα, θα βρομήσω) Όταν κάτι βρομάει, μυρίζει πολύ άσχημα και μας έρχεται να κλείσουμε τη μύτη μας. βρομιά, βρομίζω, βρόμικος βρο-μώ
βροντή [η] ουσιαστικό (βροντές) βροντώ
βροντώ και βροντάω (βρόντηξα, θα βροντήξω) Όταν βροντάς την πόρτα, τη χτυπάς με δύναμη και κάνει πολύ θόρυβο.
Όταν βροντάει, ακούγονται βροντές. Βροντές είναι οι δυνατοί θόρυβοι που ακούμε μετά την αστραπή, όταν έρχεται καταιγίδα. μπουμπουνίζει βροντή
βρο-ντώ
βροχερός, βροχερή, βροχερό επίθετο (βροχεροί, βροχερές, βροχερά) βρέχω
βροχή [η] ουσιαστικό (βροχές) βρέχω
βρύση [η] ουσιαστικό (βρύσες) Όταν ανοίγουμε τη βρύση της κουζίνας ή του μπάνιου, τρέχει νερό. Όταν κλείνουμε τη βρύση, σταματάει το νερό να τρέχει.
Το νερό της βρύσης είναι το νερό του σπιτιού, δεν το αγοράζουμε σε μπουκάλια.
βρύ-ση
βυθός [ο] ουσιαστικό (βυθοί)
O βυθός είναι η γη κάτω από το νερό της θάλασσας, των ποταμών ή των λιμνών.
πάτος επιφάνεια βυθίζω
βυ-θός
βυσσινής, βυσσινιά, βυσσινί επίθετο (βυσσινιοί, βυσσινιές, βυσσινιά) βύσσινο
βύσσινο [το] ουσιαστικό (βύσσινα) Το βύσσινο είναι ένα φρούτο που μοιάζει με μικρό κεράσι, δεν τρώγεται όμως ωμό, γιατί είναι πολύ ξινό. Με το βύσσινο φτιάχνουμε γλυκό ή σιρόπι.
Το καινούριο φόρεμα της Αθηνάς είναι σκούρο κόκκινο, σχεδόν βυσσινί.
βύσ-σι-νο
|