-α Πολλές φορές, για να φτιάξω ένα επίρρημα, παίρνω ένα επίθετο και βάζω στο τέλος του το -α. Δες μερικά παραδείγματα: άσχημος-άσχημα, γρήγορος-γρήγορα, καλός-καλά. -α
- Κάνε κι εσύ το ίδιο με άλλα επίθετα.
άβολος, άβολη, άβολο επίθετο (άβολοι, άβολες, άβολα) Όταν κάτι είναι άβολο, δε νιώθουμε καλά να το χρησιμοποιούμε. «Αυτή η καρέκλα είναι μικρή και άβολη για το θείο Αλέκο» είπε ο Κώστας. O θείος έχει μεγάλα πόδια και δε βολεύεται.
κουραστικός βολικός, άνετος
O θείος Αλέκος αισθανόταν άβολα, επειδή δε χωρούσε στην πολυθρόνα.
ά-βο-λος
άγαλμα [το] ουσιαστικό (αγάλματα) Το άγαλμα είναι ένα κομμάτι μάρμαρο, μέταλλο ή άλλο υλικό που το έχουμε κάνει να μοιάζει με άνθρωπο, ζώο ή πράγμα.
«Η Αθήνα έχει πολλά μουσεία» είπε η Αθηνά στο θείο Τάκη. «Άλλα
έχουν
αρχαία ελληνικά αγάλματα και άλλα αγάλματα νεότερων καλλιτεχνών».
γλυπτό
ά-γαλ-μα
αγανακτώ ρήμα (αγανάκτησα, θα αγανακτήσω) Όταν αγανακτείς με κάτι, θυμώνεις πολύ, γιατί δεν είναι σωστό.
Η Αθηνά αγανάκτησε όταν είδε τα παιδιά της γειτονιάς να φέρονται άσχημα στο σκύλο του κυρίου Μιχάλη.
θυμώνω, εκνευρίζομαι Ένιωσε αγανάκτηση με τη συμπεριφορά των παιδιών απέναντι στο σκύλο. Ήταν αγανακτισμένη. α-γα-να-κτώ
αγάπη [η] ουσιαστικό (αγάπες) αγαπώ
αγαπώ και αγαπάω, αγαπιέμαι ρήμα (αγάπησα, θα αγαπήσω) Όταν αγαπάς κάποιον, νιώθεις όμορφα συναισθήματα γι’ αυτόν και σου αρέσει να είσαι μαζί του.
Όταν αγαπάς κάτι, σου αρέσει πάρα πολύ. O Κώστας αγαπάει πολύ το ποδόσφαιρο. Του αρέσει να πηγαίνει μαζί με το Νίκο στο γήπεδο.
μισώ Όταν αγαπάς κάποιον, νιώθεις αγάπη γι’ αυτόν. Όταν αγαπάς πολύ κάτι, είναι το αγαπημένο σου. Όταν κάποιος είναι αγαπητός, είναι ευχάριστος και τον αγαπούν οι άλλοι άνθρωποι.
α-γα-πώ
άγγελος [ο] ουσιαστικό (άγγελοι) Oι άγγελοι φέρνουν τα μηνύματα του Θεού στους ανθρώπους. O θείος Αλέκος λέει ότι οι άγγελοι είναι αόρατοι κι έχουν φτερούγες στην πλάτη τους.
Όταν κάποιος είναι άγγελος, είναι πολύ καλός άνθρωπος.
«Κοίτα το μωράκι της θείας Κατερίνας» είπε η Αθηνά.
Το πρόσωπό του είναι αγγελικό.
Μοιάζει με
πρόσωπο αγγέλου.
άγ-γε-λος
αγγίζω, αγγίζομαι ρήμα (άγγιξα, θα αγγίξω) Όταν αγγίζεις κάτι, το ακουμπάς με το χέρι σου απαλά.
Η θεία Κατερίνα άγγιξε το μάγουλο του Δημητράκη με αγάπη.
ακουμπώ, πιάνω O Δημητράκης χάρηκε με το άγγιγμα της μητέρας του.
αγ-γί-ζω
αγγούρι [το] ουσιαστικό (αγγούρια) Το αγγούρι είναι ένα μακρύ πράσινο λαχανικό. Το τρώμε ωμό και συνήθως το βάζουμε σε σαλάτες.
αγ-γού-ρι
αγελάδα [η] ουσιαστικό (αγελάδες) Η αγελάδα είναι ένα μεγάλο ζώο που ζει στο αγρόκτημα. Το αρμέγουμε και μας δίνει γάλα.
α-γε-λά-δα ‘το αγρόκτημα’
άγιος, άγια, άγιο επίθετο (άγιοι, άγιες, άγια) Όταν κάτι είναι άγιο, έχει να κάνει με το Θεό ή την εκκλησία.
Τις άγιες μέρες του Πάσχα η θεία του κυρίου Μιχάλη πηγαίνει κάθε μέρα στην εκκλησία. (σαν ουσιαστικό) Oι άγιοι και οι αγίες είναι χριστιανοί που έζησαν όλη τους τη ζωή αφιερωμένη στο Θεό.
O κύριος Δημήτρης είναι άγιος άνθρωπος, δεν πειράζει ποτέ κανέναν κι έχει αγνά συναισθήματα.
ά-γι-ος / ά-γιος -Πώς προφέρεις τη λέξη άγιος;
αγκάθι [το] ουσιαστικό (αγκάθια) Oι τριανταφυλλιές έχουν αγκάθια στα κλαδιά και στον κορμό τους. Είναι σαν μικρές μύτες που τσιμπάνε.
Ένα αγκάθινο στεφάνι είναι πλεγμένο
με αγκάθια.
α-γκά-θι
αγκάθινος, αγκάθινη, αγκάθινο επίθετο (αγκάθινοι, αγκάθινες, αγκάθινα) αγκάθι
αγκαλιά [η] ουσιαστικό (αγκαλιές) Όταν η μητέρα σου σε κρατά στην αγκαλιά της, σε κρατάει με τα δύο της χέρια σφιχτά και ακουμπάς πάνω στο στήθος της. Η γιαγιά έσφιξε την Κοκκινοσκουφίτσα στην αγκαλιά της και τη φίλησε.
Όταν αγκαλιάζεις κάποιον, τον κρατάς
στην αγκαλιά σου,
τον παίρνεις αγκαλιά.
α-γκα-λιά
- Mη μ’ ακουμπάς, γιατί τσιμπάω. Tι είμαι; .....................................................
αγκαλιάζω ρήμα (αγκάλιασα, θα αγκαλιάσω) αγκαλιά
αγκίστρι [το] ουσιαστικό (αγκίστρια)
Oι ψαράδες ψαρεύουν με το αγκίστρι, που είναι ένα μικρό μυτερό κομμάτι σύρμα.
α-γκί-στρι
άγκυρα [η] ουσιαστικό (άγκυρες) Η άγκυρα μοιάζει μ' ένα μεγάλο και βαρύ αγκίστρι που το έχουν δέσει στην άκρη μίας μακριάς αλυσίδας. Όλα τα πλοία έχουν άγκυρα και τη ρίχνουν στο βυθό της θάλασσας για να μένουν σταθερά στο ίδιο μέρος. Όταν ένα πλοίο αγκυροβολεί,ρίχνει άγκυρα.
ά-γκυ-ρα 'η θάλασσα'
αγκώνας [ο] ουσιαστικό (αγκώνες) O αγκώνας είναι το μέρος του χεριού μας που μπορούμε να λυγίσουμε.
α-γκώ-νας 'το σώμα μας'
άγνωστος, άγνωστη, άγνωστο επίθετο (άγνωστοι, άγνωστες, άγνωστα) Όταν κάτι είναι άγνωστο, δεν το γνωρίζουμε.
«Τι σημαίνει η λέξη 'αδέσποτος'; Δεν την ξέρω, μου είναι άγνωστη» είπε ο Ίγκλι στον Κώστα.
γνωστός ά-γνω-στος
αγορά [η] ουσιαστικό (αγορές) Η αγορά είναι ένα μέρος με πολλά μαγαζιά.
«Η Ερμού είναι μία από τις κεντρικές αγορές της Αθήνας» είπε η Αθηνά στο θείο Τάκη. Όταν κάνεις μία αγορά, δίνεις χρήματα και παίρνεις κάτι που θέλεις.
«Τι αγορές έκανες σήμερα;» ρώτησε η Αθηνά το θείο Τάκη που γύρισε με δύο τσάντες γεμάτες με ψώνια. Όταν αγοράζεις κάτι, κάνεις μία αγορά. O αγοραστής είναι αυτός που αγόρασε ή που θέλει ν' αγοράσει κάτι. α-γο-ρά
Δες λαϊκός (λαϊκή αγορά)
αγοράζω ρήμα (αγόρασα, θα αγοράσω) αγορά
αγοραστής [ο], αγοράστρια [η] ουσιαστικό (αγοραστές, αγοράστριες) αγορά
αγόρι [το] ουσιαστικό (αγόρια) O Κώστας είναι αγόρι. Είναι το αρσενικό παιδί της οικογένειάς του. Όταν μεγαλώσει, θα γίνει άντρας. α-γό-ρι
αγράμματος, αγράμματη, αγράμματο επίθετο (αγράμματοι, αγράμματες, αγράμματα) Όταν κάποιος είναι αγράμματος, δεν ξέρει να γράφει και να διαβάζει.
γράμμα α-γράμ-μα-τος
άγριος, άγρια, άγριο επίθετο (άγριοι, άγριες, άγρια) Τα άγρια ζώα ζουν ελεύθερα στη φύση, μακριά από τον άνθρωπο. Τα άγρια φυτά φυτρώνουν και μεγαλώνουν μόνα τους, χωρίς τη φροντίδα των ανθρώπων.
ήμερος
Ένας άγριος άνθρωπος φοβίζει τους άλλους και δεν τους αφήνει να τον πλησιάσουν εύκολα. ήρεμος, γλυκός «Τι άγριο πρόσωπο είναι αυτό;» είπε η Χιονάτη, όταν είδε την κακιά βασίλισσα. «Τι αγριάδα που έχει!» ά-γρι-ος
αγρόκτημα [το] ουσιαστικό (αγροκτήματα) αγρότης
αγροτικός, αγροτική, αγροτικό επίθετο (αγροτικοί, αγροτικές, αγροτικά) αγρότης
αγώνας [ο] ουσιαστικό (αγώνες) Όταν κάποιος δίνει αγώνα ή κάνει αγώνα, προσπαθεί να πετύχει αυτό που θέλει. Η ομάδα του Κώστα έδωσε δύσκολο αγώνα για να γίνει η καλύτερη ομάδα του σχολείου.
Στους αγώνες μπάσκετ, τρεξίματος ή άλλων αθλημάτων κάθε ομάδα ή αθλητής προσπαθεί να νικήσει. Όταν αγωνίζεσαι, κάνεις αγώνα να πετύχεις κάτι ή θέλεις να νικήσεις σ' έναν αγώνα. Αυτός που αγωνίζεται σκληρά είναι αγωνιστής.
α-γώ-νας
αγωνία [η] ουσιαστικό (αγωνίες) Όταν νιώθεις αγωνία, είσαι ανήσυχος και περιμένεις κάτι που θα γίνει, είτε είναι καλό είτε άσχημο. O Κώστας είχε αγωνία για να δει αν θα νικήσει η ομάδα του στο ποδόσφαιρο. α-γω-νί-α
αγωνίζομαι ρήμα (αγωνίστηκα, θα αγωνιστώ) αγώνας
αγώνισμα [το] ουσιαστικό (αγωνίσματα) Το αγώνισμα είναι ένα άθλημα.
O θείος Τάκης και οι φίλοι του παρακολούθησαν το αγώνισμα της κολύμβησης στους Oλυμπιακούς αγώνες της Αθήνας το 2004. α-γώ-νι-σμα
αγωνιστής [ο], αγωνίστρια [η] ουσιαστικό (αγωνιστές, αγωνίστριες) αγώνας
αδειάζω ρήμα (άδειασα, θα αδειάσω) Όταν αδειάζω κάτι, βγάζω από μέσα του ό,τι υπάρχει.
H Χιονάτη άδειασε το σκουπιδοτενεκέ που ήταν γεμάτος χαρτιά.
γεμίζω Το άδειασμα ήταν μέχρι τώρα δουλειά των νάνων. άδειος α-δειά-ζω
αδέσποτος, αδέσποτη, αδέσποτο επίθετο (αδέσποτοι, αδέσποτες, αδέσποτα) Όταν ένα ζώο είναι αδέσποτο, γυρίζει στους δρόμους χωρίς να έχει ιδιοκτήτη για να το φροντίσει. O κύριος Μιχάλης βρήκε στην αυλή του τέσσερα αδέσποτα κουταβάκια. α-δέ-σπο-τος
αδιάβροχος, αδιάβροχη, αδιάβροχο επίθετο (αδιάβροχοι, αδιάβροχες, αδιάβροχα) Όταν κάτι είναι αδιάβροχο, τότε δεν μπορεί να περάσει νερό μέσα του.
Tο ρολόι του Κώστα είναι αδιάβροχο και το φοράει όταν
μπαίνει στη θάλασσα.
(σαν ουσιαστικό) Tο αδιάβροχο είναι αυτό που φοράμε, όταν δε θέλουμε να βρεχόμαστε από τη βροχή.
βρέχω, βροχή
α-δι-ά-βρο-χος
αδιαθεσία [η] ουσιαστικό (αδιαθεσίες) αδιάθετος
αδιάθετος, αδιάθετη, αδιάθετο επίθετο (αδιάθετοι, αδιάθετες, αδιάθετα) Όταν κάποιος είναι αδιάθετος, είναι σαν άρρωστος και δεν αισθάνεται καλά. Όταν είσαι αδιάθετος, έχεις αδιαθεσία. α-δι-ά-θε-τος
αδιαφορία [η] ουσιαστικό αδιάφορος
αδιάφορος, αδιάφορη, αδιάφορο επίθετο (αδιάφοροι, αδιάφορες, αδιάφορα) O κύριος Μιχάλης είναι αδιάφορος για τη μόδα κι όλο φοράει κάτι παλιά ρούχα. Δεν ενδιαφέρεται για τη μόδα. Όταν είσαι αδιάφορος για κάτι, τότε αδιαφορείς γι' αυτό, δείχνεις δηλαδή αδιαφορία. α-δι-ά-φο-ρος
αδιέξοδο [το] ουσιαστικό (αδιέξοδα) Tο αδιέξοδο είναι ένας δρόμος που είναι κλεισμένος στο τέλος του και δεν μπορείς να περάσεις.
O δρόμος όπου βρίσκεται το σπίτι του κυρίου Μιχάλη οδηγεί σε αδιέξοδο. Στο τέλος του δρόμου υπάρχει ένας ψηλός άσπρος τοίχος.
α-δι-έ-ξο-δο
αδυναμία [η] ουσιαστικό (αδυναμίες) αδύναμος
αδύναμος, αδύναμη, αδύναμο επίθετο (αδύναμοι, αδύναμες, αδύναμα) Η Ροζαλία τριγυρνούσε στους δρόμους και δεν είχε φάει τρεις μέρες. Ένιωθε πολύ αδύναμη. δυνατός Δεν είχε αρκετή δύναμη, είχε αδυναμία.
α-δύ-να-μος
αδυνατίζω ρήμα (αδυνάτισα, θα αδυνατίσω) αδύνατος
Αν θέλεις να μάθεις τι έγινε με τη Ροζαλία που χάθηκε, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις αναστατώνω, ανησυχώ, εξαφανίζομαι, βρίσκω, καταφεύγω, κουλουριάζω, κουνώ, χαίρομαι, χοροπηδώ
αερίζω ρήμα (αέρισα, θα αερίσω) αέρας
αέριο [το] ουσιαστικό (αέρια) Tα αέρια δεν είναι ούτε στερεά ούτε υγρά. O αέρας που αναπνέουμε είναι αέριο. Tο οξυγόνο και το υδρογόνο είναι αέρια. Μερικά αέρια όπως το γκάζι είναι επικίνδυνα για την υγεία μας. α-έ-ρι-ο
αεροδρόμιο [το] ουσιαστικό (αεροδρόμια) αεροπλάνο
αεροπλάνο [το] ουσιαστικό (αεροπλάνα) Με το αεροπλάνο μπορούμε να ταξιδεύουμε πετώντας σ' όλο τον κόσμο.
αεροσκάφος Tα αεροπλάνα προσγειώνονται και απογειώνονται στα αεροδρόμια. Tα οδηγούν οι πιλότοι. Μέσα στα αεροπλάνα δουλεύουν οι αεροσυνοδοί που φροντίζουν τους επιβάτες. α-ε-ρο-πλά-νο
αεροπόρος [ο] ουσιαστικό (αεροπόροι) O αεροπόρος είναι αυτός που οδηγεί αεροπλάνα. πιλότος
Ένα αεροπορικό ταξίδι, είναι ένα ταξίδι με αεροπλάνο. α-ε-ρο-πό-ρος
αερόστατο [το] ουσιαστικό (αερόστατα)
Tο αερόστατο είναι ένας μεγάλος σάκος γεμάτος με ζεστό αέρα ή με κάποιο άλλο αέριο, ελαφρύτερο από τον αέρα. Tο αερόστατο μπορεί να σηκωθεί ψηλά στον αέρα και να μεταφέρει μερικούς ανθρώπους μέσα σ' ένα μεγάλο καλάθι που υπάρχει δεμένο στο κάτω μέρος του.
α-ε-ρό-στα-το
αεροσυνοδός [ο], [η]
ουσιαστικό (αεροσυνοδοί) αεροπλάνο
αετός [ο] ουσιαστικό (αετοί) O αετός είναι ένα μεγάλο πουλί με δυνατό ράμφος και μυτερά νύχια. Oι αετοί έχουν τις φωλιές τους στα βουνά. α-ε-τός 'τα ζώα'
Δες χαρταετός
αηδία [η] ουσιαστικό (αηδίες) Όταν νιώθω αηδία για κάτι, νιώθω πολύ άσχημα με κάτι που είναι άσχημο, χαλασμένο ή βρόμικο.
O Κώστας έφαγε μία χαλασμένη σοκολάτα κι ένιωσε αηδία Αηδία είναι αυτό που μας κάνει να νιώθουμε δυσάρεστα. «Tο φαγητό είναι σκέτη αηδία!» είπε ο κύριος Μιχάλης στη θεία του. «Δεν τρώγεται!» συνέχισε.
O Κώστας αηδίασε με αυτό που έφαγε. Tο βρήκε αηδιαστικό. αη-δί-α
αθάνατος, αθάνατη, αθάνατο επίθετο (αθάνατοι, αθάνατες, αθάνατα) Όταν κάποιος είναι αθάνατος, τότε ζει για πάντα, αιώνια.
Κανένας άνθρωπος δεν είναι αθάνατος. θνητός α-θά-να-τος
αίθουσα [η] ουσιαστικό (αίθουσες) Η αίθουσα είναι ένα μεγάλο δωμάτιο που χωράει πολλούς ανθρώπους. Τέτοια δωμάτια είναι οι αίθουσες του σινεμά ή του σχολείου. αί-θου-σα
- Πότε λέμε ότι κάποιος είναι αίμα σου; Tι σου είναι;
αιμοδότης [ο], αιμοδότρια [η] (αιμοδότες, αιμοδότριες) ουσιαστικό αίμα
αιμορραγώ ρήμα (αιμορράγησα, θα αιμορραγήσω) αίμα
αίνιγμα [το] ουσιαστικό (αινίγματα) Ένα αίνιγμα είναι ένα παιχνίδι με λόγια. Κάνουμε μία ερώτηση και πρέπει να βρούμε, να μαντέψουμε την απάντηση: Ψηλός-ψηλός καλόγερος και κόκαλα δεν έχει, τι είναι; (απάντηση: O καπνός). αί-νιγ-μα
αισθάνομαι ρήμα (αισθάνθηκα, θα αισθανθώ) Όταν αισθάνεσαι χαρούμενος, κουρασμένος ή θυμωμένος, τότε έτσι είσαι εκείνη την στιγμή. Μερικές φορές αισθανόμαστε ωραία, άλλες φορές αισθανόμαστε άσχημα. νιώθω Όταν αισθάνεσαι κάτι, το ακουμπάς ή το μυρίζεις για να δεις πώς είναι.
O Κώστας ακούμπησε το χέρι του στον πάγο και αισθάνθηκε πόσο κρύος ήταν.
Αίσθημα είναι αυτό που αισθανόμαστε. αίσθηση αι-σθά-νο-μαι
Eδώ παρουσιάσαμε μερικά αθλήματα του στίβου. Προσπάθησε να θυμηθείς και άλλα αθλήματα των Oλυμπιακών Aγώνων.
αίσθηση [η] ουσιαστικό (αισθήσεις) Oι αισθήσεις μας είναι η όραση, η ακοή, η όσφρηση, η αφή και η γεύση και μας επιτρέπουν να βλέπουμε, ν'ακούμε, να μυρίζουμε, ν' αγγίζουμε και να καταλαβαίνουμε αν ένα φαγητό είναι γλυκό, ξινό ή αλμυρό. Όταν χάνεις τις αισθήσεις σου, λιποθυμάς. αί-σθη-ση
αιτία [η] ουσιαστικό (αιτίες) Η Αθηνά δεν ήξερε την αιτία που άργησε ο Κώστας. Δεν ήξερε γιατί άργησε ο Κώστας. αι-τί-α
αιχμαλωτίζω, αιχμαλωτίζομαι ρήμα (αιχμαλώτισα, θα αιχμαλωτίσω) Όταν αιχμαλωτίζεις κάποιον, τον πιάνεις και δεν τον αφήνεις να φύγει.
O θείος Αλέκος έλεγε ιστορίες για τον πατέρα του που τον είχαν αιχμαλωτίσει οι Γερμανοί. Όταν αιχμαλωτίζεις κάποιον, τον πιάνεις αιχμάλωτο.
αιχ-μα-λω-τί-ζω
αιχμάλωτος, αιχμάλωτη, αιχμάλωτο επίθετο (αιχμάλωτοι, αιχμάλωτες, αιχμάλωτα) αιχμαλωτίζω
αιώνας [ο] ουσιαστικό (αιώνες) Ένας αιώνας είναι εκατό χρόνια. Είχε κίνηση στο δρόμο και ο κύριος Γιάννης έκανε έναν αιώνα να φτάσει στο σπίτι. Άργησε πολύ. αι-ώ-νας
άκαρδος, άκαρδη, άκαρδο επίθετο (άκαρδοι, άκαρδες, άκαρδα) Λένε πως ο κύριος Μιχάλης είναι άκαρδος άνθρωπος. Πως δεν έχει βοηθήσει κανέναν ποτέ του. άσπλαχνος, σκληρός, σκληρόκαρδος
συμπονετικός, πονόψυχος ά-καρ-δος Δες καρδιά
ακαταλαβίστικος, ακαταλαβίστικη, ακαταλαβίστικο επίθετο (ακαταλαβίστικοι, ακαταλαβίστικες, ακαταλαβίστικα) O Νίκος λέει επίτηδες ακαταλαβίστικα πράγματα για να μην καταλαβαίνει η Αθηνά και να θυμώνει. Λέει πράγματα που δεν καταλαβαίνει κανείς. καταλαβαίνω α-κα-τα-λα-βί-στι-κος
ακινησία [η] ουσιαστικό (ακινησίες) ακίνητος
ακίνητος, ακίνητη, ακίνητο επίθετο (ακίνητοι, ακίνητες, ακίνητα) Oι επτά νάνοι βρήκαν τη Χιονάτη ξαπλωμένη και ακίνητη πάνω στο πάτωμα. Δεν κουνιόταν καθόλου. Βρισκόταν σε ακινησία. α-κί-νη-τος
ακοή [η] ουσιαστικό ακούω
ακολουθώ, ακολουθούμαι ρήμα (ακολούθησα, θα ακολουθήσω) O κύριος Γιάννης ακολουθεί συχνά το λεωφορείο με το αυτοκίνητό του, όταν πηγαίνει στη δουλειά του. Πηγαίνει πίσω από το λεωφορείο.
προηγούμαι O χειμώνας ακολουθεί το φθινόπωρο. Έρχεται μετά το φθινόπωρο. Η Κοκκινοσκουφίτσα ακολούθησε το μονοπάτι και μπήκε στο δάσος. Προχώρησε στο μονοπάτι.
Η Αθηνά ακολούθησε τις συμβουλές της γιαγιάς της. Έκανε αυτό που της είπε η γιαγιά της.
α-κο-λου-θώ
Το αυτοκίνητο ακολουθεί το λεωφορείο.
ακουστικό [το] ουσιαστικό (ακουστικά) Όταν μιλάμε στο τηλέφωνο, βάζουμε στο αυτί μας το ακουστικό.
Όταν κάποιος δεν ακούει καλά, φοράει ακουστικό για ν' ακούει καλύτερα. Όταν κάποιος θέλει ν' ακούει μουσική μόνος του, φοράει ακουστικά για να μην ενοχλεί τους άλλους.
α-κου-στι-κό
ακούω, ακούγομαι ρήμα (άκουσα, θα ακούσω) Όταν ακούς κάτι, καταλαβαίνεις τους ήχους που φτάνουν στ' αυτιά σου.
«Άκουσες το σκύλο που γάβγιζε χθες βράδυ;» ρώτησε ο κύριος Μιχάλης τον Κώστα. Ακούστηκε πως η θεία Κατερίνα θα κάνει έκθεση ζωγραφικής το Μάιο. Είναι αλήθεια; Διαδόθηκε το νέο. O Κώστας δεν ακούει κανέναν και κάνει πάντα του κεφαλιού του. Δεν υπακούει.
Όταν δεν ακούς καλά, έχεις πρόβλημα ακοής. α-κού-ω
άκρη [η] ουσιαστικό (άκρες) Η άκρη είναι το τελευταίο μέρος ενός πράγματος.
O Κώστας κάθεται στην άκρη του καναπέ.
άκρο, τέρμα, τέλος
Η Αθηνά έκανε στην άκρη για να περάσει ο κύριος Μιχάλης. Παραμέρισε, πήγε πιο πέρα. Η Ελένη κάθισε σε μία άκρη κι άρχισε να κλαίει, επειδή τη μάλωσε η μαμά της. Σε μία γωνίτσα.
ά-κρη
Το κάδρο είναι στην άκρη του διαδρόμου.
ακρίβεια [η] ουσιαστικό ακριβός
ακριβώς επίρρημα O Κώστας μάς είπε ακριβώς τι έγινε στη χθεσινή εκδρομή. Μας είπε τι έγινε στ' αλήθεια, χωρίς να ξεχάσει ούτε να αλλάξει τίποτα. Η Αθηνά ήρθε ακριβώς στις επτά. Δεν ήρθε ούτε πιο νωρίς ούτε πιο αργά.
περίπου α-κρι-βώς
ακρίδα [η] ουσιαστικό (ακρίδες) Η ακρίδα είναι ένα έντομο με μεγάλα και δυνατά πίσω πόδια. Η ακρίδα πηδά ψηλά και τρώει τα φύλλα των φυτών. α-κρί-δα 'τα έντομα'
ακροατήριο [το] ουσιαστικό (ακροατήρια) ακροατής
ακροατής [ο], ακροάτρια [η] ουσιαστικό (ακροατές, ακροάτριες) Ακροατές είναι αυτοί που ακούν μία εκπομπή στο ραδιόφωνο ή που παρακολουθούν ένα θέαμα ή μία ομιλία. Ακροατήριο λέμε όλους τους ανθρώπους που είναι μαζεμένοι σ' ένα μέρος για να δουν ένα θέαμα ή ν' ακούσουν μία ομιλία. α-κρο-α-τής
ακροβάτης [ο], ακροβάτισσα [η] ουσιαστικό (ακροβάτες, ακροβάτισσες)
Στο τσίρκο οι ακροβάτες κάνουν ακροβατικά, δηλαδή δύσκολες ασκήσεις ισορροπίας.
α-κρο-βά-της
Δες τσίρκο
ακροβατικά [τα] ουσιαστικό ακροβάτης
ακρογιάλι [το] ουσιαστικό (ακρογιάλια) ακρογιαλιά
ακρογιαλιά [η] ουσιαστικό (ακρογιαλιές) Η ακρογιαλιά είναι το μέρος της στεριάς δίπλα στη θάλασσα. Η ακρογιαλιά έχει άμμο ή βότσαλα. ακροθαλασσιά, ακτή, παραλία
Η ακρογιαλιά λέγεται και ακρογιάλι. α-κρο-για-λιά
ακρωτήριο και ακρωτήρι [το] ουσιαστικό (ακρωτήρια) Το ακρωτήριο είναι μία στενή λωρίδα στεριάς που μπαίνει βαθιά μέσα στη θάλασσα. κάβος α-κρω-τή-ρι-ο
ακτή [η] ουσιαστικό (ακτές) Η Αθηνά κολύμπησε μέχρι την ακτή και ξάπλωσε πάνω στην υγρή άμμο. Είναι το μέρος όπου η στεριά βρέχεται από τη θάλασσα. ακροθαλασσιά α-κτή
ακτινίδιο [το] ουσιαστικό (ακτινίδια)
Το ακτινίδιο είναι ένα φρούτο που από έξω έχει καφέ φλούδα και από μέσα βαθύ πράσινο χρώμα και μαύρα σποράκια. α-κτι-νί-δι-ο
αλάτι [το] ουσιαστικό (αλάτια) Η Αθηνά δοκίμασε τη σούπα της και είπε ότι δεν είχε πολύ αλάτι. Ήταν ανάλατη. Δοκίμασε και τις πατάτες και βρήκε ότι είχαν πολύ αλάτι. Ήταν πολύ αλμυρές. Το αλάτι το βρίσκουμε στο θαλασσινό νερό και το χρησιμοποιούμε για να γίνουν πιο νόστιμα τα φαγητά μας. Το αλάτι το έχουμε στο τραπέζι μέσα σε μία αλατιέρα. α-λά-τι Δες αλμυρός
αλατιέρα [η] ουσιαστικό (αλατιέρες) αλάτι
αλέθω, αλέθομαι ρήμα (άλεσα, θα αλέσω) Όταν αλέθεις καφέ, τότε λιώνεις τους κόκκους του και τον κάνεις σκόνη.
Γίνεται αλεσμένος. α-λέ-θω
αλείφω, αλείφομαι ρήμα (άλειψα, θα αλείψω) O Κώστας άλειψε το ψωμί του με βούτυρο και μαρμελάδα. Άπλωσε βούτυρο και μαρμελάδα πάνω στο ψωμί.
Η Αλίκη έβαλε την αλοιφή που της έδωσε ο γιατρός για τα σπυράκια του προσώπου. α-λεί-φω –Προσοχή στην ορθογραφία: αλείφω-αλοιφή!
αλεξίπτωτο [το] ουσιαστικό (αλεξίπτωτα) Oι αλεξιπτωτιστές πηδούν από αεροπλάνα με αλεξίπτωτο. Τα αλεξίπτωτα έχουν μεγάλα πανιά που ανοίγουν σε σχήμα ομπρέλας και πολλά σκοινιά.
α-λε-ξί-πτω-το
αλεύρι [το] ουσιαστικό (αλεύρια) Το αλεύρι είναι μία λευκή ή κίτρινη σκόνη από σιτάρι ή καλαμπόκι. Με το αλεύρι φτιάχνουμε ψωμί και γλυκά. α-λεύ-ρι
αλκοόλ [το] ουσιαστικό οινόπνευμα
αλλαντικό [το] ουσιαστικό (αλλαντικά) Το σαλάμι, τα λουκάνικα και το ζαμπόν είναι αλλαντικά. αλ-λα-ντι-κό
αλλιώτικος, αλλιώτικη, αλλιώτικο επίθετο (αλλιώτικοι, αλλιώτικες, αλλιώτικα)
«Το σπίτι σου είναι πιο μεγάλο και πιο άνετο. Είναι αλλιώτικο από το δικό μου!» είπε η Αθηνά στην Ελένη. Δεν είναι το ίδιο. Δε μοιάζει. Έχει διαφορές.
διαφορετικός, άλλος αλ-λιώ-τι-κος
άλλος, άλλη, άλλο αντωνυμία (άλλοι, άλλες, άλλα) «Θα σας πω ένα άλλο ανέκδοτο» είπε ο Νίκος. Ένα διαφορετικό ανέκδοτο.
«Θέλεις άλλο κομμάτι γλυκό, Κώστα;» ρώτησε η κυρία Μαργαρίτα. Θέλεις ακόμη ένα κομμάτι; Η Αθηνά πάντα σκέφτεται πρώτα τους άλλους. Σκέφτεται τους άλλους ανθρώπους. άλ-λος
άλμπουμ [το] ουσιαστικό Το άλμπουμ είναι ένα βιβλίο με χοντρό χάρτινο εξώφυλλο και λευκές σελίδες για να βάζουμε μέσα φωτογραφίες ή γραμματόσημα. άλ-μπουμ -Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
αλμυρός, αλμυρή, αλμυρό επίθετο (αλμυροί, αλμυρές, αλμυρά) Όταν κάτι είναι αλμυρό, έχει πολύ αλάτι.
Η κυρία Μαργαρίτα βάζει πολύ αλάτι στα φαγητά και τα κάνει αλμυρά. αλ-μυ-ρός Δες αλάτι
-Λέμε και αρμυρός.
αλοιφή [η] ουσιαστικό (αλοιφές) αλείφω
αλυσίδα [η] ουσιαστικό (αλυσίδες) O Πινόκιο είναι δεμένος με μία χοντρή αλυσίδα. Η αλυσίδα είναι φτιαγμένη από μεταλλικά δαχτυλίδια, ενωμένα μεταξύ τους σε μία σειρά.
Τα δαχτυλίδια αυτά τα λέμε κρίκους. Η Αθηνά φορά στο λαιμό της ένα μικρό σταυρουδάκι σε ασημένια αλυσίδα.
α-λυ-σί-δα
αλφάβητο [το] ουσιαστικό (αλφάβητα) Το αλφάβητο είναι όλα τα γράμματα που έχουμε για να γράφουμε λέξεις. Το ελληνικό αλφάβητο έχει 24 γράμματα που μπαίνουν πάντα στην ίδια σειρά. Το πρώτο γράμμα είναι το α και το τελευταίο το ω. Όταν βάζεις τα γράμματα στη σειρά αυτή, τα βάζεις σε αλφαβητική σειρά. αλ-φά-βη-το -Λέμε και η αλφαβήτα.
-Μπορείς να δεις το ελληνικό αλφάβητο στα δεξιά αυτής της σελίδας.
άμαξα [η] ουσιαστικό (άμαξες)
Η Χιονάτη και ο πρίγκιπας έφυγαν με μία χρυσή άμαξα.
ά-μα-ξα
αμάξι [το] ουσιαστικό (αμάξια) Το αμάξι είναι το αυτοκίνητο. α-μά-ξι Δες αυτοκίνητο
αμαρτία [η] ουσιαστικό (αμαρτίες) Όταν κάνουμε μία αμαρτία, κάνουμε μία πολύ κακή πράξη. α-μαρ-τί-α
αμέσως επίρρημα Όταν κάνουμε κάτι αμέσως, το κάνουμε πολύ γρήγορα, χωρίς να περιμένουμε. «Έλα στο σπίτι αμέσως! Δε θα σε περιμένω καθόλου!» φώναξε ο Κώστας στην Αθηνά. α-μέ-σως
αμέτρητος, αμέτρητη, αμέτρητο επίθετο (αμέτρητοι, αμέτρητες, αμέτρητα) Στον ουρανό λάμπουν αμέτρητα αστέρια κάθε βράδυ. Είναι τόσα πολλά που δεν μπορούμε να τα μετρήσουμε. άπειρος α-μέ-τρη-τος
άμμος [η] ουσιαστικό Η άμμος είναι πολύ πολύ μικρά κομματάκια πέτρας. Μοιάζει με σκόνη και σκεπάζει παραλίες και ερήμους. Άμμο λέμε και την αμμουδιά. άμ-μος
αμμουδιά [η] ουσιαστικό (αμμουδιές) Η αμμουδιά είναι μία παραλία με άμμο. Η Αλίκη περπατούσε στην αμμουδιά κι έψαχνε να βρει κοχύλια στην άμμο. αμ-μου-διά
αμύγδαλο [το] ουσιαστικό (αμύγδαλα)
O Κώστας λατρεύει τις σοκολάτες με αμύγδαλα. Είναι οι μικροί καρποί κλεισμένοι μέσα σε τσόφλια που παίρνουμε από τα δέντρα, τις αμυγδαλιές. Oι αμυγδαλιές ανθίζουν το Φεβρουάριο πριν
από τ' άλλα δέντρα. α-μύ-γδα-λο
άμυνα [η] ουσιαστικό (άμυνες) αμύνομαι
αμύνομαι ρήμα (αμύνθηκα, θα αμυνθώ) Στο έργο που έβλεπε η θεία Κατερίνα ο ταμίας αμύνθηκε εναντίον των ληστών, γιατί κινδύνευε η ζωή του. Προσπάθησε να προστατευτεί για να μην του κάνουν κακό. Όταν αμύνεσαι εναντίον κάποιου, βρίσκεσαι σε άμυνα. κάνω επίθεση
α-μύ-νο-μαι
αναγκαστικός, αναγκαστική, αναγκαστικό επίθετο (αναγκαστικοί, αναγκαστικές, αναγκαστικά) ανάγκη
ανάγκη [η] ουσιαστικό (ανάγκες) O Κώστας δεν πήγε στο σχολείο χθες, γιατί ήταν ανάγκη να πάει στο γιατρό για το αυτί του. Χρειάστηκε να πάει στο γιατρό. αναγκάζω, αναγκαστικός
α-νά-γκη
αναγνώριση [η] ουσιαστικό (αναγνωρίσεις) αναγνωρίζω
ανακαλύπτω, ανακαλύπτομαι ρήμα (ανακάλυψα, θα ανακαλύψω) Όταν ανακαλύπτεις κάτι, βρίσκεις κάτι που ήταν κρυμμένο ή μαθαίνεις κάτι που δε γνώριζες πριν.
Η Αθηνά ανακάλυψε τα σοκολατάκια που είχε κρύψει η μαμά της και τα έφαγε. Αργότερα η μαμά της ανακάλυψε ότι τα σοκολατάκια είχαν εξαφανιστεί.
Όταν ανακαλύπτω κάτι, κάνω μία ανακάλυψη. α-να-κα-λύ-πτω
ανακάλυψη [η] ουσιαστικό (ανακαλύψεις) ανακαλύπτω
ανακατεύω και ανακατώνω, ανακατεύομαι, ανακατώνομαι ρήμα (ανακάτεψα, θα ανακατέψω) Όταν ανακατεύεις δύο ή περισσότερα πράγματα, τα βάζεις μαζί, ώστε να γίνουν ένα πράγμα.
Η κυρία Μαργαρίτα ανακάτεψε νερό και αλεύρι για να φτιάξει ζυμάρι.
Όταν ανακατεύεις τα πράγματά σου, χαλάς τη σειρά τους και τη θέση τους.
O Κώστας ανακάτεψε τα ρούχα στο συρτάρι του και δεν μπορούσε να βρει τις κάλτσες του. «Δεν είναι σωστό να ανακατεύεσαι στη ζωή των άλλων»
είπε στον κύριο Μιχάλη η θεία του. α-να-κα-τεύ-ω
- Μέσα στο όνομά μου μπορείς να βρεις τη λέξη καλύπτω. Τι κάνω;
ανακοίνωση [η] ουσιαστικό (ανακοινώσεις) ανακοινώνω
ανάμεσα επίρρημα Όταν είσαι ανάμεσα σε δύο πράγματα, είσαι στο μέρος που είναι στη μέση και τα χωρίζει.
O θείος Αλέκος βγήκε φωτογραφία ανάμεσα στον
Κώστα και την Αθηνά.
Η τάξη της Αθηνάς πήγε στο δημαρχείο ανάμεσα στο πρώτο και το δεύτερο διάλειμμα, δηλαδή μετά το πρώτο και πριν από το δεύτερο.
μεταξύ α-νά-με-σα
Η Αθηνά κάθεται ανάμεσα στα δύο αγόρια.
Αν θέλεις να μάθεις τι έγινε με την εκδρομή του Κώστα ψάξε στις λέξεις απότομος, εκδρομή, επιμένω, κακοκαιρία, ακυρώνω, πρόγραμμα, σέβομαι
ανανάς [ο] ουσιαστικό (ανανάδες)
O ανανάς είναι ένα μεγάλο γλυκό φρούτο που μοιάζει με μεγάλο κουκουνάρι και φυτρώνει σε ζεστά μέρη. Έχει σκληρή καφετιά φλούδα και είναι κίτρινο από μέσα.
α-να-νάς
αναπαυτικός, αναπαυτική, αναπαυτικό επίθετο (αναπαυτικοί, αναπαυτικές, αναπαυτικά) O κύριος Γιάννης βρίσκει τον καναπέ αναπαυτικό. Τον ξεκουράζει και νιώθει καλά. άνετος α-να-παυ-τι-κός
ανάπηρος, ανάπηρη, ανάπηρο επίθετο (ανάπηροι, ανάπηρες, ανάπηρα) Όταν κάποιος δεν έχει χέρια ή πόδια ή είναι τυφλός, είναι ανάπηρος.
Όταν είσαι ανάπηρος, έχεις αναπηρία. α-νά-πη-ρος
αναπνοή [η] ουσιαστικό (αναπνοές) αναπνέω
αναποδογυρίζω, αναποδογυρίζομαι ρήμα (αναποδογύρισα, θα αναποδογυρίσω) O κύριος Γιάννης αναποδογύρισε το μπουκάλι για ν' αδειάσει όλο το νερό που είχε μέσα. Το γύρισε ανάποδα. ανάποδος, αναποδιά α-να-πο-δο-γυ-ρί-ζω
ανάποδος, ανάποδη, ανάποδο επίθετο (ανάποδοι, ανάποδες, ανάποδα) O Κώστας φόρεσε το πουλόβερ του από την ανάποδη πλευρά. Από την αντίθετη πλευρά. «Αυτός ο μήνας ήταν ανάποδος για μένα» είπε ο κύριος Δημήτρης.
Είχε πολλά προβλήματα.
O κύριος Μιχάλης είναι ανάποδος άνθρωπος. Όλα τον ενοχλούν και δεν έχει καλούς τρόπους. O Κώστας φόρεσε το πουλόβερ του από την ανάποδη πλευρά. Το φόρεσε ανάποδα. αναποδογυρίζω, αναποδιά
α-νά-πο-δος
αναποφάσιστος, αναποφάσιστη, αναποφάσιστο επίθετο (αναποφάσιστοι, αναποφάσιστες, αναποφάσιστα) Όταν είσαι αναποφάσιστος, δεν έχεις αποφασίσει ακόμη για κάτι ή σου είναι δύσκολο να πάρεις μία απόφαση. O καιρός ήταν τόσο κακός που ο Ίγκλι ήταν αναποφάσιστος για το αν θα πήγαινε εκδρομή. Τελικά δεν πήγε ούτε ο Κώστας.
αποφασισμένος, αποφασιστικός
α-να-πο-φά-σι-στος
αναπτήρας [ο] ουσιαστικό (αναπτήρες) ανάβω
αναρωτιέμαι ρήμα (αναρωτήθηκα, θα αναρωτηθώ) Όταν αναρωτιέσαι για κάτι, έχεις απορία και θα ήθελες να ξέρεις περισσότερα γι' αυτό. Η Αθηνά και ο Κώστας αναρωτήθηκαν γιατί άργησε τόσο να γυρίσει η Ροζαλία. α-να-ρω-τιέ-μαι
Αν θέλεις να μάθεις τι έγινε με το μαγαζί του κυρίου Δημήτρη, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις δικαστήριο, δικηγόρος, θηρίο, καημένος, πιάνω, τμήμα, φυλακή
ανασαίνω ρήμα (ανάσανα, θα ανασάνω) ανάσα
ανάσκελα επίρρημα
Όταν είσαι ανάσκελα, είσαι ξαπλωμένος με την πλάτη προς τα κάτω και το πρόσωπο προς τα πάνω.
μπρούμυτα α-νά-σκε-λα
O Κώστας είναι ξαπλωμένος ανάσκελα.
αναστατώνω, αναστατώνομαι ρήμα (αναστάτωσα, θα αναστατώσω) Όταν αναστατώνεις κάτι, το κάνεις άνω κάτω.
Η Αθηνά αναστάτωσε όλη τη γειτονιά ψάχνοντας να βρει τη Ροζαλία. Όταν αναστατώνεσαι, νιώθεις αγωνία, ανησυχία ή άλλα έντονα συναισθήματα.
Η Αθηνά αναστατώθηκε με την εξαφάνιση της Ροζαλίας.
Ήταν αναστατωμένη όλο το βράδυ. Η αναστάτωσή της ήταν μεγάλη.
α-να-στα-τώ-νω
Αν θέλεις να μάθεις τι έγινε με τη Ροζαλία που χάθηκε, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις αναστατώνω, ανησυχώ, εξαφανίζομαι, βρίσκω, καταφεύγω, κουλουριάζω, κουνώ, χαίρομαι, χοροπηδώ
αναστενάζω ρήμα (αναστέναξα, θα αναστενάξω) Όταν αναστενάζεις, αναπνέεις βαθιά, γιατί είσαι λυπημένος ή κουρασμένος.
O Κώστας αναστέναξε λυπημένος, γιατί έπρεπεν' αφήσει το ποδόσφαιρο και να γυρίσει στο σπίτι. Έβγαλε ένα βαθύ αναστεναγμό και ξεκίνησε για το σπίτι.
α-να-στε-νά-ζω
ανάστημα [το] ουσιαστικό (αναστήματα) Το ανάστημα είναι το ύψος που έχει κάθε άνθρωπος.
Oι μαθητές μπαίνουν στις γραμμές τους ανάλογα με το ανάστημά τους.
ύψος, μπόι α-νά-στη-μα
ανατριχιάζω ρήμα (ανατρίχιασα, θα ανατριχιάσω) Όταν ανατριχιάζεις, τότε σηκώνονται οι τρίχες σου από φόβο, από κρύο ή από συγκίνηση. Η Αθηνά σκέφτηκε ότι η Ροζαλία μπορεί να είχε πάθει κάτι κακό και ανατρίχιασε από το φόβο της.
Όταν ανατριχιάζεις, νιώθεις ανατριχίλα. α-να-τρι-χιά-ζω
αναφιλητό [το] ουσιαστικό (αναφιλητά) Η Αθηνά έκλαιγε με αναφιλητά, όταν έμαθε ότι χάθηκε η Ροζαλία. Έκλαιγε δυνατά με αναστεναγμούς. α-να-φι-λη-τό
αναψυκτικό [το] ουσιαστικό (αναψυκτικά) Oι χυμοί φρούτων, η πορτοκαλάδα και η λεμονάδα είναι αναψυκτικά. Τα αναψυκτικά πίνονται κρύα. α-να-ψυ-κτι-κό 'το πάρτι'
ανεβάζω ρήμα (ανέβασα, θα ανεβάσω) Όταν ανεβάζεις κάτι, το πας από ένα μέρος που είναι χαμηλά σ' ένα άλλο μέρος που είναι ψηλά.
Oι εργάτες ανέβασαν τα έπιπλα από το ισόγειο στον τρίτο όροφο του σπιτιού.
κατεβάζω α-νε-βά-ζω
ανέκδοτο [το] ουσιαστικό (ανέκδοτα) Το ανέκδοτο είναι μία πολύ μικρή ιστορία που μας κάνει να γελάμε.
α-νέκ-δο-το
άνεμος [ο] ουσιαστικό (άνεμοι) O άνεμος είναι αέρας που κινείται γρήγορα πάνω στη γη.
O δυνατός άνεμος σήκωσε μεγάλα κύματα στη θάλασσα.
αέρας ά-νε-μος
άνεργος, άνεργη, άνεργο επίθετο (άνεργοι, άνεργες, άνεργα) O πατέρας του Νίκου είναι άνεργος δύο μήνες. Δε βρίσκει δουλειά πουθενά.
ά-νερ-γος
άνετος, άνετη, άνετο επίθετο (άνετοι, άνετες, άνετα) Όταν κάτι είναι άνετο, είναι ξεκούραστο ή έχει πολύ χώρο.
O Κώστας και η οικογένειά του έχουν ένα άνετο σπίτι με πολλά δωμάτια.
βολικός, ευρύχωρος ά-νε-τος
ανήκω ρήμα (ανήκα, θα ανήκω) Όταν κάτι σου ανήκει, είναι δικό σου. Η Ροζαλία ανήκει στην Αθηνά. Όταν ανήκεις σε μία ομάδα, τότε είσαι ένα από τα μέλη της.
Η σαύρα ανήκει στα ερπετά.
α-νή-κω
Αν θέλεις να μάθεις τι έγινε με την εκδρομή του Κώστα ψάξε στις λέξεις απότομος, εκδρομή, επιμένω, κακοκαιρία, ακυρώνω, πρόγραμμα, σέβομαι
- Με ακούς και γελάς. Τι είμαι; …………………....................……………
ανησυχία [η] ουσιαστικό (ανησυχίες) ανήσυχος
ανήσυχος, ανήσυχη, ανήσυχο επίθετο (ανήσυχοι, ανήσυχες, ανήσυχα) Όταν κάποιος είναι ανήσυχος, δεν είναι ήρεμος.
O Κώστας είχε ανήσυχο ύπνο, γιατί τον ενοχλούσε το δόντι του όλο το βράδυ.
ταραγμένος, ανάστατος, αναστατωμένος ήσυχος, ήρεμος
Όταν κάποιος είναι ανήσυχος,νιώθει ανησυχία. ανησυχώ α-νή-συ-χος
ανησυχώ ρήμα (ανησύχησα, θα ανησυχήσω) Όταν ανησυχείς, είσαι ανήσυχος, αισθάνεσαι αναστάτωση και αγωνία για κάτι που μπορεί να συμβεί. Η Αθηνά ανησυχεί, γιατί η Ροζαλία δε γύρισε ακόμη.
αγωνιώ, αναστατώνομαι ησυχάζω, ηρεμώ
ανήσυχος, ανησυχία, ανησυχώ α-νη-συ-χώ
ανηφόρα [η] ουσιαστικό (ανηφόρες)
Η ανηφόρα είναι δρόμος που πάει προς τα πάνω.
κατηφόρα, κατηφοριά, κατήφορος
α-νη-φό-ρα -Λέμε και ο ανήφορος και η ανηφοριά.
Αν θέλεις να μάθεις τι έγινε με τη Ροζαλία που χάθηκε, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις αναστατώνω, ανησυχώ, εξαφανίζομαι, βρίσκω, καταφεύγω, κουλουριάζω, κουνώ, χαίρομαι,χοροπηδώ
ανθίζω ρήμα (άνθισα, θα ανθίσω) Όταν ένα δέντρο ανθίζει, βγάζει λουλούδια στα κλαδιά του.
«Την άνοιξη να πάμε στο θείο Αλέκο, όταν ανθίζουν τα δέντρα» είπε η Αθηνά. «Είναι τόσο ωραία ανθισμένα!» άνθισμα αν-θί-ζω
ανθοδοχείο [το] ουσιαστικό (ανθοδοχεία)
Στο ανθοδοχείο βάζουμε λουλούδια και λίγο νερό για να στολίσουμε το δωμάτιό μας.
βάζο
αν-θο-δο-χεί-ο
ανθοπωλείο [το] ουσιαστικό (ανθοπωλεία) Στο ανθοπωλείο, ο ανθοπώλης πουλάει λουλούδια. αν-θο-πω-λεί-ο
άνθος [το] ουσιαστικό (άνθη) λουλούδι
άνθρωπος [ο] ουσιαστικό (άνθρωποι) Oι άνδρες, οι γυναίκες και τα παιδιά είναι άνθρωποι.
ανθρώπινος άν-θρω-πος
ανιψιός [ο], ανιψιά [η] ουσιαστικό (ανιψιοί, ανιψιές) O ανιψιός και η ανιψιά είναι τα παιδιά του αδερφού ή της αδερφής μας. Ανιψιός και ανιψιά είναι και τα παιδιά του ξαδέλφου ή της ξαδέλφης μας. α-νι-ψιός - Στον πληθυντικό λέμε και τα ανίψια.
άνοιγμα [το] ουσιαστικό (ανοίγματα) ανοίγω
ανοιγοκλείνω ρήμα (ανοιγόκλεισα, θα ανοιγοκλείσω) Όταν ανοιγοκλείνω κάτι, το ανοίγω και το κλείνω πολλές φορές.
O Κώστας ανοιγόκλεισε τα μάτια του πολλές φορές, μέχρι να συνηθίσει το φως που έμπαινε στο δωμάτιο. α-νοι-γο-κλεί-νω
ανοίγω, ανοίγομαι ρήμα (άνοιξα, θα ανοίξω) Ανοίγεις την πόρτα για να μπεις ή να βγεις.
Όταν ανοίγεις ένα μπουκάλι, βγάζεις το καπάκι του. Τα μαγαζιά ανοίγουν στις εννιά το πρωί. Η πόρτα τους ανοίγει στις εννιά. Όταν ανοίγεις το καλοριφέρ, το κάνεις να δουλεύει.
κλείνω άνοιγμα, ανοιχτήρι, ανοιχτός
α-νοί-γω
ανοιχτήρι [το] ουσιαστικό (ανοιχτήρια)
Το ανοιχτήρι είναι ένα μικρό εργαλείο που χρησιμοποιούμε για ν' ανοίγουμε μπουκάλια ή κουτιά. ανοίγω, άνοιγμα
α-νοι-χτή-ρι
ανοιχτός, ανοιχτή, ανοιχτό επίθετο (ανοιχτοί, ανοιχτές, ανοιχτά) Όταν η πόρτα ή το παράθυρο είναι ανοιχτά, τα έχεις ανοίξει. κλειστός
O δρόμος ήταν ανοιχτός μπροστά, δεν είχε καθόλου αυτοκίνητα και ο κύριος Γιάννης έφτασε γρήγορα στο σπίτι.
Το χρώμα του ουρανού είναι ανοιχτό γαλάζιο, ενώ το χρώμα της θάλασσας είναι σκούρο γαλάζιο.
σκούρος ανοίγω, άνοιγμα,ανοιχτά α-νοι-χτός
ανοιχτό-κλειστό
άνοστος, άνοστη, άνοστο επίθετο (άνοστοι, άνοστες, άνοστα)
Όταν ένα φαγητό είναι άνοστο, δεν έχει καλή γεύση και δε μας αρέσει.
άγευστος νόστιμος, γευστικός
ά-νο-στος
ανταλλαγή [η] ουσιαστικό (ανταλλαγές) Όταν κάνεις μία ανταλλαγή, δίνεις κάτι που έχεις και παίρνεις κάτι άλλο.
O Κώστας και ο Νίκος έκαναν μία ανταλλαγή. αλλαγή
Αντάλλαξαν τα μολύβια τους δίνοντας ο ένας το μολύβι του στον άλλο.
α-νταλ-λα-γή
ανταλλάσσω ρήμα (αντάλλαξα, θα ανταλλάξω) ανταλλαγή
- Μέσα στο όνομά μου μπορείς να βρεις τη λέξη ήλιος. Τι είμαι; ……………….....................………………
άντε και άιντε επιφώνημα «Άντε, τελειώνετε το γράψιμο για να κάνουμε διάλειμμα» είπε η δασκάλα.
ά-ντε
αντέχω ρήμα (άντεξα, θα αντέξω) Όταν αντέχεις κάτι, έχεις τη δύναμη που χρειάζεται για να το αντιμετωπίσεις.
O Κώστας έκλεισε τ' αυτιά του, γιατί δεν άντεχε άλλο τις φωνές του κ. Μιχάλη.
Όταν αντέχεις, έχεις αντοχή. α-ντέ-χω
αντηλιακό [το] ουσιαστικό (αντηλιακά) Το αντηλιακό είναι μία κρέμα που βάζουμε στο σώμα μας για να προστατευτούμε από τον ήλιο. α-ντη-λι-α-κό
αντιβιοτικό [το] ουσιαστικό (αντιβιοτικά) Το αντιβιοτικό είναι ένα φάρμακο που μας δίνει ο γιατρός, όταν είμαστε άρρωστοι. Το αντιβιοτικό εμποδίζει τα μικρόβια να γίνουν πολλά στον οργανισμό μας. α-ντι-βι-ο-τι-κό
αντιγράφω, αντιγράφομαι ρήμα (αντέγραψα, θα αντιγράψω) Η δασκάλα έγραψε μία πρόταση στον πίνακα και ο Κώστας την αντέγραψε
γρήγορα στο τετράδιό του. Έγραψε την ίδια πρόταση στο τετράδιό του.
O Ίγκλι δεν ήθελε ν' αντιγράψει από τη διπλανή του. Δεν ήθελε να γράψει αυτό που διάβασε στο τετράδιό της αλλά ήθελε να βρει την απάντηση μόνος του. Όταν αντιγράφεις, φτιάχνεις αντίγραφα, κάνεις αντιγραφή.
α-ντι-γρά-φω
αντικείμενο [το] ουσιαστικό (αντικείμενα)
Αντικείμενο είναι κάθε πράγμα γύρω μας που μπορούμε να δούμε και να πιάσουμε. «Το σφουγγάρι, η κιμωλία και ο πίνακας είναι μερικά από τα αντικείμενα που χρησιμοποιούμε κάθε μέρα στην τάξη μας» είπε η δασκάλα.
α-ντι-κεί-με-νο
αντίο επιφώνημα Λέμε αντίο, όταν φεύγουμε από κάπου και θέλουμε ν' αποχαιρετήσουμε τους ανθρώπους. γεια α-ντί-ο
αντιπαθητικός, αντιπαθητική, αντιπαθητικό επίθετο (αντιπαθητικοί, αντιπαθητικές, αντιπαθητικά) Όταν κάποιος είναι αντιπαθητικός, τότε κανείς δε θέλει να κάνει παρέα μαζί του. O κύριος Μιχάλης είναι αντιπαθητικός. Δεν έχει πολλούς φίλους.
συμπαθητικός α-ντι-πα-θη-τι-κός
αντίπαλος, αντίπαλη, αντίπαλο επίθετο (αντίπαλοι, αντίπαλες, αντίπαλα) O Νίκος και ο Ίγκλι θα παίζουν σε αντίπαλες ομάδες στον αυριανό αγώνα ποδοσφαίρου. Θ' αγωνιστούν ο ένας ενάντια στον άλλο για τη νίκη.
(σαν ουσιαστικό) Θα είναι αντίπαλοι. α-ντί-πα-λος
Αν θέλεις να μάθεις τι έγινε με την εκδρομή του Κώστα ψάξε στις λέξεις απότομος, εκδρομή, επιμένω, κακοκαιρία, ακυρώνω, πρόγραμμα,σέβομαι
Αν θέλεις να μάθεις τι έγινε με το μαγαζί του κυρίου Δημήτρη, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις δικαστήριο, δικηγόρος, θηρίο, καημένος, πιάνω, τμήμα, φυλακή
αντίχειρας [ο] ουσιαστικό (αντίχειρες) O αντίχειρας είναι το πιο κοντό και το πιο παχύ δάχτυλο στην άκρη του χεριού σου. α-ντί-χει-ρας
αντοχή [η] ουσιαστικό (αντοχές) αντέχω
άντρας [ο] ουσιαστικό (άντρες) Όταν τ' αγόρια μεγαλώσουν, γίνονται άντρες. O άντρας σε μία οικογένεια είναι ο πατέρας.
O άντρας της κυρίας Μαργαρίτας είναι ο κύριος Γιάννης, δηλαδή είναι ο σύζυγός της. O κύριος Γιάννης αγόρασε ένα αντρικό παντελόνι και η κυρία Μαργαρίτα ένα γυναικείο. ά-ντρας
αντρικός, αντρική, αντρικό επίθετο (αντρικοί, αντρικές, αντρικά) άντρας
ανυπομονησία [η] ουσιαστικό ανυπομονώ
ανυπόμονος, ανυπόμονη, ανυπόμονο επίθετο (ανυπόμονοι, ανυπόμονες, ανυπόμονα) ανυπομονώ
ανυπομονώ ρήμα
Όταν ανυπομονείς, δεν μπορείς να περιμένεις να γίνει κάτι, βιάζεσαι.
Η Αθηνά ανυπομονεί να έρθει το καλοκαίρι και να κλείσουν τα σχολεία.
λαχταρώ Όταν ανυπομονείς, είσαι ανυπόμονος, έχεις ανυπομονησία.
α-νυ-πο-μο-νώ
ανυπόφορος, ανυπόφορη,ανυπόφορο επίθετο (ανυπόφοροι, ανυπόφορες, ανυπόφορα)
Όταν κάτι είναι ανυπόφορο, είναι τόσο ενοχλητικό που δεν το αντέχουμε άλλο πια. Στο μαγαζί του κυρίου Δημήτρη είχε σήμερα ανυπόφορη ζέστη, κι έτσι εκείνος άνοιξε όλα τα παράθυρα. αφόρητος υποφερτός υποφέρω
α-νυ-πό-φο-ρος
ανώμαλος, ανώμαλη, ανώμαλο επίθετο (ανώμαλοι, ανώμαλες, ανώμαλα)
Όταν ο δρόμος είναι ανώμαλος, έχει λακκούβες και δεν είναι επίπεδος.
ομαλός α-νώ-μα-λος
ανώτερος, ανώτερη, ανώτερο επίθετο (ανώτεροι, ανώτερες, ανώτερα)
Το κεφάλι βρίσκεται στο ανώτερο τμήμα του σώματος. Στο πιο ψηλό σημείο του σώματος.
O κύριος Μιχάλης πιστεύει ότι κανένας δεν είναι ανώτερος απ' αυτόν. Πιστεύει ότι δεν υπάρχει κανένας καλύτερος απ' αυτόν.
O διευθυντής έχει ανώτερη θέση από τους δασκάλους. Έχει θέση με μεγαλύτερη δύναμη. κατώτερος (σαν ουσιαστικό) Όλοι τον σέβονται, όπως πρέπει να σεβόμαστε όλους τους ανωτέρους. α-νώ-τε-ρος
αξέχαστος, αξέχαστη, αξέχαστο επίθετο (αξέχαστοι, αξέχαστες αξέχαστα)
Όταν κάτι είναι αξέχαστο, δεν μπορεί κανείς να το ξεχάσει.
«Στο χωριό του θείου Αλέκου πέρασα αξέχαστα Χριστούγεννα» είπε ο Κώστας.
ξεχνώ α-ξέ-χα-στος
αξία [η] ουσιαστικό (αξίες)
Ποια είναι η αξία αυτού του αυτοκινήτου; Πόσα χρήματα πρέπει να δώσουμε για να το αποκτήσουμε; Πόσο κοστίζει; τιμή
Όταν κάποιος έχει αξία, έχει πολλές ικανότητες.
O Κώστας πήρε άριστα με την αξία του. αξίζω α-ξί-α
αξίζω ρήμα (άξιζα, θα αξίζω)
«Πόσο ν' αξίζει άραγε αυτό το σπίτι δίπλα στο μαγαζί του κυρίου Δημήτρη;» σκέφτηκε η κυρία Μαργαρίτα. Πόσα λεφτά να κάνει; κοστίζω
Όταν κάποιος αξίζει κάτι, έχει κάνει κάτι για ν' αποδείξει ότι μπορεί ή πρέπει να το έχει. O Κώστας αξίζει τους καλούς βαθμούς που πήρε στο σχολείο, γιατί φέτος διάβασε πολύ. α-ξί-ζω
- Δεν μπορείς να με δεις. Τι είμαι; ………………….................……….....................……
άξιος, άξια, άξιο επίθετο (άξιοι, άξιες, άξια)
Όταν κάποιος είναι άξιος, έχει την ικανότητα να κάνει κάτι πολύ καλά.
Η κυρία Μαργαρίτα είναι άξια μαγείρισσα.
ικανός ανάξιος ά-ξι-ος
αόρατος, αόρατη, αόρατο επίθετο (αόρατοι, αόρατες, αόρατα)
Όταν κάποιος είναι αόρατος, κανείς δεν μπορεί να τον δει.
«Τα μικρόβια είναι αόρατα χωρίς μικροσκόπιο» είπε ο γιατρός στον Κώστα.
ορατός α-ό-ρα-τος
απαίσιος, απαίσια, απαίσιο επίθετο (απαίσιοι, απαίσιες, απαίσια)
Η μητριά της Χιονάτης είναι απαίσια: φρόντισε με κάθε τρόπο να κάνει κακό στη Χιονάτη. Δεν είναι όμως μόνο κακιά. Έχει και απαίσιο πρόσωπο. Δηλαδή πολύ άσχημο. α-παί-σι-ος
απαίτηση [η] ουσιαστικό (απαιτήσεις) απαιτώ
απαιτώ ρήμα (απαίτησα, θα απαιτήσω)
Όταν απαιτώ, ζητώ με πολύ έντονο τρόπο να γίνει κάτι που θέλω.
O κύριος Γιάννης απαιτεί από τα παιδιά του να διαβάζουν όλα τα μαθήματα πριν αρχίσουν να παίζουν. Έχει την απαίτηση να διαβάζουν όλα τα μαθήματα.
α-παι-τώ
απαλός, απαλή, απαλό επίθετο (απαλοί,απαλές, απαλά)
Όταν κάτι είναι απαλό, είναι μαλακό και ευχάριστο.
«Το μωρό της θείας Κατερίνας έχει πολύ απαλό δέρμα» είπε η Αθηνά.
σκληρός Όταν κάνουμε κάτι απαλά, το κάνουμε με μαλακό και απαλό τρόπο, προσεκτικά. O θείος Σταμάτης πήρε απαλά το μωρό στην αγκαλιά του.
α-πα-λός
απάντηση [η] ουσιαστικό (απαντήσεις)
Η απάντηση είναι αυτό που λέμε, όταν μας ρωτούν κάτι.
«Κώστα, ο Νίκος σε ρώτησε αν θα πάτε εκδρομή. Τι απάντηση του έδωσες;» είπε η Αθηνά. ερώτηση Όταν απαντάς, μιλάς σε κάποιον που σε ρωτάει κάτι.
α-πά-ντη-ση
απαντώ και απαντάω, απαντιέμαι ρήμα (απάντησα, θα απαντήσω) απάντηση
απαραίτητος, απαραίτητη, απαραίτητο επίθετο (απαραίτητοι, απαραίτητες, απαραίτητα)
Όταν κάτι είναι απαραίτητο, το έχεις ανάγκη και δεν μπορεί να γίνει αλλιώς.
«Πάμε να μου ζωγραφίσεις κάτι, Αθηνά» είπε η θεία Κατερίνα. «Έχεις τις απαραίτητες μπογιές μαζί σου;» αναγκαίος
(σαν ουσιαστικό) «Ναι, θεία, έχω όλα τα απαραίτητα» είπε η Αθηνά.
α-πα-ραί-τη-τος
απασχολημένος, απασχολημένη, απασχολημένο μετοχή (απασχολημένοι, απασχολημένες, απασχολημένα)
Όταν κάποιος είναι απασχολημένος, έχει πολλή δουλειά και δεν μπορεί να κάνει κάτι άλλο. Δεν θέλει να τον απασχολούν. α-πα-σχο-λη-μέ-νος
απασχολώ, απασχολούμαι ρήμα (απασχόλησα, θα απασχολήσω) απασχολημένος
απείθαρχος, απείθαρχη, απείθαρχο επίθετο (απείθαρχοι, απείθαρχες,απείθαρχα)
Όταν κάποιος είναι απείθαρχος, δεν ακολουθεί τους κανόνες που υπάρχουν.
O Κώστας είναι απείθαρχος μαθητής και συχνά τιμωρείται.
πειθαρχημένος, υπάκουος α-πεί-θαρ-χος
απειλή [η] ουσιαστικό (απειλές) απειλώ
απειλώ, απειλούμαι ρήμα (απείλησα, θα απειλήσω)
Όταν απειλείς κάποιον, λες ότι θα του κάνεις κάτι άσχημο και δυσάρεστο.
O κύριος Μιχάλης απείλησε ότι θα δείρει όποιο παιδί μπει στην αυλή του.
O κύριος Μιχάλης ήταν όλο απειλές. «Αλίμονό σας αν σας πιάσω να μπαίνετε στην αυλή μου!» είπε στα παιδιά. α-πει-λώ
απελπίζομαι ρήμα (απελπίστηκα, θα απελπιστώ)
Όταν απελπίζομαι, χάνω την ελπίδα ότι θα γίνει κάτι που περίμενα να γίνει.
Η Αθηνά απελπίστηκε με την εξαφάνιση της Ροζαλίας κι έβαλε τα κλάματα.
Την έπιασε απελπισία. α-πελ-πί-ζο-μαι
απελπισία [η] ουσιαστικό απελπίζομαι
απέναντι επίρρημα
Το σπίτι του κυρίου Μιχάλη βρίσκεται απέναντι από το μαγαζί του κυρίου Δημήτρη. Βρίσκεται μπροστά από το μαγαζί, από την άλλη πλευρά του δρόμου. Τα δύο κτίρια είναι αντικριστά. αντίκρυ α-πέ-να-ντι
απέραντος, απέραντη, απέραντο επίθετο (απέραντοι, απέραντες, απέραντα)
Όταν κάτι είναι απέραντο, είναι πάρα πολύ μεγάλο και μοιάζει να μην έχει τέλος. Η Αθηνά ήταν μέσα στο πλοίο και ταξίδευε για να πάει στην Κρήτη. Από το παράθυρο κοίταζε τη θάλασσα. Της φαινόταν απέραντη. α-πέ-ρα-ντος
απεργία [η] ουσιαστικό (απεργίες)
Όταν οι εργαζόμενοι κάνουν απεργία, σταματούν να δουλεύουν και ζητούν περισσότερα χρήματα και καλύτερες συνθήκες εργασίας. Χθες στο σχολείο του Κώστα οι δάσκαλοι είχαν απεργία και τα σχολεία έμειναν κλειστά.
Oι δάσκαλοι απεργούσαν. α-περ-γί-α
απεργώ ρήμα (απέργησα, θα απεργήσω) απεργία
απίθανος, απίθανη, απίθανο επίθετο (απίθανοι, απίθανες, απίθανα)
Όταν κάτι είναι απίθανο, είναι δύσκολο να συμβεί. «Είναι απίθανο να πάμε εκδρομή σήμερα» είπε ο Κώστας. «O καιρός είναι πολύ άσχημος». α-πί-θα-νος
απίστευτος, απίστευτη, απίστευτο επίθετο (απίστευτοι, απίστευτες, απίστευτα)
Όταν κάτι είναι απίστευτο, δεν είναι εύκολο να πιστέψουμε ότι συμβαίνει.
«Δεν το πιστεύω ότι χάλασε ο καιρός» είπε ο Κώστας. «Είναι απίστευτη αυτή η αλλαγή του καιρού. Μόλις χθες είχε ήλιο». πιστεύω α-πί-στευ-τος
απλός, απλή, απλό επίθετο (απλοί, απλές, απλά)
«Αθηνά, θα σου κάνω μία απλή ερώτηση» είπε η δασκάλα. Μία ερώτηση που δεν είναι δύσκολη, που δε χρειάζεται να προσπαθήσεις πολύ για να την απαντήσεις.
δύσκολος, σύνθετος, πολύπλοκος Τα φορέματα της θείας Κατερίνας είναι απλά. Δεν έχουν πολλά χρώματα και σχέδια. «Για ν' ανοίξεις το κομπιούτερ, πατάς απλά αυτό το κουμπί» είπε ο κύριος Μιχάλης στη θεία του. α-πλός
άπλυτος, άπλυτη, άπλυτο επίθετο (άπλυτοι, άπλυτες, άπλυτα)
Όταν κάτι είναι άπλυτο, δεν έχει πλυθεί, είναι βρόμικο. «Κώστα, τι άπλυτα χέρια είναι αυτά! Πήγαινε να τα πλύνεις γρήγορα!» είπε η κυρία Μαργαρίτα.
πλυμένος, καθαρός πλένω ά-πλυ-τος
απλώνω, απλώνομαι ρήμα (άπλωσα, θα απλώσω)
Όταν απλώνω κάτι, το ανοίγω, το ξεδιπλώνω για να φαίνεται ολόκληρο.
Μετά το φαγητό η κυρία Μαργαρίτα άρχισε ν' απλώνει τα ρούχα στο μπαλκόνι.
Μόλις μπήκε μέσα, είδε τον Κώστα να έχει τα πόδια του πάνω στο τραπέζι του σαλονιού. «Κώστα, μην απλώνεις τα πόδια σου στο τραπέζι!» φώναξε.
μαζεύω άπλωμα α-πλώ-νω
απογειώνω, απογειώνομαι ρήμα (απογείωσα, θα απογειώσω)
Όταν απογειώνω το αεροπλάνο, το κάνω να σηκωθεί στον αέρα και να πετάξει.
O θείος Τάκης άργησε να γυρίσει σπίτι από το ταξίδι του στο Παρίσι, επειδή ο καιρός ήταν κακός και το αεροπλάνο απογειώθηκε με καθυστέρηση.
προσγειώνω α-πο-γει-ώ-νω
απόγευμα [το] ουσιαστικό (απογεύματα)
Το απόγευμα είναι μετά το μεσημέρι και πριν από το βράδυ.
O κύριος Γιάννης διαβάζει τις απογευματινές εφημερίδες κάθε μέρα.
α-πό-γευ-μα 'η διάρκεια της ημέρας'
απογοήτευση [η] ουσιαστικό (απογοητεύσεις) απογοητεύω
απογοητεύω, απογοητεύομαι ρήμα (απογοήτευσα, θα απογοητεύσω)
Όταν απογοητεύεις κάποιον, τον στενοχωρείς, γιατί δεν κάνεις κάτι τόσο καλά όσο εκείνος πιστεύει ότι μπορείς. Όταν απογοητεύεσαι, στενοχωριέσαι, επειδή κάτι δεν έγινε όπως ήθελες ή πίστευες ότι μπορούσε να γίνει. Νιώθεις απογοήτευση.
O Ίγκλι απογοητεύτηκε που έβρεχε και δεν μπορούσε να πάει για ποδόσφαιρο.
Η απογοήτευσή του ήταν μεγάλη. α-πο-γο-η-τεύ-ω
απόδειξη [η] ουσιαστικό (αποδείξεις)
Η απόδειξη είναι το χαρτί που μας δίνουν, όταν πληρώνουμε χρήματα.
O θείος Τάκης πήρε απόδειξη για τα παπούτσια που αγόρασε. α-πό-δει-ξη
αποθηκεύω, αποθηκεύομαι ρήμα (αποθήκευσα, θα αποθηκεύσω) αποθήκη
Αν θέλεις να μάθεις τι έγινε με την εκδρομή του Κώστα ψάξε στις λέξεις απότομος, εκδρομή, επιμένω, κακοκαιρία, ακυρώνω, πρόγραμμα, σέβομαι
αποθήκη [η] ουσιαστικό (αποθήκες)
Η αποθήκη είναι ένα μέρος όπου μπορούμε να βάλουμε κάποια πράγματα, μέχρι να τα χρησιμοποιήσουμε. Όταν αποθηκεύεις κάτι, δεν το χρησιμοποιείς αλλά το φυλάς κάπου μέχρι να το χρειαστείς ξανά. α-πο-θή-κη
αποκάτω επίρρημα κάτω
αποκλείω, αποκλείομαι ρήμα (απέκλεισα, θα αποκλείσω)
Όταν αποκλείεις έναν δρόμο, τον κλείνεις, εμποδίζεις άλλους ανθρώπους να περάσουν απ' αυτόν.
O διπλανός του Κώστα αποκλείστηκε από την ομάδα του σχολείου, επειδή τραυματίστηκε. Δεν μπόρεσε να πάρει μέρος.
Όταν λες «Αποκλείεται!», εννοείς πως κάτι δε θα γίνει με κανέναν τρόπο.
«Αποκλείεται να βρεθεί η Ροζαλία!» φώναξε απογοητευμένη η Αθηνά.
α-πο-κλεί-ω
αποκοιμιέμαι ρήμα (αποκοιμήθηκα, θα αποκοιμηθώ)
Όταν αποκοιμιέσαι, σε παίρνει ο ύπνος.
O Κώστας ήταν τόσο κουρασμένος από το ποδόσφαιρο που αποκοιμήθηκε μπροστά στην τηλεόραση. κοιμάμαι
α-πο-κοι-μιέ-μαι
αποκοιμίζω, αποκοιμίζομαι ρήμα (αποκοίμισα, θα αποκοιμίσω)
Όταν κάτι σε αποκοιμίζει, σε κάνει να νυστάζεις και να θέλεις να κοιμηθείς.
«Η τηλεόραση με αποκοίμισε. Πάω για ύπνο» είπε ο Κώστας. κοιμίζω
α-πο-κοι-μί-ζω
Αποκριά [η] ουσιαστικό (Αποκριές)
Η Αποκριά ή οι Αποκριές είναι οι τρεις εβδομάδες πριν από την Καθαρή Δευτέρα. Τις μέρες αυτές συνηθίζουμε να μασκαρευόμαστε. «Τις Αποκριές έχει καρναβάλι στην Πάτρα. Θα πάμε μαμά;» ρώτησε η Αθηνά. Α-πο-κριά -Λέμε και Απόκρια.
αποκτώ και αποκτάω, αποκτιέμαι ρήμα (απέκτησα, θα αποκτήσω)
Όταν αποκτάς κάτι, το κάνεις δικό σου. O Ίγκλι ονειρεύεται να γίνει τραγουδιστής ή ποδοσφαιριστής για ν' αποκτήσει πολλά χρήματα.
α-πο-κτώ
απολύω, απολύομαι ρήμα (απέλυσα, θα απολύσω)
Όταν απολύεις κάποιον, τον σταματάς από τη δουλειά του.
Η εταιρεία που είναι δίπλα στο γραφείο του Γιάννη απέλυσε πέντε υπαλλήλους.
προσλαμβάνω α-πο-λύ-ω
απομακρύνω, απομακρύνομαι ρήμα (απομάκρυνα, θα απομακρύνω)
Όταν απομακρύνεις κάτι, το παίρνεις από εκεί που είναι και το πας κάπου αλλού πιο μακριά. Όταν απομακρύνεσαι από κάπου, φεύγεις από εκεί και πας πιο μακριά. O κύριος Μιχάλης απομάκρυνε τα σκυλάκια μακριά από την αυλή του. Τα έβγαλε έξω απ' αυτήν και τ' άφησε στην άκρη του δρόμου. μακριά α-πο-μα-κρύ-νω
απορροφητήρας [ο] ουσιαστικό (απορροφητήρες)
O απορροφητήρας είναι το μηχάνημα που έχουμε πάνω από την ηλεκτρική κουζίνα για να ρουφά και να βγάζει έξω από το σπίτι τους ατμούς και τις μυρωδιές, όταν μαγειρεύουμε. α-πορ-ρο-φη-τή-ρας
απορώ ρήμα (απόρησα, θα απορήσω)
Όταν απορείς για κάτι, δενμπορείς να το εξηγήσεις. Έχεις απορία.
«Απορώ πώς έπεσε τόσο πολύ χιόνι μέσα σε λίγη ώρα» είπε ο Κώστας.
απορία α-πο-ρώ
αποσμητικό [το] ουσιαστικό (αποσμητικά)
Το αποσμητικό σπρέι διώχνει τις άσχημες μυρωδιές. Η κυρία Μαργαρίτα χρησιμοποιεί αποσμητικό χώρου με άρωμα λουλουδιών για να διώχνει τις μυρωδιές που μένουν στο σπίτι μετά το μαγείρεμα. α-πο-σμη-τι-κό
απόσταση [η] ουσιαστικό (αποστάσεις)
Η απόσταση μεταξύ δύο πραγμάτων είναι ο χώρος που υπάρχει ανάμεσά τους. O Κώστας και ο κύριος Μιχάλης είναι γείτονες. Η απόσταση ανάμεσα στα σπίτια τους είναι πολύ μικρή. α-πό-στα-ση
αποστολέας [ο], [η] ουσιαστικό (αποστολείς)
O αποστολέας είναι αυτός που στέλνει ένα γράμμα ή ένα δέμα σε κάποιον, συνήθως με το ταχυδρομείο. παραλήπτης στέλνω α-πο-στο-λέ-ας
απότομος, απότομη, απότομο επίθετο (απότομοι, απότομες, απότομα)
Όταν ένα μέρος είναι απότομο, είναι πολύ ανηφορικό ή κατηφορικό και το ανεβαίνουμε ή το κατεβαίνουμε με μεγάλη δυσκολία.
«Προσοχή! Είναι επικίνδυνο να τρέχετε εδώ, ο δρόμος είναι πολύ απότομος!» είπε ο κύριος Δημήτρης στον Κώστα και το Νίκο. επίπεδος
Όταν κάτι είναι απότομο, γίνεται ξαφνικά, εκεί που δεν το περιμένουμε.
Ύστερα από την απότομη αλλαγή του καιρού, ο Κώστας και ο Νίκος αποφάσισαν να μην πάνε εκδρομή. O καιρός άλλαξε απότομα. ξαφνικός
Όταν κάποιος είναι απότομος, μιλάει άγρια και δεν έχει ευγενικούς τρόπους.
Τα παιδιά φοβούνται τον κύριο Μιχάλη, γιατί είναι πολύ απότομος άνθρωπος. Μιλάει τόσο απότομα! άγριος γλυκός, ευγενικός
απότομα α-πό-το-μος
αποτύπωμα [το] ουσιαστικό (αποτυπώματα)
Ένα αποτύπωμα είναι το σημάδι που αφήνει κάτι πάνω σε κάτι άλλο.
Δακτυλικό αποτύπωμα είναι το σημάδι που αφήνει το δάχτυλό μας.
Oι αστυνομικοί είπαν στον κύριο Δημήτρη ότι θα βρουν τους κλέφτες από τα δακτυλικά τους αποτυπώματα. ίχνος α-πο-τύ-πω-μα
Τα αποτυπώματα της Ροζαλίας.
αποτυχία [η] ουσιαστικό (αποτυχίες)
Όταν κάτι που προσπαθείς να κάνεις, δεν καταφέρνεις να το κάνεις καθόλου ή όπως το ήθελες, τότε είναι αποτυχία. Παρά την προσπάθεια που έκανε η Αθηνά πήρε κακό βαθμό στην ορθογραφία. Η αποτυχία της τη στενοχώρησε πολύ.
επιτυχία α-πο-τυ-χί-α
Αν θέλεις να μάθεις τι έγινε με το μαγαζί του κυρίου Δημήτρη, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις δικαστήριο, δικηγόρος, θηρίο, καημένος, πιάνω, τμήμα, φυλακή
Αν θέλεις να μάθεις τι έγινε με την εκδρομή του Κώστα ψάξε στις λέξεις απότομος, εκδρομή, επιμένω, κακοκαιρία, ακυρώνω, πρόγραμμα, σέβομαι
απουσιάζω ρήμα (απουσίασα, θα απουσιάσω) απουσία
απόφαση [η] ουσιαστικό (αποφάσεις)
Όταν παίρνεις μία απόφαση, διαλέγεις ανάμεσα σε διάφορα πράγματα αυτό που θέλεις πιο πολύ. Η Αθηνά πήρε την απόφαση να γίνει ζωγράφος σαν τη θεία της και να μην ακολουθήσει το επάγγελμα του μπαμπά της.
Όταν παίρνεις κάτι απόφαση, δέχεσαι πως δεν μπορεί ν' αλλάξει.
Η Αθηνά το είχε πάρει απόφαση ότι χάθηκε η Ροζαλία και δεν έψαχνε πια να την βρει. Όταν αποφασίζεις να κάνεις κάτι, έχεις σκεφτεί καλά από πριν και ξέρεις γιατί θα το κάνεις. α-πό-φα-ση
αποφασίζω ρήμα (αποφάσισα, θα αποφασίσω) απόφαση
αποφεύγω ρήμα (απέφυγα, θα αποφύγω)
Όταν αποφεύγεις κάποιον ή κάτι, προσπαθείς να είσαι μακριά του, να μην πλησιάζεις, γιατί σ' ενοχλεί ή σου κάνει κακό.
Όταν αποφεύγεις έναν κίνδυνο, κάνεις κάτι για να του ξεφύγεις.
Την τελευταία στιγμή ο Νίκος απέφυγε τη μπάλα που πέρασε πάνω από το κεφάλι του. γλιτώνω α-πο-φεύ-γω
αποχαιρετώ και αποχαιρετίζω, αποχαιρετιέμαι/αποχαιρετίζομαι ρήμα (αποχαιρέτησα, θα αποχαιρετήσω)
Όταν αποχαιρετάς κάποιον, τον χαιρετάς τη στιγμή που χωρίζετε.
Όταν τέλειωσε η γιορτή, όλοι οι καλεσμένοι της κυρίας Μαργαρίτας αποχαιρετίστηκαν ευχαριστημένοι. α-πο-χαι-ρε-τώ
αποχωρίζομαι ρήμα (αποχωρίστηκα, θα αποχωριστώ)
Όταν αποχωρίζεσαι κάποιον ή κάτι, φεύγεις μακριά του, τον αφήνεις μόνο του.
Η Αθηνά λατρεύει τη Ροζαλία και δε θέλει να την αποχωρίζεται ποτέ.
α-πο-χω-ρί-ζο-μαι
απόψε επίρρημα
Όταν λες απόψε, εννοείς σήμερα το βράδυ. αποψινός α-πό-ψε
απρόσεκτος, απρόσεκτη, απρόσεκτο επίθετο (απρόσεκτοι, απρόσεκτες,απρόσεκτα)
Όταν κάποιος είναι απρόσεκτος, δε συγκεντρώνεται σ' αυτό που κάνει και γι' αυτό δεν το κάνει καλά. «Αθηνά, είσαι απρόσεκτη σήμερα και κάνεις ζημιές. Πρόσεξε λίγο, σε παρακαλώ!» είπε ο κύριος Γιάννης.
αφηρημένος προσεκτικός
Όταν κάτι γίνεται απρόσεκτα, γίνεται χωρίς προσοχή.
αφηρημένα προσεκτικά
Όταν κάνεις κάτι από απροσεξία, κάνεις κάτι κακό ή κάτι λάθος, χωρίς να το θέλεις, επειδή δεν είσαι προσεκτικός. αφηρημάδα προσοχή
α-πρό-σε-κτος – Λέμε και ο απρόσεχτος.
απροσεξία [η] ουσιαστικό (απροσεξίες) απρόσεκτος
αράζω ρήμα (άραξα, θα αράξω)
Όταν μία βάρκα ή ένα πλοίο αράζει κάπου, σταματάει το ταξίδι του και ρίχνει άγκυρα κοντά στη στεριά.
Όταν αράζεις κάπου ή την αράζεις, ξαπλώνεις κάπου ή απλά ξεκουράζεσαι χωρίς να κάνεις τίποτα άλλο. α-ρά-ζω
αραιός, αραιή, αραιό επίθετο (αραιοί,αραιές, αραιά)
O κύριος Μιχάλης έχει αραιά μαλλιά. Δηλαδή έχει στο κεφάλι του λίγες τρίχες που βρίσκονται μακριά η μία από την άλλη. Ανάμεσά τους φαίνεται το κεφάλι του.
πυκνός
Όταν μία σάλτσα είναι αραιή, είναι σαν νερό και θέλει λίγο αλεύρι για να γίνει πιο πηχτή. πυκνός, πηχτός
α-ραι-ός
Αν θέλεις να μάθεις τι έγινε με τη Ροζαλία που χάθηκε, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις αναστατώνω, ανησυχώ, εξαφανίζομαι, βρίσκω, καταφεύγω, κουλουριάζω, κουνώ, χαίρομαι, χοροπηδώ
αρακάς [ο] ουσιαστικό
O αρακάς είναι φυτό με μικρούς πράσινους στρογγυλούς καρπούς που τρώγονται.
O αρακάς είναι όσπριο, όπως οι φακές και τα φασόλια.
μπιζέλι
α-ρα-κάς
αράχνη [η] ουσιαστικό (αράχνες)
Η αράχνη είναι ένα έντομο χωρίς φτερά, με μικρό σώμα, οκτώ μακριά και λεπτά πόδια κι όπου βρεθεί πλέκει τον ιστό της, που είναι ένα πολύ ψιλό δίχτυ σαν δαντέλα. O ιστός είναι παγίδα γι' άλλα έντομα που μπλέκονται σ' αυτόν, κι έτσι η αράχνη μπορεί να τα φάει με την ησυχία της.
α-ρά-χνη 'τα έντομα'
αργά επίρρημα
Όταν κάτι γίνεται αργά, παίρνει πολύ χρόνο για να γίνει, δε γίνεται γρήγορα.
Η Αθηνά τώρα μαθαίνει ποδήλατο, γι' αυτό δεν τρέχει, πηγαίνει αργά.
σιγά γρήγορα, βιαστικά
Όταν είναι αργά, έχει περάσει πολλή ώρα και δεν υπάρχει πια χρόνος για κάτι.
Δε θα παίξετε άλλο παιδιά, είναι αργά πια. Γρήγορα για ύπνο!» είπε η κυρία Μαργαρίτα. νωρίς αργός, αργώ αρ-γά
αργία [η] ουσιαστικό (αργίες)
Αργία είναι η ημέρα ή οι ημέρες που δε δουλεύουμε και δεν πηγαίνουμε στο σχολείο, γιατί γιορτάζουμε κάποια γιορτή. αρ-γί-α
αργοπορημένος, αργοπορημένη, αργοπορημένο επίθετο (αργοπορημένοι,αργοπορημένες, αργοπορημένα) αργώ
αργός, αργή, αργό επίθετο (αργοί, αργές, αργά)
Όταν κάποιος είναι αργός, του χρειάζεται πολύς χρόνος για να κάνει κάτι, δεν μπορεί να το κάνει γρήγορα. γρήγορος αργά, αργώ
αρ-γός 'αντίθετα'
αργώ ρήμα (άργησα, θα αργήσω)
Όταν αργείς να κάνεις κάτι, δεν το κάνεις την ώρα που πρέπει, αλλά πιο αργά.
Άργησε να γυρίσει από το ποδόσφαιρο ο Κώστας, και οι γονείς του ανησύχησαν. «Μην αργήσεις ξανά έτσι!» του είπαν. καθυστερώ βιάζομαι
Όταν κάποιος είναι αργοπορημένος, φτάνει κάπου ύστερα από την ώρα που θα έπρεπε να είναι εκεί. αργός αρ-γώ
αρέσω ρήμα (άρεσα, θα αρέσω)
Όταν σου αρέσει κάποιο πράγμα ή σου αρέσει να κάνεις κάτι, σ'ευχαριστεί πολύ, σε κάνει να χαίρεσαι. Του Κώστα του αρέσει πολύ το ποδόσφαιρο, ενώ της Αθηνάς της αρέσει να ζωγραφίζει. α-ρέ-σω – Προσοχή! Το ρήμα χρησιμοποιείται πιο συχνά στο γ' πρόσωπο!
άρθρο [το] ουσιαστικό (άρθρα)
Άρθρα είναι τα κείμενα που διαβάζουμε σ' εφημερίδες και περιοδικά.
Η κυρία Μαργαρίτα γράφει άρθρα για μία γνωστή εφημερίδα. άρ-θρο
αριθμητική [η] ουσιαστικό
Στο μάθημα της αριθμητικής μαθαίνουμε να μετράμε, να προσθέτουμε, ν' αφαιρούμε, να πολλαπλασιάζουμε και να διαιρούμε αριθμούς. αριθμός
α-ριθ-μη-τι-κή
αριθμός [ο] ουσιαστικό (αριθμοί)
Πες μου έναν αριθμό από το 1 έως το 5. Αν θέλεις να βρεις την απάντηση, πήγαινε στην επόμενη σελίδα για να μάθεις κι άλλα πολλά για τους αριθμούς.
O αριθμός τηλεφώνου είναι ο αριθμός που παίρνουμε για να τηλεφωνήσουμε σε κάποιον. αριθμητική α-ριθ-μός 'οι αριθμοί'
αριστερός, αριστερή, αριστερό επίθετο (αριστεροί, αριστερές, αριστερά)
Λένε πως το αριστερό χέρι είναι της καρδιάς, γιατί βρίσκεται από την πλευρά που είναι η καρδιά. δεξιός Στην Ελλάδα το τιμόνι του αυτοκινήτου βρίσκεται πάντα αριστερά, ενώ στην Αγγλία το έχουν δεξιά. α-ρι-στε-ρός
αρκετός, αρκετή, αρκετό επίθετο (αρκετοί, αρκετές, αρκετά) Όταν κάτι είναι αρκετό, μας φτάνει, χωρίς να είναι ούτε πολύ ούτε λίγο.
«Κώστα, σήμερα δεν είχατε σχολείο και είχες αρκετό χρόνο για ποδόσφαιρο» είπε ο κύριος Γιάννης. «Έπαιξες αρκετά Κώστα, φτάνει για σήμερα»!
αρ-κε-τός
αρκούδα [η] ουσιαστικό (αρκούδες) Η αρκούδα είναι ένα μεγάλο ζώο που ζει στα δάση και τα βουνά. Έχει καφέ, γκρι ή άσπρο τρίχωμα, μακριά μουσούδα και μεγάλα νύχια.
Πολλά παιδιά έχουν ένα μεγάλο αρκούδο για να παίζουν και να κοιμούνται μαζί του. Μοιάζει με αληθινή αρκούδα αλλά είναι παιχνίδι. Άλλα παιδιά έχουν αρκουδάκια, δηλαδή μικρά γούνινα παιχνιδάκια που μοιάζουν με αρκούδες.
αρ-κού-δα 'τα ζώα'
αρκούδος [ο] ουσιαστικό (αρκούδοι) αρκούδα
αρμέγω, αρμέγομαι ρήμα (άρμεξα, θα αρμέξω)
Όταν αρμέγεις μία κατσίκα ή μία αγελάδα, παίρνεις το γάλα τους για να το πιεις ή να φτιάξεις τυρί, βούτυρο ή γιαούρτι. αρ-μέ-γω
άρνηση [η] ουσιαστικό (αρνήσεις) αρνούμαι
αρνί [το] ουσιαστικό (αρνιά)
Αρνί λέμε το μικρό πρόβατο.
Αρνί είναι το κρέας του πρόβατου.
Αρνί λέμε και κάποιον που είναι αθώος και άκακος.
Το αρνάκι είναι το μικρό του αρνιού. αρ-νί
Oι αριθμοί
Mε τους αριθμούς μετράμε:
0 μηδέν
1 ένας/μία/ένα
2 δύο
3 τρεις/τρία
4 τέσσερις/τέσσερα
5 πέντε
6 έξι
7 επτά/εφτά
8 οκτώ/οχτώ
9 εννιά/εννέα
10 δέκα
|
11 έντεκα
12 δώδεκα
13 δεκατρία/δεκατρείς
14 δεκατέσσερα/δεκατέσσερις
15 δεκαπέντε
16 δεκαέξι/δεκάξι
17 δεκαεπτά/δεκαεφτά
18 δεκαοκτώ/δεκαοχτώ
19 δεκαεννιά/δεκαεννέα
20 είκοσι
|
100 εκατό
101 εκατόν ένα
200 διακόσιοι/διακόσιες/διακόσια
300 τριακόσια
400 τετρακόσια
500 πεντακόσια
600 εξακόσια
700 επτακόσια
800 οκτακόσια
900 εννιακόσια
1000 χίλιοι/χίλιες/χίλια
2000 δύο χιλιάδες
1.000.000 ένα εκατομμύριο
|
Πρόσεξες ότι οι αριθμοί από το 11 ως το 19 γράφονται σε μία λέξη;
Στο παραμύθι ήταν 1 λύκος και 3 γουρουνάκια:
Πόσα λουλούδια ποτίζει το γουρουνάκι;
Στο παραμύθι οι νάνοι είναι 7. Eδώ πόσοι είναι; Mέτρησέ τους.
Eίναι περισσότεροι;
Oι νάνοι μπήκαν στη σειρά. Πόσοι είναι τώρα;
Tι κρατάει ο πρώτος; Ποιος είναι όγδοος στη σειρά μετά τους νάνους;
πρώτος, δεύτερος, τρίτος, τέταρτος, πέμπτος,
έκτος, έβδομος, όγδοος, ένατος, δέκατος
ενδέκατος, δωδέκατος, δέκατος τρίτος, δέκατος τέταρτος,
δέκατος πέμπτος, δέκατος έκτος, δέκατος έβδομος,
δέκατος όγδοος, δέκατος ένατος, εικοστός, εικοστός πρώτος,
τριακοστός, τεσσαρακοστός, πεντηκοστός, εξηκοστός,
εβδομηκοστός, ογδοηκοστός, ενενηκοστός, εκατοστός
αρνούμαι και αρνιέμαι ρήμα (αρνήθηκα, θα αρνηθώ) Όταν αρνείσαι κάτι, δεν το δέχεσαι, λες όχι.
O Κώστας αρνήθηκε το δεύτερο γλυκό, γιατί πονούσε η κοιλιά του.
δέχομαι αρ-νού-μαι
αρπάζω, αρπάζομαι ρήμα (άρπαξα, θα αρπάξω) Όταν αρπάζεις κάτι, το πιάνεις γρήγορα για να μη σου φύγει.
Η Ελένη άρπαξε το τελευταίο κομμάτι γλυκό, πριν της το πάρει κάποιος άλλος.
γραπώνω αφήνω Λέμε ότι αρπάζεις μία αρρώστια, όταν την κολλάς από κάποιον άλλον. Όταν λέμε ότι κάποιος τις αρπάζει, εννοούμε ότι τρώει ξύλο από κάποιον. αρ-πά-ζω -Πότε λέμε ότι κάτι αρπάζει φωτιά;
αρραβωνιαστικός [ο], αρραβωνιαστικιά [η] ουσιαστικό (αρραβωνιαστικοί, αρραβωνιαστικιές) αρραβωνιάζω
αρρωσταίνω ρήμα (αρρώστησα, θα αρρωστήσω) άρρωστος
αρρώστια [η] ουσιαστικό (αρρώστιες) άρρωστος
άρρωστος, άρρωστη, άρρωστο επίθετο (άρρωστοι, άρρωστες, άρρωστα)
Όταν κάποιος είναι άρρωστος, νιώθει πολύ άσχημα, είναι αδύναμος και καμιά φορά πονάει και χρειάζεται γιατρό.
O Κώστας είναι άρρωστος με γρίπη κι ο γιατρός του απαγόρευσε να βγει έξω σήμερα και αύριο.
O Κώστας αρρώστησε, έχει πυρετό και πονάει ο λαιμός του. «Μην ανησυχείς, Αθηνά. Η αρρώστια του είναι ελαφριά και θα περάσει γρήγορα» είπε ο γιατρός.
ασθένεια άρ-ρω-στος
αρσενικός, αρσενική, αρσενικό επίθετο (αρσενικοί, αρσενικές, αρσενικά) αγόρι, θηλυκός
αρχαίος, αρχαία, αρχαίο επίθετο (αρχαίοι, αρχαίες, αρχαία) Αρχαίος είναι αυτός που υπήρχε τα πολύ παλιά χρόνια.
Oι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν σε δώδεκα θεούς.
(σαν ουσιαστικό) «Την Πέμπτη θα πάμε όλη η τάξη στην Oλυμπία να δούμε τ' αρχαία» είπε η Αθηνά. Τα ερείπια από τα αρχαία χρόνια.
Το αγαπημένο μάθημα της Αλίκης στο γυμνάσιο είναι τ' αρχαία. Το μάθημα που διδάσκει τον αρχαίο πολιτισμό και την αρχαία γλώσσα. αρ-χαί-ος
αρχή [η] ουσιαστικό (αρχές) Η αρχή είναι εκεί που ξεκινάει κάτι. O Νίκος έχασε την αρχή του έργου στην τηλεόραση, γιατί έπαιζε με τη Ροζαλία. Και να φανταστείς ότι στην αρχή η Ροζαλία φοβόταν το Νίκο και δεν τον άφηνε να τη χαϊδέψει. τέρμα, τέλος
Στις αρχές Σεπτεμβρίου ανοίγουν τα σχολεία. Όταν αρχίζει ο μήνας Σεπτέμβριος.
αρχίζω αρ-χή
αρχηγός [ο], [η] ουσιαστικό (αρχηγοί) O αρχηγός δίνει οδηγίες σε μία ομάδα ανθρώπων και φροντίζει έτσι ώστε τα μέλη της να ζουν και να δουλεύουν καλά μαζί. αρ-χη-γός
αρχιτέκτονας [ο], αρχιτεκτόνισσα [η] ουσιαστικό (αρχιτέκτονες, αρχιτεκτόνισσες)
O αρχιτέκτονας είναι αυτός που κάνει τα σχέδια των κτιρίων που χτίζονται.
αρ-χι-τέ-κτο-νας
άρωμα [το] ουσιαστικό (αρώματα) Το άρωμα είναι μία ευχάριστη μυρωδιά όπως αυτή των λουλουδιών.
μυρωδιά
Το άρωμα είναι ένα υγρό με έντονη μυρωδιά που το βάζουμε πάνω στο σώμα μας για να μυρίζουμε ωραία. αρωματικός ά-ρω-μα
ασανσέρ [το] ουσιαστικό
Μέσα σε μία πολυκατοικία παίρνουμε το ασανσέρ για ν' ανέβουμε ή να κατέβουμε πολλούς ορόφους πιο γρήγορα και πιο ξεκούραστα απ' ό,τι με τις σκάλες. Το ασανσέρ δουλεύει με ηλεκτρισμό.
α-σαν-σέρ -Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
ασβέστης [ο] ουσιαστικό (ασβέστες) O ασβέστης είναι άσπρη σκόνη που όταν την ανακατέψουμε με νερό μοιάζει με λάσπη. Tον χρησιμοποιούμε στις οικοδομές. α-σβέ-στης
ασήμαντος, ασήμαντη, ασήμαντο επίθετο (ασήμαντοι, ασήμαντες, ασήμαντα) Όταν κάποιος είναι ασήμαντος, τίποτα δεν τον ξεχωρίζει από τους άλλους.
Πολλοί νόμιζαν ότι η Βούλα Πατουλίδου ήταν ασήμαντη αθλήτρια, μέχρι που κέρδισε το χρυσό μετάλλιο στους Oλυμπιακούς αγώνες.
Όταν κάτι είναι ασήμαντο, δεν υπάρχει λόγος να μας απασχολεί.
«Ελάτε, κύριε Μιχάλη, η ζημιά είναι ασήμαντη. Ένα σπασμένο τζάμι είναι μόνο, δεν έπαθε κανείς τίποτα» είπε η κυρία Μαργαρίτα.
μικρός σημαντικός, μεγάλος,σπουδαίος σημασία
α-σή-μα-ντος
ασήμι [το] ουσιαστικό Το ασήμι είναι ένα μέταλλο που το χρησιμοποιούμε για να φτιάχνουμε κοσμήματα, όπως βραχιόλια ή δαχτυλίδια και διάφορα αντικείμενα, όπως μαχαιροπίρουνα ή βάζα. Το χρώμα του είναι σαν λευκό.
Όταν κάτι είναι ασημένιο είναι φτιαγμένο από ασήμι. α-σή-μι
ασθενοφόρο [το] ουσιαστικό (ασθενοφόρα) ασθενής
άσκηση [η] ουσιαστικό (ασκήσεις) Oι ασκήσεις γυμναστικής είναι οι κινήσεις που κάνουμε για να γυμνάσουμε το σώμα μας.
Στο σχολείο μάς βάζουν ασκήσεις για να καταλάβουμε καλά το μάθημα και για να δείξουμε ότι το μάθαμε. ά-σκη-ση
ασπίδα [η] ουσιαστικό (ασπίδες)
Τ' αρχαία χρόνια στις μάχες οι στρατιώτες κρατούσαν ασπίδα για να προστατεύονται από τα χτυπήματα των εχθρών τους. Η ασπίδα ήταν μία σκληρή πλάκα που κρατούσε ο στρατιώτης με το ένα χέρι μπροστά στο στήθος του, ενώ στο άλλο είχε το σπαθί.
α-σπί-δα
ασπρίζω ρήμα (άσπρισα, θα ασπρίσω) άσπρος
αστακός [ο] ουσιαστικό (αστακοί) O αστακός ζει στη θάλασσα, έχει τέσσερα ζευγάρια πόδια και δύο μεγάλες δαγκάνες μπροστά για να πιάνει την τροφή του. Τον ψαρεύουμε για το κρέας του που είναι νόστιμο αλλά και πολύ ακριβό.
α-στα-κός 'η θάλασσα'
αστέρι [το] ουσιαστικό (αστέρια)
Τα αστέρια λάμπουν στον ουρανό τη νύχτα.
Αστέρια λέμε μερικές φορές και τους διάσημους ηθοποιούς ή τραγουδιστές.
αστερίας, αστροναύτης α-στέ-ρι – Λέμε και το άστρο.
αστερίας [ο] ουσιαστικό (αστερίες) O αστερίας είναι ένα ζώο της θάλασσας που μοιάζει με αστέρι, γιατί έχει πέντε πόδια γύρω από το σώμα του. Μερικές φορές το κύμα βγάζει αστερίες στην παραλία που ξεραίνονται στον ήλιο. αστέρι
α-στε-ρί-ας 'η θάλασσα'
αστράγαλος [ο] ουσιαστικό (αστράγαλοι) O αστράγαλος βρίσκεται πάνω από τη φτέρνα και κάτω από τη γάμπα σου.
α-στρά-γα-λος 'το σώμα μας'
αστραπή [η] ουσιαστικό (αστραπές) Όταν πέφτουν αστραπές, είναι σαν να σκίζεται ο ουρανός από μία δυνατή λάμψη, μετά ακούγεται βροντή κι αρχίζει η καταιγίδα.
O Ίγκλι έτρεξε γρήγορα σαν αστραπή κι έφτασε αμέσως στο σχολείο. Έτρεξε πολύ γρήγορα.
«Καθαρός ουρανός, αστραπές δε φοβάται» λέμε όταν δεν έχουμε λόγο να φοβόμαστε για ό,τι κάναμε. αστράφτω
α-στρα-πή
αστράφτει ρήμα (άστραψε, θα αστράψει) Όταν πέφτει αστραπή, λέμε ότι αστράφτει. «Αστράφτει και βροντάει, γρήγορα σπίτι, γιατί θα βρέξει!» είπε ο θείος Αλέκος στην Αθηνά.
αστραπή α-στρά-φτει
-Προσοχή! Το ρήμα χρησιμοποιείται στο τρίτο πρόσωπο ενικού.
αστροναύτης [ο], [η] ουσιαστικό (αστροναύτες)
O αστροναύτης είναι αυτός που ταξιδεύει μέσα σε διαστημόπλοιο.
Το όνειρο του Νίκου είναι να γίνει αστροναύτης και να φτάσει μέχρι το φεγγάρι.
αστέρι, άστρο, ναύτης
α-στρο-ναύ-της
αστυνομικός [ο], αστυνομικίνα [η] ουσιαστικό (αστυνομικοί, αστυνομικίνες) O αστυνομικός είναι αυτός που δουλεύει για την αστυνομία.
(σαν επίθετο) Στην αστυνομική μας ταυτότητα είναι η φωτογραφία μας και όλα μας τα στοιχεία, δηλαδή το όνομα, η διεύθυνση και η ηλικία μας.
α-στυ-νο-μι-κός
ασυνήθιστος, ασυνήθιστη, ασυνήθιστο επίθετο (ασυνήθιστοι, ασυνήθιστες, ασυνήθιστα) Όταν κάτι είναι ασυνήθιστο, δεν είναι συνηθισμένο, είναι διαφορετικό από αυτό που ξέρουμε. Ξαφνικά ακούστηκε ένας ασυνήθιστος θόρυβος από την κουζίνα και ο Κώστας έτρεξε να δει τι συμβαίνει.
περίεργος, διαφορετικός, σπάνιος συνηθισμένος συνήθεια
α-συ-νή-θι-στος
ασφάλεια [η] ουσιαστικό Όταν υπάρχει ασφάλεια, αισθανόμαστε προστατευμένοι από κάθε κίνδυνο.
Από τότε που ο κύριος Δημήτρης έβαλε κάγκελα στα παράθυρα του μαγαζιού του, αισθάνεται μεγαλύτερη ασφάλεια.
σιγουριά, προστασία κίνδυνος, ανασφάλεια
α-σφά-λει-α
Αν θέλεις να μάθεις τι έγινε με το μαγαζί του κυρίου Δημήτρη, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις δικαστήριο, δικηγόρος, θηρίο, καημένος, πιάνω, τμήμα, φυλακή
άσφαλτος [η] ουσιαστικό (άσφαλτοι) Με άσφαλτο στρώνουμε ένα δρόμο από χώμα, κι έτσι τα αυτοκίνητα τρέχουν πιο γρήγορα και δε γεμίζουν σκόνη. Όταν γίνεται αυτό, ο νέος δρόμος λέγεται κι αυτός άσφαλτος. Η Αθηνά χαίρεται να τρέχει στην άσφαλτο με το ποδήλατο.
ά-σφαλ-τος
ασχολία [η] ουσιαστικό (ασχολίες) Όταν έχεις μία ασχολία, αφιερώνεις το χρόνο σου σε κάτι.
Όταν η Αθηνά είναι στο σπίτι, ασχολείται συνέχεια με κάτι. Διαβάζει, παίζει κουκλοθέατρο ή ακούει μουσική. Λέει πως έχει ένα σωρό ασχολίες.
Όταν έχεις μία ασχολία, ασχολείσαι με κάτι. α-σχο-λί-α
ασχολούμαι ρήμα (ασχολήθηκα, θα ασχοληθώ) ασχολία
άτακτος, άτακτη, άτακτο επίθετο (άτακτοι, άτακτες, άτακτα) Όταν ένα παιδί είναι άτακτο, ενοχλεί τους άλλους με τη φασαρία του ή με άλλα πράματα που δε θα έπρεπε να κάνει.
ανυπάκουος φρόνιμος, ήσυχος, υπάκουος
Όταν ένα παιδί είναι άτακτο, κάνει αταξίες. ά-τα-κτος
ατέλειωτος, ατέλειωτη, ατέλειωτο επίθετο (ατέλειωτοι, ατέλειωτες, ατέλειωτα)
Κάτι που είναι ατέλειωτο, κρατάει πολλή ώρα, κι έτσι είναι σαν να μην τελειώνει ποτέ. Η Αλίκη ήταν τόσο κουρασμένη, που ο δρόμος για το σπίτι τής φάνηκε ατέλειωτος. μακρύς, μεγάλος σύντομος, μικρός
τελειώνω α-τέ-λειω-τος -Λέμε και ατελείωτος.
ατελιέ [το] ουσιαστικό Το ατελιέ είναι ο χώρος που δουλεύει ένας ζωγράφος ή ένας γλύπτης.
εργαστήριο α-τε-λιέ -Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.
ατμός [ο] ουσιαστικό (ατμοί)
Όταν βράζει το νερό, λιγοστεύει σιγά σιγά, γίνεται ατμός και φεύγει πάνω από την κατσαρόλα. O ατμός είναι ζεστός και μοιάζει με σύννεφο. Αν προσπαθήσουμε να τον πιάσουμε, αφήνει στο χέρι μας νερό.
αχνός α-τμός
ατμόσφαιρα [η] ουσιαστικό Η ατμόσφαιρα είναι το στρώμα αέρα που υπάρχει γύρω από τη γη και άλλους πλανήτες. α-τμό-σφαι-ρα
άτομο [το] ουσιαστικό (άτομα) Έξω από το σινεμά υπήρχαν πολλά άτομα που περίμεναν να πάρουν το εισιτήριό τους. Ήταν μαζεμένοι πολλοί άνθρωποι. ά-το-μο
ατύχημα [το] ουσιαστικό (ατυχήματα)
Όταν μας συμβαίνει ένα ατύχημα, γίνεται κάτι πολύ άσχημο χωρίς να το περιμένουμε. τύχη, τυχερός, άτυχος
α-τύ-χη-μα
O κύριος Γιάννης έπαθε ένα μικρό ατύχημα:
μία γλάστρα έπεσε στο κεφάλι του.
αυγή [η] ουσιαστικό Το καλοκαίρι ο θείος Αλέκος σηκώνεται την αυγή για να κάνει τις πρώτες του δουλειές πριν πιάσει ζέστη. Σηκώνεται πολύ νωρίς το πρωί.
αυ-γή
αυγό [το] ουσιαστικό (αυγά) Αυγό γεννάει η κότα. Το τρώμε βραστό, τηγανητό ή ομελέτα. Αυγά γεννούν και όλα τα πουλιά, τα ερπετά, τα ψάρια και τα έντομα. Μέσα στο αυγό μεγαλώνει το μικρό τους, μέχρι να το σπάσει και να βγει.
Στις σούπες και τα ντολμαδάκια βάζουμε αυγολέμονο για να νοστιμέψουν. αυ-γό -Γράφουμε και αβγό.
αυθόρμητος, αυθόρμητη, αυθόρμητο επίθετο (αυθόρμητοι, αυθόρμητες, αυθόρμητα) Όταν είσαι αυθόρμητος, κάνεις κάτι με προθυμία χωρίς πολλή σκέψη, γιατί έτσι το αισθάνεσαι. Αυτό που κάνεις, γίνεται αυθόρμητα.
«Ποιο παιδάκι θα μου δώσει ένα γλυκό φιλί;» ρώτησε ο κύριος Γιάννης μπαίνοντας στο σπίτι. «Εγώ, εγώ, εγώ!» φώναξε αυθόρμητα η Αθηνά.
αυ-θόρ-μη-τος
αυλάκι [το] ουσιαστικό (αυλάκια) Το αυλάκι είναι ένα στενό, ρηχό και μακρύ άνοιγμα στην επιφάνεια της γης.
O Κώστας και η Αθηνά έκαναν ένα αυλάκι γύρω από το κάστρο που έφτιαξαν στην άμμο. αυ-λά-κι
αυλή [η] ουσιαστικό (αυλές)
Η αυλή είναι ο ανοιχτός χώρος έξω από ένα σπίτι ή άλλο κτίριο. O χώρος αυτός έχει συνήθως φράχτη γύρω γύρω κι είναι στολισμένος με λουλούδια και δέντρα.
προαύλιο αυ-λή
Η αυλή του κυρίου Μιχάλη.
αυτί [το] ουσιαστικό (αυτιά) Τα αυτιά μας είναι δύο, ένα από κάθε μεριά του κεφαλιού μας και μας χρησιμεύουν για ν' ακούμε. O Κώστας δεν πιστεύει στ' αυτιά του, δηλαδή αυτό που ακούει του φαίνεται απίστευτο. αυ-τί 'το σώμα μας'
αυτόγραφο [το] ουσιαστικό (αυτόγραφα) Το αυτόγραφο είναι η υπογραφή ή τα λόγια που γράφει με το ίδιο του το χέρι ένας διάσημος άνθρωπος, όταν κάποιος που τον θαυμάζει του ζητάει μία αφιέρωση. Μετά τη συναυλία, η Αλίκη έδειχνε σε όλους το αυτόγραφο του αγαπημένου της τραγουδιστή. αυ-τό-γρα-φο
αυτοκίνητο [το] ουσιαστικό (αυτοκίνητα)
Το αυτοκίνητο έχει τέσσερις ρόδες, πόρτες για να μπαίνουμε μέσα, χώρο για τα πράγματά μας στο πίσω μέρος κι ένα τιμόνι για να το οδηγούμε. Με το αυτοκίνητο πάμε όπου θέλουμε. Για να προχωρήσει το αυτοκίνητο, καίει βενζίνη.
αμάξι αυτοκινητάκι αυ-το-κί-νη-το
αυτοκινητόδρομος [ο] ουσιαστικό (αυτοκινητόδρομοι) O αυτοκινητόδρομος είναι ένας μεγάλος δρόμος με πολλές λωρίδες για να πηγαίνουν πολλά αυτοκίνητα γρήγορα από τη μία πόλη στην άλλη.
αυτοκίνητο, δρόμος αυ-το-κι-νη-τό-δρο-μος
αυτοκόλλητο [το] ουσιαστικό (αυτοκόλλητα)
Το αυτοκόλλητο είναι μία εικόνα που κολλάει από μόνη της, γιατί έχει κόλλα από τη μία της πλευρά.
κολλάω, κόλλα αυ-το-κόλ-λη-το
αυτοκράτορας [ο], αυτοκρατόρισσα [η] ουσιαστικό (αυτοκράτορες, αυτοκρατόρισσες) Αυτοκράτορας είναι ο βασιλιάς που εξουσιάζει πολλές χώρες.
αυ-το-κρά-το-ρας
αυτόματος, αυτόματη, αυτόματο επίθετο (αυτόματοι, αυτόματες, αυτόματα) Όταν κάτι είναι αυτόματο, λειτουργεί από μόνο του χωρίς να κάνουμε κάτι εμείς γι' αυτό. Λειτουργεί αυτόματα.
Όταν ο κύριος Δημήτρης λείπει από το μαγαζί του, έχει αυτόματο τηλεφωνητή για ν' απαντάει στα τηλεφωνήματα. αυτόματα
αυ-τό-μα-τος
αφαίρεση [η] ουσιαστικό (αφαιρέσεις) αφαιρώ
αφέντης [ο], αφέντρα [η] ουσιαστικό (αφέντες) Αφέντης είναι αυτός που δίνει διαταγές και αποφασίζει για όλους τους άλλους.
άρχοντας σκλάβος, υπηρέτης α-φέ-ντης
αφετηρία [η] ουσιαστικό (αφετηρίες) Η αφετηρία ενός λεωφορείου είναι εκεί απ' όπου ξεκινάει το λεωφορείο πριν κάνει την πρώτη στάση. Oι αθλητές ενός αγώνα δρόμου τρέχουν από την αφετηρία μέχρι το τέρμα.
τέρμα α-φε-τη-ρί-α
αφηρημένος, αφηρημένη, αφηρημένο επίθετο (αφηρημένοι, αφηρημένες, αφηρημένα) Όταν κάποιος είναι αφηρημένος, δεν προσέχει, το μυαλό του είναι αλλού και όχι σ' αυτό που κάνει. Η Αθηνά περπατούσε αφηρημένη και δεν είδε την μπάλα που ερχόταν προς το μέρος της.
απρόσεκτος συγκεντρωμένος, προσεκτικός
αφαιρώ α-φη-ρη-μέ-νος
Αν θέλεις να μάθεις τι έγινε με την εκδρομή του Κώστα ψάξε στις λέξεις απότομος, εκδρομή, επιμένω, κακοκαιρία, ακυρώνω, πρόγραμμα, σέβομαι
άφιξη [η] ουσιαστικό (αφίξεις) Η ξαφνική άφιξη του θείου Τάκη από την Κρήτη ήταν μία ευχάριστη έκπληξη για τον Κώστα. Το ότι ήρθε ξαφνικά ήταν μία ευχάριστη έκπληξη για τον Κώστα.
ερχομός αναχώρηση
ά-φι-ξη
αφίσα [η] ουσιαστικό (αφίσες)
Η αφίσα είναι ένα μεγάλο χαρτί κολλημένο στον τοίχο που δείχνει, ανακοινώνει ή διαφημίζει κάτι. Βάζουμε αφίσες στο δωμάτιό μας για να το ομορφύνουμε.
O Κώστας έχει βάλει μία αφίσα στον τοίχο με τον αγαπημένο του ποδοσφαιριστή. α-φί-σα
Δες κολλώ
αφρός [ο] ουσιαστικό (αφροί)
Όταν πλένεσαι με σαπούνι και νερό, το σαπούνι κάνει αφρό, πολλές μικρές άσπρες φουσκάλες που μένουν στην επιφάνεια του νερού. Αφρό κάνουν η θάλασσα και η μπίρα.
αφρίζω,αφρόλουτρο α-φρός
αχ επιφώνημα Λέμε αχ, όταν αισθανόμαστε πόνο, χαρά, λύπη ή επιθυμία.
«Αχ, τα καημένα τα σκυλάκια,πεινάνε!» σκέφτηκε η θεία του κυρίου Μιχάλη.
αχ
αχάριστος, αχάριστη, αχάριστο επίθετο (αχάριστοι, αχάριστες, αχάριστα) Όταν κάποιος είναι αχάριστος, ξεχνάει το καλό που του έκαναν.
α-χά-ρι-στος
αχλάδι [το] ουσιαστικό (αχλάδια)
Το αχλάδι είναι ένα πράσινο φθινοπωρινό φρούτο. Είναι στρογγυλό στο κάτω μέρος και γίνεται πιο μακρύ και πιο στενό προς το κοτσάνι.
Το δέντρο που κάνει τ' αχλάδια, είναι η αχλαδιά. α-χλά-δι
άχρηστος, άχρηστη, άχρηστο επίθετο (άχρηστοι, άχρηστες, άχρηστα) Όταν κάτι είναι άχρηστο, το πετάμε ή το δίνουμε σε κάποιον άλλον, γιατί δεν το χρησιμοποιούμε πια ή γιατί δε χρησιμεύει σε τίποτα. χρήσιμος
χρησιμοποιώ, χρησιμεύω ά-χρη-στος
άχρωμος, άχρωμη, άχρωμο επίθετο (άχρωμοι, άχρωμες, άχρωμα) Όταν κάτι δεν έχει χρώμα ή μοιάζει σαν να μην έχει χρώμα, λέμε πως είναι άχρωμo. Τα τζάμια, το νερό, οι ατμοί είναι άχρωμα. Όταν κάποιος είναι άχρωμος, έχει χλωμιάσει. χλωμός
χρώμα, χρωματιστός, χρωματίζω ά-χρω-μος
άχυρο [το] ουσιαστικό (άχυρα)
Τα άχυρα είναι τα ξερά κοτσάνια δημητριακών, όπως του σιταριού και το κριθαριού. Είναι ξερά χόρτα που καίγονται πολύ εύκολα. Τα τρώνε κάποια ζώα όπως η αγελάδα και το άλογο.
ά-χυ-ρο
- Mέσα στο όνομά μου μπορείς να βρεις τη λέξη λάδι.
Τι είμαι; …………………………………………………………………………………………………………
|