Η ιστορία του Ερνέστου
Η σημερινή ημέρα είναι πολύ σημαντική για τον Ερνέστο: θα
γιορτάσει μαζί με τους γονείς του την ΗΜΕΡΑ ΠΟY ΗΡΘΕ ΣΤΟ
ΣΠΙΤΙ.
Κάθε χρόνο, από τότε που υιοθέτησαν τον Ερνέστο, γιορτάζουν με
μεγάλη επισημότητα την επέτειο της ημέρας που πήγαν και τον πήραν.
Επίσης, κάθε χρόνο, διηγούνται στον μικρό, αυτό που εκείνος λέει
«η ιστορία μου».
Ο Ερνέστος δεν κουράζεται ποτέ να την ακούει, και όσο μεγαλώνει
προσθέτει καινούριες ερωτήσεις.
Τώρα, καθισμένος στα γόνατα της μητέρας του, με τη γάτα στην
αγκαλιά του, ετοιμάζεται να την ακούσει με πολύ μεγάλη προσοχή.
Και η μητέρα αρχίζει...
– Πριν από πάρα, μα πάρα πολλές μέρες ήταν ένας άντρας και μια
γυναίκα που αγαπιόντουσαν.
Ήταν πολύ ερωτευμένοι κι από τον έρωτα αυτόν γεννήθηκε ένα
μωρό.
– Εγώ! διακόπτει ο μικρός.
– Ναι, εσύ, και σου έδωσαν το όνομα Ερνέστος. Όμως, αυτός ο
άντρας κι αυτή η γυναίκα δεν μπορούσαν να γίνουν γονείς ούτε να σε
κρατήσουν κοντά τους.
– Γιατί; Δε με αγαπούσαν;
– Και βέβαια σε αγαπούσαν, αλλά για να γίνουν ένας άντρας και
μια γυναίκα γονείς δε φτάνει μόνο η αγάπη.
– Λοιπόν, ενώ εκείνο το ζευγάρι απέκτησε ένα μωρό –εσένα–, εμάς
μας είπε ο γιατρός πως ποτέ δε θα μπορούσαμε να κάνουμε παιδί,
παρ’ όλο που αγαπούσαμε ο ένας τον άλλον πάρα πολύ, επειδή κάτι
μέσα στα σώματά μας δε λειτουργούσε σωστά.
Αυτό μας έκανε να στενοχωρηθούμε, είπε ο πατέρας, γιατί και η
μαμά σου και εγώ θέλαμε πολύ ένα παιδάκι. Και η αγάπη μας ήταν
τόση, που αποφασίσαμε να υιοθετήσουμε ένα.
– Εμένα! πετάχτηκε ο Ερνέστος.
Η μητέρα χαμογέλασε και του χάιδεψε το μάγουλο:
– Ναι, εσένα, όμως άσε με να συνεχίσω.
– Ναι, ναι...
– Τότε λοιπόν, επισκεφτήκαμε πολλά οικοτροφεία...
– Και εκεί σας περίμενα εγώ! Τα ματάκια του Ερνέστου έλαμπαν!
Τώρα θα άρχιζε το αγαπημένο του κομμάτι της ιστορίας.
– Ναι, εκεί μας περίμενες. Κι αυτό γιατί εκείνο το ζευγάρι που δεν
μπορούσε να σε κρατήσει σε είχε πάει εκεί όπου θα σε αναζητούσαν
κάποιοι άλλοι γονείς.
Μέχρι που έφτασε η μέρα που μας ειδοποίησαν να πάμε να σε
πάρουμε.
Σήμερα συμπληρώνονται πέντε χρόνια.
– Και το μαλλιαρό αρκουδάκι το αγόρασε ο μπαμπάς για το δρόμο,
έτσι;
– Ναι, απαντά ο πατέρας, ήθελα να είναι το πρώτο μας δώρο για
σένα.
– Έλα, όμως, συνέχισε, τι έκανα όταν σας είδα; Ήμουν όμορφος;
Η μητέρα πήρε το κεφαλάκι του στα δυο της χέρια και του έδωσε
ένα φιλί στην άκρη της μύτης.
– Ήσουν γλύκας! Φορούσες ένα μπλουζάκι κι ένα φορμάκι, αυτά που
τα φυλάμε ακόμα.
Ο μικρός ρωτάει:
– Δεν περπατούσα ακόμη, έτσι;
– Όχι, μπουσουλούσες μόνο. Τα πρώτα βηματάκια σου τα έκανες
εδώ στο σπίτι.
Ο μικρός όμως έχει το κεφάλι σκυμμένο και δείχνει συλλογισμένος.
Ξαφνικά ψιθυρίζει:
– Μαμά... εμένα... εμένα θα μου άρεσε περισσότερο να ήμουνα στην
κοιλιά σου.
– Κοίτα, το πιο σημαντικό πράγμα για ένα παιδί είναι να ξέρει ότι το
αγαπούσαν και το ήθελαν απ’ την πρώτη στιγμή που το σκέφτηκαν.
Και με εσένα έτσι έγινε.
Δεν σε είχαμε γνωρίσει ακόμη, κι όμως προετοιμάζαμε τον ερχομό
σου.
Μιλούσαμε για σένα, αναρωτιόμασταν πώς θα ήσουν, τι θα κάναμε,
πώς θα σε μορφώναμε.
Κάναμε τα ίδια πράγματα, μικρέ μου, όπως αν θα ήσουν μέσα μου.
Για μας, για την αγάπη μας για σένα, δεν έχει την παραμικρή σημασία
που μας περίμενες σε άλλο μέρος.
Το σημαντικό είναι πως τώρα είμαστε μαζί και αγαπάμε ο ένας τον
άλλον.
Δε νομίζεις κι εσύ ότι αυτό είναι που μετράει;
– Όμως...
Ο μικρός σμίγει τα φρύδια και επιμένει.
Επιμένει γιατί θέλει να είναι πολύ σίγουρος.
– Εσύ και ο μπαμπάς θα με αγαπάτε πάντα το ίδιο, όπως και αν
ήμουν στην κοιλιά σου;
– Μα και βέβαια, το ίδιο κι ακόμη περισσότερο.
Κι αν πήγαμε να σε πάρουμε, το κάναμε γιατί σε θέλαμε πολύ.
Γι’ αυτό, εδώ σε εμάς, η ΗΜΕΡΑ ΠΟY ΗΡΘΕΣ ΣΠΙΤΙ είναι ημέρα μεγάλης
γιορτής.
– Και ο μπαμπάς είναι ο δικός μου μπαμπάς-μπαμπάς κι εσύ είσαι
η δική μου μαμά-μαμά, έτσι;
– Κι εσύ το δικό μας παιδί-παιδί. Σε αγαπάμε, και καμιά φορά σε
μαλώνουμε, σαν παιδί μας που είσαι. Είμαστε μια πραγματική οικογένεια.
– Και δε... δε θα με αφήσετε ποτέ, ε;
Οι γονείς του άρχισαν να γελάνε και ο μπαμπάς τού είπε:
– Να σε αφήσουμε; Ποτέ! Εσύ θα μας αφήσεις όταν θα ερωτευτείς
μια όμορφη κοπέλα.
Τώρα η μαμά τον αγκαλιάζει σφιχτά με τρυφερότητα.
|