Πώς βάφτηκαν κόκκινα τ’ αστεράκια
O ήλιος έμοιαζε μ’
ένα πελώριο φανάρι στον ουρανό κι έβαφε
κόκκινο όλο τον κόσμο. Η λίμνη, τα λιβάδια, οι αγροί, όλα
ρόδιζαν από το φως του. Μόνο το πράσινο του δάσους είχε
πάρει ένα σκούρο τόνο καθώς το σούρουπο πλησίαζε.
Η μητέρα και το ζαρκαδάκι της είχαν πάρει δρόμο. Πήγαιναν σε μια
κοιλάδα με τρυφερό χορτάρι κι ένα ρυάκι με κρυσταλλένια νερά. Όμως
η αλεπού τούς πήρε από πίσω. Ήταν εύκολο ν’ ακολουθήσει τα ίχνη
τους, κι ο άνεμος τη βοηθούσε, γιατί φυσούσε αντίθετα, κι έτσι τα
ζαρκάδια δεν μπορούσαν να τη μυριστούν.
Η κοιλάδα ήταν μακριά και στενή. Δεξιά κι αριστερά οι πλαγιές ήταν
γεμάτες χορτάρι, θάμνους, φτέρες και βράχια. Η αλεπού είχε καλούς
κρυψώνες. Η μητέρα του Αστρούλη άρχισε να τρώει, κι αυτός τη
μιμήθηκε. Είχε μπόλικο γρασίδι εκεί τριγύρω.
Ωστόσο, αργά και προσεχτικά, η αλεπού πλησίαζε τα δυο ζώα που
ούτε την έβλεπαν ούτε τη μυρίζονταν. Ακόμα κι όταν αυτή σύρθηκε
με την κοιλιά κι ήρθε πιο κοντά.
Η μητέρα χώθηκε πίσω από μια βατομουριά. Έψαχνε να βρει ένα
τρυφερό χορτάρι ξένοιαστη, χωρίς να νιώθει τον κίνδυνο που παραμόνευε.
Για μερικές στιγμές το ζαρκαδάκι έμεινε μόνο, κι αυτό ακριβώς
περίμενε η αλεπού. Ζύγιασε το κορμί της, πήρε φόρα και τινάχτηκε
σαν αστραπή πάνω του.
Ο Αστρούλης κινήθηκε αμέσως. Ρίχτηκε στο πλάι κι έτσι η αλεπού
δεν μπόρεσε να ριχτεί στην πλάτη του. Έπεσε όμως πάνω του και τον
δάγκωσε στα πλευρά. Ευτυχώς ήταν ένα επιπόλαιο δάγκωμα. Ο Αστρούλης
ξεφώνισε κι άρχισε να κλοτσάει δεξιά κι αριστερά με τα μακριά,
λιγνά του πόδια. Η αλεπού έπεσε στο χορτάρι.
Η μητέρα έτρεξε αμέσως και ρίχτηκε στην αλεπού. Με τα σκληρά
νύχια των ποδιών της, της χτύπαγε το κοκκινότριχο κορμί της άσπλαχνα,
χωρίς σταματημό σαν να ’χε σφυριά. Τώρα η αλεπού δεν κοίταζε
το ζαρκαδάκι, αλλά πώς να γλιτώσει τη ζωή της. Οι οπλές της
μητέρας τη βάραγαν στα πλευρά και το κεφάλι. Από τα μεγάλα ήσυχα
μάτια της είχε χαθεί κάθε ηρεμία. Ήταν γεμάτα άγριο θυμό κι απελπισία.
Μετά από αυτή την επίθεση η αλεπού το έβαλε στα πόδια. Χώθηκε
πίσω από τις βατομουριές κι εξαφανίστηκε, αλλά το μέρος είχε χάσει
πια για τον Αστρούλη την ασφάλειά του. Η μητέρα του είχε κλοτσήσει
με τόση δύναμη, που την πόνεσε το χτυπημένο της πόδι. Για μια στιγμή
μάλιστα φοβήθηκε μήπως της ξανανοίξει η πληγή.
Όσο για την αλεπού, είχε φάει τόσες κλοτσιές, που τώρα έτρεχε
κουτσαίνοντας, αξιολύπητη. Τυχερή ήμουνα, σκεπτόταν, που δε μου
έσπασε κανένα κόκαλο.
Ο Αστρούλης ήταν πάντα πεσμένος στο χώμα. Η πληγή ξεμάτωνε
συνέχεια και το ζαρκαδάκι έχανε δυνάμεις. Τ’ άσπρα αστεράκια πάνω
στο δέρμα του άρχισαν να βάφονται κόκκινα. Κόκκινα τρομαχτικά
αστέρια που προμηνούσαν το θάνατο, αν το αίμα συνέχιζε να τρέχει.
Η μητέρα ακολούθησε για λίγο τη μοχθηρή αλεπού, αλλά ξαφνικά
την παράτησε και γύρισε βιαστικά στον Αστρούλη. Τον κοίταξε και τα
μάτια της ξανάγιναν ήρεμα και γλυκά. Ύστερα έσκυψε κι έγλειψε τη
ματωμένη πληγή του παιδιού της απαλά, γεμάτη στοργή και τρυφερότητα.
Ο Αστρούλης σάλεψε και τέντωσε τα πόδια του κι έστησε τ’ αυτιά του.
Όλα ήταν ήσυχα τώρα, ακόμα κι η πληγή του έπαψε να πονάει.
|