Η χελωνίτσα Καρέττα-Καρέττα
και το παλιό Φολκσβάγκεν
H πρώτη λέξη που ψιθύρισε η χελωνίτσα Καρέττα-Καρέττα με το
που βγήκε απ’ τ’ αυγό ήταν: «Αστέρια!!». Για την ακρίβεια,
ανασηκώνοντας το κεφάλι της είπε με θαυμασμό: «Ποπό, αστέρια!».
Και τούτο γιατί γεννήθηκε στην άμμο, πλάι στ’ ακρογιάλι, μια
καλοκαιριάτικη νύχτα με αστροφεγγιά, που εκατομμύρια αστέρια, μικρά,
μεγάλα, μεγαλύτερα, κι ακόμη πιο μεγάλα, λαμπύριζαν ψηλά στον
ουρανό, τρεμόσβηναν, σαν να της έκλειναν φιλικά το μάτι. Κι εκείνη,
μαγεμένη απ’ την τόση ομορφιά, βάλθηκε να τα μετράει ένα ένα, χωρίς
όμως να ξέρει πως είναι αμέτρητα. Έτσι αποξεχάστηκε…
Και να ’ταν μόνο αυτό! Αντί να πάρει το δρόμο ευθύς για τη θάλασσα,
όπως έκαναν τ’ αδέλφια και τα πρώτα της ξαδέλφια που βγήκαν κι
εκείνα την ίδια νύχτα απ’ τ’ αυγό, τράβηξε ακριβώς στην αντίθετη
κατεύθυνση. Κι ήταν αυτό βαρύ σφάλμα, θανάσιμο που λένε οι μεγάλοι.
Γιατί η μικρή Καρέττα-Καρέττα, όπως οι γονείς της κι οι παππούδες
της, κι οι προπαππούδες της, αιώνες τώρα, από πάντα δηλαδή, ήταν
προορισμένη να ζει στις νερένιες γειτονιές, στη θάλασσα. Εκεί θα
ήταν το σπίτι της, όχι στη στεριά.
Ξεγελάστηκε, αλίμονο, απ’ τα φανάρια των αυτοκινήτων στη μεγάλη
λεωφόρο. Μπερδεύοντας το πάνω με το κάτω, τα πέρασε κι αυτά γι’
αστέρια, τεράστια αστέρια.
Έκανε όπισθεν να δει καλύτερα, να καταλάβει, κι αυτό που αντίκρισε
την πλημμύρισε αναπάντεχη χαρά.
«Ένα άγαλμα!… Δεν πιστεύω στα μάτια μου! Το άγαλμα της προγιαγιάς
μου, της αξιότιμης κυρίας Καρέττα-Καρέττα!», αναφώνησε.
«Η σοφή προγιαγιά μου! Αχ, τι τύχη που ’χω απόψε!».
«Σταμάτα, επιτέλους, τις ανοησίες, χελωνίτσα», ακούστηκε μια
βαριά φωνή. «Δεν είμαι η σοφή προγιαγιά σου. Ένα παλιό Φολκσβάγκεν
είμαι. Ένα σαραβαλιασμένο αυτοκίνητο. Κι αν έμπαινες στον
κόπο να με προσέξεις λίγο καλύτερα, θα ’βλεπες, καλή μου, πως δε
μοιάζω και τόσο με χελώνα. Με σκαθάρι μοιάζω. Κι εσύ… εσύ είσαι
μια ονειροπαρμένη χελωνίτσα που λοξοδρόμησε επικίνδυνα, που πριν
καλά καλά προφτάσει να βγει απ’ τ’ αυγό, θα πήγαινε αδικοχαμένη.
Γιατί, κακά τα ψέματα, μόλις έσκαγες μύτη στην άσφαλτο θα σ’ έκαναν
λιώμα οι ρόδες…».
Η μικρή χελωνίτσα Καρέττα-Καρέττα δε χόρταινε ν’ ακούει και να
βλέπει. Μπορεί, βέβαια, να μη σεργιάνισε στον ουρανό, μπορεί εκείνα
τα πελώρια αστέρια να μην ήταν παρά φανάρια αυτοκινήτων στη
μεγάλη λεωφόρο, μπορεί αυτό που νόμισε για το άγαλμα της σοφής
προγιαγιάς της να ήταν ένα παλιό Φολκσβάγκεν, όμως η ατυχία της
ήρθε κι έγινε τύχη… Κοίτα να δεις… Όλα τούτα τα παλιά αντικείμενα
στην παραλία… Ένας ολόκληρος κόσμος! Τι εμπειρίες κι ιστορίες!
Και σκέφτηκε η χελωνίτσα πως είχε να μάθει ακόμη ένα σωρό πράγματα
απ’ το στόμα τους. Κι ύστερα σκέφτηκε φωναχτά:
«Φαίνεται πως όλα τα πετούν οι άνθρωποι, άμα παλιώσουν… Και γιατί
τα πετούν άραγε στην παραλία;».
«Α, μικρή μου χελωνίτσα», είπε με την μπάσα φωνή του το παλιό
Φολκσβάγκεν, «τώρα περνάς στα δύσκολα. Οι άνθρωποι… Αλλά άσε
καλύτερα… Αυτό είναι μια θλιβερή ιστορία, θα ’παιρνε πολύ χρόνο
για να σου εξηγήσω. Μόνο κοίτα καλύτερα γύρω σου και θα δεις. Κι
άλλα κονσερβοκούτια, και κουτιά από κόλα λόκα –κόκα κόλα ήθελα
να πω– και νάιλον σακούλες. Πλήθος, σου λέω! Χαμός, συνωστισμός».
«Αλήθεια, σαν να έχετε δίκιο, κύριε Φολκσβάγκεν», διαπίστωσε
εκείνη. «Και δε μου λέτε, κύριε Φολκσβάγκεν, έχουν όλα τους φωνή;».
«Έχουν και παραέχουν. Όμως άκου τώρα προσεχτικά τι θα σου πω
και βάλε το καλά στο νου σου. Αρκετά όσα είδες κι έμαθες. Καιρός
να γυρίσεις στη θάλασσα. Αμέσως, τούτη τη στιγμή. Γιατί εσύ δεν είσαι
φτιαγμένη για στεριά, καλό μου κοριτσάκι. Έχουν δει τα μάτια
μου πολλές χελωνίτσες της γενιάς σου να χάνονται άδικα. Άλλες
ξεστρατίζοντας σαν κι εσένα, κι άλλες πριν προλάβουν να βγουν απ’ το
αυγό. Μπήζουν απρόσεκτα οι παραθεριστές τις ομπρέλες τους στην
άμμο, παίζουν σαν τρελοκάτσικα ρακέτες, στήνουν τις ξαπλωτές
πολυθρόνες για ηλιοθεραπεία, αυτές τις δολοφόνες σεζλόγκ, και,
μ’ ένα κρααακ, πάνε τ’ αυγά, πάνε και τα Καρεττάκια-Καρεττάκια. Κάθε
φορά με γέμιζε θλίψη ο χαμός τους. Μ’ εσένα όμως θα πονέσω. Αχ,
πολύ θα πονέσω! Πίστεψέ με. Γιατί εσένα, μικρή μου χελωνίτσα, σε
συμπάθησα, σ’ έβαλα στην καρδιά μου. Βιάσου λοιπόν… ».
«Ναι, βιάσου», τη συμβούλεψε και το κονσερβοκούτι. «Κι εγώ σε
συμπάθησα. Και θα ’ταν, αλήθεια, κρίμα απ’ το Θεό να χαθείς».
|