Εικονογραφημένο Λεξικό Α΄, Β΄, Γ΄ Δημοτικού
Eικονογραφημένο Λεξικό A' B' Γ' Δημοτικού - Τ Eικονογραφημένο Λεξικό A' B' Γ' Δημοτικού - Φ Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος
  υγεία  ύψος

α

β

γ

δ

ε

ζ

η

θ

ι

κ

λ

μ

ν

ξ

ο

π

ρ

σ

τ

υ

φ

χ

ψ

ω

 

Υυ

eikona639

 

 

υγεία [η] ουσιαστικό (υγείες) 

check1 Όταν έχουμε την υγεία μας, το σώμα μας λειτουργεί πολύ καλά και δεν έχουμε κανένα πρόβλημα.  
check2 «Στην υγειά σου, Μαργαρίτα» είπε ο κύριος Γιάννης σηκώνοντας ψηλά το ποτήρι του.  
check2 «Με τις υγείες σου!» είπε ο κύριος Γιάννης στο θείο Αλέκο που φτερνίστηκε.

romvos Όταν κάτι είναι υγιεινό, είναι καλό για την υγεία μας.  music υ-γεί-α

 

 

υγιεινός, υγιεινή, υγιεινό επίθετο (υγιεινοί, υγιεινές, υγιεινά) velos υγεία

 

 

υγρασία [η] ουσιαστικό (υγρασίες) velos υγρός

 

 

υγρό [το] ουσιαστικό (υγρά)  

check1 Το νερό, η πορτοκαλάδα, το κρασί και το γάλα είναι υγρά. Μπορείς να τα βάλεις σ' ένα ποτήρι και να πάρουν το σχήμα του ποτηριού. Υγρά είναι και τα δάκρυά σου που στάζουν, όταν κλαις.  romvos υγρός  music υ-γρό

 

 

υγρός, υγρή, υγρό επίθετο (υγροί, υγρές, υγρά)  

check1 Όταν κάτι είναι υγρό, κυλάει σαν νερό.  pen1Το γάλα είναι υγρή τροφή.  
check2 Υγρό λέμε και κάτι που είναι λίγο βρεγμένο.

pen1 Τα σεντόνια ήταν υγρά ακόμη κι η κυρία Μαργαρίτα δεν τα μάζεψε.
check2 Όταν ο καιρός είναι υγρός, πρόκειται να βρέξει ή έχει ήδη βρέξει. Έχει υγρασία.

romvos Υγρασία έχει κι ένας τοίχος που έχει βραχεί και είναι υγρός. υγρό  music υ-γρός

 

 

υδραγωγείο [το] ουσιαστικό (υδραγωγεία) 

check1 Το υδραγωγείο μίας πόλης είναι ένα κτίριο με μία μεγάλη δεξαμενή. Εκεί μαζεύεται το νερό που μπορούμε να πιούμε κι έρχεται στα σπίτια μας μέσα από σωλήνες.  music υ-δρα-γω-γεί-ο
-Στ' αρχαία ελληνικά το νερό λεγόταν ύδωρ. Μ' αυτή τη λέξη φτιάχνουμε μεγαλύτερες λέξεις, όπως το υδραγωγείο

 

 

υδραυλικός [ο] ουσιαστικό (υδραυλικοί) 

eikona640

check1 O υδραυλικός είναι ο τεχνίτης που φτιάχνει τους σωλήνες και τις βρύσες στο σπίτι μας.  music υ-δραυ-λι-κός

 

 

 

υιοθετώ, υιοθετούμαι ρήμα (υιοθέτησα, θα υιοθετήσω) 

check1 Όταν ένα ζευγάρι υιοθετεί ένα παιδί, φροντίζει και μεγαλώνει ένα παιδί που δεν έχει γεννηθεί από αυτούς. Oι γονείς ενός υιοθετημένου παιδιού το φροντίζουν και το αγαπούν όπως εσένα οι γονείς σου.  music υι-ο-θε-τώ

 

 

ύλη [η] ουσιαστικό (ύλες)  

check1 Το γάλα είναι η πρώτη ύλη που χρησιμοποιούμε για να φτιάξουμε το τυρί και το γιαούρτι. Απ' αυτήν φτιάχνεται το τυρί και το γιαούρτι.  circle1 ουσία  music ύ-λη

 

 

υλικό [το] ουσιαστικό (υλικά)  

check1 Τα τραπέζια φτιάχνονται από διάφορα υλικά: από ξύλο, από πλαστικό, από γυαλί και από άλλα.  
check2 Η κυρία Μαργαρίτα ανακάτεψε τα υλικά της συνταγής, τ' αυγά, το γάλα, το βούτυρο και το αλεύρι κι έφτιαξε ένα πολύ νόστιμο κέικ.  music υ-λι-κό

 

 

ύμνος [ο] ουσιαστικό (ύμνοι) 

check1 Κάθε χώρα έχει το δικό της εθνικό ύμνο. O εθνικός μας ύμνος είναι ένα τραγούδι που λέμε σε κάθε εθνική γιορτή, καθώς και κάθε φορά που ανεβάζουμε τη σημαία της πατρίδας μας. O εκκλησιαστικός ύμνος είναι ένα τραγούδι που ψάλλουμε στην εκκλησία για να τιμήσουμε έναν άγιο. O ύμνος μίας ομάδας είναι ένα τραγούδι που τραγουδούν οι φίλαθλοι κι είναι μοναδικό για κάθε ομάδα.  

music ύ-μνος

 

 

υπάκουος, υπάκουη, υπάκουο επίθετο (υπάκουοι, υπάκουες, υπάκουα) velos υπακούω

 

 

– Πότε λέμε ότι κάποιος είναι υπερτυχερός;

 

 

υπακούω ρήμα (υπάκουσα, θα υπακούσω)  

check1 Όταν υπακούς στους γονεί ςσου, ακούς και κάνεις αυτά που λένε.

romvos Υπάκουο λέμε κάποιον, όταν ακούει και κάνει αυτά που λένε οι γονείς και οι δάσκαλοί του. Δείχνει δηλαδή υπακοή.  music υ-πα-κού-ω

 

 

υπάλληλος [ο], [η] ουσιαστικό (υπάλληλοι)  

check1 Υπάλληλος είναι αυτός που δουλεύει στη δουλειά κάποιου άλλου και πληρώνεται απ' αυτόν.  music υ-πάλ-λη-λος

 

 

υπάρχω ρήμα (υπήρξα, θα υπάρξω) 

check1 Όταν υπάρχεις, βρίσκεσαι στη ζωή, ζεις.

pen1 Η Αθηνά ρώτησε τον Κώστα αν υπάρχουν φαντάσματα. 

check2 Όταν κάτι υπάρχει, βρίσκεται κάπου.  pen1 Στο δωμάτιο του Κώστα υπάρχουν πάντα πολλά παιχνίδια πεταμένα εδώ κι εκεί.  music υ-πάρ-χω

 

 

υπέρ πρόθεση  

check1 Όταν κάποιος είναι υπέρ κάποιου άλλου, τον υποστηρίζει και τον βοηθάει.

pen1 Τα Χριστούγεννα έγινε έρανος στην εκκλησία υπέρ των φτωχών, μάζεψαν δηλαδή χρήματα για να βοηθήσουν τους φτωχούς.    
check2 Πολλές φορές βάζεις το υπερ- μπροστά σε μία λέξη, για να δείξεις ότι κάτι είναι παραπάνω από το κανονικό.  pen1 Η θεία Έλλη είναι υπέρβαρη και κάνει δίαιτα. Έχει βάρος πάνω από το κανονικό.  music υ-πέρ

 

 

υπερασπίζω, υπερασπίζομαι ρήμα (υπεράσπισα, θα υπερασπίσω)  

check1 Όταν υπερασπίζεσαι κάποιον, τον προστατεύεις και τον βοηθάς να ξεπεράσει τις δυσκολίες του.  pen1 «Μη φοβάσαι Αθηνά, θα σε υπερασπιστώ εγώ, αν κινδυνέψειςαπό το σκύλο» είπε ο Νίκος.  romvos υπεράσπιση  music υ-πε-ρα-σπί-ζω

 

 

υπεράσπιση [η] ουσιαστικό velos υπερασπίζω

 

 

υπερβολή [η] ουσιαστικό (υπερβολές) velos υπερβολικός

 

 

υπερβολικός, υπερβολική, υπερβολικό επίθετο (υπερβολικοί,υπερβολικές, υπερβολικά)

check1 Όταν κάτι είναι υπερβολικό, είναι παραπάνω απ' όσο χρειάζεται κάθε φορά.

pen1 Το υπερβολικό φαγητό είναι κακό για την υγεία μας. 
check2 Όταν κάποιος είναι υπερβολικός, ζητάει παραπάνω πράγματα απ' όσα πρέπει.

pen1 «Μην είσαι υπερβολικός, Κώστα! Δε χτύπησες πια τόσο πολύ».

romvos «Μην υπερβάλλεις. Αυτό που λες είναι υπερβολή». Μη λες υπερβολές.

musicυ-περ-βο-λι-κός

 

 

υπερήφανος, υπερήφανη, υπερήφανο επίθετο (υπερήφανοι, υπερήφανες, υπερήφανα) velos περήφανος

 

 

υπέροχος, υπέροχη, υπέροχο επίθετο (υπέροχοι, υπέροχες, υπέροχα)

check1 Υπέροχο λέμε κάποιον που είναι πολύ καλύτερος από τους άλλους και ξεχωρίζει γι' αυτό.  pen1 Το φαγητό της κυρίας Μαργαρίτας ήταν υπέροχο. Όλοι ήταν ενθουσιασμένοι.  circle1 έξοχος, εξαιρετικός  circle2 απαίσιος  music υ-πέ-ρο-χος

 

 

υπεύθυνος, υπεύθυνη, υπεύθυνο επίθετο (υπεύθυνοι, υπεύθυνες, υπεύθυνα)

check1 O πιλότος είναι υπεύθυνος για την ασφάλεια των επιβατών του αεροπλάνου. Είναι αυτός που φροντίζει έτσι ώστε όλα να λειτουργούν καλά στο αεροπλάνο. Αυτός έχει την ευθύνη του αεροπλάνου.  
check2 «Εσύ ήσουν υπεύθυνος που χάθηκε η Ροζαλία!» κατηγόρησε η Αθηνά τον Κώστα, «Εσύ έφταιγες!»  music υ-πεύ-θυ-νος

 

 

υπηρεσία [η] ουσιαστικό (υπηρεσίες)  

check1 Η υπηρεσία είναι η εργασία που έχει να κάνει ένας υπάλληλος.

pen1 O κύριος Γιάννης προσφέρει τις υπηρεσίες του στον ιδιωτικό τομέα. O ξάδελφός του είναι στρατιωτικός κι έχει υπηρεσία κάθε μέρα.  
check2 O θείος του Νίκου πηγαίνει στην υπηρεσία του κάθε πρωί στις εφτά. Στη δουλειά του, στο χώρο όπου δουλεύει.  music υ-πη-ρε-σί-α

 

 

υπηρέτης [ο], υπηρέτρια [η] ουσιαστικό (υπηρέτες, υπηρέτριες) velos υπηρετώ

 

 

υπηρετώ ρήμα (υπηρέτησα, θα υπηρετήσω)

check1 Όταν υπηρετείς κάποιον, εργάζεσαι στο σπίτι του και πληρώνεσαι γι' αυτό.

pen1 Μία πολύ πλούσια οικογένεια έχει συνήθως αρκετούς ανθρώπους που την υπηρετούν. Έχει υπηρέτες.  
check2 O θείος του Νίκου υπηρετεί στον ελληνικό στρατό. Δουλεύει και προσφέρει τις υπηρεσίες του εκεί.  romvos υπηρέτης  music υ-πη-ρε-τώ

 

 

Αν θέλεις να μάθεις τι έγινε με τη Ροζαλία που χάθηκε, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις αναστατώνω, ανησυχώ, εξαφανίζομαι, βρίσκω,καταφεύγω, κουλουριάζω, κουνώ, χαίρομαι, χοροπηδώ

 

 

υπνοβάτης [ο], υπνοβάτισσα [η] ουσιαστικό (υπνοβάτες, υπνοβάτισσες) velos ύπνος

 

 

ύπνος [ο] ουσιαστικό (ύπνοι)  

check1 Κάθε βράδυ πέφτουμε για ύπνο και κοιμόμαστε για να ξεκουραζόμαστε.

romvos O υπνοβάτης σηκώνεται κοιμισμένος και περπατάει χωρίς να το καταλαβαίνει. Όταν κάτι σε υπνωτίζει, σε κοιμίζει. υπνοδωμάτιο, υπνόσακος  music ύ-πνος

 

 

υπνωτίζω, υπνωτίζομαι ρήμα (υπνώτισα, θα υπνωτίσω) velos ύπνος

 

 

υποβρύχιο [το] ουσιαστικό (υποβρύχια)

eikona641

check1 Το υποβρύχιο είναι ένα πλοίο ειδικά φτιαγμένο για να μπορεί να πηγαίνει κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας σε μεγάλο βάθος.  music υ-πο-βρύ-χι-ο

 

 

υπόγειος, υπόγεια, υπόγειο επίθετο (υπόγειοι, υπόγειες, υπόγεια) 

check1 Όταν κάτι είναι υπόγειο, είναι κάτω από το έδαφος.

pen1 O κύριος Γιάννης βάζει το αυτοκίνητό του σε υπόγειο γκαράζ.

romvos (σαν ουσιαστικό) Το υπόγειο ενός σπιτιού είναι το μέρος του σπιτιού που είναι κάτω από το έδαφος.  music υ-πό-γει-ος

 

 

υπογραφή [η] ουσιαστικό (υπογραφές) velos υπογράφω

 

 

υπογράφω ρήμα (υπέγραψα, θα υπογράψω)  

check1 Όταν υπογράφεις ένα κείμενο,γράφεις τ' όνομά σου κάτω απ' αυτό για να δείξεις ότι είναι δικό σου ή ότι συμφωνείς μ' αυτά που λέει. Τ' όνομά σου το γράφεις με το χέρι σου και με δικό σου τρόπο. Βάζεις την υπογραφή σου.   

pen1 Η κυρία Μαργαρίτα υπογράφει όλα τα κείμενα που γράφει για την εφημερίδα.

romvos υπογραφή  music υ-πο-γρά-φω

 

 

υποδέχομαι ρήμα (υποδέχτηκα, θα υποδεχτώ) 

check1 Όταν υποδέχεσαι κάποιον, τον περιμένεις να έρθει και τον περιποιείσαι με τον καλύτερο τρόπο.  romvos Του κάνεις υποδοχή.  music υ-πο-δέ-χο-μαι

 

 

υποδοχή [η] ουσιαστικό velos υποδέχομαι

 

 

υπόθεση [η] ουσιαστικό (υποθέσεις) velos υποθέτω

 

 

υποθέτω ρήμα (υπέθεσα, θα υποθέσω)

check1 Όταν υποθέτεις κάτι, πιστεύεις ότι κάτι μπορεί να είναι σωστό ή ότι μπορεί να γίνει, χωρίς όμως να είσαι σίγουρος και χωρίς να έχεις αποδείξεις γι' αυτό.

pen1 O θείος Αλέκος υπέθεσε ότι θα χιονίσει και φρόντισε να μαζέψει αρκετά ξύλα για το τζάκι.  romvos υπόθεση  music υ-πο-θέ-τω

 

 

υποκείμενο [το] ουσιαστικό (υποκείμενα) 

check1 Το υποκείμενο σε μία πρόταση είναι αυτό που απαντά στην ερώτηση «Ποιος;».

pen1 Στην πρόταση «O Νίκος λέει αστεία» το υποκείμενο είναι η λέξη Νίκος.

music υ-πο-κεί-με-νο

 

 

υποκλίνομαι ρήμα (υποκλίθηκα, θα υποκλιθώ)

check1 Όταν υποκλίνεσαι, σκύβεις μπροστά σε κάποιον για να του εκφράσεις το σεβασμό σου.  pen1 Όλοι οι υπηρέτες υποκλίθηκαν μπροστά στο βασιλόπουλο και τη Σταχτοπούτα.  romvos Oι υπηρέτες του παλατιού τούς υποδέχτηκαν με μία μεγάλη υπόκλιση.  music υ-πο-κλί-νο-μαι

 

 

υπόκλιση [η] ουσιαστικό (υποκλίσεις) velos υποκλίνομαι

 

 

υποκριτής [ο], υποκρίτρια [η] ουσιαστικό (υποκριτές, υποκρίτριες) 

check1 Υποκριτή λέμε κάποιον που συμπεριφέρεται με ψεύτικο τρόπο κι όχι όπως πραγματικά είναι και σκέφτεται. Συμπεριφέρεται με υποκρισίαromvos υποκρισία   

music υ-πο-κρι-τής

 

 

υπολογίζω, υπολογίζομαι ρήμα (υπολόγισα, θα υπολογίσω)

check1 Όταν υπολογίζεις κάτι, το μετράς, το λογαριάζεις.

pen1 O Κώστας υπολογίζει πόσα χρήματα ξοδεύει κάθε βδομάδα.  
check2 «Υπολογίζω ότι θα έχω τελειώσει τα μαθήματά μου σε δύο ώρες» είπε η Αθηνά στην κυρία Μαργαρίτα. Εκτιμώ.  
check2 «Δε με υπολογίζεις καθόλου τελευταία» παραπονέθηκε η Αθηνά στον Κώστα. Δε με σκέφτεσαι, δε μου δίνεις σημασία.  romvos O υπολογιστής μάς βοηθάει να κάνουμε διάφορα πράγματα πιο γρήγορα και πιο εύκολα: να γράφουμε, να κάνουμε λογαριασμούς και να σχεδιάζουμε.  circle1 ηλεκτρονικός υπολογιστής, κομπιούτερ

music υ-πο-λο-γί-ζω

 

 

υπολογιστής [ο] ουσιαστικό (υπολογιστές) velos υπολογίζω

 

 

υπόλοιπο [το] ουσιαστικό (υπόλοιπα) 

check1 Η Αθηνά μέτρησε το υπόλοιπο των χρημάτων που είχε στην τσέπη της, δηλαδή μέτρησε τα χρήματα που δεν είχε ξοδέψει, που της είχαν μείνει.   

romvos υπόλοιπος  music υ-πό-λοι-πο

 

 

υπόλοιπος, υπόλοιπη, υπόλοιπο επίθετο (υπόλοιποι, υπόλοιπες, υπόλοιπα) 

check1 «Oι υπόλοιποι μαθητές θα διαβάσουν αύριο τις εργασίες τους» είπε η δασκάλα. Δηλαδή οι μαθητές που έχουν μείνει.  romvos υπόλοιπο  music υ-πό-λοι-πος

 

 

– Η λέξη υπόγειος είναι φτιαγμένη  από δύο κομματάκια: το υπο- που  σημαίνει κάτω από τη λέξη γη.  Ξέρεις άλλες λέξεις που αρχίζουν  με υπο-;

 

 

υπομονή [η] ουσιαστικό  

check1 Όταν κάνεις υπομονή, περιμένεις να γίνει κάτι χωρίς να βιάζεσαι και χωρίς να γκρινιάζεις.  pen1 O κύριος Γιάννης περίμενε με υπομονή στην ουρά, μέχρι να έρθει η σειρά του να πληρώσει στην τράπεζα.  romvos Ήταν πολύ υπομονετικός.  music υ-πο-μο-νή

 

 

υποπτεύομαι ρήμα (υποπτεύθηκα, θα υποπτευθώ) 

check1 Όταν υποπτεύεσαι κάποιον,νομίζεις ότι έχει κάνει κάτι που δεν είναι καλό, δεν είναι νόμιμο.  pen1 Η αστυνομία υποπτεύεται κάποιους για τη ληστεία στο μαγαζί του κυρίου Δημήτρη και ψάχνει να τους βρει.  circle1 υποψιάζομαι  romvos ύποπτοι για τη ληστεία είναι τρεις άνδρες που μένουν στη γειτονιά.  music υ-πο-πτεύ-ο-μαι

 

 

ύποπτος, ύποπτη, ύποπτο επίθετο (ύποπτοι, ύποπτες, ύποπτα) velos υποπτεύομαι

 

 

υπόστεγο [το] ουσιαστικό (υπόστεγα

check1 Το υπόστεγο είναι ένας μικρός χώρος που έχει στέγη κι είναι ανοιχτός γύρω γύρω. Όταν είμαστε κάτω από ένα υπόστεγο, δε βρεχόμαστε και μπορούμε να βλέπουμε τι συμβαίνει γύρω μας.  music υ-πό-στε-γο

 

 

υπόσχεση [η] ουσιαστικό (υποσχέσεις)  

check1 Όταν δίνεις την υπόσχεσή σου, δίνεις το λόγο σου ότι θα κάνεις αυτό που έχεις συμφωνήσει. Το υπόσχεσαιpen1 Η Αθηνά κράτησε την υπόσχεση που έδωσε στη μαμά της και δε μάλωσε ξανά με τη φίλη της Ελένη.  romvos υπόσχομαι  music υ-πό-σχε-ση

 

 

υπόσχομαι ρήμα (υποσχέθηκα, θα υποσχεθώ) velos υπόσχεση

 

 

ύπουλος, ύπουλη, ύπουλο επίθετο (ύπουλοι, ύπουλες, ύπουλα) 

check1 Ένας ύπουλος άνθρωπος μπορεί να μας κάνει κακό χωρίς εμείς να τον καταλάβουμε, γιατί είναι πολύ πονηρός.  pen1 O κακός λύκος ήταν πολύ ύπουλος. Ήθελε να ξεγελάσει την Κοκκινοσκουφίτσα με την πονηριά του.  music ύ-που-λος

 

 

υπουργός [ο], [η] ουσιαστικό (υπουργοί)  

check1υπουργοί και ο πρωθυπουργός είναι η κυβέρνηση μίας χώρας.

romvos υπουργικός  music υ-πουρ-γός

 

 

υποφέρω ρήμα (υπέφερα, θα υποφέρω)  

check1 Όταν υποφέρεις από κάτι, πονάς.

pen1 «Υποφέρω από πονοκεφάλους» είπε η θεία Έλλη.  
check2 Όταν υποφέρεις κάτι, μπορείς και το αντέχεις, το υπομένεις.  

pen1«Μπορώ να υποφέρω το κρύο του χειμώνα αλλά δεν μπορώ να υποφέρω τη μεγάλη ζέστη το καλοκαίρι» είπε ο θείος Αλέκος.  music υ-πο-φέ-ρω

 

 

υποχρεώνω, υποχρεώνομαι ρήμα (υποχρεώθηκα, θα υποχρεωθώ) 

check1 Όταν υποχρεώνεις κάποιον να κάνει κάτι, τον αναγκάζεις να το κάνει.

pen1 O νόμος υποχρεώνει τους γονείς να στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο. Είναι υποχρέωσή τους να τα στέλνουν στο σχολείο.  romvos υποχρέωση, υποχρεωτικός  

music υ-πο-χρε-ώ-νω

 

 

υποχωρώ ρήμα (υποχώρησα, θα υποχωρήσω)

check1 Όταν ο στρατός υποχωρεί, προχωράει προς τα πίσω, οπισθοχωρεί.  
check2 Όταν κάτι υποχωρεί, τότε πέφτει και καταστρέφεται.  pen1 Η γέφυρα υποχώρησε από τα ορμητικά νερά του ποταμού και ο δρόμος κόπηκε στα δύο.  
check2 Όταν κάτι υποχωρεί, μειώνεται, ελαττώνεται.  pen1 O πυρετός του Κώστα άρχισε να υποχωρεί, μόλις ο γιατρός του έδωσε ένα φάρμακο.  romvos υποχώρηση  music υ-πο-χω-ρώ

 

 

υποψιάζομαι ρήμα (υποψιάστηκα, θα υποψιαστώ) 

check1 Όταν υποψιάζεσαι κάποιον, πιστεύεις ότι αυτός έχει κάνει κάτι, ότι είναι ύποπτος. pen1 Η αστυνομία υποψιαζόταν κάποιους για την κλοπή στο μαγαζί του κυρίου Δημήτρη.  circle1 υποπτεύομαι  music υ-πο-ψι-ά-ζο-μαι

 

 

ύστερα επίρρημα

check1 Όταν κάτι γίνεται ύστερα από κάτι άλλο, γίνεται μετά από αυτό.

pen1 «Κάθε Δευτέρα πρώτα κάνουμε το μάθημα της Γλώσσας κι ύστερα κάνουμε γυμναστική» είπε η Αθηνά.  circle1 έπειτα, μετά  circle2 πριν  music ύ-στε-ρα

 

 

υφαίνω ρήμα (ύφανα, θα υφάνω)  

check1 Όταν υφαίνουμε, φτιάχνουμε διάφορα υφάσματα. 
check2 Η αράχνη υφαίνει τον ιστό της.  romvos ύφασμα  music υ-φαί-νω

 

 

ύφασμα [το] ουσιαστικό (υφάσματα) 

check1 Τα ρούχα μας είναι φτιαγμένα από ύφασμα. Υπάρχουν υφάσματα από μαλλί, βαμβάκι, μετάξι και άλλα υλικά.  romvos υφαίνω  music ύ-φα-σμα

 

 

ύψος [το] ουσιαστικό (ύψη) 

check1 Το ύψος μας είναι η απόσταση από τις πατούσες των ποδιών μέχρι το κεφάλι μας, όταν είμαστε όρθιοι.  pen1 Το ύψος της Αθηνάς είναι μικρότερο από το ύψος του Κώστα.  music ύ-ψος

 

 

– Ποια λέξη μπορούμε να  φτιάξουμε, αν βάλουμε στη σωστή  σειρά τα γράμματα: ρωποχυω;  ............................................................

 

 

Αν θέλεις να μάθεις τι έγινε με το μαγαζί του κυρίου Δημήτρη, ψάξε μέσα στο λεξικό τις λέξεις δικαστήριο, δικηγόρος, θηρίο, καημένος, πιάνω, τμήμα, φυλακή