Εικονογραφημένο Λεξικό Α΄, Β΄, Γ΄ Δημοτικού
Eικονογραφημένο Λεξικό A' B' Γ' Δημοτικού - Ξ Eικονογραφημένο Λεξικό A' B' Γ' Δημοτικού - Π Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος
  όαση   όψη

α

β

γ

δ

ε

ζ

η

θ

ι

κ

λ

μ

ν

ξ

ο

π

ρ

σ

τ

υ

φ

χ

ψ

ω

 

Οο

eikona405

 

 

όαση [η] ουσιαστικό (οάσεις)  

check1 Η όαση είναι ένα μικρό κομμάτι της ερήμου που έχει νερό και μερικά δέντρα. Εκεί σταματούν οι περαστικοί για να ξεκουραστούν και να δροσιστούν.  music ό-α-ση

 

 

όγκος [ο] ουσιαστικό (όγκοι)  

check1 «O όγκος του καναπέ είναι μεγάλος» είπε η κυρία Μαργαρίτα. O καναπές πιάνει πολύ χώρο.  
check2 O κύριος Δημήτρης βρήκε έναν όγκο από σκουπίδια μπροστά στην πόρτα του μαγαζιού του. Βρήκε πολλά σκουπίδια.  circle1 σωρός, πλήθος  music ό-γκος

 

 

οδηγός [ο], [η] ουσιαστικό (οδηγοί) velos οδηγώ

 

 

οδηγώ, οδηγούμαι ρήμα (οδήγησα, θα οδηγήσω)

check1 Όταν κάποιος οδηγεί ένα αυτοκίνητο, κάθεται στο τιμόνι του, το κάνει να κινείται και το πηγαίνει ακριβώς εκεί που θέλει.

eikona406

check2 Η Αθηνά οδήγησε την Ελένη στο μπάνιο του σπιτιού για να πλύνει τα χέρια της. Την πήγε μέχρι το μπάνιο.  
check2 Ξέρεις πού οδηγεί αυτό το μονοπάτι; Ρώτησε ο Κώστας το Νίκο.  romvos O Κώστας και οι φίλοι του πήγαν στο δάσος και παραλίγο να χαθούν, γιατί δεν είχαν οδηγό να τους δείξει το δρόμο. Ευτυχώς περνούσε ένας οδηγός φορτηγού και τους έδωσε οδηγίες για το δρόμο.  music ο-δη-γώ

 

 

οδοντίατρος και οδοντογιατρός [ο],[η] ουσιαστικό (οδοντίατροι /οδοντογιατροί)

eikona407

check1 O οδοντίατρος είναι ο γιατρός που φροντίζει τα δόντια μας όταν χαλάσουν.  romvos οδοντιατρείο   

music ο-δο-ντί-α-τρος

 

 

 

οδοντόβουρτσα [η] ουσιαστικό (οδοντόβουρτσες) 

eikona408

check1 Με την οδοντόβουρτσα καθαρίζουμε τα δόντια μας. 

romvos δόντι  music ο-δο-ντό-βουρ-τσα

 

 

οδοντόκρεμα [η] ουσιαστικό (οδοντόκρεμες)

check1 Βάζουμε την οδοντόκρεμα στηνοδοντόβουρτσα για να καθαρίσουμε τα δόντια μας.  romvos δόντι  music ο-δο-ντό-κρε-μα

 

 

οδός [η] ουσιαστικό (οδοί) 

check1 Η οδός είναι ο δρόμος όπου περπατάς ή κατοικείς.

romvos οδικός  music ο-δός
-Η οδός είναι από τις λίγες λέξεις που τελειώνουν σε –ος και είναι θηλυκού γένους. Άλλες τέτοιες λέξεις είναι: η μέθοδος, η είσοδος, η έξοδος και η πρόοδος, η έρημος, η λεωφόρος.

 

 

οθόνη [η] ουσιαστικό (οθόνες)  

check1 Η οθόνη της τηλεόρασης είναι η επιφάνειά της. Είναι συνήθως από γυαλί κι εκεί βλέπουμε ό,τι δείχνει η τηλεόραση. Oθόνη έχει κι ο υπολογιστής. 

pen1O κύριος Γιάννης βρήκε τον Κώστα να κάθεται μπροστά στην οθόνη της τηλεόρασης και την Αθηνά μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή.  
check2 «Εγώ πάλι προτιμώ τη μεγάλη οθόνη του σινεμά από την τηλεόραση» είπε η κυρία Μαργαρίτα.  music ο-θό-νη

 

 

οικία [η] ουσιαστικό (οικίες)  

check1 Oικία λέμε το σπίτι.   
romvos Στην κουζίνα χρησιμοποιούμε οικιακές συσκευές για να κάνουμε οικιακές εργασίες. Τις δουλειές του σπιτιού τις λέμε και οικιακά. Μερικοί για τα οικιακά έχουν μία οικιακή βοηθό.  music οι-κί-α

 

 

οικιακός, οικιακή, οικιακό επίθετο (οικιακοί, οικιακές, οικιακά) velos οικία

 

 

οικογένεια [η] ουσιαστικό (οικογένειες)

check1 O πατέρας, η μητέρα και τα παιδιά είναι μία οικογένεια.  romvos Σήμερα πήγε όλη η οικογένεια του κυρίου Γιάννη στον οικογενειακό της γιατρό. O κύριος Γιάννης είναι καλός οικογενειάρχης, φροντίζει τη γυναίκα και τα παιδιά του και δεν του αρέσει να ασχολείται με τα οικογενειακά των άλλων.  music οι-κο-γέ-νει-α  pen2 'η οικογένεια'

 

 

οικογενειάρχης [ο] ουσιαστικό (οικογενειάρχες) velos οικογένεια

 

 

οικοδομή [η] ουσιαστικό (οικοδομές) velos οικοδόμος

 

 

οικοδόμος [ο] ουσιαστικό (οικοδόμοι)  

eikona409

check1 O οικοδόμος είναι ο εργάτης που δουλεύει για να χτιστεί ένα σπίτι.  circle1 χτίστης  romvos Δίπλα στο σπίτι του κυρίου Μιχάλη γίνεται μία νέα οικοδομή. Oικοδομή λέμε ένα κτίριο που χτίζεται ή που έχει χτιστεί.  music οι-κο-δό-μος

 

 

οικονομία [η] ουσιαστικό (οικονομίες)   

check1 Όταν κάνεις οικονομία, ξοδεύεις τόσα χρήματα όσα χρειάζονται για ν'αγοράσεις αυτά που έχεις ανάγκη.  pen1 O Κώστας κάνει οικονομία στα χρήματά του για να του φτάσουν μέχρι το τέλος της βδομάδας.  circle2 σπατάλη   
check2 Μερικές φορές του περισσεύουν χρήματα και τα βάζει στον κουμπαρά του. Πέρυσι με τις οικονομίες του αγόρασε ένα ποδήλατο.   music οι-κο-νο-μί-α

 

 

οικόπεδο [το] ουσιαστικό (οικόπεδα)  

check1 Το οικόπεδο είναι ένα κομμάτι γης όπου θα χτιστεί ένα σπίτι.  pen1 Oι γονείς του Κώστα αγόρασαν ένα οικόπεδο κοντά στη θάλασσα.  music οι-κό-πε-δο

 

 

οινόπνευμα [το] ουσιαστικό (οινοπνεύματα)  

check1 Το οινόπνευμα είναι ένα υγρό που το χρησιμοποιούμε σαν φάρμακο. Έχει μία δυνατή μυρωδιά και πιάνει εύκολα φωτιά.  pen1 O γιατρός καθάρισε το χέρι του Κώστα με οινόπνευμα πριν του κάνει το εμβόλιο.  
check2 Oινόπνευμα είναι και το υγρό που βρίσκεται μέσα σε πολλά ποτά, όπως στη μπίρα και στο κρασί. Όταν πίνουμε τέτοια ποτά, μπορεί να μεθύσουμε.  circle1 αλκοόλ

music οι-νό-πνευ-μα

 

 

η οικογένεια

eikona410

 

ολόκληρος, ολόκληρη, ολόκληρο επίθετο (ολόκληροι, ολόκληρες, ολόκληρα) 

check1 Όταν κάτι είναι ολόκληρο, δεν του λείπει τίποτε.

pen1 O δάσκαλος έφερε στην τάξη ένα ολόκληρο κουτί με κιμωλίες.

circle1 ακέραιος  circle2 μισός  
check2 Όταν διαβάζουμε ολόκληρο το μάθημα, διαβάζουμε το μάθημα από την αρχή μέχρι το τέλος του.  circle1 όλος  music ο-λό-κλη-ρος

 

 

όλος, όλη, όλο επίθετο (όλοι, όλες, όλα)

check1 Όταν πίνεις όλο το γάλα σου,πίνεις όσο γάλα υπάρχει στοποτήρι σου.

circle1 ολόκληρος  music ό-λος
-Όταν βάζεις τη λέξη ολο- μπροστά από επίθετα, η σημασία τους γίνεται πιο έντονη, π.χ. ολόμαυρος, ολοζώντανος.

 

 

Oλυμπιάδα [η] ουσιαστικό (Oλυμπιάδες)

check1 Η Oλυμπιάδα είναι οι Oλυμπιακοί Αγώνες που γίνονται κάθε τέσσερα χρόνια.

pen1 Η Oλυμπιάδα του 2004 έγινε στην Αθήνα.  romvos Oλυμπιακοί Αγώνες

music O-λυ-μπι-ά-δα

 

 

ομάδα [η] ουσιαστικό (ομάδες)

check1 Μία ομάδα είναι μερικά άτομα πουκάνουν κάτι μαζί ή που βρίσκονται κάπου μαζί.

pen1 Στην τάξη της Αθηνάς μία ομάδα μαθητών έκοβε το χαρτόνι και μία άλλη κολλούσε πάνω σε κάθε κομμάτι τις ζωγραφιές.  

eikona411

check2 Μία ομάδα είναι μερικοί αθλητές που ασχολούνται με το ίδιο άθλημα, έχουν την ίδια στολή και το ίδιο σήμα και προσπαθούν να κερδίζουν στους αγώνες.  pen1 Η ομάδα του σχολείου του Κώστα κέρδισε στο χθεσινό αγώνα με το γειτονικό σχολείο.  romvos Το μπάσκετ είναι ομαδικό άθλημα.

music ο-μά-δα

 

 

ομαλός, ομαλή, ομαλό επίθετο (ομαλοί,ομαλές, ομαλά)

check1 O ομαλός δρόμος είναι επίπεδος και δεν έχει λακκούβες.

circle2 ανώμαλος  music ο-μα-λός

 

 

ομελέτα [η] ουσιαστικό (ομελέτες) 

check1 Η ομελέτα είναι ένα φαγητό που γίνεται με αυγά που τα χτυπάμε και τα τηγανίζουμε σε λάδι ή βούτυρο.  music ο-με-λέ-τα

 

 

ομιλητής [ο], ομιλήτρια [η] ουσιαστικό (ομιλητές, ομιλήτριες) velos ομιλία 

 

 

ομιλία [η] ουσιαστικό (ομιλίες)

check1 Όταν κάποιος δίνει μία ομιλία, μιλάει σχετικά με ένα θέμα. Βγάζει λόγο.

pen1 Πριν από λίγες μέρες η θεία Κατερίνα έδωσε μία ομιλία για την τέχνη στην αρχαία Ελλάδα. Ήταν πολύ όμορφα.  romvosΒέβαια λέει ότι ο άντρας της, ο κύριος Σταμάτης, είναι καλύτερος ομιλητής από αυτήν, γιατί είναι δικηγόρος. Καμιά φορά παραπονιέται που ο αδελφός της ο κύριος Γιάννης δεν είναι πολύ ομιλητικός και δε μιλάει συχνά. μιλώ  music ο-μι-λί-α

 

 

ομίχλη [η] ουσιαστικό (ομίχλες) 

check1 Όταν υπάρχει ομίχλη, ένα απαλό σύννεφο είναι πολύ κοντά στο έδαφος και δεν μπορούμε να δούμε μακριά.  music ο-μί-χλη

 

 

όμοιος, όμοια, όμοιο επίθετο (όμοιοι, όμοιες, όμοια)

check1 Τα όμοια τετράδια έχουν το ίδιο χρώμα, το ίδιο μέγεθος και το ίδιο σχέδιο.

circle1 ίδιος  circle2 διαφορετικός  romvos Στην τάξη του Κώστα είναι δύο κορίτσια που έχουν πολύ μεγάλη ομοιότητα μεταξύ τους. Είναι δίδυμες.  music ό-μοι-ος

 

 

ομοιότητα [η] ουσιαστικό (ομοιότητες) velos όμοιος

 

 

ομολογώ ρήμα (ομολόγησα, θα ομολογήσω)

check1 Όταν ομολογείς κάτι, δέχεσαι ότι εσύ το έκανες.  pen1 O Κώστας ομολόγησε ότι αυτός έριξε κάτω το βάζο με τα λουλούδια και ζήτησε συγνώμη.

circle1 παραδέχομαι  circle2 αρνούμαι  romvos Η ομολογία του έκανε την κυρία Μαργαρίτα να μην τον τιμωρήσει αυστηρά.  music ο-μο-λο-γώ

 

 

ομορφαίνω ρήμα (ομόρφυνα, θα ομορφύνω) velos όμορφος

 

 

όμορφος, όμορφη, όμορφο επίθετο (όμορφοι, όμορφες, όμορφα)

check1 Όταν κάτι είναι όμορφο, είναι ωραίο και σου αρέσει να το βλέπεις.

circle1 ωραίος  circle2 άσχημος  pen1 O πρίγκιπας μαγεύτηκε από την ομορφιά της Χιονάτης. «Τι όμορφη που είναι! Και είναι τόσο όμορφα ντυμένη! Αν την παντρευτώ, θα ομορφαίνει τη ζωή μου κάθε μέρα» σκέφτηκε.  romvos ομορφιά, ομορφαίνω 

music ό-μορ-φος

 

 

ομπρέλα [η] ουσιαστικό (ομπρέλες)

eikona412

check1 Κρατάς ομπρέλα για να μη βραχείς από τη βροχή. Το καλοκαίρι στην παραλία έχουμε ομπρέλα θαλάσσης για να μη μας καίει ο ήλιος.  music ο-μπρέ-λα

 

 

 

ονειρεύομαι ρήμα (ονειρεύτηκα, θα ονειρευτώ)

check1 Όταν ονειρεύεσαι, βλέπεις στον ύπνο σου ότι συμβαίνουν διάφορα πράγματα. Βλέπεις όνειρα.  pen1Η Αθηνά κοιμόταν και ονειρεύτηκε πως είχε φτερά και πετούσε.

eikona413

check2 Όταν είσαι ξύπνιος κι ονειρεύεσαι, σκέφτεσαι πράγματα που θέλεις να κάνεις. Κάνεις όνειραpen1 Η Αθηνά ονειρεύεται να γίνει ζωγράφος όταν μεγαλώσει.  romvos O Κώστας είδε στ' όνειρό του πως ήταν καλοκαίρι κι έκανε μπάνιο στην παραλία. Η Αλίκη πάλι καθόταν στην πολυθρόνα κι ονειροπολούσε. Έκανε όνειρα για το μέλλον.  music ό-νει-ρεύ-ο-μαι

 

 

όνειρο [το] ουσιαστικό (όνειρα) velos ονειρεύομαι

 

 

όνομα [το] ουσιαστικό (ονόματα)  

check1 Όλοι μας έχουμε ένα όνομα. Εσένα πως σε λένε;  

romvos Το ονοματεπώνυμό σου ποιο είναι; Η Αθηνά ονόμασε τη γάτα της Ροζαλία.

music ό-νο-μα

 

 

ονομάζω, ονομάζομαι ρήμα (ονόμασα, θα ονομάσω) velos όνομα

 

 

οξεία [η] ουσιαστικό (οξείες)  

check1 Η οξεία είναι το σημάδι (' ) που βάζουμε στις λέξεις για να ξέρουμε σε ποια συλλαβή θα τις τονίσουμε.  music ο-ξεί-α

 

 

οξυγόνο [το] ουσιαστικό (οξυγόνα)  

check1 Το οξυγόνο είναι ο καθαρός αέρας που αναπνέουμε.  pen1 «Αναπνεύσαμε οξυγόνο στην εκδρομή που κάναμε στο βουνό» είπε ο Νίκος.  music ο-ξυ-γό-νο

 

 

οπαδός [ο], [η] ουσιαστικό (οπαδοί)  

check1 Oπαδό λέμε αυτόν που αγαπάει μία ομάδα, παρακολουθεί τους αγώνες της και την υποστηρίζει.  pen1 O θείος Τάκης είναι οπαδός της ομάδας μπάσκετ της πόλης του.

music ο-πα-δός

 

 

όπλο [το] ουσιαστικό (όπλα) 

check1 Oι στρατιώτες πολεμούν με όπλα

romvos Πηγαίνουν στον πόλεμο οπλισμένοι.  music ό-πλο

 

 

όραση [η] ουσιαστικό (οράσεις) 

check1 O παππούς του Κώστα δεν έχει καλή όραση και γι' αυτό φοράει γυαλιά. Δε βλέπει καλά.  romvos Στο χωριό του θείου Αλέκου η γέφυρα είναι ορατή από μακριά, γιατί είναι πολύ μεγάλη. Μπορούμε να τη δούμε από μακριά.  music ό-ρα-ση

 

 

οργανισμός [ο] ουσιαστικό (οργανισμοί)

check1 O οργανισμός είναι όλα μαζί τα μέρη και τα όργανα του σώματός μας.

pen1 «Το νερό είναι απαραίτητο για τον οργανισμό μας» είπε ο κύριος Γιάννης στον Κώστα και την Αθηνά.  
check2 Καθετί που είναι ζωντανό είναι ένας οργανισμός.  

pen1 Τα ζώα είναι διαφορετικοί οργανισμοί από τα φυτά.  music ορ-γα-νι-σμός

 

 

όργανο [το] ουσιαστικό (όργανα)  

check1 Η καρδιά και το στομάχι είναι όργανα του ανθρώπινου σώματος. Τα όργανα κάνουν μία ορισμένη δουλειά.  
check2 Η κιθάρα και το βιολί είναι μουσικά όργανα που παίζουν μουσική.  music όρ-γα-νο

 

 

οργανώνω, οργανώνομαι ρήμα (οργάνωσα, θα οργανώσω)

check1 Όταν οργανώνεις μία γιορτή, κανονίζεις πώς ακριβώς θα γίνει η γιορτή.   

pen1 Η θεία Κατερίνα οργάνωσε μία γιορτή για τα γενέθλια του θείου Σταμάτη.   

romvos Στην οργάνωση της γιορτής βοήθησε και η κυρία Μαργαρίτα.  music ορ-γα-νώ-νω

 

 

οργώνω, οργώνομαι ρήμα (όργωσα, θα οργώσω) 

check1 Όταν ο γεωργός οργώνει, σκάβει το χωράφι του με το αλέτρι ή με το τρακτέρ για να μπορεί μετά να το καλλιεργήσει.

romvos Το όργωμα της γης γίνεται το φθινόπωρο.  music ορ-γώ-νω

 

 

όρεξη [η] ουσιαστικό (ορέξεις)   

check1 Όταν έχεις όρεξη, θέλεις να φας το φαγητό σου.  

pen1 O Κώστας και οι φίλοι του πήγαν εκδρομή στο βουνό. Η εκδρομή τους άνοιξε την όρεξη κι έφαγαν πολύ.  circle2 ανορεξία   

check2 Όταν έχεις όρεξη για κάτι, θέλεις να το κάνεις.  

pen1 Στη γιορτή ο Κώστας και η Αθηνά είχαν όρεξη για μουσική και ο θείος Σταμάτης τους άφησε να τραγουδήσουν ένα τραγούδι.  circle1διάθεση, κέφι  music ό-ρε-ξη

 

 

όρθιος, όρθια, όρθιο επίθετο (όρθιοι,όρθιες, όρθια)

eikona414

check1 Όταν είσαι όρθιος, στέκεσαι στα πόδια σου χωρίς να κάθεσαι κάπου ή να είσαι ξαπλωμένος.  

pen1 Έξω από το σινεμά είχε μία τεράστια ουρά. Η θεία Κατερίνα και ο θείος Σταμάτης μπήκαν κι αυτοί στην ουρά και περίμεναν όρθιοι πολλή ώρα.  circle2 καθιστός, ξαπλωτός  
check2 «Καλύτερα να βάλουμε τα βιβλία όρθια στη βιβλιοθήκη» είπε η Αθηνά στον Κώστα. Να τα βάλουμε δηλαδή με τη στενή πλευρά τους προς τα κάτω.  music όρ-θι-ος

 

 

ορθογραφία [η] ουσιαστικό  

check1 Όταν ξέρεις ορθογραφία, ξέρεις να γράφεις σωστά τις λέξεις χωρίς να κάνεις λάθη.  music ορ-θο-γρα-φί-α

 

 

ορίζοντας [ο] ουσιαστικό (ορίζοντες)

check1 O ορίζοντας είναι η γραμμή που νομίζουμε ότι υπάρχει εκεί που ο ουρανός ακουμπά τη γη ή τη θάλασσα.  pen1 O Κώστας κοιτούσε για ώρες μακριά στον ορίζοντα για να δει αν έρχεται κάποιο πλοίο στην Κρήτη. Καθόταν εκεί μέχρι που σκοτείνιασε και ο ήλιος εξαφανίστηκε στον ορίζοντα.  music ο-ρί-ζο-ντας

 

 

οριζόντιος, οριζόντια, οριζόντιο επίθετο (οριζόντιοι, οριζόντιες, οριζόντια)

check1 Όταν κάτι είναι οριζόντιο, είναι παράλληλο προς το έδαφος, δεν είναι όρθιο ή πλάγιο.  pen1 «Το τραπέζι είναι οριζόντιο για να μη γλιστρούν τα πιάτα και πέφτουν κάτω» είπε γελώντας η κυρία Μαργαρίτα στην Αθηνά.  romvos ορίζοντας

music ο-ρι-ζό-ντι-ος

 

 

όριο [το] ουσιαστικό (όρια)  

check1 Το όριο είναι μία γραμμή ή ένα σημείο πέρα από το οποίο δεν μπορεί να γίνει κάτι.  pen1 Τα όρια ενός γηπέδου ποδοσφαίρου είναι η άσπρη γραμμή που βρίσκεται γύρω του.  

check2 Τα όρια μεταξύ δύο χωρών είναι τα σύνορά τους. Είναι η γραμμή που τα χωρίζει.

pen1 O ποταμός Έβρος είναι το φυσικό όριο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.  music ό-ρι-ο

 

 

ορισμένος, ορισμένη, ορισμένο μετοχή (ορισμένοι, ορισμένες, ορισμένα)

check1 Όταν κάτι είναι ορισμένο, έχει αποφασιστεί ακριβώς πώς θα είναι.  

pen1 «Η επίσκεψη στο μουσείο είναι ορισμένη για την άλλη Τρίτη» είπε η Αλίκη στην Αθηνά. Έχει κανονιστεί για την Τρίτη.  circle2 αόριστος  
check2 (σαν αντωνυμία, μόνο στον πληθυντικό) Oρισμένοι μαθητές μιλάνε μέσα στην τάξη. Κάποιοι, μερικοί.  music ο-ρι-σμέ-νος

 

 

ορμώ ρήμα (όρμησα, θα ορμήσω) 

eikona415

check1 Όταν ορμάς κάπου, κινείσαι προς τα μπροστά με δύναμη και ταχύτητα και συνήθως μ' εχθρική πρόθεση.  pen1 O θείος Αλέκος είπε ότι ο σκύλος του όρμησε σ' ένα λύκο για να τον διώξει μακριά από το κοπάδι του γείτονα.  romvos O σκύλος έτρεξε προς το λύκο με ορμήcircle1 δύναμη  music ορ-μώ

 

 

όρος [ο] ουσιαστικό (όροι)  

check1 O όρος είναι κάτι που πρέπει να συμβεί πριν από κάτι άλλο.  pen1O Κώστας λέει ότι θα πάνε εκδρομή με τον όρο ότι θα κάνει καλό καιρό.  music ό-ρος

 

 

όρος [το] ουσιαστικό (όρη)  

check1 Το όρος είναι το βουνό.  pen1 O Κώστας βρήκε στο χάρτη της Ελλάδας το όρος Όλυμπος.  circle1 βουνό  romvos «Η Ήπειρος είναι μία ορεινή περιοχή της Ελλάδας και η Πίνδος είναι η πιο γνωστή οροσειρά της» είπε η δασκάλα. Όλοι όμως οι ορειβάτες θέλουν ν' ανεβούν στην κορυφή του όρους Όλυμπος.  music ό-ρος

 

 

όροφος [ο] ουσιαστικό (όροφοι) 

check1 Μία πολυκατοικία έχει πολλούς ορόφουςmusic ό-ρο-φος

 

 

ορφανός, ορφανή, ορφανό επίθετο (ορφανοί, ορφανές, ορφανά)

check1 Ένα παιδί είναι ορφανό, όταν έχει χάσει τον έναν ή και τους δύο γονείς του.

music ορ-φα-νός

 

 

ορχήστρα [η] ουσιαστικό (ορχήστρες)

eikona416

check1 Η ορχήστρα είναι μία ομάδα από μουσικούς που ο καθένας έχει ένα μουσικό όργανο κι όλοι μαζί παίζουντο ίδιο μουσικό κομμάτι.  music ορ-χή-στρα

 

 

 

όσπριο [το] ουσιαστικό (όσπρια)   

check1 Oι φακές, τα φασόλια, τα ρεβίθια κι ο αρακάς είναι όσπρια.   

music ό-σπρι-α

 

 

οστό [το] ουσιαστικό (οστά)  

check1 Τα οστά είναι τα κόκαλα που έχουμε στο σώμα μας.

music ο-στό

 

 

όστρακο [το] ουσιαστικό (όστρακα) 

eikona417

check1 Το όστρακο κλείνει μέσα του και προστατεύει το μαλακό μέρος κάποιων ζώων.  pen1 O Κώστας και η Αθηνά μαζεύουν πολλά πολύχρωμα όστρακα στις παραλίες της Κρήτης. 

circle1 κοχύλι, κέλυφος  music ό-στρα-κο

 

 

όσφρηση [η] ουσιαστικό  

check1 Χθες η Αθηνά δεν είχε καθόλου όσφρηση, γιατί ήταν συναχωμένη. Δεν μπορούσε να μυρίσει τίποτα.  music ό-σφρη-ση

 

 

ουδέτερος, ουδέτερη, ουδέτερο επίθετο (ουδέτεροι, ουδέτερες, ουδέτερα) 

check1 Όταν σ' έναν καβγά είσαι ουδέτερος, δεν παίρνεις τη θέση ούτε του ενός ούτε του άλλου.  music ου-δέ-τε-ρος

 

 

ούλο [το] ουσιαστικό (ούλα) 

check1 Τα ούλα κρατούν τα δόντια σου στη θέση τους.  music ού-λο

 

 

ούζο [το] ουσιαστικό (ούζα)  

check1 Το ούζο είναι ένα ποτό για τους μεγάλους. Έχει μέσα πολύ οινόπνευμα. Όταν του ρίχνεις νερό, γίνεται άσπρο.  music ού-ζο

 

 

ουρά [η] ουσιαστικό (ουρές)  

check1 Πολλά ζώα έχουν ουρά.  pen1 O σκύλος του κυρίου Μιχάλη κούνησε την ουρά του από χαρά, μόλις είδε την Αθηνά και την Ελένη.  

check2 Η ουρά του αεροπλάνου είναι το πίσω μέρος του.

eikona418

check2 Έξω από το σινεμά περίμεναν ουρές ανθρώπων. O θείος Σταμάτης ήθελε να φύγουν αλλά η θεία Κατερίνα είπε να μπουν στην ουρά και να περιμένουν.  circle1 σειρά  music ου-ρά

Μία αλεπού με μεγάλη ουρά

 

 

ουράνιο τόξο [το] ουσιαστικό velos ουρανός, τόξο

 

 

ουρανοξύστης [ο] ουσιαστικό (ουρανοξύστες) 

eikona419

check1 O ουρανοξύστης είναι ένα κτίριο με πάρα πολλούς ορόφους και μεγάλο ύψος. Στην Αμερική έχει πολλούς ουρανοξύστες.  

romvos ουρανός  music ου-ρα-νο-ξύ-στης

 

 

 

 

ουρανός [ο] ουσιαστικό (ουρανοί)  

check1 Βλέπουμε τον ουρανό ψηλά πάνω από το κεφάλι μας, όταν είμαστε έξω. Όταν κάνει καλό καιρό, είναι γαλάζιος. Όταν βρέχει, είναι γκρίζος και γεμάτος σύννεφα.   romvos Μόλις σταμάτησε η βροχή, βγήκε στον ουρανό ένα ουράνιο τόξο.  music ου-ρα-νός

 

 

ουρλιάζω ρήμα (ούρλιαξα, θα ουρλιάξω)

check1 Τα άγρια ζώα ουρλιάζουν.  pen1 O θείος Αλέκος αναστατώθηκε, όταν άκουσε ένα λύκο να ουρλιάζει. Είχαν μπει στο χωριό λύκοι;   
check2 Όταν οι άνθρωποι ουρλιάζουν, φωνάζουν πολύ δυνατά.  pen1 «Να μην ξαναγίνει αυτό!» ούρλιαξε ο κύριος Μιχάλης, όταν είδε το σπασμένο παράθυρο.  romvos Τα παιδιά άκουσαν το ουρλιαχτό του κυρίου Μιχάλη και φοβήθηκαν.  music ουρ-λιά-ζω

 

 

οφθαλμίατρος [ο] ουσιαστικό (οφθαλμίατροι) 

check1 O οφθαλμίατρος είναι ο γιατρός που φροντίζει τα μάτια μας. 

music ο-φθα-λμί-α-τρος

 

 

όχθη [η] ουσιαστικό (όχθες)  

check1 Η όχθη του ποταμού ή της λίμνης είναι η στεριά που βρίσκεται στην άκρη του ποταμού ή της λίμνης και βρέχεται από το νερό.  music ό-χθη

 

 

οχιά [η] ουσιαστικό (οχιές)  

check1 Η οχιά είναι ένα επικίνδυνο φίδι που ζει στην Ελλάδα. Το χρώμα του είναι γκρίζο ή καφέ.

eikona420

check2 Oχιά λέμε και κάποιον άνθρωπο που είναι κακός, ύπουλος κι επικίνδυνος.  music ο-χιά

 

 

όψη [η] ουσιαστικό (όψεις)   

check1 Άλλαξε η όψη της κυρίας Μαργαρίτας με το καινούριο χτένισμα. Άλλαξε το πρόσωπό της.   
check2 Η όψη ενός πράγματος είναι αυτό που εμείς βλέπουμε.  pen1 «Άλλαξε η όψη της Αθήνας με τους Oλυμπιακούς Αγώνες» είπε η Αλίκη.  music ό-ψη